Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2009

Μοιραία, Jean Patrick Manchette

Μια κομψή νεαρή γυναίκα, η Αιμέ Ζουμπέρ, επαγγελματίας δολοφόνος, είναι η πρωταγωνίστρια σ’ αυτό το μυθιστόρημα «νουάρ» του Μανσέτ. Την παρακολουθούμε από την αρχή, αφού διέπραξε έναν από τους πληρωμένους φόνους ως Μελανί Χορστ, να ταξιδεύει και ν’ αλλάζει πόλη και ταυτότητα, αλλάζοντας μέσα σε λίγες ώρες με επαγγελματική άνεση και την αμφίεσή της, την κόμμωση, την ταυτότητα και τον κοινωνικό της ρόλο. Δε διαρρέει κανένα συναίσθημα α περιγράφεται με κινηματογραφικό τρόπο η «βιονική» αυτή γυναίκα. Είναι μια μοναχική και αδίσταχτη δολοφόνος που έχει καλοκουρδίσει τη ζωή της γύρω από το «επάγγελμά» της, κάνει τη δουλειά της όσο μπορεί καλύτερα και τακτοποιεί τα αποκόμματα των εφημερίδων που αναγγέλλουν τον εκάστοτε φόνο: ένας γιατρός, ένας βιομήχανος, κ.α. Μόνο η σύντομη επίσκεψη στη μητέρα της αφήνει να διαφανεί μια αντιφατική ψυχοσύνθεση.
Τέλος, φτάνει στη Μπλεβίλ. Χάρη στην κομψότητα και τη νεανική της παρουσία, εισχωρεί με άνεση στον κύκλο της άρχουσας τάξης και στοχεύει στον επόμενο φόνο επί χρήμασιν. Όπως μονολογεί και η ίδια:
-Ε. λοιπόν, πάλι τα ίδια και τα ίδια, έτσι δεν είναι; Η εξέλιξη φαίνεται αργή, αλλά στην πραγματικότητα είναι αρκετά γρήγορη. Πάντοτε οι γκομενοδουλειές εμφανίζονται πρώτες. Μετά έρχονται τα εγκλήματα συμφέροντος. Και τέλος τα παλαιά εγκλήματα. Λοιπόν, γλυκιά μου, επανέλαβε, τα εγκλήματα έρχονται τελευταία κι εσύ πρέπει να είσαι υπομονετική.
Η κατάσταση στη Μπλεβίλ είναι κάπως σύνθετη. Η πόλη είναι ανάστατη από το «σκάνδαλο των αλλοιωμένων ψαριών» όπου είναι μπλεγμένη διάφοροι ιθύνοντες της πόλης:
σελ. 91:
Κάθε πρωί το πρωτοσέλιδο άρθρο μιλούσε για τα «σκάνδαλα» κι έβγαζε καινούρια λαβράκια. Τίποτα εξαιρετικό.απλως αποκαλυπτόταν, γενικώς και αορίστως, ότι η δημοτική αρχή και ο δημόσιος τομέας της Μπλεβίλ χρησιμοποιούνταν πάντα με τρόπο που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Λορκ και Λανβεργκέζ. Η αστική τάξη της Μπλεβίλ βρέθηκε χωρισμένη στα δυο.
Στα δυο τρίτα το βιβλίο με κούρασε. Μου φάνηκε πολύ γραμμικό, προβλέψιμο και επίπεδο. Ότι όλο το ενδιαφέρον του βιβλίου εξαντλείται στο να δούμε πώς μια γυναίκα, αξιοποιώντας και τα γυναικεία θέλγητρα, διεισδύει μέσα στη διαφθορά, βρίσκοντας νόημα μόνο στο χρήμα. Στη στυγνή και σαδιστική εκμετάλλευση αυτής της διαφθοράς. Η φλεγματικότητα του χαρακτήρα και η αποστασιοποίηση της γραφής δημιουργούν ένα στυλ, αλλά… φτάνει τόσο. Οι σελίδες άρχισαν να γυρνούν χωρίς ενδιαφέρον.
Ωστόσο, στη σκηνή του καίριου φόνου, του πληρωμένου φόνου από εφτά διαφορετικούς
«πελάτες», γίνεται η ανατροπή. Η υπόθεση παίρνει τέτοια μη προβλεπόμενη τροπή, ώστε η Αιμέ εξομολογείται ότι «είναι ξοφλημένη», ότι «μέχρι εδώ ήταν το ταξίδι της». Ακολουθεί μια χιονοστιβάδα από γεγονότα, κυνηγητά, φόνους και θανάτους αφήνοντας στο τέλος ένα τοπίο νεκρό.
Δε συμφωνώ με την κρίση του Jean Echenoz, στο επίμετρο που παρατίθεται στο τέλος ότι «αυτό το βιβλίο είναι τόσο μαύρο, διότι δεν αφήνει σχεδόν καμία θέση σ’ έναν πολιτικό λόγο, αν και το έργο του Μανσέτ ενσωματώνει στενά τον πολιτικό λόγο στην οργάνωση της μυθοπλασίας». Είναι όντως μαύρο, αλλά υπάρχουν διάσπαρτες και πολύ διακριτικές πινελιές που δείχνουν μια κοινωνική ματιά (π.χ. για τον τοπικό Τύπο «το ένα φύλλο υπερασπιζόταν μια και το άλλο πάλι μια καπιταλιστική ιδεολογία της αριστεράς» ή «Μπορούμε να τους σκοτώνουμε. Τους χοντρομαλάκες μπορούμε να τους σκοτώνουμε. Εξάλλου χρειαζόμουν χρήματα αλλά δεν είχα όρεξη να δουλέψω»). Οι πινελιές αυτές είναι γρήγορες και διακριτικές, χωρίς αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά αρκετά χαρακτηριστικές ώστε να δίνουν μια οπτική γωνία, μια κοινωνική ερμηνεία.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2009

Jean-Patrick Manchette, Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής

Το μελαγχολικό κομμάτι, απ’ αυτά της δυτικής ακτής («le petit bleu de la cote ouest») είσαι εσύ, είπε ο Λιετάρ στον Ζερφώ, τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου. Πρόκειται για αναφορά στη μουσική, η οποία φαίνεται να συνοδεύει κατά κινηματογραφικό τρόπο τη σκληρή υπόθεση του «νέο-αστυνομικού» αυτού μυθιστορήματος.

Νεοαστυνομικό ή «αριστερίστικο νεο-πολάρ» χαρακτηρίζεται το αστυνομικό της δεκαετίας του ’60, που εξελίσσεται σ’ ένα κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο ιδωμένο από αριστερή, ή μάλλον αριστερίστικη σκοπιά, με πολιτική σάτιρα και κοινωνική κριτική. Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη συνέντευξη στο περιοδικό Πολάρ που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου, δηλώνει ότι στις αρχές της δεκαετίας ήταν «στρατευμένος αριστεριστής» (PSU/ Σοσιαλιστές Φοιτητές, Ένωση Κομμουνιστών Φοιτητών, τροτσκιστές, φιλομαϊκοί, Σιτουατιονιστές κλπ.) κι ότι το αστυνομικό, για κείνον, ήταν το μυθιστορηματικό είδος της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης. Είναι καίριας σημασίας βέβαια η διευκρίνισή του ότι δεν αρκεί να σκοτώνονται παπάδες, αστοί ή μπάτσοι, να είναι οι κακοί εργολάβοι ή βιομήχανοι για να χαρακτηριστεί ένα αστυνομικό «νεοπολάρ»: «Δε νομίζω ότι φτάνει κανείς να βάλει τους «κακούς» να είναι «δεξιοί» και τους «καλούς» να είναι αριστεροί για να κάνει ένα καλό –νεοπολάρ- βιβλίο». Δίνει με τα λίγα αυτά λόγια το όριο μεταξύ στράτευσης και στρατευμένης τέχνης.

Είναι ένα ατμοσφαιρικό βιβλίο, σκοτεινό, «νουάρ», με ενδιαφέρουσα πλοκή αλλά κυρίως με «στυλ». Ο κεντρικός ήρωας παρουσιάζεται στις πρώτες σελίδες ως δολοφόνος (αναδρομική αφήγηση), για να ανακαλύψουμε μέσα από τον έντεχνο τρόπο του συγγραφέα ότι τους φόνους τους διέπραξε στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει τη δική του δολοφονία. Ο «κακός», που τον ψάχνει ο Ζερφώ σ΄όλη τη διάρκεια του έργου, είναι άνθρωπος του Τρουχίλιο, κυνηγημένος μετά τη δολοφονία του «Ευεργέτη» και από CIA, και από τη δομινικανική κυβέρνηση, και από τις επαναστατικές οργανώσεις. Ένας άνθρωπος αδίσταχτος, με πολλά πολιτικά εγκλήματα στο ενεργητικό του. Αυτό είναι και το κοινωνικό πλαίσιο στο συγκεκριμένο βιβλίο, που το παραθέτει ο συγγραφέας ευθύς εξαρχής, δίνοντας έτσι τα δυο βασικά σημεία αναφοράς (θύτης-θύμα).
Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται σύντομα με χαρακτηριστικές πινελιές. Πλοκή, ταχύτητα αλλά και απόχρωση/ λεπτομέρεια. Δε διαρρέει το συναίσθημα παρά μόνο μέσα από έμμεσες αναφορές· μια τέτοια αναφορά και η μελαγχολική μουσική του τίτλου.
Η μελαγχολία (bleu) που απορρέει μέσα από το άγνωστο, το απρόοπτο, το φευγαλέο, μέσα από το ρίσκο και το θάνατο, και κυρίως μέσα από το αδιέξοδο, μου θύμισε τον αγαπημένο μου Ζαν Κλωντ Ιζζό, μόνο που ο τελευταίος είναι πιο απελπισμένος και πιο λυρικός.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009

Η κόρη του διευθυντή του τσίρκου, Γιοστέιν Γκάαρντερ

Πρωταγωνιστής και αφηγητής σ’ αυτό το πρωτότυπο βιβλίο είναι ένα εξαιρετικής ευφυΐας αλλά και ιδιορρυθμίας άτομο, το οποίο, απ’ τη δική του ιδιαίτερη οπτική γωνία και με το ανάλογο ύφος που ταιριάζει στην ιδιαιτερότητά του, ξεδιπλώνει τη ζωή του και τον εσωτερικό του κόσμο.
Η ιδιορρυθμία έγκειται στο ότι είναι ένα άτομο υπερβολικά κλειστό κι εσωστρεφές, με πλούσια όμως «εσωτερική ζωή», εφόσον η φαντασία είναι τόσο υπερβολική που κατακλύζει και την εξωτερική πραγματικότητα και, μερικές φορές συγχέεται με αυτήν. Η κλίση αυτή του παιδιού να πλάθει ιστορίες ενθαρρύνεται, κατά κάποιον τρόπο, κι απ’ τη μητέρα του, γιατί όχι μόνο δεν ανησυχεί με την αντικοινωνικότητα του γιου της αλλά σχεδόν την προκαλεί (άλλωστε φαίνεται ότι έχει παρόμοια ιδιοσυγκρασία).
Το παράδοξο και απρόβλεπτο είναι ότι ο Πέτερ καταξιώνεται από τους συμμαθητές του στο σχολείο (παρόλη τη διαφορετικότητά του), γιατί τους βοηθά στις …εκθέσεις. Βέβαια, αρχικά τον δέρνουν γιατί «είχε μεγάλη γλώσσα», στη συνέχεια όμως, όταν άρχισε να βοηθά στις εργασίες των παιδιών τον άφησαν ήσυχο (για να μην τους μαρτυρήσει!)
Σελ. 26:
Γνώριζα πάντα τη διαφορά αυτού που είδα πραγματικά απ’ αυτό που είδα στη φαντασία μου. Βέβαια, με τον καιρό, μπορεί να είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα πραγματικά από τα φανταστικά βιώματα. Η μνήμη μου δε διαθέτει χωριστούς χώρους για πράγματα που είδα και άκουσα και για πράγματα που απλώς φαντάστηκα. Έχω μόνο έναν χώρο όπου πρέπει να βολευτούν οι εντυπώσεις των αισθήσεων και όσα φαντάστηκα στο παρελθόν- η πρόσμειξη τούτων των δυο αποτελεί αυτό που αποκαλούμε ανάμνηση.
Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τη ζωή του και τη σκέψη του είναι τόσο αβίαστος, αυθόρμητος και φυσιολογικός, σα να περιγράφει το αυτονόητο, ενώ αντικειμενικά είναι ένα άτομο «αποκλίνον»αυτή η οπτική γωνία, καθώς κι ένα χιούμορ λεπτό, κάπως αποστασιοποιημένο και φλεγματικό (που βέβαια δεν είναι τυχαία τέτοιο) είναι και η υπ’ αρ. 1 γοητεία του βιβλίου.
Ο Πέτερ παρεμβάλλει πάρα πολλές απ’ τις φανταστικές του αφηγήσεις- ιστορίες. Παρόλο που αυτός ο υπερβολικός εγκιβωτισμός φαντάζει βαρετός κι αδιάφορος σ’ ένα μυθιστόρημα, οι συγκεκριμένες ιστορίες είναι ιδιαίτερα συναρπαστικές και, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι, διόλου τυχαίες.
Οι γονείς του είναι υπό χωρισμό, απ’ όταν ο ίδιος ήταν αρκετά μικρός και, ενώ συναισθηματικά είναι κοντά στη μητέρα, περιγράφει και την «αναγκαστική» σχέση με τον πατέρα (όταν τον παίρνει τα σαββατοκύριακα κλπ.) με ασυνήθη ωριμότητα. Π.χ. στο λούνα παρκ «για χάρη του μπαμπά ανέβηκα σε τόσα πολλά παιχνίδια (…) δεν έπρεπε να νoμίζει ότι δεν ήμουν ευχαριστημένος». Το τρενάκι του τρόπου τον εμπνέει για ναφτιάξει στη φαντασία του ένα «δικό του τρενάκι», όπου στο κέντρο του τούνελ «έβαλα έναν ολοζώντανο άνθρωπο».
Σελ.45:
Σε μερικές περιπτώσεις η θέα ενός ανθρώπου μπορεί να σε τρομάξει όσο ένα φάντασμα, τουλάχιστον στο τρενάκι του τρόμου. Τα φαντάσματα είναι πλάσματα της φαντασίας, κι όταν σε μια φαντασία εμφανίζεται ξαφνικά κάτι το πραγματικό, φαντάζει εξίσου τρομακτικό όσο ένα φανταστικό πλάσμα στην πραγματικότητα.

Καθώς μεγαλώνει και ωριμάζει, ανεξαρτητοποιείται, γνωρίζει πολλές γυναίκες αλλά κάποια στιγμή συναντά το “alter ego” του, τη Μαρία (πρώτη φορά είχα γνωρίσει γυναίκα που θεωρούσα ισάξιά μου), μια γυναίκα που δε βιαζόταν να δεσμευτεί στο άμεσο μέλλον. Επικοινωνούν, έχει φαντασία και η Μαρία (η Μαρία δεν ήταν απλώς ισάξιά μου, η Μ. με είχε ξεπεράσει σε αδιαντροπιά και ταλέντο) και είναι καλή ακροάτρια στις ιστορίες του, αλλά την «ξεπερνά», όπως λέει και ο ίδιος βάζοντας τέρμα στη σχέση τους, αφού όμως πρώτα της ..χαρίσει ένα παιδί!
Το παιδί γεννιέται –κορίτσι- και ο πατέρας της το βλέπει συνολικά τέσσερις φορές, χωρίς να μάθει ποτέ το όνομά του. Άλλωστε, το συμφωνημένο σχέδιο ήταν αν μη γνωρίσει τον πατέρα του, ώστε να μην υπάρχει ουδεμία περίπτωση δέσμευσης. Την τελευταία φορά που συναντιούνται της αφηγείται μια ιστορία, της Πανίνας Μανίνας, κόρης του διευθυντή ενός τσίρκου, που μετά από περιπέτειες ξαναβρίσκει τον μπαμπά της…

Το «βιοποριστικό» μέσον του Πέτερ είναι η συνοπτική συγγραφή υποθέσεων- σεναρίων που τα πουλά μυστικά, με σύστημα και οργάνωση, σε αποτυχημένους συγγραφείς. Σταδιακά, στήνει την «επιχείρησή» του, προσέχοντας να μην έρχονται σ’ επαφή οι συγγραφείς μεταξύ τους, αλλά και να μην «πουλάει» τις υποθέσεις του σε διαφορετικά πρόσωπα.


Δε χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς το τέλος που μας επιφυλάσσει ο Γκάαρντερ. Μετά από χρόνια, ο Πέτερ («η μικρή αράχνη», όπως τον ονόμαζαν οι φίλοι του στο σχολείο), αυτοπαγιδεύεται στον ίδιο τον ιστό της. Συνδέεται με μια πολύ νεότερή του κοπέλα, που όπως κι η Μαρία τον «υπερβαίνει», ώσπου μέσω της μοιραίας ιστορίας της «κόρης του διευθυντή του τσίρκου» αποκαλύπτεται ότι είναι η άγνωστή του, μέχρι τότε, κόρη του. Η αποκάλυψη είναι σταδιακή και πολύ ποιητική, και η «σύμπτωση» αυτή δεν φτωχαίνει την ποιότητα της γραφής.
Σελ. 259:
(…) Έπειτα ρώτησε: Θέλεις να κάνουμε μπάνιο;
Αυτή και μόνο η ερώτηση αρκούσε για να με πείσει ότι είχα βρει τη γυναίκα της ζωής μου. Δεν είχαμε ιδωθεί ποτέ, φορούσε πέδιλα κι ένα λεπτό καλοκαιρινό φουστάνι (…)
Θέλεις να κάνουμε μπάνιο; Υπήρχε νοηματικός αναβρασμός σ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις. Εννοούσε να πάμε μαζί στον καταρράκτη αλλά και δεν το εννοούσε. Ήθελε να πει ότι ο ήλιος έκαιγε. (…) Είχε θέσει ένα ερώτημα για να ελέγξει την αντίδρασή μου. Είπε ότι της άρεσα κι ήθελε να δει τι είχα να πω γι’ αυτό. Είχε τραβήξει τα νήματα και ήθελε να δει πώς θα χόρευα. Η γυναίκα με το κίτρινο φουστάνι είπε ότι ήθελε να περπατήσει μαζί μου, χωρίς κουβέντες που θα την κούραζαν. Πίστευε ότι δεν είχαμε κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρεπόμαστε.

Δεν ερωτεύομαι συχνά, αλλά τις σπάνιες φορές που συναντώ κάποια γυναίκα
που με μαγεύει, δε χρειάζομαι πολύ χρόνο για να το καταλάβω. Χρόνο χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τι δε μας αρέσει.
Κλειδί στον ψυχισμό του Πέτερ είναι αυτό που εξομολογείται στη σελ. 139:
Συνεχίζω να έχω τη συναίσθηση ότι έχω ξεχάσει κάτι σημαντικό. Μου φαίνεται ότι όλη τη ζωή μου προσπαθούσα να μη θυμηθώ κάτι που είχε συμβεί στα παιδικά μου χρόνια. Αλλά δεν έχει χαθεί εντελώς, κολυμπά ακόμα στα σκοτεινά βάθη κάτω απ’ τον λεπτό πάγο όπου χορεύω. Όταν χαλαρώνω και προσπαθώ να φτάσω σ’ αυτό που θέλω να ξεχάσω, μου έρχεται και καλή ιδέα και σκαρφίζομαι μια ιστορία.
Αυτά τα «βάθη» τα εξομολογείται στο τέλος, μετά την καταλυτική και μοιραία συνάντησή του με την κόρη του Μπεάτε.
Είναι ένα βιβλίο έξυπνο, τρυφερό, παραμυθένιο κι απελπισμένο.


Χριστίνα Παπαγγελή