Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

Το χάρισμα της Βέρθας, Φωτεινή Τσαλίκογλου

Ποιητικό και συναισθηματικό. Μιλά ένα μικρό κορίτσι (Βέρθα) που έχασε τον πεντάχρονο αδερφό του (Ιωακείμ) όταν η ίδια ήταν εφτά χρόνων, αλλά της αποκαλύπτεται ότι έχει ικανότητα μαντείας κι επικοινωνίας μαζί του. Το ύφος θυμίζει το “Η Κασσάνδρα και ο λύκος”. Ίσως γιατί είναι κοφτό, θυμωμένο και υπαινικτικό κι έχει ενσωματωμένη την απομάκρυνση από τη μάνα, τη μάνα που έχασε το γιο της και πενθεί δείχνοντας υπερβολική αδιαφορία προς την κόρη (αφού έγραψα αυτές τις σειρές έψαξα στο ίντερνετ και διαπίστωσα τη στενή σχέση της συγγραφέα με τη Μαργαρίτα Καραπάνου).
Μπερθ= γέννηση. Μπερθ ονομάζεται η ανεπιθύμητη κόρη της Έμμας Μποβαρύ, Μπέρθα και η τρελλή γυναίκα του Ρότσεστερ στην Τζέην Έυρ, ίσως όχι τυχαία.

Βιβλίο με σιωπές, με ευαισθησία, με εικόνες. Πολλές οπτικές γωνίες, σύντομα κεφάλαια άλλοτε τριτοπρόσωπης κι άλλοτε πρωτοπρόσωπης γραφής. Αντιστικτικά, ιμπρεσιονιστικά. Όμως… μας τα χαλάει το φάντασμα. Ένας καλοπροαίρετος αναγνώστης, τις σκηνές με το φάντασμα του αδερφού θα μπορούσε να τις εκλάβει ως “ ενσάρκωση εσωτερικών παραστάσεων, φόβων, επιθυμιών, εν γένει συναισθημάτων”, όμως όχι. Είναι βαρετή και αφελής η αυθαιρεσία των μεταφυσικών σκηνών. Μόνο ποιητικά αν το δει κανείς μπορεί να το ανεχτεί, αλλά οι ρεαλιστικές λεπτομέρειες διασπούν την ποιητική αίσθηση. Ήδη η λέξη «χάρισμα» του τίτλου προδιαθέτει αρνητικά από τις πρώτες σελίδες, όταν σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται αναφορά στη νύχτα θανάτου του αδερφού: «Εκείνη τη νύχτα ξύπνησα απότομα σε λυγμούς. Η ώρα ήταν έντεκα και δέκα. Κάποιος εφιάλτης, ένας πόνος, ίσως μια αιφνίδια δίψα. Δεν ξέρω. Μπορεί και να ήταν το «Χάρισμα». Ετοιμαζόμουν να το παραλάβω».
Είναι το «χάρισμα» της επικοινωνίας με τους νεκρούς. Οι διάλογοι με τον αδερφό («Η Βέρθα συνομιλεί με το φάντασμα») έχουν κάποτε κάποτε ενδιαφέρον. Σύντομοι, κοφτοί διάλογοι, ερωτοαπαντήσεις πέντε έξι λέξεων το πολύ, που δίνουν την αίσθηση της αναπότρεπτης θλίψης:
- Η μαμά είναι θλιμμένη. - Να λες «έχει θλίψη». Μη λες «είναι θλιμμένη». - Τι αλλάζει;- Αλλάζει. - Με αγαπάει; - Αγαπώ σημαίνει «δίνω αυτό που δεν έχω». - Με αγαπάει μ’ αυτό που δεν έχει; - Όχι. - Γιατί; (…) - Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. - Ο θλιμμένος είναι ο μη έχων.

Αλλά και ο νεκρός υποφέρει:
- Δεν υποφέρω άλλο τη θλίψη της. – Μα σε αγαπάει.- Πες της να με αφήσει ήσυχο. – Πενθεί. – Δε θέλω.- Είχε μια δύσκολη μέρα σήμερα. – Το γνωρίζω. – Δε λυπάσαι; - Όχι. – Τόσο σκληρός; Ξαφνικά; Πριν ήσουν πιο καλός μαζί της. Γιατί; - Δε με αφήνει να ζήσω το θάνατο μου. Είναι σαν σχολείο όταν πεθαίνεις. Μαθαίνεις πώς είναι να είσαι νεκρός. Με εμποδίζει. Με κάνει νεκροζώντανο.

Η στέρηση της μητρικής αγάπης διαποτίζει το βιβλίο. Το εφτάχρονο κορίτσι περιγράφει τον καημό της μάνας για το γιο κι έμμεσα τη δική της κατάθλιψη (χτίζει με τα χέρια της μια στέγη με τις λέξεις του γιου της. Γράφει, γεμίζει σελίδες, χαρτιά, διαβάζει, γράφει ξανά, έπειτα δεν έχει τι άλλο να προσθέσει, απελπίζεται, μας φωνάζει ξανά). Βρίσκει το σημειωματάριο της μάνας με ερωτήσεις που κάποτε έκανε το μικρό αγόρι αλλά στις οποίες η μάνα ποτέ δεν απάντησε. Η Βέρθα νιώθει μόνη, μόνη (Λέξεις. Έχω κι εγώ τις δικές μου λέξεις. Ποιος τις λογαριάζει;
Μόνες τους οι λέξεις μου κρυώνουν
).
Και
… δε με αγαπούσε. Έβρισκα δικαιολογίες για να μη με νοιάζει. Γιατί σώνει και καλά μια μάνα πρέπει ν’ αγαπάει το παιδί της; Η αγάπη αυτή κρύβει μελαγχολία και πλήξη. Σαν ένα πειθαρχημένο τρένο που φτάνει πάντα στην ώρα του κι οι ταξιδιώτες με μισόκλειστα μάτια κάθονται στη θέση τους, στην ίδια πάντα θέση, αμίλητοι και τακτοποιημένοι. Ενώ αν δεν έχεις αγάπη, όλα είναι αλλιώς. Ζωντάνια, εγρήγορση, και μάτια ανοιχτά στο θαύμα. Με περιέργεια μικρού παιδιού κοιτάζεις έξω από το παράθυρο το τοπίο που συνεχώς αλλάζει. Η αγάπη της μάνας έλεγα πως σου κλέβει την περιέργεια. Ακινησία. Θάλασσα χωρίς βυθό. Πλήξη.
Ανοησίες! Στην πραγματικότητα τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν πίστευα. Η αλήθεια είναι πως λαχταρούσα ένα απαράλλαχτο τοπίο και τη θέση μου στο τρένο, πάντα να με περιμένει. Την ευτυχισμένη, μονότονη αγάπη της μάνας.


Το κεφάλαιο «Στο σπίτι της κυρίας Ελέσσας» ήταν για μένα, ως αναγνώστρια, το πιο εξοργιστικό του βιβλίου. Μια συνάντηση «παραψυχολογική», με πρόσκληση πνευμάτων και ιστορίες πεθαμένων. Ο δε μέγιστον, αποκαλύπτονται από το νεκρό αδερφό τα ψέματα και οι εξιδανικεύσεις των συγγενών των νεκρών, αυτό κάποια κεφάλαια παρακάτω (άκουσες ένα σωρό ιστορίες για μεγάλες αγάπες και λύπες, έτσι δεν είναι; -έτσι είναι –όλα ψέματα. –ψέματα; -στην πραγματικότητα δεν άκουσες παρά ύποπτες ιστορίες αγάπης). Μετά απ’ αυτό, σε μια επίσκεψη του «Χαρίσματος», η Βέρθα οραματίζεται τις πραγματικές ιστορίες, όπου αποκαλύπτονται οι μικρότητες, τα πάθη και οι αδυναμίες/κακίες των ανθρώπων π.χ. ο Δενδρινός ευχόταν το θάνατο της γυναίκας του, η Αλκαίου με το θάνατο του γιου της βρήκε νόημα στη ζωή της (τι θα ήταν αυτή η γυναίκα αν ζούσε ο γιος της; Τι άλλο από μια θλιβερή ετοιμοθάνατη ογδοντάχρονη; Τώρα είναι μια πενθούσα ογδοντάχρονη κι αυτό της χαρίζει παράδοξα μια άλλη αισθητική, ένα μερίδιο νεότητας, μια πίστωση χρόνου). Δε λείπει κι ο βιασμός, η σεξουαλική κακοποίηση από πατέρα (γιατί όλα μου φαίνονται τόσο προβλέψιμα;) που εξηγεί την αυτοκτονία της Λενιώς (η ψιθυριστή φωνή της ομολογεί: θέλησα να πεθάνω, όχι από αηδία, όχι από αηδία, όχι από αηδία, όχι από αηδία, αλλά από ηδονή πατέρα, μ’ ακούς; Από την αηδία της ηδονής που μου προκαλούσαν οι θωπείες σου).
Τα μυστικά του θανάτου βαραίνουν τη Βέρθα που κοινωνεί της γνώσης μέσω του αδερφού της (όταν πεθαίνεις, παύεις να είσαι ένας, αδερφούλα μου, γίνεσαι πολλοί. Η φωνή σου γίνεται πολλές φωνές/πεθαίνω σημαίνει μαθαίνω τα μυστικά των ξένων θανάτων). Η μόνη φωνή που δεν άκουσε, η φωνή της μητέρας της (κι αν δεν αγαπούσε ούτε τον Ιωακείμ; Πενθεί που δεν αγαπάει. Κι αν αυτή είναι η αλήθεια; Ποιος θα μου το πει; Η φωνή της, η μόνη φωνή που δεν κατάφερα ν΄ακούσω. Ποιο είναι το μυστικό της;)
Φαίνεται ότι μετά απ’αυτό ο νεκρός αδερφός Ιωακείμ «ελευθερώθηκε». Τα δυο αδέρφια αποχαιρετιούνται (-Πες μου κάτι πριν φύγεις – Μην ξεχάσεις ποτέ να επιθυμήσεις κάτι, Βέρθα. Επιθυμίες, αυτές δεν πρέπει να τις ξεχνά ποτέ κανείς).

Αν άντεξα το προβλέψιμο πεισιθάνατο πρώτο μέρος και τέλειωσα το βιβλίο αυτό, είναι γιατί το δεύτερο μέρος του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σ΄ αυτό η Βέρθα ασχολείται με τη… ζωγραφική και μέσα από τη ζωγραφική κατακτά ένα είδος αυτογνωσίας. Κι αυτό φτάνει ως εμάς αρκετά πειστικά (Κι έπειτα ήρθε η κυρία Μιράζ με τις ζωγραφικές της). Μπαλτίς, Κάσπαρ Φρίντριχ, Μαγκρίτ, Καραβάτζιο, Αλοΐζ, Ντάργκερ, κάθε ζωγράφος και κεφάλαιο κι από ένας πίνακας τους στο βιβλίο. Κάθε ζωγράφος κι ένα βίωμα, κάθε πίνακας μια εσωτερική τομή.
Ξεχώρισα τον Μπαλτάσαρ Μπαλτίς. Είναι ο πρώτος με του οποίου τη μοίρα και την τέχνη ταυτίζεται η Βέρθα, σε μια προσπάθεια να υπερβεί την κατάθλιψη, την ανυπαρξία της μάνας της. Στην ερώτηση της κυρίας Μιράζ«πες μου τι βλέπεις» η Βέρθα απάντησε «εμένα, βλέπω εμένα» (Με κοίταξε. Το βλέμμα της για πρώτη φορά καθυστέρησε πάνω μου. Κάτι σαν χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της). Για τη Βέρθα ο πρώτος αυτός πίνακας είναι σαν αποκάλυψη (Ο πίνακας αποτυπώνει τη στιγμή. Εγώ μαντεύω τις επόμενες. Η συνέχεια του πίνακα ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου). Κοιτά τον εαυτό της στον καθρέφτη:
Όμορφη. Δεν είμαι ιδιαίτερα όμορφη. Μόνο αν σταθείς στα μάτια μου θα βρεις κάτι ξεχωριστό. Ένα μυστικό. Η υπόσχεση ότι κάτι θα φανερωθεί, ένα φως ή μια σκια, αρκεί να σταθείς, να αφιερώσεις έστω λίγο χρόνο σε αυτό το βλέμμα. Όμως, κανένας δε στέκεται. Είναι η εποχή της βιασύνης. Δεν υπάρχουν χασομέρηδες του βλέμματος.

Καθηλωτική η σχέση της Βέρθας με τον πίνακα του Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ «Η θάλασσα των πάγων» (τι νιώθεις; - το κρύο. Παγώνει το σώμα μου. Νιώθω τον πάγο). Δε φαίνεται να ναι τυχαίο ότι σε ηλικία εφτά ετών ο ζωγράφος έχασε τη μητέρα του.
Καίριες και οι παρατηρήσεις της για τα σκεπασμένα δυο πρόσωπα των δυο εραστών του Ρενέ Μαγκρίτ (ένας ανησυχητικά διαυγής ζωγράφος). Και σ΄αυτήν την περίπτωση ο ζωγράφος, στην ηλικία των δεκατριών χρόνων αντίκρισε το νεκρό σώμα της μάνας του (ηθελημένος θάνατος. Έπασχε από μελαγχολία. Ο ζωγράφος δε μιλάει ποτέ γι’ αυτό).
Η Τζοκόντα του Ντα Βίντσι, η σύζυγός του Φραντζέσκο ντελ Τζοκόντο, είχε χάσει ένα παιδί στη γέννα (δε λυπάται; - ναι- γιατί χαμογελά; - το χαμόγελο περιλαμβάνει και τη θλίψη της. – πώς ; - είναι η τεχνη. – ποιο; - η συμπύκνωση)

Το πιο ενδιαφέρον έργο «Η κοίμηση της Θεοτόκου» του Καραβάτζιο, κι ενδιαφέροντα κι όσα η Βέρθα βιώνει μέσα απ’ αυτό. Πρόκειται για έναν πίνακα που ο Καραβάτζιο έκανε τέσσερα χρόνια να τελειώσει και τον κατηγορήσανε ότι παρίστανε μια άγνωστη πόρνη που είχε πέσει στα νερά του Τιβερη. Το σώμα της Παναγίας είναι τυμπανιασμένο, το χέρι πάνω στην πρησμένη κοιλιά, τα μάτια κλειστά δίνουν έκφραση οδύνης στο πρόσωπο (είναι ο πιο θρησκευτικός πίνακας που έχω δει. Θέλω να κλάψω όταν τον βλέπω (…) μόνο κάποιος με εμμονές, κρυφά πάθη, έλξη για πράγματα απαγορευμένα, μόνο κάποιος σαν αυτόν μπορούσε να φτιάξει έναν τόσο ευλαβή και θρησκευτικό πίνακα). Η φαντασία της Βέρθας καλπάζει μ’ αυτόν τον πίνακα. Σκηνοθετεί σενάρια, ιστορίες (οι ιστορίες που φτιάχνω ηλεκτρόδια που άλλοτε οι γιατροί κάρφωναν στον εγκέφαλο του αρρώστου για να τον κάνουν να ξυπνήσει από το λήθαργο της κατάθλιψης).

Σειρά έχουν η Αλοιζ Κορμπάζ, (κι αυτή χάνει τη μητέρα της όταν ήταν 11 χρόνων, πέρασε τη ζωή της στο ψυχιατρείο, από έρωτα στον Κάιζερ βυθίζεται στην παράνοια και την παραφροσύνη), ο Χένρυ Ντάργκερ – ένας σπουδαίος διαταρακτικός ζωγράφος, που σ’ όλη του τη ζωή δε θα σταματήσει να αναζητά τη χαμένη του αδερφή, το κοριτσάκι που δε γνώρισε ποτέ, και τέλος ο Σίμεον Σόλομον.
Είναι φανερή η ωρίμανση της Βέρθας μέσα από τη βιωματική σχέση με τα έργα αυτά, ενώ μεγαλώνει και γίνεται πια δεκαεφτά χρονών. Ανάμεσα στα κεφάλαια που είναι αφιερωμένα στους ζωγράφους στέλνει υποθετικές επιστολές στη μητέρα, απευθύνεται στον πατέρα, έχει διαλόγους με τον αδερφό, με την Ευανθία, με τη δασκάλα, κάποια ερωτική σχέση.


Η εμμονή στην καταθλιπτική μητέρα που δεν την αγάπησε ποτέ ωστόσο ποτέ δεν ξεπερνιέται. ΘΑρρείς αρέσκεται να βαυκαλίζεται, να νιώθει θύμα. Αναμασιέται και μεταμορφώνεται, κι όλες της οι επαφές έχουν σημείο αναφοράς αυτή τη στέρηση. Η σύγχυση του παιδιού που δε βρίσκει την ταυτότητά του εκδηλώνεται και στις φαντασιώσεις αλλαγής φύλου, άλλης γυναίκας του πατέρα, κλπ. Είναι τα ψυχολογικά κλισέ που με απώθησαν όχι γιατί τα βρήκα τολμηρά, αντίθετα τα βρήκα προβλέψιμα και στα όρια της μεμψιμοιρίας.
Ωστόσο, το ποιητικό και υπαινικτικό ύφος σώζουν πολλές φορές αυτό το αγιάτρευτο παραπονιάρικο και κουραστικό για τον αναγνώστη κλίμα.


Χριστίνα Παπαγγελή

5 σχόλια:

Μαρία Δριμή είπε...

To διάβασα κι εγώ το καλοκαίρι. Ίσως με λίγο πιο γρήγορο ρυθμό απ' ό,τι του έπρεπε. Μου άρεσε πολύ. Ορθός, κοφτός λόγος που μπαίνει κατευθείαν στην ψυχή.
Πολύ ουσιαστική η ανάλυσή σου, Χριστίνα.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Σ ευχαριστώ πολύ για τον καλό σου λόγο, Μαρία. Παρόλ' αυτά δε συμφωνούμε. Εμένα δε μου άρεσε πολύ, μου άρεσαν κάποια σημεία (κατά κύριο λόγο αυτά που παραθέτω) ενώ άλλα τα βρήκα κοινότοπα και προβλέψιμα. Ομφαλοσκοπικά.

Πάντως ομολογώ ότι το ύφος "σώζει" αυτή την αίσθηση οτι η δυστυχία γίνεται σημαία, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος.
Θα μ ενδιέφερε ωστόσο να μου πεις πώς είδες εσύ τα σημεία όπου δε συμφωνούμε, π.χ. τις σκηνές μεταφυσικού περιεχομένου, με το νεκρό αδερφό κλπ.

ΥΓ. Συγχαρητήρια για το μπλογκ σου, πολύυυυ καλό.

vasiliki είπε...

!!!!!!!!!!!!!!!
Δεν έχω λόγια να πώ παρά μόνο ένα ευχαριστώ για αυτό το πολύ καλό και πρωτότυπο blog που βρήκα εδώ.
Τα βιβλία που αναφέρεις έχουν ενδιαφέρον και τα πιό πολλά απο αυτά τα έχω διαβάσει.Παρ' όλα αυτά δεν πάυει να είναι θυσαυρός για μένα η ανακάλυψη του blog σου!!!!!
Καλή συνέχεια σου εύχομαι και θα τα λέμε συχνά

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Τι να απαντήσω vasiliki; ...κοκκινίζω!
χαίρομαι που έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, ελπίζω σε γόνιμους διαλόγους...

storyteller είπε...

Πολύ ενδιαφέρον το blog σου πραγματικά, και συμφωνώ σε πάρα πολλά από όσα αναφέρεις. Καλως σε βρήκα λοιπόν! :-)