Σάββατο, Μαρτίου 02, 2019

Ντανιέλ Τσαβαρία, Είδα να φτάνει ένας γέρος

Από πολύ μικρός, πάντα προτιμούσα τις ωραίες αφηγήσεις
από την αντικειμενική αλήθεια 

Τη σπαρταριστή του αυτοβιογραφία παραθέτει σ’ αυτό το βιβλίο ο διάσημος Ουρουγουανός συγγραφέας (που πέθανε πέρσι σε ηλικία 85 χρονών), με γραμμική αφήγηση και με αρκετές λεπτομέρειες, που αν δεν μας μετέφεραν σ’ έναν απίστευτο και πολύ συναρπαστικό διαφορετικό κόσμο απ ΄τον δικό μας (στο χώρο και στον χρόνο, αλλά κυρίως στη νοοτροπία), θα ήταν αρκετά κουραστικές. Ωστόσο, το ενδιαφέρον υψώνεται  κάθετο, όχι τόσο από τη δεινότητα της γραφής, όσο από το περιεχόμενο, γιατί έχουμε να κάνουμε πράγματι με μια εξαιρετική (με την έννοια της εξαίρεσης) προσωπικότητα. Έναν άνθρωπο «παίχτη» (ας μην πω «θεομπαίχτη»),  που βουτάει στη ζωή με όλο τον ενθουσιασμό, τις δυνάμεις  της ύπαρξής του, και με αστείρευτη δίψα για γνώση και εμπειρίες. Έτσι λοιπόν, το παρακάτω κείμενο δεν είναι «κριτική παρουσίαση» του βιβλίου από λογοτεχνικής πλευράς, αλλά ουσιαστικά μια περίληψη, με την έννοια ότι περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία της αυτοβιογραφίας που μου έκαναν τρομερή εντύπωση (και ήταν πολλά… πολύ περισσότερα απ’ όσα καταγράφονται εδώ!).
Η βιογραφία ξεκινά ήδη από προπαππούδες και προγιαγιάδες, δίνοντας ένα μωσαϊκό της τότε Ουρουγουανικής κοινωνίας (πόλεμος Κόκκινων και Λευκών, πόλεμος ακρίδων, ωραίες γευστικές πινελιές από την ιταλική κουζίνα με το περίφημο ανεπανάληπτο «ταγιαρίν» και τον ακόμα πιο ανεπανάληπτο τρόπο παρασκευής και σερβιρίσματός του). Από τις προσωπικότητες αυτές, ο ίδιος  ο Τσαβαρία ξεχωρίζει τον Αρχιμήδη Σκιφίνο, τον προπάππο από τη μεριά της μητέρας του, γεννημένο στην Καλαβρία με χιλιάδες ιστορίες που τις μετέφερε η κόρη του με ολίγον αλατοπίπερο (ποτέ δε μ’ ένοιαξε αν η ιστορία ήταν αληθινή ή όχι∙ για μένα είχε την αξία της). Στην ενότητα ήδη αυτήν της αφήγησης, στις πρώτες σελίδες,  βρίσκουμε και τον  ελληνικό τίτλο του βιβλίου (με τον οποίο συμφώνησε ο ελληνομαθής συγγραφέας), κι αφορά τον τρελοπαππού του που κάποτε αποφάσισε να το σκάσει απ’ το τρελοκομείο και να  γυρίσει σπίτι. Ο ισπανικός τίτλος, όμως (Y el mundo sigue andando-Memorias), νομίζω είναι πιο εύστοχος: «Και ο κόσμος συνεχίζει- αναμνήσεις».
Έτσι, αρχίζει ένας χείμαρρος από αναμνήσεις, ενός ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει η πολύ έντονη, αστόχαστη πολλές φορές δράση αλλά ταυτόχρονα και η ακόρεστη δίψα για διάβασμα και κλασική παιδεία (γλώσσες, φιλοσοφία, αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία).  Μέχρι και στον εσωτερισμό στρέφεται για ένα φεγγάρι! Με πρότυπο τον επαναστατικό διεθνισμό του Γκαριμπάλντι  και του Τσε, και με 500 δολάρια στην τσέπη περιπλανιέται από την ηλικία των 17 ανά τον κόσμο, ξεκινώντας από την Ευρώπη, χωρίς καν να έχει τελειώσει το σχολείο (το οποίο ωστόσο αποφασίζει να τελειώσει πολύ αργότερα, μελετώντας σκληρά). Το ταξίδι στο άγνωστο ξεκινά μ’ ένα… ναυάγιο (το πλοίο που θα τον οδηγούσε από το Μπουένος Άιρες στην Ευρώπη εμβόλισε ένα πετρελαιοφόρο), κι ενθουσιάστηκε τόσο με την περιπέτειά του που, χωρίς να συναισθανθεί τον κίνδυνο που διέτρεξε,  άρχισε να αφηγείται δεξιά και αριστερά το περιστατικό με δόση λογοτεχνικής υπερβολής. Φτάνοντας στην Ισπανία του Φράνκο, ρισκάρει από αστοχασιά διαβάζοντας δημόσια Πάμπλο Νερούντα, για να συνειδητοποιήσει την πολιτική της δικτατορίας και την κατάσταση της  μεταπολεμικής Ευρώπης (σ’ αυτήν και σε άλλες αποκοτιές που έχω κάνει στη ζωή μου, μια ευλογημένη καλοτυχία με προστάτεψε πάντα. Τρέμω και μόνο στη σκέψη των παραλείψεών μου και των κινδύνων που πέρασα στη ζωή μου εξαιτίας της επιπολαιότητάς μου και της αδεξιότητάς μου).
Η αφήγηση είναι τόσο γλαφυρή που δεν έχει πραγματικά σημασία  παράθεση των καταιγιστικών συμβάντων που ζει ο Ντανιέλ, όμως το ότι τον ακολουθεί ένας «φύλακας άγγελος» είναι γεγονός! Έχει μια δική του ηθική που ξεδιπλώνεται στην πράξη, εκ των υστέρων, καθώς βουτάει  στις περιπέτειες με νεανικό θράσος. Επίσης, όπως είναι φυσικό για έναν τέτοιο χαρακτήρα, ερωτεύεται αρκετές φορές παράφορα χωρίς να αρνείται και τις πρόσκαιρες περιπέτειες, ενώ κάποιες από τις σχέσεις του είναι από κωμωδία ως σκέτο παραμύθι. Δεν θα αναφερθώ όμως στις θυελλώδεις σχέσεις του με τις γυναίκες, προαναφέρω μόνο ότι παντρεύεται -εντέλει- δυο φορές και κάνει τέσσερα παιδιά με μεγάλη απόσταση τα δυο πρώτα από τα επόμενα.
 Από πολύ νωρίς, η φιλομάθειά του τον σπρώχνει ακόμα και ταξιδεύοντας να περνά ώρες διαβάζοντας και μελετώντας από το πρωί ως το βράδυ∙ π.χ. στο Πράδο της Μαδρίτης όλη μέρα στο Μουσείο και στη βιβλιοθήκη ώσπου στο τέλος αποτολμά να κάνει τον ξεναγό σε τρεις γλώσσες! Στη Γρανάδα μαθαίνει αραβικά ενώ στο Μαρόκο εκπλήσσεται με το αποικιοκρατικό πνεύμα που κυριαρχεί στους Ευρωπαίους και εκδηλώνεται για πρώτη φορά η αντιρατσιστική του στάση ζωής, όταν κάποιος υποστηρίζει ότι οι Μαυριτανοί είναι κατώτερη φυλή (χωρίς να έχουν διαβάσει λέξη από Πλάτωνα, οι λεγεωνάριοι και τα χαμένα κορμιά της Ταγγέρης μού έδωσαν να καταλάβω μια για πάντα ότι υπήρχε πολύ βαθιά σχέση ανάμεσα στην αρετή και τη γνώση).
Στην Ιταλία οι περιπέτειες γίνονται ξεκαρδιστικές γιατί με παρέα τον ανεκδιήγητο Λούτσο πάνε για… προσκύνημα!  Δηλαδή το παίζουν προσκυνητές για να τρώνε στα μοναστήρια, ενώ στη Γερμανία, (όπου φυσικά μαθαίνει πολύ γρήγορα ΚΑΙ Γερμανικά, σε τρεις μήνες διαβάζει Χέρμαν Έσσε), ψάχνει πια για δουλειά. Μετά από απερίγραπτη οδύσσεια με τη γερμανική γραφειοκρατία, καταφέρνει να δουλέψει πρώτα σ’ ένα στρατόπεδο του βελγικού στρατού κατοχής (τρύπες στο τσιμέντο για να περάσουν σωλήνες θέρμανσης) και στη συνέχεια ως ανειδίκευτος εργάτης σε χυτήριο της Fellten und Guillaume. Οι σελίδες αυτές όπου περιγράφονται οι σκληρές συνθήκες εργασίας, αλλά και η ιδιοσυγκρασία των Γερμανών είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες γιατί ο Τσαβαρία, εντυπωσιασμένος και από τη γερμανική κουλτούρα, μας μεταφέρει με αντικειμενικό «καθαρό» πνεύμα τη θετική και την αρνητική όψη του γερμανικού status: σύμφωνοι, οι συνθήκες εργασίας σε 45ωρη εβδομαδιαία βάση ήταν παρόμοιες με των «Μοντέρνων Καιρών» (ποτέ δεν έχω δουλέψει περισσότερο στη ζωή μου/εκείνα τα απαρχαιωμένα μηχανήματα  που δούλευαν σε άψογο συντονισμό μεταξύ τους, με μεταμόρφωσαν σ’ έναν προλετάριο της εποχής των Μαρξ και Έγκελς). Ο συνάδελφός του Γιούργκεν, συνειδητοποιημένος εργάτης προλετάριος, μυεί τον 18χρονο Ντανιέλ  στις αριστερές ιδέες και στην απόκτηση ταξικής συνείδησης. Όμως απ’ την άλλη, και τα λεφτά ήταν καλά, αλλά και όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γερμανία, του δόθηκαν πίσω όλα τα χρήματα που του είχε κρατήσει η ασφάλεια υγείας (αδύνατον να πιστέψει ότι κάποια υπηρεσία θα του ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ λεφτά, όταν σε όλη τη Λατινική Αμερική, τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν παραδοσιακοί μηχανισμοί λεηλασίας του κόσμου για τον πλουτισμό των διεφθαρμένων πολιτικών).
Όσο αφορά το γερμανικό  πνεύμα, ο συγγραφέας εντυπωσιάζεται (όχι αναγκαστικά θετικά) από την τάξη, την πειθαρχία, τον ορθό λόγο (η γερμανική λατρεία στο τρίπτυχο «Πειθαρχία- Εργασία- Χρήμα» εκφραζόταν ακόμη και στα πάθη τους), και τεκμηριώνει αυτές του τις εντυπώσεις με γλαφυρό, όπως πάντα τρόπο (π.χ. οι εργάτες απολάμβαναν τον αυθεντικό καφέ μόνο τα σαββατοκύριακα ενώ η δική μου τακτική, όπως και των περισσότερων λατίνων, θα ήταν να ξεπαστρέψω τον πραγματικό καφέ μέσα σε δυο μήνες και μετά να καταλήξω να πίνω μόνο τον κρίθινο).
Η ουσιαστική κλασική μόρφωση του Ν. Τσαβαρία τού δίνει ένα εργαλείο να καταλαβαίνει αλλιώς τον κόσμο, κι αυτό δεν προβάλλεται μεν, αλλά είναι φανερό στη ματιά του. Λέει π.χ. για τους Γερμανούς, ότι προβάλλουν πολύ την αντρειοσύνη (αν ήθελες να πεις ότι κάποιος συνάδελφός σου είναι πολύ άντρας, έλεγες «αυτός μάλιστα μπορεί να δουλέψει». Τίποτα δεν είχε αλλάξει από την εποχή του Πηλείδη Αχιλλέα, όταν η αντρειοσύνη του πολεμιστή μετριόταν με βάση το ποσοστό των λαφύρων του).
Είκοσι χρονών και με 2000 μάρκα στην τσέπη βάζει πλώρη για Γαλλία. Βρίσκει τους Γάλλους άξεστους και αφιλόξενους σε σχέση με τους Γερμανούς, αλλά έρχεται σε επαφή με γάλλους τροτσκιστές, αναρχικούς και δογματικούς, και παρόλο που απομυθοποιεί τη βοναπαρτική Γαλλία (που λάτρευε η μητέρα του) αναγνωρίζοντας «όλη την κτηνωδία της γαλλικής μπουρζουαζίας», αποδίδει τη στροφή του προς τον κομμουνισμό και την εγγραφή του λίγο αργότερα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουρουγουάης στην «Γαλλία του Βίκτορος Ουγκώ»,  αλλά και του Ρουσό, των ουτοπιστών Σεν Σιμόν και Φουριέ, του γαλλικού προλεταριάτου, των καλλιτεχνών,  των επαναστάσεων του 1830, 1845, της Παρισινής Κομμούνας  κλπ.
Από κει πάλι στην Ιταλία σε στυλ τουρίστα(Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία), ενώ στην Καλαβρία προσπαθεί να βρει το χωριό του περίφημου προπάππου, του Αρχιμήδη Σκιφίνο,  χωρίς επιτυχία (θα το ανακαλύψει μέσω ίντερνετ 40 χρόνια αργότερα, γράφοντας πάλι μια απίθανη ιστορία!). Μετά από σύντομο καλλιτεχνικό ταξίδι στο Λονδίνο όπου αφιέρωνε ώρες κάθε μέρα στα μουσεία και τα θεάματα (μην ξεχνάμε ότι είχε ως αυτοδίδακτος και την κλασική και την καλλιτεχνική παιδεία  επιστρέφει ξανά στη Γερμανία για να πιάσει δουλειά στα ορυχεία, αλλά όλα τα διακόπτει η πρώτη ιατρική διάγνωση (δισκοπάθεια) και η δεύτερη : νεανική παλαβομάρα (!).
Στο Αμβούργο συσχετίζεται με παραβατικούς τύπους (ξέμπαρκους Ισπανούς αντιφρανκικούς, λαθρέμπορους, νταβατζήδες) που του προτείνουν ψιλοληστείες αλλά, όπως γράφει ο Τσαβαρία, δεν είχε τις απαραίτητες ορμόνες για κάτι τέτοιο (με τον μηδαμινό σεβασμό που εγώ, ένας οπαδός του Γκράκο Μπαμπέφ, έτρεφα για την ατομική ιδιοκτησία, και πεπεισμένος ότι ήταν αξιοπρεπέστερο να ληστεύεις μια τράπεζα παρά να τη διευθύνεις, θα δεχόμουν μετά χαρά εκείνη την πρόταση, όμως, και πάλι, με πρόδωσαν οι ορμόνες μου). Τρομοκρατημένος μετά από ένα τραγελαφικό επεισόδιο με τον αδίστακτο -μαφιόζο στυλ- Νίνο, αποφασίζει να γυρίσει ως λαθρεπιβάτης μαζί με τον Μανόλο στη Λατινική Αμερική, να κάνει την εγχείρηση και να τελειώσει το σχολείο.
Απίστευτες οι  περιπέτειες όσο είναι κρυμμένος στο αμπάρι του «Λανσέρο» (αποκορύφωμα, προσέκρουσαν σε άλλο πλοίο, και κατάλαβαν ότι έφτασαν Αμερική από τα αποτσίγαρα!), όμως η σχέση του με τον Μανόλο κρυώνουν όταν μαθαίνει ότι ο τελευταίος  σκότωσε μια γκόμενα στο ξύλο (!). Το περιστατικό όλο είναι αφορμή για να καταθέσει ο συγγραφέας την ιδεολογία του,  ενός «νεοφώτιστου και πολύ ουτοπικού κομμουνιστή»: Έδειχνα υπερβολική περιφρόνηση για την ατομική ιδιοκτησία κι έβλεπα πολλούς εγκληματίες ως θύματα της κοινωνικής παθολογίας που επέβαλλαν οι κυρίαρχες τάξεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως ήταν οι ληστές τραπεζών ή οι κλέφτες κοσμημάτων τους χειροκροτούσα κιόλας, τους ζήλευα και λυπόμουν που δεν είχα κότσια να τους μιμηθώ. Αλλά τους νταβατζήδες, τους εκμεταλλευτές και όσους βασάνιζαν πόρνες –το τελευταίο σκαλοπάτι κοινωνικής αδικίας- τους θεωρούσα περιττώματα του ανθρώπινου είδους (στη συνέχεια επεκτείνεται και σε δολοφόνους, βασανιστές, έμπορους ανθρώπων κλπ).
Η απότομη διακοπή των σχέσεων με τον Μανόλο, όταν πια φτάνουν στις ΗΠΑ ξεδιπλώνει ένα στοιχείο του χαρακτήρα του συγγραφέα, πολύ χαρακτηριστικό: όταν κάποιος φίλος του ξεπερνά τα ανεκτά όρια, κόβει κάθε σχέση μαζί του χωρίς εξηγήσεις ούτε προειδοποιήσεις. Αποχωρίζεται λοιπόν τον κατάπληκτο Μανόλο και αποφασίζει να… παραδοθεί στις αρχές, παίζοντας ένα απίθανο θέατρο προκειμένου να μην προδοθούν όσοι από το πλήρωμα του πλοίου τον βοήθησαν: μιλά μια ακατανόητη γλώσσα που επινόησε ο ίδιος, με κανόνες και λεξιλόγιο, ώστε κανένας να μην την καταλαβαίνει. Κερδίζοντας χρόνο, όταν πια η αστυνομία είναι πολύ κοντά στο να τον αποκαλύψει (με τα αποτυπώματα και το διαβατήριο, αν το έβρισκαν) σκαρφίζεται μια καινούργια παλαβομάρα, ένα ολόκληρο παραμύθι με… εξωγήινους που δήθεν τον απήγαγαν. Γύρω του ένας τεράστιος κύκλος θαυμαστών τον ξεσηκώνουν περισσότερο. Το πιο αστείο απ’ όλα είναι ότι συνεπαίρνεται από την περιπέτεια της γραφής, και νιώθει την ανάγκη να «γράψει το κατασκευάσμά του από την πρώτη στιγμή που το συνέλαβε». Παρόλ’ αυτά αποφασίζει να μην ολοκληρώσει (αν το διήγημα γινόταν επιτυχία θα ήμουν ένας ψεύτης συγγραφέας που έψαχνε μόνο το χρήμα). Έτσι, στριμωγμένος πια απ’ τα γεγονότα ομολογεί την αλήθεια  (όταν το Λανσέρο έχει πια αποπλεύσει), και απελαύνεται μέσω Νέας Υόρκης, αφού περνά απ’ το θρυλικό «Γουόλντορφ Παλέρμο», φυλακή  στο Μανχάταν. Τον ένα μήνα που έμεινε εκεί ρουφάει τις ιστορίες από λογής λογής γνωριμίες  -κάθε καρυδιάς καρύδι (περιθωριακούς, μετανάστες, ναρκομανείς, «παλαβούς»), ενώ συμπληρώνει την παιδεία του διαβάζοντας με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη της φυλακής!  
Στο αεροδρόμιο Καράσκο τον περίμεναν καμιά 100ή φίλοι και συγγενείς! Γιατί, φορώντας μάλιστα και ωραία ρούχα κατά σύμπτωση από κάποιον… Ιταλό εγκληματία, γίνεται θρύλος! Οι Ουρουγουανοί συμπατριώτες του έχουν πληροφορηθεί τις περιπέτειές του και αφού ο ήρωάς μας απολαμβάνει τον ίλιγγο της διασημότητας, μπαίνει στον… γύψο! (αντιμετώπιση της δισκοκήλης). Η επιβαλλόμενη ακινησία τον στρέφει προς τα «μέσα»: γνωρίζει γλώσσες, είναι κομμουνιστής, έχει ευρεία γνώση πάνω στις τέχνες, ναι, αλλά δεν έχει τελειώσει το σχολείο! Η ανικανότητά του στα μαθηματικά είναι καλυμμένη τεμπελιά κι όχι ανικανότητα, κι όταν το ανακαλύπτει πέφτει με τέτοιο πάθος στη μελέτη που φτάνει να μελετά 10 ώρες την ημέρα! Απομονώνεται στο «Βρετανικό καφέ» και σε οκτώ μήνες περνά 31 μαθήματα! Είναι η εποχή που κάνει γιαπωνέζικη γιόγκα, διαβάζει λατινικά και ελληνικά! Ο ιδιόρρυθμος Ρ. Ροσινιόλ τον πείθει ότι τα ελληνικά δεν μεταφράζονται, και, βασικά, οι φιλοσοφικές έννοιες διαστρεβλώνονται (διαστρέφονταν οι σαφείς και μονοσήμαντες έννοιες των Ελλήνων και παραγέμιζε η σκέψη με μια ιδιόλεκτο νεολογισμών, αποχρώσεων και περίπλοκων αποκλίσεων, ανάλογα με τις φιλοσοφικές μόδες της εποχής. Συνεπώς, για να μην πέφτεις στις παγίδες, η λυδία λίθος ήταν η ελληνική γλώσσα, την οποία έπρεπε να κατέχεις απολύτως, ώστε να εισχωρήσεις με ασφάλεια στη φιλοσοφική σκέψη). Σημειώνω εδώ ότι ο Τσαβαρία μελέτησε για 25 χρόνια ελληνικά (αρχαία και νέα) και διάβαζε αρχαίους φιλοσόφους και τραγικούς απ’ το πρωτότυπο (από τα εβδομηνταπέντε μου χρόνια, λέω ότι άξιζε τον κόπο να μάθω ελληνικά. Με βοήθησε να ζήσω).
Ο γάμος με την Εβραία Έμπε και η γέννηση των δύο πρώτων αγοριών καθηλώνει τον συγγραφέα για λίγο καιρό στην Ουρουγουάη. Εντωμεταξύ όμως, γίνεται η επανάσταση στην Κούβα (1959) που αναστατώνει όλη την περιοχή, και ενδυναμώνει τα κομμουνιστικά κινήματα. Γρήγορα αρχίζουν τα προβλήματα στο γάμο και παρά τις τονωτικές ενέσεις (μια τέτοια ήταν η επεισοδιακή συγκατοίκηση με τον απίθανο Ρουξ), μετά από απολύσεις, χωρισμούς, εγκατάσταση στην Αργεντινή όπου ασχολείται με μεταφράσεις, χωρίζει οριστικά το 1963 (30 χρονών).
Ήδη έχει επιλέξει συνειδητά τον τροτσκισμό (σε Ουρουγουάη και Αργεντινή κομμουνιστές, τροτσκιστές, αναρχικοί τρώγονταν, όμως λόγω Τσε και Φιντέλ παίρνουν όλοι τον δρόμο της ένοπλης πάλης), και, έχοντας αποτύχει στην οικογενειακή ζωή, όνειρό του τώρα είναι να ενταχτεί στον αγώνα των ανταρτών του Ούγκο Μπλάνκο (Περού). Όμως, φτάνει στο Περού την ίδια μέρα που συνέλαβαν τον Μπλάνκο! Επειδή δεν θέλει να επιστρέψει στην οικογένεια, ψάχνει  άλλη επαναστατική ομάδα (το πιο έντιμο, για να είμαι συνεπής με τα παιδιά και τη συνείδησή μου, θα ήταν να ενταχθώ σε κάποιο άλλο αντάρτικο κίνημα)!!! Κι έτσι βάζει νέο στόχο, τον Βραζιλιάνο Ζουλιάο στο Περναμπούκο. Από ανέλπιστη τύχη, στη Λίμα βρίσκεται ξαφνικά με χρήματα, ζητώντας μια μικρή βοήθεια απ το προξενείο της χώρας του (προτιμούσα να φερθώ σκάρτα στον πρόξενο και στην προσωπική μου ηθική, προκειμένου να ενεργήσω σύμφωνα με τη συνείδησή μου. Μάρτυράς μου το γεγονός ότι είχα εγκαταλείψει τα παιδιά μου προκειμένου να πολεμήσω για όλα τα ορφανά της  ηπείρου μας)!!!
Κι ενώ ήδη έχει βγάλει εισιτήριο για το Περναμπούκο γνωρίζει την ιδιόρρυθμη πλούσια και… ξετσίπωτη Εμίλια, δεν την ερωτεύεται μεν αλλά γοητεύεται και… αιχμαλωτίζεται στα ίδια του τα ψέματα: δεν ομολογεί βέβαια τους αληθινούς λόγους που θέλει να πάει Βραζιλία (αντάρτικο), αλλά προφασίζεται ότι θέλει να μελετήσει την ιστορία για να γράψει μυθιστόρημα εποχής (άρχισε να μου αρέσει το ψέμα και σκέφτηκα να το πάρω στα σοβαρά (ίσως μια μέρα τα παιδιά μου να καμάρωναν περισσότερο για έναν πατέρα συγγραφέα, παρά για έναν άγνωστο στρατιώτη, σκοτωμένο κάπου στην Αμερική)!
Στη νέα του, πλούσια ζωή συναντά πολλούς ρατσιστές και γρήγορα όχι μόνο σιχαίνεται αυτό το περιβάλλον αλλά χωρίζει και την Εμίλια που αρνήθηκε να μεταφέρει στο νοσοκομείο  έναν «βρομοϊνδιάνο» που είχε χτυπήσει η ίδια με το αυτοκίνητο. Πανί με πανί, ψάχνει για δουλειά προκειμένου να μαζέψει λεφτά να πάει στον Ζουλιάο (Περναμπούκο Βραζιλίας), και τελικά  βρίσκει στο περιοδικό Vision, «ένα άθλιο δημιούργημα», μια «ρυπαρή φυλλάδα», του «σπηλαιάνθρωπου» Καμάργο, πρώην προέδρου της Κολομβίας, χρηματοδοτούμενο από τον ΟΑΚ, κοινώς το «Υπουργείο Αποικιών» των ΗΠΑ. Παρόλη την αηδία του, αποφασίζει να παραμείνει στη δουλειά χωρίς να αποκαλύψει τις αριστερές του ιδέες, με προμελετημένους και αθλιότατους σκοπούς.  Όντως, με θέατρα και ψέματα παίζει ένα απίστευτο παιχνίδι για να τη «φέρει» στα αφεντικά αλλά και για να το σκάσει για τη Βραζιλία. Στη Βολιβία μπλέκει σε αναπάντεχη ερωτική περιπέτεια με την Αουρόρα, πολύ ελκυστική περίπτωση για γάμο και μονιμότητα γιατί θα είχε και πολύ ελεύθερο χρόνο, όπου πάλι μπαίνει ιδεολογικό δίλημμα εφόσον ο πατέρας της εκμεταλλεύεται ιθαγενείς (δηλαδή θα παρατούσα τα παιδιά  και τις αρχές μου για να μείνω στη Βολιβία να εκμεταλλεύομαι φτωχούς; Ποτέ).
Και φτάνει στη Βραζιλία! Η δεκαετία του ‘60είναι καθοριστική, γιατί τότε διαμορφώθηκε η απόφαση να γίνει συγγραφέας (εκεί η παρόρμησή μου να γράψω έγινε επείγουσα ανάγκη/χωρίς το «σχολείο της ζωής» δεν θα είχα γράψει κάποια μυθιστορήματά μου). Είναι πια ένας ώριμος άντρας και βλέπουμε ότι τον απασχολούν και πιο θεωρητικά ζητήματα  π.χ. πώς ο Ντεκάρτ, που αμφισβήτησε τα πάντα ακόμα και την ίδια του την ύπαρξη στρέφεται στον καθολικισμό; Πώς το χαρισματικό πνεύμα του Πυθαγόρα πίστευε στους απλοϊκούς θεούς του Ολύμπου; Στην ουσιαστική του επαφή με τους «ιθαγενείς» βρίσκει κάποιες απαντήσεις: στην Μπαΐα έμαθα αυτό που κανείς πολυμαθής ελληνιστής δεν μπόρεσε να μου διδάξει ως τότε: τη σύνδεση της φαντασίας με την ανυποχώρητη ανθρώπινη τάση να ζητά προσωπική εύνοια από τους θεούς. Όμως, παρακάτω που γνωρίζει πάλι έξυπνους αλλά εύπιστους ανθρώπους θα δηλώσει: ο αθεϊσμός μου είχε υπερβολικά βαθιές ρίζες για να χωθώ σε κείνο το μαγικό σύμπαν.
Όμως ο Τσαβαρία είναι άνθρωπος της δράσης, πρώτα δρα και στη συνέχεια στοχάζεται. Και, όπως είπαμε και στην αρχή, η ηθική του ξεφεύγει απ τα συνηθισμένα όρια. Το 1964 στη Βραζιλία γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα και κρύβεται στον Αμαζόνιο, όπου ζει με χρυσοθήρες και προϊστορικούς ιθαγενείς. Απίστευτες, τερατώδεις ιστορίες από τους πλανόδιους τροβαδούρους  αλλά και από κάποιον… κομμουνιστή συνδικαλιστή γίνονται πιστευτές από αφελείς χωρικούς, γιατί απλούστατα όλοι πιστεύουν στους μύθους και αφήνουν άναυδο τον ήρωά μας.  Η Βραζιλία με την εκθαμβωτική της φύση και τους περίεργους ανθρώπους της ήταν, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, η πηγή της συγγραφικής του έμπνευσης και η αιτία της στροφής του σ’ έναν ρεαλισμό εξαιρετικά εφικτό και πιστευτό.
Στη Βραζιλία επίσης γνωρίζει (ανάμεσα σε πολλές βέβαια ξεχωριστές προσωπικότητες) και τον Λουιζίνιο, μαρξιστή ΚΑΙ υπαξιωματικό στις ένοπλες δυνάμεις (αδιανόητος συνδυασμός για μας, αναφωνεί ο Τσαβαρία). Και, αναβάλλει και πάλι το κανονισμένο ταξίδι στο Περναμπούκο (δωρεάν πτήση με αεροσκάφος της FAB!), γιατί αυτήν τη φορά; Γιατί γοητεύεται από τη φιλοξενία των κομμουνιστών σμηνιών! Στρατεύεται στο ΚΚΒ και δηλώνει ευτυχισμένος, μέχρι το πραξικόπημα του στρατηγού Καστέλο Μπράνκο, οπότε επακολούθησε το κυνήγι των μαγισσών. Επικηρύσσεται σαν πράκτορας του… Κάστρο και αρχίζουν οι τρελές περιπέτειες. Κουρεύεται γουλί,  μεταμφιέζεται σε καλόγερο, αραδιάζει ένα κάρο απρονοησίες (σήμερα το αποδίδω σε κάποια παιγνιώδη παρόρμηση, αυτοκτονική, εκτός λογικού ελέγχου, ή μια ηλίθια απαρέσκεια), ανακατεύει γλώσσες,  κι όταν φτάνει στην πιο ασφαλή Μπελέμ, ο μαρξιστής λενινιστής μας, παρασυρμένος από τη θυελλώδη προσωπικότητα του καθηγητή Λόντι (περιπτωσάρα) τού προτείνει να σκάψουν μαζί για… χρυσό, να γίνουν δηλαδή, γκαριμπέιρος! Στην περίοδο αυτή της ζωής του ο Τσαβαρία έρχεται σε επαφή με απίστευτες προσωπικότητες, γι αυτό και υπάρχουν πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες, όπως του περίφημου καθηγητή εθνολόγου Αλμπουκέρκε («σοφού παλαβιάρη») που έπεσε με αλεξίπτωτο ολομόναχος στην περιοχή των Πιθηκοχέρηδων, προκειμένου να γνωρίσει έναν πολιτισμό ολότελα ανέπαφο από τον πολιτισμό των λευκών, και του Ολιβέιρα που πήγε να τον βρει!
Ακολουθούν γλαφυρές σελίδες από περιπέτειες κι εξαιρετικές συναντήσεις στη ζούγκλα όπου κρύβεται. Και που τελειώνουν όταν ένας επίμονος πυρετός τον αναγκάζει να μεταβεί στην Κολομβία. Βιοπορίζεται με διάφορους τρόπους, μπλέκει επεισοδιακά με διάφορες γυναίκες, αλλά το βασικότερο είναι ότι μπλέκεται στην επιχείρηση In bond στην Καρταχένα (της Κολομβίας)με όνειρα να κάνει κέρδη. Πρόκειται για μια επιχείρηση «διαμετακομιστικού εμπορίου»,  κοινώς λαθρεμπορίου καφέ, αλκοολούχων, και στη συνέχεια… γυναικών («καλοήθης πορνεία»)! Μαζί με τον Οράσιο στήνουν έναν μηχανισμό πολύ επικερδή, με διάφορους βέβαια επικίνδυνους ανταγωνιστές.
Κομβική είναι για τη ζωή του συγγραφέα η γνωριμία με την επίσης επεισοδιακή Ντόρα, ένα «ακατέργαστο διαμάντι», με μηδενική κουλτούρα («απύθμενη αμορφωσιά»)αλλά που αφηγούνταν καταπληκτικά συναρπαστικές ιστορίες. Ο δικός της βίος κι αυτός εξαιρετικός (>εξαίρεση), μέσα στα χρόνια της δικτατορίας της Κολομβίας (η ολιγαρχία της Κολομβίας, που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο έξυπνη και εγκληματική όλης της Αμερικής, χωριζόταν σε Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους). Κι άλλη μια εξαιρετική γνωριμία αξίζει να αναφερθεί, με τον ιερωμένο Μονσινιόρ, ανθρωπιστή και αγωνιστή, ένα είδος λαϊκού ήρωα,  που υποστηρίζει τον Φιντέλ Κάστρο κι έχει επαναστατική δράση με λαϊκό έρεισμα.
Ο συγγραφέας κάνει πολύ μεγάλη αναφορά στη «δαιμονοποίηση»  της Κούβας την δεκαετία του’60 και ’70, που είχε φτάσει στα όρια της παράνοιας. Η επιχείρηση «Πίτερ Παν» σκόρπισε σε όλη την αμερικανική Ήπειρο μια αντικομμουνιστική προπαγάνδα (από τον Β΄παγκόσμιο και μετά) που στα χρόνια του Κάστρο ασκούσε τρομοκρατία σε όλον τον κόσμο αραδιάζοντας αναρίθμητες φρικαλεότητες που δήθεν συνέβαιναν στην Κούβα, και έπειθε ιδιαίτερα τους αναλφάβητους. Η Ντόρα ήταν ένας απ’ αυτούς. Ο Μονσενιόρ όμως ήταν όλο εκπλήξεις. Ήταν ικανός να οργανώσει αντάρτικο «βαρβάτο», κι όταν ο Τσαβαρία άρχισε να τον εμπιστεύεται, εντάσσεται στο αντάρτικο αυτό. Άλλες περιπέτειες…
Απ’ τον Ιούλιο του 1968 μέχρι τον Οκτώβριο του 1969  ο συγγραφέας χρηματοδοτεί το αντάρτικο του Μονσινιόρ με τα κέρδη απ’ το λαθρεμπόριο! Στην επιχείρηση του αντάρτικου, μετά από πολλές απερισκεψίες αναγκάζεται να το σκάσει απ’ την Κολομβία γιατί κάποιος τους πρόδωσε (κάποιος ξέρασε στην DAS του Μεντεγίν όλα όσα ήξερε για το σχέδιο/δεν έπρεπε να μείνω ούτε ένα λεπτό στη Μποεναβεντούρα. Με το ιστορικό μου στην Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, σίγουρα με περίμεναν τα μπουντρούμια της DAS, πολύχρονη φυλάκιση, και –ό, τι φοβόμουν περισσότερο στον κόσμο- τα βασανιστήρια).  
Ποια ήταν η λύση μπροστά στο αδιέξοδο;;; η αεροπειρατεία!!! Ήταν της μόδας τότε να γίνονται αεροπειρατείες με προορισμό την Κούβα! Το τραγελαφικό είναι ότι με κλάματα επιμένει να πάει μαζί του και η Ντόρα με την κόρη της! Οι σελίδες που περιγράφουν την αεροπειρατεία είναι από ξεκαρδιστικές μέχρι απίθανες σε συμπτώσεις! Φτάνοντας με τα πολλά στην Κούβα, τον περιμένει μια σειρά απογοητεύσεων. Είναι καλοδεχούμενος, βέβαια, γιατί η Κούβα «αγκαλιάζει» κάθε επαναστάτη. Όμως, η εξιδανίκευση του κουβανικού καθεστώτος μας έχει αποκρύψει τη βαθιά αθλιότητα στην οποία βρέθηκε ο πολύς λαός τα πρώτα εκείνα χρόνια. Απίστευτες πραγματικά καταστάσεις της καθημερινότητας ,πείνα, φρικτά ρούχα ή καθόλου ρούχα, αγένεια, ουρές για συσσίτια στα ξενοδοχεία (συνέφερε περισσότερο απ’ την αγορά τροφής), αμορφωσιά, προκαταλήψεις, ανδροκρατία, μισογυνισμός, δουλοπρέπεια. Όμως, το «θαύμα της λαϊκής» επανάστασης θα αποδώσει καρπούς, κι ο στόχος να ανέβει το επίπεδο του λαού από κάθε άποψη καθοδηγεί τους θιασώτεςτης επανάστασης.
Ο Τσαβαρία ζει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του -μέχρι το 2008 τουλάχιστον που έγραψε το βιβλίο (πέθανε πέρσι)- στην Κούβα, αφιερώνοντας όλο του το δυναμικό στη χώρα που λάτρεψε παρά τις αντιφάσεις της. Έπιασε δουλειά αρχικά ως μεταφραστής στο INRA (Εθνικό Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης) και στη συνέχεια, στη Φιλοσοφική Σχολή δίδαξε Κλασική Φιλολογία (Λατινικά, Ελληνικά, Λογοτεχνία), ενώ το 1978 κυκλοφόρησε και το πρώτο του μυθιστόρημα. Η Κούβα και γενικότερα η Λατινική Αμερική, όπως την γνώρισε του πρόσφερε όλο το υπόβαθρο για το είδος των κοινωνικών μυθιστορημάτων που έγραψε (ήμουν ο πρώτος λατινοαμερικάνος συγγραφέας με ήρωες Κουβανούς, κομμουνιστές, μαύρους, μιγάδες, χορευτές σον που τρώνε ρύζι με φασόλια).
Η επαφή του με τον Κάστρο είναι αποκαλυπτική για την ψυχική δύναμη του Κουβανού ηγέτη. Το τέλος του βιβλίου είναι ένας ύμνος στην Κούβα του Κάστρο όπου είναι η μοναδική χώρα του κόσμου όπου αποφοιτούν γιατροί που πάνε να δουλέψουν μόνο για να προσφέρουν αλληλεγγύη μ’ έναν υποτυπώδη μισθό στα πλαγιές των Ιμαλαΐων, στις ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής και σε φυλές της Αφρικής. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι Κουβανοί γιατροί είναι σαν τον Φιντέλ και τον Τσε, όμως πάρα πολλοί απ’ αυτούς που πηγαίνουν στις διεθνιστικές αποστολές που οργανώνει η κυβέρνηση αποτελούν τον ανθό του ανθρώπινου είδους. (…)
Επίσης, όταν τελείωσαν την αποστολή τους νικώντας τον πανίσχυρο στρατό της Νότιας Αφρικής, οι Κουβανοί επέστρεψαν στην Κούβα χωρίς να πάρουν ένα διαμάντι, ούτε ένα λίτρο πετρέλαιο, κι ούτε ποτέ έστησαν καμιά επιχείρηση ή εμπόριο με την Αφρική. Το μόνο που έφεραν μαζί του ήταν δύο χιλιάδες (και παραπάνω) νεκρούς στρατιώτες από τα πεδία των μαχών (...)
Όσοι έρχονται εδώ με τις φωτογραφικές τους μηχανές να φωτογραφίσουν ξεφτισμένους τοίχους, αλάνες και ερείπια αναζητώντας τη βαθιά Κούβα, έχουν πάρει λάθος δρόμο. η αληθινή Κούβα βρίσκεται στα πανεπιστήμια, στις σχολές Καλών Τεχνών, στα επιστημονικά Ινστιτούτα, στους 35.000 γιατρούς της που υπηρετούν στον Τρίτο Κόσμο, στις χιλιάδες δωρεάν οφθαλμολογικές επεμβάσεις στους φτωχούς της γης από τις πιο μακρινές γωνιές της, στη διδασκαλία της αγάπης για τον συνάνθρωπο χωρίς ωφελιμισμό, σ' ένα μέλλον με ισότητα και αλτρουισμό.
Αν αυτό το απόσπασμα απ' την τελευταίασελίδα της αυτοβιογραφίας του αγαπημένου συγγραφέα είναι το απόσταγμα της ζωής του, τότε νομίζω ότι η πολυτάραχη ζωή του ήταν άξια να τη ζήσει κανείς. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: