Τολμηρό το θέμα που επέλεξε ο
συγγραφέας, όχι μόνο γιατί είναι απολύτως σύγχρονο (παρακολουθούμε τους ήρωες
μέχρι το 2015), αλλά και άκρως «πολιτικό»:
ο «άνθρωπος στη σκιά» είναι ο άνθρωπος που κυκλοφορεί μεν ανάμεσά μας,
μέσα στις πόλεις, ταγμένος από τα χρόνια της νιότης του στις ιδέες της
ελευθερίας και της ισότητας, όμως στην κρίσιμη ηλικία που όλες οι ιδεολογίες
υποτάσσονται στην εργασία, όταν δηλαδή μπαίνοντας στην παραγωγή η ανάγκη τον
σπρώχνει να κάνει κάποιους συμβιβασμούς, εκείνος αποφασίζει να υπηρετήσει τις
ιδέες του από το μετερίζι της τρομοκρατίας
(με τη σύγχρονη σημασία: βία στη βία της εξουσίας).
Η προσφυγή στη βία της
εξουσίας είναι αναγκαία; Σε ποιο βαθμό νομιμοποιείται η «επαναστατική» βία;
ποιο είναι το όριο πέρα απ’ το οποίο γίνεται κατάχρηση; Κι όταν αυτού του
είδους η αντίσταση απαιτεί προσωπικές θυσίες, μέχρι και την αυτοθυσία, πώς
αποτιμάται αυτό ηθικά; Το να θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για το συλλογικό
«καλό», όπως το εννοεί πάντα ο καθένας, είναι ένα φαινόμενο στο οποίο
σκοντάφτουμε στην εποχή μας (και όχι μόνο), ξεκινώντας από τους διαδηλωτές που
αυτοπυρπολούνται μέχρι τους μάρτυρες του ISIS.
Έτσι, το μυθιστόρημα εισχωρεί
βαθιά σ’ έναν προβληματισμό που φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα την πολιτική
σκέψη τις τελευταίες δεκαετίες, όπως επισημαίνει και ο Χρήστος Βασματζίδης στο
άρθρο του «Οικεία δεινά», όπου παρουσιάζει το βιβλίο[1]: «Για μία μορφή πολιτικού στοχασμού, η βία που
στρέφεται κατά της κρατικής εξουσίας, όταν αυτή εκλαμβάνεται με τη βεμπεριανή
αντίληψη άσκησής της, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία νομιμοποιημένη μορφή
αντίστασης. Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε στο «Τέλος της ουτοπίας», έγραφε ότι «πολλές
φορές το συμφέρον της ανθρωπότητας είναι συνδεδεμένο με την προσφυγή στη βία»,
γιατί κάθε άλλη ειρηνική εναντίωση στους ήδη υπάρχοντες θεσμούς, όπως
υποστήριζε ο Λοκ, είναι «αθώα τελετή που μας χαρίζει καλή συνείδηση...». Δεδομένου ότι ο συγγραφέας είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο τμήμα
Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, γνωστός για το δοκιμιακό του έργο και τις μελέτες
του πάνω σε σύγχρονα ζητήματα πολιτικής θεωρίας, έχουμε ένα μυθιστόρημα που
εισχωρεί με γνώση, βάθος και τόλμη στην ανατομία ενός «οικείου κακού»…
Ο «άνθρωπος στη σκιά», ο Φάνης/Θεοφάνης,
ή Αυγερινός, ή Μαύρος, τον Φεβρουάριο του 2015 βρίσκεται απαγχονισμένος σε μια
πλαγιά του Υμηττού. Είναι φανερό ότι πρόκειται για αυτοκτονία και μ’ αυτήν τη
σκηνή ξεκινά και το μυθιστόρημα, ενώ
πουθενά σ’ όλο το βιβλίο δεν ακούμε την εσωτερική φωνή του Φάνη. Ό, τι
μαθαίνουμε γι αυτόν είναι από τις μαρτυρίες όσων τον γνωρίζουν: των φίλων του,
των φιλενάδων, των συγγενών, των συνεργατών του, είτε σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση,
είτε στο γ΄ενικό του παντογνώστη αφηγητή (πιο σπάνιο). Έτσι, το βιβλίο όλο
είναι δομημένο με βάση τον/την εκάστοτε αφηγητή/τρια, που μιλούν σαν να
απολογούνται σε κάποιον που ερευνά την ιστορία (ομολογώ ότι αυτή η
εναλλαγή τόσο πολλών προσώπων, ήταν λίγο
κουραστική για τον αναγνώστη), ενώ υπάρχουν φυσικά και πολλά φλας μπακ, που μας
πηγαίνουν από το σήμερα στην εποχή του Πολυτεχνείου, αλλά και στη δεκαετία του ‘50.
Όλοι αυτοί οι «μάρτυρες»
συνιστούν έναν πολυποίκιλο κόσμο, μια μικρογραφία της κοινωνίας, και μαθαίνουμε
την ιστορία ενός ενός ξεχωριστά. Μέσα στην κοινωνία αυτή όμως ο Φάνης ξεχωρίζει από μικρό παιδί για την ωριμότητά
του, την τόλμη και την πολιτική του σκέψη: ο παιδικός φίλος Κώστας Μάντακας,
που αγαπούσε το ποδόσφαιρο κι έγινε ταξιτζής, ο άλλος φίλος της παρέας Αντρέας
Γαλιαθρής, ποιητής που νωρίς αρρώστησε από λευχαιμία, η καλοκάγαθη μάνα
Θεοδώρα, ο πατέρας Σέργιος βασανισθείς στη Μακρόνησο που υπέγραψε δήλωση μετανοίας,
η πρώτη ερωτική σύντροφος η Ζωή που σκοτώθηκε πολύ νέα σε τροχαίο, η φίλη της η
Ξανθούλα με την κόρη της Ελίνα, η Κατερίνα ερωμένη, με κατάρτιση, πολιτική
κρίση και ταλέντο στο… πιάνο, ο ξάδερφος Μπράλος ναυτικός, κ.α., όλοι μιλούν
για τον Φάνη είτε με θαυμασμό είτε με απορία, γιατί ο Φάνης εξαφανίστηκε κάποια
στιγμή απ’ το προσκήνιο (μεταφερόταν
μακριά και δεν μπορούσε να χορτάσει με αυτό που μπορούσαμε να του προσφέρουμε
εμείς). Οι φίλοι του τον ζηλεύουν ή τον θαυμάζουν (τον ζηλεύαμε. Από την τρίτη γυμνασίου μας τριγύριζε ο κρυφός πόνος
εκείνων που τους αφήνουν πίσω οι εξελίξεις και νιώθουν την υπεροχή του
άλλου/τραβούσε τα καθέκαστα σα μαγνήτης), τους καθοδηγεί με φυσικό τρόπο,
τους επιβάλλεται, ενώ από ένα σημείο και μετά τραβάει τον δρόμο του χωρίς
δισταγμούς και χωρίς να ρωτάει κανέναν. Γιατί τον κερδίζει ολοφάνερα η πολιτική
σκέψη και δράση, και γρήγορα ξεφεύγει απ τον παιδικό κύκλο αθωότητας της Ζωής,
του Κώστα, του Αντρέα. Επηρεάζεται κυρίως από τους ενεργά πολιτικοποιημένους, «παλαίμαχους
αγωνιστές», τον θείο της Κατερίνας πενηντάχρονο Άρη Πάικο ή Γίρζι, μια φιγούρα
αγωνιστή του εξωτερικού, για χρόνια πολιτικός πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία (Ένα σου λέω Κώστα. Πολύ δυνατό μυαλό.
Κοντεύει τα πενήντα και καταλαβαίνει τη γενιά μας καλύτερα από εμάς τους ίδιους),
τον φίλο του συναγωνιστή Στέφανο Παπατζίμα ή «Κρύπτη» (παλιά τηλεγραφητής στον
ΕΛΑΣ), την ακτιβίστρια-μαχήτρια- ακατάταχτη- πανέμορφη Ολλανδέζα Δάφνη Λεμέρις,
ενώ μέσα στην ίδια παρέα εμφανίζεται κάποια στιγμή κι ο «Πατρινός»,
που φαίνεται ότι γίνεται ο καθοδηγητής του μέχρι τέλους.
Οι ιδέες και οι δράσεις του
Πάικου προσελκύουν και την Κατερίνα (στα πολιτικά ο θείος μου έγινε σταδιακά κάτι σαν πατέρας μου, αφού οι δικοί μου ήταν
δυο φοβισμένοι ψηφοφόροι του γέρου Παπανδρέου). Γρήγορα όμως ο Φάνης
αποκόπτεται ιδεολογικά, γίνεται επικριτικός και φαρμακερός απέναντι στον
Άρη/Γίρζι και τον φίλο του Στέφανο (ο «μαθητής»
έβγαινε μπροστά, βιαζόταν, κατανάλωνε κι
έφτυνε τις θεωρίες με ταχύτητα αστραπής, ετώντας στα σκουπίδια όσες απόψεις δεν
τον ικανοποιούσαν). Για τον Φάνη, ο Πάικος «κουβαλάει όλη την ηττοπάθεια του
‘50». Δεν παύει να κριτικάρει έντονα κάθε σύντροφο
και κάθε τάση της αριστεράς, καταφεύγει σε καταστροφολογίες, και φυσικά,
χωρίζει με την Κατερίνα (κι όταν τον
αγκάλιασα κι ένιωσα το σκληρό μεταλλικό μαραφέτι στην τσέπη του μπουφάν του,
ούτε καν τότε σκέφτηκα να ζητήσω εξηγήσεις).
Μέσα από τις εξομολογήσεις
όσων γνωρίζουν τον Φάνη, διαπιστώνει γρήγορα κι ο ίδιος ο αναγνώστης ότι το
όνομα του ήρωά μας είναι μπλεγμένο με τη δολοφονία του Στάθη Μαζαράκη,
συνταξιούχου δικηγόρου και αδερφού του πρώην εφέτη και συμβούλου στο Υπουργείο
της χούντας, Μιχάλη Μαζαράκη, που έγινε το 1977. Ο «μικρός» όμως έκανε γκάφα,
κατά λάθος σκότωσε τον αδερφό του υποψήφιου θύματος (θέλει επιδέξιο κώλο η παρανομία παιδιά μου!)
Η βαθιά ανατομία όμως ξεδιπλώνεται
στο δεύτερο μέρος («Κληρονομιές και αποκληρώσεις»). Εδώ πρωταγωνιστούν οι «καθοδηγητές»,
ενώ τα κεφάλαια που αφορούν τον Στέφανο και τον Πατρινό είναι γραμμένα σε γ΄ ενικό,
όχι σαν απευθείας μαρτυρίες (εσωτερική εστίαση, παρόλ’ αυτά). Έτσι, βλέπουμε
την ψυχολογία του μετριοπαθέστερου Άρη, του θυμωμένου Στέφανου (ο Στέφανος ένιωθε πως τον είχαν προδώσει. Του
τσάκιζαν τα νεύρα. Ναι, αυτοί οι ίδιοι πρώην συντρόφοι τον πετούσαν στα
σκουπίδια με τη μανία τους να τους αποδοθούν τιμές απ’ αυτό το σάπιο κράτος/καμιά
φορά, σαν φευγαλέα ανεπιθύμητη σκέψη, περνούσε απ’ το μυαλό του η ιδέα πως ο
θυμός ήρθε και τον άρπαξε τη στιγμή που οι άλλοι της γενιάς του άρχιζαν να
βάζουν τα καλά τους και κοκκίνιζαν από χαρά για τα τιμητικά λόγια που άκουγαν. Για
τις θυσίες τους. Αυτό δεν τους το συγχωρούσε. Δεν συγχωρούσε τον ανυπόμονο
καλπασμό κάποιων συντρόφων προς την κάλπικη ευτυχία, την ευζωία των
ισοπεδωμένων ψυχών). Βλέπουμε τα κίνητρα των δύο διαφορετικών ηλικιών να
συγκρούονται, και να αλληλοκατηγορούνται μετά την αποτυχία της επιχείρησης, για
την ανεπάρκεια των επιχειρημάτων αλλά και των δυνάμεών τους. Οι αναφορές στην
τρομοκρατία και στο μεταπολιτευτικό κλίμα είναι περισσότερες και πιο απροκάλυπτες, ενώ σιγά σιγά εξυφαίνεται το μυστήριο της αυτοχειρίας
του Φάνη μετά από τόσα χρόνια, και εφόσον έχει ήδη ξεπεράσει την -ασυγχώρητη- νεανική γκάφα να σκοτώσει άλλον άνθρωπο. Τι ήταν
άραγε αυτό που τον έσπρωξε στην πράξη απελπισίας μετά από τόσα χρόνια; Το βιβλίο
υποβάλλει κάποιες υποθέσεις, χωρίς να δίνει απάντηση (άλλωστε ποτέ στην
αυτοκτονία δεν υπάρχει οριστική απάντηση στο «γιατί»).
Βλέπουμε ακόμα και τη Ρόζα,
την κοπέλα που βρήκε τον νεκρό Φάνη που μπλέκεται στην εξιχνίαση του μυστηρίου,
βλέπουμε και τους συγγενείς του δολοφονημένου Μαζαράκη, που ανασκαλεύουν τα
κίνητρα του φόνου. Κυρίως όμως εμφανίζεται πάλι στο προσκήνιο ο «εγκέφαλος» που
κίνησε τα νήματα, ο Πατρινός, που ξανασυναντιέται μετά τόσα χρόνια με τον Φάνη,
σε ένα εκπληκτικό και μοιραίο διάλογο όπου εναλλάσσονται στο ρόλο θύτη και
θύματος (άρχισαν να μιλούν για τη θλίψη
και τον ζόφο των ημερών/οι δυο φωνές γίνονταν ένα σφιχτοπλεγμένο χαλί που
κάποιος τρίτος θα μπορούσε να το μπερδέψει με προσευχή ή με τη ρομαντική
εξομολόγηση δυο ερωτευμένων ψυχών και το βραδινό αγκάλιασμα δυο πρώην αντιπάλων
που με τις αμοιβαίες εκμυστηρεύσεις τους λύνουν μια παλιά παρεξήγηση).
Ο συγγραφέας προχωρά βαθιά
στην ψυχολογία όλων των ηρώων, πρωταγωνιστών και μη, δίνοντας όχι μόνο ένα μωσαϊκό
ιδεών αλλά ανθρώπινων χαρακτήρων και νοοτροπιών. Κυρίως όμως ζωντανεύει (χωρίς
να τοποθετείται ηθικά) ηψυχολογία του ανθρώπου που καταφεύγει στη βία, δίνοντας συναισθηματική και ανθρώπινη διάσταση στα
αδιέξοδα όπου οδηγεί η «ιδεολογική καθαρότητα» των ανθρώπων που νιώθουν ότι
είναι ταγμένοι να υπηρετούν μια ιδέα.
Ο «άνθρωπος στη σκιά» δεν
είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Δεν παντρεύτηκε, δεν προβλήθηκε, δεν
ωφελήθηκε απ΄το σύστημα, κι όλοι έλεγαν ότι ήταν ένας έντιμος συνδικαλιστής,
όχι απ’ τους διεφθαρμένους (τη σόκαρα
όταν της είπα ότι μακάρι να ήταν διεφθαρμένος). Κι όπως έλεγε και η ανιψιά
του δολοφονημένου Μαζαράκη,
Εγώ, κοπέλα μου, έχασα τον θείο μου από κάποιον που
πίστευε πως σκότωνε τη διαφθορά αυτοπροσώπως! Κατάλαβες γιατί μπορώ να πω
μακάρι να ήταν απ’ τους συνηθισμένους απατεώνες της χώρας μας; Γιατί θα ήταν
σαν κι εμάς,-απλώς άνθρωπος (ή ένας απλός άνθρωπος).
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου