Απλώς δεν είμαστε καλοί στους ρόλους μας,
Αλλιώς ο κόσμος θα είχε κερδίσει σε ύφος.
Μ’ άλλα λόγια είμαστε κακοί θεατρίνοι,
όχι κακοί άνθρωποι.
Αυτό είναι όλο.
Αλλιώς ο κόσμος θα είχε κερδίσει σε ύφος.
Μ’ άλλα λόγια είμαστε κακοί θεατρίνοι,
όχι κακοί άνθρωποι.
Αυτό είναι όλο.
Το γνώριμο ύφος του Γκράχαμ Γκρην, αποστασιοποιημένο, διεισδυτικό αλλά και με μια δόση πικρού χιούμορ, σ’ ένα έργο που θα το χαρακτήριζα πολιτικό, μια και διαγράφει την Αϊτή του φοβερού δικτάτορα Φρανσουά Ντιβαλιέ (γνωστού και ως Παπα- Ντοκ ή βαρόνου Σαββάτο, ο οποίος σύμφωνα με τη μυθολογία του Βουντού, στοιχειώνει τα νεκροταφεία όπου και σεργιανά φρακοφορεμένος με ψηλό καπέλο και πούρο). Η θέση του συγγραφέα ενάντια στο καθεστώς αυτό γίνεται σαφής μέσα από τους μυθιστορηματικούς του ήρωες.
Δεκαετία του ’50, δηλαδή εποχή μεγάλης παρακμής για την πρώτη χώρα του κόσμου -μετά τις ΗΠΑ -που απέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία∙ εποχή διώξεων, όπου θέριζαν «οι μπόυδες του προέδρου, δηλαδή η παραστρατιωτική οργάνωση «Τοντόν Μακούτ»∙ εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης και φτώχειας, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των σχέσεων με τους Αμερικάνους. Σ’ αυτό το σκηνικό, καταφτάνει στην Αϊτή το πλοίο όπου συνταξιδεύουν οι βασικοί ήρωες του μυθιστορήματός μας, οι επονομαζόμενοι από το συγγραφέα θεατρίνοι.
Δεκαετία του ’50, δηλαδή εποχή μεγάλης παρακμής για την πρώτη χώρα του κόσμου -μετά τις ΗΠΑ -που απέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία∙ εποχή διώξεων, όπου θέριζαν «οι μπόυδες του προέδρου, δηλαδή η παραστρατιωτική οργάνωση «Τοντόν Μακούτ»∙ εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης και φτώχειας, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των σχέσεων με τους Αμερικάνους. Σ’ αυτό το σκηνικό, καταφτάνει στην Αϊτή το πλοίο όπου συνταξιδεύουν οι βασικοί ήρωες του μυθιστορήματός μας, οι επονομαζόμενοι από το συγγραφέα θεατρίνοι.
Ο ήρωας- αφηγητής Μπράουν, γυρολόγος –«επιχειρηματίας»- (ομολογώ ότι τα διάφορα επαγγέλματα που άσκησα κατά καιρούς δεν ήταν όλα από κείνα που μπορεί να περιλάβει κανείς σ’ ένα επίσημο βιογραφικό σημείωμα), αγγλικής καταγωγής, γεννημένος στο Μόντε Κάρλο, από άγνωστο πατέρα και μισοάγνωστη μητέρα (το τελευταίο της όνομα ήταν κόμισσα ντε Λασκό Βιλιέρ, και δεν είναι σίγουρος αν ήταν Γαλλίδα ή Μονεγάσκα, γιατί Αγγλίδα μια φορά δεν ήταν). Μεγαλωμένος αυστηρά σε ιησουίτικο κολλέγιο, με πολλά βραβεία στα Λατινικά αλλά μια αδιόρθωτη τυχοδιωκτική φύση. Από το καζίνο του Μοντε Kάρλο στο καζίνο του Πορτ-Ω- Πρενς ξαναγυρίζει ανέλπιδος σε μια χώρα όλο φόβο και απόγνωση για να πουλήσει το –άδειο και ρημαγμένο πια- ξενοδοχείο του οποίου είναι ιδιοκτήτης μετά το θάνατο της ιδιόρρυθμης μητέρας του.
Ο δεύτερος θεατρίνος είναι ο πρώην υποψήφιος πρόεδρος στις εκλογές του 1948 στις ΗΠΑ, κ. Σμιθ (σ’ αντίθεση με τον Τζόουνς, όλη του η εμφάνιση ανάδινε μια γνησιότητα), ο οποίος, μαζί με την εξωστρεφή γυναίκα του, αποτελούν ένα ζευγάρι εξωπραγματικών ιδεολόγων, -χορτοφάγων/οικολόγων/ακτιβιστών, που δε φαίνεται να’ χουν καθόλου συναίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας και των επικίνδυνων συνθηκών στις οποίες εκθέτουν τους εαυτούς τους. Είναι τόσο αιθεροβάμονες που σκοπεύουν να ιδρύσουν στην Αϊτή ένα «κέντρο χορτοφαγίας»!
Τέλος, ο σημαντικότερος πρωταγωνιστής, ο πιο χαρακτηριστικός θεατρίνος, του οποίου την πραγματική ταυτότητα κανένας δε μπόρεσε να εξιχνιάσει μέχρι τέλους, ο «ταγματάρχης» Τζόουνς (εξακολουθούσα να μη μπορώ να τον δω σαν ταγματάρχη). Πληθωρικός, φιλικός, θερμός, εγκάρδιος, με χιούμορ, όμως με σκοτεινές προθέσεις και σκοτεινό παρελθόν. Αθεράπευτος παραμυθάς σαγηνευτικών ιστοριών, διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο στη Βιρμανία με τους Γιαπωνέζους όπου έχασε μια διμοιρία στη ζούγκλα, για ν’ αποκαλύψει ο ίδιος στο τέλος, όταν δεν έχει πια στον ήλιο μοίρα, ότι ποτέ δεν έχει πάει πέρα από το ζωολογικό κήπο της Καλκούτας. Μαέστρος στα χαρτιά λόγω της ικανότητας να καταλαβαίνει ψυχολογικά την προσωπικότητα του αντιπάλου (η ψυχολογία νικά πάντα τα μαθηματικά) , δίνει στους άλλους τον αέρα της σιγουριάς και της υπεροχής.
Όλοι συμπαθούν τον Τζόουνς, όλους τους κάνει να γελούν, όλοι τον υπερασπίζονται, κι ο Μπράουν προσελκύεται ιδιαίτερα από την αντιφατική προσωπικότητα του:
Καθένας μας πάσχιζε αδιάκοπα να αποσπάσει από τον άλλον πληροφορίες και αποδείξεις, αν και στα σοβαρά ζητήματα προσποιούμασταν κι οι δυο πως πιστεύαμε τις ιστορίες που έλεγε ο ένας στον άλλο. Ίσως όμως οι άνθρωποι που κομματιάζουν και σκορπάνε τη ζωή τους, πότε για χάρη μιας γυναίκας, πότε για χάρη ενός συνέταιρου και πότε για χάρη του ίδιου τους του εαυτού, έχουν τη δυνατότητα να αλληλογνωρίζονται. Πάντως πριν η σχέση μας τελειώσει, ο Τζόουνς κι εγώ είχαμε καταφέρει να μάθουμε μερικά πράγματα ο ένας για τον άλλον, μιας και κανείς, λέει πότε πότε, όποτε μπορεί, και καμιάν αλήθεια.
Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα θα μπορούσε επίσης κανείς να χαρακτηρίσει και την ερωμένη του Μπράουν, τη Μάρθα, γυναίκα του πρέσβη της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Πρόκειται για μια σχέση από το πρώτο ταξίδι στην Αϊτή, κρυφή, παθιασμένη και βασανιστική, που θυμίζει λίγο τη σχέση στο «Τέλος μιας υπόθεσης». Και σ’ αυτό το έργο η γυναίκα έχει μια ιδιαίτερη ειλικρίνεια και ευθύτητα (Ναι. Δεν υποκρινόταν, δεν παρίστανε, δεν υποδυόταν ένα ρόλο. Αντίθετα απαντούσε ξεκάθαρα σ’ ό, τι τη ρωτούσες και ποτέ της δεν έκανε ότι της άρεσε κάτι που την απωθούσε η πως αγαπούσε κάποιον που της ήταν αδιάφορος. Έτσι, η αποτυχία μου να την καταλάβω οφειλόταν αποκλειστικά στο ότι δεν είχα καταφέρει να της κάνω τις σωστές ερωτήσεις και η καθαρή αλήθεια είναι πως αυτή τουλάχιστον δεν ήταν θεατρίνα).
Ο Γκράχαμ Γκρην αποδεικνύεται μάστορας στην περιγραφή του πάθους που συνορεύει με τη ζήλεια (ξαναφίλησα τη Μάρθα, αλλά και τη φορά αυτή το φίλημά μου είχε κάτι το διερευνητικό. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως μου είχε μείνει πιστή στη διάρκεια τριών μηνών όλο μοναξιά. Ίσως, όμως, πράγμα ακόμα πιο δυσάρεστο, να’ χε ξαναγυρίσει στον άντρα της.
Την αγκάλιασα σφιχτά.
-Πώς είναι ο Λιούις;
- Όπως πάντα, μου αποκρίθηκε.
«Κι ωστόσο τον είχε αγαπήσει κάποτε», σκέφτηκα. Αυτό άλλωστε είναι και το βάσανο του παράνομου έρωτα, γιατί ακόμα και το πιο περίπαθο αγκάλιασμα της ερωμένης σου, δεν είναι παρά μια ακόμα επιβεβαίωση ότι ο έρωτας δε διαρκεί ποτέ αιώνια).
Σμιθ, Μπράουν, Τζόουνς, παράδοξη σύμπτωση κοινότοπων ονομάτων; Οι τρεις τους θα ξαναβρεθούν στο εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο όπου καταφεύγουν εφόσον η χώρα έχασε τη λάμψη της βιτρίνας τώρα που έφυγαν οι Αμερικάνοι, είναι υπό στρατιωτικό νόμο, απαγορεύεται η κυκλοφορία, τα φώτα σβήνουν από νωρίς, και η μόνη σιγουριά προέρχεται από την επαφή με τα προξενεία. Ήδη από το πρώτο βράδυ ο Μπράουν ανακαλύπτει στην πισίνα του ξενοδοχείου του το πτώμα του δόκτορος Φιλιπό, υπουργού Προνοίας, αντίπαλου του βαρόνου, που τον κατεδίωκαν οι Τοντόν Μακούτ.
Το δεύτερο κεντρικό επεισόδιο είναι η αιφνίδια σύλληψη του Τζόουνς (με επακόλουθα βασανιστήρια στη φυλακή) και η εξίσου αιφνιδιαστική αποφυλάκισή του. Οι Μπράουν και Τζόουνς καταφέρνουν να τον δουν στη φυλακή προσπαθούν να τον σώσουν με όσα μέσα και γνωριμίες διαθέτουν, θαυμάζουν την καρτερικότητα και το κουράγιο του (είχα την εντύπωση ότι αντιμετώπιζε το κελί σα μια άλλη αίθουσα αεροδρομίου σε μια σειρά ταξιδιών), ενώ την επόμενη μέρα τον συναντά τυχαία ο Μπράουν ως τιμώμενο πρόσωπο στο γνωστό πορνείο της… Μαμάς Κατερίνας:
-Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω παλιόφιλε, συμπλήρωσε, λες κι είμαστε παλαίμαχοι σύντροφοι κι είχαμε να συναντηθούμε από τον καιρό του πολέμου.
- Μα ιδωθήκαμε μόλις χτες, του αποκρίθηκα.
Είδα κάποιο στιγμιαίο σκοτείνιασμα δυσαρέσκειας στο πρόσωπό του, μιας κι ήταν από τους ανθρώπους που βιάζονται να ξεχάσουν καθετί δυσάρεστο μόλις αυτό περάσει…
Η ιστορία περιπλέκεται μια και οι ήρωές μας βρίσκονται για τα καλά μπλεγμένοι ανάμεσα στους καθεστωτικούς και στους αντιστασιακούς. Ο Ζοζέφ, ο έμπιστος υπάλληλος του ξενοδοχείου, και ο Φιλιπό, ανιψιός του Υπουργού Προνοίας που αυτοκτόνησε, είναι πρωτεργάτες στην εξέγερση και γρήγορα γίνονται θύματα του σκληρού καθεστώτος. Ο Τζόουνς καταφέρνει να ξεγελάσει τους διώκτες του μεν, αλλά όταν τον ξανασυλλαμβάνουν τα βρίσκει σκούρα… Ο Μπράουν προσπαθεί να τον περάσει λαθραία έξω από τη χώρα, αλλά αποτυγχάνει κι έτσι ο «ταγματάρχης» αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να κρυφτεί στο σπίτι της Μάρθας. Όλοι τον αγαπούν (-Σου φέρθηκε τουλάχιστον καλά; -Ω, ναι, μ’ αρέσει πολύ.-Τι είν’ αυτό που σ’ αρέσει σ’ αυτόν; - Μ’ έκανε να γελάσω) Τέλος, καταφέρνει να ηγηθεί μιας εξέγερσης (όπου συμμετέχουν και δευτερεύοντα πρόσωπα του βιβλίου) όπου καταφέρνει να δώσει την εικόνα έμπειρου ηγέτη κι όλοι πιστεύουν ότι θα ελευθερώσει τη χώρα.
- Τουλάχιστον, ήταν όπως τον περιμένατε;
- Ήταν κάτι παραπάνω από σπουδαίος. Είχε αρχίσει να μας μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν πρόλαβε. Οι άντρες τον λάτρευαν. Τους έκανε να γελούν.
Ένας ψεύτης, ένας παλιάτσος, ένας άνθρωπος σκοτεινός, απ’ αυτούς που είναι ταυτόχρονα τόσο αγαπητοί ώστε μένουν στο μυαλό των ανθρώπων σα θρύλος. Βρίσκεται στις ίδιες γραμμές με τον «άπατρι» Μπράουν, που ο Φιλιπό ονομάζει ανθρωπιστή, αν κι εκείνος δηλώνει χωρίς πατρίδα, χωρίς πίστη:
Το να’ χει γεννηθεί κανείς άπατρις σε μια πόλη σαν το Μονακό, αποτελεί καμιά φορά πλεονέκτημα, γιατί αυτό κάνει πιο αποδεκτές τις αλλαγές. Ο χωρίς ρίζα άνθρωπος πέφτει κι αυτός όπως κι οι άλλοι στον πειρασμό της ένταξης σε μια πίστη κι ένα πιστεύω –πολιτικό ή θρησκευτικό- αλλά τελικά καταφέρνει και τον ξεπερνά. Όλοι εμείς οι χωρίς πατρίδα και δεσμούς, είμαστε από γεννησιμιού μας άπιστοι. Τους ταγμένους σ’ ένα σκοπό, όπως ο Δ. Μαγιό και οι Σμιθ, τους θαυμάζουμε για το θάρρος, την πίστη και την ακεραιότητά τους, αλλά από έλλειψη θάρρους και ζήλου, καταντούμε να είμαστε ενταγμένοι στην ίδια μόνο τη ζωή με τα καλά της και τα κακά της.
(…)
Όμως ο Τζόουνς, για ποια πίστη είχε πεθάνει;
Γιατί φυσικά, η εξέγερση είναι εξέγερση των ξυπόλυτων, χωρίς οργάνωση, χωρίς όπλα (ούτε ένα Μπρεν)∙ είναι μια φούσκα και αποτυγχάνει, πνίγεται στο αίμα ενώ ο Τζόουνς αγνοείται, μάλλον σκοτώθηκε. Οι Σμιθ έχουν ήδη αποχωρήσει, ο πρέσβης με τη γυναίκα του τη Μάρθα μετατέθηκε στη Λίμα, και ο αφηγητής μας καταφεύγει στον Άγιο Δομήνικο (όπου δεν υπάρχει ακόμα δικτατορία).
Ο δεύτερος θεατρίνος είναι ο πρώην υποψήφιος πρόεδρος στις εκλογές του 1948 στις ΗΠΑ, κ. Σμιθ (σ’ αντίθεση με τον Τζόουνς, όλη του η εμφάνιση ανάδινε μια γνησιότητα), ο οποίος, μαζί με την εξωστρεφή γυναίκα του, αποτελούν ένα ζευγάρι εξωπραγματικών ιδεολόγων, -χορτοφάγων/οικολόγων/ακτιβιστών, που δε φαίνεται να’ χουν καθόλου συναίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας και των επικίνδυνων συνθηκών στις οποίες εκθέτουν τους εαυτούς τους. Είναι τόσο αιθεροβάμονες που σκοπεύουν να ιδρύσουν στην Αϊτή ένα «κέντρο χορτοφαγίας»!
Τέλος, ο σημαντικότερος πρωταγωνιστής, ο πιο χαρακτηριστικός θεατρίνος, του οποίου την πραγματική ταυτότητα κανένας δε μπόρεσε να εξιχνιάσει μέχρι τέλους, ο «ταγματάρχης» Τζόουνς (εξακολουθούσα να μη μπορώ να τον δω σαν ταγματάρχη). Πληθωρικός, φιλικός, θερμός, εγκάρδιος, με χιούμορ, όμως με σκοτεινές προθέσεις και σκοτεινό παρελθόν. Αθεράπευτος παραμυθάς σαγηνευτικών ιστοριών, διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο στη Βιρμανία με τους Γιαπωνέζους όπου έχασε μια διμοιρία στη ζούγκλα, για ν’ αποκαλύψει ο ίδιος στο τέλος, όταν δεν έχει πια στον ήλιο μοίρα, ότι ποτέ δεν έχει πάει πέρα από το ζωολογικό κήπο της Καλκούτας. Μαέστρος στα χαρτιά λόγω της ικανότητας να καταλαβαίνει ψυχολογικά την προσωπικότητα του αντιπάλου (η ψυχολογία νικά πάντα τα μαθηματικά) , δίνει στους άλλους τον αέρα της σιγουριάς και της υπεροχής.
Όλοι συμπαθούν τον Τζόουνς, όλους τους κάνει να γελούν, όλοι τον υπερασπίζονται, κι ο Μπράουν προσελκύεται ιδιαίτερα από την αντιφατική προσωπικότητα του:
Καθένας μας πάσχιζε αδιάκοπα να αποσπάσει από τον άλλον πληροφορίες και αποδείξεις, αν και στα σοβαρά ζητήματα προσποιούμασταν κι οι δυο πως πιστεύαμε τις ιστορίες που έλεγε ο ένας στον άλλο. Ίσως όμως οι άνθρωποι που κομματιάζουν και σκορπάνε τη ζωή τους, πότε για χάρη μιας γυναίκας, πότε για χάρη ενός συνέταιρου και πότε για χάρη του ίδιου τους του εαυτού, έχουν τη δυνατότητα να αλληλογνωρίζονται. Πάντως πριν η σχέση μας τελειώσει, ο Τζόουνς κι εγώ είχαμε καταφέρει να μάθουμε μερικά πράγματα ο ένας για τον άλλον, μιας και κανείς, λέει πότε πότε, όποτε μπορεί, και καμιάν αλήθεια.
Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα θα μπορούσε επίσης κανείς να χαρακτηρίσει και την ερωμένη του Μπράουν, τη Μάρθα, γυναίκα του πρέσβη της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Πρόκειται για μια σχέση από το πρώτο ταξίδι στην Αϊτή, κρυφή, παθιασμένη και βασανιστική, που θυμίζει λίγο τη σχέση στο «Τέλος μιας υπόθεσης». Και σ’ αυτό το έργο η γυναίκα έχει μια ιδιαίτερη ειλικρίνεια και ευθύτητα (Ναι. Δεν υποκρινόταν, δεν παρίστανε, δεν υποδυόταν ένα ρόλο. Αντίθετα απαντούσε ξεκάθαρα σ’ ό, τι τη ρωτούσες και ποτέ της δεν έκανε ότι της άρεσε κάτι που την απωθούσε η πως αγαπούσε κάποιον που της ήταν αδιάφορος. Έτσι, η αποτυχία μου να την καταλάβω οφειλόταν αποκλειστικά στο ότι δεν είχα καταφέρει να της κάνω τις σωστές ερωτήσεις και η καθαρή αλήθεια είναι πως αυτή τουλάχιστον δεν ήταν θεατρίνα).
Ο Γκράχαμ Γκρην αποδεικνύεται μάστορας στην περιγραφή του πάθους που συνορεύει με τη ζήλεια (ξαναφίλησα τη Μάρθα, αλλά και τη φορά αυτή το φίλημά μου είχε κάτι το διερευνητικό. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως μου είχε μείνει πιστή στη διάρκεια τριών μηνών όλο μοναξιά. Ίσως, όμως, πράγμα ακόμα πιο δυσάρεστο, να’ χε ξαναγυρίσει στον άντρα της.
Την αγκάλιασα σφιχτά.
-Πώς είναι ο Λιούις;
- Όπως πάντα, μου αποκρίθηκε.
«Κι ωστόσο τον είχε αγαπήσει κάποτε», σκέφτηκα. Αυτό άλλωστε είναι και το βάσανο του παράνομου έρωτα, γιατί ακόμα και το πιο περίπαθο αγκάλιασμα της ερωμένης σου, δεν είναι παρά μια ακόμα επιβεβαίωση ότι ο έρωτας δε διαρκεί ποτέ αιώνια).
Σμιθ, Μπράουν, Τζόουνς, παράδοξη σύμπτωση κοινότοπων ονομάτων; Οι τρεις τους θα ξαναβρεθούν στο εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο όπου καταφεύγουν εφόσον η χώρα έχασε τη λάμψη της βιτρίνας τώρα που έφυγαν οι Αμερικάνοι, είναι υπό στρατιωτικό νόμο, απαγορεύεται η κυκλοφορία, τα φώτα σβήνουν από νωρίς, και η μόνη σιγουριά προέρχεται από την επαφή με τα προξενεία. Ήδη από το πρώτο βράδυ ο Μπράουν ανακαλύπτει στην πισίνα του ξενοδοχείου του το πτώμα του δόκτορος Φιλιπό, υπουργού Προνοίας, αντίπαλου του βαρόνου, που τον κατεδίωκαν οι Τοντόν Μακούτ.
Το δεύτερο κεντρικό επεισόδιο είναι η αιφνίδια σύλληψη του Τζόουνς (με επακόλουθα βασανιστήρια στη φυλακή) και η εξίσου αιφνιδιαστική αποφυλάκισή του. Οι Μπράουν και Τζόουνς καταφέρνουν να τον δουν στη φυλακή προσπαθούν να τον σώσουν με όσα μέσα και γνωριμίες διαθέτουν, θαυμάζουν την καρτερικότητα και το κουράγιο του (είχα την εντύπωση ότι αντιμετώπιζε το κελί σα μια άλλη αίθουσα αεροδρομίου σε μια σειρά ταξιδιών), ενώ την επόμενη μέρα τον συναντά τυχαία ο Μπράουν ως τιμώμενο πρόσωπο στο γνωστό πορνείο της… Μαμάς Κατερίνας:
-Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω παλιόφιλε, συμπλήρωσε, λες κι είμαστε παλαίμαχοι σύντροφοι κι είχαμε να συναντηθούμε από τον καιρό του πολέμου.
- Μα ιδωθήκαμε μόλις χτες, του αποκρίθηκα.
Είδα κάποιο στιγμιαίο σκοτείνιασμα δυσαρέσκειας στο πρόσωπό του, μιας κι ήταν από τους ανθρώπους που βιάζονται να ξεχάσουν καθετί δυσάρεστο μόλις αυτό περάσει…
Η ιστορία περιπλέκεται μια και οι ήρωές μας βρίσκονται για τα καλά μπλεγμένοι ανάμεσα στους καθεστωτικούς και στους αντιστασιακούς. Ο Ζοζέφ, ο έμπιστος υπάλληλος του ξενοδοχείου, και ο Φιλιπό, ανιψιός του Υπουργού Προνοίας που αυτοκτόνησε, είναι πρωτεργάτες στην εξέγερση και γρήγορα γίνονται θύματα του σκληρού καθεστώτος. Ο Τζόουνς καταφέρνει να ξεγελάσει τους διώκτες του μεν, αλλά όταν τον ξανασυλλαμβάνουν τα βρίσκει σκούρα… Ο Μπράουν προσπαθεί να τον περάσει λαθραία έξω από τη χώρα, αλλά αποτυγχάνει κι έτσι ο «ταγματάρχης» αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να κρυφτεί στο σπίτι της Μάρθας. Όλοι τον αγαπούν (-Σου φέρθηκε τουλάχιστον καλά; -Ω, ναι, μ’ αρέσει πολύ.-Τι είν’ αυτό που σ’ αρέσει σ’ αυτόν; - Μ’ έκανε να γελάσω) Τέλος, καταφέρνει να ηγηθεί μιας εξέγερσης (όπου συμμετέχουν και δευτερεύοντα πρόσωπα του βιβλίου) όπου καταφέρνει να δώσει την εικόνα έμπειρου ηγέτη κι όλοι πιστεύουν ότι θα ελευθερώσει τη χώρα.
- Τουλάχιστον, ήταν όπως τον περιμένατε;
- Ήταν κάτι παραπάνω από σπουδαίος. Είχε αρχίσει να μας μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν πρόλαβε. Οι άντρες τον λάτρευαν. Τους έκανε να γελούν.
Ένας ψεύτης, ένας παλιάτσος, ένας άνθρωπος σκοτεινός, απ’ αυτούς που είναι ταυτόχρονα τόσο αγαπητοί ώστε μένουν στο μυαλό των ανθρώπων σα θρύλος. Βρίσκεται στις ίδιες γραμμές με τον «άπατρι» Μπράουν, που ο Φιλιπό ονομάζει ανθρωπιστή, αν κι εκείνος δηλώνει χωρίς πατρίδα, χωρίς πίστη:
Το να’ χει γεννηθεί κανείς άπατρις σε μια πόλη σαν το Μονακό, αποτελεί καμιά φορά πλεονέκτημα, γιατί αυτό κάνει πιο αποδεκτές τις αλλαγές. Ο χωρίς ρίζα άνθρωπος πέφτει κι αυτός όπως κι οι άλλοι στον πειρασμό της ένταξης σε μια πίστη κι ένα πιστεύω –πολιτικό ή θρησκευτικό- αλλά τελικά καταφέρνει και τον ξεπερνά. Όλοι εμείς οι χωρίς πατρίδα και δεσμούς, είμαστε από γεννησιμιού μας άπιστοι. Τους ταγμένους σ’ ένα σκοπό, όπως ο Δ. Μαγιό και οι Σμιθ, τους θαυμάζουμε για το θάρρος, την πίστη και την ακεραιότητά τους, αλλά από έλλειψη θάρρους και ζήλου, καταντούμε να είμαστε ενταγμένοι στην ίδια μόνο τη ζωή με τα καλά της και τα κακά της.
(…)
Όμως ο Τζόουνς, για ποια πίστη είχε πεθάνει;
Γιατί φυσικά, η εξέγερση είναι εξέγερση των ξυπόλυτων, χωρίς οργάνωση, χωρίς όπλα (ούτε ένα Μπρεν)∙ είναι μια φούσκα και αποτυγχάνει, πνίγεται στο αίμα ενώ ο Τζόουνς αγνοείται, μάλλον σκοτώθηκε. Οι Σμιθ έχουν ήδη αποχωρήσει, ο πρέσβης με τη γυναίκα του τη Μάρθα μετατέθηκε στη Λίμα, και ο αφηγητής μας καταφεύγει στον Άγιο Δομήνικο (όπου δεν υπάρχει ακόμα δικτατορία).
Κι ο Τζόουνς;
- Είμαι κουρασμένος Μπράουν, πολύ κουρασμένος. Ύστερα από εφτακόσιες παραστάσεις, έχω στεγνώσει πια ολότελα. Και δε θυμάμαι καν τα λόγια που έχω να πω, μόλο που είναι δυο κουβέντες όλες κι όλες.
- Γιατί πεθαίνεις Τζόουνς;
- Είναι κι αυτό μέσα στο ρόλο μου φιλαράκο, Είναι κι αυτό μέσα στο ρόλο μου. Μα έχω εκείνες τις δυο κωμικές φράσεις που κάνουν το ακροατήριο να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ιδιαίτερα τις γυναίκες.
- Για πες τις να τις ακούσω.
- Εδώ είναι ο κόμπος. Πως δεν τις θυμάμαι.
- Γιατί πεθαίνεις Τζόουνς;
- Είναι κι αυτό μέσα στο ρόλο μου φιλαράκο, Είναι κι αυτό μέσα στο ρόλο μου. Μα έχω εκείνες τις δυο κωμικές φράσεις που κάνουν το ακροατήριο να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ιδιαίτερα τις γυναίκες.
- Για πες τις να τις ακούσω.
- Εδώ είναι ο κόμπος. Πως δεν τις θυμάμαι.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Το βιβλίο του Γκράχαμ Γκρην εκδόθηκε το 1966 με τον τίτλο «Comedians” και είχε την άμεση αντίδραση του Παπα- Ντοκ, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει σε συνέντευξη ότι «το βιβλίο είναι κακογραμμένο και δεν έχει καμιάν αξία». Σε μπροσούρα επίσης που εξέδωσε το Υπουργείο Εξωτερικών (ακριβή έκδοση που διανεμήθηκε σ’ όλη την Ευρώπη αλλά όχι με το αποτέλεσμα που επεδίωκε ο Ντυβαλιέ), ο Γκρην χαρακτηρίζεται «ψεύτης, ηλίθιος, κατάσκοπος, σαδιστής, ανισόρροπος, βασανιστής»…
«Αυτό το τελευταίο επίθετο πάντα με προβλημάτισε…» ανέφερε ο ίδιος ο Γκράχαμ Γκρην
4 σχόλια:
λοιπόν, δεν είχα μπει στη διαδικασία να διαβάσω Γκράχαμ Γκρην, άγνωστο γιατί...με έπισες όμως να το κάνω..
καλημέρα!
Σπουδαίος είναι κατά τη γνώμη μου ο Γκρην, κι αυτό δεν είναι το καλύτερό του. Πιο γνωστό του έργο ΅Ο τρίτος άνθρωπος" (γυρίστηκε και ταινία). Μου άρεσε πολύ "Το τέλος μιας υπόθεσης" όπου σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν υπάρχει το μεταφυσικο στοιχείο που υπάρχει στην ταινία και ΅Ο ήσυχος Αμερικανός΅. Έχει κάτι από τον "επαναστατικό μηδενισμό'' του Αλμπέρ Καμύ.
Το έργο αυτό, αν και γράφτηκε το 1966, ξαναέγινε κατά κάποιο τρόπο επίκαιρο δεδομένου ότι ο γιος του Παπα Ντοκ, ο φοβερός "Μπέιμπι Ντοκ" (Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ) που διαδέχτηκε τον πατέρα του στη δικτατορία, έφυγε από τη χώρα το 1986 για να γλιτώσει από τη λαϊκή εξέγερση κι επέστρεψε τελευταία (19-1-11) για να ...βοηθήσει τη σεισμόπληκτη χώρα του.
Επειδή έχει ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς πώς "βρυκολακιάζει η ιστορία", αντιγράφω από "Τα νέα":
Ο 59χρονος Ντιβαλιέ, που έφυγε από την Αϊτή το 1986 για να γλιτώσει από τη λαϊκή εξέγερση και ζούσε από τότε στη Γαλλία, επέστρεψε αιφνιδιαστικά την Κυριακή στη χώρα. Από το πρωί, οι δηµοσιογράφοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ξενοδοχείο του καθώς επρόκειτο να δώσει συνέντευξη Τύπου και να εξηγήσει γιατί επέστρεψε. Αντί γι’ αυτό, έγιναν µάρτυρες της σύλληψής του. Λίγο αργότερα, ο γενικός εισαγγελέας της χώρας Αριστίντ Ογκίστ ανακοίνωσε πως απήγγειλε επισήµως κατηγορίες στον Ντιβαλιέ για διαφθορά, κλοπή, υπεξαίρεση κεφαλαίων και άλλα εγκλήµατα που του αποδίδονται στη διάρκεια της 15ετούς διακυβέρνησής του. Είναι γνωστό ότι ο Ντιβαλιέ διατηρεί τραπεζικούς λογαριασµούς εκατοµµυρίων δολαρίων στην Ελβετία.
Aπό τότε που ο Ντιβαλιέ επέστρεψε, πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωµάτων ζητούν από την κυβέρνηση να τον συλλάβει και να τον δικάσει για την εκτέλεση και τον βασανισµό χιλιάδων αντιπάλων του στη διάρκεια της περιόδου που κυβέρνησε τη χώρα.
Οπως γράφει ο Μάρτιν Φλέτσερ στους «Τάιµς», ο πατέρας και ο γιος Ντιβαλιέ κατηγορούνται ότι διέταξαν την εκτέλεση τουλάχιστον 20.000 αµάχων και ανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες να πάρουν τον δρόµο της εξορίας. Αν την αποχώρηση του «Μπέιµπι Ντοκ» ακολούθησαν 25 χρόνια χάους, αυτό οφείλεται στο ότι άδειασε τα κρατικά ταµεία και κατέστρεψε την κοινωνία των πολιτών. Ιδιαίτερα καταστροφικός ήταν ο τελευταίος χρόνος, όταν ο σεισµός σκότωσε 300.000 ανθρώπους και η επιδηµία χολέρας χιλιάδες ακόµη. Τα θύµατα είναι θαµµένα στο ίδιο µέρος όπου οι Ντιβαλιέ έθαβαν τους δικούς τους αντιπάλους...
ευχαριστώ!!!
Δημοσίευση σχολίου