Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009

η Χρυσώ, Ρίτα Μπούμη-Παπά

η Χρυσώ ήταν πλάσμα του Αιγαίου
που μύριζε ευσέβεια, αρμύρα και θυμάρι
- άγριο θαλασσοπερίστερο

Μυθιστορηματική βιογραφική εξομολόγηση είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, μιας και η ερμουπολίτισσα συγγραφέας καταγράφει την ιστορία της μητέρας της, ενός ορφανού κοριτσιού από την Πάτμο που προξενεύτηκε στα 14 της χρόνια (αφήνοντας πίσω 4 μικρότερα αδέρφια) με τον Υδραίο ναυπηγό ιστιοφόρων στον ονομαστό ταρσανά της Σύρας Νικόλαο Μπούμη. Αυτά, εν έτει 1880. Το μυθιστόρημα ξεκινά με την άφιξη του μαστρο- Νικολή (με το σημαιοστόλιστο τρικάταρτο σκαρί του, την «Αργώ») στο νησί της Πάτμου, προκειμένου να παντρεφτεί και να φέρει ως νύφη τη Χρυσώ στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων.
Το θέμα με προσείλκυσε λόγω καταγωγής, αλλά δεν είχα μεγάλες προσδοκίες· παρόλ’ αυτά το μυθιστόρημα μ’ αιφνιδίασε ευχάριστα: είναι μια πολύ καλογραμμένη βιογραφία, ίσως λίγο ωραιοποιημένη, που δίνει ταυτόχρονα πάρα πολλά στοιχεία από την ιστορία του νησιού σε μια εποχή μεγάλης ακμής. Κάποιες σύντομες «παρεκβάσεις» δίνουν πολλές πληροφορίες, που είναι εν πολλοίς άγνωστες και πολύ εντυπωσιακές, μεταφέροντας το μέγεθος μιας πρωτόφαντης τοπικής ανάπτυξης, αλλά και τα ιστορικά της αίτια[1]. .
Έτσι, ο υποψήφιος γαμπρός Νικολής, εντυπωσιάζοντας τους φτωχούς και θεοσεβούμενους Πατινιούς μιλά με περίσσια έπαρση και αλαζονεία για το πνεύμα ελευθερίας που διέπει το νησί «του» (δεν είναι ακριβώς το νησί του, μιας και κατάγεται από την Ύδρα): «στη Σύρα έχουμε μουσικές μπάντες, λέσχες ιδρύματα, εργοστάσια, αμάξια με αράπικα άλογα, παλάτια. (..) Οι Συριανοί γλεντούν, χορεύουν, τραγουδούν, ξενυχτάνε στις μπυραρίες, στα καφέ σαντάν… (…) Εμείς οι Ερμουπολίτες τι δουλειά έχουμε με τα χωράφια; Ζούμε στην πόλη. Στην πόλη εργαζόμαστε. Στα εργοστάσια, στα ναυπηγεία, στα καράβια, στο εμπόριο. Υπάρχουνε δουλειές για όλους. Και το σπουδαιότερο: η Σύρα είναι ένα νησί ελεύθερο. Ελληνικό (!). Σεις, έχετε ακόμα εδώ τον Τούρκο… Σε μας δεν πάτησε ποδάρι τούρκικο.
- Πώς να πατήσει; Είπε ο πρώτος ρασοφόρος με βαθιά φωνή. Η Σύρα ήταν πάντα κάτω από προστασία γαλλική, κι οι κάτοικοί της, καθολικοί το θρήσκευμα, έμειναν αδιάφοροι σαν ξένοι σε όλη τη διάρκεια του αγώνα του Εικοσιένα. Απ’ τον αγώνα αυτό απουσιάζει το όνομά της. Αντίθετα, εμείς εδώ, διατηρώντας επί ολόκληρους αιώνες ελληνική συνείδηση, αναδείξαμε τρεις φιλικούς απ’ τους επιφανέστερους: τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Θεόφιλο, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Δ. Θέμελη.
Αυτή η σύγκρουση/συνύπαρξη του πληθωρικού/κοσμοπολίτικου/δυτικού πνεύματος (που εκπροσωπεί ο Νικολής) με το άκρως ασκητικό/θρησκευτικό/ ανατολίτικο πνεύμα της Πάτμου (που εκπροσωπεί αντίστοιχα η θεοσεβούμενη Χρυσώ) αποτελεί και το πνεύμα της οικογένειας όπου μεγάλωσε η Ρίτα, η συγγραφέας. Βέβαια, η ακμή που ακολούθησε στο νησί από το 1825 και μετά, οφείλεται εν πολλοίς στο προσφυγικό στοιχείο των κατοίκων του Αϊβαλιού, των Ψαρών, της Χίου, της Σμύρνης οι οποίοι μετά από εμπρησμούς, σφαγές κι εξανδραποδισμούς κατέφυγαν στη δίχως Τούρκους Σύρα. Τέτοιος πρόσφυγας ήταν και ο Υδραίος προπάππος της Αλεξανδρής Π. Μπούμης, που διακρίθηκε ως πυρπολητής στον αγώνα του 21. Η τονωτική αυτή ένεση με τα πιο δυναμικά στοιχεία των ήδη δυναμικών περιοχών, σε μια ασφαλή περιοχή με καίρια γεωγραφική θέση (παρόλη τη μικρή της έκταση) ήταν και η βαθύτερη αιτία της πρωτοφανούς ανάπτυξης της Σύρας.
[Παραθέτω ως παρένθεση κι εγώ συνοπτικά, κάποια στοιχεία λίγο- πολύ γνωστά αλλά εντυπωσιακά από άποψη ποσότητας: με την εγκατάσταση των προσφύγων χτίστηκαν αμέσως τελωνεία, αποθήκες, πολυώροφα κτήρια, ξενοδοχεία, ταρσανάδες, πάμπολλα εργοστάσια (βυρσοδεψίας, αλευροβιομηχανίας, κλωστοϋφαντουργίας, φάμπρικες για τρόφιμα κ.α.). Το 1824 απέκτησε η πρωτεύουσα το όνομα «Ερμούπολη», λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου. Το 1861 ιδρύθηκε το Νεώριο εκτοπίζοντας τον ταρσανά (ξυλοναυπηγείο). Στο πρώτο Εργατικό Κέντρο της χώρας υπήρχαν χιλιάδες εργάτες κι εργάτριες, ενώ είναι γνωστό ότι οι πρώτες απεργίες (1874,1879) έλαβαν χώρα στη Σύρα, καθώς και ότι ιδρύθηκε και «αυτοασφαλιστικό ταμείο», που βοηθούσε τους εργάτες στις μεγάλες ανάγκες. Στο διάστημα αυτό πανέμορφα νεοκλασικά κτήρια χτίζονται με αποκορύφωμα το κτήριο που στεγάζει ακόμα το Δημαρχείο, του περίφημου αρχιτέκτονα Έρνεστ Τσίλλερ.
Εντυπωσιακή είναι και η ανέγερση κτηρίων κοινής ωφελείας, όπως νοσοκομείου, ορφανοτροφείου, φθισιατρείου, άσυλου έκθετων βρεφών(!), γηροκομείου, ψυχιατρείου, υγειονομείων, λοιμοκαθαρτηρίων, ως και βρεφονηπιακού σταθμού εργαζόμενων στα εργοστάσια μητέρων!! Αλλά και στον τομέα της «κουλτούρας» υπάρχει πρωτοπορία: από το 1826 ήδη ιδρύονται Διδακτικά Σχολεία και το πρώτο Παρθεναγωγείο (διευθύντρια η αδελφή του Θεόφιλου Καΐρη). Το 1828 λειτουργούν στην Ερμούπολη δέκα ελληνικά σχολεία με 813 μαθητές! Το 1833 εγκαινιάζεται το πρώτο ελληνικό γυμνάσιο με γυμνασιάρχη το Νεόφυτο Βάμβα, που το εγκαινίασε ο Αδ. Κοραής και όπου φοίτησε αργότερα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Δύο γαλλικά και δυο γαλλικά κολλέγια, τυπογραφεία, σχολή μουσικής. Αργότερα (1862-4), έμβλημα της πολιτιστικής ανάπτυξης της Σύρας, το θέατρο «Απόλλων», σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα (διαδόθηκε καθ’ υπερβολήν ότι αποτελεί μικρογραφία της «Σκάλας του Μιλάνου»)].

Αυτό είναι, σε αδρές γραμμές το πλαίσιο της κοινωνίας όπου έρχεται κι ενσωματώνεται η ταπεινή μητέρα της Ρίτας, η Χρυσώ, και την οποία περιγράφει, πολύ γλαφυρά η Ρίτα Μπούμη ξεκινώντας από το «Υδραίικο» σπίτι («υδραίικο μα και μιξοευρωπαϊκό»), πίσω από την Κοίμηση. Η αφήγηση θυμίζει ηθογραφία και προσφέρει στον αναγνώστη την ευχαρίστηση να μετέχει στο πνεύμα μιας ιδιαίτερης πατρίδας σε μια ιδιαίτερη εποχή. Κυρίαρχη είναι η εκρηκτική προσωπικότητα του Νικολή, αρχισχεδιαστή στον ταρσανά, με μεγάλη έφεση στα γράμματα, με ευρεία καλλιέργεια. Με μεγάλες αρετές αλλά και αντίστοιχα κουσούρια:
Αντίθετα απ’ τα’ αδέρφια του, που ήταν σεμνά παλικαράκια, σπιτικά που λένε, ο Νικολής ήτανε φαντασμενος όπως δα ήτανε οι περισσότεροι Υδραίοι στην κοινωνία της Σύρας. Πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν γι’ αυτό τον υδραίικο εγωισμό, τσουχτεροί χαρακτηρισμοί και ειρωνείες.
Ο πατέρας μου σπαταλούσε πολύ εύκολα, καμιά φορά και ασυλλόγιστα, το χρήμα του πατέρα του. Είχε αποχτήσει τα βίτσια του δυτικού πολιτισμού, που πρωτομπήκε στην Ελλάδα από τη Σύρα. Τον έφερναν από τη θάλασσα οι ξένοι κλπ.κλπ. (..) Του άρεσε πολύ η ζωή, το καλό φαγητό και το περιποιημένο, το μπόλικο κρασί, οι γυναίκες, το θέατρο, η μουσική και ο καλός ύπνος. Ζούσε θαρρείς μόνο για να επιδείχνεται και να εντυπωσιάζει.
Ένας bon viveur λοιπόν, πολύξερος αλλά και άσωτος, μάγκας (15 χρόνων παρά λίγο να σκοτώσει κάποιον παιδεραστή που του επιτέθηκε και πέρασε πολλές βδομάδες στη φυλακή του Τζιβάρα), δημοκράτης, (τάχτηκε με τους εργάτες στις απεργίες του 1874, 1879), βενιζελικός στη συνέχεια, που διάβαζε Ρόκκο Χοϊδά, «Ραμπαγά», θαύμαζε τον Θεόφιλο Καΐρη, και κατηγορούσε τους συντοπίτες του Συριανούς για την καταδίκη του «αιρετικού φιλόσοφου» και την επακόλουθη βαρβαρότητα να ασβεστώσουν το άψυχο κορμί του.
- Μάλιστα. Όταν βρεθεί κανένας θαρραλέος και τα πει, τον ρίχνουνε στις φυλακές ή τον αναγκάζουν ν’ αυτοκτονήσει. Έτσι δεν τέλειωσε ο «Ραμπαγάς»; ¨Ετσι δεν τέλειωσε ο Ρόκκος Χοϊδάς, στη φυλακή;

Η Ρίτα Μπούμη επιμένει, χωρίς να γίνεται κουραστική, ν’ αποδίδει μ’ ένα πνεύμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, την ατμόσφαιρα της εργατικής τάξης (π.χ. καθώς περιγράφει τον ταρσανά, οι εργάτες σχεδόν ξεφωνίζουν απ’ τη χαρά τους!), για να εστιάσει και στα προβλήματα της εργατιάς που οδήγησαν στην κρίση και τις απεργίες.
Δε γίνεται όμως αναφορά μόνο στην «αίγλη» του πολιτισμού στην μικρή αυτή πολιτεία του Αιγαίου, αλλά και στην παθολογία της: τα Λαζαρέτα, περιοχή με τα «τρία μεγάλα κτήρια που σου προκαλούσαν τρόμο και πονοψυχιά», το Λοιμοκαθαρτήριο, τις Φυλακές, και το Άσυλο Φρενοβλαβών. Και πιο άμεσα:
Σελ. 124:
Η ιστορία της Σύρας, η φήμη, που από στόμα σε στόμα πέρασε έναν αιώνα κι έφτασε ως τις μέρες μας, μαρτυρούσε πως ο μεγάλος πλούτος που είχε αποκτηθεί από κάμποσες οικογένειες, ήταν καρπός ενός εμπορίου ανεξέλεγκτου που διεξαγόταν σε βάρος του δημοσίου. Ολόκληρα φορτία μεταφέρονταν λαθραία μπροστά στ’ αρχοντικά πλεούμενα κοντραμπατζίδικα λογής λογής.
Σελ.127:
Ξιπασμός ασυγκράτητος, νεοπλουτικός και κραυγαλέος κυριαρχούσε σ’ αυτή ιδίως την τάξη των μεγαλέμπορων, τραπεζομεσιτών και κείνων που πλουτίζανε ραγδαία με τις δουλειές της θάλασσα, τους ναύλους, τις αγοραπωλησίες σκαριών.

Πέρα’ απ’ αυτό το γενικότερο πνεύμα (που ομολογώ με τράβηξε ιδιαίτερα για προσωπικούς λόγους), ξετυλίγεται η ιστορία της οικογένειας με τα πάθη, τις συγκρούσεις αλλά και τις τραγωδίες της. Αρχικά παρακολουθούμε την οικογένεια όπου εντάσσεται η Χρυσώ ως νύφη, και στη συνέχεια τη νέα της οικογένεια (έχασα το λογαριασμό με τα παιδιά που γέννησε εκ των οποίων η Ρίτα ήταν το έβδομο ενώ πέθαναν, όπως υπολογίζω, άλλα τόσα). Δεν επιμένει από ένα σημείο και μετά στις οδυνηρές λεπτομέρειες, κόβοντας λίγο απότομα την εξιστόρηση. Είναι πάντως εμφανής στο τέλος ο κοινωνικός και οικονομικός ξεπεσμός της οικογένειας, (μετά την οριστική αντικατάσταση του ταρσανά από την «καταραμένη λαμαρίνα» του Νεώριου). Αλλά κι ο καλοζωιστής πατέρας , μετά τα 40 του ξεπέφτει, αφήνοντας όλες τις πρωτοβουλίες σστη δόλια Χρυσώ, που αναγκάζεται να πουλήσει σπάνια πατινιά (από την Πάτμο) χρυσαφικά για να τα βγάλει πέρα με αξιοπρέπεια. Το βιβλίο τελειώνει με σύντομη αναφορά στον Πετρόγιαννο, το στερνοπαίδι (δυο παιδιά ήδη με το όνομα Πέτρος είχαν πεθάνει):
Κι έγινε αληθινός Πετρόγιαννος στο δυναμικό πέρασμα από τη ζωή, που την είδε σαν νόημα και ιδέα υψηλή.

[1] Το 1207, η Σύρα πέφτει στα χέρια των Φράγκων (εξάρτημα του Δουκάτου της Νάξου) και διανύει μια περίοδο αναγέννησης (σημειωτέον ότι η Πάνω Σύρα, η οποία σώζεται έκτοτε- δηλαδή το 1300- άθικτη, αριθμούσε τότε 5 χιλιάδες κατοίκους). Ακολούθησε περίοδος θρησκευτικού προσηλυτισμού που δίχασε το νησί στους Φραγκοσυριανούς και τους ορθόδοξους. Όταν παραχωρήθηκε η Σύρα ως τιμάριο στην ανιψιά του σουλτάνου Σαχ (1779- 1803), άρχισε ν’ αναπτύσσεται πάρα πολύ. Η σουλτάνα παραχωρεί μεγάλη ελευθερία, απαλλαγή από φόρους, εξασφαλίζει την προστασία της Γαλλίας, ειρήνη και οικονομική άνθιση, εκδιώκει την πειρατεία που τότε ήταν μάστιγα των νησιών. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αυτές οι εξ-αιρετικές συγκυρίες είναι που οδήγησαν τη Σύρο, μισό αιώνα αργότερα σε μια πρωτάκουστη ακμή.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: