Κυριακή, Αυγούστου 21, 2011

Το μουσείο της αθωότητας, Ορχάν Παμούκ

Όταν ήμουν μακριά της ο κόσμος με ανησυχούσε, σα μπερδεμένο παιχνίδι σπαζοκεφαλιάς. Μόλις έβλεπα τη Φισούν, τα κομμάτια στη σπαζοκεφαλιά έβρισκαν τη θέση τους, θυμόμουν ότι ο κόσμος ήταν όμορφος, ότι όλα είχαν νόημα. Πολλές φορές το φως αυτής της ευτυχίας το έβλεπα και στα μάτια της. Ή έτσι νόμιζα, πίστευα στην ομορφιά της ζωής που ζούσα.

Ότι ο έρωτας είναι εσωτερικό, πνευματικό ταξίδι και μάλιστα απελπιστικά μοναχικό είναι αυτό που φαίνεται ολοκάθαρα, σε κάθε γραμμή αυτού του πληθωρικού βιβλίου του Ορχάν Παμούκ. Μια ιστορία σαν παραμύθι ανατολίτικο, με τον πλούσιο Κεμάλ να ερωτεύεται παράφορα τη φτωχή του ξαδέρφη Φισούν, παρόλο που είναι ήδη αρραβωνιασμένος με την πλούσια, πανέμορφη κι έξυπνη Σιμπέλ. Επιπόλαια και απερίσκεπτα, ορμά με χαρά παιδιού στην απόλαυση μιας πρωτόγνωρης έλξης, θεωρώντας αυτονόητο ότι μπορεί να συνεχίσει κανονικά την πορεία του με τη Σιμπέλ προς το γάμο, ενώ παράλληλα θα βλέπει παράνομα καθημερινά τη Φισούν.

Τι ήταν αυτό που με έδενε μαζί της πέρα από τα απεριόριστα και παιδιάστικα ερωτικά γούστα μας; Γιατί μπορούσα κι έκανα τόσο ανεπιτήδευτα έρωτα μαζί της; Αυτό που γεννούσε τον έρωτα ήταν ο τρόπος που απολαμβάναμε τον έρωτα και η επαναλαμβανόμενη επιθυμία για απόλαυση ή μήπως υπήρχε και κάτι άλλο που γεννούσε και συντηρούσε και για τις δυο πλευρές αυτή την επιθυμία; Αυτές τις ερωτήσεις δεν τις έκανα ποτέ στον εαυτό μου την ευτυχισμένη εκείνη στιγμή όταν συναντιόμασταν κρυφά, κάθε μέρα, με τη Φισούν και κάναμε έρωτα∙ απλώς, σαν παιδί χαρούμενο που βρίσκει τον εαυτό του σε κατάστημα ζαχαρωτών, έτρωγα ζαχαρωτά άπληστα, χωρίς να σταματάω.
Και παρακάτω:
… κατάλαβα ότι εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να κάνω πολλά ώστε η τρέλα μου για τη Φισούν να μην προκαλέσει προβλήματα στον ευτυχισμένο γάμο που ήθελα να κάνω. Ώσπου έβγαλα το συμπέρασμα ότι το καλύτερο απ’ όλα ήταν ν’ αφήσω τα πράγματα ν’ ακολουθήσουν την πορεία τους και ν’ απολαμβάνω τις χαρές και την ευτυχία που μου χάριζε απλόχερα η ζωή χωρίς ν’ αγωνιώ.

Όμως, όταν μετά το γάμο η Φισούν εξαφανίζεται, κάθε αμεριμνησία και βεβαιότητα του Κεμάλ καταρρέει. Η αντίδραση στην απώλεια, στη στέρηση, στον ανικανοποίητο πόθο που παραμένει ζωντανός αλλά μόνο πια σαν ανάμνηση, γίνεται μυστικιστικό πένθος. Ο Κεμάλ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο να σώσει ό, τι μπορεί απ’ αυτόν τον περίπαθο έρωτα, μαζεύοντας οτιδήποτε του θυμίζει την αγαπημένη του για το «Μουσείο της αθωότητας» (Το μοναδικό πράγμα που κάνει τον πόνο υποφερτό, είναι να έχουμε κάποιο αντικείμενο που ανήκει σ’ εκείνη τη χρυσή στιγμή. Τα πράγματα που έχουν μείνει πίσω από τις ευτυχισμένες στιγμές, κρύβουν, με επιμονή μεγαλύτερη από των ανθρώπων που μας τις πρόσφεραν, αναμνήσεις, χρώματα, απτικές και οπτικές ηδονές από εκείνες τις στιγμές). Έτσι, παρακολουθούμε μαζί του, χάρη στην πένα του συγγραφέα, να σβήνει κάθε άλλη πλευρά από την προσωπικότητά του Κεμάλ, να απομονώνεται κοινωνικά, να τρέχει σαν αλαφροΐσκιωτος κυνηγώντας λίγη από τη γεύση της πληρότητας που είχε νιώσει στο παρελθόν με τη Φισούν. Όταν, μετά από πολύ καιρό ανακαλύπτει επιτέλους τα ίχνη της, άρχισε να την επισκέπτεται επί… 2864 μέρες, καθημερινά (με το πρόσχημα ότι είναι μακρινός ξάδερφος), στο πατρικό της σπίτι όπου έμενε με τους γονείς και, τώρα πια, με τον άντρα της. Η εγκράτεια κι η αποστασιοποιημένη σχέση των δυο ερωτευμένων φτάνει σε σημεία εξωφρενικά. Εκεί ο ανυπόμονος αναγνώστης μπορεί να ,να επαναστατήσει, να εξοργιστεί με τον άβουλο Κεμάλ, θεωρώντας τη συμπεριφορά του παθητική, παθολογική και αφύσικη.
Όμως ο έρωτας είναι αρρώστια, έτσι κι αλλιώς… Κι ο Παμούκ καταφέρνει να δείξει πολύ χειρουργικά (κεφ: ο ανατομικός προσδιορισμός του πόνου του έρωτα) ότι ο ερωτευμένος πάσχει, και μπορεί να αισθανθεί την πληρότητα και την ευτυχία ακόμα κι όταν δεν έχει δίπλα του το «αντικείμενο του πόθου». Και ότι η πολύχρονη στέρηση αυξάνει την ένταση και τη διαύγεια των στιγμών ευτυχίας, έστω κι όταν είναι ανάμνηση, πάντα όμως αυτό εξαρτάται από τη δύναμη του ερωτευμένου. Από τη συνείδησή του, τον τρόπο με τον οποίο δέχεται κι επεξεργάζεται το βίωμα. Το πολύ αναλυτικό κι ίσως φλύαρο ύφος προσωπικά δε με κούρασε γιατί είναι η άλλη όψη του πάθους του ήρωα, φορτισμένου με χρώματα και πλούσια συναισθήματα. Ο έρωτας του Κεμάλ αποκτά μια ιερότητα γιατί ακριβώς βοηθά τον ήρωα να ξεχωρίσει το ουσιαστικό από το ανούσιο, το ζωντανό από το νεκρό, το φευγαλέο από το αιώνια κινούμενο. Το μουσείο που φτιάχνει από οτιδήποτε του θυμίζει την πληρότητα αυτή, το ονομάζει μουσείο της αθωότητας, όπως άλλωστε ονομάζει «αθώο όνειρο» τον «βαθύτερο και αληθινό κόσμο όπου ζήσαμε κάποτε μαζί». Ό, τι αγγίζει ή άγγιξε η Φισούν, ή τη θυμίζει με οποιονδήποτε τρόπο, γίνεται φετίχ, αλλά ο συγγραφέας μας κάνει να μετέχουμε σ’ αυτό το πάθος που αναδεικνύει τις πιο αληθινές, τις πιο έντονες στιγμές της ζωής.
Δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αναφερθώ εδώ στην τελική έκβαση της ιστορίας. Το παραμύθι είναι πολύ γοητευτικό και ταυτόχρονα πολύ αληθινό∙ έχει αρχή, μέση και τέλος και μάλιστα απροσδόκητο. Πέρα από την πλοκή όμως και τη συναισθηματική εξέλιξη, έχουμε μια ευκαιρία –πάλι- να περιδιαβούμε με τα μάτια του Ορχάν Παμούκ τα σοκάκια της Κων/πολης και να συμμετέχουμε στην ατμόσφαιρα της Τουρκίας του ’70, που τόσες ομοιότητες έχει με τα ελληνικά δρώμενα. Ξεκαρδιστικές και οικείες είναι π.χ. οι λεπτομέρειες που αφορούν τον τουρκικό κινηματογράφο και τη λογοκρισία που επιβλήθηκε μετά το πραξικόπημα του 1971.

Σιωπές και αυταπάτες

Η σιωπή παίζει ξεχωριστό ρόλο στη μαγεία του έρωτα, και μ’ ένα μουσικό τρόπο την αξιοποιεί ο Παμούκ στον τρόπο γραφής του αλλά και άμεσα, στις περιγραφές του. Απερίφραστα π.χ. μιλά για τις «μαγικές σιωπές» ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους, ακόμα και στα οχτώ χρόνια που η Φισούν ήταν παντρεμένη:
«Σπίτι είναι εκεί που τρώμε κι εκεί που είναι η καρδιά μας», διάβασε η Φισούν. Κι ενώ η διάθεσή της ήταν χαρούμενη και παιχνιδιάρικη, ξαφνικά κοιταχτήκαμε και σοβάρεψε.
Σωπάσαμε όλοι για μια στιγμή, σα να σκεφτόμασταν το βαθύ νόημα των λέξεων αυτών. Γύρω από το τραπέζι των Κεσκίν έζησα πολλές μαγικές σιωπές, έκανα σκέψεις που αφορούσαν ουσιαστικά θέματα και που δε μου ρχονταν ποτέ στο νου κάπου αλλού, όπως το νόημα της ζωής, οι διαστάσεις της ύπαρξής μας σε αυτόν τον κόσμο, ποιος είναι ο προορισμός της ύπαρξής μας. Μου άρεσαν αυτές οι μαγικές σιωπ
ές.

Ξεχωρίζω το κεφάλαιο που επιγράφεται «Σιωπή» και περιγράφει την τελευταία ερωτική συνάντηση πριν τον αρραβώνα του Κεμάλ (όσο πλησίαζε η μέρα του αρραβώνα τόσο μάκραιναν, μεγάλωναν οι σιωπές ανάμεσα σε μένα και τη Φισούν). Η ψυχογραφική τέχνη του Παμούκ αναδεικνύεται σειρά σειρά (σταχυολογώ: όσο πλησίαζε η μέρα του αρραβώνα, ιδρώναμε ακόμη πιο πολύ όταν κάναμε έρωτα/δε μιλούσαμε ποτέ για το τι θα γίνει από δω και πέρα/ λειτουργούσα με το σκεπτικό ότι η Φισούν δε μπορούσε να με παρατήσει αφού έκανε έρωτα με τόση ένταση και με όλη της την ψυχή/σαν κατάσκοποι που έχουν τα μάτια ανοιχτά για ν’ αποχτήσουν όσο το δυνατόν πιο πολλές πληροφορίες, κοιταζόμασταν κατάματα ώρα πολλή/ η Φισούν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σαν ασθενής που ακούει το σώμα του, κοιτάζοντας, θαρρείς, τα σύννεφα θλίψης που είχαν μαζευτεί πάνω από το κεφάλι της∙ ξάπλωσα δίπλα της και κοίταζα και γω μαζί της το ταβάνι. Τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο δεν φώναζαν, ακούγαμε μόνο τις κινήσεις της μπάλας. Έπειτα, σώπασαν και τα πουλιά∙ έπεσε βαθιά σιωπή. Ακούσαμε ένα καράβι να σφυρίζει πολύ μακριά, ύστερα άλλο ένα).
Όμως, ένα μυθιστόρημα δεν είναι αναγκαστικά λυπητερό επειδή είναι λυπημένοι οι ήρωές του. Έτσι, ο συγγραφέας επιλέγει να μεταφέρει τη μαγική διάσταση του τελευταίου φιλιού με απίστευτο τρόπο:

Αντί να σας στενοχωρώ με τη θλίψη μας, ας σας πω ότι το στόμα της Φισούν έλιωνε, θαρρείς, μέσα στο στόμα μου. Κι όσο φιλιόμασταν, με τα φιλιά μας να μακραίνουν ολοένα και πιο πολύ, στην τεράστια σπηλιά που σχημάτιζαν τα στόματά μας, μαζευόταν κάτι σαν μέλι, γλυκό και χλιαρό, που καμιά φορά έτρεχε από την άκρη των χειλιών μας στο πηγούνι μας, ενώ μπροστά μας άρχιζε να εμφανίζεται μια χώρα όμορφη σαν παράδεισος, ονειρεμένη, που μόνο στην αισιόδοξη φαντασία ενός παιδιού μπορούσε να υπάρχει, κι εμείς, με το καλειδοσκόπιο του νου μας, κοιτάζαμε τη χρωματιστή αυτή χώρα, σα να κοιτάζαμε τον παράδεισο. Καμιά φορά, ο ένας από τους δυο μας, σαν πεινασμένο πουλί που κρατάει στο ράμφος του με προσοχή ένα σύκο, έπαιρνε, βυζαίνοντας τρυφερά, στο στόμα του το πάνω χείλος του άλλου, κι έσφιγγε με τα δόντια του το κομμάτι από τα χείλια του που είχε φυλακίσει, σα να έλεγε στον άλλο «τώρα είσαι στο έλεός μου», ενώ ο άλλος, αφού απολάμβανε υπομονετικά τις περιπέτειες του χειλιού του και για πρώτη φορά στη ζωή του αισθανόταν πόσο ανατριχιαστικά γευστικό είναι ν’ αφήνεσαι στο έλεος του εραστή σου, να εγκαταλείπεις με γενναιότητα στο έλεός του, όχι μόνο τα χείλια σου αλλά και το κορμί σου, αφού καταλάβαινε ότι η περιοχή ανάμεσα στη στοργή και στη υποταγή είναι το πιο σκοτεινό, το πιο βαθύ μέρος του έρωτα, έκανε το ίδιο στον άλλον, και τότε ακριβώς οι γλώσσες μας, σπαρταρώντας από την ανυπομονησία στα στόματά μας, συναντιόνταν με βιάση ανάμεσα στα δόντια μας και μας θύμιζαν τη γλυκιά πλευρά του έρωτα, που δεν έχει να κάνει με τη βία αλλά με την τρυφερότητα, με το αγκάλιασμα, με την αφή.

Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου∙ δεν το’ ξερα

Αυτή η πρώτη φράση του βιβλίου δε μπορεί να μη μας θυμίσει την αρχή από το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη (χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής). Δεν πρέπει να γνώριζε το διήγημα ο Παμούκ ώστε να του καταλογίσουμε υποκλοπή, ούτε κι έχει σημασία. Άλλωστε είναι μια ψυχική κατάσταση που όλοι οι άνθρωποι τη βιώνουν και τη συνειδητοποιούν, ότι υπήρξαν κάποτε ευτυχείς χωρίς να το συνειδητοποιούν την ώρα της ευτυχίας. Το αξιόλογο ότι είναι, και στα δύο λογοτεχνικά έργα η σχετική φράση είναι τοποθετημένη στην αρχή, χρησιμοποιώντας την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης, αφυπνίζοντας την περιέργεια του αναγνώστη που αναγνωρίζει οικεία συναισθήματα και δίνοντας εξαρχής το «κέντρο βάρους». Ο πληθωρικός Παμούκ, βέβαια, επαναφέρει σε διάφορα σημεία του βιβλίου το κεντρικό αυτό συναίσθημα, όταν περιγράφει τη σκηνή της ευτυχίας (κάπου στη μέση του έρωτα, όταν, μισολιπόθυμοι και ξέπνοοι και οι δυο μας, της φίλησα τους καταϊδρωμένους της ώμους, την αγκάλιασα απαλά από πίσω και μπήκα μέσα της, τη στιγμή που δάγκωσα το λαιμό της και το αριστερό αυτί της). Σ’ αυτήν την οριακή στιγμή εμφανίζεται και το – παραμυθιακό- στοιχείο του γαλάζιου σκουλαρικιού της Φισούν, που «χάθηκε» σ’ αυτήν την πρώτη συνάντηση και θα παίξει καθοριστικό/μαγικό ρόλο.

Η ευτυχία, ο χρόνος και η σχέση μεταξύ τους είναι έννοιες- κλειδιά γύρω από τις οποίες περιδινίζεται η ψυχή του ερωτευμένου. Όταν π.χ. μπαίνει για πρώτη φορά το ερώτημα από τη Φισούν « Τι θα γίνει από δω και πέρα;», ο Κεμάλ γράφει:
Αντί για απάντηση, τη φιλούσα και με φιλούσε κι εκείνη. Σε σύγκριση με το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμασταν, οι αγκαλιές και τα φιλιά ήταν πολύ πιο αληθινά, γεμάτα με την αβάσταχτη δύναμη του «τώρα».
Στο κεφάλαιο που επιγράφεται «Χρόνος», ο Παμούκ αναφέρεται αρκετά αναλυτικά στη σχέση του ήρωα με το χρόνο, και διαχωρίζει το χρόνο των ρολογιών (ώρα, ημερολόγιο) από το Χρόνο. Επισημαίνει (άλλωστε αυτό φαίνεται σ’ όλο το βιβλίο) ότι η γραμμή που ενώνει τις στιγμές, αυτό δηλαδή που αντιλαμβανόμαστε ως χρόνο, ως παρελθόν (Αριστοτέλης) δεν έχει και μεγάλη σημασία:
Είναι οδυνηρό να συνειδητοποιούμε, όσο περνούν τα χρόνια, ότι η γραμμή – έτσι συμβαίνει τις περισσότερες φορές- δεν έχει δα και καμιά σπουδαία σημασία. Αντίθετα, οι στιγμές, τα «τώρα» μπορεί να μας δώσουν τόση ευτυχία που καμιά φορά μπορεί να κρατήσει κι έναν αιώνα, όπως συνέβαινε μ’ ένα χαμόγελο της Φισούν όταν πρωτάρχισα να πήγαινα στα Τσουρκούτζουμα για φαγητό τα βράδια. Ήξερα από την αρχή ότι πήγαινα στους Κεσκίν για να μαζέψω τόση ευτυχία που μπορούσε να κρατήσει για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, και γι’ αυτόν τον λόγο, για να κρύψω αυτές τις ευτυχισμένες στιγμές, σούφρωνα από το σπίτι διάφορα μικροαντικείμενα, μικρά και μεγάλα, πράγματα που είχε αγγίξει η Φισούν.
Άλλωστε, στο «Μουσείο της Αθωότητας» που παρουσιάζει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Ορχάν, ως δευτερεύον πρόσωπο στην πλοκή, ο επισκέπτης θα ξεχνάει τον Χρόνο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά στη ζωή. Στα μουσεία που το χτίσιμό τους το υπαγόρευσε η καρδιά, στα καλοστημένα ποιητικά μουσεία, βρίσκουμε παρηγοριά όχι επειδή βλέπουμε μπροστά μας παλιά έπιπλα που αγαπάμε, αλλά επειδή εκεί μέσα χάνεται ο Χρόνος.


Ο σωματικός πόνος
Ένιωθα τον πόνο να μου τρυπάει τα σωθικά σαν καρφί


Το σημείο όπου ο πόνος του έρωτα άρχιζε να γίνεται ιδιαίτερα έντονος , ήταν στο πάνω μέρος της δεξιάς πλευράς του στομαχιού μου. Όταν ο πόνος δυνάμωνε κι άλλο, όπως βλέπετε και στο σχεδιάγραμμα, απλωνόταν αμέσως στο κενό ανάμεσα στο στομάχι και το στήθος μου. Είχα την αίσθηση ότι κάποιος είχε χώσει μέσα μου ένα κατσαβίδι ή ένα καυτό σίδερο και μου ξερίζωνε τα σωθικά. Λες και καυστικά υγρά μαζεύονταν πρώτα στο στομάχι μου και μετά σε όλη την κοιλιά μου, λες και μικροί, κολλώδεις αστερίες κολλούσαν στα εσωτερικά μου όργανα.
Ο πόνος της αναμονής, ο πόνος της στέρησης, ο πόνος της ζήλειας (άρχιζε από το κεφάλι μου, σύντομα πυροδοτούσε τον πόνο του έρωτα στο στομάχι μου και με οδηγούσε σε μια μορφή ολέθρου) εναλλάσσονται, παίρνουν διαφορετικές μορφές, ξεκινούν από το νου ή από την ψυχή, παίρνουν σάρκα και οστά. Δε διαχωρίζεται ο σωματικός πόνος από τον ψυχικό. Ο Κεμάλ μάλιστα βρίσκει και τρόπους ανακούφισης, όπως… να κάνει κούνια (όταν η κούνια κατέβαινε με φόρα σα να έπεφτε, ο πόνος στην κοιλιά μου λιγόστευε)!
Το ρολόι, τα καμένα σπίρτα και τα κουτιά από σπίρτα που εκθέτει ο Κεμάλ στο μουσείο του είναι τα αντικείμενα που του θυμίζουν τις ατέλειωτες ώρες μάταιης αναμονής. Τριγυρίζοντας στα δωμάτια, κοιτάζοντας από το παράθυρο και καμιά φορά στημένος ακίνητος σε μια γωνιά, άκουγα τον πόνο μέσα μου να σπάει σαν κύμα.
Επινοεί απίστευτα παιχνίδια με το νου και το χρόνο για να αντέξει κάθε πεντάλεπτο καθυστέρησης, «μικρούς θυμούς, κόλπα κι ελπίδες».
Για να παραδεχτώ ότι είχαν περάσει και η τέταρτη και η πέμπτη στοίβα με τα πεντάλεπτα έπρεπε να αντισταθώ λιγάκι, αν και χωρίς να ελπίζω πια, ώσπου η λογική μου αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι ούτε εκείνη τη μέρα θα ερχόταν, και τότε ο πόνος μέσα μου μεγάλωνε τόσο απότομα, που για να τον αντέξω έπεφτα, σαν άρρωστος, στο κρεβάτι.

Όπως αφηγείται ο Κεμάλ στο κεφ. « Οι σκιές και τα φαντάσματα που νόμιζα ότι είναι η Φισούν», από ένα σημείο και μετά, όσο κι αν προσπαθούσε να γιατρευτεί ξεχνώντας, δεν έπαψε να συναντά τη Φισούν, όχι βέβαια την ίδια αλλά … κάποια που της έμοιαζε. Αυτές οι «παραδεισένιες συναντήσεις» καταγράφονται με λεπτομέρειες, μεταφέροντας την ψυχική ευεξία που νιώθει ο ήρωας στα δευτερόλεπτα που κρατά η ψευδαίσθηση… έχει βέβαια επίγνωση ότι πρόκειται για τις φαντασιώσεις της δυστυχισμένης του ψυχής, όμως τα συναισθήματα που ξυπνάνε είναι τόσο όμορφα που επιδιώκει σα διψασμένος την απάτη.
Ακόμα και στην κηδεία του πατέρα του, ο Κεμάλ σκέφτεται έντονα την απουσία της Φισούν αλλά και των γονιών της (μακρινοί θείοι). Στην εύλογη απορία μας, αν η απουσία της Φισούν επισκιάζει τον πόνο για την απώλεια του πατέρα απαντά:
Για όσους αναρωτιούνται, θα ήθελα να πω ότι ο πόνος του έρωτα είναι ολοκληρωτικός. Ο αληθινός πόνος του έρωτα πάει και κάθεται στα θεμέλια της ύπαρξής μας, μας κρατάει σφιχτά από το πιο αδύνατο σημείο μας, συνδέεται σε βάθος με όλους τους άλλους πόνους μας κι απλώνεται, χωρίς να μπορεί κανείς να τον σταματήσει, σε όλο μας το σώμα και στη ζωή μας. Αν είμαστε απελπισμένα ερωτευμένοι, η απώλεια του πατέρα αλλά κι η πιο κοινή ατυχία λειτουργούν σαν έναυσμα του πραγματικού μαρτυρίου μας που είναι έτοιμο κάθε στιγμή να αρχίσει. Όταν η ζωή σου, όπως έγινε με τη δική μου, ανατρέπεται εξαιτίας του έρωτα, επειδή νομίζεις ότι μόνο άμα σταματήσεις να νιώθεις τον πόνο του έρωτα θα μπορέσεις να λύσεις κι όλα τα άλλα προβλήματά σου, άθελά σου βαθαίνεις την πληγή μέσα σου.


Χριστίνα Παπαγγελή

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

μια μεγαλη αγαπη.τοσο που σε κανει να αναρωτιεσαι ειναι δυνατον;
κι ομως..υπαρχει και υπαρχει και αυτος ο συγγραφεας