Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2020

Largo, Γιάννης Μπαλαμπανίδης

 Κάθε έμβιο ον, κάθε οργανική ή ανόργανη ένωση, κινείται και ταλαντώνεται

σύμφωνα με  το ρυθμό ενός εσωτερικού μετρονόμου

που κουρδίστηκε όταν άρχισε ο χρόνος να υπάρχει,

σα για να μπει μια μηχανική τάξη στο χάος

Ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή η πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση του γνωστού πολιτικού επιστήμονα και συγγραφέα Γιάννη Μπαλαμπανίδη με τη συλλογή 15, μικρών σχετικά σε έκταση, διηγημάτων. Διηγήματα που αιφνιδιάζουν με την πρωτοτυπία τους και τη διαφορετικότητά του καθενός από τ’ άλλο, καθώς είναι διαφορετικό το στυλ, οι τόποι/χώρες (Βόλος, Τρίκαλα, Χαλκιδική, Ιαπωνία, Βόρεια Σκωτία κλπ) αλλά και οι ήρωες/αφηγητές∙ έχουν όμως ως κοινό στοιχείο το «παράδοξο» όπως επισημαίνουν πολλοί κριτικοί/αναγνώστες, εγώ όμως θα πρόσθετα ότι σε όλα γίνεται ένα ιδιαίτερο «παιχνίδι» με τις έννοιες του χώρου και κυρίως, του χρόνου. Το ταξίδι στον χωροχρόνο γίνεται με παιγνιώδη πάντα τρόπο που θυμίζει μαγικό ρεαλισμό∙ είτε με τη νοσταλγία και καθήλωση σε μια σημαδιακή κατάσταση του παρελθόντος, είτε με τη διαστολή του χρόνου που προσλαμβάνει ξαφνικά άλλη  διάσταση.  

Δεν είναι τυχαίο που το ομώνυμο με τον τίτλο διήγημα, «Largo», έχει σαν βάση την εικασία ότι μια ολόκληρη πολίχνη με τρόπο μαγικό κι απροσδόκητο, «έμεινε στήλη άλατος», όλοι οι άνθρωποι που βρέθηκαν σ’ αυτόν τον χώρο πριν τις 12 το μεσημέρι περιέπεσαν σε μια αδιανόητη ακαμψία, μια πόλη που έμοιαζε με κήπο γεμάτο αγάλματα.  Από τις ερμηνείες  του φαινομένου  ξεχωρίζει η θεωρία μιας μουσικολόγου, ότι για κάποιον άγνωστο λόγο, ο μετρονόμος της Μυρσίνας άλλαξε ξαφνικά ρυθμό και άρχισε να χτυπά σε ένα αδιανόητα αργό largo[1].

Σε άλλη διάσταση του χωροχρόνου μπαίνει ο ήρωας και στο διήγημα «Ο προορισμός ενός νησιού», όπου ο γιαπωνέζος συνταξιούχος  απόμαχος ναυτικός Χαγιάο Μιγιαζάκι  τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ανήμπορος πια να κινηθεί ακούει από το αδύναμο ηχείο του ραδιοφώνου ειδήσεις για καταποντισμό και την εξαφάνιση όλων των στεριών των νησιών και των ηπείρων (αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν η παντελής απάθεια των παιδιών του), σιγά σιγά και σταδιακά εφόσον όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, όπως πέθαινε τώρα αυτός, πεθαίνει μαζί του ένας ολόκληρος κόσμος και τίποτα λιγότερο.

Η ρουτίνα του κυριακάτικου τραπεζιού στο «Κυριακάτικο τραπέζι» είναι μια ασήμαντη ίσως αλλά ζωτική βεβαιότητα στους ρευστούς καιρούς μας, αφορμή για βουτιά στο παρελθόν με αφηγητές κυρίως του γεροντότερους της συγκέντρωσης. Μα και στο «Ένας κήπος», όπου δεν συναντάμε παρά μια συνηθισμένη επιστροφή του ήρωα στο θέρετρο των παιδικών του χρόνων (στη Νέα Σκιώνη της Χαλκιδικής κοινώς Τσαπράνι), με όλες τις αναμνήσεις και τη θαλπωρή που φέρει μαζί αυτός ο «νόστος», λόγω του καυτού μεσημεριανού ήλιου ό, τι είναι στέρεο λιώνει κι εξαερώνεται. Ο κόσμος ολόκληρος αποσυντίθεται μέσα σε μια παχύρευστη σιωπή και απομένουν μόνο οι λευκοί τοίχοι των σπιτιών και οι σκιές τους. Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Βαλαβανίδης (τυχαίο;) είναι «εξόριστος από τον αρχαίο κήπο της Εδέμ» εφόσον επιστρέφει μόνο για μια βδομάδα κάθε καλοκαίρι, με την πρώτη δαγκωματιά του πρώτου σύκου ο κόσμος που ξανάβρισκε το σχήμα του διαλυόταν πάλι, ενώ στο κλασικό πανηγύρι αντάμωνε όλους γνωστούς, άγνωστους, αδιάφορους και αγαπημένους, να πιουν να ζαλιστούν, κι έπειτα να δώσουν ραντεβού για του χρόνου και να συνεχίσει ο καθένας τη ζωή του όπως νομίζει.

Μια διαφορετική «επιστροφή» είναι και η επιστροφή του Άγγελου Νόβου στα πατρογονικά, με σκοπό να «εκδικηθεί» για ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα (δεν είχε καμιά σημασία ποιος και γιατί είχε σκοτώσει, εκείνο το βράδυ, εν ψυχρώ, τον αδερφό της μάνας του/αν ήταν αυτός αριστερός κι ο θείος δεξιός ή το ανάποδο), μια  ιστορία που ήταν ο λόγος που εκείνος μεγάλωσε εδώ πέρα και όχι εκεί κάτω, που έγινε αυτός και δεν έγινε άλλος.

Με τη μορφή της νοσταλγίας επιστρέφει ο χρόνος και στο πρώτο διήγημα «Χορευτό», αλλά και το τελευταίο «Ένας όμηρος», που έχουν και τα δυο ως επίκεντρο έναν αξέχαστο έρωτα- έναν έρωτα που σημαδεύει μαζί με ανεξίτηλες εικόνες που πλαισιώνουν έναν μοιραίο αποχαιρετισμό (θα ήταν εφτά η ώρα το πρωί, μόλις που σάλευε το αρχαίο δάσος/ κρατώντας ακόμη το χέρι της, ξάπλωνα κάτω απ’ τα άστρα του βραδινού ουρανού), έναν που πάει χέρι χέρι με το αίσθημα θανάτου.

Στο διήγημα «Σκριάμπιν» η μοναξιά της μουσικής (κατ’ εξοχήν η τέχνη «του χρόνου») ή μάλλον του μουσικού διαγράφεται μέσα από τα μάτια ενός σκύλου που μιλάει σε α΄ενικό για τη σχέση του με την αφεντικίνα του, πιανίστρια ιδιόρρυθμη κι ευφυή (βρισκόταν στην επικράτεια της λογοτεχνίας, κι εδώ τα πάντα επιτρέπονται).

Περισσότερο από τον χρόνο πρωταγωνιστεί  ο χώρος στo διήγημα «Στοές της Αθήνας» και «Αγρύπνια στο Tupelo». Στο πρώτο βλέπουμε μια πρωτότυπη αποτύπωση του δαιδαλώδους συστήματος στοών της Αθήνας, που ζωντανεύουν σαν να πρόκειται για κυκλοφορικό σύστημα που «εκβάλλει στην καρδιά της πόλης», ενώ η αναφορά κορυφώνεται απρόσμενα στις «αειθαλείς νεραντζιές»  και τη μυρωδιά των ανθέων που σου παίρνουν το νου. Στο Tupelo της Βόρειας θάλασσας, πολύ βόρεια απ’ το Εδιμβούργο, μια πόλη χτισμένη λες στο πουθενά/κρεμασμένη σχεδόν απ’ τους απότομους βράχους που τους σιγοτρώει το αλάτι, έναν τόπο «δυστοπικό» θα λέγαμε, ένα νεανικό γλέντι γίνεται το σκηνικό ενός σιωπηλού και μυστήριου δράματος.

Το μυστήριο υπάρχει εν σπέρματι σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, αλλά εκδηλώνεται περισσότερο στο διήγημα «Κατμαντού», όπου έχουμε έγκλημα, επιθεωρητή κλπ, αλλά για μένα ήταν μάλλον το πιο αδύναμο, χωρίς να παραγνωρίζω ότι έχει στοιχεία παρωδίας.

Τέλος, τρία από τα διηγήματα έχουν αναφορά στην εργασιακή «δυστοπία». Πρόκειται για τα «Ωράριο εργασίας», «Mergers and acquisitions» και «Πρόωρη συνταξιοδότηση» που δείχνουν το καθένα με διαφορετικό τρόπο την εφιαλτική εκμηδένιση του σύγχρονου ανθρώπου- εργαζόμενου:  ο κεντρικός ήρωας στο πρώτο -άνθρωπος χωρίς ιδιότητες-εμφανίζεται με καθηλωτική εμμονή στο καθήκον, στο ωράριο, φυλακισμένος καθώς ήταν σε μια δουλειά που τη μισούσε αλλά ήταν η μόνη που ήξερε να κάνει. Οι «συγχωνεύσεις και εξαγορές» στο δεύτερο δημιουργούν μια σταδιακή κατάρρευση που κορυφώνεται καθώς αδειάζουν τα γραφεία από κάθε ίχνος οργάνωσης και ανθρώπινου δυναμικού, ενώ στην «Πρόωρη συνταξιοδότηση», όπως το λέει και  ο τίτλος η νέα εργασιακή κατάσταση πυροδοτεί εσωτερική σύγκρουση και αίσθημα απώλειας (το άγνωστο με είχε παραλύσει).

Δεν είμαι σε θέση να κρίνω τα στοιχεία της pop ή της pulp κουλτούρας για τα οποία μίλησε ο Χρήστος Τριανταφύλλου στην πολύ ενδιαφέρουσα  διαδικτυακή παρουσίαση που διοργάνωσε η εκδ. Πόλις (https://www.youtube.com/watch?v=bH-bv61QrRY ) με πολλές αναφορές σε έργα που απηχούν κάποια επιρροή, ούτε αν πρόκειται για  όψιμη ή πρώιμη νεωτερικότητα για τα οποία μίλησε η Βασιλική Πέτσα, γιατί δεν κατέχω παρά παραπλεύρως το πνεύμα αυτών των ρευμάτων. Επίσης, σίγουρα αξίζει να μελετηθούν οι διαφορετικές προσλήψεις των «γενεών» MillennialsGeneration X, Generation Y, που ενώ απέχουν ελάχιστα χρόνια έχουν τόσο διαφορετικές καταβολές όπως αναφέρθηκε επίσης στην ίδια εκδήλωση.

Σίγουρα μπορεί να  διακρίνει ο καθένας το νηφάλιο βλέμμα ανάμεικτο με χιούμορ και τρόμο που χαρακτηρίζει τα κόμικς, ακόμα κι όταν περιγράφουν τις πιο ζοφερές εικόνες. Την παρωδία, την υπερβολή, τη φαντασία, το παιχνίδι. Αλλά και το συναίσθημα. Και βλέπει ακόμα, ότι ένας παράξενος θρυμματισμένος κόσμος προβάλλεται μέσα από οικείες καταστάσεις από τις οποίες αφορμάται ο συγγραφέας σε κάθε σχεδόν διήγημα. Εικόνες παραμορφωτικές του χώρου ή του χρόνου, που προκαλούν αντίστοιχες συναισθηματικές, σπάνιας καταγραφής καταστάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκφράζουν τη σύγχρονη αίσθηση απώλειας ταυτότητας που γυρεύει να αγκιστρωθεί από το γνώριμο και το σταθερό του χωροχρόνου.

Γι’ αυτό κι επέλεξα για τέλος το πιο ακραίο κατά τη γνώμη μου διήγημα, όσο αφορά το ά-τοπο και το ά-χρονο, που εκφράζει κατά τη γνώμη μου και τη μεγαλύτερη τραγωδία των ημερών μας, και είναι το «Ξένος». Ο ξένος είναι  άγνωστης προέλευσης, μια περίπτωση ακραίας διαταραχής. Έχει πλήρη απώλεια της αίσθησης του χρόνου και βρίσκεται σε κατάσταση παραληρήματος:

Όλα είναι μια νύχτα που δεν ξημερώνει ποτέ. Και τώρα που σας μιλάω νύχτα είναι. (…) Είχα σκύψει πάνω από το άψυχο κορμί του βρέφους και του έλεγα λόγια ασυνάρτητα, μπερδεμένα, χωρίς κανένα νόημα (…)απ’ όλα τα πράγματα που δεν θα γνωρίσεις ποτέ να ποιο είναι το πιο σημαντικό και το πιο δυσεύρετο, η πίστη, η γαλήνη και η αγάπη, το μεγαλύτερο απ’ όλα η γαλήνη (…) σε πήρα εγώ, σε τύλιξα με τα μπράτσα μου, φτωχό παιδί που μέσα στο σκοτάδι δεν ξεχωρίζω τι είσαι, κορίτσι ή αγόρι, ξένο ήσουν και σε περιμάζεψα, γυμνό και σε έντυσα, μέσα στη βάρκα που πλέει ακυβέρνητη (…)

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Όρος της μουσικής που δηλώνει πολύ πολύ αργό τέμπο

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2020

Η σκιά του ευνούχου, Jaume Cabré

 Ζούσα μέσα στην έξαψη της επείγουσας αλλαγής 

που χρειαζόταν ο κόσμος 

Εξαιρετικό όπως και τα άλλα δυο βιβλία που έχω διαβάσει του ίδιου συγγραφέα (Confiteor, Οι φωνές του ποταμού Παμάνο), και ενώ είναι διαφορετικό στη σύλληψη και στην πλοκή, βρίσκει κανείς όμως κι εδώ τα πιο αγαπημένα χαρακτηριστικά του: συναίσθημα, τέχνη, μυστήριο, μοιραία μυστικά, πολιτικά πάθη, έρωτα. Και πίσω απ’ όλα τα γεγονότα, μεγάλα και μικρά, κλείνει το μάτι η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία των προσώπων.

Η πρώτη φράση του βιβλίου είναι ένα μικρό δείγμα της γοητείας που ασκεί το γράψιμο του Καμπρέ:  Έπειτα από πάρα πολύ καιρό, καθισμένος μπροστά στα μαύρα μάτια και την τέλεια επιδερμίδα της Ζούλια, αναρωτήθηκα πότε ακριβώς άρχισε να ραγίζει η ζωή μου. Όλη η πρώτη σελίδα λοιπόν τραβάει τον αναγνώστη από το μανίκι για να ρουφήξει μια συναρπαστική αφήγηση, του Μικέλ Ζενζάνα, που σ’ αυτήν τη φάση της ζωής του -το μυθιστορηματικό «παρόν»- επεξεργάζεται από απόσταση τις αναμνήσεις του, αναπολεί, αμφισβητεί, προσπαθεί να δει μέσα απ’ τη ραγισμένη του ζωή τις «στιγμές-σταθμούς»∙ που «έχει συνέλθει από το πολιτικό του αποπροσανατολισμό», που είδε κάποια βροχερή Παρασκευή τον πατέρα του να ανοίγει την πόρτα και να εξαφανίζεται, με τις παντόφλες και χωρίς σακάκι...

Όλο το βιβλίο είναι η αφήγηση -αλλά και οι σκέψεις που συνοδεύουν την αφήγηση- του Μικέλ στην συνάδελφό του Ζούλια, που τον προσκάλεσε σε δείπνο γιατί «μόνο εκείνος μπορούσε να τη βοηθήσει». Έτσι , με τον γνώριμο πια τρόπο του ο Καμπρέ μας πηγαινοφέρνει με άνεση από το παρόν του εστιατορίου στο επώδυνο παρελθόν, αλλά και στους λαβυρίνθους μιας δαιδαλώδους οικογενειακής ιστορίας, που ταυτόχρονα καθρεφτίζει και όλη την ισπανική ιστορία της εποχής του Φράνκο.

Η αφορμή της συνάντησης στο υπερπολυτελές εστιατόριο είναι ο θάνατος από ατύχημα του βουλευτή Μπολός, παιδικού φίλου του Μικέλ. Η Ζούλια, συνάδελφος του Μικέλ στο περιοδικό Revista, ζητάει πληροφορίες για να συντάξει «αφιέρωμα ως φόρο τιμής» στον Μπολός, ο αναγνώστης  νιώθει όμως απ΄ την αρχή ότι είναι άλλα τα βαθύτερα κίνητρά της. Έτσι πάντως ξεκινάει ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων του Μικέλ (μιλώντας για τον Μπολός θα μιλήσω για μένα) που γίνονται και αφήγηση (ενώ παράλληλα μπερδεύεται και ο εσωτερικός μονόλογος), μια αφήγηση οπωσδήποτε όχι γραμμική που πετάει κάθε τόσο πινελιές μυστηρίου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι καπρίτσιο του συγγραφέα για να μπερδέψει τον αναγνώστη. Παρόλη την ξέχειλη αυτοαναφορικότητα, τα χρονικά πισωγυρίσματα και τις παρενθέσεις, την εναλλαγή γ΄ ενικού και α΄ ενικού στην ίδια ακόμη φράση (γνώριμο αυτό και στα άλλα βιβλία), η ροή του λόγου είναι αβίαστη και  απρόσκοπτη, κάθε τι κατά το «εικός και αναγκαίο».

Ένα στοιχείο ακόμα χαρακτηριστικό της γραφής, που δεν το έχουμε συναντήσει σε άλλα βιβλία του Καμπρέ, είναι οι επιθετικοί προσδιορισμοί που μπαίνουν δίπλα στα ονόματα σαν «επώνυμα», ανάλογα με τα βιώματα  των ηρώων στο εκάστοτε σημείο της αφήγησης. Ένα τερτίπι που υπαγορεύει η μνήμη, ή ο προφορικός λόγος, μας δίνει ας πούμε σχεδόν σαν σταθερό χαρακτηριστικό τον θείο Μαουρίσι ως Μαουρίσι Δίχως Πατρίδα, ή Μαουρίσι ο Εκδιωγμένος, Μαουρίσι ο Ανήθικος, ενώ για τον Μικέλ: Ζενζάνα ο Απελευθερωμένος ή Μικέλ ο Ρομπέν των Δασών, ο Κατηχούμενος, ο Απόστολος των Εθνών ή Απόστολος της Ορθοδοξίας, ο Ονειροπόλος, ο Αποπροσανατολισμένος ή Μικελσιγκμουντφρόυντ, Μικέλ Ζενζάνα ο Πολεμιστής που Αναπαύεται. Και οι υπόλοιποι όμως χαίρουν προσδιορισμών,  Αντόν Ζενζάνα ο Προδότης, Πέρε ο Φυγάς, Καρλότα η Αγαπημένη κ.α. Αυτές οι πινελιές δίνουν μιαν αίσθηση αποστασιοποίησης, μιας τεχνητής απόστασης που παίρνουν οι αφηγητές καθώς αναπολούν τη ζωή τους ή μάλλον μια αίσθηση «ρόλου» - είναι τέλος ένα στοιχείο που προσδίδει γλυκόπικρο χιούμορ κι ανάλαφρο ύφος, ενώ οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι κατά κανόνα ζοφερές.

Τα μυστήρια και τα ανομολόγητα μυστικά είναι αλλεπάλληλα, και φυσικά δεν αποκαλύπτονται αμέσως στον αναγνώστη. Απ’ τις πρώτες σελίδες ας πούμε γνωρίζουμε μόνο ότι ο χώρος του υπερπολυτελούς εστιατορίου είναι πολύ γνώριμος στον Μικέλ∙ ότι γνωρίζει πολλά περισσότερα για τον θάνατο του Μπολός (ένιωθα τύψεις για τη δειλία μου, επειδή εγώ ήξερα, εγώ ξέρω το κακό που σκότωσε τον Μπολός)∙ ότι τη μέρα της δολοφονίας αλλά και της κηδείας δέχτηκε κι ο ίδιος απειλητικά  τηλεφωνήματα. Αλλά πέρα απ’ όλ’ αυτά, μικρά και μεγάλα μυστήρια προοικονομούνται συνέχεια, όπως το «μαύρο τετράδιο της θείας Πιλάρ» που περιέχει ένα τρομερό, όπως υπαινίσσεται ο θείος Μαουρίσι, μυστικό∙ η ένταξη του Μικέλ στο PSUC (σοσιαλιστικό κόμμα) και η είσοδος στην παρανομία είναι από μόνη της μια κρυφή πτυχή με πολλές προεκτάσεις, συνωμοσίες, προδοσίες και οδυνηρές μνήμες∙ το παίξιμο της έπαυλης των Ζενζάνα στα χαρτιά (ένα τέτοιο σπίτι είναι ανεκτίμητο. Γι’ αυτό το έπαιξα/ήθελα να κάνω κακό σε κείνους που με περιφρονούσαν τόσο, έκείνους που στάθηκαν ικανοί να περιφρονήσουντην αγάπη μου/»για να δω πώς θα νιώσω», είπα ψέματα )∙ κρυφοί έρωτες, κρυφή ομοφυλοφιλία, οικογενειακοί εκβιασμοί, ξαφνικές εξαφανίσεις, κρυφά και φανερά μίση μέσα στην ίδια την οικογένεια, που εκδηλώνονται μέχρι και με κρυφές δολοφονίες (ποιος σκότωσε τον Μικέλ σου, θείε;), ή αιφνίδιες αποκαλύψεις που φέρνουν την τρέλα ή τον θάνατο.

Όλη αυτή η σκοτεινή ατμόσφαιρα, που θυμίζει λίγο γοτθικού (gothic) τύπου εξιστορήσεις, διασκεδάζεται με την αφήγηση του κεντρικού ήρωα, που εστιάζει όχι τόσο στα γεγονότα αλλά στα συναισθήματα που προκαλούν αυτά και που όλα σχηματίζουν ένα «Νήμα», μια πορεία στην αυτογνωσία. Έτσι, ακόμα και οι πιο τραγικές ή δύσκολες καταστάσεις γίνονται αφορμή για αυτοσαρκασμό, για αναστοχασμό και αναπροσδιορισμό, καθώς ο ήρωας βάζει τα γεγονότα σε μια σειρά για να τα αφηγηθεί στη Ζούλια (ήταν αδύνατον να καταλάβει ότι ζούσα μέσα στην αναποφασιστικότητα, ότι την περνούσα είκοσι χρόνια αλλά ήμουν απίστευτα πιο γέρος, αφού η νοσταλγία και οι τύψεις ήταν ικανές να μου επιτεθούν και να με πληγώσουν και επειδή η σκέψη του θανάτου είχε επικαλύψει το μυαλό μου με μια λεπτή πατίνα).

Πολλές φορές όμως αφηγητής είναι ο αιρετικός θείος Μουρίσι, που ο ίδιος αυτοαποκαλείται «Μνήμη της Οικογένειας», και παραθέτει την δική του προσωπική ιστορία, στενά συνυφασμένη με την ιστορία της οικογένειας.

 

Ο φόβος δεν είναι αντιεπαναστατικός

Η Βαρκελώνη, αυτή την εποχή, ήταν μια πόλη ασπρόμαυρη, μελαγχολική,

σβησμένη από το ανελέητο χέρι του δικτάτορα, και,

παρά τις ομορφιές της που δεν κρύβονταν,

ήταν μια πόλη με λυπημένο βλέμμα.

«Αγνωστικιστή και στείρο», λάτρη τη μουσικής, της ποίησης ή της τέχνης γενικότερα αλλά ανίκανο να δημιουργήσει, και ακραία αναποφάσιστο θεωρεί στο μυθιστορηματικό παρόν τον εαυτό του ο Μικέλ (άλλαξα κατεύθυνση και μπήκα στη φιλολογία, όπου ξετρελάθηκα όχι με τις ρηματικές κλίσεις ή την αρχιτεκτονική των βασιλικών, αλλά με τις συνελεύσεις, τον Μάη του εξήντα οκτώ και διάφορα άλλα πράγματα, και παράτησα τις σπουδές μου στη μέση διότι η επανάσταση ήταν πιο επείγουσα και η Μπέρτα πολύ ωραία). Κι όμως στη ζωή του έχει πάρει γενναίες αποφάσεις, ίσως ασυνείδητα ή μέσα από έναν ανεξέλεγκτο παρορμητισμό που τώρα, στα 37 του χρόνια  τον προβληματίζει ακόμα. Στη σχολή των ιησουιτών, όπου γνωρίζει και τους καρδιακούς του φίλους Μπολός και Ροβίρα,  θέλει να γίνει… ιερέας, του περνά γρήγορα και περνά στη θετική κατεύθυνση αλλά αντί για τη Βιομηχανική Σχολή όπου τον προόριζε ο πατέρας μετά από έναν «ωκεανό από αμφιβολίες» γράφεται στη Φιλολογία (έφτασα στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι, βασικά, δεν θέλω να κάνω τίποτα στη ζωή μου), ενώ αργότερα, δεν ακολουθεί την οικογενειακή παράδοση να ασχοληθεί με το εργοστάσιο του πατέρα. Μέσα στις γενναίες αποφάσεις είναι και η ένταξή του στην αντίσταση κατά του Φράνκο, η είσοδός του στην παρανομία ενώ ο παππούς της οικογένειας είναι φρανκικός (αν κι έχει χάσει γυναίκα και κόρη απ τα στρατεύματα του Φράνκο), καθώς ακολουθεί σα μαγεμένος την αφοσιωμένη μέχρι τα μπούνια Μπέρτα και το κόκκινο παλτό της (είμαι ικανός να χάσω το μυαλό μου μ’ ένα φευγαλέο κομμάτι ύφασμα). Η ένταξη εκείνου και του Μπολός στον αγώνα είναι και η βαθύτερη αιτία που φεύγει «οριστικά» απ’ το σπίτι.

Έτσι κι αλλιώς, το Πανεπιστήμιο γίνεται προπύργιο του αντιφρανκισμού. Η «στρατολόγηση»  και όλη η θητεία του Μικέλ («του Κατηχούμενου») στον παράνομο αγώνα περιγράφεται με σαρκαστικό ως αυτοσαρκαστικό ύφος, θυμίζει απίστευτα τις αγκυλώσεις των αντίστοιχων κινημάτων, παράνομων και μη, αριστερών κι εξωκοινοβουλευτικών στην Ελλάδα (και αλλού) και αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και δελεαστικούς άξονες του βιβλίου. Είναι παρακμιακή η συνήθεια να θέλεις να ακούσεις ένα κοντσέρτο, είναι ελάχιστα επαναστατική η επανασύνδεση με τους πρώην συντρόφους, μόνο η αλήθεια είναι επαναστατική κλπ κλπ. Η σχέση με την στρατευμένη  Μπέρτα απλώνεται σε σπαραξικάρδια επεισόδια (ήταν ταπεινωτικό, αλλά τούτη η γυναίκα δεν φοβόταν ποτέ), ενώ ο παρορμητικός μας ήρωας φτάνει μέχρι του σημείου να ντρέπεται για την έπαυλη όπου ζούσε, για την αριστοκρατική του καταγωγή, κι ο φίλος του Μπολός είχε βάλει στο μάτι μια κοπέλα που του έφερνε ζάλη επειδή δήλωνε δημοσίως ότι ήταν μικροαστικό να μην κάνεις έρωτα ελεύθερα. Το να συμμετέχει σε διαδηλώσεις απλώς για ν’ ακούσεις τη σειρήνα της αστυνομίας και να το βάλεις στα πόδια, με το πανό πεσμένο στο έδαφος και την καρδιά γεμάτη αυταπάτες  ήταν πια κάτι καθημερινό και τετριμμένο. Μυείται στα «μυστικά» της πρόσφατης ιστορίας (Μαρξ, Ένγκελς, Ρόζα, Τρότσκι κλπ), και μπαίνοντας πια στο  PSUC (Σοσιαλιστικό Κόμμα) συμμορφώνεται στην πειθαρχία της παρανομίας (διαφύλαξη μυστικών, μέτρα ασφαλείας, κώδικες, προσωνύμια, και… «εκείνο το πράγμα, η αυτοκριτική». Βέβαια, η συνήθης αναποφασιστικότητα συχνά του χτυπάει την πόρτα: τελικά, για ποιον λόγο μπλέχτηκα στον πολιτικό αγώνα; Γιατί δεν κοίταζα να ζήσω όπως όλος ο κόσμος; Γιατί πριν δυο χρόνια κόντεψα να φύγω για να προσηλυτίσω Σενεγαλέζους και τώρα προσηλυτίζω αστούς;

Απαλλαγμένοι από τον στρατό (στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στο ισπανικό Κράτος, τα στατιστικά στοιχεία έδειχναν μια ραγδαία αύξηση του αριθμού των επιληπτικών κρίσεων στον ανδρικό πληθυσμό μεταξύ δεκαεννιά και εικοσιτεσσάρων ετών) φεύγουν εντέλει από το PSUC, αντιμετωπίζουν μαζί με τον Μπολός τον κατακερματισμό των αντιστασιακών ομάδων (έλαμπε ξαφνικά το φως και βλέπαμε τον Νέο Δρόμο, τη Νέα Αλήθεια και τη Νέα Ζωή), μπαίνουν στο Κόμμα ξεκινώντας την αληθινή παράνομη ζωή (Φεύγω απ΄το σπίτι, μαμά. Για λόγους ασφαλείας). Ο Σιμό ο Προγεγραμμένος είναι ο Μικέλ και ο Φράνκλιν είναι ο Μπολός. Στάλθηκαν να δουλέψουν σε εργοστάσιο ηλεκτρικών εξαρτημάτων ώστε να σχηματίσουν μια ιδέα, εκείνοι που κατάγονταν από αστικές οικογένειες, για το τι ήταν και πώς ζούσε η εργατική τάξη (…) για ν’ αρχίσουν να ξεπληρώνουν την αμαρτία να μην έχουν γεννηθεί στους κόλπους της (συνήθης τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων, βλ. «Αυτός που ήρθε απ’ έξω, Ρομπέρ Λινάρ»).

Η  εκ νέου στρατολόγηση των δυο φίλων περιγράφεται με καυτή σάτιρα (αυτά τα χρόνια τα έζησα ωθούμενος από την εσωτερική δύναμη που στηρίζει τους ήρωες) ενώ ο Μικέλ/Σιμό, με την απόσταση που υπαγορεύει η αφήγηση, παραδέχεται ότι βιάζονται να περάσουν όλα τα στάδια , να γίνει η επανάσταση και να γυρίσουν όλοι σπίτια τους (κατά βάθος πέθαινα για μικροαστικές σκέψεις και ένας θεός ξέρει πόσο  μου στοίχιζε να συγκεντρωθώ και να αντικρίσω την πραγματικότητα, η οποία είναι πάντα πιο ανιαρή και πιο βραδυκίνητη από το όνειρο).  Παρόλ’ αυτά, ο Μικέλ Ζενζάνα ο Αιώνιος Μαθητευόμενος, επιλέχτηκε για μια «εντατική εκπαίδευση» στη Βηρυτό όπου «συστήθηκε με το φόβο», μια «τρομερή κι ατέρμονη» στιγμή στο Κουρνάτ αλ- Σάουντα (εξίμισι δευτερόλεπτα μπορούν να παγώσουν το χαμόγελο στα χείλη σου και, έπειτα από εικοσιπέντε χρόνια, έχεις ακόμα το σημάδι των εξίμισι δευτερολέπτων). Στην αποδοκιμασία του Γαλανομάτη (αρχηγού του πυρήνα) έδωσε την απίθανη απάντηση «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μη φοβόμαστε».

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου («Alegretto»), η κατάσταση γίνεται όλο και πιο κρίσιμη. Προδοσία, διάλυση, και η «σκληρή κριτική στον αυχένα ενός συντρόφου» παγιδεύει τους δυο φίλους (κι ας είναι «αντιεπαναστατική» η ιδιαίτερη φιλία) σε ένα από τα μεγάλα μυστικά του βιβλίου. Τους επέλεξαν για ν΄ αποδώσουν δικαιοσύνη, κι ένα τραγικό επεισόδιο όπου δεν λείπουν και κωμικά στοιχεία γίνεται το βίωμα που θα ακολουθεί τον ήρωά μας  (Σιμό, ο Απόστολος των Εθνών) σ’ όλη του τη ζωή με συναισθήματα ανάμεικτα, ενοχής κι απενοχοποίησης.

Και μετά τον θάνατο του Φράνκο, που το Κόμμα συγχωνεύεται με το PSUC (αυτούς που πριν λίγους μήνες τους έλεγαν ρεβιζιονιστές) τους επέλεξαν για την επιχείρηση Έκουους…:  κι εγώ, που επιθυμούσα μόνο να σταματήσω και ν’ αφήσω τον πόλεμο, να γυρίσω στο σπίτι και να μπω σε έναν σύλλογο παλαιμάχων, να καθίσω σε μια κουνιστή πολυθρόνα αναπολώντας τους μικρούς μου αγώνες, απάντησα πως εντασσόμουν στην επιχείρηση Έκουους και, στο βάθος της καρδιάς μου, σκεφτόμουν μοιάζεις με την Αντιγόνη, ή μάλλον με τον Οιδίποδα, ανίκανος να εναντιωθείς στη μοίρα σου ως επαναστάτη.

Ευτυχώς για τον Μικέλ, δεν  ήταν άλλη η επιχείρηση Έκουους από το τέλος της παράνομης δράσης, και η ένταξη στην κοινωνία εκείνων που δεν είχαν πάψει να γελούν, να κάνουν έρωτα, ν πηγαίνουν βόλτες (…) χωρίς να ανησυχούν για κάποιον υποθετικό διώκτη. Η επιστροφή το σπίτι και η προσαρμογή σε νέους ρυθμούς δεν είναι κι αυτή εύκολη (χαίρομαι απίστευτα που είσαι εδώ, σώος και αβλαβής∙ σε σκεφτόμουν μαμά, αλλά δεν έπρεπε να με εμποδίσει αυτό, θα ήταν αντιεπαναστατικό∙ το καταλαβαίνω, ή μάλλον δεν το καταλαβαίνω αλλά το δέχομαι).

 Εγώ, ο θείος Μαουρίσι Δίχως Πατρίδα, η μνήμη της οικογένειας,

που έζησα με την καρδιά να έχει σπαράξει από τόσους θανάτους και τόσο πόνο,

και που κατέληξα να τρελαθώ διότι το μυαλό μου αδυνατεί ν’ αντέξει τόσους καημούς μαζί. 


Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του βιβλίου, που μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις παίρνει και το νήμα της αφήγησης, είναι  ο θείος Μαουρίσι (ο Χωρίς Πατρίδα, η Μνήμη της Οικογένειας, ο Χρονικογράφος, ο Εκδιωγμένος, ο Τρελός για δέσιμο κλπ κλπ). Ο αιρετικός θείος που είναι ομοφυλόφιλος, που έχει μαλώσει αμετάκλητα με τον παππού του Μικέλ (θετό του πατέρα),  που έχει αδυναμία στον Μικέλ και του εξιστορεί όλα τα απίθανα μυστικά. Που τις τελευταίες μέρες της  ζωής του τις πέρασε στο φρενοκομείο, αν και είχε σώας τας φρένας (είχε περάσει πάρα πολλές βαρετές βραδιές και ο χρόνος στο φρενοκομείο είχε οξύνει την ευφυΐα του).

Ο Μαουρίσι παραθέτει όλες τις λεπτομέρειες του καν Ζενζάνα, του οίκου των Ζενζάνα (που είχε τόσα μυστικά που για κάθε γενιά είχε χυθεί κι ένα διαφορετικό δάκρυ), από πάππου προς πάππου, με λεπτομέρειες χαρακτηριστικές (ως και γενεαλογικό δέντρο παρατίθεται στις σελίδες του βιβλίου), που, όπως ειπώθηκε και στην αρχή διατρέχουν το πνεύμα και την Ιστορία της ισπανικής κουλτούρας. Είναι αναμφισβήτητα τραγική φιγούρα και η αδυναμία του στον ανιψιό του τον ωθεί να του κάνει μακροσκελείς εκμυστηρεύσεις, εκθέτοντας όλο τον εαυτό με το φως και τα σκοτάδια του, ενώ από την αρχή του βιβλίου κάνει υπαινιγμούς για ένα τεράστιο μυστικό  (αν σου διηγηθώ τα πάντα ίσως και να πάψεις να μ’ αγαπάς). Ο άνθρωπος που μιλάει βουρκωμένος για τους γονείς που δεν γνώρισε,  που μίσησε τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε κι έκοψε κάθε δεσμό με τον πρώην φίλο του (και πατέρα του Πέρε), τον οποίο όμως εντέλει βοήθησε στο να «εξαφανιστεί μυστηριωδώς». Που αγάπησε, προδόθηκε η αγάπη του, έπεσε θύμα εκβιασμών. Είναι αυτός που μυεί τον Μικέλ στις ομορφιές και τις παγίδες της τέχνης, της μουσικής, της ποίησης.

Η «ιστορία της γιαγιάς Πιλάρ» (Πιλάρ η Σιωπηλή, Πιλάρ η Φυγάς) ήταν και η αιτία της διαταραχής του θείου Μαουρίσι, όπως εξομολογείται ο ίδιος (του πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως η τρέλα του να ήταν αληθινή). Στο γράμμα που άφησε στον Μικέλ πριν πεθάνει ( (πέθανε μόνος του στο ίδρυμα του Μπελιεσγκουάρντ), εκθέτει τις Απογοητεύσεις του (έχω Έξι Απογοητεύσεις, με τον ίδιο τρόπο που ο Ντβόρζακ έχει Εννιά Συμφωνίες, όπως ο Μπετόβεν, και ο Μάλερ έχει δέκα και ο Μέντελσον πέντε). Ο θείος είναι ποιητής, κι ακόμα και τις οδύνες της ζωής του τις αραδιάζει σαν μυθιστόρημα (η μοίρα με το στριγγό της γέλιο/η μοίρα με το ερμαφρόδιτο γέλιο της τσιριχτό και ιδιότροπο μας γέμιζε λύπη), κι όμως αυτή η τρέλα του είναι που μύησε τόσο βαθιά τον Μικέλ στην τέχνη της Ζωής, και κείνος το νιώθει αυτό, όπως κι ο συγγραφέας μας κάνει να το αισθανθούμε βαθιά. Το πάθος, το «dur desir de durer» (η σκληρή επιθυμία της διάρκειας) είναι το βαθύτερο κίνητρο όλων των σχεδόν αλλοπρόσαλλων κινήσεών του. Τα τελευταία του λόγια είναι μια αβυσσαλέα εξομολόγηση γεμάτη αλήθειες κι αντιφάσεις, ή μάλλον «αληθινές αντιφάσεις», για να ανατρέψει τα πάντα με μια τελευταία εξομολόγηση  αποδεικνύοντας ότι η αλήθεια των καλλιτεχνών είναι στον κόσμο που επινοούν: (…) δεν δίστασε καθόλου να δώσει μεγαλύτερη σημασία στις λέξεις ενός χαρτιού, οι οποίες ήταν απλώς παραμύθι αλλά αποτελούσαν μια μεγάλη λογοτεχνική αλήθεια, παρά στην πραγματικότητα την οποία είχε ζήσει τόσα χρόνια.

Έτσι, το «Βιολογικό δέντρο» επιστρέφει στη θέση του «Αληθινά Έγκυρου, γεννημένου απ’ τη Λογοτεχνία»…

Ο πόνος της καρδιάς

Γέλασε αθόρυβα, όπως ξέρουν να κάνουν ελάχιστοι άνθρωποι.

Από αυτήν τη στιγμή, κατάλαβα ότι θα μπορούσα να τον αγαπήσω

Έρωτες  μοιραίοι, έρωτες ανέφικτοι και αθεράπευτοι, έρωτες μοναδικοί κι αναντικατάστατοι, με όλες τις αποχρώσεις. Το συναισθηματικό γράψιμο του Καμπρέ δεν μπορεί παρά να ζωγραφίζει όταν εκφράζει τις διακυμάνσεις του ερωτικού σκιρτήματος, τα πάθη και τις εξάρσεις της καρδιάς που έχει ερωτευτεί. Περιγράφονται έρωτες  θρυλικοί, όπως των δυο πραγματικών γονιών του Μαουρίσι (ζούσαν κι οι δυο, πράγματι, μέσα σ’ ένα είδος ανεπανάληπτου θαύματος, εύθραυστου σαν σαπουνόφουσκα) ενώ ο πατέρας του Μαουρίσι πεθαίνει από έρωτα, για την ακρίβεια είχε το θάρρος να επιδείξει δειλία την ύστατη στιγμή και να αποφασίσει να πεθάνει από έρωτα.  Αυτός ο έρωτας όμως, όπως και ο παράνομος έρωτας της γιαγιάς Πιλάρ, περιγράφονται πιο έμμεσα.

Οι άμεσοι κεντρικοί ήρωες/αφηγητές, και ο Μικέλ και ο Μαουρίσι, είναι τρελοί, τρελοί κι ακαταλόγιστοι όταν ερωτεύονται. Και συνήθως ερωτεύονται τα… λάθος πρόσωπα (ο καημένος ο Μπολός, που είχε ερωτευτεί ένα σύννεφο, όπως εγώ), παραδίδοντας τον εαυτό τους μαζοχιστικά στην βάσανο του  πάθους αυτού,  που σε ανεβοκατεβάζει από την άβυσσο στα ουράνια.

Το «φευγαλέο κομμάτι κόκκινου υφάσματος» από το παλτό της Μπέρτας ήταν η αφορμή/αιτία που βρέθηκε ο Μικέλ στον παράνομο αντιστασιακό αγώνα. Τα επεισόδια με την Μπέρτα θυμίζουν κάτι από Γούντι Άλλεν καθώς ο ήρωάς μας, εγκλωβισμένος στις επιταγές του αγωνιστικού πνεύματος δεν αποτολμά ποτέ να εκφράσει το αίσθημά του (αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί και να πει στην καρδιά του να σταματήσει να κάνει μπουμ, κρακ, πουφ/είναι αντεπαναστατικό σφάλμα να παραμελείς τη δουλειά του αγωνιστή για καθαρά προσωπικούς και ιδιωτικούς λόγους/ήταν προσηλωμένη στον απτό της στόχο, σαν να ήταν ανίκανη να ερωτευτεί ή να σκεφτεί πως ήταν δυνατόν να την ερωτευτεί κάποιος). 

Παρακολουθούμε τον ώριμο  Μικέλ να παντρεύεται την Ζέμμα, χωρίζουν όμως γρήγορα με αμοιβαία σχεδόν βούληση. Νιώθει μετέωρος (ο θάνατος μιας αγάπης, όσο αναμενόμενος και επιθυμητός κι αν είναι, αφήνει ένα ακατανόητο κενό που μοιάζει με ακρωτηριασμό) και έκπληκτος που αυτός ο χωρισμός του προκαλεί πόνο (ο κόσμος ήταν ένας απέραντος ωκεανός μέσα στον οποίο ο Μικέλ ήταν ο ναυαγός του έρωτα) αλλά δεν είναι αυτός ο μοιραίος, αθεράπευτος έρωτας της ζωής του, η ιστορία που θα τον σημάδευε για όλη του τη ζωή και η οποία δεν είχε ξεμυτίσει καν ακόμα, διότι αυτός δεν ήξερε ούτε την ύπαρξη της Τερέζα ούτε του βιολιού της.

Η περιγραφή της Τερέζα μέσα απ΄ τα μάτια του Μικέλ θυμίζει το «Άσμα Ασμάτων»… Την ερωτεύεται μέσα σε 55δευτερόλεπτα… Στις πρώτες επαφές, με πρόσχημα συνέντευξη της σπουδαίας βιολίστριας για το Revista, ο ήρωάς μας είναι αξιοθρήνητος… Μηχανεύεται όλα τα κόλπα, ζηλεύει, επεμβαίνει, γίνεται αδιάκριτος, γίνεται ενοχλητικός, γίνεται γενναιόψυχος. Καίριες παρατηρήσεις και διάλογοι για την μουσική και την τέχνη (μου έδειξε ότι σημαντικότερο για έναν μουσικό δεν είναι η μουσική/ οι άνθρωποι έχουν λανθασμένες εικόνες για τους καλλιτέχνες/καλλιτέχνης είναι και ο ακροατής) εναλλάσσονται με σκηνές πάθους και ζήλειας, και, καθώς ωριμάζει ο Μικέλ μέσα από τις οδύνες του έρωτα, συνειδητοποιεί ότι ο κριτικός είναι λόγιος ή και σοφός, όμως δεν είναι δημιουργός (έχασα την πίστη στη λογική και έχω μόνο το συναίσθημα, και νιώθω  στείρος-δεν είσαι ευνούχος Μικέλ/όταν κοιτάζει πίσω του, ο κριτικός βλέπει τη σκιά ενός ευνούχου).

 

 O Κύριος γελά με τις αμαρτίες του έρωτα

Ο έρωτας με την Τερέζα είναι τραχύς, ένα μαγευτικό ταξίδι σε τόπους τόσο δύσβατους όσο και μαγευτικούς. Ο Μικέλ χάνει τον εαυτό του, βρίσκει τον εαυτό του, ψηλώνει και συρρικνώνεται, λιώνει από ευτυχία, ολισθαίνει, περνά όλα τα στάδια του πόνου, γκρεμίζεται στα βάραθρα.

Η ανατροπή του τέλους δεν αναιρεί την «συμπαντική αιωνιότητα» που χώρεσε μέσα σε δυο δευτερόλεπτα (μια αιωνιότητα ελάχιστων δευτερολέπτων που με σημάδευσε για όλη μου τη ζωή), εφόσον είναι πια ξεκάθαρο για τον «διπλά ευνουχισμένο» Μικέλ ότι

αυτό που δίνει λόγο ύπαρξης στους ανθρώπους είναι ο έρωτας, και ότι le dur désir de durer[1] μπορεί να λυθεί με τον έρωτα που σε διαιωνίζει.

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] η σκληρή επιθυμία της διάρκειας

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2020

Ιστορίες μεταναστών, Παναγιώτης Περιβολάρης

 Γεννήθηκα σε μια κωμόπολη του Ιράκ, στα σύνορα με την Τουρκία. Ο πατέρας μου ήταν ζωέμπορος και με πήρε μια μέρα να πάμε σ΄ένα χωριό ν’ αγοράσουμε κατσίκια. Όσο λείπαμε, ο Σαντάμ έριξε χημικά στην κωμόπολή μας. Όλοι σκοτώθηκαν. Μάθαμε τι είχε γίνει και γυρίσαμε αμέσως. Η μάνα μου και τα πέντε αδέρφια μου  είχαν πεθάνει. Ο πατέρας μου τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. Έμεινα ορφανός στα δεκάξι μου.

Γιασάρ Φ., Κούρδος από το Ιράκ

Δεκαοχτώ λιγοσέλιδες ιστορίες μεταναστών στην Ελλάδα, σε πρωτοπρόσωπη συνήθως καταγραφή –συμπυκνωμένες τραγωδίες που καθεμιά τους θα μπορούσε να είναι ολόκληρο μυθιστόρημα ή συνοπτικό σενάριο για κινηματογραφικό έργο, όπως βλέπουμε στις παραπάνω πέντε σειρές. Γιατί τα απλά σύντομα αυτά βιογραφικά διατρέχουν ζωές ανθρώπων που έζησαν στις πιο δύσκολες συνθήκες που μπορεί να ζήσει κανείς: πόλεμο, απώλεια, φτώχεια, προσφυγιά.

Είναι αληθινές ιστορίες από τις χιλιάδες που κουβαλάνε άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας∙ πολλοί απ’ αυτούς ενταγμένοι πια, πολλοί ακόμα στο περιθώριο, ξεχασμένοι κι απομονωμένοι. Λίγο πολύ γνωστές καταστάσεις αλλά δεν  μπορεί κανείς παρά να αισθανθεί συμ-πάθεια, και θαυμασμό για τις περισσότερες περιπτώσεις ανθρώπων που με απίστευτη καρτερία, σκληρή δουλειά, υπομονή και θέληση κατάφεραν ν’ αφήσουν πίσω τους ένα παρελθόν οδυνηρό, και να ξεκινήσουν ξανά και ξανά καινούρια ζωή σε συνθήκες δύσκολες ως απάνθρωπες, λαμβάνοντας υπόψη και τον ρατσισμό που φούντωσε στην Ελλάδα απέναντι σε Αλβανούς, Πακιστανούς, Αφγανούς μετά τη δεκαετία του ’90. Έτσι, γεννιέται στον αναγνώστη κι ένα είδος αγανάκτησης για τους «βολεμένους», όσους αντιμετώπισαν κι αντιμετωπίζουν με άκρως ρατσιστική συμπεριφορά  είτε τους οικονομικούς μετανάστες (που σίγουρα δεν αφήνουν τον παράδεισο πίσω τους) είτε τους πρόσφυγες σήμερα (το βιβλίο δεν έχει τέτοιες περιπτώσεις, που αποτελούν σίγουρα άλλη μεγάλη κατηγορία). Δεν έλειψαν βέβαια (όπως δεν λείπουν και τώρα) και οι περιπτώσεις όπου Έλληνες φέρθηκαν με μεγαλειώδη ανθρωπιά.

Οι περισσότερες ιστορίες είναι Αλβανών∙ μιλάει η Αρντιάνα που έφυγε κρυφά απ’ το σπίτι της γιατί την αρραβώνιασαν χωρίς να το θέλει (μετρούσα ήδη δέκα χρόνια στην Ελλάδα και η προηγούμενη ζωή μου έμοιαζε με σενάριο που το είχε γράψει τρίτος και εγώ το διάβαζα σα να αφορούσε κάποιον άλλο. Δεν είχαν νοιαστεί καθόλου οι δικοί μου τι να είχα απογίνει τόσα χρόνια)∙ ο Ζαμφίρε που μιλάει για το κακορίζικο «Λελέκι», που δεν πρόλαβε καν να περάσει στη γη της επαγγελίας∙ η Μανιόλα Κ. που περιγράφει τις τρομερές δυσκολίες να μεγαλώσει τρία παιδιά εφόσον ο άντρας της την εκμεταλλευόταν, την απατούσε και την εγκατέλειψε χωρίς άδεια παραμονής και χωρίς χαρτιά∙ οΤζελάλ που αφηγείται τη  γνωριμία του με το «καρφί», με τον Αρντιάν, που του προσδιόρισαν τη ζωή αναγορεύοντάς τον σε ρουφιάνο∙ ο Πελλούμπ που είναι και ομοφυλόφιλος∙ η δεκατετράχρονη Χάνκο, που αναλαμβάνει από τις συγκυρίες όλη την πενταμελή οικογένεια προκειμένου να σπουδάσει ο μεγάλος αδερφός, και καταφέρνει μεσα στις δύσκολες συνθήκες να πάει στο σχολείο (αν αισθάνομαι άσχημα, που θυσίασα τα όνειρά μου; Όχι, τα αδέρφια μου έχουν προχωρήσει στη ζωή τους κι αυτό με γεμίζει ανείπωτη χαρά)∙ ο Μαρτίνο που ήρθε πολύ μικρός με την οικογένεια παράνομα το 1995 και ζει με την αδερφούλα του τη βία των αστυνομικών που έχουν συλλάβει τους γονείς∙ η Ματίλντα με δυο παιδιά που καταφέρνει να μπει σε λογιστήριο, αλλά στα πενήντα της απολύεται και ταυτόχρονα ανακαλύπτει ότι ο άντρας της έχει παράλληλη οικογένεια∙ ο Γκεζίμ που κλασικά τον εκμεταλλεύονται μαζί με άλλους συμπατριώτες του να μαζέψουν ελιές, και τους καρφώνουν  απλήρωτους για να τους απελάσουν, ενώ μετά από 25 χρόνια περιπέτειες ακόμα δεν έχει ελληνική ταυτότητα (νιώθω ότι ένα κομμάτι της Ελλάδας με τιμωρεί, κι ας τίμησα με τη δουλειά μου αυτή τη χώρα, κι ας τη έκανα δεύτερη πατρίδα μου. Μετά κοιτάζω τη γυναίκα μου και τους δυο γιους μου και η καρδιά μου πλημμυρίζει χαρά. Και θυμάμαι ότι δεν είναι τα χαρτιά που σε δένουν μ’ έναν τόπο, αλλά οι άνθρωποι) ∙ ο Φεστίμ που ήταν ο πρώτος μαθητής αλλά αντιμετώπιζε καθημερινά τον ρατσισμό των συμμαθητών και των καθηγητών του.

Όμως, έχουμε και ανάλογες μαρτυρίες μεταναστών από Πακιστάν, Ιράκ (Κούρδου), Γεωργία, Αφγανιστάν, Ουκρανία, μέχρι και… Αγγλία. Ο Πακιστανός Ιμράν, σήμερα 25 χρονών, έφτασε στην Ελλάδα όταν ήταν 6 και καθώς έβλεπε τα αδέρφια του να φεύγουν ένας ένας για το Πακιστάν κάτω από την «πατρική εντολή» να παντρευτούν ένα άτομο που δεν το γνώριζαν, καταφέρνει να δώσει πανελλήνιες, να περάσει σε κάποιο ΤΕΙ και να βρει δουλειά (ήμουν τυχερός που βρήκα τη δύναμη να κάνω αυτό που θέλω εγώ). Η οδύσσεια του Αχμάντ από το Αφγανιστάν, όπως και του Καμπίρ που ήταν εξαιρετικός μαθητής κι είχε το όνειρο να γίνει γιατρός, έχει να κάνει με τον ακραίο ρατσισμό απέναντι ειδικά στους Αφγανούς (Αφγανέ βρομιάρη λαθροετανάστη). Η Μζία από την Γεωργία ήρθε στην Ελλάδα 44 χρονών αφήνοντας πίσω της δυο ανήλικα παιδιά κι αντιμετώπισε βρισιές και απαγορεύσεις καθώς φρόντιζε κατάκοιτους, πάντα με τον φόβο της παρανομίας εφόσον δεν είχε χαρτιά. Συγκλονίζει η αφήγηση της Μαρίας Κχ. Από το Κίεβο, που δούλεψε μια ολόκληρη ζωή  στην Ελλάδα αφήνοντας τον δεκάχρονο γιο της Όλεγκ πίσω, στέλνοντας όλες της τις οικονομίες για να στεριώσει ο μεγάλος πια Όλεγκ την επιχείρησή του, για να μάθει μετά από χρόνια ότι ο μονάκριβός της σκοτώθηκε από τροχαίο…

Τέλος, μοναδική είναι και η ιστορία του Μιχάλη Κ., Αιθίοπα «αγνώστου πατρός» αλλά ελληνικής καταγωγής (όπως δηλώνει και το όνομα), που αντιμετωπίζει τον απίστευτο ρατσισμό που αντιμετωπίζουν «διπλά» οι έγχρωμοι.

Είναι αυτονόητο ότι τα κύματα των μεταναστών/προσφύγων που κατακλύζουν όχι μόνο τη χώρα μας αλλά έχουν γίνει χρόνιο σύμπτωμα της σύγχρονης παθογένειας, κουβαλάνε μαζί τους χιλιάδες ιστορίες, χιλιάδες μικρές ή μάλλον μεγάλες τραγωδίες. Άνθρωποι που χάθηκαν, άνθρωποι που λύγισαν, άνθρωποι που πάλεψαν με απίστευτες δυνάμεις για να έχουν τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια και να ορίσουν τον εαυτό τους, και άνθρωποι που μεγαλούργησαν από ανθρωπιά και αγάπη. Αξίζει ένα μπράβο στον συγγραφέα, που ως δικηγόρος ήρθε σε άμεση επαφή με πολλές περιπτώσεις μεταναστών, και ανέδειξε έστω μέσα από αυτό το ελάχιστο δείγμα την κοινωνική αυτή πληγή, που την προσπερνάμε και δεν δίνουμε σημασία. Γιατί, την πιο μεγάλη σημασία την διατυπώνει ο Φώτης-Φεστίμ από την Αλβανία, που δεν βρίσκεται τυχαία και στο τέλος του βιβλίου:

Ακόμα έχω μέσα μου πίκρα για όσα συνέβησαν στα μαθητικά μου χρόνια. Όχι τόσο για τους ρατσιστές. Απ’ αυτούς δε έχω να περιμένω τίποτα διαφορετικό. Το πρόβλημα το έχω με όλους τους υπόλοιπους. Αυτούς που αδιαφορούν και σωπαίνουν για όσα τραβάνε οι μετανάστες και τα παιδιά τους στην Ελλάδα και με όσους κατέχουν θέσεις εξουσίας και δεν κόβουν τον βήχα των ρατσιστών, για λόγους σκοπιμότητας. Αν κάποιοι σήκωναν το ανάστημά τους απέναντι στον ρατσισμό, η Ελλάδα θα ήταν μια πολύ καλύτερη χώρα.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Νοεμβρίου 27, 2020

Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου, Τατιάνα Κίρχοφ

 Πάντα να προσπαθείς, πάντα να αποτυγχάνεις.

Δεν πειράζει. Ξαναπροσπάθησε.

 Ξαναχάσε. Ξαναχάσε καλύτερα.

(Fail better)

Σ. Μπέκετ

Πρόκειται πράγματι για  -έντεκα τον αριθμό- ιστορίες/αφηγήσεις, ανθρώπων με δύσκολα βιώματα, που φτάνουν στην ανάγκη να απευθυνθούν σε ψυχοθεραπευτή,  ή, έστω,  κοντεύουν στα πρόθυρα. Κυρίως όμως είναι οι ίδιες οι ιστορίες τόσο έξυπνα και διεισδυτικά παρουσιασμένες που αποτελούν ψυχογραφήματα, ενώ ταυτόχρονα ως ψυχογραφήματα αποτελούν σκληρή κριτική στις αβίωτες κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τα προβλήματα. Όλες οι αφηγήσεις χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, όχι τόσο από την πλοκή, εφόσον συνήθως οι καταστάσεις είναι οικείες, κλασικές, παρμένες από τον παραλογισμό της σύγχρονης εποχής, αλλά γιατί είναι έξυπνος και ιδιότυπος ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται. Συνήθως  είναι πρωτοπρόσωπες (στις εννιά από τις έντεκα ο αφηγητής είναι και ο κεντρικός ήρωας), και συνήθως απευθύνονται σε β΄ενικό σε κάποιον νοερό ακροατή (καθηγητή, ψυχολόγο, γονιό, κ.α.). Έχουν δηλαδή καθαρά εξομολογητικό χαρακτήρα, κι έτσι εκφράζουν μια προσωπική κατάσταση, μια ξεχωριστή οπτική γωνία και τέλος-τέλος, μιαν Αλήθεια που υπερβαίνει την πεζή, καθημερινή  πραγματικότητα. Ακραίο παράδειγμα η αφήγηση ενός… νεκρού, και η αφήγηση κάποιου που πάσχει από Alzheimer.

Μέσα από τα τραύματα αναδεικνύονται ως θέματα οι δύσκολες σχέσεις με γονείς (πολύ αυστηρός και αυταρχικός πατέρας, απαξίωση του παιδιού που έρχεται πάντα δεύτερος μετά τον πρωτότοκο, μικροαστικός καθωσπρεπισμός/τυπικότητα), η αρρωστοφοβία που φτάνει κι ως την αυθυποβολή (που πάλι τα αίτιά της ανάγονται στην παιδική ηλικία), η χρόνια αρρώστια, η άνοια, η κατάθλιψη, η αποτυχία, ο θάνατος, η μοναξιά, ο χωρισμός. Και φυσικά όλ’ αυτά συμπλέκονται πολλές φορές, καθώς ξετυλίγονται τα βαθύτερα αίτια και οι συνέπειες τραυματικών καταστάσεων, που γυρεύουν τη λύτρωση.

Κάποιοι απ’ τους ήρωες καταφέρνουν και βρίσκουν το δρόμο τους μέσα από τις ζοφερές καταστάσεις, κάνουν την «επανάστασή» τους, είτε αντλώντας μόνοι τους τη δύναμη, είτε με τη βοήθεια του ψυχοθεραπευτή. Το πιο  τρανταχτό παράδειγμα, η φοιτήτρια της Νομικής που έζησε πολύ ζόρικη παιδική ηλικία, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο αλλά η καρδιά της χτυπούσε για το θέατρο: ήταν σαν να μην είχα προσωπικότητα. Δεν μπορούσα να με βρω, δεν ήξερα ποια ήμουν, δεν είχα ταυτότητα. Και μετά την «εσωτερική της επανάσταση», που την παρακολουθούμε βήμα-βήμα: Ήμουν χαρούμενη και χαμογελαστή.  Μίλαγα ψιθυριστά γιατί ένιωθα πως αυτή ήταν δικιά μου, η πιο δικιά μου ιδέα, το πιο δικό μου δικαίωμα/είμαι πιο ευτυχισμένη από ποτέ, αν έχω υπάρξει ποτέ ξανά ευτυχισμένη δηλαδή.

Μα και το «καλό κορίτσι» που πάσχει από αρρωστοφοβία, μια ψυχολογική πάθηση από την οποία πάσχει η μάνα της (τέσσερις φορές μέσα στο διήγημα οι υποενότητες αρχίζουν από τη φράση «Η μαμά έχει αρρωστοφοβία. Εγώ έχω αρρωστοφοβία»), αφού περνά από διάφορα στάδια αυτοεγκατάλειψης, παραίτησης κλπ, με τη βοήθεια ψυχολόγου αυτή τη φορά μπορούσε να βλέπει τη μάνα της «με τα μάτια του πατέρα της, ενός ανθρώπου που αντιλαμβανόταν την παράνοιά της, αλλά την αγαπούσε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να την αφήσει). Σπαραχτική είναι και η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να βοηθήσει τη μάνα της, όπως έκανε κι ο ψυχολόγος μαζί της, γιατί, όπως εξομολογείται: κατάλαβα σιγά σιγά πως κανένας δεν μπορεί να σώσει κανέναν, αν ο πνιγμένος δεν ζητήσει βοήθεια για να σωθεί.  

Δεν επέρχεται βέβαια πάντα η «θεραπεία», παρά ίσως κάποια λύτρωση με παράδοξο τρόπο, όπως του φαντάρου που στέλνει εξομολογητική επιστολή στους γονείς του, όπου τους γράφει όσα ποτέ δεν τους είπε, και εξηγεί την τελική του απόφαση. Εξίσου οδυνηρή είναι και η αφήγηση του ήρωα στο διήγημα «Αποφάσεις», ενός ηλικιωμένου που προβαίνει σε μια πολύ δύσκολη απόφαση με πολύ ακριβό τίμημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα χρόνιας πάθησης του εγγονού του.

Η χρόνια πάθηση φαίνεται ότι απασχολεί ιδιαίτερα την συγγραφέα, η οποία αφιερώνει τρία διηγήματα. Στο «Μονόλογος», ο ήρωας/αφηγητής ξεδιπλώνει όλη του την εμπειρία, τα στάδια αυτού που πάσχει από Alzheimer, συμπεριλαμβανομένων και των ασκήσεων στις οποίες τον υποβάλλει η νευροψυχολόγος, ενώ από τις πιο ωραίες σελίδες του βιβλίου είναι το παραλήρημα του τέλους όπου, απαντώντας σε ερωτήματα της ψυχολόγου,  συμπυκνώνεται όλη του η ζωή. Στο διήγημα «Δελφίνια», ο ήρωας από μια περίεργη μάλλον ψυχασθένεια, χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του, ώσπου δεν υπάρχει επιστροφή. Ωστόσο, κι εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία, η συγγραφέας βάζει σε λέξεις αυτό που ίσως αισθάνεται ένας άνθρωπος νέος, που βλέπει να συρρικνώνεται μέρα τη μέρα. Μας μεταφέρει την εμπειρία να πεθαίνεις και να φεύγεις οριστικά από τους αγαπημένους σου (διαπίστωσαν τον θάνατό μου που είχε συμβεί ακριβώς τη στιγμή που η μαμά ξύπνησε και ρώτησε αν όλα ήταν καλά. Δεν θέλω να ξέρω πόσο κλάψανε, θέλω να τις θυμάμαι να γελάνε, να γελάνε και να σχεδιάζουν ταξίδια, να γελάνε και να ερωτεύονται, να γελάνε και να ζουν).

Ιδιαίτερη οπτική γωνία σε σχέση με τον θάνατο έχει και το διήγημα «Μέθοδος αναπόλησης», όπου ο άντρας αφηγητής βλέπει με παθητικότητα την αδερφή του, που με πρακτικότητα και λογική αδειάζει το σπίτι του νεκρού τους πατέρα, και τακτοποιεί τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενώ εμείς αντιστικτικά βλέπουμε το συναισθηματικό ξεχείλισμα του αφηγητή προς τον πατέρα. Ακόμα απ’ το γηροκομείο όπου ήταν κλεισμένος τα τελευταία χρόνια από άνοια η ενσυναίσθηση φέρνει κοντά γιο και πατέρα(άλλωστε η αξιοπρέπεια δεν χάνεται επειδή ξεχνάς. Δεν εδρεύει σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου για να εκφυλιστεί), για να κορυφωθεί στη σχέση με το αγαπημένο ρολόι που φορούσε ο πατέρας στο δεξιό του χέρι.

Αιφνιδιάζει «Η μοναξιά του απέναντι», γιατί ο αφηγητής, όπως αποκαλύπτεται σιγά σιγά είναι ο ίδιος ο ψυχολόγος, που απευθυνόμενος σε κάποια Τατιάνα, αποκαλύπτει την ευάλωτη, ευαίσθητη, αδύναμη πλευρά του. Τέλος, εξαιρετικά πρωτότυπη βρήκα την ιστορία «Πόρτες», όπου ο ηλικιωμένος καθηγητής  παίζει τάβλι με τον νεαρό του μαθητή που ζητά την συστατική του επιστολή. Εδώ κάθε ζαριά ανοίγει τόσες πιθανότητες όσες επιλογές έχει κανείς και στη ζωή του. Ο μονόλογος του καθηγητή είναι μια διαρκής αντιπαραβολή με τα σταυροδρόμια που ανοίγονται στην πορεία του καθένα και τον τρόπο με τον οποίο παίρνει τις αποφάσεις του, για να καταλήξει μέσα από την τύχη που φέρνουν τα ζάρια στην πιο σοφή ίσως συμβουλή που έδωσε στον μαθητή του:

Οι πολλές επιλογές στη ζωή είναι για να μας δίνουν ευκαιρίες, όχι για να μας τις στερούν. Και τα πολλά πτυχία και οι γνώσεις είναι για να μας δίνουν ευκαιρίες, όχι για να μας δεσμεύουν. (…) Κανένα χαρτί δεν αξίζει να σου στερήσει τη χαρά. Δεν μάτωσες τόσα χρόνια για να μη μπορείς να είσαι ευτυχισμένος.(…)Και μη στενοχωριέσαι που έχασες μια παρτίδα στο τάβλι. Παιχνίδι είναι. Όπως και η ζωή. Ξαναπροσπάθησε. Ξαναχάσε. Ξαναχάσε καλύτερα.

Χριστίνα Παπαγγελή 

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2020

Το τοτέμ του λύκου, Ζιανγκ Ρονγκ

 Εμείς οι Μογγόλοι είμαστε οικονομικοί επαναστάτες. Όταν πεθαίνουμε,

μας βάζουν σ’ ένα κάρο και μετά πηγαίνουν νότια και

όπου πέσει το κορμί μας, οι λύκοι θα κάνουν το επόμενο τσιμπούσι.

Το «τοτέμ[1] του λύκου» είναι μια παράδοση που χαρακτήριζε τις φυλές των Κουάνγκ-ρονγκ και των Ούννων από τα βάθη των αιώνων και που διατηρήθηκε μέχρι σχεδόν στις μέρες μας, ένα είδος πνευματικής κληρονομιάς που επέτρεψε στους λαούς της Εσωτερικής Μογγολίας (περιοχή που τώρα ανήκει στην Κίνα) να επιβιώσουν ως νομάδες στα απέραντα βοσκοτόπια της. Το τοτέμ του λύκου είναι μια ολόκληρη κουλτούρα επιβίωσης στους λαούς αυτούς (των οποίων απόγονοι είναι Ούννοι και Τούρκοι), που παρακολουθώντας τη ζωή, την εξυπνάδα, τις στρατηγικές αλλά και τις αξίες που διέπουν την αγελαία ζωή των λύκων, μυούνταν στη διατήρηση της ισορροπίας (η παρουσία των λύκων είναι ο οικολογικός δείκτης για την ύπαρξη του βοσκότοπου). Στο βιβλίο αυτό, ο Κινέζος Ζιανγκ Ρονγκ προφανώς βασισμένος στις προσωπικές του εμπειρίες (εργάστηκε εθελοντικά στις στέπες της Εσωτερικής Μογγολίας κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, μαθαίνοντας από κοντά τους τρόπους «συμβίωσης» των νομάδων και των λύκων) μεταφέρει με πολύ γλαφυρό τρόπο έναν πολύ διαφορετικό τρόπο όχι μόνο ζωής αλλά (οικο)σοφίας των νομαδικών λαών, ένα διαφορετικό σύστημα αξιών πάνω στο οποίο ενδεχομένως στηρίχτηκε όλη η εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Έτσι, το βιβλίο έχει άκρως κοινωνικο/ανθρωπολογικό ενδιαφέρον.

Ο κύριος ήρωας είναι ο Κινέζος φοιτητής Τσεν Ζεν, που μαζί με άλλους σπουδαστές (από τους οποίους ξεχωρίζει ο Γιανγκ Κε) στα τέλη του 1960 φτάνουν από το Πεκίνο στην Εσωτερική Μογγολία, στα βοσκοτόπια του Ολόν Μπουλάγκ (ιστορικά αποτελούσε το νότιο πέρασμα ανάμεσα στη Μαντζουρία και στις μογγολικές στέπες και, κατά συνέπεια, πεδίο μάχης ανάμεσα σε πολλού λαούς και νομαδικές φυλές). Είναι μια τεράστια περιοχή που την διεκδικούν οι αγρότες από τους νομάδες και αποτελεί, ιδιαίτερα την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η πλοκή, πεδίο σύγκρουσης των δύο διαφορετικών τρόπων διαβίωσης.

Ο Τσαν Ζεν και ο Γιανγκ μαθητεύουν δίπλα στον γερο- Μπίλτζι και την οικογένειά του (Μπίλτζι στην Μογγολική γλώσσα σημαίνει σοφός), τον τελευταίο ίσως από τους νομάδες που έκλεισε τον κύκλο της ζωής του επιβιώνοντας όπως χιλιάδες βοσκοί πριν απ’ αυτόν, λατρεύοντας τον ουράνιο Τένγκερ, και αγαπώντας το ιερό βουνό κι όλον τον βιότοπο. Ο Μπίλτζι κι η οικογένειά του (κυρίως), αλλά και οι εκτροφείς αλόγων, οι γελαδάρηδες, οι βοσκοί προβάτων, από πάππου προς πάππο επιδίδονται σ’ έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, χωρίς όμως να πάψουν να σέβονται, να αγωνιούν και να θαυμάζουν τον λύκο, έχοντας τον ως «πνευματικό οδηγό», μιας και «το τοτέμ του λύκου ήταν η ψυχή του βοσκότοπου, το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου πνεύματος των κατοίκων του». Οι λύκοι κι ο «μετρημένος» αγώνας εναντίον των λύκων διατηρεί την οικολογική ισορροπία (αν αφανίσουμε όλους τους λύκους, τα βοσκοτόπια θα χαθούν, και πώς θα επιζήσουν οι άνθρωποι;/όποιος δεν σέβεται τους λύκους δεν είναι αληθινός Μογγόλος), κι αυτό είναι μια βαθιά χωνεμένη σοφία για τους λαούς που έχουν μάθει να συμβιώνουν μ’ ένα από τα πιο ευφυή όντα του πλανήτη. Οι Μογγόλοι θεωρούν ότι οι λύκοι έχουν διαδραματίσει πολύ σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στη δική τους ιστορία, αλλά στη ζωή των Κινέζων και άλλων λαών. Σ’ αυτά τα μέρη, ο Μογγόλος προτιμά να πεθάνει από το κρύο παρά να σκεπαστεί με δέρμα λύκου, γιατί έτσι προσβάλλει τους θεούς της Μογγολίας και η ψυχή του δεν θα πάει στον Τένκερ.

Ο Μπίλτζι μαζί με τους μαθητευόμενούς του προσεύχεται στον Τένγκερ, τον ουρανό των Μογγόλων, στον οποίο καταλήγουν όλα τα πλάσματά του (σε τούτον τον τόπο μόνο οι βοσκοί και οι λύκοι καταλαβαίνουν τους κανόνες που θέτει ο Τένγκερ). Ενδεικτικός  του διαφορετικού ήθους, ήταν ο τρόπος ταφής των νεκρών στον τόπο αυτόν: άφηναν το νεκρό σώμα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο στην κορφή του ιερού βουνού και την απέθεταν σε κοινή θέα για να το καταβροχθίσουν οι λύκοι («ουράνια ταφή»): η «ουράνια ταφή» ολοκληρωνόταν όταν οι λύκοι δεν άφηναν τίποτα από το σώμα του νεκρού. Και λεγόταν έτσι επειδή οι λύκοι πετούσαν ως τον Τένγκερ κι έπαιρναν μαζί τους την ψυχή του νεκρού, σαν τους μαγικούς αετούς του Θιβέτ. Η έγνοια των ντόπιων ήταν να φαγωθούν ολόκληροι, για να φτάσει η ψυχή στην απόλυτη λύτρωση.

Μέσα απ’ τα μάτια του Τσεν Ζεν (σε γ΄ όμως ενικό), παρακολουθούμε τη θαυμαστή αυτή κοινωνία κυνηγών, νομάδων και λύκων, όπως και άλλων ζώων είτε εξημερωμένων (άλογα, πρόβατα, γελάδια, σκυλιά) είτε άγριων (γαζέλες, αγριόχηνες, ποντίκια, αρουραίοι, μαρμότες, αλεπούδες, σκίουροι, κουνέλια, κυνόμυες[2]) και τη «συνύπαρξή» τους (που μπορεί να σημαίνει και αλληλοφάγωμα), ώστε να αποτελούν ένα οικοσύστημα σε ισορροπία. Παρακολουθούμε τις στρατηγικές επιβίωσης μέσα σε καιρικές συνθήκες ακραίες (πολλή ζέστη, πολύ κρύο, παγωμένες λίμνες, άνεμοι, χιονοθύελλες κλπ) κατά τις τέσσερις εποχές του χρόνου (εφόσον οι σπουδαστές έμειναν δυο χρόνια εκεί).

Μέσα σ’ αυτά τα δυο χρόνια όμως, λόγω της εξάπλωσης της αγροτικής εκμετάλλευσης, έγιναν όσες αλλαγές δεν είχαν γίνει χιλιάδες χρόνια. Γιατί ουσιαστικά τη εκαετία του ’60 βρισκόμαστε ακριβώς στο μεταίχμιο του αγώνα ανάμεσα στην αγροτική κουλτούρα των Χαν και τον «πολιτισμό των λιβαδιών»: οι νομάδες προστάτευαν τη «μεγάλη ζωή»/η επιβίωση του βοσκότοπου και της φύσης ήταν πιο σημαντική από τις ανθρώπινες ζωές. Από την άλλη, οι καλλιεργητές προστατεύουν τις «μικρές ζωές»: σημαντικό για κείνους είναι οι άνθρωποι. Μα όταν εξολοθρεύεις τη μεγάλη ζωή, καταδικάζεις μαζί και τις μικρές.

Γιούρτα

Οι νομάδες μετακινούνται με την αλλαγή των εποχών, ζούνε σε μεγάλες σκηνές, τις «γιούρτες»[3] , βόσκουν πρόβατα, εκτρέφουν άλογα (βασικό μέσο μετακίνησης, φημισμένα τα μογγολικά άλογα σε ταχύτητα, δύναμη και αντοχή) ή γελάδια. Έκπληκτοι οι σπουδαστές παρακολουθούν από κοντά  (μαζί κι εμείς οι αναγνώστες) τις απίθανες  στρατηγικές των λύκων όταν π.χ. θέλουν να επιτεθούν σ’ ένα κοπάδι γαζέλες (η γαζέλα τρέχει απίστευτα γρήγορα και θεωρείται η υπ’ αριθμός 1 μάστιγα του βιότοπου γιατί τρώει ΣΥΝΕΧΕΙΑ), την επίθεση σε κοπάδια αλόγων, πώς παγιδεύουν τις μαρμότεςκ.α. Θαυμάζουν την ΥΠΟΜΟΝΗ της αγέλης των λύκων (ο πόλεμος θέλει υπομονή, οι ευκαιρίες έρχονται μόνο σε όποιον ξέρει να περιμένει) που περιμένουν τις γαζέλες να φάνε τόσο χορτάρι ώστε να βαρύνουν και να μην μπορούν να τρέξουν γρήγορα∙ που ξέρουν ότι είναι προτιμότερο να κυκλώσουν το κοπάδι από τρεις μεριές , παρά αν κλείσουν τον κύκλο ∙ που επιτίθενται τελείως αθόρυβα, σκοτώνουν και τρώνε μόνο όσες χρειάζονται ή τόσες ώστε να αφήσουν τις υπόλοιπες θαμμένες στο χιόνι ώστε να τις βρουν διατηρημένες τον χειμώνα («όποτε ο Τζένγκις Χαν τελείωνε ένα κυκλωτικό κυνήγι, άφηνε ένα μικρό μέρος των ζώων να φύγουν. Στη Μογγολία κάνουμε το ίδιο αιώνες τώρα κι ο λόγος για τον οποίο κυνηγάμε κάθε χρόνο είναι ότι, όπως οι λύκοι, δεν σκοτώνουμε όλα τα θηράματα»). Όμως και οι γαζέλες με τη σειρά τους οργανώνονται σε ομάδες τεσσάρων ή πέντε αρσενικών  δημιουργώντας μια φάλαγγα με αιχμηρά κέρατα για να ορμούν στους λύκους.

Με εξίσου κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε την οργανωμένη κι ανελέητη επίθεση των λύκων απέναντι σε κοπάδια αλόγων, μάλιστα ειδικά επιλεγμένων για στρατιωτικούς σκοπούς (έφιππο στρατό της Μογγολίας). Το ίδιο συντονισμένη γίνεται κι η επίθεση στα κοπάδια των αλόγων, όταν έχουν μικρά αλογάκια, πουλάρια που είναι απίθανος μεζές. Μα και ο τρόπος με τον οποίο αμύνονται τα εξίσου αγελαια ζώα, τα άλογα, είναι εντυπωσιακός: κάνουν κύκλο με τα κεφάλια προς τα μέσα, έτσι ώστε να αποκρούουν τις επιθέσεις των λύκων κλωτσώντας τους  στο δοξαπατρί.

Το ισχυρό μητρικό ένστικτο της λύκαινας είναι τέτοιας ισχύος, που έχει τη δύναμη να καλέσει όλη την αγέλη για να πάρει εκδίκηση όταν έχει χάσει τα παιδιά της. Μπροστά στο φάσμα του θανάτου δεν διστάζουν να κάνουν κι επίθεση αυτοκτονίας, απολύτως συνειδητά. Εκτός όμως από πράξεις αυτοκτονίας, προβαίνουν και σε πράξεις «ελέους» σκοτώνοντας άλλους λύκους πληγωμένους θανάσιμα, για να μην υποφέρουν. Ακόμα, σκοτώνουν παραπανίσια ζώα για να βρουν τροφή οι γέροι, άρρωστοι και πληγωμένοι λύκοι.  

Όλα τα ζώα των βοσκότοπων, αλλά κυρίως οι λύκοι διακρίνονται για ισχυρό πνεύμα συλλογικότητας, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Άπειρες ιστορίες αφηγούνται οι βοσκοί και οι κυνηγοί που αποδεικνύουν ότι όχι μόνο έχουν πνεύμα συλλογικό, αλλά είναι και πανέξυπνα. Έχουν έναν τρόπο να υπολογίζουν τον καιρό, τη μορφολογία του εδάφους, τις ευκαιρίες που είχαν, τη δύναμή τους κι εκείνη του εχθρού, τακτική και στρατηγική, μάχη σώμα με σώμα, μάχη τη νύχτα, κλεφτοπόλεμο, μάχη εν κινήσει, επιδρομές μεγάλου βεληνεκούς, ενέδρες, αστραπιαίες επιδρομές και τρόπο να συγκεντρώνουν τις δυνάμει τους για να εξουδετερώσουν τον εχθρό. Εντυπωσιακός είναι ο τελετουργικός «τέλειος» κύκλος που σχημάτισαν οι γκρίζοι λύκοι μετά τη δολοφονική σφαγή των αλόγων (να γιόρταζαν τη νίκη τους; Αποτελούσε ο κύκλος σημάδι τρελής έκστασης πριν από ένα μεγαλειώδες φαγοπότι;)

Παρόλ’ αυτά, ο πόλεμος μεταξύ λύκων και ανθρώπου παραμένει ανελέητος (-Πάπα, αφού οι λύκοι είναι οι θεόσταλτοι προστάτες του βοσκότοπου, γιατί τους σκοτώνουμε;). Σ’αυτό το δύσκολο ερώτημα ο Μπίλτζι απαντά με μια φράση δυσνόητη για τους Κινέζους, ότι όταν οι λύκοι γίνονται πάρα πολλοί, χάνουν τη θεϊκή τους δύναμη και γίνονται σατανικοί, θέλοντας με τον δικό του τρόπο να πει ότι πρέπει να υπάρχει ισορροπία ώστε να μπορούν να επιβιώσουν όλοι, και πάνω απ’ όλα ο βοσκότοπος. Ωστόσο, ο σεβασμός στο τοτέμ του λύκου επιβάλλει κάποιους ηθικούς κανόνες, ακόμα κι όταν σκοπός είναι να σκοτώσουν λύκους είτε για το πολύτιμο τομάρι τους, είτε για να προστατεύσουν τα κοπάδια. Έτσι ο γηραιός Μπίλτζι στον Τσεν δείχνει πώς βάζει παγίδες προσεκτικά, σπάνια παίρνουν λυκόπουλα από τη φωλιά τους στερώντας τα από τις λύκαινες, δεν χρησιμοποιούν ποτέ μπαρούτι, που το φοβούνται πολύ οι λύκοι, ούτε τους κυκλώνουν με φωτιές (αν κάναμε όλοι έτσι, ο Τένγκερ θα εξοργιζόταν και θα έφτανε το τέλος του βοσκότοπου/όταν καταστραφεί το τοτέμ ενός λαού, πεθαίνει και το πνεύμα του/ οι βοσκοί εδώ είναι λαμαϊστές. Οι λαμαϊστές πιστεύουν στις καλές πράξεις και απαγορεύουν το άμετρο κυνήγι).

Έτσι, όταν ο Τσεν αποφασίζει να πάρει ένα νεογέννητο λυκόπουλο από τη φωλιά του, εκτός του ότι αυξάνεται το ενδιαφέρον του… αναγνώστη, εκείνος είναι αντιμέτωπος με τρομερά διλήμματα που αφορούν τις διδασκαλίες του Μπίλτζι. Παρακολουθούμε τις τρεις συνεχείς προσπάθειες μέχρι να καταφέρει να πάρει εφτά (!!) λυκόπουλα, από τα οποία όμως κρατάει μόνο ένα. Καθησυχάζει τον εαυτό του με τη σκέψη ότι το μεγάλωμα ενός λυκόπουλου θα ήταν ένα επιστημονικό πείραμα που θα δημιουργούσε μια νέα ράτσα από λυκόσκυλα.  Η ανατροφή του μικρού λυκόπουλου δίνει αφορμές για απίστευτες παρατηρήσεις αλλά συμπίπτει χρονικά με την ολοένα και μεγαλύτερη επέμβαση της «Επαναστατικής Επιτροπής Ένωσης Μογγολίας», που στέλνει τον αντιπρόσωπό της και διοικητή της στρατιωτικής περιφέρεις Μπάο για να ελέγξει την κατάσταση και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους του μακελειού των αλόγων.

Η τραγωδία για τη νομαδική ζωή στο Ολόν Μπουλάνγκ αρχίζει: η νοοτροπία των Χαν (Κινέζοι) είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη (οι ντόπιοι την ονομάζουν «τακτική της ποσότητας έναντι της ποιότητας»). Κηρύσσουν ανελέητο πόλεμο κατά των λύκων, προτείνουν να εξοντώσουν τους λύκους με φωτιές (που βέβαια προκαλούν τεράστιες ζημιές), κι απειλεί όλους ότι αν δεν ακολουθήσουν τις διαταγές, θα χάσουν τη δουλειά τους.

Η Πολιτιστική Επανάσταση βλέπει τον λύκο σαν…. ταξικό εχθρό! Μα πέρα απ’ αυτό, είναι η εποχή της σκληρής κριτικής στα παλιά ήθη και έθιμα, μια κριτική που υπαγορεύει επίθεση στο «πύρινο σύνθημα των Κόκκινων Φρουρών», τα λεγόμενα «τέσσερα παλιά: παλιές ιδέες, κουλτούρα, ήθη και έθιμα». Έτσι ιδέες όπως η «ουράνια ταφή» κρίνονται εξοβελιστέες (για να συγκεντρώσουμε  τον μεγαλύτερο δυνατό πλούτο για το Κόμμα και το έθνος, πρέπει να βάλουμε τέλος στον οπισθοδρομικό, πρωτόγονο, νομαδικό τρόπο ζωής). Έτσι, από τη σελ. 300 περίπου και μετά παρακολουθούμε τη σταδιακή ερήμωση που προκαλούν οι ενέργειες των στρατιωτικών, που προωθούν την αγροτική εκμετάλλευση (αυτές τις μέρες κάνουν κουμάντο οι αξιωματούχοι της γεωργίας. Είναι πιο μορφωμένοι από μας και μιλούν κινεζικά). Μετά τον εντοπισμό και την τιμωρία των υπεύθυνων για την εξόντωση των επίλεκτων κοπαδιών αλόγων από τους λύκους, τα σχέδια του Μπάο ήταν απλά και σαφή: εξόντωση των λύκων και άνοιγμα καινούριων λιβαδιών (άλλωστε, ο πρόεδρος Μάο το είπε: «Μελετάμε τον εχθρό για να νικήσουμε»). Ο σκοπός είναι να χρησιμοποιήσουν την έκταση αυτή για καλλιέργεια σταριού. Οι νομάδες αντιστέκονται όσο μπορούν (ζούμε σα νομάδες για να δίνουμε στη γη την ευκαιρία να αναπνέει. Το κλειδί για την προστασία των βοσκότοπων είναι η μείωση του αριθμού των λύκων που σκοτώνουμε/αυτοί οι άνθρωποι βάζουν τη μεγάλη ζωή του βοσκότοπου πάνω απ’ τη δική τους. Δίχως να θέλω, όσους έρχονται από αγροτικές περιοχές τους θεωρώ σατανικούς), μα η δύναμη της εποχής είναι τεράστια.

Παρόλ’ αυτά, φαίνεται ότι οι νομάδες εφαρμόζουν πολύ καλύτερα τη διαλεκτική μέθοδο, με την έννοια ότι ακολουθούν τη μέση οδό συναιρώντας τα άκρα (οι Μογγόλοι είναι ειδικοί στο να χρησιμοποιούν τις αντιφάσεις για να φτάσουν στην ισορροπία, πετυχαίνοντας την ισορροπία με μία μόνο πράξη): Τα μογγολικά άλογα είναι δυνατά και γρήγορα γιατί εξασκούνται λόγω της απειλής των λύκων. Η εξημέρωση των άγριων αλόγων είναι από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, πολύ πιο σημαντική από τις τέσσερις μεγάλες εφευρέσεις των Κινέζων. Η ζωή και ο πολιτισμός των νομαδικών λαών βασίζεται στα άλογα,  μια μάχη βουτηγμένη στο αίμα και τον ιδρώτα. Όμως  χωρίς τους λύκους θα πολλαπλασιάζονταν τόσο πολύ που θα κινδύνευε τα χορτάρι (τα άλογα προκαλούν τη μεγαλύτερη ζημιά στο λιβάδι από κάθε άλλο ζώο).

Η αναζήτηση νέων λιβαδιών δίνει την ευκαιρία στους ήρωές μας να ανακαλύψουν τον τελευταίο ανέγγιχτο βοσκότοπο (όπως πριν τρεις χιλιάδες χρόνια), με πλούσιο χορτάρι, άσπρες παιώνιες, αγριόκυκνους και αγριόχηνες. Οι δυο βασικοί ήρωες, οι σπουδαστές Τσεν και Γιανγκ έχουν την τελευταία ευκαιρία να βιώσουν μια παρθένα κατάσταση, σπαράζει όμως η καρδιά τους όταν βλέπουν τον σταδιακό βιασμό της φύσης από την απληστία των ανθρώπων (κυνήγι αγριόκυκνου, εξαφάνιση μαρμότας, εξουθενωτικό και ταπεινωτικό κυνήγι λύκου, αθέμιτα μέσα π.χ. δηλητήρια, βόμβες, φωτιές κλπ, αδιανόητα δηλαδή μέσα για τους λαμαϊστές). Εκτός από τη μονάδα κτηνοτροφίας που σχεδιάζαν οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί, έβαζαν σιγά σιγά τα θεμέλια για οικισμούς, και εγκαταστάσεις, εργοτάξια, αποθήκες, αρχηγεία, κλινικές.

Κανένας πια δεν θα μπορούσε να σταματήσει την έκρηξη του αγροτικού πληθυσμού ή το διαγούμισμα που έκαναν στα βοσκοτόπια. Οι πληγές του ηλικιωμένου Μπίλτζι, συσσωρεύονται και γίνονται πια αθεράπευτες. Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ήταν ο τελευταίος νομάδας που έζησε, πέθανε και τάφηκε όπως χιλιάδες νομάδες πριν απ’ αυτόν, σύμφωνα με τον Τέγκερ, γιατί όπως επαναλάμβανε όσο ζούσε,  

το τοτέμ του λύκου ήταν η ψυχή του βοσκότοπου, το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου πνεύματος των κατοίκων του

γιατί

τους κανόνες του βοσκότοπου τους είχε θέσει ο ουρανός, δηλαδή το σύμπαν


Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η λέξη Τοτέμ προέρχεται από ινδιάνικες φυλές του Καναδά και περιγράφει κάθε φυσικό αντικείμενο, ζώο, ή φυτό, για το οποίο πιστεύουν ότι έχει ιερές ιδιότητες κι έτσι το εκτιμούν ως προστάτη της πατριάς, της φυλής, και, γενικότερα ως γενάρχη. Κάθε φυλή έχει και το δικό της τοτέμ κι απαγορεύεται κανείς να το πειράξει ή να το θίξει ακόμη και να αναφέρει τ' όνομά του.https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%84%CE%AD%CE%BC

[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%85%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CF%85%CF%82

[3] Μια παραδοσιακή γιούρτα (από τις τουρκικές γλώσσες) ή γ(κ)ερ (μογγολικά) είναι μια φορητή, στρογγυλή σκηνή, που καλύπτεται με δέρματα ή τσόχα και χρησιμοποιείται ως κατοικία από διάφορες νομαδικές ομάδες στις στέπες της Κεντρικής Ασίας (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CF%81%CF%84%CE%B1)