Φοβάμαι, ταυρομάχε[1],
φοβάμαι μήπως το δειλινό το χαμόγελό σου πετάξει και χαθεί.
«Φοβάμαι, ταυρομάχε», ήταν το μυστικό επαναστατικό σύνθημα ανάμεσα στον νεαρό επαναστάτη Κάρλος και την «Τρελή από Απέναντι», στίχος από το ομώνυμο τραγούδι. Βρισκόμαστε στο φλεγόμενο Σαντιάγο του 1986. Από τη μια η στυγνή δικτατορία του Πινοσέτ και οι ενέδρες από το επαναστατικό Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροντρίγκες, από την άλλη ο σφοδρός, ανεπανάληπτος, κεραυνοβόλος έρωτας της ηρωίδας μας, ενός μεσήλικα ομοφυλόφιλου -ξεφωνημένης αδερφής, όπως λέει η ίδια- για τον Κάρλος. Έρωτας κι επανάσταση. Πάθος και θάνατος -θάνατος και ζωή- στην κόψη του μαχαιριού. Παρόλη την τριτοπρόσωπη αφήγηση, το κείμενο πάλλεται από συναίσθημα και από αισθησιασμό/ερωτισμό. Νους σώμα και καρδιά ισορροπούν απίστευτα στον αισθησιακό τρόπο γραφής. Με εστίαση στην «Τρελή από απέναντι», της οποίας το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, ο εμπνευσμένος συγγραφέας/εικαστικός καλλιτέχνης/περφόρμερ Λεμεμπέλ (που ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως «φτωχός, κομμουνιστής και αδερφή») μας οδηγεί στην καρδιά μιας απίστευτης προσωπικότητας, που προφανώς είναι το alter ego του. Ένα άτομο περιθωριακό, της νύχτας (μέχρι να φέρει η τύχη κάποιον μεθυσμένο παρτενέρ στον χορό της, στήριγμα της μοίρας της για λίγες ώρες, για λίγα νομίσματα, για να μοιραστούν εκείνο το ορφανό κρύο μ ένα καυτό πήδημα) που ζει σ ένα παλιό σπίτι σαν από θεατρικό σκηνικό (που είναι όμως ο μοναδικός χώρος που είχε ποτέ στη ζωή της), που ξέρει απ’ έξω μελωδίες και στίχους από δραματικές ερωτικές άριες, που κεντάει τραπεζομάντηλα για τις μεγαλοαστές, ακούει ραδιόφωνο χωρίς να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για την πολιτική κατάσταση. Που «οικογένειά της» είναι άλλες τρεις «αδερφές», που αλληλοστηρίζονται και έχουν σχέσεις τρυφερότητας και πειραγμάτων. Και που όταν γνωρίζει στο μπακάλικο το αγόρι που της ζήτησε να του κρατήσει «μερικά κιβώτια με απλώς απαγορευμένη λογοτεχνία», δεν μπόρεσε να του αντισταθεί (αιχμαλωτισμένη από την μενεξεδιά απόχρωση εκείνων των ματιών).
Ο Κάρλος -φοιτητής στο ξέρω γω ποιο πανεπιστήμιο- κουβαλάει κούτες στον πλουμιστό χώρο της Τρελής ενώ εκείνη στριφογυρίζει σαν αγριομέλισσα τακτοποιώντας και διευθετώντας τες σε αυτοσχέδια έπιπλα, τραπέζια, κομοδίνα κλπ, στολίζοντας τα χαρούμενα, με φιόγκους και γλαδιόλες. Στη συνέχεια άρχισαν να έρχονται οι φίλοι του Κάρλος αργά τη νύχτα για συνεδριάσεις ζεσταίνοντας την μοναξιά της Τρελής. Και η καρδιά της, αλήτικη σαν χελιδόνι/καρδιά μικρού κολιμπρί/καρδιά σκίουρου φοβισμένου από τις φωνές του πατέρα, από τον ζωστήρα που σκάει στον πισινό του, ενδίδει, απολαμβάνοντας αισθησιακά τις στιγμές αυτές της νυχτερινής σιωπής, κατά τις οποίες μερικές φορές μοιράζεται με τον Κάρλος «πρόχειρα σκίτσα μνήμης, μικρές φευγαλέες αναμνήσεις». Έτσι μαθαίνουμε και μεις το σύντομο παρελθόν της μεσήλικης «αδερφής», από το οποίο δραπέτευσε με μεγάλα και σίγουρα βήματα.
Σιγά σιγά τα δύο κεντρικά πρόσωπα συνδέονται όλο και πιο στενά, καθώς η Τρελή όχι μόνο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του Κάρλος αλλά με τον αυθορμητισμό και την τρέλα που κουβαλάει βοηθά τον αγώνα των φοιτητών: ο Κάρλος την καλεί στην εξοχή (φαίνεται πως σ αρέσουν τα λουλούδια, σου αρέσει η εξοχή) απογειώνοντας τα όνειρά της (έμεινε σαν υπνοβάτισσα, αποσβολωμένη, ένα μικρό κοριτσάκι μπροστά σ΄ένα λιβάδι ολόγιομο με κίτρινα άνθη)∙ παίζει θέατρο στα μπλόκα της αστυνομίας∙ κουβαλάει τα κεντημένα τραπεζομάντηλα και φοράει το εμβληματικό, κίτρινο καπέλο καθώς ποζάρει με νάζι στη φωτογραφία που τραβά ο Κάρλος, όλως τυχαίως τη στιγμή που περνά η πομπή των αυτοκινήτων που συνοδεύουν τον Πινοσέτ (οι μηχανές της αστυνομίας και τα θωρακισμένα οχήματα πέρασαν πίσω από την πλάτη της κι εκείνη ένιωσε μια ξαφνική ανατριχίλα τη στιγμή που χαμογελούσε για το κλικ της φωτογραφίας).
Μέσα στις πρώτες είκοσι σελίδες λοιπόν, ο συγγραφέας έχει ήδη αριστοτεχνικά χτίσει μια α-πίθανη συναισθηματική σχέση, μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης, ερωτισμού κι επανάστασης, καθώς παράλληλα με τον αισθησιασμό της Τρελής σκιαγραφεί σε χαρακτηριστικά στιγμιότυπα και το πορτρέτο του δικτάτορα. Τον βλέπουμε γελοίο και κομπλεξικό, φιλόδοξο αλλά με βασανιστικούς εφιάλτες, δίπλα στη γυναίκα του, την «Πρώτη Κυρία» που τον ζαλίζει με τη φλυαρία της καθώς «τερετίζει σαν τζιτζίκι». Κι εμείς οι αναγνώστες παρακολουθούμε το «κολλώδες γουργουρητό» της, τα σχόλια για τη μόδα, για τις προβλέψεις των άστρων, τη ματαιοδοξία της και τις ανούσιες συμβουλές της προς τον παθητικό στην κυριαρχική της παρουσία δικτάτορα. Έτσι μ’ αυτόν τον γραφικό και συναρπαστικό τρόπο ο Λεμεμπέλ «αποδομεί» την εξουσία, τη γελοιοποιεί, την εξευτελίζει καθώς σφίγγει ο κλοιός κι ετοιμάζεται η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα από τον Κάρλος και την ομάδα του.
Δεν είναι μόνο η μεσήλικη Τρελή γοητευμένη από τον νεαρό φοιτητή, αλλά κι εκείνος σιγά σιγά πολιορκείται, τουλάχιστον συναισθηματικά (ποτέ μέχρι τότε γυναίκα δεν είχε φέρει τέτοιον κατακλυσμό μέσα στο κεφάλι του. Καμία δεν είχε καταφέρει να τον αποσυντονίσει τόσο, με τέτοια τρέλα κι ελαφράδα/τον είχε αιφνιδιάσει με την παραλοϊσμένη μπαρόκ φαντασία της. Με τον τρόπο της να στολίζει και την πιο ασήμαντη στιγμή). Ενώ εκείνος κάνει τους υπολογισμούς της ενέδρας, εκείνη βάζει μουσική, χορεύει τυλιγμένη με το καλοκεντημένο τραπεζομάντηλο. Απολαμβάνει τις λιγοστές στιγμές που της μέλλεται να ζει σε στενή επαφή με τον Κάρλος. Γιατί βέβαια, η Τρελή δεν είναι και χαζή… Ξέρει πολύ καλά και τι έχουν τα κιβώτια, αλλά κι ότι η επαφή με τον Κάρλος έχει ημερομηνία λήξης πράγματι, μπροστά στο φάσμα του φευγαλέου (είχε κλείσει τα μάτια για να συνέλθει από την τόση ευτυχία και να μπορέσει να επιστρέψει χωρίς δράματα στην πραγματικότητά της/καμία είδηση δεν θα θάμπωνε εκείνη τη ρομαντική στιγμή του αντίο). Η προσγείωση στην πραγματικότητα της μοναξιάς της -στη γυάλινη ζεστασιά της θλίψης-, όταν ο Κάρλος απομακρύνεται, είναι σπαραχτική (όλα θα ήταν πιο εύκολα αν δεν έπρεπε να υπομένει τη μαγεία της παρουσίας του. Θα γυρνούσε ξανά στους γλιστερούς δρόμους συλλέγοντας αλήτες).
Κι όταν όμως απ’ την άλλη, ακούει «το μαργαριταρένιο κολιέ του γέλιου του» ξεχνά κάθε οδύνη (πώς μπορούσε να της προκαλεί αυτή την ανατριχίλα της αγάπης, αυτήν την σταγόνα πάχνης που κυλούσε στην πλάτη της;). Όταν ακούει τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο από το Ράδιο Κοοπερατίβα για τραυματίες φοιτητές και συλλήψεις, η καρδιά της χοροπηδάει, κι όταν η αριστοκράτισσα δόνια Κατίτα, η κυρία στρατηγού, της παραγγέλνει να κεντήσει τον θυρεό της Χιλής (το έμβλημα της δικτατορίας), εκείνη απλώς δεν το κάνει. Γιατί δεν έχει πια την απάθεια που έχουν οι «ηλίθιες» φίλες της. Κι όταν ακούει τα βήματα του να τρέχουν ανεβαίνοντας τις σκάλες, παίρνει ομοιοπαθητικές σταγόνες για να καλμάρει το βροντερό ταμπούρλο στο στήθος της. Η αρχική συμβατικότητα στη σχέση τους (δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κάρλος εκμεταλλευόταν, τουλάχιστον αρχικά κι εν γνώσει της βέβαια, την αδυναμία που του έτρεφε) δίνει τη θέση της σε μια σχέση πιο βαθιά και πιο ουσιαστική, από τη στιγμή που η Τρελή αρχίζει τα παράπονα και τις εκμυστηρεύσεις σ’ ένα διάλογο βγαλμένο από παλιά κωμωδία. Έτσι κι εκείνος πέφτει στην παγίδα του παιχνιδιού, τραγουδάει, ξεχνιέται, εκμυστηρεύεται με τη σειρά του, ξεσπάει μαζί της σε εκρηκτικά γέλια.
Άσε με να είμαι θλιμμένη,
είναι ο μοναδικός τρόπος που ξέρω για να ρουφήξω την ευτυχία
μέχρι και την τελευταία της σταγόνα
για να μην με πονάει μετά.
Αποκορύφωμα της αυτής της εφήμερης ευωχίας, είναι η γιορτή γενεθλίων που ετοιμάζει η τρελή για τον Κάρλος (μια στιγμή ασθματικής μελαγχολίας τής έκοψε την ανάσα καθώς κοιτούσε το τραπέζι των γενεθλίων, μια λεπτή φέτα χρόνου μόνο, που εκείνη έδιωξε μακριά με τα βιαστικά της πηγαινέλα και τις δουλειές). Τούρτα, κορδέλες, χρωματιστά μπαλόνια, πιτσιρίκια της γειτονιάς, αγκαλιές, γαργαλητά, γέλια∙ γενέθλια που μετατράπηκαν σε μια εξαντλητική ευφορία νηπιαγωγείου, για να καταλήξει σε «ιδιωτικές εκπλήξεις», τραγούδια και νότες που «καρφώνονταν στον αέρα», ποτά, εξομολογήσεις (δεν ξέρω τίποτα για σένα, το μόνο που ξέρω είναι ότι σε λένε Κάρλος και ότι σήμερα έχεις γενέθλια. Και τι θέλεις να μάθεις; Όχι τα πάντα, γιατί ξέρω πως δεν μπορείς να μου πεις τα πάντα. Αλλά τουλάχιστον κάνε μου δώρο ένα μυστικό). Η κορυφαία βραδιά κλείνει με μια αισθαντικότητα πρωτοφανή, ενώ ο Κάρλος πιωμένος και χαλαρός, ξαπλωμένος στις μεγάλες μαξιλάρες στη στάση ενός Χριστού εξαρθρωμένου, παραδίδεται σαν αθώο παιδί στις αγκάλες του Μορφέα (στο αναποφάσιστο μυαλό της Τρελής δεν χωρούσε ενοχή). Με το πείσμα μιας γοργόνας χωρίς θάλασσα
Και μετά απ’ αυτό το κομβικό επεισόδιο, αρχίζει τρόπον τινά η «αντίστροφη μέτρηση»: οι φοιτητές μεταφέρουν τα κιβώτια από το σπίτι της Τρελής, υπό την καθοδήγηση της αντιπαθητικής νεαρής Λάουρα, που έδινε εντολές σαν μια Κλεοπάτρα που καθοδηγεί την εκκένωση, προφανώς γιατί η μέρα της απόπειρας δολοφονίας του δικτάτορα πλησιάζει... (νομίζουν πως είμαι ηλίθια, μουρμούρισε). Η -πρόσκαιρη- εξαφάνιση του Κάρλος και η απέραντη αίσθηση εγκατάλειψης τής δίνει την ώθηση να παραδώσει εκείνη αντί για τον Κάρλος ένα πακέτο με επαναστατικό υλικό, αγνοώντας τα δακρυγόνα και διασχίζοντας αγέρωχα τη γραμμή των αστυνομικών (ο μπάτσος, έκπληκτος μπροστά στο θράσος αυτού του ασχημομούρικου παγωνιού, δίστασε καθώς γράπωνε το γκλομπ, καθώς ύψωνε το γκλομπ για να σπάσει εκείνη την υπεροπτική πορσελάνη). Οι συνδετικοί ιστοί που ενώνουν τις δυο καρδιές πληθαίνουν σε μια «επικίνδυνη συνενοχή»∙ ανταλλάσσουν ως και τις… ανωνυμίες τους (προτιμώ να με γνωρίζεις ως Κάρλος, που είναι το παρανόμι μου/όταν εγώ έκανα σώου ως τραβεστί χρησιμοποιούσα ψευδώνυμο, όνομα της φαντασίας το λεν οι αδερφές). Τότε είναι που συμφωνούν για το σύνθημα «Φοβάμαι ταυρομάχε». Οι στίχοι των τραγουδιών «αγάπης και κινδύνου» (είμαστε ένα όνειρο ανέφικτο που ψάχνει τη νύχτα/ ήταν ήδη αργα και ήμασταν αθεράπευτα αιχμάλωτοι του λάθους) χρωματίζουν στιγμές εσωτερικού πάθους (μη με κοιτάζεις μ’ αυτά τα μάτια που… Που τι, πριγκίπισσα; Που κατασπαράζουν, που θαμπώνουν, αυτά τα μαύρα αναμμένα κάρβουνα της αυθάδειάς σας) αλλά και ελαφρότητας, με παιδιάστικα γέλια και «αλήτικη φρενίτιδα». Η ευφορία φέρνει στην Τρελή και τη μελαγχολία, τη μελαγχολία της επίγνωσης ότι την έχουν «χρησιμοποιήσει», για άλλη μια φορά… (μια τρελή που είχε χαζέψει από έρωτα, διατεθειμένη να την ξεγελάσουν).
Το χρονικό της «ενέδρας» το παρακολουθούμε στερεοφωνικά (κι από τις δυο πλευρές) ώρα την ώρα. Μ΄ένα απίστευτο κρεσέντο ο συγγραφέας μάς αναπαρασταίνει τον αυξανόμενο πανικό του Πινοσέτ και την τελική ξεφτίλα του (δεν ήθελε να κουνηθεί, έτσι όπως ήταν καθισμένος μέσα στη χλιαρή και μαλακή μάζα των σκατών του που κυλούσαν αργά πάνω στα πόδια του, αναδίνοντας τη σάπια δυσωδία του φόβου). Η επιχείρηση δεν πέτυχε τον σκοπό της αλλά σώθηκαν όλοι οι επαναστάτες ενώ σκοτώθηκαν εφτά άτομα της φρουράς του δικτάτορα, γεγονός που οδήγησε το καθεστώς σε σκληρά μέτρα (συσκότιση, στρατός, έρευνες, συλλήψεις, κραυγές, πυρομβολισμοί). Ο κίνδυνος έχει οπλίσει την Τρελή με παράτολμο θάρρος (άνθισε μέσα της η τρελή όταν βρίσκεται μπροστά σε μια κατάσταση κινδύνου). Ωστόσο η αρχή του τέλους έχει φτάσει∙ πρέπει να φύγουν, να κλείσει το σπίτι της κι αυτό δεν σημαίνει τίποτα για κείνην παρά το ότι "ήταν το τέλος, μια ιστορία αγάπης που πέφτανε τα φύλλα της". Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τις λιγοστές ετοιμασίες να μαζέψει τα πράγματα από μια τρύπα χωρίς ζωή, εφόσον δέχτηκε να εκκενώσει το σπίτι με τον όρο να δει γι’ άλλη μια φορά τον Κάρλος.
Εσείς πριγκίπισσα, από το τίποτα μπορείτε να χτίσετε ένα βασίλειο
Πράγματι συναντιούνται, παρόλους τους κινδύνους. Είναι η καταληκτική σκηνή ανάμεσα στον Κάρλος και την Τρελή, κι αν μπορούσα να αντιγράψω και να κρατήσω τις τελευταίες σελίδες θα το έκανα. Σ΄ένα σκηνικό θαλασσινό ερημικής παραλίας (ήθελε εκείνο το τοπίο να την τυλίξει ολόκληρη, να την αγκαλιάσει, να την ξεχειλίσει, δροσίζοντάς της την καυτή φλόγα που πύρωνε την πυρωμένη της ψυχή) οι δυο άστατες ψυχές θα τρέξουν, θα παίξουν με τα κύματα, θα παλέψουν στην άμμο, θα ψιθυρίσουν αλήθειες (θα είστε ο εκλεκτός που θα κλείσει την αυλαία της τελευταίας μου ψευδαίσθησης).
Και για άλλη μια φορά μας αιφνιδιάζει η Τρελή, που με μια αξεπέραστη σοφία βυθίζεται στην ομορφιά της στιγμής∙ στο φευγαλέο παρόν. Κάνει γιορτή τον χωρισμό και παρακάμπτει με απερίγραπτη ωριμότητα την ύστατη πρόταση του Κάρλος γιατί ήδη η ζωή της την έχει οδηγήσει στην υπέρβαση του χρόνου, την υπέρβαση του παρελθόντος και του μέλλοντος, χτίζοντας μια διαρκή γιορτή στο αιώνιο σήμερα. Γιατί, όπως λέει, αυτό που συνέβη εδώ, δεν θα συμβεί πουθενά στον κόσμο. Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.youtube.com/watch?v=o4dWM9blsbo