Απίστευτη όσο ένα παραμύθι είναι αυτή η «αφήγηση» του Παν. Καλιότσου, που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, διασταυρωμένα με πηγές και ντοκουμέντα. Πρόκειται για επεισόδια εκεχειρίας μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων στο Δυτικό μέτωπο το Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, τα Χριστούγεννα του 1914, ανάμεσα σε στρατιώτες των δυο μετώπων, κατά παράβαση βεβαίως των άνωθεν εντολών.
Είναι ένα πολύ μικρό βιβλιαράκι, απ’΄όπου απουσιάζει ο συγγραφέας (σκόπιμα άλλωστε επισημαίνεται ως αφηγητής), και, όπου, αφού μας παρουσιάζει με αδρές γραμμές τις συνθήκες (κρύο, υγρασία, ποντίκια, ψείρες, ψύλλοι, πτώματα, μπόχα κλπ.), παραθέτει αυτούσιες πηγές- κυρίως γράμματα, ημερολόγια, αποφάσεις των Στρατηγείων- που πιστοποιούν αυτές τις απίθανες στιγμές συνείδησης και ανθρωπιάς εκατέρωθεν. Ο αποστασιοποιημένος αυτός τρόπος που διάλεξε ο Π. Καλιότσος να κάνει γνωστή την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου» (και μάλλον δεν είναι υπερβολή), είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο ενδεδειγμένος, γιατί τα γεγονότα είναι τόσο συγκλονιστικά, που μιλάνε από μόνα τους (έχω μόνο κάποιες επιφυλάξεις για τις τελευταίες σελίδες, όπου δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για μαρτυρίες ή μυθοπλασία). Η ίδια ιστορία έχει γυριστεί και ταινία που λέγεται “Merry Chrismas” (ολίγον χολιγουντιανή- η σκηνή με τη Δανέζα στο στρατόπεδο είναι μάλλον off),
Όπως επισημαίνεται στην πρώτη κιόλας σελίδα, η ιστορία αυτή είναι ακόμα πιο συγκλονιστική αν πάρει κανείς υπόψη του το μίσος και την προπαγάνδα που καλλιεργήθηκαν πριν τον πόλεμο σ’ όλες τις χώρες, και τον ενθουσιασμό με τον οποίο συμμετείχαν οι απλοί στρατιώτες. Η ταλαιπωρία όμως της ζωής στα χαρακώματα γρήγορα μεταστρέφει αυτόν τον ενθουσιασμό και γεννά το αίσθημα του παραλόγου, ενώ στην περίπτωσή μας φαίνεται να ενώνει τους «κατ’ ανάγκην» εχθρούς, που σε ορισμένα σημεία των χαρακωμάτων απέχουν μεταξύ τους μόλις 100 ή και 50 μέτρα! Έτσι, ακούγονται οι φωνές τους τα τραγούδια τους, οι συναγερμοί τους κλπ. Η χαλαρή πειθαρχία που έχουν τη μέρα των Χριστουγέννων, η νοσταλγία της πατρίδας μετά την παραλαβή των δεμάτων με τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και δώρα, ίσως και η απουσία των ανώτερων σε κάποιες περιπτώσεις, τους δίνει το θάρρος να ξεδιπλώσουν την καταπιεσμένη ανθρωπιά (η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις, όμως, γίνεται πιο συνειδητή). Δειλά- δειλά βήματα προσέγγισης γίνονται κι απ’ τις δυο πλευρές, και υπάρχει ανταπόκριση:
· Το τραγούδι και τον χορό ενός βαρύτονου Άγγλου στρατιώτη υποδέχονται γερμανικά χειροκροτήματα και ιαχές «Μπράβο Τόμμυ». Ακολουθεί μια μπότα γερμανική που πέφτει μέσα στο χαράκωμα των Άγγλων, γεμάτη λουκάνικα, καραμέλες κι ένα σημείωμα! Ο πάγος σπάει και στη συνέχεια συμφωνούν να τραγουδήσουν όλοι μαζί την Άγια Νύχτα!
· Ακόμα πιο απίστευτη είναι η μαρτυρία ενός φαντάρου, ότι το από κοινού κυνήγι ενός αρουραίου κατέληξε σε… παιχνίδι ποδοσφαίρου, αρχικά με κονσερβοκούτια και στη συνέχεια με πραγματική μπάλα, σ΄ ένα «γήπεδο» γεμάτο τρύπες απ’ τα βλήματα, τάφους και σταυρούς!
· Σε άλλο σημείο των χαρακωμάτων συνεννοούνται να γλεντήσουν από κοινού με τραγούδια και φαγητά, φτιάχνοντας τραπέζια και καθίσματα από μαδέρια…
· Η πιο συγκλονιστική ιστορία όμως που καταγράφει το βιβλίο (γιατί ποιος ξέρει πόσες ξεχάστηκαν), είναι κατά τη γνώμη μου το γράμμα του Άγγλου προς τη μητέρα του που την παρακαλεί να στείλει το γράμμα του Γερμανού (με τον οποίο γνωρίστηκε το βράδυ) προς την αγαπημένη του… Έψαχνε, λέει, έναν Λονδρέζο για να παραδώσει αυτοπροσώπως το γράμμα στην ερωμένη του που φοβάται ότι τον ξέχασε…
Νομίζω ότι περιττεύουν τα λόγια και τα σχόλια και σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στην ιστορία που πέρα απ’ την απόγνωση όπου μας οδηγεί, μας χαρίζει και ιερές στιγμές, γεμάτες ανυπέρβλητη ομορφιά, χιούμορ (;) και ανθρωπιά…
Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2008
Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2008
Γιούγκερμαν, Μ. Καραγάτση
Δεν το ξεκίνησα τόσο από ενδιαφέρον, ούτε λόγω της ομώνυμης σειράς στην τηλεόραση, όσο επειδή το επιλέξαμε στην εξεταστέα ύλη της Β΄Λυκείου! Για την ακρίβεια, πίστεψα ότι θα με κουράσει, γιατί κι ο «Κίτρινος φάκελλος» που ξαναδιάβασα τελευταία με είχε κουράσει. Με είχε κουράσει ο προβλέψιμος «νατουραλισμός», που όσο κι αν είναι ένα είδος κοινωνικής κριτικής, ισοπεδώνει τα πάντα.
Όμως, εδώ τα πράγματα τα βρήκα …διαφορετικά. Κατ’ αρχάς, … κλασική λογοτεχνία! Ύφος μεστό, περιεκτικό, γλαφυρό! Οι άνθρωποι και τα γεγονότα δεν περιγράφονται απλώς, ζωγραφίζονται. Είναι ολοζώντανα μπροστά σου, και όχι μονοδιάστατα. Και οι τόποι, και η εποχή. Κι όλ’ αυτά δεν είναι στατικά, όπως συνηθίζεται στη γενιά του ‘ 30, υπάρχει εξέλιξη, ωρίμανση. Και σαφώς η επιλογή του πρωταγωνιστή, δηλ. του ασύμβατου και ασύδοτου Γιούγκερμαν ήταν οπωσδήποτε για την εποχή μια επανάσταση («…εκείνη η εφεύρεση των ηθικολόγων που λέγεται συνείδηση, δεν φώλιασε ποτέ στο κακότροπο κεφάλι του»).
Η ζωή του Γιούγκερμαν, λοιπόν το θέμα, σα να λέμε «Ο βίος και η πολιτεία του Βάσια Κάρλοβιτς», Φινλανδού στην καταγωγή, που υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό ως ίλαρχος (μάλιστα γνώρισε και τον άλλο ήρωα του Καραγάτση, τον συνταγματάρχη Λιάπκιν) κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία, και μετά τη Ρωσική επανάσταση αποφάσισε να έρθει ως πρόσφυγας και να ζήσει στην Ελλάδα. Έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα στην πατρίδα του και στην οικογένειά του που του άφησε ανοιχτές πληγές. Έχοντας στην πλάτη του φόνο,κλοπή, μια γυναίκα που τη …μοιραζόταν μ’ έναν ανθυπολοχαγό (και με τον οποίο νέμονταν και την πατρότητα δυο παιδιών!!), δαιμόνιος και αδίστακτος, μπαίνει βαθιά στον υπόκοσμο (ναρκωτικά, πορνεία, απατεωνιές), γλεντώντας και πίνοντας μέχρι ορίων. Με την εξυπνάδα του ωστόσο, σιγά σιγά κοινωνικοποιείται, ανέρχεται κοινωνικά, γίνεται «πολιτισμένος», Ευρωπαίος, αποκτά σημαντική διοικητική θέση στην Τράπεζα και μαζί με την κοινωνική άνοδο, πλούτο και γόητρο.
Μέσα απ’ αυτό το πέρασμα από τα κοινωνικά στρώματα ζωγραφίζεται η ελληνική κοινωνία, βασικά η αστική ζωή από τη δεκαετία του 20 και μετά. Βλέπουμε την επιρροή που ασκεί στην αμοραλιστική και τυχοδιωκτική του φύση η ποιητική ιδιοσυγκρασία του φίλου και συναδέλφου του Καραμάνου, με τον οποίο πλέκεται ένα μικρό δράμα. Το κύριο βάρος, όμως, κατά τη γνώμη μου πέφτει στα αντίστοιχα δράματα με τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, και με τις οποίες, αυτός, ο αχόρταγος επιβήτορας, είχε εντέλει σύντομες και ανολοκλήρωτες σχέσεις.
Η μητέρα του, η σαγηνευτική και ποθητή Ντίνα, η αγνή Βούλα αλλά και άλλες δευτερεύουσες γυναικείες μορφές - διαφορετικές εκφάνσεις του πολυπρόσωπου «θήλεος»-, στοιχειώνουν τον ήρωα και τον οδηγούν στην ωρίμανση. Ο Καραγάτσης, μεταφέροντας μυθιστορηματικά τις φροϋδικές αντιλήψεις της εποχής, περιγράφει γλαφυρά τους πόθους, τις φαντασιώσεις, τις διαψεύσεις κάθε μορφής έρωτα συνθέτοντας με αξιοθαύμαστο τρόπο την πολύπλοκη, την πολυδιάστατη και ενίοτε αντιφατική ψυχολογία των ηρώων, κρατώντας μια κλασική ισορροπία ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο. Χωρίς κενά, αλλά και χωρίς περιττές αναλύσεις.
Παρόλο τον πραγματισμό και ορθολογισμό του συγγραφέα ωστόσο, «διαρρέουν» και μεταφυσικές τάσεις όπως στο τηλεπαθητικό όραμα της Βούλας, αλλά κυρίως στην καταληκτική σκηνή θανάτου του Γιούγκερμαν.
Τώρα πια, είναι αργά. Τώρα μετράει στα δάχτυλα της (της Ντίνας), τα χαμένα χρόνια της επιθυμίας, κι όχι τις κερδισμένες μέρες της ηδονής. Να γερνάς με τη θύμηση των όσων χάρηκες… Φτηνές ικανοποιήσεις· ανούσιο τέλος γλυκανάλατης ζωής.
Πρόκειται για μια κορύφωση, όπου κατά τη γνώμη μου ξεδιπλώνεται όλη η τέχνη του Καραγάτση. Είναι η σκηνή κατά την οποία ο Γιούγκερμαν, γερασμένος και σοφός πια, επιστρέφει (σαν τον «λύκο» στον οποίο γίνεται εκτεταμένη αναφορά) στα πάτρια εδάφη για να πεθάνει, και σ’ ένα όραμα/παραλήρημα επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του με νεκρούς και ζωντανούς. Είναι ένα είδος «Νέκυιας», μια έσχατη συνάντηση με το «θήλυ», ένας διάλογος με τον εαυτό, με τον θάνατο.
Έτσι, όλες οι «πληγές», οι ανοιχτές υποθέσεις αντιμετωπίζονται συνολικά απ’ τον ώριμο πια Γιούγκερμαν σ’ έναν απολογισμό ζωής, μέσα από πικρή, θυμοσοφική αλλά και ρεαλιστική οπτική.
Χριστίνα Παπαγγελή
Όμως, εδώ τα πράγματα τα βρήκα …διαφορετικά. Κατ’ αρχάς, … κλασική λογοτεχνία! Ύφος μεστό, περιεκτικό, γλαφυρό! Οι άνθρωποι και τα γεγονότα δεν περιγράφονται απλώς, ζωγραφίζονται. Είναι ολοζώντανα μπροστά σου, και όχι μονοδιάστατα. Και οι τόποι, και η εποχή. Κι όλ’ αυτά δεν είναι στατικά, όπως συνηθίζεται στη γενιά του ‘ 30, υπάρχει εξέλιξη, ωρίμανση. Και σαφώς η επιλογή του πρωταγωνιστή, δηλ. του ασύμβατου και ασύδοτου Γιούγκερμαν ήταν οπωσδήποτε για την εποχή μια επανάσταση («…εκείνη η εφεύρεση των ηθικολόγων που λέγεται συνείδηση, δεν φώλιασε ποτέ στο κακότροπο κεφάλι του»).
Η ζωή του Γιούγκερμαν, λοιπόν το θέμα, σα να λέμε «Ο βίος και η πολιτεία του Βάσια Κάρλοβιτς», Φινλανδού στην καταγωγή, που υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό ως ίλαρχος (μάλιστα γνώρισε και τον άλλο ήρωα του Καραγάτση, τον συνταγματάρχη Λιάπκιν) κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία, και μετά τη Ρωσική επανάσταση αποφάσισε να έρθει ως πρόσφυγας και να ζήσει στην Ελλάδα. Έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα στην πατρίδα του και στην οικογένειά του που του άφησε ανοιχτές πληγές. Έχοντας στην πλάτη του φόνο,κλοπή, μια γυναίκα που τη …μοιραζόταν μ’ έναν ανθυπολοχαγό (και με τον οποίο νέμονταν και την πατρότητα δυο παιδιών!!), δαιμόνιος και αδίστακτος, μπαίνει βαθιά στον υπόκοσμο (ναρκωτικά, πορνεία, απατεωνιές), γλεντώντας και πίνοντας μέχρι ορίων. Με την εξυπνάδα του ωστόσο, σιγά σιγά κοινωνικοποιείται, ανέρχεται κοινωνικά, γίνεται «πολιτισμένος», Ευρωπαίος, αποκτά σημαντική διοικητική θέση στην Τράπεζα και μαζί με την κοινωνική άνοδο, πλούτο και γόητρο.
Μέσα απ’ αυτό το πέρασμα από τα κοινωνικά στρώματα ζωγραφίζεται η ελληνική κοινωνία, βασικά η αστική ζωή από τη δεκαετία του 20 και μετά. Βλέπουμε την επιρροή που ασκεί στην αμοραλιστική και τυχοδιωκτική του φύση η ποιητική ιδιοσυγκρασία του φίλου και συναδέλφου του Καραμάνου, με τον οποίο πλέκεται ένα μικρό δράμα. Το κύριο βάρος, όμως, κατά τη γνώμη μου πέφτει στα αντίστοιχα δράματα με τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, και με τις οποίες, αυτός, ο αχόρταγος επιβήτορας, είχε εντέλει σύντομες και ανολοκλήρωτες σχέσεις.
Η μητέρα του, η σαγηνευτική και ποθητή Ντίνα, η αγνή Βούλα αλλά και άλλες δευτερεύουσες γυναικείες μορφές - διαφορετικές εκφάνσεις του πολυπρόσωπου «θήλεος»-, στοιχειώνουν τον ήρωα και τον οδηγούν στην ωρίμανση. Ο Καραγάτσης, μεταφέροντας μυθιστορηματικά τις φροϋδικές αντιλήψεις της εποχής, περιγράφει γλαφυρά τους πόθους, τις φαντασιώσεις, τις διαψεύσεις κάθε μορφής έρωτα συνθέτοντας με αξιοθαύμαστο τρόπο την πολύπλοκη, την πολυδιάστατη και ενίοτε αντιφατική ψυχολογία των ηρώων, κρατώντας μια κλασική ισορροπία ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο. Χωρίς κενά, αλλά και χωρίς περιττές αναλύσεις.
Παρόλο τον πραγματισμό και ορθολογισμό του συγγραφέα ωστόσο, «διαρρέουν» και μεταφυσικές τάσεις όπως στο τηλεπαθητικό όραμα της Βούλας, αλλά κυρίως στην καταληκτική σκηνή θανάτου του Γιούγκερμαν.
Τώρα πια, είναι αργά. Τώρα μετράει στα δάχτυλα της (της Ντίνας), τα χαμένα χρόνια της επιθυμίας, κι όχι τις κερδισμένες μέρες της ηδονής. Να γερνάς με τη θύμηση των όσων χάρηκες… Φτηνές ικανοποιήσεις· ανούσιο τέλος γλυκανάλατης ζωής.
Πρόκειται για μια κορύφωση, όπου κατά τη γνώμη μου ξεδιπλώνεται όλη η τέχνη του Καραγάτση. Είναι η σκηνή κατά την οποία ο Γιούγκερμαν, γερασμένος και σοφός πια, επιστρέφει (σαν τον «λύκο» στον οποίο γίνεται εκτεταμένη αναφορά) στα πάτρια εδάφη για να πεθάνει, και σ’ ένα όραμα/παραλήρημα επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του με νεκρούς και ζωντανούς. Είναι ένα είδος «Νέκυιας», μια έσχατη συνάντηση με το «θήλυ», ένας διάλογος με τον εαυτό, με τον θάνατο.
Έτσι, όλες οι «πληγές», οι ανοιχτές υποθέσεις αντιμετωπίζονται συνολικά απ’ τον ώριμο πια Γιούγκερμαν σ’ έναν απολογισμό ζωής, μέσα από πικρή, θυμοσοφική αλλά και ρεαλιστική οπτική.
Χριστίνα Παπαγγελή
Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2008
Το παλιοκόριτσο, Μάριος Βάργκας Λιόσα
Ένας Λιόσα ισοδύναμος της καταπληκτικής «Γιορτής του τράγου», αλλά με τελείως διαφορετικό θέμα. Ο Περουβιανός νεαρός Ρικάρντο σκιαγραφεί τη ζωή του, αρχικά ως έφηβου στο προεπαναστατικό Περού και στη συνέχεια ως διερμηνέα και μεταφραστή στη Γαλλία του ’60 @ την Αγγλία του ’70. *Το κεντρικό θέμα, όμως, είναι ο μοιραίος έρωτας του αφηγητή με το «παλιοκόριτσο», ένας έρωτας τόσο μονόπλευρος (ειδικά στην αρχή), που αναγκαστικά είναι ρηχός και μονοδιάστατος. Η μικρή Χιλιανή που συγκινεί τον Ρικάρντο με το χορό της και τα σκέρτσα της, αποδεικνύεται ότι είναι φτωχή Περουβιανή, εξαφανίζεται, ενώ πολύ αργότερα (δεκαετία του ’60) ο ήρωας τη συναντά στο Παρίσι ως Περουβιανή αντάρτισσα (εποχή μετά τη δικτατορία του στρατηγού Οδρία, της Περουβιανής επανάστασης), για ν’ ανακαλύψει πρώτον, ότι «δεν δίνει δυάρα για την πολιτική» και δεύτερον, ότι λέει απανωτά ψέματα, ότι το μόνο που τη συγκινεί είναι ο απόλυτος έρωτας του ήρωα, ενώ εκείνη αντίθετα μένει τελείως απαθής, Μετά από ένα σύντομο και μονόπλευρο ειδύλλιο, την ξαναβρίσκει μετά από χρόνια με άλλο όνομα, ως σύζυγο του εμπορικού ακόλουθου της γαλλικής πρεσβείας, προκειμένου να φύγει από την Κούβα (όπου είχε πάει για …επαναστατική εκπαίδευση). Αλλάζει λοιπόν ρόλους και προσωπεία, με στόχο ν’ ανέβει κοινωνικά και να ζήσει μια πλούσια ζωή, ενώ ο άκρατος εγωκεντρισμός, ο τυχοδιωκτισμός και ο αμοραλισμός της φαίνεται ότι είναι αυτά που προσελκύουν τον Ρικάρντο.
Οι ερωτικές τους συνευρέσεις είναι πολύ αραιές στην αρχή κι απολύτως μονόπλευρες.
(Σελ. 71: Μιλούσε με τόση ψυχρότητα που δεν έμοιαζε με κοπέλα που έκανε έρωτα αλλά μ’ έναν γιατρό που διατύπωνε μια τεχνική περιγραφή, ξένη προς την απόλαυση. Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου, ήμουν απολύτως ευτυχής, όπως δεν ήμουν για πολύ καιρό, ίσως ποτέ).
Είναι οι προδιαγραφές για ένα δράμα. Ο απόλυτος έρωτας προς κάποιο «ψυχρό» κι απρόσιτο πρόσωπο (εγώ ποτέ δεν θα είμαι ευχαριστημένη με όσα κι αν έχω), έρωτας που φτάνει μέχρι την αυτοταπείνωση, το «σβήσιμο του εγώ», δεν μπορεί παρά να’ χει δραματική εξέλιξη. Το παλιοκόριτσο αναζητά το καθρέφτισμά της μέσα στα μάτια του παθιασμένου Ρικάρντο, ενώ αραιά και πού φαίνεται ν’ απολαμβάνει τις ερωτικές στιγμές. Όταν όμως η προσέγγιση ξεπερνά κάποιο όριο, ανεξήγητα τον προσβάλλει ή φεύγει, κόβει κάθε δεσμό κι εξαφανίζεται.
Ο Ρικάρντο, που αυτοχαρακτηρίζεται «κομψός χίπης», ζει τον πνευματικό αναβρασμό της Γαλλίας του Μάη του ’68 αλλά και της Αγγλίας των χίπηδων και των σκίνχεντς. Μέσω της φιλίας του με τον χαρακτηριστικότατο και πολύ ενδιαφέροντα Χουάν Μπαρέτο, μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής. Όταν πια η υπόθεση της μικρής Χιλιανής έχει ξεχαστεί, την ξανασυναντά, σχεδόν τυχαία, ως … Μεξικάνα, γυναίκα κάποιου εκτροφέα αλόγων (Μίσες Ρίτσαρτσον), έχοντας αφήσει τον Γάλλο σύζυγό της και κυνηγημένη από την αστυνομία της Ελβετίας, εφόσον σήκωσε τον λογαριασμό του. Οι δυο ήρωες αρχίζουν και συγκλίνουν κάπως περισσότερο, εφόσον ο Ρικάρντο έχει γίνει πιο δυναμικός (You are learning, καλόπαιδο) :
Σελ. 130: Με τα χρόνια έγινα σαν κι εσένα. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά για να κατακτήσεις αυτό που θες. Είναι τα λόγια σου, παλιοκόριτσο, και γω, το ξέρεις καλά, το μόνο πράγμα που θέλω στ’΄αλήθεια στον κόσμο είσαι εσύ. (…) το χειρότερο δεν είναι ότι σου λέω (γλυκανάλατα λόγια). Το χειρότερο είναι ότι τα νιώθω. Με μετατρέπεις σε ήρωα σαπουνόπερας, δεν τα έχω πει σε καμία άλλη εκτός από σένα.
Με πολλή τέχνη ο Λιόσα μάς μεταφέρει στα βάθη αυτής της μοναδικής σχέσης που αρχίζει και αποκτά κάποιο νόημα. Η γυναίκα έχει αυτόν τον μοναδικό τρόπο να ηδονίζεται (με αυτή την ένταση που εγώ δεν είχα δει ποτέ σε άλλη γυναίκα, στη δική της ευχαρίστηση, μοναχική, προσωπική, εγωιστική- σελ. 134) και βλέπουμε ότι, αν μη τι άλλο, είναι αληθινή:
-Ποτέ δεν έχω πει «σε θέλω», «σ’ αγαπώ» νιώθοντάς το στ’ αλήθεια. Σε κανέναν. Αυτά τα πράγματα τα λέω πάντα στα ψέματα. Γιατί δεν έχω αγαπήσει ποτέ κανέναν, Ρικαρντίτο. Τους έχω πει ψέματα, σε όλους, πάντα. Νομίζω ότι ο μόνος άντρας που δεν έχω πει ψέματα στο κρεβάτι είσαι εσύ.
-Μπα, από σένα αυτό είναι ερωτική εξομολόγηση.
Μια δικαιολογημένη καθυστέρηση από μέρους του Ρικάρντο είναι η αφορμή για μια εκ νέου εξαφάνιση. Και αρχίζει η οδύνη. Αρχίζει επιτέλους ο ήρωας/αφηγητής να «νιώθει φτυσμένος», ωστόσο αρχίζει κατά κάποιον τρόπο η αντίστροφη κίνηση, η αντίστροφη αναζήτηση: το παλιοκόριτσο είναι τώρα μπλεγμένο μ’ έναν Ιάπωνα γκάνγκστερ, αλλ’ αρχίζει και προσεγγίζει τον Ρικάρντο πιο τρυφερά, πιο ουσιαστικά. Μέχρις που αποκαλύπτεται ότι οι ερωτικές περιπτύξεις τους κι η θερμή συμπεριφορά της «Κουρίκο» (άλλαξε φυσικά και όνομα!) ηδονίζει τον «αφέντη» της που κάθεται κρυφά στο σκοτάδι και τους παρακολουθεί… Το σοκ κανει τον Ρ. να τη σιχαθεί, ν΄απομακρυνθεί με την απόφαση πια να μην ξαναεξεφτελιστεί ποτέ…
Είμαστε στη σελ. 207, και το «θέμα» του μυθιστορήματος είναι στην κορύφωση. Είναι-κατά τη γνώμη μου η ακραία ταπείνωση του έρωτα, και σ΄αυτήν την οριακή στιγμή αφορά και τους δυο πρωταγωνιστές. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την ψυχολογική κρίση και ωρίμανση του ήρωα, ο οποίος καταφέρνει κι αποστασιοποιείται, συνέρχεται και αφοσιώνεται σε άλλες δραστηριότητες. Τώρα όμως, το παλιοκόριτσο είναι που τον κυνηγά, κι όταν πια, ύστερα από αφόρητες πιέσεις, ο Ρ. δέχεται να ξανασυναντηθούν, η γυναίκα είναι πια ένα ζωντανό πτώμα. Από τις κακοποιήσεις και τις διαστροφές του Ιάπωνα, του «έρωτα της ζωής της»; Φτωχή, διωγμένη, κυνηγημένη.
Άλλη πορεία, άλλα συναισθήματα. Προσέγγιση, φροντίδα, θεραπεία, …γάμος. Στιγμές αγάπης, επικοινωνίας, αλλά και πάλι φυγή.
(-Ο γάμος μας έγινε μόνο για να πάρω τα χαρτιά. Έτσι, μη μου ζητάς εξηγήσεις για τίποτα.
Με προκαλούσε τσιτωμένη σαν κοκόρι. Στην κούραση τώρα προστέθηκε και μια αίσθηση γελοιότητας. Είχε δίκιο: ήμασταν πια γέροι για τέτοιες σκηνές).
Το «παλιοκόριτσο» φυσικά επιστρέφει, όταν πια πλησιάζει η ώρα του θανάτου, για να πεθάνει κοντά στον ώριμο πια -συναισθηματικά- Ρικάρντο. Η μεταστροφή και η αντιστροφή είναι δραματική.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο δράμα πάνω σ’ ένα θέμα σχεδόν …τετριμμένο, (αχ, αυτός ο έρωτας!), που κατά τη γνώμη μου ο Λιόσα το χειρίζεται με μοναδικό και μη μελοδραματικό τρόπο.
*Αξιόλογη η παρουσίαση της anagnostria, αλλά και του Δημήτρη Αθηνάκη (ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συζήτηση στα σχόλια για την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Λιόσα)
Χριστίνα Παπαγγελή
Οι ερωτικές τους συνευρέσεις είναι πολύ αραιές στην αρχή κι απολύτως μονόπλευρες.
(Σελ. 71: Μιλούσε με τόση ψυχρότητα που δεν έμοιαζε με κοπέλα που έκανε έρωτα αλλά μ’ έναν γιατρό που διατύπωνε μια τεχνική περιγραφή, ξένη προς την απόλαυση. Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου, ήμουν απολύτως ευτυχής, όπως δεν ήμουν για πολύ καιρό, ίσως ποτέ).
Είναι οι προδιαγραφές για ένα δράμα. Ο απόλυτος έρωτας προς κάποιο «ψυχρό» κι απρόσιτο πρόσωπο (εγώ ποτέ δεν θα είμαι ευχαριστημένη με όσα κι αν έχω), έρωτας που φτάνει μέχρι την αυτοταπείνωση, το «σβήσιμο του εγώ», δεν μπορεί παρά να’ χει δραματική εξέλιξη. Το παλιοκόριτσο αναζητά το καθρέφτισμά της μέσα στα μάτια του παθιασμένου Ρικάρντο, ενώ αραιά και πού φαίνεται ν’ απολαμβάνει τις ερωτικές στιγμές. Όταν όμως η προσέγγιση ξεπερνά κάποιο όριο, ανεξήγητα τον προσβάλλει ή φεύγει, κόβει κάθε δεσμό κι εξαφανίζεται.
Ο Ρικάρντο, που αυτοχαρακτηρίζεται «κομψός χίπης», ζει τον πνευματικό αναβρασμό της Γαλλίας του Μάη του ’68 αλλά και της Αγγλίας των χίπηδων και των σκίνχεντς. Μέσω της φιλίας του με τον χαρακτηριστικότατο και πολύ ενδιαφέροντα Χουάν Μπαρέτο, μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής. Όταν πια η υπόθεση της μικρής Χιλιανής έχει ξεχαστεί, την ξανασυναντά, σχεδόν τυχαία, ως … Μεξικάνα, γυναίκα κάποιου εκτροφέα αλόγων (Μίσες Ρίτσαρτσον), έχοντας αφήσει τον Γάλλο σύζυγό της και κυνηγημένη από την αστυνομία της Ελβετίας, εφόσον σήκωσε τον λογαριασμό του. Οι δυο ήρωες αρχίζουν και συγκλίνουν κάπως περισσότερο, εφόσον ο Ρικάρντο έχει γίνει πιο δυναμικός (You are learning, καλόπαιδο) :
Σελ. 130: Με τα χρόνια έγινα σαν κι εσένα. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά για να κατακτήσεις αυτό που θες. Είναι τα λόγια σου, παλιοκόριτσο, και γω, το ξέρεις καλά, το μόνο πράγμα που θέλω στ’΄αλήθεια στον κόσμο είσαι εσύ. (…) το χειρότερο δεν είναι ότι σου λέω (γλυκανάλατα λόγια). Το χειρότερο είναι ότι τα νιώθω. Με μετατρέπεις σε ήρωα σαπουνόπερας, δεν τα έχω πει σε καμία άλλη εκτός από σένα.
Με πολλή τέχνη ο Λιόσα μάς μεταφέρει στα βάθη αυτής της μοναδικής σχέσης που αρχίζει και αποκτά κάποιο νόημα. Η γυναίκα έχει αυτόν τον μοναδικό τρόπο να ηδονίζεται (με αυτή την ένταση που εγώ δεν είχα δει ποτέ σε άλλη γυναίκα, στη δική της ευχαρίστηση, μοναχική, προσωπική, εγωιστική- σελ. 134) και βλέπουμε ότι, αν μη τι άλλο, είναι αληθινή:
-Ποτέ δεν έχω πει «σε θέλω», «σ’ αγαπώ» νιώθοντάς το στ’ αλήθεια. Σε κανέναν. Αυτά τα πράγματα τα λέω πάντα στα ψέματα. Γιατί δεν έχω αγαπήσει ποτέ κανέναν, Ρικαρντίτο. Τους έχω πει ψέματα, σε όλους, πάντα. Νομίζω ότι ο μόνος άντρας που δεν έχω πει ψέματα στο κρεβάτι είσαι εσύ.
-Μπα, από σένα αυτό είναι ερωτική εξομολόγηση.
Μια δικαιολογημένη καθυστέρηση από μέρους του Ρικάρντο είναι η αφορμή για μια εκ νέου εξαφάνιση. Και αρχίζει η οδύνη. Αρχίζει επιτέλους ο ήρωας/αφηγητής να «νιώθει φτυσμένος», ωστόσο αρχίζει κατά κάποιον τρόπο η αντίστροφη κίνηση, η αντίστροφη αναζήτηση: το παλιοκόριτσο είναι τώρα μπλεγμένο μ’ έναν Ιάπωνα γκάνγκστερ, αλλ’ αρχίζει και προσεγγίζει τον Ρικάρντο πιο τρυφερά, πιο ουσιαστικά. Μέχρις που αποκαλύπτεται ότι οι ερωτικές περιπτύξεις τους κι η θερμή συμπεριφορά της «Κουρίκο» (άλλαξε φυσικά και όνομα!) ηδονίζει τον «αφέντη» της που κάθεται κρυφά στο σκοτάδι και τους παρακολουθεί… Το σοκ κανει τον Ρ. να τη σιχαθεί, ν΄απομακρυνθεί με την απόφαση πια να μην ξαναεξεφτελιστεί ποτέ…
Είμαστε στη σελ. 207, και το «θέμα» του μυθιστορήματος είναι στην κορύφωση. Είναι-κατά τη γνώμη μου η ακραία ταπείνωση του έρωτα, και σ΄αυτήν την οριακή στιγμή αφορά και τους δυο πρωταγωνιστές. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την ψυχολογική κρίση και ωρίμανση του ήρωα, ο οποίος καταφέρνει κι αποστασιοποιείται, συνέρχεται και αφοσιώνεται σε άλλες δραστηριότητες. Τώρα όμως, το παλιοκόριτσο είναι που τον κυνηγά, κι όταν πια, ύστερα από αφόρητες πιέσεις, ο Ρ. δέχεται να ξανασυναντηθούν, η γυναίκα είναι πια ένα ζωντανό πτώμα. Από τις κακοποιήσεις και τις διαστροφές του Ιάπωνα, του «έρωτα της ζωής της»; Φτωχή, διωγμένη, κυνηγημένη.
Άλλη πορεία, άλλα συναισθήματα. Προσέγγιση, φροντίδα, θεραπεία, …γάμος. Στιγμές αγάπης, επικοινωνίας, αλλά και πάλι φυγή.
(-Ο γάμος μας έγινε μόνο για να πάρω τα χαρτιά. Έτσι, μη μου ζητάς εξηγήσεις για τίποτα.
Με προκαλούσε τσιτωμένη σαν κοκόρι. Στην κούραση τώρα προστέθηκε και μια αίσθηση γελοιότητας. Είχε δίκιο: ήμασταν πια γέροι για τέτοιες σκηνές).
Το «παλιοκόριτσο» φυσικά επιστρέφει, όταν πια πλησιάζει η ώρα του θανάτου, για να πεθάνει κοντά στον ώριμο πια -συναισθηματικά- Ρικάρντο. Η μεταστροφή και η αντιστροφή είναι δραματική.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο δράμα πάνω σ’ ένα θέμα σχεδόν …τετριμμένο, (αχ, αυτός ο έρωτας!), που κατά τη γνώμη μου ο Λιόσα το χειρίζεται με μοναδικό και μη μελοδραματικό τρόπο.
*Αξιόλογη η παρουσίαση της anagnostria, αλλά και του Δημήτρη Αθηνάκη (ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συζήτηση στα σχόλια για την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Λιόσα)
Χριστίνα Παπαγγελή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)