Ό, τι επιζεί από μένα πια είναι ένας μύθος ομορφιάς
«-Τι βλέπεις, πες μου! Τι βλέπεις;
Πού να δω, πού να καταλάβω; Είναι καμιά φορά θαρρώ αυτή η φλέβα γελοιότητας που ίσως γεννιέται από την απόγνωση, που σου σκίζει την καρδιά από την αγάπη. Αγάπη είναι όλο αυτό, κι ας μην καταλαβαίνεις, να μη βλέπεις. Εκεί στέκομαι ακόμα, παντοτινά, πασχίζοντας να δω, μ’ ένα κρακ στον σβέρκο, κοιτώντας και πονώντας, αν μη τι άλλο από αγάπη για κείνον. Τα φτερά πετάνε πέρα, πετάνε, κυματίζονται και χάνονται. Ο πατέρας μου φωνάζει και φωνάζει. Η καρδιά μου ακόμα φτερουγίζει να τα φτάσει. Τα σφυριά δεν σταματούν να πέφτουν».
(Είναι ο πατέρας της Ροσίν που, ανεβασμένος σ’ έναν παμπάλαιο πυργίσκο, στο ιρλανδικό χωριό Σλάιγκο, ρίχνει από την κορφή ένα τσουβάλι πούπουλα και σφυριά για να αποδείξει ότι όλα τα αντικείμενα πέφτουν με την ίδια ταχύτητα… )
Πολύ πρωτότυπο και αξιόλογο το μυθιστόρημα αυτό αλλά μαγευτική και η ποιητική και μεστή γραφή του Ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρρυ.
Το κεντρικό πρόσωπο είναι μια υπερήλικη γυναίκα, τρόφιμος στην Ψυχιατρική Κλινική του Ροσκόμον και συμπρωταγωνιστής ο ψυχίατρός της, δόκτωρ Γκρεν, κατά πολύ νεότερός της, ο οποίος προσελκύεται από τη μυστηριώδη προσωπικότητα της Ροσίν και δημιουργείται ανάμεσά τους ένας παράξενα μοναδικός δεσμός.
Η ιστορία κινείται σε πολλά επίπεδα εφόσον κεφάλαιο παρά κεφάλαιο εναλλάσσεται ο αφηγητής (Ροσίν/δόκτωρ Γκρεν), ενώ η Ροσίν καταγράφει την συγκλονιστική της οικογενειακή ιστορία από τα παιδικά της χρόνια, σε μια «μυστική γραφή», σ’ ένα κατάστιχο δηλαδή που το κρατά κρυφό ακόμα κι από τον διακριτικό και ανιδιοτελή δόκτορα Γκρεν. Ο δόκτωρ, με τη σειρά του, σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο αποκαλύπτει τα διλήμματα και τις αναστολές του σχετικά με το ρόλο του στο ψυχιατρείο (με αφορμή τη μεταφορά του ιδρύματος σε πιο λειτουργικό αλλά πιο μικρό κτίριο), την παροντική σχέση του με τους ασθενείς και ιδιαίτερα με την Ροσίν, αλλά και την αδιέξοδη σχέση του με τη γυναίκα του στο παρελθόν.
Η Μυστική Γραφή κατά τη γνώμη μου έχει συναρπαστική υπόθεση, αλλά ουσιαστικά είναι μια μελέτη πάνω στο μηχανισμό της μνήμης. Η προσωπική μαρτυρία της Ροσίν μάς γυρίζει στην εποχή του εμφυλίου (εποχή Α’ παγκοσμίου πολέμου), με έντονα τα ιδεολογικά και πολιτικά πάθη. Βλέπουμε αρχικά την τρυφερή και ανεπανάληπτη σχέση της με έναν πατέρα μοναχικό και χαρισματικό, παρεξηγήσιμα αφελή ή αρκετά μυστηριώδη ώστε να μην είμαστε βέβαιοι μέχρι το τέλος για το αν είχε σχέσεις με την πολιτοφυλακή, αν υποστήριζε τους αντάρτες ή τους «Ελεύθερους». Κρίσιμο κι αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή κόρης και πατέρα το επεισόδιο των τριών ανταρτών που προσφεύγουν στο σπίτι τους για να θάψουν το νεκρό τους (ο πατέρας της Ροσίν δούλευε στο κοιμητήριο), η ανεξιχνίαστη προδοσία τους και η εν ψυχρώ εκτέλεση του ενός μπροστά στη ανήλικη Ροσίν (ήμουν βεβαίως νέα ακόμα, παιδί, ωστόσο, απ’ ό,τι θυμάμαι, κανείς ποτέ δε φτάνει το απελπισμένο γήρας του δεκαπεντάχρονου κοριτσιού). Το μυστήριο της αυτοκτονίας του πατέρα (ήταν αυτοκτονία; αν ναι, ποια τα αίτια;) σφραγίζει αυτή τη διάχυτη αίσθηση που μεταδίδει το βιβλίο, ότι η μνήμη φιλτράρει και χρωματίζει τα γεγονότα και ότι δε μπορεί να υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα σχετικά με την «ιστορική πραγματικότητα», ιδιαίτερα σε τέτοιες «αιχμηρές» ιστορικές στιγμές. Ότι δίπλα στην «επίσημη» ιστορία υπάρχει η διαλεκτική της προσωπικής μνήμης.
Μετά την απουσία του πατέρα (είν’ ο πόνος που δε γερνάει, που δε σβήνει με τα χρόνια), ο πατήρ Γκοντ, με τον αμφίσημο ρόλο του σε πολιτικό/ιδεολογικό επίπεδο αλλά και σε προσωπικό επίπεδο σε σχέση με τη Ροσίν, καθορίζει τη μοίρα της και τις επιλογές της. Μια μοίρα τραυματισμένη που είναι συνυφασμένη με τις αντιπαραθέσεις και τα θρησκευτικά και ιδεολογικά πάθη της εποχής.
Δεν είναι σκόπιμο, όπως γράφει και η αναγνώστρια στην πολύ ατμοσφαιρική της παρουσίαση, να αναφερθεί κανείς στην πλοκή. Μια πλοκή όπου συναντάμε τη Ροσίν μέσα σε εξαιρετικές καταστάσεις χαράς, γοητείας, μοναξιάς, απόγνωσης, ντροπής. Η μυστική γραφή, -τα κρυφά τετράδια-της Ροσίν και κατ’ επέκταση του συγγραφέα, παραπέμπει στην προσωπική «γραφή» με την οποία εγγράφουμε όλοι ελλειμματικά στη μνήμη μας και στη συνείδηση μας αυτά που βιώνουμε.
Ο δόκτωρ Γκρεν που αποκωδικοποιεί τη γραφή της Ροσίν συνδυάζοντας κι άλλα στοιχεία (π.χ. την κατάθεση του πατέρα Γκοντ) συνθέτει μια άλλη, διαφορετική εικόνα, όπως π.χ. ότι ο πατέρας της δεν αυτοκτόνησε αλλά δολοφονήθηκε από τους αντάρτες, ή ότι ο πυργίσκος δεν ήταν τόπος πειραμάτων αλλά τόπος βασανισμού του, όπου του γέμισαν το στόμα με πούπουλα και τον σφυροκόπησαν, αλλά
...σε ποιο βαθμό μπορεί να σφάλλει η μαρτυρία της εφόσον η ίδια πιστεύει τα όσα γράφει; Η πλειοψηφία της καταγραμμένης ιστορίας μήπως δε χαρακτηρίζεται από μιαν ανάλογα ιδιότροπη εντιμότητα;
Και:
Το μόνο σίγουρο και μοιραίο σε κάθε αυτοσχέδια καταγραφή της ιστορίας είναι η εσφαλμένη λαχτάρα για απόλυτη ακρίβεια. Η οποία είναι και ανέφικτη.
Και:
Και των δυο οι ιστορίες δεν είναι ούτε λαθεμένες, ούτε καν αντιφατικές, μα με τον τρόπο τους, ως έργο ανθρώπινο, ολωσδιόλου αληθινές, και αμφότερες υπονοούν αλήθειες πολύτιμες, πέρα και πάνω από την αληθοφάνεια των «δεδομένων».
Και:
Αναγνωρίζω ότι διάγουμε τον βίο μας και διατηρούμε την ψυχική μας ευστάθεια, με μόνο φάρο στο σκοτάδι αυτήν τη διπρόσωπη μνήμη, αυτήν την αναξιοπιστία, όπως ακριβώς οικοδομούμε την αγάπη μας πάνω σε χάρτινους κόσμους γεμάτους παρανοήσεις και αναλήθεια. Ίσως έτσι να είναι και η φύση μας, και ενδεχομένως, με τρόπο ακατανόητο, να είναι κι αυτό στοιχείο του ανθρώπινου μεγαλείου- ότι είμαστε ικανοί να χτίσουμε τα πιο θαυμάσια και ακλόνητα οικοδομήματά μας πάνω σε θεμέλια σαθρά σαν μια χούφτα σκόνη.
Τέλος:
Για λόγους καθαρά αισθηματικούς προτιμούσα την αναλήθεια της Ροσίν από την αλήθεια του πατέρα Γκοντ, γιατί η δική της εκδοχή ακτινοβολούσε υγεία.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Αξίζει κανείς να διαβάσει τη βιβλιοκριτική της Αυγής (17/11/09) εδώ