Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2007

Μπέρναρντ Σλινκ, Ο γυρισμός

Συμφωνώ απόλυτα με την anagnostria ότι ο Σλινκ έδωσε σ' αυτό το βιβλίο κάτι απ' τον παλιό καλό εαυτό του που είδαμε στο "Διαβάζοντας στη Χάννα", ενώ τα επόμενα ήταν κάπως απογοητευτικά
Η λέξη «γυρισμός» του τίτλου είναι φορτισμένη νοηματικά από μόνη της. Παραπέμπει σε μια επιστροφή (θέμα που αγγίζει βαθιά τον καθένα) σε κάποιον νόστο, και κατά συνέπεια στον πόθο/πόνο/άλγος του νόστου, τη λεγόμενη νοσταλγία.
Μια διαφορετική επιστροφή, πρωτότυπη όσο και ζωτικής σημασίας ξεδιπλώνεται σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Είναι η σχεδόν απροσδόκητη (τουλάχιστον ως ένα σημείο) επιστροφή του γιου προς τον χαμένο πατέρα, που θεωρούνταν νεκρός, αλλά όπως αποκαλύπτεται ζει και βασιλεύει έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Όμως, παράλληλα, το μοτίβο της επιστροφής επαναλαμβάνεται σε διάφορες μορφές, λες και ο συγγραφέας κάνει παραλλαγές σ’ ένα θέμα, χωρίς όμως αυτό να γίνεται κραυγαλέα κι επιτηδευμένα.
Ο ήρωας ξεκινά την αφήγησή του αναπολώντας τις διακοπές των παιδικών του χρόνων με τον παππού και τη γιαγιά((σελ. 38): Στη θύμησή μου οι διακοπές είναι μια εποχή ήρεμων εισπνοών και εκπνοών. Είναι η υπόσχεση μιας ομοιόμορφης ζωής. Μιας ζωής επαναλήψεων όπου συμβαίνει πάντα το ίδιο, με ελάχιστες παρεκκλίσεις. Μιας ζωής κοντά στο νερό, με τα κύματα να κυλούν ρυθμικά το ένα με το άλλο και κανένα να μην είναι το ίδιο ακριβώς με το προηγούμενο). Η μοναξιά της επαρχίας τον φέρνει πιο κοντά στον παππού και τον κόσμο του (άλλωστε αυτός είναι κι ο κόσμος του μυστηριώδους κι απόντος πατέρα, ένας κόσμος απόμακρος και ποιητικός), μαγεύεται από τις ιστορίες που του λέει από τον πόλεμο αλλά κι από διάφορες δίκες, που του γεννούν την αγάπη για το διάβασμα.
Χειρόγραφες σελίδες από ένα βιβλίο που διορθώνουν οι παππούδες του (έχουν εκδοτική δραστηριότητα), γραμμένες μόνο απ’ τη μια μεριά πέφτουν στα χέρια του Πέτερ, και του ανάβουν το ενδιαφέρον.
Διαβάζουμε αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό και προσπαθούμε μαζί με τον Πέτερ να μαντέψουμε το τέλος. Πρόκειται για μια ιστορία γυρισμού, γυρισμού Γερμανών στρατιωτών από την αιχμαλωσία στη Ρωσία. Το εγκιβωτισμένο -και κατακερματισμένο- μυθιστόρημα είναι κι αυτό πολύ ελκυστικό. Γίνεται έμμονη ιδέα στον πρωταγωνιστή ο οποίος μεγαλώνοντας μελετά την Οδύσσεια βρίσκοντας αναλογίες και καταγράφοντας όλες του τις σχετικές σκέψεις με πολύ γοητευτικό τρόπο. Είναι βέβαια κάπως παράδοξη αυτή η έμμονη αναζήτηση του …τέλους ενός σχετικά άγνωστου μυθιστορήματος, και η εικασία/πεποίθηση ότι οι αναφερόμενες διευθύνσεις είναι πραγματικές και θα τον οδηγήσουν στον …ήρωα του βιβλίου και στον συγγραφέα του είναι κάπως επισφαλής και τραβηγμένη, αλλά όχι τελείως αψυχολόγητη. Ίσως η γοητεία με την οποία περιβαλλόταν όλο το κλίμα των διακοπών με τον παππού και τη γιαγιά (από μεριάς του χαμένου πατέρα), η επιμονή των ίδιων να μη διαβάζει τα διορθωμένα χειρόγραφα, η σοβαρότητα αυτής της εργασίας από τους παππούδες, τον έκαναν να διαισθανθεί ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό. Σημαντικό για την ιστορία της οικογένειας.
Η αναζήτηση του Πέτερ έχει κι αυτή τις αναλογίες της με την Οδύσσεια. Πρόκειται οπωσδήποτε για μια περιπλάνηση, χωρίς όμως να’ ναι συνειδητός ο στόχος. Δεν αναφέρεται καθόλου η αναζήτηση του πατέρα, άλλωστε θεωρείται νεκρός. Ακολουθεί το νήμα που τον οδηγεί προς τον συγγραφέα του … μυθιστορήματος, μέσα από πολλούς μαιάνδρους και ψυχικές διακυμάνσεις. Η κοπέλα που ερωτεύεται (μένει στη διεύθυνση όπου έμενε ο ήρωας του χαμένου μυθιστορήματος, φυσικά δεν ήταν σύμπτωση, πήγε για να μάθει πληροφορίες) χάνεται απ’ τη ζωή του όταν επιστρέφει ο δικός της Οδυσσέας. Τα χρόνια περνούν κι η εσωτερική μοναξιά συνοδεύει τον Πέτερ, ασχολείται κι αυτός μ’ εκδοτικές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα συνεχίζει την έρευνά του για τον συγγραφέα του ημιτελούς έργου, παίρνοντας πληροφορίες από την αδερφή της Μπάρμπαρα. Βρίσκει τελικά ότι το πρόσωπο που αναζητά είναι φίλος –τουλάχιστον- ναζιστικών αντιλήψεων (Με την ίδια ευκολία που μετέτρεπε τον Άδη σε όνειρο, τη θάλασσα σε έρημο και τη σγουρμάλλα Καλυψώ σε ομορφόστηθη Καλίνκα, χωρίς να σέβεται ηθικές αρχές διέστρεφε τη λιμοκτονία του Λένινγκραντ σε πράξη ιπποτισμού και την αποπλάνηση της Μπεάτε σε φόρο τιμής στη δικαιοσύνη).
Από το σημείο αυτό περίπου (σελ. 180) αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι πέρα από το συναισθηματικό και ψυχολογικό ενδιαφέρον, το βιβλίο έχει και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Τίθενται με μυθιστορηματικό τρόπο ιδεολογικά ζητήματα ηθικής φύσεως, που παραπέμπουν στην καρδιά του ναζισμού. Αυτό προοικονομείται στον διάλογο με τον δεκαπεντάχρονο Μαξ (σελ. 153-4): στην ερώτηση του Μαξ «αν η γενναιότητα είναι καλή», ο Πέτερ απάντησε ότι «είναι καλή όταν υπηρετεί μια καλή υπόθεση», αλλά η συζήτηση οδηγείται σε αδιέξοδο: το να αποταμιεύεις χρήματα είναι καλό, αλλά … αν τα ξοδέψεις για κάτι κακό; Και ποιος μας λέει λοιπόν ότι οι σκοποί είναι πάντα καλοί;
Δεν ήθελα να συζητήσω ούτε με τον Μαξ αν η επιμέλεια, την οποία απαιτούσα από κείνον στο σχολείο, ή η τάξη, την οποία έπρεπε να τηρεί στο σπίτι μου, εξυπηρετούσαν καλούς σκοπούς. Έπρεπε να είχα απαντήσει στην πρώτη ερώτηση του Μαξ, Ναι, η γενναιότητα είναι καλή, αλλά δεν αρκεί από μόνη της.
Ο Πέτερ επιστρέφει στην Μπάρμπαρα (άλλος ένας νόστος) και την ίδια εποχή ένα χειρόγραφο στον εκδοτικό οίκο όπου δουλεύει τού αποκαλύπτει ότι ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου είναι ο πατέρας του (λίγο συγκεχυμένη η σύνδεση μου φάνηκε εδώ- τόοοση σύμπτωση;). Ο πυρήνας του βιβλίου όμως εδώ μετατίθεται: το ενδιαφέρον δεν έγκειται πια στην περίφημη κι αναμενόμενη αναγνώριση, αλλά στο ότι ο διάσημος αυτός καθηγητής/συγγραφέας/ πατέρας εκπροσωπεί μια ιδεολογία ανατρεπτική, αμοραλιστική, παρόμοια μ’ αυτή που εξέθρεψε το ναζισμό. Έτσι, τα γραπτά του αλλά και τα μαθήματά του είναι προκλητικά.
Αυτό είναι για τον Ντε Μπάουερ το φιλοσοφικό σημείο καμπής. Διαφορετικά απ’ τη θρησκεία, η φιλοσοφία έχει ως αφετηρία την ισονομία καλού και κακού. Το καλό χωρίς το κακό ταιριάζει εξίσου λίγο στον άνθρωπο, όπως το κακό χωρίς το καλό.
Ο Πέτερ αμφισβητεί τις αντιλήψεις αυτές εκ βαθέων. Ασφαλώς, με τη βοήθεια και της Μπάρμπαρα, υπερβαίνει τη φυσική του τάση να αποχωρεί παθητικά και πάει να βρει και ν’ αντιμετωπίσει τον «πατέρα». Εξαρχής (πριν το φοβερό «σεμινάριο»), έρχεται σε σύγκρουση, σχετικά με το γνωστό πείραμα όπου τα πειραματόζωα προκαλούν εκκενώσεις ρεύματος σε ηθοποιούς που παριστάνουν ότι δεν μπορούν ν’ απαντήσουν σε ηλίθιες ερωτήσεις:
«Μα δε γίνεται … δεν επιτρέπεται να γίνονται πειράματα με ανθρώπους!»
«Τα πειραματόζωα του Μίγκραμ είχαν άλλη γνώμη. Για κείνους το πείραμα ήταν εμπειρία, μια ευκαιρία να γνωρίσουν τον ε;υτό τους ...»
«Αν όλα όσα δίνουν μια ευκαιρία γι’ αυτογνωσία είναι θετικά, υπάρχουν μόνο θετικά σ’ αυτόν τον κόσμο». Συνέχιζα να είμαι αγανακτισμένος.
«Δεν είναι ωραίο; Πού βλέπετε το λάθος;»
«Κάτι κακό δεν γίνεται καλό επειδή διδαχτήκαμε απ’ αυτό».
Αυτός ο διάλογος παραπέμπει στο πιο ακραίο- κατά τη γνώμη μου απόσπασμα που δείχνει την ιδεολογική τοποθέτηση του Ντε Μπάουερ:
Το δίκαιο θεμελιώνεται όχι με τον χρυσό αλλά με τον σιδηρού κανόνα. Έχεις δικαίωμα να κάνεις στους άλλους ό,τι θα ανεχόσουν να σου κάνουν. Σε ό,τι είσαι έτοιμος να εκτεθείς, έχεις δικαίωμα να εκθέσεις και άλλους, ό, τι απαιτείς από τον εαυτό σου έχεις δικαίμα να το απαιτήσεις κι από τους άλλους κλπ. Είναι ο κανόνας που προάγει την αυθεντία και την ηγεσία.
Και από άλλα του γραπτά:
· Ο άνθρωπος δεν υποφέρει ποτέ από το θάνατό του: ούτε πριν από το θάνατο, αφού ζει ακόμη, ούτε μετά από το θάνατο, αφού δε ζει πια. Το ίδιο δεν υποφέρει ο άνθρωπος που τον σκοτώνουν: πριν από το φόνο ζει ακόμη, και μετά το φόνο δεν υπάρχει πια.
· Αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα είναι απλώς κείμενα κι αυτά που θεωρούμε κείμενα απλώς ερμηνείες. Από την πραγματικότητα και από τα κείμενα μένει μόνο ό, τι κάνουμε απ’ αυτά. Στην ιστορία δεν υπάρχει ούτε στόχος, ούτε πρόοδος ούτε επαγγελία ανόρθωσης μετά την ήττα ούτε εχέγγυο νίκης για τον ισχυρό ή δικαιοσύνης για τον αδύναμο.
· Η παθιασμένη καρδιά καθαγιάζει την παθιασμένη συμμετοχή. Η αγάπη δε είναι υπόθεση συναισθήματος, αλλά θέλησης.

Επιστέγασμα της προκλητικής διδασκαλίας το βιωματικό σεμινάριο, όπου λίγοι κι εκλεκτοί δοκιμάζονται τόσο, ώστε να εγκαταλείψουν κάθε ηθική αρχή και να ξεπουλήσουν τον εαυτό τους και τις ιδέες τους. Έτσι, μαθαίνουν οι μαθητές ότι είναι ικανοί για το κακό κι ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτή την ικανότητα! Ο Πέτερ υποκύπτει στην ταπείνωση να «ζητήσει συγνώμη» κι αμέσως μετά συνειδητοποιεί όλο το στημένο σκηνικό, φεύγει, φεύγει.
Όχι λοιπόν, δεν υπήρξε αναγνώριση. Ούτε συγκινητικές αγκαλιές, ούτε τύψεις κι ενοχές. Μόνο η ενηλικίωση του ήρωα που μπόρεσε και «σκότωσε» το φάσμα του απρόσιτου πατέρα. Και το βιβλίο γυρνάει με τον τελευταίο «γυρισμό»: ο Πέτερ επιστρέφει στην αγαπημένη του με το φόβο ότι κανείς δεν θα τον περιμένει πια, τόσο πολύ που έλειψε… ω ναι, η Πηνελόπη είναι κει αυτή τη φορά.
Και τελειώνει:
Ξέρω ότι δεν νοσταλγώ τον Γιόχαν Ντεμπάουερ ή τον Τζον ντε Μπάουερ. Νοσταλγώ μόνο την εικόνα που έφτιαξα για τον πατέρα μου.
Μήπως "εικόνες" δε νοσταλγούμε όλοι μας;

Χριστίνα Παπαγγελή

2 σχόλια:

anagnostria είπε...

Αγαπητή Χριστίνα, παρόλο που είχες διαβάσει τότε το δικό μου ποστ για τον Σλινκ, σου το υπενθυμίζωκιεδώ

Ανώνυμος είπε...

μα φυσικά, πάντα το θυμάμαι αφού ήταν η αφορμή να πάρω το βιβλίο!και ήταν παράλειψή μου που δεν έβαλα και το σχετικό link στη δημοσίευση! επανορθώνω αμέσως!