Βρισκόμαστε στο Ζέμμερινγκ, θέρετρο στις αυστριακές Άλπεις, όπου ο Ένγκαρ, ένα έξυπνο αλλά ασθενικό, χλωμό αγόρι κάνει διακοπές για λόγους υγείας, με την προστατευτική του μητέρα. Στο ίδιο ξενοδοχείο βρίσκεται κι ο «βαρόνος», ένας κομψός νεαρός αριστοκράτης, κοινωνικός, ανήσυχος και… γυναικοθήρας (όπως το σπίρτο χρειάζεται την τριβή με μια επιφάνεια για ν’ ανάψει, έτσι κι εκείνος χρειαζόταν τη συναναστροφή με τους ανθρώπους προκειμένου να λάμψουν όλα του τα ταλέντα, προκειμένου να ζωντανέψει η φλόγα και η ευφορία της καρδιάς του). Η όμορφη, άγνωστη γυναίκα με το πληθωρικό κορμί τραβάει αμέσως την προσοχή του ως το τέλειο θήραμα, ενώ ιδανικό δόλωμα για να την προσεγγίσει φυσιολογικά και αβίαστα είναι το άρρωστο, μοναχικό αγόρι της (δεν χρειαζόταν να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να μειώσει την απόσταση που τον χώριζε από την όμορφη άγνωστη).
Έτσι, με κινηματογραφική λεπτομέρεια παρακολουθούμε το αριστοτεχνικό πλησίασμα του παιδιού από τον βαρόνο και όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που προκαλεί η δυναμική παρουσία του «καινούργιου φίλου», που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έντγκαρ, του υπόσχεται σκύλο, κι απαντά με υπομονή στις αλλεπάλληλες, ενθουσιώδεις ερωτήσεις. Γιατί η οπτική γωνία είναι σαφώς του Έντγκαρ (αν και η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη). Το πάθος, τη χαρά που φτάνει στην έξαψη την διαδέχονται γρήγορα «ένα μείγμα ευτυχίας και παιδικής απελπισίας» όταν πράγματι, οι αθώες κινήσεις του παιδιού έφεραν κοντά τους δυο επίδοξους εραστές.
Από κει και πέρα τα έντονα συναισθήματα εναλλάσσονται: ανυπομονησία, ενθουσιασμός με τις ιστορίες του κοινού φίλου, απογοήτευση όταν τον αντιμετωπίζουν σαν μικρό παιδί. Η μαεστρία του συγγραφέα είναι απαράμιλλη στο να περιγράφει αυτές τις πολύ μύχιες σχεδόν υποσυνείδητες αποχρώσεις. Και, παρόλο που η οπτική γωνία, όπως είπαμε, είναι του Έντγκαρ, παρακολουθούμε και τις ασθενικές ομολογουμένως αντιδράσεις και προσπάθειες αντίστασης της 40χρονης μητέρας και παρατηρήσεις που ανήκουν στις ανώτερες σφαίρες της ψυχολογικής εμβάθυνσης: οι πιθανότητες να μη μείνουν άκαρπες οι προσπάθειές του μ’ αυτήν τη γυναίκα ήταν πολλές. Βρισκόταν στην κρίσιμη αυτήν ηλικία που μια γυναίκα αρχίζει και μετανιώνει για το ότι έμεινε πιστή σ’ έναν σύζυγο, τον οποίο ποτέ της δεν αγάπησε πραγματικά· στην ηλικία που η πορφυρή δύση της ομορφιάς της της προσφέρει μια τελευταία επιλογή ανάμεσα στη μητρότητα και τη θηλυκότητα- μια επιλογή που δεν χωράει αναβολή. (…) Για τελευταία φορά, η μαγική βελόνα της θέλησης τρεμοπαίζει ανάμεσα στην ελπίδα μιας ερωτικής περιπέτειας και την οριστική παραίτηση από την επιθυμία.
Οι ελιγμοί του βαρόνου (όπως κάθε άνθρωπος με έντονο ερωτικό ταμπεραμέντο, τα έκανε όλα δυο φορές καλύτερα, ήταν δύο φορές ο εαυτός του όταν ένιωθε ότι αρέσει στις γυναίκες), οι μεταστροφές της μητέρας· η λάμψη των ματιών, ο κρυφός αισθησιασμός, η έξαψη του παιχνιδιού που δίνει ζωή στην ώριμη γυναίκα, δεν ξεφεύγει από τον μικρό, διψασμένο για προσοχή μάρτυρα. Όλα αυτά διογκώνονται σε ψέματα, υπεκφυγές, άδικες τιμωρίες (μισούσε την ίδια του την παιδική ηλικία), ενώ η τυφλή του εμπιστοσύνη στους ενήλικες αρχίζει να αποκτά ρωγμές. Η απογοήτευση γίνεται μίσος και του δίνει τη δύναμη να συγκρουστεί όταν οι δυο μελλοντικοί εραστές, ενοχλημένοι από την παρουσία του παιδιού, αρχίζουν και τον παραγκωνίζουν, ή, του λένε ακόμα και ψέματα!
Η περιέργεια του παιδιού να αποκαλύψει αυτό το «καυτό μυστικό» το κάνει παράτολμο, και η ακατανόητη συμπεριφορά των μεγάλων τον κάνει εχθρικό και μοχθηρό. Στην επακόλουθη σύγκρουση με τη μητέρα, ξεσπάει με τέτοια οργή που… θυμίζει τον πατέρα του, ενώ, όταν πια οι δυο εραστές τον εξαπατούν και ξεφεύγουν κάτω απ’ τη μύτη του, η προδοσία τον οπλίζει με απίστευτη οργή. Μετά το «τελευταίο κλάμα της παιδικής του ηλικίας» (το πιο άγριο, η τελευταία φορά που παραδινόταν, σαν γυναικούλα, στην ηδονή των δακρύων) καταστρώνει το σχέδιό του, προκειμένου να ανακαλύψει το «καυτό μυστικό»… Απορεί με το γέλιο της μητέρας του (γέλιο που δεν είχε ξανακούσει από εκείνη, ασυνήθιστα διαπεραστικό, τσιριχτό και νευρικό, σαν να τη γαργαλούσαν, ένα γέλιο που τον ξένισε και τον τρόμαξε) και νιώθει ότι την απειλούν.
Η τελική σκηνή που οδηγεί και στη λύτρωση, η άμεση επίθεση και στον βαρόνο αλλά και λεκτικά, στη μητέρα του η οποία αντιδρά σπασμωδικά και πολύ άδικα για το παιδί, είναι αυτή που κάνει να βγει στην επιφάνεια μια προσωπικότητα στο μεταίχμιο του παιδιού και του ενήλικα: αντιστέκεται με πρωτοφανή παρρησία στους παραλογισμούς της μητέρας του, και στο τέλος καταφεύγει στην φυγή, στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Πρώτη γνώση».
Το πρώτο του παρθενικό ταξίδι μετά την αποκάλυψη της ψεύτικης εικόνας των μεγάλων, η αγωνία της επιβίωσης, της διαχείρισης των χρημάτων και του χρόνου, είναι αυτά που δίνουν ένα άλλο νόημα πια στη ζωή: κοίταξε πίσω για άλλη μια φορά, είδε τα βουνά να στέκουν εκεί, γαλαζωπά και όμοια με σκιές, μακριά κι απρόσιτα, κι ένιωσε ξαφνικά πως στο σημείο που γίνονταν λίγο λίγο ένα με τον συννεφιασμένο ουρανό, εκεί αναπαύονταν εν ειρήνη η παιδική του ηλικία.
Ο Στέφαν Τσβάιχ, με το μεστό του γράψιμο δίνει πάλι υπέροχες σελίδες όπου περιγράφονται αδιόρατες εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις -δεδομένης μιας συνθήκης, όχι τόσο συνηθισμένης μεν, αλλά ταυτόχρονα και γνώριμης: η αδιανόητη υποψία του παιδιού ότι η μητέρα του απομακρύνεται από κοντά του, αίσθημα που δημιουργεί ρωγμές στην αδιαφιλονίκητη σχέση μάνας-παιδιού, και το παιδί μπαίνει πια στον κόσμο των ενηλίκων. Ταυτόχρονα, κάπως έμμεσα, δείχνει και την ιδιαίτερη ψυχολογία του άνδρα-κυνηγού και της ώριμης γυναίκας-θηράματος. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι ένα παιδί ΔΩΔΕΚΑ χρονών, αγόρι, είναι απίστευτο να μην έχει διανοηθεί ότι υπάρχει κάποια ερωτική έλξη ή έστω ερωτικό παραστράτημα ανάμεσα στους δύο αγαπημένους και, εντέλει, «εχθρούς» του. Τόσο υπερπροστατευτικό είναι το περιβάλλον όπου ανατράφηκε; (ίσως, γιατί του επέβαλαν ύπνο από τις 9 η ώρα το βράδυ!) Δεν άκουσε τίποτα ποτέ από κάποιον συμμαθητή του στο σχολείο για έρωτα και σεξ;;; Θα δικαιολογούνταν όλη αυτή η περιέργεια να αποκαλύψει το «μυστικό» αν επρόκειτο για παιδί 6-8 χρονών! Ακόμη και η άγνοια του Έντγκαρ όσο αφορά την τιμή των εισιτηρίων και τη δυσκολία να ταξιδέψει μόνος δείχνει μια κάποια «αναπηρία», μάλλον από αδυναμία της γραφής του κατά τα άλλα απαράμιλλου Τσβάιχ, και όχι από συγγραφική πρόθεση.
Χριστίνα Παπαγγελή