Πρωτότυπη
η σύλληψη του Πολ Όστερ σ’ αυτό το βιβλίο, αλλά κάπως κουραστικό το αποτέλεσμα.
Πρόκειται για ένα διαφορετικό, αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, που εστιάζει στις αισθήσεις, στις εντυπώσεις που αφήνουν
τα βιώματα στο σώμα (σωματικές απολαύσεις
και σωματικοί πόνοι. Σεξουαλικές απολαύσεις πρωτίστως και κυρίως, αλλά και η
απόλαυση του φαγητού και του ποτού, η απόλαυση ενός καυτού μπάνιου, να βυθίζεις
το γυμνό σου σώμα μέσα στο νερό). Ένα ημερολόγιο των σωματικών πόνων, πόθων,
αναγκών, ηδονών. Με δομικό άξονα την ανάμνηση, την άτακτη δηλαδή συνειρμική
σχέση που συνδέει τα γεγονότα της ζωής του, περιγράφει τη συμμετοχή του σώματος
-που πολλές φορές είναι πρωταγωνιστική, όπως στις δυο κρίσεις πανικού- στη ζωή
του και στις αποφάσεις του.
Το περπάτημα είναι αυτό που σου φέρνει
τα λόγια, αυτό που σου επιτρέπει να ακούς τους ρυθμούς του κόσμου καθώς τους
γράφεις στο κεφάλι σου. Ένα πόδι μπροστά, κι έπειτα το άλλο πόδι μπροστά, η
διπλή τυμπανοκρουσία της καρδιάς σου. Δυο μάτια, δυο αυτιά, δυο μπράτσα, δυο
πόδια. Αυτό κι έπειτα εκείνο, εκείνο κι έπειτα αυτό. Το γράψιμο ξεκινά μέσα στο
σώμα σου, είναι η μουσική του σώματος, κι έστω κι αν τα λόγια έχουν νόημα, αν
μπορούν μερικές φορές να έχουν νόημα, η μουσική των λόγων βρίσκεται εκεί που
υπάρχουν τα νοήμαα. Κάθεσαι στο γραφείο σου για να καταγράψεις τα λόγια, μα στο
μυαλό σου περπατάς, περπατάς πάντα, και ό, τι ακούς είναι ο ρυθμός της καρδιάς
σου ο χτύπος της καρδιάς σου.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην… κοινοτοπία: μπαίνουμε
στην ψυχολογία του μεσήλικα (εξήντα τεσσάρων ετών το 2011 που γράφτηκε το
βιβλίο) που νιώθει σιγά σιγά να τον εγκαταλείπει το σωματικό σφρίγος της νιότης
(και της ωριμότητας) και αρχίζει να διαβλέπει το τέλος του δρόμου. Είναι ίσως
μια φάση της ζωής όπου ο άνθρωπος αναστοχάζεται τη ζωή του, προσπαθώντας να
δώσει νόημα. Μια φάση όπου τον άνθρωπο απασχολεί ξανά το σώμα, σχεδόν όπως τον απασχολεί στην πρώτη παιδική ηλικία, οπότε ο
άνθρωπος δοκιμάζει τις δυνάμεις του (… ωστόσο
οι πόνοι να είναι αναμφίβολα πιο επίμονοι και ανυπάκουοι, σχεδόν κάθε μέρος του
κορμιού σου να δέχεται συχνά επίθεση). Η φάση όπου σκέφτεσαι τον θάνατο,
τον δικό σου και των άλλων, και την αντίρροπη δύναμη, τον έρωτα. Έτσι, οι πιο
ενδιαφέρουσες σελίδες αφορούν τις ερωτικές σχέσεις, τη σχέση με τη γυναίκα του
(ο μόνος άνθρωπος ου σε γνωρίζει τόσο
καλά ώστε να κάνει τις σωστές ερωτήσεις, που έχει τόση τόλμη και κατανόηση ώστε
να σε ωθήσει να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου, πράγματα που συχνά δεν
καταλαβαίνεις ούτε εσύ ο ίδιος) αλλά και το πώς αντιμετώπισε (σωματικά
πάντα) τον θάνατο της μητέρας του (ο
θάνατος σε παγώνει και δεν σε αφήνει να λειτουργήσεις, κλέβοντάς σου κάθε
συγκίνηση, κάθε στοργή, κάθε επαφή με την ίδια σου την καρδιά).
Συνθέτουμε
έτσι ένα πρωτότυπο παζλ της ζωής του Πολ Όστερ, που παρουσιάζει μεν κάποιο
ενδιαφέρον, αλλά σου δίνει την αίσθηση ότι κάποια κομμάτια του είναι
προχειρογραμμένα. Η συνεχής αυτοαναφορά, και μάλιστα σε β ενικό (κουραστικό
«πρόσωπο» όταν επαναλαμβάνεται συνέχεια) είναι αποτρεπτική, και σε κάποιες περιπτώσεις
απολύτως περιττή (π.χ. τι ενδιαφέρει τον αναγνώστη όλη αυτή η λεπτομερής
αναφορά στα σπίτια όπου έζησε ο Πολ Όστερ;). Αντίθετα, η εξομολόγηση ότι δεν έβγαλε τσιμουδιά όταν
μπροστά στα μάτια του ο θείος του ταπείνωσε το ηλεκτρολόγο του πατέρα του,
είναι δείγμα ειλικρίνειας και αυτογνωσίας.
Πάντως,
το… τελείωσα. Το όλο εγχείρημα σώζεται λόγω της ευκολίας γραφής του συγγραφέα,
που κατορθώνει να σαγηνεύει ακόμα κι όταν αναλώνεται σε αδιάφορες λεπτομέρειες.
Χριστίνα Παπαγγελή