Σάββατο, Απριλίου 26, 2008

Με λένε κόκκινο, Ορχάν Παμούκ

Ένα σημείο, ένα σημείο
και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Μέσα απ’ τον κόσμο μιας ξεχασμένης σήμερα τέχνης, της μικρογραφίας, ξεδιπλώνεται μια ιστορία φόνων και μυστηρίου, αλλά κυρίως αναδεικνύεται ολόκληρη η φιλοσοφία της ανατολής και η σύγκρουσή της με την αντίστοιχη δυτική νοοτροπία.
Ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου: «Είμαι νεκρός». Αφηγείται, ως νεκρός, το πρώτο θύμα. Σε κάθε όμως κεφάλαιο αφηγητής είναι κάποιο άλλο πρόσωπο, και όχι … μόνο. Σε πρώτο ενικό μιλούν και οι ζωγραφιές, ακόμα και τα …χρώματα. Το κόκκινο χρώμα είναι και ο πρωταγωνιστής που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο. Αυτή η πρωτότυπη δομή ωστόσο δεν φαίνεται εξεζητημένη ούτε κουράζει, όπως θα περίμενε κανείς, εφόσον παρουσιάζονται πολλές …οπτικές γωνίες και έτσι σκιαγραφείται ανάγλυφα η πολυπλοκότητα της αντιπαράθεσης ανατολής- δύσης.
Βρισκόμαστε σ΄ένα εργαστήρι εκλεκτών μικρογράφων, στην Κ/λη του τέλους του 17ου αι., στην υπηρεσία του «Πατισάχ». Εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που ζωγραφίζουν οι Φράγκοι ομότεχνοι, ο Πατισάχ παραγγέλνει κρυφά ένα βιβλίο φτιαγμένο με τη δυτική τεχνοτροπία, όμως έρχεται σε σύγκρουση με το παραδοσιακό ανατολικό μυστικισμό. Σκληροί φόνοι ταράζουν το μικρόκοσμο των καλλιτεχνών, των οποίων τα κίνητρα δείχνουν αρκετά νωρίς να είναι καλλιτεχνικής/πνευματικής φύσης και των οποίων ο δράστης φαίνεται να προέρχεται από την ίδια τους την ομάδα (που είναι κλειστή, με αυστηρούς κανόνες, σκληρή μαθητεία και ιεραρχία).
Ο Ορχάν Παμούκ, μέσα από την ελκυστική και πρωτότυπη αυτή πλοκή, βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί εκτεταμένα και γλαφυρά στην πλούσια μουσουλμανική παράδοση αλλά και σ’ έναν κόσμο πνευματικό, ιερό και απαράβατο που χάνεται και εκχωρεί σιγά σιγά τη θέση του σ’ έναν κόσμο πιο εξατομικευμένο αλλά και πιο αγοραίο. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την «πάλη» του παραδοσιακού με το πιο σύγχρονο σε μια χώρα παρεξηγημένη- αν μη τι άλλο – από εμάς τους Έλληνες, αλλά και σε μια εποχή πολύ μακρινή απ’ τη δική μας. Προσωπικά, δεν είχα φανταστεί πόσο νοηματοδοτημένη ήταν η «απρόσωπη» ζωγραφική των μικρογραφιών της ανατολικής τέχνης σε σύγκριση με τα επώνυμα μεγαλειώδη έργα των δυτικών ζωγράφων. Το βιβλίο αυτό μου άνοιξε τα μάτια και μ’ έκανε να παραλληλίσω το πνεύμα της τέχνης αυτής με το πνεύμα της βυζαντινής μονοφωνικής μουσικής σε σχέση με τη δυτική πολυφωνία. Κοινός τόπος είναι ότι η ανατολική τέχνη (ζωγραφική ή μουσική) εκφράζει το «ιερό», το καθολικό, το πνευματικό, το μυστικό. Αυτό που διαστρεβλωτικά οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι θα ονόμαζαν θρησκευτικό ή «φονταμενταλιστικό». Η δύση πήρε από νωρίς το δρόμο της πολλαπλότητας και της εξατομίκευσης. Γι’ αυτό και ο ανατολίτης καλλιτέχνης μένει ανώνυμος, κι όσο πιο πιστά στους καθολικούς/φυσικούς νόμους ζωγραφίζει, τόσο πιο σπουδαίος είναι. (Η αναλογία με τον ψάλτη της βυζαντινής μουσικής είναι προφανής: το βυζαντινό μέλος είναι πρωταρχικά «πνοή»/πνεύμα που ακολουθεί τα «φυσικά» διαστήματα, τους φυσικούς νόμους, είναι μουσική μονοφωνική γιατί δίνει βαρύτητα στα ποιοτικά σημάδια των μουσικών φθόγγων που έχουν μια αυτοτέλεια- κάθε εξατομικευμένη παρέκκλιση ακούγεται σαν «παραφωνία»)
Έτσι λοιπόν, οι ήρωές μας μικρογράφοι καταπλήσσονται όταν αντικρίζουν τις ζωγραφιές των «απίστων»:
(σελ. 49): Ποια ήταν η ιστορία άραγε που ήθελε να συμπληρώσει, να την κάνει ομορφότερη, όταν έδωσε την παραγγελία γι’ αυτόν τον πίνακα; Όσο τον κοίταζα, τόσο καταλάβαινα ότι η ιστορία πίσω από τον πίνακα ήταν ο ίδιος ο πίνακας. Η ζωγραφιά δεν ήταν προέκταση μιας ιστορίας, ήταν κάτι αυτόνομο. Με τον τρόπο που ο Ιταλός είχε ζωγραφίσει αυτόν τον πίνακα, οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει ότι το πορτρέτο παρίστανε έναν Βενετσιάνο αριστοκράτη και ποιος ήταν αυτός. Και ποτέ να μην τον είχες δει στη ζωή σου, αν σου λέγανε, βρες τον ανάμεσα στο πλήθος, θα τον έβρισκες. Θα τον ξετρύπωνες, χάρη στον πίνακα, ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους.
Αυτή τη μοναδικότητα, τη ρεαλιστική απεικόνιση του 16ου αι. οι μικρογράφοι ανατολίτες την απαρνούνται συνειδητά, ψάχνοντας τις θεμελιώδεις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, αυτό που μένει αιώνιο, «αυτό που βλέπει ο θεός». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έτσι ζωγραφίζουν τα παιδιά, προσπαθώντας να βάλουν τάξη στον κόσμο τους, ή οι ζωγράφοι του 20ου αι. στην ευρωπαϊκή τέχνη.
(σελ. 185): (…) του θύμισα ότι ο θάνατος στους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους των παλατιών στη Βενετία, εικονιζόταν σαν μοναδική προσωπικότητα, όπως ακριβώς αγωνίζονται να φαίνονται οι άπιστοι στα πορτρέτα τους. «Θέλουν τόσο πολύ να είναι μοναδικοί, είναι τόσο έντονη η επιθυμία τους γι’ αυτό», του είπα, « ώστε αν κοιτάξεις στα μάτια τον θάνατο, θα δεις ότι δεν είναι ο θάνατος που φοβίζει τον άνθρωπο, αλλά η αγριότητα που διακρίνεται στην επιθυμία του να είναι κάποιος ανεπανάληπτος και μοναδικός ".
(σελ. 272) Πίστεψέ με, σε κανέναν από τους Βενετσιάνους μαστόρους δεν υπάρχει η δική σου ποίηση, η ευαισθησία σου, η καθαρότητα και η φωτεινότητα των χρωμάτων σου. Οι πίνακές τους όμως είναι πιο πειστικοί, μοιάζουν με την ίδια τη ζωή. Οι Βενετσιάνοι δεν ζωγραφίζουν σα να βλέπουν τον κόσμο από το μπαλκόνι του μιναρέ αγνοώντας αυτό που λέμε προοπτική, ζωγραφίζουν σα να κοιτάνε από το επίπεδο του δρόμου ή από το δωμάτιο ενός πρίγκιπα. (…) Εγώ δε συμφωνώ σε όλα μαζί τους. Η προσπάθεια να μιμηθεί κανείς άμεσα τον κόσμο νομίζω ότι είναι, αναξιοπρέπεια. Υπάρχει όμως μια γοητεία στους πίνακες αυτών που ζωγραφίζουν με τις καινούριες τεχνοτροπίες! Ζωγραφίζουν όσα βλέπει το μάτι, με τον τρόπο που τα βλέπει το μάτι. Αυτοί ζωγραφίζουν αυτά που βλέπουν, εμείς αυτά που κοιτάζουμε. (…) Μια φορά να δεις τους πίνακες, θέλεις κι σύ να γίνεις έτσι, να πιστέψεις ότι είσαι πλάσμα ξεχωριστό και παράξενο, διαφορετικό, μοναδικό. Κι αυτή η ευκαιρία δίνεται στον άνθρωπο, όταν, ζωγραφίζοντας μ’ αυτές τις τεχνοτροπίες, δεν απεικονίζεται όπως τον βλέπει ο νους, αλλα όπως τον βλέπουν τα μάτια.
(σελ. 269): Κάθε φορά που επιστρέφω στις ζωγραφιές σου, βλέπω ότι έχει αλλάξει το νόημά τους, και, πώς να το πω, αρχίζω να τις διαβάζω από την αρχή, σα να είναι γραφή. Όταν τα διαφορετικά αυτά νοηματικά επίπεδα στήνονται το ένα πίσω από το άλλο, σχηματίζεται ένα βάθος που οδηγεί πιο μακριά από την προοπτική των Φράγκων.
Είναι πάμπολλες οι αναφορές σε συγκεκριμένες μικρογραφίες, πολύ παραστατικές oι περιγραφές, αλλά και πολλές και πολύ γλαφυρές οι εγκιβωτισμένες ιστορίες που εικονογραφεί η τέχνη αυτή, ιστορίες που αναδεικνύουν και τη δύναμη της αφήγησης. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πρόσωπα της πλοκής είναι ένας «παραμυθάς», ο οποίος κατείχε εξέχουσα κοινωνική θέση. Η ζωγραφική, επομένως, επενδύει, συμπληρώνει, επεξηγεί τους μύθους, αυτό το πολύτιμο συνεκτικό υλικό της συνείδησης. Οι ιστορίες ήταν πηγές γνώσης και κατανόησης του κόσμου. Ο Ορχάν Παμούκ ζωντανεύει τις ιστορίες αυτές (έρωτα, πάθους, φόνων, δίψας για εξουσία), και τις συνδέει άμεσα και αβίαστα με τις ζωγραφιές, ζωντανεύοντας έτσι μια ολόκληρη εποχή, έναν ολόκληρο πολιτισμό.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Γραμμένα φιλιά, Γιάννη Ευσταθιάδη

Ω γλυκύ μου έαρ
γλυκύτατόν μου τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος
Θα μεγαλώνεις άραγε μες στις φωτογραφίες;
Θ’ ανανεώνεις τα ρούχα σου σύμφωνα με τις επιταγές;
Θ’ αλλάζεις τα χρώματα ανάλογα με τη μόδα;
Θ’ αποκτήσεις ρυτίδες;
Περιττά κιλά…;
Θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου;
Κι αν κάποτε πεθάνεις;

Ανοίγοντας το μικρό αυτό και ποιητικό βιβλίο, νιώθεις σα να μπαίνεις σ’ έναν χώρο ιερό, σα να κρυφοκοιτάς τα μυστικά ενός ανθρώπου που σου έκανε την τιμή να σου επιτρέψει να εισχωρήσεις στα άδυτα· εκεί όπου η φωνή γίνεται ψίθυρος· γιατί οι λέξεις άλλο σημαίνουν στο χαρτί κι άλλο στο μαύρο του θανάτου (σελ. 48 )

ΤΙ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΝΗΜΗ; ερώτημα πρωταρχικό που, μετά την απώλεια του προσώπου, του μοναδικού, του αναντικατάστατου, ταλανίζει και διαποτίζει όλες τις προσπάθειες αυτών που "μένουν". Προσπάθειες να περισώσεις την "ουσία"μέσα από γράμματα και φωτογραφίες, προσπάθειες που ξεθωριάζουν.
Επανάσταση της συνείδησης μπροστά στο σκάνδαλο του θανάτου. Φιλιά, αλλά γραμμένα φιλιά. Και τα λόγια περιττεύουν στην προσπάθεια να εκφράσει κανείς το «άρρητο», με όλες του τις αντιφάσεις, τις διακυμάνσεις, τις τραγικές διαπιστώσεις.

Τα φιλιά που ο Γιάννης Ευσταθιάδης στέλνει στον γιο του Νίκο (26/9/72 - 25/12/97), έχουν την συμπυκνωμένη ποιητική δύναμη και αυτοτέλεια των χάι κου:

Πώς να σε σώσω με τις λέξεις…
Υπάρχεις πανταχού απών, σε όλα τα φθινόπωρα που ξαναρχίζουν ίδια.

Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο σου μοιάζουν οι φωτογραφίες.
Με ξένη γλώσσα μου μιλούν τα περασμένα χείλη σου, με δάνειο ύφος με ορθοσκοπούν τα μάτια σου.


Έχω, βλέπεις, πάντα την προσδοκία πως κάποια φωτογραφία θα πάρει άλλη έκφραση, το χέρι σε μιαν άλλη θα μετακινηθεί σαν χαιρετισμός, αλλού η συνοφρύωση θα γίνει χαμόγελο, θα μετακινηθεί, τέλος πάντων, προς ‘ένα αβέβαιο μέλλον.

(…) Έγχρωμα και ασπρόμαυρα κομματάκια τυπωμένου χρόνου που πιστοποιούν το ανέφικτο – υπήρξες-, έπιπλα απαράλλαχτα που διατηρούν κάτι από το σχήμα του σώματός σου, τοίχοι που βάφονται από το χρώμα της φωνής σου.

Όπως στον έρωτα, αναζητά στην παντοδυναμία της στιγμής ψήγματα αιωνιότητας:

ΘΕΛΩ να θυμάμαι όλους τους ιριδισμούς των ματιών σου, εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου.
Να καταμετρήσω τις εκφράσεις στο πρόσωπο όταν με πλησίαζες κι έβρεχε.
Να απομνημονεύσω όλα τα δακτυλικά σου αποτυπώματα πάνω σε γυάλινα αντικείμενα.
Να επιβεβαιώσω, δύσπιστος, τις παλμικές κινήσεις της χαράς, στη φωνή του τηλεφωνήματος της 10ης Απριλίου.
Όμως η μνήμη δε συγκρατεί παρά το συντελεσμένο θάνατο.
(...)
ΟΜΩΣ γερνώ ανήμπορος και τίποτα δεν κατέχω, όλα ξεθωριάζουν γλυκά και μ’ εγκαταλείπουν, όλα αδυνατίζουν και χάνονται στο βάθος μιας μνήμης ισχνής που δεν αναλύει, ούτε συναρμόζει.
Ζητώ τα θρύμματα κι έχω το ακέραιο·
ποθώ τα χιλιάδες κομμάτια κι έχω το όλο·
ανιχνεύω το πολλαπλό κι έχω το ένα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Ο librofilo και η anagnostria παρουσιάζουν επίσης το βιβλίο αυτό, με τη λιτότητα και τη σεμνότητα που ταιριάζει.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2008

317 λέξεις για τον Διάλογο του D. Solomos

Πρωτοδιάβασα τον Διάλογο γύρω στο 1990. Ήταν τότε που η συζήτηση για τη γλώσσα προσδιορίζονταν από δύο ζητήματα. Αυτό που είχε ανακύψει από την «ευδοκίμηση» και την «αρωγή», λέξεις που έγιναν θέμα από το θέμα των πανελλαδικών του 1985 και από την εισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο το 1992. Έκτοτε επιτάθηκε η οξεία ευδοκοίμηση επί της περισπωμένης συνοδευμένη από ψιλούς και δασείς ήχους του μακαρίου ύπνου των σοφολογιοτάτων. Έκτοτε, επίσης, πολλές φορές ξεφύλλισα τις εννέα (9) σελίδες του.
Πρόσφατα βρέθηκα σε συζήτηση σχετική με τη γλώσσα και πιο συγκεκριμένα σχετικά με τη γραφή της με λατινικούς χαρακτήρες, γκρίκλις, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται στις μέρες μας. Ξαναθυμήθηκα το «Διάλογο», γραμμένο στα τέλη του 1824. Οι σκέψεις που διατυπώνονται εκεί συνεχίζουν να έχουν παρήγορο νόημα όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την μεταμφιεσμένη επανεμφάνιση του γλωσσαμυντορισμού. Το γλωσσικό ζήτημα επανέρχεται με νέες μορφές. Περιπτωσιολογικά: η γλώσσα που μιλά ο πολύς κόσμος τίθεται σε αμφισβήτηση ως προς την αξία της, οι κατακρίσεις για λεξιπενία (λες και αποδεικνύει λεξιλογικό πλούτο να ονομάζει κανείς τη φτώχεια πενία) είναι πάγιες, η γλώσσα των νέων είναι..., τα γκρίκλις συνιστούν κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε κλπ.
Η κινδυνολογία για την αλλοίωση της γλώσσας ΜΑΣ ή για τον αφανισμό της και τα φοβικά συναισθήματα ιδεολογικοποιούνται σε μια συντηρητική και αντιφατική οπτική που δεν αντέχει σε λογικό και τεκμηριωμένο έλεγχο.
Επανέρχομαι στον «Διάλογο». Εκεί περιέχονται ουσιώδη επιχειρήματα υπεράσπισης της ομιλούμενης γλώσσας, προφανώς της ομιλούμενης κάθε εποχής και όχι αυτής των «εγγράμματων», ακόμη κι αν –επηρεαζόμενοι από την καθαρολογική αντίληψη- την ονομάζουν δημοτική. (Αλήθεια, πώς καθιερώθηκαν οι καθαρολογικοί όροι δημοτική γλώσσα, δημοτικό τραγούδι που χρησιμοποιούν ως πρώτο όρο τη λέξη δήμος αντί του λαού;) Στο τέλος του κειμένου ο ανορθόγραφος Σολωμός θίγει και το ζήτημα της γραφής καταδείχνοντας ότι η γλώσσα και η γραφή της όχι μόνο είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά και ότι η εμμονή στην ιστορική ορθογραφία μας περισπά, μας κάνει περισπώμενους!


και άλλες 341 λέξεις από το κείμενο
1. μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιωτατος κρώζη ή κανένας Τούρκος βαβίζη· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.
2. τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
3. -και επειδή παρατηρώ πως εσείς όλοι ελπίζετε να φωτίστε το γένος με το αλφαβητάρι στο χέρι, σ' ερωτώ ποίο αλφαβητάρι είναι ευγενικώτερο το δικό μας, ή το ιταλικό;
-Όσο για τούτο... τα γράμματα κάθε αλφαβηταρίου έχουν την ίδιαν ευγένεια.
-Ήγουν δεν έχουν καμμίαν αφ' εαυτού τους.
4. Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχη λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον, οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.
5. Για τούτο η φύση των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια από το στόμα όχι δύο και τριών ανθρώπων, αλλά από του λαού το στόμα·
6. τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
7. υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
8. -Και η φτώχεια της γλώσσας δεν σου φέρνει σύγχυσι καμμία;
-Πρώτον μεν, δεν άκουσα ποτέ πως η φτώχεια μιας γλώσσας είναι αρκετό δικαιολόγημα, για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι· δεύτερον δε, ποίος αποφάσισε πως είναι φτωχή;
9. Εσύ ομιλείς για ελευθερία; Εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεση της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθερία;
10. -Καλά, καλά, αλλά 'λίγοι γνωρίζουν την παλαιάν ορθογραφία.
-Χαίρετε, λοιπών, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας, και ουδέ ποιητής, ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψη λέξη, χωρίς πρώτα να σας υποταχθή. Εσείς εμπνεύσετε, πριν γεννηθήτε, τον Όμηρο, όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα...

(πριν βιαστούμε να πούμε ότι όλα αυτά είναι γνωστά, ας διαβάσουμε προσεκτικότερα τα αποσπάσματα 3, 9 και 10, σχετικά με τη γραφή της γλώσσας).