Τετάρτη, Ιανουαρίου 29, 2020

συζητήσεις με φίλους, Σάλλυ Ρούνεϋ


Ο δεσμός μπορεί να τέλειωσε, σκέφτηκα,
αλλά το ότι τέλειωσε κάτι είναι τελείως διαφορετικό
από το «δε συνέβη ποτέ»

   Δροσερό, βαθύ και… νεανικό το βιβλίο αυτό, εφόσον σε ύφος καθαρά εξομολογητικό η 21χρονη ηρωίδα και αφηγήτρια Φράνσις ξεδιπλώνει όλο της τον εαυτό, με τις αλήθειες και τις αντιφάσεις του, με τις αδυναμίες και τις μεγαλειώδεις στιγμές, που η συνειδητοποίησή τους οδηγεί σε προσωπική ανέλιξη και ωρίμανση (αυτό το είδος που λένε κάποιοι «μυθιστόρημα ενηλικίωσης»; Ναι, με κάποια επιφύλαξη: δεν είναι παιδί ούτε καν έφηβη –ωστόσο περιπλανιέται συναισθηματικά «χτίζοντας» την δική της αλήθεια πάνω στις αντιφατικές της ροπές). Η αγνή νεανική ψυχή, που με κλειδί μόνο την ειλικρίνεια ψάχνει την ταυτότητά της, δοκιμάζεται στον έρωτα, τη φιλία, την τέχνη και δεν κρύβεται απ’ τον εαυτό της. Η προδοσία, η μοιχεία, τα λάθη, η σωματική αδυναμία, ο χωρισμός αποτελούν την άλλη όψη του νομίσματος στην οποία «σκοντάφτει» η προσωπικότητα που τολμά να ακολουθήσει την καρδιά.  
Οι δυο πρωταγωνίστριες, η Φράνσις και η Μπόμπι, δεν είναι συνηθισμένα  κορίτσια. Η αφηγήτρια είναι ένα πολύ έξυπνο και προικισμένο πλάσμα («παιδί-θαύμα») που σπουδάζει στο Δουβλίνο, με ταλέντο στην ποίηση, που από καπρίτσιο δεν την γράφει αλλά την… απαγγέλλει σε συγκεντρώσεις με τη συμμετοχή και της φίλης της, Μπόμπι (χαιρόμουν που απλώς τα ποιήματα παρουσιάζονταν επάνω σε μια σκηνή και ποτέ δεν εκδίδονταν. Ο ήχος απ’ τα χειροκροτήματα τα έπαιρνε μακριά μ’ έναν αιθέριο τρόπο). Είναι παιδί χωρισμένων γονιών με τελείως παρακμιακό πατέρα (αλκοολικό, παραιτημένο κλπ) και με οικονομικά προβλήματα, ενώ παράλληλα με τις σπουδές κάνει πρακτική σ ένα λογοτεχνικό πρακτορείο.
Με τη Μπόμπι, μια προκλητική κοπέλα που ως μαθήτρια στην τάξη ήταν αντιπαθής και φιγουρατζού (είχε κακή διαγωγή, κάπνιζε, μπορούσε να γίνει σκληρή και αχαλίνωτη με έναν τρόπο που έφερνε σε δύσκολη θέση τους άλλους) την ενώνει από τα σχολικά χρόνια μια βαθιά φιλία που κάποτε ήταν ερωτική, ζουν σχεδόν συνέχεια μαζί και μοιράζονται κάθε πάθος, κάθε σκέψη, κάθε αδυναμία. Μαζί ανακαλύπτουν τον κόσμο αλλά και τους εαυτούς τους (η Μπόμπι πίστευε ότι δεν είχα «αληθινή προσωπικότητα» αλλά τόνισε ότι το εννοούσε σαν φιλοφρόνηση), ενώ ως ασυνήθιστοι χαρακτήρες έχουν ιδιαιτερότητες (απολαυστικές για τον αναγνώστη) αλλά και πολλές αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ τους.
Το άμεσο γράψιμο κατάφορτο από συναισθήματα, χιούμορ και φρεσκάδα αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο η Φράνσις συνειδητοποιεί τη ζωή, και μέσα από εικόνες και λεπτομέρειες σκηνοθετικές μας μεταφέρει σ’ έναν κόσμο γεμάτο αποχρώσεις, ζωντάνια, όνειρα, έρωτα και πάθη.
Και τα νέα πάθη των νεαρών κοριτσιών αφορούν το ζευγάρι Νικ (ηθοποιός, σιωπηλός και κάπως νωθρός) και Μελίσσα (φωτογράφος, εύθυμη και δυναμική) με τους οποίους γνωρίζονται και συναναστρέφονται στενά. Η Μπόμπι προσκολλάται φανερά στην Μελίσσα δείχνοντας ακόμη και ερωτικό ενδιαφέρον ενώ η Φράνσις γοητεύεται  απ’ τον Νικ, που αν και σαγηνευτικά όμορφος φαίνεται αρκετά παθητικός. Η προσέγγιση των δύο είναι αργή και βασανιστική και το πάθος αρχικά σιγοβράζει μέχρι να φουντώσει σε ερωτικό παραλήρημα. Έτσι, η παρθένα (από ερωτική σχέση με άντρα Φράνσις) ανακαλύπτει ότι είναι αμφιφυλόφιλη (Ναι, είπα. Είμαι κάπως σαν παμφάγο).
Τα έντονα συναισθήματα προκαλούν στην ποιητική ψυχή διάφορες κυκλοθυμικές καταστάσεις, κρίση ταυτότητας(δεν ήμουν αυτή που παρίστανα πως είμαι), σκιές στη σχέση με τη Μπόμπι, ενοχές, ανακατάταξη αξιών (ανέκαθεν περιφρονούσαμε με την Μπόμπι τη σχεδόν λατρευτική επιδίωξη της αρσενικής σωματικής κυριαρχίας). Η δυνατή μα πληγωμένη Μπόμπι μισεί τους άντρες που «μάλλον διαβάζουν άρθρα που έχουν ως τίτλο “ένα παράξενο κόλπο για τέλειους κοιλιακούς” και τους φαίνεται και φυσιολογικό», και «την κοροϊδεύει όποτε έχει ρομαντικά αισθήματα», ενώ η Φράνσις  εσωτερικεύει διάφορες τέτοιου τύπου συγκρούσεις προσπαθώντας να σταθεροποιήσει τον εαυτό της και να ξεκαθαρίσει αυτό που βαθιά αισθάνεται και πιστεύει (σίγουρα δε γινόταν να της πω τι εύρισκα τόσο ελκυστικό πάνω του, το οποίο ήταν ότι τον έλκυαν απλές και συναισθηματικά ψυχρές γυναίκες σαν εμένα).   Όλη αυτή η ενδοσκόπηση προχωρά σε βάθος καθώς προχωρά η σχέση και γίνεται αμοιβαία, οι ερωτικές σκηνές είναι απογειωτικές, λυρικές και… πειστικές (ότι δεν είναι ασκήσεις γυμναστικής), ενώ φυσικά υπάρχουν τα απαραίτητα σκαμπανεβάσματα (ανασφάλειες, αναγκαστικοί χωρισμοί, παρεξηγήσεις, πικρά λόγια που πληγώνουν, μούτρα, ζήλειες, ανεξήγητες απομακρύνσεις κλπ), τόσο, μα τόσο χαρακτηριστικές των έντονων παθών. Ιδιαίτερη χροιά αποδίδεται και με την παράθεση αυτούσιων τσατ, ένας νέος κώδικας η διαδικτυακή επικοινωνία με τους περιορισμούς και τις συμβάσεις της.
Αρχικά βλέπουμε εκ των ένδον πώς διαχειρίζονται και ο ένας και η άλλη το γεγονός ότι ο Νικ είναι παντρεμένος (παρόλο που η Μελίσσα δεν έχει μονοσήμαντη αντίληψη αποκλειστικότητας για τον γάμο, και η ίδια είχε σχέσεις στο παρελθόν ούσα παντρεμένη). Κατά δεύτερον βλέπουμε πώς τα διαχειρίζεται αυτά και η Μελίσσα όταν το μαθαίνει (στέλνει καταπληκτική επιστολή) αλλά και η παράφορη/απρόβλεπτη Μπόμπι (ομοφυλόφιλη) που τρέφει ακόμα αδυναμία στην Φράνσις και με την οποία κάποτε κάποτε μοιράζονται τους προβληματισμούς (Μπορείς ν’ αγαπάς περισσότερους από έναν ανθρώπους, είπε/Ποια η διαφορά από το να έχεις περισσότερους από έναν φίλο; Εσύ είσαι φίλη μου κι έχεις κι άλλους φίλους. Αυτό σημαίνει ότι δεν μ’ εκτιμάς;).
Έπειτα, έχει ενδιαφέρον ότι η Φράνσις γίνεται… σπαστικιά και άδικη, και με τον Νικ αλλά και με την Μπόμπι. Η συναισθηματική της ψυχρότητα, που όπως είδαμε παραπάνω παραδέχεται κι η ίδια) μπορεί να έχει βάσεις στις οικογενειακές της καταβολές, αλλά την καθρεφτίζει στον Νικ, ο οποίος, όπως συνήθως οι άντρες απέναντι στις πολύ «χειραφετημένες» γυναίκες, κάποιες φορές ευνουχίζεται μεταφορικά. Και εκείνος αμφισβητεί κάποιες στιγμές ότι η Φράνσις έχει αισθήματα (δικαιολογημένα), και κάνει πίσω. Ο ένας δοκιμάζει τον άλλον, γίνεται παράφορος, γίνεται άδικος, γίνεται παιδί, αυτοεξευτελίζεται, ταπεινώνεται, συγχωρεί.
Είναι ένα βιβλίο γεμάτο αλήθειες και αντιφάσεις για τις ανθρώπινες σχέσεις, για τη φιλία αλλά κυρίως για τον έρωτα. Το μεγαλείο και τα τρωτά του. Τον έρωτα που απογειώνει, τον έρωτα που λαβώνει, που εκμηδενίζει, που ταπεινώνει, που βγάζει την καλύτερη πλευρά του ανθρώπου, που βγάζει τον πιο ποταπή, και κυρίως, ωθεί τον άνθρωπο να δει τη σκοτεινή και τη φωτεινή πλευρά της σελήνης∙ να καταλάβει και να συνειδητοποιήσει καλύτερα τον εαυτό του.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 13, 2020

Στη ζωή νωρίς νυχτώνει, Ελένη Πριοβόλου


Σαν ο έρωτας σε μαγέψει, ακολούθα τον.
Όσο κι αν οι δρόμοι του είναι τραχιοί και απότομοι.
Κι όταν οι φτερούγες του σε τυλίξουν,
γείρε πάνω του,
όσο κι αν το σπαθί που κρύβει το φτέρωμά του μπορεί να σε πληγώσει.
Χαλίλ Γκιμπράν

Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο βιβλίο, πολύ συναρπαστικό και πολύ ενδιαφέρον, που αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή  (1963-2015),  ξεχειλίζει από συναίσθημα, έχει ιστορικό υπόβαθρο και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Η δομή εξαιρετική, γιατί παρά τα συνεχή φλας-μπακ στις ζωές των δυο πρωταγωνιστριών, ο φακός στρέφεται κάθε φορά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους για να γίνει κατανοητό το παρόν, διατηρώντας μια εσωτερική ροή που είναι αξιοθαύμαστη. Τέλος, πέρα από την ολοκληρωμένη ψυχογράφηση των δύο φίλων που είναι οι κεντρικές ηρωίδες, πλήθος από χαρακτήρες συμπλέκονται σε μια σύνθεση πολύχρωμη, όπου ο καθένας προσδιορίζεται με βάση τις οπτικές των άλλων, και ωριμάζει καθώς προχωρά ο παροντικός χρόνος και οι… (500) σελίδες.
Αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη είναι ότι κάπου μέσα στο βιβλίο, είτε στη γενιά των 60άρηδων, είτε στη γενιά των 25-30άρηδων, θα αναγνωρίσει τον εαυτό του. Είναι ένα βιβλίο που μιλά για… μας, για τη γενιά που έζησε τη χούντα ως παιδί ή έφηβος/η, σ’ ένα μεγάλο αστικό κέντρο, και την επόμενη γενιά, της τεχνητής-ευημερίας-οικολογικού-συναγερμού της δεκαετίας του ‘90. Στις σελίδες θα παρελάσουν μικρά και μεγάλα προβλήματα της εποχής, κι ο κάθε ήρωας  θα δοκιμαστεί, όχι μόνο στην προσωπική του ζωή, αλλά και στην επαφή του με την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, κρατώντας διαφορετική στάση. Παράλληλα όμως με τα «οικεία» κακά, παρακολουθούμε και την πολιτική εξέλιξη του Λιβάνου[1], αυτής της πολύπαθης χώρας  όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της η Οριάν,  μία απ τις πρωταγωνίστριες (η αλήθεια της πόλης δε βρίσκεται στη βιτρίνα, αλλά στις πληγές της, στα αθώρητα βάθη της. Πολύ πιο πέρα από την Κορνίς, τη Ράμλετ αλ-Μπάιντα και τον τουριστικό ναργιλέ).
Έτσι, βλέπουμε την τυπική συντηρητική οικογένεια της Άριας, της πιο κεντρικής από τις δυο βασικές ηρωίδες, που μεγάλωσε εγκλωβισμένη μέσα στα αυστηρά ήθη της μεταπολεμικής Αθήνας, με τις μικρές καθημερινές της επαναστάσεις που τη διαφοροποιούν από τη συμβατική και υπάκουη αδερφή της. Μέσα στις «επαναστάσεις» αυτές ήταν να σπουδάσει νομική κι όχι φιλολογία όπως ήθελε πιεστικά η «επιλοχίας» μητέρα της, να μείνει μόνη στο σπίτι (κάτω όμως απ΄ το πατρικό), και τέλος να σαγηνευτεί από την πιο ανεξάρτητη και πολυτάραχη  Οριάν, που τη γνώρισε  σε φοιτητικό σπίτι-στέκι την εποχή της δεξιάς του 1963  (εποχή που οι θυρωροί είναι χαφιέδες, παρακολουθούν και καρφώνουν).
Στο «σήμερα» η Άρια έχει χωρίσει τον καριερίστα Σέργιο, που παλιά ήταν πολιτικοποιημένος, αγωνιστής στους Λαμπράκηδες. Μια εξηνταπεντάρα γυναίκα με τη μοναξιά της, την «προσκόλληση στα πράγματά της», τις μικροσυνήθειές της, το παρελθόν και το σκοτεινό μέλλον δεδομένου ότι μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο για χημειοθεραπείες. Οι έγνοιες της μοιράζονται και στα τρία  παιδιά της που είναι πια μεγάλα, έχουν τις δικές τους οικογένειες, τις δουλειές τους και τις απαιτήσεις τους.  Αντίστοιχα η Οριάν που έζησε όλα τα χρόνια της στο Λίβανο, είναι χήρα με μία κόρη στη Δανία και μία εγγονή στην Αθήνα, κι έρχεται στο «σήμερα» στην Αθήνα.
Αυτό είναι το περίγραμμα μα φυσικά δεν αποκαλύπτονται όλα αμέσως. Στην αρχή χτίζεται το σημερινό πορτρέτο της Άριας και ο κόσμος της, στο παρελθόν και στο παρόν. Μιας γυναίκας που χαρακτηρίζεται από κρυφό δυναμισμό, άσχετο αν αυτός ο δυναμισμός στο «σήμερα» εκδηλώνεται στο να προασπίσει τα πράγματά της (την «αισθηματική της περιουσία») που φυλάει στο υπόγειο, ενώ ο μεγάλος της γιος απαιτεί να τα πετάξει (τις βαριεστημένες στιγμές που την επισκέπτονται, δεν χάνουν την ευκαιρία να της υπενθυμίσουν –να την ψέξουν, για την ακρίβεια- ότι μαζεύει μια ζωή σκουπίδια και οφείλει σιγά σιγά να αραιώνει το χώρο γύρω της). Περήφανη, άσχετο αν αυτή η περηφάνια εξαντλείται στο να μη ζητάει συνοδεία στη δοκιμασία της χημειοθεραπείας, όταν καταλαβαίνει ότι τα παιδιά της δυσκολεύονται να τη συνοδεύσουν, παρόλο που θα δοκίμαζε ένα καινούριο φάρμακο. Η συγγραφέας μάς οδηγεί να διεισδύσουμε στον ψυχισμό της ηλικιωμένης κυρίας που μπροστά στο φάσμα της αρρώστιας και της φθοράς αναθεωρεί όχι μόνο το παρελθόν αλλά και τη σχέση της με τον κόσμο και τον εαυτό της. Καλλιεργεί παλιές και καινούργιες σχέσεις (π.χ. με τον βιβλιόφιλο ταξιτζή με τον οποίο ανοίγει έξοχες κουβέντες, ή με τη νεαρή γιατρό που της κάνει τη θεραπεία), κάνει το κλασικό κυριακάτικο τραπέζι μαζεύοντας όλη την οικογένεια,  ενώ εξελίσσεται και η σχέση με τα παιδιά της, που είναι χαρακτηριστική. Γιατί καθένας τους εκπροσωπεί μια τάση της σύγχρονης αστικής ζωής: 
Ο μεγάλος, ο επιχειρηματίας (γυμναστήριο) Ντίνος, που με τη γυναίκα του Τζο («τηλεπερσόνα»)βγάζουν λεφτά με ουρά, ο πιο γκρινιάρης και απαιτητικός, με εναλλαγές ενοχών και διεκδικήσεων στη σχέση με τη μητέρα, ο δεύτερος, ο Τάσος πιο αποστασιοποιημένος και αφοσιωμένος στην καριέρα του τραπεζικού ενώ η μικρότερη, η Όλια εξαφανισμένη σε κάποια χώρα της Αφρικής δουλεύοντας σε κάποια ανθρωπιστική οργάνωση. Μια οικογένεια -κύτταρο της σύγχρονης εποχής που βέβαια προοδευτικά μεταστοιχειώνεται, αφού ακόμα και το πιο σταθερό σημείο αναφοράς, η μάνα, αλλάζει σταδιακά αντίληψη, και συνολικά αλλά και στη σχέση της με τα παιδιά της (ήταν  επικριτική, γίνεται υποχωρητική, βάζει όρια, σαρκάζει, αρνείται, έρχεται σε σύγκρουση γιατί την ενοχλεί που δεν καταλαβαίνουν ότι έχει δική της ζωή). Της λείπουν αλλά δεν τους το λέει για να μην έχουν τύψεις (τι χαρακτηριστικό!)
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, κομβικό σημείο στη ζωή της Άριας ήταν η επεισοδιακή γνωριμία με την Οριάν, το 1963 («η Οριάν ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της μεταστροφής της»). Η θυελλώδης μοδίστρα με τη μακριά λουλουδάτη φούστα που σπούδαζε στην καλών τεχνών άνοιξε έναν καινούριο  κόσμο στη συμβατική Άρια∙ πιο εναλλακτικό, πιο ριζοσπαστικό και πιο ελεύθερο ως προς όλα: ντύσιμο, τρόπο ζωής, τραγούδια, βιβλία∙ ναργιλές, πολιτικές κουβέντες, ξενύχτια. Ένας επαναστατικός κόσμος που την έφερε σε αντίθεση με τον αυταρχισμό της μητέρας της  ό, τι τρόμαζε τη μητέρα. «Μαλλιάδες, χίπις, γιεγιέδες». «Εκπρόσωποι της κόλασης») κι έτσι παρακολουθούμε κλασικές σκηνές κόντρας και έντασης. Οι δυο φίλες γίνονται για ένα διάστημα (μικρό λόγω των γεγονότων) αχώριστες και συμπληρωματικές φίλες 69
Η ζωή και των δύο εκτρέπεται όταν η αστυνομία συλλαμβάνει την παρέα της Οριάν ενώ η Άρια ξεγλιστράει προδίδοντας τη σχέση της με τηΟριάν («είμαι πελάτισσα. Ναι, μόνο ράβομαι εδώ»/την άφησαν ελεύθερη /έφυγε τρέχοντας για να γλυτώσει, ενώ πίσω της όλοι φορούσαν χειροπέδες). Η Οριάν οδηγείται στην ασφάλεια, τής εμπιστεύεται τα πράγματά της αλλά χάνονται τα ίχνη της για πάρα πολλά χρόνια (η Άρια βασανιζόταν από την αγωνία, αλλά κυρίως απ’ την ενοχή. Από την ανελέητη αίσθηση ότι πρόδωσε την ήδη προδομένη από τον έρωτα φίλη της).
Η Άρια είναι συμβατική και δε συγχωρεί τον εαυτό της που πρόδωσε όχι μόνο τη φίλη της, αλλά κι αργότερα, στα Ιουλιανά θα το βάλει στα πόδια  «για να σώσει το τομάρι της». Παρόλ’ αυτά, κάνει και κείνη με μικρά μικρά βήματα την επανάστασή της. Άλλωστε η δεκαετία του ’60 για την Ελλάδα είναι η δύσκολη εποχή  της αντιπαροχής, της εκμετάλλευσης, της καριέρας. Η εποχή του Λαμπράκη και του Πέτρουλα, της ΕΔΑ και της ΕΡΕ. Η ιστορία απλώνει τα πλοκάμια της και μέσα στην οικογένεια, αναγκάζοντας τον καθένα να πάρει θέση: η υπάκουη κόρη Μαργαρίτα «ξεπουλιέται» εκβιαστικά στον εργολάβο και χαφιέ της ασφάλειας Μηνά, που γλυκοβλέπει την περιουσία της οικογένειας και πιέζει με κάθε γλοιώδη τρόπο. Η «επιλοχίας» αρχίζει και χάνει τον έλεγχο ενώ ο ήπιος πατέρας της Άριας δεν διστάζει να εκφράσει την προτίμησή του στην ΕΔΑ και στους Λαμπράκηδες.
Ζωντανεύει λοιπόν ανάγλυφα μια ολόκληρη εποχή που καταλήγει στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με την Άρια σε διαρκείς συγκρούσεις με την πατρική οικογένεια, αλλά ερωτευμένη με τον Σέργιο  (ο έρωτας είχε μπει στη ζωή της. Έρωτας νεογέννητος μέσα στην τρυφεράδα του. Ζεστός μέσα σε σταγόνες φωτιάς. Ζούσε σε ρυθμούς άγνωρων ήχων και υπάκουε πλέον μόνο στο κέλευσμά τους).
Αλλά και η Οριάν, που μετά τη σύλληψη και τον εξευτελισμό στην ελληνική ασφάλεια παράτησε τις σπουδές και κατέφυγε πανικόβλητη στον Λίβανο όπου βρισκόταν ο χήρος πατέρας της, γνώρισε σφοδρό έρωτα  στο πρόσωπο του Εμίλ, (τον διπλό Εμίλ. Τον Εμίλ της ποίησης και της μουσικής και τον μαχητή του εξοντωτικού πολέμου). Η Οριάν επουλώνει τις πληγές της «αργά και βασανιστικά» μέχρι που γνώρισε τον κεραυνοβόλο έρωτα (όμως σα να μην ήταν στο χέρι της, έμεινε εκεί καρφωμένη, θέτοντας μια άλλη εκδοχή ως αντίδοτο, πως ό, τι έμοιαζε ανίερο, το καθιστούσε ιερό η μουσική. Στάθηκε  ακίνητη, λαμβάνοντας συνειδητά το ρόλο της στη μονομαχία των ματιών, μέχρι που η μαγεία και η λαγνεία την καθήλωσαν στο βράχο/καμιά ανάδρομη σκέψη δεν την έκανε να ολιγωρήσει. Ρίχτηκε μέσα στη δίνη τη φωτιάς, που άνοιγε μύριες γλώσσες να την καταπιεί).
Οι σελίδες αφιερωμένες στον έρωτα είναι γεμάτες λυρισμό και ποίηση. Όμως παράλληλα, καθώς η συγγραφέας εστιάζει στο παρελθόν της Οριάν, έχουμε την ευκαιρία να βυθιστούμε βιωματικά στην τραγική ιστορία του Λιβάνου, που ξεκινά από τον αγώνα κατά Τούρκων (παππούς που πολέμησε) και κατά των αποικιοκρατών Άγγλων (θείος που εκτελέστηκε), που με τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο (1952), έγινε καταφύγιο των Παλαιστινίων και  σπαρασσόταν από εμφύλιο πόλεμο (1958). Στα επόμενα χρόνια η κύρια αντίθεση ήταν ανάμεσα στους Χριστιανούς Μαρωνίτες και τους παναραβιστές, που αναγνωρίζουν δικαιώματα στους μουσουλμάνους, στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και ταυτίζονται με τη διεθνιστική αριστερά. Στους πρώτους ανήκει ο Εμίλ, που είναι «μαχητής», Μαρωνίτης «με την πολιτική έννοια του όρου»  (Φαλαγγίτης) και δογματικός, που τρέφει μίσος για τους Δρούζους[2] και τους Άγγλους, βαθιά έχθρα για τους Σιίτες (επειδή βοήθησαν τους Παλαιστίνιους) και υιοθετεί φιλοδυτική πολιτική υπέρ των Αμερικανών. Είναι τρυφερός, ερωτικός και λυρικός, αλλά και σκληρός και άκαμπτος σε θέματα ιδεολογίας (ο Εμίλ εξέφραζε απόλυτες θέσεις. Η πρόοδος δεν μπορεί ποτέ να έρθει ειρηνικά. Σκοτώνεις ή πέφτεις στο πεδίο της μάχης).
Μαζί με την Οριάν γνωρίζουμε και μεις την οικογένεια του Εμίλ και τις αποχρώσεις στις θρησκευτικές και πολιτικές τάσεις της εποχής. Στον αντίποδα όμως των χριστιανών Μαρωνιτών ήταν οι μουσουλμάνοι εθνικιστές αλλά και οι παναραβιστές, εκπρόσωπος ενεργητικός των οποίων ήταν ο πατέρας της Οριάν, Γιώργος Αργυριάδης, που δουλεύει στην ελληνική πρεσβεία (τον βλέπουμε μάλιστα να έχει σχέσεις με Φενταγίν[3] και Αραφάτ). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο άντρες πολλές φορές είναι έντονη (παρά τον ήπιο χαρακτήρα του Αργυριάδη), φέρνοντας σε εσωτερική σύγκρουση ή αμηχανία την Οριάν.
Το παζλ που σχηματίζεται σιγά σιγά με τις αναδρομικές αφηγήσεις, είτε στην Ελλάδα είτε στον Λίβανο μάς δίνει μια σύνθετη εικόνα με ιστορικό βάθος γιατί και στις δυο χώρες τα γεγονότα είναι καταιγιστικά: μετά τα Ιουλιανά έρχεται το χουντικό πραξικόπημα, που διώχνει το ζευγάρι  Άρια- Σέργιος στον Καναδά (τους «έσωσε» εγκαίρως ο χαφιές γαμπρός Μηνάς για να μην καταδώσει την αγωνιστική τους δράση). Στον Καναδά καταφεύγει κατά σύμπτωση και ο πρεσβευτής Αργυριάδης όπου συνεχίζει τον αντικτατορικό αγώνα, ενώ αντίστοιχα η Οριάν, γυναίκα ενεργού πολεμιστή με την πλευρά των Ισραηλινών στον πόλεμο των 6 ημερών, μένει έγκυος και γεννά μόνη της εφόσον ο Εμίλ πηγαινοέρχεται στο βουνό, και ζει δραματικά όλη την ένταση του Λιβάνου διχασμένη ανάμεσα σε σύζυγο και πατέρα (-Εσείς τι θεωρούσατε πραγματικά δίκαιο; -εγώ πιστεύω στο δικαίωμα του κάθε λαού για αυτοδιάθεση, αφού ζούμε σε κοινωνίες οργανωμένες, με σύνορα, συμφέροντα, εθιμικά δίκαια, ειδικές νομοθεσίες. Αν με ρωτάτε προσωπικά, θεωρώ πως κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σύνορα/στον πόλεμο δεν υπάρχουν παρά μόνο ηττημένοι).
Τα γεγονότα στον Λίβανο (αυτή η θέση όπου βρεθήκαμε είναι η ευχή και η κατάρα μας) κλιμακώνονται και μετά τη μεταπολίτευση της Ελλάδας: Η Βηρυττός του 1975 είναι ένα καζάνι που βράζει. Στα πρόθυρα του εμφυλίου, τα σαμποτάζ και οι δολοφονίες εκατέρωθεν (π.χ. επιθέσεις φαλαγγιτών σε λεωφορεία με Παλαιστίνιους) όπου προφανώς εμπλέκεται και ο Εμίλ ως πολέμαρχος αναστατώνουν την Οριάν, ενώ η 15χρονη κόρη Φαρίντα είναι ερωτευμένη με μαχητή φοιτητή ενάντια στην επέμβαση των Ισραηλινών στον Λίβανο (!). Ο εμφύλιος που ξεσπάει για άλλη μια φορά βρίσκει την Οριάν μόνη, με χιλιάδες ερωτήματα: ποιοι δεν θα αφήσουν το καράβ να πιάσει λιμάνι, Καμάλ; Το κράτος; Η αστυνομία; Ο στρατός; Το παρακράτος; Εσείς; Οι άλλοι; Οι χριστιανοί; Οι μουσουλμάνοι; Οι Εγγλέζοι, οι Γάλλοι οι Αμερικάνοι, οι Ισραηλινοί, οι Σύροι; Ποιος κυβερνάει τον Λίβανο, Καμάλ; Και ποιος είναι επιτέλους ο Εμίλ; Είναι ο ηθικός αυτουργός όλης αυτής της αιματοχυσίας; Τα λεφτά που στέλνει είναι από πλιάτσικο; Και γιατί, γιατί, γιατί τους Παλαιστίνιους;;;(για μένα ο ηθικός αυτουργός είναι το ίδιο ένοχος με τον εκτελεστή).
Η κατάσταση κορυφώνεται και ανάμεσα σε γαμπρό-πεθερό αλλά και σε επίπεδο λαών, η χρονολογία 1982 είναι καθοριστική: η σφαγή αμάχων Παλαιστινίων στη Σάμπρα και Σατίλα φέρνουν τις αντιθέσεις στο διεθνή στίβο (τότε είναι που ο Ανδρέας Παπανδρέου προσφέρει καταφύγιο στον Αραφάτ), και ο ήρωάς μας ο Αργυριάδης ως πρεσβευτής συμμετέχει σ΄αυτήν την προσπάθεια αναγνώρισης της ΟΑΠ.
Τις απίστευτες αγωνίες της η Οριάν (για τον άντρα της, για την κόρη της, για τον πατέρα της) προσπαθεί να τις ξεπεράσει με την τέχνη. Κρυμμένη σε καταφύγιο εφόσον η νίκη είναι με το μέρος των Αράβων, προσπαθεί να βρει μέσα στο σκοτάδι πηγή φωτός, και σ’ αυτήν την φάση η συγγραφέας μας χαρίζει απίστευτες σελίδες.
Δεν θα αποκαλύψω στην ανάρτηση φυσικά την κατάληξη όλων των μικροϊστοριών, όλων αυτών των προσώπων που κάποια στιγμή ξανασυναντιούνται στο «σήμερα», όσοι επέζησαν φυσικά. Οι δυο φίλες είχαν χάσει τα ίχνη η μια της άλλης (είπα πως κάποια στιγμή θα σε αναζητούσα, μα όλο το ανέβαλλα. Μπορεί και να πίστευα πως είχα άπλετο χρόνο. Τώρα συνειδητοποιώ πως στη ζωή νυχτώνει νωρίς), όμως μια σειρά από αποκαλύψεις και συμπτώσεις (μάλλον περισσότερες από το αναμενόμενο) οδηγούν στα 2015, τις δυο πρωταγωνίστριες σε μια καινούρια συνάντηση, με πολλή συγκίνηση και θέρμη, όπου μοιράζονται όλο το παρελθόν με τους έρωτες και τους θανάτους (η Οριάν συνεχίζει να χαμογελάει με έναν τρόπο απλανή, σαν να παραδίδεται στους μετεωρισμούς της φαντασίας της. Πιάνει το νήμα της αφήγησης χωρίς διάθεση να ερμηνεύσει. Την ερμηνεία την αφήνει για τους άλλους).
Το  χορταστικό μυθιστόρημα κλείνει όλες τις «ανοιχτές υποθέσεις», ακόμα και των παιδιών των δύο ηρωίδων, μέσα σε μια γλυκιά ατμόσφαιρα αγάπης και ανθρωπιάς.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Λίγα λόγια για την ιστορία του Λιβάνου, από την Wikipedia: Το 1914, ο Λίβανος περιήλθε στη γαλλική σφαίρα επιρροής μέχρι το 1926, οπότε αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη δημοκρατία, με την ουσιαστική όμως διακυβέρνηση των Γάλλων. Από το 1940, οι Λιβανέζοι άρχισαν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους και το 1944 κατάφεραν να την αποκτήσουν. Κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 έγινε στόχος ισραηλινών επιθέσεων, επειδή ήταν τόπος συγκέντρωσης των Παλαιστινίων και των προσφύγων.
Στις 13 Απριλίου 1975 ξέσπασε στο Λίβανο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ φαλαγγιτών (δεξιών χριστιανών) και αριστερών Μουσουλμάνων Παλαιστινίων που κράτησε ως τις 18 Οκτωβρίου 1976, οπότε υπογράφτηκε ανακωχή στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Οι συνέπειες του πολέμου αυτού, που επιδεινώθηκε με την επέμβαση συριακών και άλλων αραβικών δυνάμεων που υποστήριζαν τους Φαλαγγίτες, ήταν δυσμενείς. Ο πόλεμος αυτός κόστισε 6.000 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και καταστροφή πόλεων. Τον Ιούνιο του 1982 έγινε εισβολή Ισραηλινών, που κατέλαβαν το νότιο τμήμα της χώρας με σκοπό την εξόντωση των Παλαιστινίων. Οι ισραηλινές δυνάμεις αποχώρησαν το 2000.
Ο Λίβανος βρισκόταν υπό συριακή κατοχή μέχρι το 2005, όταν ο συριακός στρατός αποχώρησε. Πρωθυπουργός του Λιβάνου είναι ο Φουάντ Σινιόρα. Μία οργάνωση που χαίρει μεγάλης ισχύος εντός του Λιβάνου είναι η Χεζμπολλάχ. Το καλοκαίρι του 2006, η Χεζμπολλάχ απήγαγε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες, προκαλώντας την έκρηξη ενός πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και την οργάνωση ο οποίος διήρκεσε αρκετούς μήνες και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.
 [2] Οι Δρούζοι (μουσουλμάνοι) φεουδάρχες, εξοπλισμένοι απ’ τους Τούρκους, τον 19ο αιώνα νίκησαν τους Μαρωνίτες  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%B6%CE%BF%CE%B9