Σάββατο, Σεπτεμβρίου 07, 2019

Όσα δεν σου είπα ποτέ, Celeste NG


Κλασικό αμερικανικό ψυχολογικό θρίλερ, σχετικά προβλέψιμο, με πολύ χοντροκομμένους άξονες από ψυχολογικής πλευράς και καθόλου μέσα στη δική μας κουλτούρα. Διαβάζεται μεν ευχάριστα, ιδιαίτερα στην… καλοκαιρινή σιέστα, αλλά καθώς το διάβαζα, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι είναι προϊόν δημιουργικής γραφής, πράγμα που επιβεβαιώθηκε στις «ευχαριστίες» της συγγραφέα. Είναι δηλαδή κάπως φανερό ότι κινείται μέσα σε καλούπια, κι αυτό δεν αφορά μόνο  την υπόθεση, αλλά και τη γραφή: είναι περιγραφική, αθροιστική, συσσωρευτική, δηλαδή προκειμένου να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα ή να υποβάλει ένα συναίσθημα συσσωρεύει λεπτομέρειες, μικρά στιγμιότυπα χαρακτηριστικά που -υποτίθεται- υποδηλώνουν τις πραγματικές ψυχολογικές  προθέσεις των ηρώων. Είναι αυτό που προσωπικά ονομάζω αυθαίρετα, «the American way»: ο συγγραφέας συλλαμβάνει την υπόθεση σε πολύ χονδρικές γραμμές και μετά «χτίζει», δηλαδή επενδύει μέσα στο αρχικό σχήμα λεπτομέρειες που θα στηρίξουν το οικοδόμημα[1].
Απογοητευτικό λοιπόν το αποτέλεσμα, εφόσον  μάλιστα μου το σύστησε θερμά καλός αναγνώστης και φίλος αγαπητός. Αυτό που με κράτησε ως το τέλος ήταν το μυστήριο του θανάτου της  Λίντιας, της κοπέλας που από την πρώτη σειρά ξέραμε ότι ήταν νεκρή, και βρέθηκε μετά από λίγες… σελίδες στον πάτο μιας λίμνης στο Οχάιο, κοντά στο σπίτι της. Ο φακός στρέφεται γρήγορα στα μέλη της οικογένειας  όπου διακρίνουμε από τις πρώτες σελίδες στοιχεία παθογένειας: το πρόσωπο- κλειδί στην παθογένεια αυτή είναι η μητέρα. Ο πατέρας κινεζικής καταγωγής, έχει υποστεί αποκλεισμούς, η Λίντια με σαφή τα κινεζικά κληρονομημένα χαρακτηριστικά είναι κι αυτή πολύ απομονωμένη, υπάρχει ακόμα ένας αδερφός και μια αρκετά μικρότερη αδερφή. Η μητέρα, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα κλισέ της αμερικάνικης ανατροφής («καλή σύζυγος, καλή νοικοκυρά») φεύγει απ’ το σπίτι για κάποιους μήνες αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στα δυο μεγάλα παιδιά. Φιλοδοξία της να γίνει γιατρός. Όμως, όταν ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος, αναγκάζεται να επιστρέψει και να εναποθέσει όλα τα όνειρά της στη μεγάλη κόρη, που, από φόβο μη χάσει ξανά τη μάνα της δέχεται όλα τα «πρέπει» και  τα «θέλω» της μητέρας (ήξερε τι λαχταρούσαν οι γονείς της ακόμα και χωρίς να πουν κουβέντα, και ήθελε να είναι ευτυχισμένοι. Είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Και η μητέρα της δεν είχε φύγει. Διάβασε αυτό το βιβλίο. Ναι. Θέλε τούτο. Αγάπα το άλλο. Ναι./η προσοχή δινόταν μαζί με προσδοκίες που, σαν χιόνι, παρασέρνονταν και συσσωρεύονταν και σε συνέθλιβαν με το βάρος τους)
Η μητέρα τρέφει αρρωστημένη «αγάπη» στη μεγάλη κόρη, που την φορτώνει όνειρα και προσδοκίες, ενώ είναι σκανδαλώδες το πόσο αγνοεί τα δυο άλλα παιδιά, ιδιαίτερα την πολύ μικρότερη Χάνα που είναι σχεδόν ανύπαρκτη (προφανώς, από ψυχολογικής άποψης την έχει απωθήσει επειδή ήταν η ανεπιθύμητη «αιτία» να επιστρέψει στην εστία και να απαρνηθεί την καριέρα της). Αλλά και ο Νέιθ, ο γιος είναι πολύ παραμελημένος και εκτονώνεται στις προσωπικές του ασχολίες.
Έτσι έχουμε ένα οικογενειακό σύμπλεγμα απολύτως αρρωστημένο, όπου η σιωπή απαντά στη σιωπή κι ο ένας πληγώνει τον άλλον∙ μια κατάσταση που οπωσδήποτε θα εκτονωνόταν κάπου, και ξέρουμε βέβαια απ’ την αρχή ότι αυτό το «μολυσμένο σπυρί» κάποτε σπάει, κι έσπασε όταν βρέθηκε νεκρή η Λίντια. Οι σχέσεις, που ήταν ήδη ραγισμένες, μεταπλάθονται, είτε προς το χειρότερο είτε προς το καλύτερο (προς το τέλος), ενώ το ενδιαφέρον του αναγνώστη το κρατά η περιέργεια για το πώς οδηγήθηκε στον θάνατο η Λίντια.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Στον αντίποδα, υπάρχει και η γραφή όπου το έργο εξελίσσεται και μεγαλώνει σαν το λουλούδι, ωριμάζει ο συγγραφέας μαζί με τους ήρωες και είναι έκδηλη η εσωτερικότητα της ωρίμανσης αυτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια: