Πολύ απολαυστικό,
συναρπαστικό και με ρέοντα λόγο, το γράψιμο του Τσβάιχ -ιδιαίτερα αν έχεις
προηγουμένως εντρυφήσει στον… Κορτάσαρ. Κλασικός και διεισδυτικός όπως πάντα,
εφόσον το βασικό του αντικείμενο είναι η ανθρώπινη ψυχή με όλες της τις αδυναμίες και τα πάθη, ο
συγγραφέας δεν χαρακτηρίζεται μόνο απ’ την εντυπωσιακά περίτεχνη πλοκή, αλλά ψυχογραφεί
με ρεαλισμό κι ευαισθησία λεπτές αποχρώσεις του ψυχισμού των ηρώων του, ακόμα
κι όταν ο ήρωας αυτός είναι… σκύλος.
Πρόκειται για πέντε
εκτεταμένα διηγήματα/νουβέλες που αναδημοσιεύτηκαν πρόσφατα από τις εκδόσεις
«Μεταίχμιο». Από την πρώτη παράγραφο το ενδιαφέρον του αναγνώστη εγείρεται, όχι
μόνο από την πρωτοτυπία της αφηγούμενης «συνθήκης» αλλά από τα συναισθήματα που
υπονοούνται.
Όλα τα διηγήματα, όπως
άλλωστε απαιτούσε η εποχή που γράφτηκαν, έχουν πλοκή, με αρχή μέση και τέλος,
δηλαδή δεν αποτελούν «στιγμιότυπα» όπως είθισται στα νεότερα χρόνια, αλλά έχουν
εξέλιξη, ωρίμανση, αλλιώς «δέση-λύση/κάθαρση».
Το χρέος που ξεπληρώθηκε αργά
Το ομώνυμο του βιβλίου
διήγημα είναι μια επιστολή «εποχής» (ποιος γράφει τώρα τόσο εκτενή γράμματα;)
της ενήλικης Μάργκαρετ στην παιδική φίλη της Έλεν για να της εκμυστηρευτεί,
όπως παλιά, το περιστατικό συνάντησής της με τον ήρωα των παιδικών τους χρόνων.
Εισχωρούμε σε μια από αυτές
τις κοριτσίστικες, αθώες και ανεπανάληπτες φιλίες, όπου τα 15χρονα κορίτσια
ανοίγουν διάπλατα την καρδιά τους η μια στην άλλη, εμπιστεύονται κάθε είδους
τρέλα και μυστικό, ορκίζονται εχεμύθεια, ερωτεύονται τον ίδιο άντρα,
συνωμοτούν, ονειροπολούν κι ενθουσιάζονται ή απογοητεύονται κοινωνώντας από το
ίδιο ποτήρι της συγκινησιακής μέθης (νομίζω
πως ο έρωτάς μας πήρε τόσο υπερβολικές και παράλογες διαστάσεις ακριβώς επειδή
ορκιστήκαμε, οι ανόητες, να τον αγαπούμε και οι δυο. Αυτό προϋπέθετε ότι η μία
ήθελε να ξεπεράσει την άλλη σε ερωτική έξαψη, ότι μέρα τη μέρα ωθούσαμε η μία
την άλλη όλο και πιο μακριά και επινοούσαμε διαρκώς καινούρια στοιχεία που να
αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε ούτε στιγμή που να ξεχνάμε αυτόν τον θεό των
ονείρων μας).
Η αφήγηση της επιστολογράφου
είναι περιγραφικότατη, ακριβής και γλαφυρή καθώς κάνει σύντομα ένα φλας μπακ
στο παρελθόν, και στη συνέχεια εκμυστηρεύεται όλα με τη σειρά τα συναισθήματα
καθώς ξανασυναντά το κοινό τους ίνδαλμα, τον ηθοποιό και πρωταγωνιστή του δημοτικού
θεάτρου της πόλης τους, που τις είχε
κατασαγηνεύσει και τους είχε προκαλέσει πληθώρα συναισθηματικών εξάρσεων και
συγκρούσεων.
Μόνο που στο σκληρό παρόν, ο
άνθρωπος αυτός είναι αγνώριστος. Ένα από τα αγαπημένα θέματα του Τσβάιχ
ξεδιπλώνεται εδώ, η εξαθλίωση και η παρακμή του ανθρώπου καθώς γερνά και
δέχεται τα χτυπήματα από τη μοίρα, από την κοινωνία, από την αρρώστια και τα
γηρατειά (αυτός ο ξεπεσμένος, μεθυσμένος
μισο-παράλυτος γέρος απ’ το πτωχοκομείο δεν μπορούσε να είναι κανένας άλλος από
τον θεό των νεανικών μας χρόνων, τον κύριο των ονείρων μας).
Η Μάργκαρετ συγκλονίζεται
παρακολουθώντας αυτήν την κατάρρευση που αντανακλά στα περιφρονητικά σχόλια και
στην αδιαφορία των θαμώνων της μπιραρίας όπου κατέφυγε το ανθρώπινο ράκος, και
βέβαια ομολογεί: «Δεν μπορούσα να τον βοηθήσω πραγματικά, το ήξερα. Δεν μπορούσα να τον
ξανακάνω νέο, αυτόν τον καταρρακωμένο, κουρασμένο άντρα. Μπορούσα όμως να τον
προστατεύσω, ίσως, από τον πόνο αυτής της περιφρόνησης».
«Προσωπικά είμαι
σχεδόν βέβαιος ότι εκείνος ήταν ο δολοφόνος, μου λείπει όμως η τελευταία, η
αδιάσειστη απόδειξη». Αυτή είναι η πρώτη φράση του διηγήματος, που
απευθύνει η αφηγήτρια στον σύζυγό της, ένα δείγμα γραφής που ξεσηκώνει το
ενδιαφέρον του αναγνώστη να διαβάσει παρακάτω. Υπάρχει λοιπόν έγκλημα, προφανώς
ανεξιχνίαστο, και κάποια μάρτυρας που διατείνεται ότι έχει καταλάβει τον δράστη
και τα κίνητρα.
Η
αφήγηση, πάλι πρωτοπρόσωπη, γίνεται με σκοπό να περιγραφεί και να αναλυθεί όλο
το σκηνικό που οδήγησε σ’ αυτήν την τόσο μυστηριώδη απόφανση. Μόνο που ο αναγνώστης δεν
μαθαίνει, παρά στις τελευταίες σελίδες ποιος πέθανε. Το κουβάρι ξετυλίγεται από
6 χρόνια πίσω, όταν στο διπλανό σπίτι της πρωταγωνίστριας αφηγήτριας,
μετακόμισε ένα νεαρό ζευγάρι. Κυριαρχικό ρόλο όμως από άποψη ψυχογράφησης έχει
ο άντρας Τζον Τσάρλεστον Λίμπλεϊ, που εκπροσωπεί έναν γνώριμο ανθρώπινο τύπο
αλλά στο υπερβολικό: είναι ο τύπος του ενθουσιώδους, καλοκάγαθου,
χειμαρρώδους ανθρώπου, του πάντα
καλοδιάθετου και πρόθυμου να βοηθήσει ή να επαινέσει, που όμως πνίγει με την
καλοσυνάτη κυριαρχικότητά του όποιον τον πλησιάζει, και πρώτα πρώτα την
εξουθενωμένη γυναίκα του (ήταν ανίκανη
πια να νιώσει ξεκάθαρα το οτιδήποτε, αυτή η αμετροεπής ζωντάνια του την είχε
παραλύσει, την είχε εξαντλήσει).
Η
περιγραφή αυτού του ανθρώπου είναι σπαρταριστή, και σπαρταριστή είναι και η
περιγραφή του σκύλου τον οποίο υιοθέτησε το άκληρο ζευγάρι, η δε σχέση των δύο
(σκύλου και Τζον) προκαλεί αμίμητη θυμηδία στον αναγνώστη: ο υπερενθουσιώδης
Τζον πέφτει με τα μούτρα στην περιποίηση και φροντίδα του σκύλου, ο οποίο, σαν
κακομαθημένο παιδί, κάποια στιγμή τους σέρνει όλους απ΄ τη μύτη.
Όμως,
η άφιξη νέου μέλους στην οικογένεια
(μωρό) διαταράσσει όχι μόνο τις ισορροπίες αλλά και τη συναισθηματική
γαλήνη, όλων, και ιδιαίτερα του σκύλου. Για άλλη μια φορά ο Τσβάιχ αποδεικνύει
όχι μόνο ότι είναι τεχνίτης της γραφής αλλά και της -όχι μόνο ανθρώπινης- ψυχής.
Καλοκαιρινή νουβέλα
Αφηγητής
σ’ αυτήν τη «νουβέλα» είναι ένας ηλικιωμένος, αριστοκρατικός ευγενής κύριος,
άπατρις, φιλότεχνος και απροσδιορίστου επαγγέλματος, που συναντά τον συγγραφέα
(μάλλον) σε κάποιο τουριστικό θέρετρο και του εκμυστηρεύεται μια ιστορία, σε
α΄ενικό, που σύμφωνα με τη γνώμη του αφηγητή αποτελεί πρόσφορο υλικό για να
εμπνεύσει τον συγγραφέα (θέλω να σας
διηγηθώ κάτι σήμερα, που πιστευω ότι θα μπορούσε να γίνει μια ωραία νουβέλα).
Ήδη
το σκηνικό του ενδιαφέροντος έχει στηθεί: στο ίδιο ξενοδοχείο, πριν χρόνια, ο
κύριος αυτός συνάντησε ένα νεαρό δεκαεξάχρονο κορίτσι συνοδευόμενο από δυο
μεγάλης ηλικίας γυναίκες. Δεν ήταν όμορφο, αλλά τα μάτια της ήταν μεγάλα και γεμάτα από ένα σκοτεινό φως, πάντα όμως
ήταν αμήχανα, σκορπίζοντας τη λάμψη τους σε φευγαλέα φώτα. (…) κι έτσι ήταν
αυτό το κορίτσι, τόσο ξέχειλο από τη λαχτάρα που άστραφτε μέσα στα μάτια του.
Είναι φανερό ότι διψάει για επικοινωνία, για περιπέτεια, για ζωή. Αυτήν την
ευάλωτη διάθεση παγιδεύει ο ήρωάς μας, στέλνοντας ανώνυμες επιστολές θυελλώδους
πάθους, χωρίς αιδώ και χωρίς φόβο ότι θα τον προδώσει η κοπέλα (υπάρχουν
κορίτσια που η συστολή τους είναι τόσο μεγάλη, που θα τολμούσε μαί τους τα πιο
ακραία πράγματα επειδή ακριβώς είναι τόσο αμήχανα που προτιμούν να υποστούν το
χειρότερο παρά να εμπιστευτούν έστω και μια λέξη σε κάποιον).
Η
μεταμόρφωση του κοριτσιού, που βιώνει ένα «πραγματικό» όνειρο, είναι ακαριαία,
και μας μεταφέρεται αυτούσια και γλαφυρή, σαν να μας τα αφηγείται ο ίδιος ο… Τσβάιχ. Φυσικά, όμως, υπάρχει και το
απρόοπτο, που είναι αρκετά μη αναμενόμενο (για
πρώτη φορά είχε εισχωρήσει κάτι παράξενο στο παιχνίδι, η μαριονέτα δεν υπάκουε
και χόρευε διαφορετικά απ’ ό, τι ήθελα).
Δεν
είναι φυσικά σκόπιμο να προδώσω το τέλος της εγκιβωτισμένης ιστορίας, αλλά θα
ήθελα μόνο να επισημάνω ότι το διήγημα κλείνει με την συζήτηση πάνω στο
μυθιστορηματικό τέλος που θα έδινε ο συγγραφέας, αν έπαιρνε αυτό το «πραγματικό
βίωμα» για να πλάσει την ιστορία του. Εδώ υπάρχει διαφωνία: ο συγγραφέας μας «θα πήγαινε την ιστορία μέχρι τέλους» (θα προσπαθούσα να δείξω πως το παιχνίδι άρχισε
να σοβαρεύει, πως –ενώ εκείνος πίστευε ότι έλεγχε το παιχνίδι – τελικά το
παιχνίδι έλεγχε εκείνον).
Το χρονικό μιας κατάρρευσης
Η
μαντάμ ντε Πρι, ερωμένη του δούκα του Μπουρμπόν και ευνοούμενη στην βασιλική
αυλή, πέφτει σε δυσμένεια. Εκείνη λοιπόν, την εθισμένη να δίνει διαταγές, να
ασκεί κάθε λεπτό την εξουσία της, να γλεντάει όλα τα βράδια και να έχει όποιον
εραστή γούσταρε η καρδιά της, την αναγκάζουν να αποχωρήσει και να ζήσει μόνη
και άγνωστη σε κάποια απομονωμένη
περιοχή της Γαλλίας (Κουρμπεπίν της Νορμανδίας).
Έτσι
βλέπουμε το χρονικό των συναισθηματικών μεταπτώσεων, πάντα ζωγραφισμένο εξαίρετα
από τον συγγραφέα: στην αρχή αδιαφορία και αξιοπρέπεια που υποθάλπεται από μια
δόση αισιοδοξίας ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Απόλαυση της «κρυστάλλινης καθαρότητας μιας
καλοκαιρινής μέρας στην εξοχή», δυσθυμία, οδύνη, πλήξη (η κακομαθημένη της περιέργεια ανήκε σε κείνο το είδος που χανόταν
γρήγορα). Η σιωπή και η λησμονιά από ανθρώπους που περίμενε ότι θα την
θυμούνται την ωθεί να προκαλέσει σε ερωτικά παιχνίδια έναν αφελή, δειλό νεαρό
χωρικό για να αναπληρώσει το κενό (για
πρώτη φορά ένιωθε πάλι αυτήν την ηδονή, ανάκατη με μια ελαφριά περιφρόνηση, να
βλέπει έναν άνθρωπο να χάνει μπροστά της όλη του τη δύναμη).
Φυσικά
κι αυτή η παρηγοριά αποδείχτηκε πρόσκαιρη (κάτι
σαν μίσος άρχισε να γεννιέται μέσα της, επειδή όλα αυτά εκείνος τα είχε
κερδίσει από τη δυστυχία της, από τη μοναξιά της, επειδή εκείνος ήταν υγιής,
επειδή καταβρόχθιζε το φαγητό του με απόλυτη ευχαρίστηση ενώ η ίδια, από τον
θυμό και την προσβολή που είχε υποστεί, έτρωγε όλο και λιγότερο, αδυνάτιζε και
έχανε τις δυνάμεις της).
Όταν
«έσπασε η ίδια το τελευταίο της παιχνίδι», κατέφυγε στην ύστατη λύση,
γεμίζοντας τις μέρες της με την τελεσίδικη αυτή απόφαση. Η υστεροφημία της όμως
σκόνταψε πάνω στην Ιστορία, γιατί
η ιστορία δεν δέχεται εισβολείς, επιλέγει η ίδια τους
ήρωές της και απορρίπτει με τρόπο αδιάλλακτο τους απρόσκλητους, όσο σκληρά κι
αν προσπαθήσουν.
Ταξίδι στο παρελθόν
Το
διήγημα ξεκινά σε έντονο συναισθηματικό ύφος, που προδίδει μια μοιραία σχέση
άντρα γυναίκα ς («ήρθες λοιπόν!»). Φως, τρυφερότητα, ανυπομονησία να μείνουν
μόνοι, κρυμμένη στοργή απλώνονται στο «παρόν» των πρώτων σελίδων.
Μια
ξανα- συνάντηση στο σήμερα, μετά από εννέα χρόνια. Από την άλλη, παρελθόν
γεμάτο πάθος, μέσα σε πολύ ιδιόμορφες συνθήκες. Το φλας μπακ είναι απαραίτητο,
μια σκιαγράφηση ουσιαστικά των δύσκολων παιδικών/νεανικών χρόνων του άντρα, που
αναγκάστηκε παρά τη θέλησή του να δουλεύει ως γραμματέας στο σπίτι του
μυστικοσύμβουλου εργοδότη του, του συζύγου της μοιραίας γυναίκας. Παρόλη την
απέχθειά του στην αστική νοοτροπία, ερωτεύτηκε αμέσως τη γυναίκα αυτή, χωρίς να
μπορεί/θέλει να το παραδεχτεί (όλα αυτά φυσικά τα παρακολουθούμε με τη γραφή του
Τβάιχ, αλλιώς γίνονται άνετα και ροζ λογοτεχνία).
Η
αγάπη ή μάλλον η έλξη αυτή αργεί πολύ να κατονομαστεί σαν αυτό που ήταν στη
συνείδηση του πρωταγωνιστή (έρωτας, φλογερός, αδέσμευτος, παθιασμένος), κι αυτή
είναι η ομορφιά όλου του διηγήματος. Εκατοντάδες
μικρές τρεμάμενες αναμνήσεις, ασήμαντα περιστατικά στα οποία δεν είχε δώσει
παρά ελάχιστη σημασία, ξεχύνονταν τώρα ορμητικά στο νου του, στο αίμα του, σαν
να περνούσαν μέσα από υδατοφράχτες που είχαν τιναχτεί στον αέρα, για να
συναντηθούν πάλι όλα κατευθείαν στην καρδιά του.
Αυτό το αργό, βασανιστικό ωρίμασμα, ένα συναίσθημα που ήταν ακόμη ανώνυμο, είχε
όμως διαμορφωθεί πλήρως προ πολλού και έκαιγε μέσα στο προστατευτικό του
περίβλημα.
(…)
Όσο επίμονα κι αν αυτό το συναίσθημα κρύβεται στο
κουκούλι του, πάντα έρχεται μια στιγμή που σκίζει ξαφνικά τον μπερδεμένο ιστό
και, ορμώντας ψηλά στα μεγαλύτερα βάθη, πέφτει με διπλάσια ορμή στην τρομαγμένη καρδιά.
Η
αφορμή να εκδηλωθεί, να φανερωθεί να ομολογηθεί η θύελλα του πάθους δεν άργησε
να δοθεί. Τα συναισθήματα που συσσωρεύονταν τόσο καιρό ξεχείλισαν σαν μετά από
μια έκρηξη, όμως λίγες ώρες πριν από τον αναγκαστικό χωρισμό στον οποίο τους
έριξε η μοίρα.
Ο
συγγραφέας για άλλη μια φορά αναδεικνύεται μεγάλος ψυχογράφος του πάθους που
κυλάει στο αίμα, στο βλέμμα, στα χέρια, στα μάτια, στα χείλη. Κι ύστερα του
χωρισμού, και όσων σημαδιών αυτός ο αναγκαστικός χωρισμός αφήνει, της
«παράφορης εσωτερικής έντασης που αρχίζει και χαλαρώνει» γιατί δεν είναι στον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης να ζει μόνο με
αναμνήσεις, ή, όπως γράφει λίγο παρακάτω, κουράζεται από την αιώνια σιωπή, από την άσκοπη κουβέντα με μια σκιά που δεν
απαντούσε ποτέ.
Έτσι
λοιπόν, ο κεντρικός πυρήνας αυτού του διηγήματος δεν είναι το αχαλίνωτο πάθος,
όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά το τότε και το τώρα, το αιώνιο αυτό
παρόν στο οποίο η μνήμη στέλνει προφητικές φωνές για να αποκαλύψουν το νόημά
του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου