Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2021

Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα, David Diop

     Συγκλονιστικό και πολύ πρωτότυπο το βιβλίο του Σενεγαλέζου συγγραφέα, που παρουσιάζει από μια πρωτόφαντη πλευρά τη θηριωδία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, ενός πολέμου που εκτός από τις εκατόμβες νεκρών είχε την φρίκη των χαρακωμάτων, δηλαδή της σχεδόν σώμα με σώμα αντιμετώπισης του εχθρού.
     Ο ήρωάς μας και αφηγητής, Αλφά Ντιάγε, είναι ένας από τους χιλιάδες Σενεγαλέζους που ενίσχυσαν τον Γαλλικό στρατό στο Δυτικό Μέτωπο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, και μαζί με τον φίλο του Μαντέμπα Ντιοπ κατατάχτηκαν εθελοντικά στον Γαλλικό στρατό, έχοντας ως όνειρο να φύγουν από το Γκαντιόλ, να γίνουν Γάλλοι πολίτες, να ασχοληθούν με το χονδρεμπόριο, να προμηθεύουν με τρόφιμα όλα τα μαγαζιά στη Σενεγάλη…
     Η  πρωτοτυπία όμως του βιβλίου δεν έχει να κάνει με τις «πληροφορίες» που προσλαμβάνει έμμεσα ο αναγνώστης βλέποντας μια ακόμα πτυχή του Μεγάλου Πολέμου (τη συμμετοχή δηλαδή αποικιακών δυνάμεων σε μια καθαυτό ευρωπαϊκή σύρραξη)∙ του πολέμου που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας και την αντίληψη των ανθρώπων, πράγμα που θα είχε και πάλι ενδιαφέρον. Η γραφή του Ντιοπ πάει πολύ πιο βαθιά, γιατί παρακολουθούμε τη διαταραχή που γεννιέται και σιγά σιγά τρέφεται και μεγαλώνει μέσα στην ψυχή του ήρωα- αφηγητή εξαιτίας του πολέμου, μια διαταραχή που όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται αμέσως ο αναγνώστης αλλά ζώντας την από μέσα, μέσα από τις εξομολογήσεις και τις σκέψεις του ήρωα, νιώθει ότι έχει τη δική της «λογική».
     Γιατί οι συνειδητοποιήσεις στις οποίες σπρώχνει η φρικωδία του πολέμου τον ήρωα έχουν ένα διαφορετικό βάθος κι… ευαισθησία! Μια δική τους, αυτόνομη και πέρα από το καθιερωμένο συναισθηματικότητα, καθώς ο ήρωας ακροβατεί ανάμεσα στον κίνδυνο και στον θάνατο, μέσα σ’ ένα σκηνικό σακατεμένων, ξεκοιλιασμένων και παραμορφωμένων συντρόφων ή εχθρών. Έτσι, η πρώτη πρώτη σκηνή που φέρνει παραλήρημα στον Αλφά είναι ο σύντροφός του και αδερφικός φίλος, χτυπημένος/ξαντεριασμένος να τον παρακαλεί να τον σκοτώσει για να απαλλαγεί από το μαρτύριο. Είναι για τον ήρωά μας το όριο, το όριο ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα∙ γιατί γεννιέται η υποψία μιας νέας ηθικής, πέρα από τα καθιερωμένα («μην αποτελειώσεις τον καλύτερό σου φίλο, δεν έχεις το δικαίωμα»). Όταν ο Αλφά αρνείται να δώσει τη χαριστική βολή στον φίλο του, κι όταν εκείνος πεθαίνει πια μπροστά στα μάτια του, το άνοιγμα μιας νέου τύπου συνείδησης του φυτεύει την πεποίθηση ότι «σκέψεις που τις επέβαλλε το καθήκον, σκέψεις στις οποίες τον έσπρωχνε ο σεβασμός στους ανθρώπινους νόμους, τον έκαναν να μη δείξει ανθρωπιά». Γιατί, όπως λέει σε παραληρήματα που χτίζουν σιγα σιγά μια άλλη συνειδητότητα, «δεν σε άκουσα με την καρδιά/φέρθηκα απάνθρωπα, δεν άκουσα τον φίλο μου, άκουσα τον εχθρό», εννοώντας ότι εκείνη την οριακή στιγμή δεν σκεφτόταν τον φίλο του που υπέφερε, αλλά τον τρόπο να εκδικηθεί. Αργότερα θα αναμετρήσει και τις ευθύνες του μέσα στα αίτια που οδήγησαν τον Μαντέμπα να ορμήσει αλόγιστα στον εχθρό.
     Αυτό που στη συμβατική ζωή το ονομάζουμε «τρέλα» κυριεύει σιγά σιγά τον ήρωά μας ο οποίος επιδίδεται στο κυνήγι… χεριών. Την ανθρωπιά που δεν επέδειξε στον φίλο κι αδερφό του την δείχνει στους εχθρούς: μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, παραμονεύει στα χαρακώματα κάποιον αντίπαλο στρατιώτη, τον ξαντεριάζει αλλά του χαρίζει γρήγορα τον θάνατο (αυτό που δεν έκανα για τον φίλο μου, θα το κάνω για τον εχθρό/τον σφάζω όπως πρέπει, με ανθρωπιά). Ως αποδεικτικό στοιχείο της εμμονής φέρνει πίσω στο στρατόπεδο κάθε φορά ένα κομμένο χέρι του εχθρού που ξεκοίλιασε, ένα είδος  λάφυρου, που του γίνεται μακάβρια παρηγοριά. Κι ενώ οι σύντροφοί του στην αρχή γελούν, χειροκροτούν κι επιδοκιμάζουν, στο 4ο χέρι (που συνδέεται χρονικά και με τον φρικτό θάνατο του Ζαν Μπατίστ, του φίλου του που διασκέδαζε με τα κομμένα χέρια), όλοι τρομοκρατούνται, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι έχει χαθεί το μέτρο (κι ο αναγνώστης το ίδιο), κι ο Αλφά βυθίζεται σε μια απόκοσμη μοναξιά. Γίνεται για όλους ο παράξενος, ο τρελός, ο μάγος, ο δαίμονας, ο Θάνατος∙ κι αυτό βέβαια γίνεται αντιληπτό κι απ’ τον ίδιο (τα ανθρώπινα πλάσματα αναζητούν πάντα παράλογες ευθύνες γα τα γεγονότα/έχουν ανάγκη ότι δεν είναι ο πόλεμος που μπορεί να τους σκοτώσει, αλλά το κακό μάτι). Μέσα του ανατρέπονται όλες οι αξίες, κι αυτό που εμείς ονομάζουμε «παραφροσύνη» εκείνος το ονομάζει «ανθρωπιά».
     Ο αφηγητής ήρωας μπορεί να παραληρεί, αλλά έχει απόλυτη συναίσθηση της φρικαλεότητας που συνοδεύει τον πόλεμο, και του άνωθεν παραλογισμού που οδηγεί τους στρατιώτες να «συναγωνίζονται μεταξύ τους στην τρέλα», να ορμάνε τραγουδώντας στον θάνατο «με μάτια τρελού» σαν άγριοι (θα πεθάνουν δίχως σκέψη). Έχει συναίσθηση ότι «η Γαλλία χρειάζεται τη θηριωδία» γι’ αυτό και στρατολόγησε από τις αποικίες τους «Σοκολατί». Το φρικτό επεισόδιο με τους επτά ανυπάκουους στρατιώτες και την τιμωρία τους από τον λοχαγό Αρμάν προσβάλλει κάθε ίχνος νοημοσύνης που μπορεί να έχει μείνει στον Αλφά (τα μαύρα μάτια του λοχαγού είναι γεμάτα μίσος για όλα εκτός από τον πόλεμο/ο λοχαγός κάνει στον πόλεμο όλα του τα χατήρια. Τον γεμίζει δώρα, του προσφέρει ζωές στρατιωτών χωρίς να τις υπολογίζει. Ο λοχαγός καταβροχθίζει ψυχές).
     Ο Αλφά λοιπόν οδηγείται στα μετόπισθεν, σε ψυχιατρική κλινική προφανώς, κουβαλώντας κρυφά μαζί του τα… επτά χέρια. Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε τις εξομολογήσεις, τις αναμνήσεις, την αναδιευθέτηση του παρελθόντος και της ζωής του όλης, καθώς βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια δική του «τάξη» του κόσμου. Οι ζωγραφιές που φτιάχνει με τις οδηγίες του ψυχίατρου είναι ένας οδηγός που κατευθύνει τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις του στην ανασκόπηση κι αποτίμηση του βίου του. Πρώτα πρώτα, η ζωγραφιά της μητέρας του, είναι η αφορμή να μας ξετυλίξει όλη την απίστευτη ιστορία της όμορφης νεαρής μητέρας που χάθηκε πρόωρα, και του γέρου πατέρα, που ήταν ευαίσθητος και γνωστικός (αξίζει να αναφερθεί η εξαιρετική απάντηση που έδωσε ο γέροντας Ντιάγε στον αρχηγό του χωριού ενάντια στη μονοκαλλιέργεια αραχίδων που ο αρχηγός θέλησε να επιβάλει).
     Η δεύτερη ζωγραφιά του Μαντέμπα δεν είναι τόσο ωραία, όχι επειδή δεν την πέτυχε, αλλά επειδή ο Μαντέμπα ήταν άσχημος. Βλέπουμε τρομακτική ευαισθησία καθώς ανασκοπεί τη σχέση του με τον Μαντάμπα, που, ενώ είναι τόσο διαφορετικός (καχεκτικός, μικροκαμωμένος και άσχημος) σε αντίθεση με τον όμορφο, ζηλευτό και δυνατό -αλλά ανεπίδεκτο μάθησης- Αλφά, είναι έξυπνος, μελετηρός έχει όμορφη ψυχή κι εντέλει επέδειξε μεγάλη γενναιότητα τη στιγμή της μοιραίας εφόδου (οι πραγματικά γενναίοι, όπως ο Μαντάμπα, είναι αυτοί που δεν φοβούνται τα χτυπήματα παρόλο που είναι αδύναμοι). Και όχι μόνο. Ο Αλφά ανατρέχει στις τύψεις του και στις ενοχές του, αλλά καθώς ωριμάζει παγιώνονται οδυνηρές παραδοχές (τίποτε δεν έμπαινε μέσα στο κεφάλι μου. Το ξέρω, το έχω καταλάβει ότι η ανάμνηση της μητέρας μου πάγωνε όλη την επιφάνεια του μυαλού μου, που ήταν σκληρή σαν το καύκαλο της χελώνας).
     Ανατρέχει με νοσταλγία και στην ερωτική σχέση της όμορφης Φαρί Τιάμ, που τον επέλεξε τέσσερα χρόνια πριν φύγει για τον πόλεμο αλλά του δόθηκε ψυχή τε και σώματι την τελευταία νύχτα. Απίστευτη η λυρική περιγραφή της προσέγγισής τους αλλά και της ένωσής τους κάτω απ το φως του φεγγαριού.
     Καθώς η καταβύθιση του Αλφά προχωρά στην αυτογνωσία, βλέπουμε να γίνεται σώμα (το σώμα μου μού λέει ότι είμαι ένας παλαιστής, κι αυτό μου αρκεί. Δε χρειάζεται να ξέρω το επώνυμό μου, μου αρκεί το σώμα μου. Δε χρειάζεται να ξέρω που βρίσκομαι, μου αρκεί το σώμα μου). Στις τελευταίες είκοσι σελίδες με δυσκολία παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις της διαταραγμένης του ψυχής, που έφτασε στο σημείο να κάνει κι άλλη μια ακραία πράξη έχοντας χάσει τον έλεγχο της λογικής, φτάνουν όμως στον αναγνώστη διαμάντια μέσα στη φρενίτιδα που τον κυριεύει. Απαντά στην ερώτηση ποιος είναι με τρόπο «αμετάφραστο» (είμαι ο φυλακισμένος και ο δεσμοφύλακας∙ είμαι το δέντρο και ο σπόρος που το γέννησε∙ είμαι ο πατέρας και ο γιος∙ είμαι ο δολοφόνος και ο δικαστής∙ είμαι η σπορά και η σοδειά∙ είμαι η μητέρα και η κόρη∙ είμαι η νύχτα και η μέρα∙ είμαι η φωτιά και το ξύλο που το κατακαίει∙ είμαι ο αθώος και ο ένοχος∙ είμαι η αρχή και το τέλος∙ είμαι ο δημιουργός και ο καταστροφέας∙ είμαι δισυπόστατος).
     Η φωνή του σκοτωμένου/προδομένου φίλου του κλείνει την ιστορία του Αλφά Ντιάγε με τη συγκλονιστική συνειδητοποίηση: "το σώμα μου δεν μπορεί να αποκαλύψει τα πάντα για μένα/ το σώμα μου δεν μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία μου". Η φωνή, υπενθυμίζοντας ότι ο Μαντέμπα σαν αδερφή ψυχή («Frère d’ âme» είναι ο αυθεντικός τίτλος, δηλαδή «Αδερφός ψυχής»/ «Αδερφική ψυχή») είναι το alter ego του Αλφά υπαγορεύει έναν σημαντικό μύθο προφανώς από τον τόπο τους, που καταλήγει στο ότι
εκείνος είναι εγώ κι εγώ είμαι εκείνος

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Μαρτίου 20, 2021

Κάτι αστραφτερό, Jacqueline Woodson

                                                                                           

Για την ατελείωτη σειρά των προγόνων μου,
όλους εσάς που σκύβατε και λυγίζατε,
σκύβατε και λυγίζατε

     Η νεαρή Τζάκλιν Γούντσον φαίνεται να είναι από τις σημαντικότερες αφροαμερικάνες συγγραφείς, που αναδεικνύει με ευαισθησία και διεισδυτικότητα τις δυσκολίες της ζωής των αφροαμερικανών στη σύγχρονη Αμερική. Μια χώρα, όπου τα δικαιώματα, οι ευκαιρίες και οι ελευθερίες για τους αφροαμερικάνους ακόμα είναι ρευστά, και η κοινωνική στήριξη προβληματική.
     Στο «Κάτι αστραφτερό» (τίτλος για την ελληνική έκδοση, μετά από την συγκατάθεση της συγγραφέα, στη θέση του αμερικάνικου: «Red at the bone») η Γούντσον με αντιστικτικό τρόπο (εναλλαγή στον κεντρικό ήρωα και στα χρονικά επίπεδα, και όχι γραμμική αφήγηση), μας δίνει την ιστορία δυο οικογενειών σε βάθος τριών γενεών, στο Μπρούκλιν των αρχών του 21ου αιώνα. Δυο φτωχικών οικογενειών αφροαμερικάνων που αντιμετωπίζουν την απρόοπτη εγκυμοσύνη της μαθήτριας ακόμη Άιρις με πολύ διαφορετικό τρόπο (αγάπη, αλληλοϋποστήριξη) από το αναμενόμενο στις κοινωνίες των λευκών, ενώ μας εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει η συγγραφέας την ευαισθησία των ανδρών.
     Με πρώτη ματιά θα νόμιζε κανείς ότι η κεντρική ηρωίδα είναι η Μέλοντι, το 16χρονο κορίτσι που στην πρώτη πρώτη σκηνή του βιβλίου παρουσιάζεται στην τελετή ενηλικίωσής της να κατεβαίνει τα σκαλιά, φορώντας το παραδοσιακό φουστάνι, ενώ όλοι γύρω της, οι φίλοι, η μητέρα, πατέρας, γιαγιά, παππούς αναστοχάζονται τη ζωή της και τη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα, η αφήγηση σ’ αυτό το πρώτο πρώτο κεφάλαιο είναι πρωτοπρόσωπη, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στα υπόλοιπα κεφάλαια. Βλέπουμε τεταμένη τη σχέση με την 33χρονη μητέρα, με αφορμή τη μουσική του Πρινς που επέλεξε η Μέλοντι, όμως νιώθει ο αναγνώστης ότι τα αίτια είναι πολύ βαθύτερα (καθώς χορεύουμε, δεν είναι η δεκαεξάχρονη Μέλοντι, δεν είμαι η άλλοτε εξώγαμη κόρη των γονιών μου –είμαι ένα αφήγημα, μια λησμονημένη ιστορία. Που τη θυμήθηκαν).
     Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στην πανέμορφη Μέλοντι, που ενηλικιώνεται ξεκινώντας ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, όπως έκαναν και η μητέρα και η γιαγιά της –φαίνεται ότι αυτή η τελετή, που στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη, αντίθετα σε κάποιες κοινωνίες είναι πολύ σημαντική. Ωστόσο η αντίστοιχη τελετή για την Άιρις, τη μητέρα, ήταν πολύ διαφορετική, γιατί η Άιρις μόλις είχε ανακαλύψει ότι ήταν έγκυος…
     Η αθέλητη εγκυμοσύνη για ένα 15χρονο κορίτσι, όσο κι ερωτευμένη να είναι με τον σύντροφό της, δημιουργεί μια σειρά από αντιφατικά συναισθήματα και συγκρούσεις. Έτσι, θεωρώ ότι πυρήνας όλης της πλοκής είναι η προσωπικότητα της Άιρις, ενώ βλέπουμε σαν δορυφόρους και τα άλλα σημαντικά πρόσωπα της ιστορίας: τον Όμπρεϊ, τον 16χρονο σύντροφο της Άιρις και πατέρα της Μέλοντι, τον παππού Πο Μπόι και την γιαγιά Σέμπεϊ που ουσιαστικά μεγαλώνουν την Μέλοντι, τη μητέρα του Όμπρεϊ (και άλλη γιαγιά της Μέλοντι) ΚάθιΜαρί, που όμως πεθαίνει γρήγορα. Παρακολουθούμε τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους καθώς βλέπουν δυο παιδιά που δεν έχουν ακόμα τελειώσει το σχολείο, να γίνονται γονείς.
     Το βιβλίο ξεχειλίζει από συναίσθημα. Γιατί ο κοινωνίες των μαύρων, έχοντας περάσει από απίστευτες συνθήκες και δυσκολίες, έχουν καλλιεργήσει λεπτοφυείς σχέσεις και ισχυρούς δεσμούς, κάτι που το βλέπουμε πολύ έντονα και στον ΤζέιμςΜπάλντουιν. Στο γράψιμο της Γούντσον, που είναι λιτό και περιγραφικό, διαρρέει αυτό το συναίσθημα με λυρικές πινελιές, όπως ξεχειλίζει το νερό από χαραμάδες στο βράχο.
     Στην καρδιά των προβλημάτων είναι η ανεπιθύμητη όχι μόνο κύηση αλλά και μητρότητα. Ήδη, την μέρα της τελετής της Μέλοντι, οι κουβέντες ανάμεσα στην ίδια και την μητέρα της είναι σπαραχτικές. Η παγίδευση της ανώριμης, έφηβης Άιρις σε μια δέσμευση που της στερεί τις σχολικές φίλες αλλά και το όνειρο να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να «πετάξει», δικαιολογεί στα μάτια του αναγνώστη τη σκληρότητα απέναντι στην Μέλοντι. Είναι ακόμα παιδί, και βιώνει με τρόμο τη γέννα («φρικιαστική εμπειρία»/πονούσε λες και κάποιος τσαλαπατούσε την πλάτη της με τις μπότες του), τον πόνο στα στήθη που θηλάζουν, ενώ κρατώντας το νεογέννητο διαβάζει Χημεία και Τριγωνομετρία. Θήλασε το παιδί τρία χρόνια γιατί υποτίθεται ότι έπρεπε να νιώθει μαζί του μια βαθιά σύνδεση, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά δεν ένιωθε τίποτα τέτοιο. Στην πρώτη ευκαιρία παίρνει απολυτήριο (με τη βοήθεια της δυναμικής μητέρας της δεν επανέλαβε την τάξη στο καθολικό σχολείο απ’ όπου την απέβαλαν, αλλά έδωσε κατευθείαν εξετάσεις) και γράφεται σ’ένα μακρινό Πανεπιστήμιο, γυρεύοντας τη χαμένη ελευθερία. Στην ενδυνάμωση και ωρίμανση της Άιρις έπαιξε καθοριστικό ρόλο η μητέρα του Όμπρεϊ, που προσφέρθηκε να τη βοηθήσει στα μαθήματα και ουσιαστικά την έβαλε προ των ευθυνών της.
     Έτσι, η Μέλοντι μεγαλώνει με τη γιαγιά, τον παππού και τον Όμπρεϊ, σ’ ένα στοργικό περιβάλλον απ’ όπου όμως απουσιάζει η Μητέρα (δεν είναι τυχαίο που ως παιδί δεν αποκαλεί την Άιρις «μαμά», αλλά με το όνομά της). Είναι ένα όμορφο, χαρούμενο γεμάτο ζωντάνια κορίτσι, όμως καίγεται από την κρυφή πληγή (ήθελες να με ξεφορτωθείς; /κι ύστερα έπαψες να με θέλεις, έτσι δεν είναι;/βλέπω την πλάτη της να χάνεται στο άνοιγμα της πόρτας/πόσο απόλυτα πεινασμένη ήμουν κάποτε. Γι’ αυτήν. Γι’ αυτήν. Γι’ αυτήν).
     Αυτό που, όπως είπαμε, αποτελεί και πρωτοτυπία του βιβλίου, είναι η ευάλωτη ψυχολογία και ενσυναίσθηση των αντρών, του Όμπρεϊ και του παππού, Πο Μπόι (κι αυτός μιλάει πρωτοπρόσωπα). Αρχικά ο Όμπρεϊ, ο 16χρονος πατέρας, κι αυτός παιδί ακόμα όχι μόνο δεν αποποιείται τις ευθύνες του, αλλά είναι πολύ ερωτευμένος με την Άιρις και πολύ δεμένος με το παιδί (ποτέ του δεν είχε φανταστεί μια τέτοια βαθιά κι ατέλειωτη αγάπη). Η συγγραφέας, ακόμα και στην περιγραφή της πρώτης σεξουαλικής επαφής, εστιάζει στα συναισθήματα του Όμπρεϊ, ίσως καταδεικνύοντας έτσι ότι είναι πιο ερωτευμένος, άρα πιο ευάλωτος και ανασφαλής. Κι εξακολουθεί να νιώθει το ίδιο πάθος και μετά τη γέννα. Γιατί ο Όμπρεϊ «ξέρει» να αγαπά∙ αγαπά τη μητέρα του, αγαπά την Άιρις, και στη συνέχεια λατρεύει την κόρη του. Αντίθετα, η Άιρις, ψάχνει την ταυτότητά της, αποπροσανατολισμένη και ζαλισμένη από τα γεγονότα. Άλλωστε η ίδια ομολογεί, μετά την εξαπάτηση από το πρώτο αγόρι: έμαθα γρήγορα να μην τους αγαπάω, να αγαπάω μόνο την αίσθησή τους μέσα μου, τη γεύση του στόματός τους, το αγκάλιασμά τους. Και τίποτα παραπάνω.
     Ερωτευμένος είναι και ο παππούς Πο Μπόι με την γυναίκα του, και είναι αμοιβαίο (Θεέ μου, θα το αγαπάω το χαμόγελο αυτού του άνδρα μέχρι να πεθάνω), ίσως γι’ αυτό κατανοούν τους δυο νεαρούς. Η συγγραφέας μάς χαρίζει σκηνές μεγάλης και βαθιάς τρυφερότητας των δυο ηλικιωμένων που έζησαν τόσα μαζί και του ενός προς τον άλλον, και προς την Άιρις, προς τον Όμπρεϊ και τη Μέλοντι (ακόμα κι 
οι άντρες κλαίνε, λέει απερίφραστα ο Πο Μπόι).
     Στο υπόβαθρο, η ιστορική μνήμη της Σέιμπι ανατρέχει στη σφαγή της Τάλσα (πόλη της Οκλαχόμα), όπου το 1921 έλαβε χώρα το «χειρότερο ίσως επεισόδιο ρατσιστικής βίας στην ιστορία της Αμερικής», κι όπου η δίχρονη τότε μητέρα της ήταν η μόνη που επέζησε από την τρομερή πυρκαγιά. Η φωτιά, που έβαλαν οι λευκοί με τους δαυλούς και με τη λύσσα τους, έκαναν στάχτη τη ζωή και τα όνειρα των δικών μου, λέει η Σέιμπι. Το μόνο που αντιστέκεται στο μένος των ρατσιστών, είναι οι πλάκες χρυσού, κρυμμένες σε σίγουρο μέρος… Είναι το «κάτι αστραφτερό», κάτω από τις σπασμένες σανίδες, που θα αποκαλύψει η Άιρις, όταν μια νέα ρατσιστική επίθεση στο Μπρόντγουεϊ θα αναβιώσει τα «αποκαΐδια της φωτιάς της Τάλσα».
Νομίζω ότι στο παρακάτω απόσπασμα, λόγια της Σέιμπι, περικλείεται και η ουσία του βιβλίου:

"Κάθε μέρα, από τότε που ήταν μωρό, έλεγα στην Άιρις αυτή την ιστορία. Πώς κατέφτασαν με κακές προθέσεις. Πώς το μόνο που ήθελαν ήταν να μας δουν πεθαμένους. Με τα χρήματά μας να έχουν καεί. Με τα μαγαζιά και τα σχολεία και τις βιβλιοθήκες μας, τα πάντα, να έχουν χαθεί. Και παρόλο που όλα αυτά έγιναν είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν αρχίσω να υπάρχω έστω και σαν σκέψη, τα κουβαλάω ακόμη. Κουβαλάω την απώλεια. Η Άιρις κουβαλάει την απώλεια. Και παρακολουθώντας την εγγονούλα μου να κατεβαίνει εκείνα τα σκαλιά, είμαι πια σίγουρη πως κι αυτή κουβαλάει την απώλεια επίσης.

Μα και οι δυο τους είναι ανάγκη να ξέρουν πως, μέσα στην απώλεια, πρέπει να κουβαλάς και πολλά άλλα πράγματα. Το φευγιό. Τη σωτηρία.

Την επιβίωση".

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Μαρτίου 13, 2021

Λάθος χώρα, Γκαζμέντ Καπλάνι

        Η αντίθεση χαρακτήρων, πεποιθήσεων, ιδεολογιών, τρόπου ζωής∙ η συνύπαρξη των αντιθέτων, η σύγκρουση ή η διαλεκτική τους σχέση σε μια κοινωνία γεμάτη αντιφάσεις (την Αλβανία της εποχής 1968-1990) είναι ο πυρήνας αυτού του μικρού αριστουργήματος του Αλβανού συγγραφέα, που έζησε εικοσιπέντε χρόνια στην Ελλάδα, δούλεψε ως δημοσιογράφος και συγγραφέας αλλά δεν κατάφερε να πάρει την ελληνική υπηκοότητα που ήθελε. Ταυτόχρονα ταξιδεύουμε σε μια χώρα όπου η κοινωνία δοκιμάστηκε από τη δίνη της Ιστορίας (με γιώτα κεφαλαίο) με τρόπο μοναδικό και προβληματικό.
         Ακόμα και η μικρή φανταστική πόλη όπου διαδραματίζεται η πλοκή, η Τερς, χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις. Ο ποταμός Σκάμανδρος («Σηκουάνας» κατ’ ευφημισμόν) χωρίζει την παλιά πόλη -με τους παραδοσιακούς οικισμούς, τις διαφορετικές εκκλησίες (κατεστραμμένες βέβαια από τον κομμουνισμό), τις «παρδαλές» οικογένειες (διαφορετικών θρησκειών)- από την καινούρια πόλη, χτισμένη από Ιταλούς αρχιτέκτονες, με καινούργια ονόματα στους δρόμους , καινούργια κτίρια κλπ. Η Τερς μπορεί να είναι επινόηση του συγγραφέα, αλλά η μικροϊστορία της δηλώνει την μοίρα ενός λαού που βρέθηκε σ’ ένα σταυροδρόμι λαών: «Το Τερς είναι μια πόλη όπου η ιστορία της Ευρώπης σκόνταψε, έπεσε κάτω και έσπασε το σβέρκο της». Από το 1916 Σέρβοι, Έλληνες, Γάλλοι («Αράπηδες» γιατί στο στράτευμά τους είχαν Βορειοαφρικάνους), Ιταλοί/Γερμανοί διεκδικούν κατά καιρούς την κυριαρχία, αφήνοντας το πολιτιστικό τους στίγμα. Τέλος, μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αλβανοί Παρτιζάνοι μπαίνουν σαν ελευθερωτές (χειρότερα δεν γίνεται, αδέρφια, μόνο καλύτερα μπορεί να γίνει. Τουλάχιστον τούτοι εδώ είναι δικοί μας).
         Ξένος στην ίδια του την πατρίδα, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Καρλ, επιστρέφει για 15 μέρες στην γενέτειρά του, την Τερς, 27 χρόνια μετά την αυτοεξορία του (δεν πίστευαν ότι θα επέστρεφε σε έξι μήνες. Ούτε εκείνος το πίστευε), για την κηδεία του φανατικά σταλινικού πατέρα του. Εκεί θα συναντήσει και θα φιλοξενηθεί από τον αδερφό του Φρέντερικ, πιστό οπαδό της παράδοσης και λάτρη της φτωχής, κατακρεουργημένης και λεηλατημένης Αλβανίας. Μεταξύ τους όμως στέκεται ένας «αόρατος τοίχος» που έχει υψωθεί από τον αγανακτισμένο για την μοίρα του τόπου του, Καρλ.Η ιστορία του τόπου έχει εμφυσήσει στον Φρέντερικ ένα βαθύ εθνικιστικό πνεύμα (ο εθνικισμός δεν είναι μίσος για τους άλλους, είναι αγάπη για τον εαυτό σου, για τη γλώσσα σου, για το έθνος σου), κι αυτό δημιουργεί αγεφύρωτο χάσμα με τον Καρλ.
 
     Μέσα στις πρώτες πέντε σελίδες έχει ήδη στηθεί η βασική αντίθεση της τραγικής ιστορίας. Και το βασικό σκηνικό: οι δυο τόσο διαφορετικοί γιοι να στέκονται με διαφορετικά συναισθήματα ο καθένας δίπλα στο φέρετρο του Πατέρα, μαυροφορεμένες γυναίκες παραδίπλα, ο καπνός απ’ τα τσιγάρα των αντρών, και μια ατμόσφαιρα που μυρίζει παρελθόν (οι περισσότεροι επισκέπτες σ΄αυτό το δωμάτιο ανήκαν σε άλλη εποχή, την οποία όλοι ονόμαζαν «τον καιρό εκείνο»).
     Στην αφήγηση εναλλάσσεται λοιπόν το «σήμερα» που ξεκινά από τη μέρα της κηδείας με σκηνές από το παρελθόν που δίνουν βάθος σ’ αυτό το σήμερα, ενώ με πλάγια γράμματα και συνήθως στο τέλος των μικρών κεφαλαίων, έχουμε τον εσωτερικό μονόλογο του πιστού στα πατροπαράδοτα, αλλά συναισθηματικού Φρέντερικ. Αγαπά τον μεγάλο του αδερφό και νοσταλγεί τις μέρες της παιδικής ξενοιασιάς.
     Ο Καρλ (όνομα χαρισμένο προς τιμήν του Μαρξ (!)) γεννήθηκε το 1968, στο μεσουράνημα της κυριαρχίας του Εμβέρ Χότζα. Ως παιδί, θυμάται τον εαυτό του να διαβάζει μαζί με τον Φρέντερικ (προς τιμήν του Ένγκελς (!)) αποσπάσματα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο για να αποσπάσουν τα χειροκροτήματα των γονιών τους (!). Ήταν και η πρώτη αφορμή για την «ανταρσία» που ακολούθησε, απέναντι στο κομμουνιστικό ιδεώδες που προσπαθούσε να επιβάλει ο πατέρας στην καθημερινότητα των αγοριών. Τα δυο αγόρια μαθαίνουν γαλλικά και ρωσικά, ενώ ο ταλαντούχος στις γλώσσες Καρλ μαθαίνει και ιταλικά, ισπανικά, αγγλικά. Με αυτά ως εφόδιο όμως, ο Καρλ γίνεται λαθρέμπορος εικόνων και θραυσμάτων ενός άλλου κόσμου, απαγορευμένου τον οποίο ο πατέρας θεωρούσε επικίνδυνο, εχθρικό, απειλητικό… Η σύγκρουση με τον πατέρα κορυφώνεται με το χαστούκι που έφαγε ο Καρλ (το επεισόδιο της πατρικής βίας θα έμενε κολλημένο στη μνήμη του Καρλ σαν βδέλλα πάνω σε ανθρώπινη σάρκα/ήταν το βλέμμα του φανατικού. Ένα βλέμμα από το οποίο δεν μπορούσες να κρυφτείς ούτε να του ξεφύγεις). Αργότερα θα δούμε ότι το βλέμμα αυτό «του φανατικού» στοιχειώνει την ψυχολογία του Καρλ, ενώ παράλληλα συσσωρεύονται κι άλλοι λόγοι για τους οποίους απορρίπτει την πατρική «εξουσία» («ο γιος του χαφιέ», έγραφαν τα χαρτάκια που κολλούσαν οι συμμαθητές τους στις τσάντες τους»).
     Η αντίθεση ανάμεσα στα δυο αδέρφια δεν αφορά μόνο μόνο την ιδεολογία αλλά και τον τόπο όπου επέλεξαν να ζήσουν: ο Καρλ είχε ζήσει κάτω από διαφορετικούς ουρανούς, είχε μιλήσει και γράψει σε ξένες γλώσσες, είχε ερωτευτεί γυναίκες διαφορετικών εθνικοτήτων. Ο Φρεντερίκ είχε ζήσει στην ίδια κωμόπολη όπου είχε γεννηθεί, στην ίδια πολυκατοικία, στον ίδιο όροφο, στο ίδιο σπίτι, πραγματοποιώντας έτσι το ιδανικό της συνέχισης των γενεών χωρίς χάσμα –πράγμα που σύμφωνα με τον πατέρα χάριζε στον άνθρωπο την ισχυρή ταυτότητα και ευτυχία. Το χάσμα όμως μεταξύ τους έχει και ακόμα πιο βαθιές ρίζες, είναι η διαφορετική στάση απέναντι στον πατέρα, και συνακόλουθα, απέναντι στο κατεστημένο. Ο Καρλ αμφισβητεί (και σ’αυτό έχει στο πλάι τη μητέρα του), ο Φρεντερίκ συμφωνεί, ή, υπακούει. Οι δυο πρώτοι περιφρονούν το καθεστώς («ξενομανείς» κατά τον πατέρα), οι δυο τελευταίοι αυτοαποκαλούνται «πατριώτες».

     Όταν μετά τον θάνατο του Εμβέρ Χότζα το κομμουνιστικό καθεστώς του άρχισε να τρίζει, το 1989 (εκτέλεση Τσαουσέσκου, κατάρρευση υπαρκτού σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ), οι ταραχές στα Τίρανα ανατρέπουν τις υπάρχουσες ισορροπίες και μέσα στην οικογένεια. Άλλωστε η μητέρα έχει αυτοκτονήσει λίγες βδομάδες πριν, ενώ ο Καρλ, φοιτητής Γαλλικής Φιλολογίας στην αντικαθεστωτική Φιλοσοφική Σχολή στα Τίρανα, συμμετέχει μαγεμένος στο γκρέμισμα του αγάλματος του Εμβέρ Χότζα (δεν έχω ξαναδεί ποτέ τους Αλβανούς τόσο τρελαμένους από ευτυχία όσο εκείνη τη στιγμή/η πιο εύθυμη νεκροφόρα που είχε δει η ιστορία της ανθρωπότητας). Είναι εκείνη η «τρελή νύχτα» όπου θα γνωρίσει την πρώτη μεγάλη αγάπη, την Κλώντι, και θα δώσουν υποσχέσεις, αλλά θα χαθεί απ’ τη ζωή του ξαφνικά κι ανεξήγητα. Είναι εκείνη η τρελή νύχτα όπου ο Καρλ θα αποφασίσει ότι δεν θέλει πια να ζει σ’ αυτήν τη χώρα.
     Και ξέρουμε καλά ότι δεν είναι ο μόνος… Όταν πια παίρνει το πτυχίο του, το 1991 (χρονιά που ήδη μεγάλα κύματα Αλβανών έχουν φύγει απ’ τη χώρα σε Ιταλία και Ελλάδα), ο Καρλ φεύγει από την Αλβανία κλασικά με πλαστή βίζα. Σ’ ένα λεωφορείο σιωπηλό, γεμάτο «τυχερούς ανθρώπους», χωρίς να έχουν ιδέα τι τους περιμένει. Στην Αθήνα, στην Ομόνοια, μέσα στο φόβο και την ανέχεια (τον έκλεψαν άλλοι Αλβανοί) είναι έτοιμος να επιστρέψει , όταν του χαμογελάει η τύχη μέσα από την προσφορά μιας γυναίκας, της Κλειώς, να δουλέψει ως μπαξεβάνης στον κήπο της. Μπήκε στη ζωή της ορμητικά (όμορφος, νέος, δυνατός και ευάλωτος ταυτόχρονα, διψασμένος να τρέξει προς το μέλλον, να βρει μια καινούρια πατρίδα, έναν καινούριο εαυτό, μια καινούργια ταυτότητα), ερωτεύτηκαν κι έζησαν μαζί περίπου πέντε χρόνια, έγινε συγγραφέας, ταξίδεψαν. Το μόνιμο άγχος, οι δυο έξεις «άδεια παραμονής». Όμως, όπως επισήμανε η Κλειώ, ο Καρλ έπασχε από τη «νόσο της φυγής»…
     Οι πολιτικοί καυγάδες με την Άννα, την επόμενη σχέση, έχουν ενδιαφέρον γιατί βλέπουμε πώς η διαφορετική οπτική και τα διαφορετικά βιώματα φωτίζουν με άλλον τρόπο κάποια γεγονότα, αλλά είναι και η αιτία του γρήγορου σχετικά, χωρισμού. Όμως τα επιτυχημένα του συγγραφικά έργα και το ταλέντο του στις γλώσσες, προσδίδουν στον Καρλ μεγάλο κύρος και τον κατατάσσουν στην κατηγορία του «επιτυχώς ενταγμένου μετανάστη» («Αχ, δεν μοιάζετε καθόλου με Αλβανό!»).
     Κι όμως, εξακολουθεί να νιώθει ξένος σ΄αυτήν τη χώρα, κι αυτό κορυφώνεται όταν, με μια σχετικά ασήμαντη αφορμή, βλέπει μπροστά του να υψώνεται ξανά το τείχος του φανατικού: είναι η απόφασή του να δημοσιοποιήσει την τραγική ιστορία μιας ηλικιωμένης κυρίας, που τους δικούς της (Αλβανοί μουσουλμάνοι- Τσάμηδες) τους σκότωσαν οι τσέτες του Ζέρβα (1945, τους Εβραίους τους ξεπάστρεψαν οι Γερμανοί, τους Αλβανούς θα τους ξεπαστρέψουμε εμείς). Πρόκειται για «τη σφαγή στην Πάργα»[1]και στα γύρω χωριά. Ο Καρλ στερεώνει μέσα του την ιδεολογία του κοινού φίλου, του Χρίστου Π. που μισεί την ιδέα του έθνους- κράτους (ο εθνικισμός ήταν μια ιδιαίτερη ψυχική ασθένεια που είχε φτάσει σε αυτά τα μέρη από την κρύα και τσιγκούνικη Δύση∙ ήταν η ανίατη αρρώστια της Ευρώπης που χτύπαγε ειδικά τα μικρά έθνη, εκείνα που είχαν βγει από τη μήτρα της ιστορίας με καισαρική τομή και διέθεταν αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα).
     Ο Αλβανός συγγραφέας όμως, που έχαιρε εκτίμησης μέχρι τώρα, με το να βγάλει στο φως την ιστορία με τους τσέτες, άγγιξε ένα από τα εθνικά ταμπού («βρομοαλβανέ», «τομάρι» κλπ) η στροφή του κόσμου είναι 180 μοίρες, με αποκορύφωμα γνώριμο εμετικό παραλήρημα βουλευτή της Χ.Α.
Ο ήρωας, μετά την απόρριψη του αιτήματός του για ελληνική υπηκοότητα (τοalter ego του συγγραφέα;), αποφασίζει να μετεγκατασταθεί πια στην Αμερική, μια χώρα που δεν του αρνήθηκε την αλλαγή ταυτότητας όπως έκανε η γειτονική Ελλάδα. Στη Βοστώνη αρχίζει να τον βασανίζει το ερώτημα «πού θα ήθελε να θαφτεί μετά τον θάνατό του», μια παραλλαγή του ερωτήματος ποια πόλη, ποιον τόπο νιώθει δικό του, νιώθει ως «πατρίδα». Η «βασανιστική σκέψη της μεταθανάτιας κατοικίας» γίνεται εμμονή, είναι ουσιαστικά πρόβλημα ταυτότητας, που για τον Φρεντερίκ είναι εξαρχής λυμένο. Αν και είναι εθνικιστής δεν είναι φανατικός. Το βαθύτερο κίνητρό του είναι η αγάπη και μερικές φορές τα λόγια του φωτίζουν καλύτερα τον Καρλ απ’ ό, τι οι πράξεις του τελευταίου: δεν είμαι σαν τον Καρλ. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν ρίζες/η πατρίδα μου είναι εκεί που είναι οι νεκροί μου. Όσο πιο μακριά τους, τόσο λιγότερη δύναμη, τόσο λιγότερη ζωή, τόσο λιγότερη ταυτότητα/μα πώς μπορεί να αντέξει κανείς το αφόρητο βάρος της μοναξιάς χωρίς να νιώθει πως ανήκει σε κάτι που ξεπερνά τα όρια του ατόμου, κάτι που είναι αιώνιο, που δίνει νόημα στην αναπόφευκτη θνητότητά μας;
     Ωστόσο, η τελευταία «πράξη» του έργου οδηγεί σε πόλωση των αντιθέτων αλλά και σε συναισθηματική λύτρωση τον Καρλ. Ο θάνατος της πανέμορφης Φατμίρα και του μοιχού εραστή της διχάζει του Τερσιανούς που θέλουν να μποϊκοτάρουν την κηδεία μοιχών, ρίχνοντας βέβαια όλο το δηλητήριο στην γυναίκα. Ο Καρλ παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ της φυσιολογικής ταφής σε αντίθεση με το εκδικητικό πνεύμα των χωριανών, με τους οποίους συντάσσεται ο Φρεντερίκ (εσύ, ο επαναστάτης, εσένα που σε καίει πιο πολύ για μια άγνωστη γυναίκα παρά για την οικογένειά σου. Θα σου πω τι είσαι, Καρλ. Εσύ είσαι ένας μεγαλομανής, ένας αχάριστος, ένας χαμένος, ένας λιποτάκτης!).
    Το χάσμα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, όμως ο ήρωάς μας συμπαραστέκεται στην οικογένεια της Φατμίρα, μόνο αυτός με τον Πάντι τον τρελό,
αποχαιρετώντας για τελευταία φορά ένα άγνωστο κορίτσι, δίπλα σε ανθρώπους που ήταν σχεδόν άγνωστοι, ο Καρλ έκλαιγε και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Στις 26 Ιουνίου του 1944 ο ΕΔΕΣ μπήκε στην Παραμυθιά έπειτα από σύντομη αντίσταση της τσάμικης πολιτοφυλακής. Γράφει ο Γ.Μαργαρίτης: «Όλες οι μαρτυρίες από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται συμφωνούν στην έκταση και στη βιαιότητα των θανατώσεων και κακοποιήσεων σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Πολλές εκατοντάδες-ο αριθμός άγνωστος, αλλά ίσως πλησιάζει τα 500 άτομα-θανατώθηκαν με τους πιο μαρτυρικούς τρόπους μέσα και γύρω από την πόλη…..ο ταγματάρχης Κρανιάς, …του ΕΔΕΣ αποφάσισε την τιμωρία των ‘πρωταιτίων’, δηλαδή την εκτέλεση 34 Τσάμηδων που είχαν επιβιώσει της σφαγής… Δεν ήταν η τελευταία φάση…οι εκκαθαρίσεις των μουσουλμανικών χωριών νότια του Καλαμά, έδιωξαν τους περισσότερους κατοίκους τους βόρεια από το ποτάμι…» (https://roides.wordpress.com/2015/05/25/25may15/, https://www.istorikathemata.com/2012/06/mousoulmanoi-tsamides-katoxi.html).

Σάββατο, Μαρτίου 06, 2021

Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, James Baldwin

 The story of a negro in America

is the story of America.

It is not a pretty story…

(από την ταινία του James Baldwin, «I’m not your negro»)


          Ανθρωπιά κι ακατανίκητη αγάπη είναι η βαθύτερη αίσθηση που δίνει το βιβλίο αυτό του γνωστού ακτιβιστή συγγραφέα∙ αγάπη κι αλληλεγγύη που επιβιώνουν μέσα σε συνθήκες μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, και των γνωστών απειλών που παραμονεύουν τη ζωή των μαύρων στη Νέα Υόρκη του 20ου αιώνα (χωρίς να σημαίνει ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και στον 21ο). Όπως ο ίδιος ο Baldwin λέει στην ταινία «I’ m not your negro», η ιστορία ενός -και μόνο- μαύρου είναι η ιστορία όλης της Αμερικής, και είναι αλήθεια εφόσον η σχέση με τους μαύρους όχι μόνο της πολιτείας αλλά και των ανθρώπων της, σε όλα τα επίπεδα, είναι συγκρουσιακή. Η Ιστορία της Αμερικής γράφεται σε κάθε δρόμο της Νέας Υόρκης (κι όχι μόνο, προφανώς)∙ έτσι, κι αν η Beale Street της Νέας Υόρκης «μπορούσε να μιλήσει», θα μαθαίναμε άπειρες ιστορίες σαν την ιστορία που μας αφηγείται η ηρωίδα.
       Αφηγήτρια είναι η Τις, μια νεαρή 19χρονη γυναίκα που μεγάλωσε στην Beale Street, φτωχική/λαϊκή γειτονιά απέναντι από την οικογένεια Χαντ. Στο μυθιστορηματικό «σήμερα», μέσα στις δυο πρώτες σελίδες μάς εξομολογείται τον έρωτά της για τον 22χρονο Φόνι Χαντ, που βρίσκεται όμως στη φυλακή. Παρόλο που κατηγορείται για βιασμό, διαβεβαιωνόμαστε ότι είναι υπεράνω υποψίας. Επίκειται όμως μια δύσκολη δίκη όπου εφόσον ο κατηγορούμενος είναι μαύρος, είναι εξ ορισμού χαμένος. Σ’ αυτήν την αγωνία προστίθεται και η ακούσια εγκυμοσύνη –μια εξέλιξη που γεμίζει χαρά αλλά και αγωνία την Τις.
     Είναι σχετικά απλή η πλοκή, αλλά πολύπλοκες οι σχέσεις. Ουσιαστικά παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτών των δύο «κοινών» γεγονότων που επηρεάζουν τις δυο φτωχές οικογένειες, τις σχέσεις μεταξύ τους και τη δύναμή τους που ενώνεται για να αποτρέψουν την καταδίκη του Φόνι. Ταυτόχρονα με συνειρμικά φλας μπακ στην παιδική ηλικία, μαθαίνουμε τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο με τον οποίο γνωρίστηκαν οι δυο ήρωες ως παιδιά και γίναν φίλοι, τον έρωτά τους -πώς γεννήθηκε και πώς ωρίμασε (νομίζω πως δε γίνεται συχνά δυο άνθρωποι να γελάνε και να κάνουν έρωτα συγχρόνως, να κάνουν έρωτα επειδή γελάνε, να γελάνε επειδή κάνουν έρωτα. Ο έρωτας και το γέλιο πηγάζουν απ’ το ίδιο μέρος), τις πρώτες ερωτικές στιγμές. Ο Φόνι είναι γλύπτης, «αγαπάει το ξύλο και την πέτρα», θέλει να μάθει να ζει απ’ αυτήν την τέχνη[1], κι έχει την «τιμιότητα» να μιλήσει εξαρχής στην Τις σταράτα (αυτό που προσπαθώ να σου πω, Τις, είναι ότι δεν έχω να σου προσφέρω πολλά)∙ εξίσου ντόμπρος είναι κι απέναντι στην οικογένεια –δεν διστάζει να αναλάβει την ευθύνη, να πάει το ίδιο κιόλας πρωινό (μετά τον έρωτα) στον πατέρα της Τις και να εκδηλώσει την αφοσίωσή του στην κόρη του και την πρόθεσή του να μην ακολουθήσει τον συνήθη δρόμο (αλκοόλ, απατεωνιές, ναρκωτικά κλπ) αλλά της εργασίας και της οικογένειας.
      Με ύφος λοιπόν εξομολογητικό, κάποιες φορές λυρικό, γεμάτο πάθος και ευαισθησία, η Τις περιγράφει τη συναισθηματική της κατάσταση, και κάθε μικρή ή μεγάλη αγωνία: πώς αναγγέλλει την είδηση της εγκυμοσύνης στη μητέρα της, στην υπόλοιπη οικογένεια αλλά και στην οικογένεια του Φόνι, τις αντιδράσεις τους, τις αποφάσεις τους. Έμμεσα, μέσα από ένα και μόνο περιστατικό, βλέπουμε και πώς διαγράφονται οι χαρακτήρες. Η οικογένεια της Τις συμπαραστέκεται ολόψυχα, ακόμα και η αποστασιοποιημένη μεγαλύτερη αδερφή, με την οποία οι σχέσεις ήταν μέχρι τώρα ανταγωνιστικές (εγώ δείχνω ανήμπορη απέναντι σε όλα, εκείνη δείχνει ασταμάτητη μπροστά στα πάντα), όχι μόνο δείχνει την αγάπη της αλλά και μεγάλη αποφασιστικότητα (είναι θαύμα να συνειδητοποιείς ότι κάποιος σε αγαπάει).
     Σε αντίθεση με το ζεστό και φιλικό κλίμα της οικογένειας της Τις, που γίνεται «γροθιά» για να βοηθήσει τη δύσκολη κατάσταση (εκείνο το μωρό ήταν το δικό μας μωρό κι ερχόταν/το είχε στείλει η αγάπη που ξεχείλιζε από εμάς, προς εμάς), η οικογένεια του Φόνι εμφανίζεται διαλυμένη. Η κυρία Χαντ, ένα μείγμα κοκεταρίας και πλαστής θρησκοληψίας και οι δυο κόρες φέρονται με τέτοιο ξεσυνερισιό όταν μαθαίνουν τα νέα, που προκαλούν οργή ακόμα και στον πατέρα του Φόνι, τον Φρανκ. Οι δυο οικογένειες ανταλλάσσουν βρισιές και κατάρες που προκαλούν τη βίαιη λεκτική έκρηξη της Ερνεστίν (που ο αναγνώστης την ευχαριστιέται καθότι οι γυναίκες Χαντ ήταν απαράδεκτες), ενώ ξεχωρίζει η αμοιβαία συμπάθεια των δυο πατεράδων, του Τζόζεφ και του Φρανκ (έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη μιας όμορφης φιλίας ανάμεσα στους δυο ώριμους άντρες).  
     Η δικαστική υπόθεση μάς βάζει στα άδυτα των αδικιών που διαπράττονται σε βάρος των μαύρων, και του Γολγοθά που έχουν να ανέβουν για να διεκδικήσουν απλά το δίκιο τους. Η εξαφάνιση της Πορτορικανής κας Ρότζερς (του θύματος βιασμού) περιπλέκει τα πράγματα, και απαιτεί έξοδα για να πληρωθεί ο ντέτεκτιβ που θα την ανακαλύψει. Ο μοναδικός μάρτυς αστυνόμος Μπελ πάνω στον οποίο βασίζεται η καταγγελία, είχε προηγούμενα με τον Φόνι. Ο μάρτυρας «χαρακτήρα» Ντάνιελ, φίλος του Φόνι που βρισκόταν εκείνη την ώρα μαζί του, θεωρείται αναξιόπιστος γιατί έχει κατηγορηθεί για κλοπή αυτοκινήτου (που το ομολόγησε εκβιαστικά γιατί αν δηλώσεις ενοχή γλυτώνεις τα χειρότερα), και τώρα βρίσκεται στη στενή για ναρκωτικά… Μέχρι και η εκπόρνευση περνά απ’ το μυαλό της Τις, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια χρήματα, γιατί καθώς προχωρά η εγκυμοσύνη κουράζεται στη δουλειά και δεν μπορεί να επισκέπτεται τον Φόνι στη φυλακή.
     Οι δυσκολίες συσσωρεύονται καθώς η Σάρον, μητέρα της Τις, αποφασίζει να μιλήσει αυτοπροσώπως στην κα Ρότζερς. Έτσι με χίλιες δυσκολίες πηγαίνει στο Πουέρτο Ρίκο, σε νυχτερινά κλαμπ και σε φαβέλλες, όπου έρχεται αντιμέτωπη με άλλα κυκλώματα μιζέριας –η κα Ρότζερς δεν είναι παρά μια ακόμα πιτσιρίκα που την βίασαν, την άφησαν έγκυο, έχασε το παιδί κλπ κλπ. Κι άλλο ένα αδιέξοδο προστίθεται στις δυσκολίες.
     Εν τω μεταξύ ο Φόνι παλεύει με τον χρόνο μέσα στη φυλακή, αλλά και με τον φόβο (σε άλλο χρόνο είχε φοβηθεί τη ζωή∙ τώρα φοβόταν τον θάνατο –κάπου στον χρόνο). Μα ο φόβος παίρνει και συγκεκριμένο σχήμα: "ζούμε σε μια χώρα γεμάτη γουρουνόμπατσους και φονιάδες". Ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι η πηγή της δυστυχίας τους μπορεί να είναι το άδειο βλέμμα του αστυνόμου Μπελ εκείνο το απόγευμα που πέτυχε την Τις μόνη της κι επενέβη ο Φόνι (το βλέμμα του Μπελ σάρωνε το μαύρο σώμα του Φόνι με μια άγρια λαγνεία χωρίς προηγούμενο, σαν να είχε ανάψει ένα φλόγιστρο και να σημάδευε το φύλο του Φόνι).
     Η δίκη αναβάλλεται και το βιβλίο τελειώνει χωρίς να μας αποκαλύπτει την τελική έκβαση. Έρχεται όμως το… μωρό, και είναι φανερή η μεταστροφή των ηρώων προς μια πιο οπτιμιστική διάθεση, πιο αισιόδοξη, πιο μαχητική –τη μαχητικότητα που δίνει σαν συγκολλητική ουσία η αγάπη, η αλληλεγγύη και η αλληλοστήριξη. Η αναμονή του μωρού (δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να αλυσοδέσει αυτό το μωρό. Τελεία και παύλα) εμψυχώνει όλους, ακόμα και τον Φόνι (βρίσκεται σ ένα μέρος που εγώ λείπω):
-Είμαι κι εγώ καλά. Μην ανησυχείς. Θα γυρίσω σπίτι. Θα γυρίσω σπίτι, σε σένα. Θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Θέλω να με σφίξεις στην αγκαλιά σου. Πρέπει να σφίξω το μωρό μας στην αγκαλιά μου. Έτσι πρέπει να γίνει. Μη χάσεις την πίστη σου.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Αξίζει να αναφερθεί ότι στο επαγγελματικό σχολείο όπου πήγαινε, δίδασκαν τα παιδιά να κατασκευάζουν κάθε είδους ανόητα,πραγματικά άχρηστα αντικείμενα/θεωρούν τα παιδιά χαζά κι έτσι τα εκπαιδεύουν για χειρώνακτες