Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2020

Η τέχνη της απώλειας, Alice Zenifer


Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν, που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.
(…)
Έχασα δυο πόλεις, αξιολάτρευτες. Και ακόμη πιο τεράστιους,
κάποιους δικούς μου κόσμους, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν μα δεν ήταν δα καταστροφή.
Το πρόβλημα της ταυτότητας σε λαούς και γενιές που υπέστησαν την αποικιοκρατία των Ευρωπαίων, και συγκεκριμένα στην Αλγερία που υπέστη τη γαλλική κυριαρχία μέχρι την ανεξαρτητοποίησή της το 1962, είναι το βασικό θέμα αυτού του συναρπαστικού βιβλίου. Οι διωγμοί, η μετανάστευση, η διάλυση της οικογένειας, η ζωή σε καταυλισμούς αλλά κυρίως το «ποιος είμαι;» που διατρέχει τρεις γενιές∙ δοσμένο με εξαιρετικό τρόπο από την Γαλλίδα Αλγερινής καταγωγής Alice Zenifer.
Αλγερία[1]... Μια χώρα με «πολλές ιστορίες» μέχρι το 1830 που οι Γάλλοι κατέλαβαν το Αλγέρι (γνωστός αγωνιστής ενάντια στη γαλλική εισβολή ο  Αμπντ ελ Καντέρ, μουσουλμάνος σούφι), οπότε τα βιβλία των Γάλλων καταπίνουν την Αλγερία και τα παραμύθια της και τα μετατρέπουν σε λίγες σελίδες της δικής τους Ιστορίας. Το «εκπολιτιστικό» έργο των Γάλλων ισοπέδωσε  τις διαφορές των ντόπιων κι εκτόπισε στο περιθώριο το μουσουλμανικό στοιχείο, οι χιλιάδες δε Γάλλοι που μετανάστευσαν στην Αλγερία αποτέλεσαν ένα ιδιότυπο κοινωνικό στρώμα με κοινωνική δύναμη, που περιθωριοποίησε τους ντόπιους όπως παντού, και πυροδότησε την εξέγερση και τον πόλεμο της Αλγερίας,[2] μέχρι την ανεξαρτησία της χώρας το 1962.
Η σχέση Γαλλίας και Αλγερίας βέβαια δε σταματά εδώ. Οι επαναπατρισμένοι Γάλλοι («πιέ-νουάρ»[3]) αποτελούν κι αυτοί ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, καθώς και οι μετανάστες Αλγερινοί στη Γαλλία (κυρίως οι «αρκί», δηλ. όσοι βοήθησαν τους Γάλλους, είτε στον παγκόσμιο πόλεμο, είτε μη συμμετέχοντας στην τρομοκρατική δράση των αντιστασιακών ομάδων, FLN κλπ).
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο, απαραίτητο για να κατανοήσει κανείς τη ρευστότητα των κοινωνικών σχέσεων και τη σχετικότητα σ’ αυτό που λέμε «εθνική συνείδηση», σχετικότητα που είναι βέβαια αυτονόητη δεδομένου ότι το «έθνος» είναι κοινωνική κατασκευή.
Στο μυθιστορηματικό «σήμερα» (2015-16), λοιπόν,  βλέπουμε τη Ναϊμά, Γαλλίδα υπήκοο με καταγωγή τρίτης γενιάς από την Αλγερία, να μην έχει πια καμιά σχέση με την χώρα καταγωγής της (έχει ξεχάσει μια πατρίδα που δεν γνώρισε ποτέ). Όμως συγκυρίες την οδηγούν ηθελημένα- άθελά της να ψάξει το παρελθόν του πατέρα της Χαμίντ που ήταν μικρό αγόρι όταν πέρασε στην Ευρώπη, και του παππού της, Αλί, τον οποίο θυμάται ελάχιστα. Επομένως παρακολουθούμε κι εμείς την πορεία τριών γενεών, στα μεταβατικά χρόνια από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία -χρόνια που ήταν πολύ δύσκολα, δεδομένου ότι ο πόλεμος της Αλγερίας ήταν από τους σκληρότερους αντιαποικιακούς αγώνες της σύγχρονης εποχής.
Αλί, ο παππούς
Ο Αλί, ο παππούς, δεν είναι Άραβας, είναι Καβύλιος[4] (η Καβυλία ανήκε στο αρχαίο κράτος της Νουμιδίας, έχει μακρά ιστορία και παράδοση, δική της γλώσσα -βερβέρικη- και μεγάλη συμμετοχή στους αγώνες για ανεξαρτησία). Από ένα απίστευτο γύρισμα της τύχης έγινε πλούσιος, μια τύχη που του φύτεψε στο νου την πεποίθηση ότι η ζωή είναι φτιαγμένη από πεπρωμένα που δεν ανατρέπονται, και όχι από αναστρέψιμες ιστορικές πράξεις. Έχει χωράφια, έχει μαγαζί, κάνει εμπόριο. Ενώνει όλα τα σκόρπια μη εκμεταλλεύσιμα χωραφάκια που δεν τα αγοράζουν Γάλλοι, αποσπώντας την ευγνωμοσύνη των ντόπιων, κι έχει τη νοοτροπία του «αν έχει λεφτά να τα δείχνεις». Τα λεφτά τα ξοδεύεις μόλις τα αποκτάς, μια νοοτροπία τελείως αντίθετη στο καπιταλιστικό πνεύμα. Η αποταμίευση είναι αποκοτιά, και τα πλούτη είναι ευλογία που πέφτει σαν βροχή πάνω σ’ έναν πολύ μεγαλύτερο κύκλο ξαδέρφων και φίλων. Τους επιβάλλουν μια διευρυμένη αλληλεγγύη, συγκεντρωτική, και συσπειρώνουν γύρω απ’ την οικογένειά τους ένα μέρος του χωριού που τους ευγνωμονεί.
Ο Αλί είναι έχει αίσθημα δικαίου αλλά κατά βάθος είναι φιλήσυχος. Βλέπει με επιφύλαξη τις προσπάθειες των Αλγερινών, ντόπιων ή μεταναστών στη Γαλλία να εξεγερθούν. Στην ερώτηση αν συμπαθεί τον «ήρωα» (πατέρα του έθνους, τον αποκαλεί ο εθνικιστής Γιουσέφ) Μεσαλί Χατζ απαντά όχι, γιατί «ο Μεσαλί Χατζ δεν συμπαθεί τους Καβύλιους (γι’ αυτόν η ανεξαρτησία της Αλγερίας σημαίνει ότι θα γίνουμε όλοι Άραβες). Είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Βετεράνων Πολεμιστών, στο Παλέστρο, σ’ έναν χώρο που τους παραχωρεί η γαλλική διοίκηση, κι όπου μαζεύονται όσοι πολέμησαν στον Α΄ ή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (με τους Γάλλους, φυσικά). Είναι βετεράνος πολεμιστής γιατί πολέμησε για πέντε μήνες στη μάχη του Μόντε Κασίνο (1944) όπου Μαροκινοί, Τυνήσιοι και Αλγερίνοι απ’ τη γαλλική πλευρά αλλά και Ινδοί και Νεοζηλανδοί από την αγγλική έδωσαν τους 50.000 νεκρούς των Συμμάχων… Πέντε μήνες που τον έκαναν πότη, πέντε μήνες  με αναμνήσεις που κράτησε σε όλη του τη ζωή βαθιά στη μνήμη του, ένα πτώμα με τόσο έρμα από πέτρες μέσα του, που δεν μπορούσε πια να ξανανέβει στην επιφάνεια. Έτσι, κουβαλώντας την πλάτη του ένα «αμφίσημο» ιστορικό, δεν μπορεί να ταχτεί με το ριζοσπαστικό FLN  που σιγά σιγά προβάλλουν τη δράση τους όλο και πιο έντονα, με δεκάδες επιθέσεις, βόμβες, πολυβόλα, δολοφονίες κλπ, προκαλώντας φόβο για αντίποινα των Γάλλων (η αποικιακή εξουσία έχει φροντίσει ώστε η τιμωρητική δύναμή της ν’ αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια της στις μνήμες/Σετίφ[5], είναι το όνομα ενός τρομακτικού δράκου που τριγυρίζει, πάντα σε απόσταση αναπνοής, τυλιγμένος μ’ έναν μανδύα με ματωμένες πτυχές και μυρωδιά μπαρούτης). Αποκορύφωμα η σφαγή της διμοιρίας Αρτύρ (ανυποψίαστοι νεαροί στρατιώτες), τον Μάη του 1956, που προκάλεσαν τρομερές αντιδράσεις εκ μέρους των Γάλλων (βγαίνουν μόνο για να σκοτώσουν, χτυπήσουν, πελεκήσουν οποιονδήποτε, οπουδήποτε).
Για τον Αλί όπως και για κάθε Αλγερινό ντόπιο, οι δοκιμασίες είναι καθημερινές –με ποιους θα πας, ποιους θα υποστηρίξεις, αν θα υπακούσεις π.χ. στον καΐντ (μουσουλμάνος με αρμοδιότητες διοικητικές που συνεργάζεται με τη γαλλική διοίκηση, κοινώς το παίζει «προστάτης») ή στον «αμίν». Ο Αλί όμως όχι μόνο παραμένει ουδέτερος, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες (ο Αλί κρατάει μέσα στα χέρια του τον κόσμο του, την οικογένειά του, τα κτήματά του, με κομμένη την ανάσα για να μην ανατραπεί, να μην κουνηθεί τίποτα), αλλά έχει και φιλικές σχέσεις με τον προοδευτικό Γάλλο μπακάλη Κλωντ, θαυμάζει ερωτικά την πανέμορφη αδερφή του Μισέλ, ενώ τα παιδιά τους παίζουν μαζί, χωρίς όμως να μπορεί να σπάσει μία από τις άρρητες απαγορεύσεις της αποικιακής κοινωνίας: τον διαχωρισμό της δημόσιας σφαίρας από την ιδιωτική.  
Η επιλογή ταυτότητας, ή αλλιώς «το να διαλέξεις στρατόπεδο» δεν εξαρτάται μόνο από τον καθένα, κι αυτό γίνεται ξεκάθαρο στον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας ψυχογραφεί τον βασικό της ήρωα στην προσπάθειά του να καταλάβει ποιο είναι το «δίκαιο». Ακόμα και η λέξη (φελλάχοι=ληστές  ή μουτζαχεντίν=ήρωες) που χρησιμοποιούν εκάστοτε στην καθημερινότητα για τα μέλη του FLN προδίδει μια στάση, μια κλίση υπέρ ή κατά. Όταν όμως σφίγγουν τα πράγματα, και κυρίως μετά την «κόκκινη γιορτή των Αγίων Πάντων» (τον Νοέμβριο του 1954) που σηματοδότησε την έναρξη του πολέμου, και το FLN σκληραίνει τη στάση του (π.χ. απαγορεύει να δέχονται την σύνταξη οι βετεράνοι πολέμου με θανατική ποινή για τους αποστάτες), οι συζητήσεις κι οι συγκρούσεις φουντώνουν (εμείς θα πληρώσουμε όπως πάντα/θαρρείς πως οι Άραβες θα είναι πιο μαλακοί απ τους Γάλλους;/δηλαδή… εμείς πολεμήσαμε για το τίποτα;). Ο Αλί παίρνει ξεκάθαρα επιφυλακτική θέση κι έχει λόγους να μην έχει καθόλου εμπιστοσύνη στον σύνδεσμο του FLN που έρχεται να τους στρατολογήσει.
Η θυσία που απαιτεί το FLN είναι υπερβολική απ’ τη μια, κι απ΄την άλλη ο Αλί γρήγορα διαπιστώνει ότι το FLN δεν τους προστατεύει ιδιαίτερα. Μετά τη σφαγή στο Παλέστρο (Λαχνταρία ονομάστηκε αργότερα), η καθημερινότητα έχασε τον ειρηνικό της χαρακτήρα και για τους Γάλλους και για τους ντόπιους. Όταν οι Γάλλοι ελευθερώνουν τον Χαμζά (αδερφό του Αλί) όλοι υποψιάζονται ότι ο Χαμζά πρόδωσε τον όρκο στο Κοράνι (για υποστήριξη του FLN) και το μαχαίρι δεν θ’αργήσει να επιστρέψει. Ο Αλί νιώθει ανασφάλεια και σκέφτεται τη μετακόμιση στο Αλγέρι. Οι εκρήξεις, ο πόνος για τη φρικτή δολοφονία του βετεράνου Ακλί επειδή εξακολουθούσε να παίρνει τη σύνταξή του (θραύσματα λύπης και οργής), οι εκβιασμοί των Γάλλων ότι θα τον προστατεύσουν μόνο αν τους βρει τον «Λύκο του Ταμπλάτ» είναι τα πρώτα βήματα στον ΦΟΒΟ που εγκαθίσταται στην ψυχή του οικογενειάρχη.
Η συγγραφέας χτίζει αριστοτεχνικά τον μηχανισμό του φόβου, τον μηχανισμό της κατασκευής του προδότη και μάλιστα ακόμα και ΜΕΤΑ θάνατον (όσο κανείς είναι ζωντανός, τίποτα δεν είναι σίγουρο, όλα μπορούν ακόμη να συμβούν, απ’ τη στιγμή όμως που είναι νεκρός, η αφήγηση παγώνει: αυτοί που σκότωσε το FLN είναι προδότες του αλγερινού έθνους και αυτοί που σκότωσε ο στρατός προδότες της Γαλλίας). Διεισδύει στις εσωτερικές αντιφάσεις όχι μόνο του πολέμου, αλλά και του εμφυλίου πολέμου που στρατολογεί πολλές φορές με ασήμαντες αφορμές ανθρώπους/φίλους/γείτονες σε αντίθετα στρατόπεδα. Όσοι συμμετέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι καταδικασμένοι, δεν μπορούν πια να βρουν γαλήνη στα χωριά τους. Ο Αλί το μόνο που ζητά είναι προστασία για τους δικούς του, δηλ. ειρήνη.
Την άνοιξη του 1962, σύμφωνα με τη διατύπωση του FLN, Αλγερία επανακτά την ανεξαρτησία της. Οι ντόπιοι βοηθητικοί (supplétifs), αυτοί που θα ονομαστούν harki, φοβούνται να δείχνουν πως έχουν σχέση με τους γάλλους στρατιωτικούς (μετά την ανεξαρτησία το 1962, το  FLN σκότωσε πάνω από 100.000 αρκί). Ο Αλί, παρόλο που έχει τη συνείδησή του ήσυχη, δέχεται απειλές και φοβάται, τα εχθρικά επεισόδια εναντίον του πολλαπλασιάζονται ενώ αναγκάζεται να καταφύγει για προστασία στον Γάλλο λοχαγό, τον οποίο σιχαίνεται. Μετακομίζει στο κέντρο της πόλης (Παλέστρο), όπου νιώθει πιο ασφαλής, αλλά γρήγορα παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς.

Χαμίντ, ο πατέρας
Η Αλγερία θα τους ονομάσει αρουραίους. Προδότες. Σκυλιά. Τρομοκράτες. Αποστάτες.
Ληστές. Μιασμένους. Η Γαλλία δεν θα τους ονομάσει καθόλου, ή πολύ λίγο.
Η γενιά του Χαμίντ βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος, στο μεταίχμιο της Ιστορίας. Με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Είναι 11 χρονών όταν φεύγουν απ’ το Παλέστρο, επομένως έχει σημαντικό παρελθόν στην Αλγερία, αν πάρουμε υπόψη και πόσο καθοριστικά είναι τα πρώτα 12 χρόνια. Θυμάται την περιτομή, θυμάται τη μικρή γαλλιδούλα Αννί, θυμάται φυσικά τη γλώσσα, τα έθιμα, τα πρόσωπα, τους συγγενείς που χάθηκαν ή έμειναν πίσω. Το Αλγέρι τρυπώνει μέσα στις αποσκευές του αλλά τούτη η πόλη δεν χάθηκε, αφού δεν υπήρξε ποτέ δική τους.
Η γενιά του Χαμίντ είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν Ιστορία. Δεν είναι Αλγερινοί, δεν είναι πιέ νουάρ, δεν είναι Γάλλοι Μουσουλμάνοι (αυτή η ονομασία δε λέει τίποτα για την ιστορία τους).  Κατά μέσο όρο οι μετανάστες από την Αλγερία στη Γαλλία έζησαν έγκλειστοι σε καταυλισμούς 17 χρόνια! Ο πρώτος καταυλισμός είναι ο καταυλισμός Ζοφρ ή του Ριβζάλτ, όπου κατέφυγαν κατά καιρούς Ισπανοί δημοκρατικοί, Εβραίοι, τσιγγάνοι κ.α.(είναι ένα μέρος όπου κλείνουν αυτούς που δεν ξέρουν τι να τους κάνουν, περιμένοντας, επισήμως, να βρεθεί μια λύση, ελπίζοντας, ανεπισήμως, να μπορέσουν να τους ξεχάσουν μέχρι να εξαφανιστούν από μόνοι τους). Οι συνθήκες είναι απίστευτες, ο δε μέγιστον, υπάρχουν ανάμεσά τους και πρώην μέλη του FLN. Στη συνέχεια θα μεταφερθούν στον καταυλισμό του Ζουκ (Λοζί ντ’ Ανν). Πρέπει να ξεχάσουν την Αλγερία, παίρνουν γαλλική υπηκοότητα, δεν ξέρουν τη γλώσσα, τους επιβάλλουν γαλλικά ονόματα. Μοιράζονται φρικτές ιστορίες.  Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή (σε κάθε φύσημα του αέρα, πρέπει να τρέχουν να μαζέψουν την κινητή πόρτα αρκετά περάσματα πιο πέρα. Η πόρτα τούς δίνει την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να προφυλάσσουν μέσα στη σκηνή μια στριμωγμένη ιδιωτική ζωή που τους ανήκει, ότι μπορούν να διαλέγουν αν θ’ ανοίξουν ή θα κλείσουν την επικράτειά τους, ότι είναι οι αφέντες της).Καταστάσεις που τις ζήσαμε και τις ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Με το τέλος του πολέμου (πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης πλέον Αλγερίας ο αξιόλογος Μπεν Μπελά) [6]ο καθένας, είτε μέσα στους καταυλισμούς είτε στην Αλγερία κάνει τον «λογαριασμό» του με τη συνείδησή του κι απέναντι στους άλλους (οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονται εκεί αρνούνται ότι πρόδωσαν, ότι έβλαψαν, ονειρεύονται μια ευκαιρία για να δώσουν εξηγήσεις στην Αλγερία, να παρουσιάσουν μια άμυνα). Υπάρχουν όμως εσωτερικοί ανταγωνισμοί ως και συγκρούσεις που εντείνονται με τον συγχρωτισμό και που οι Γάλλοι δεν καταλαβαίνουν (κι άλλη αναλογία με τους σημερινούς πρόσφυγες). Οι  «ψυχοπαθείς» πολλαπλασιάζονται καθώς πολλαπλασιάζεται και η βία. Ο Αλί, μέσα σ’ αυτό το σκηνικό είναι αδύναμος, χωρίς ταυτότητα. Και βοήθησε τους Γάλλους και δεν βοήθησε. Και πρόδωσε το FLN και δεν πρόδωσε. Γράφεται το αφήγημα ξανά…  και για τον Αλί δεν υπάρχει ακόμα αφήγημα. Είναι σιωπηλός, παθητικός και καρτερικός και υφίσταται τις βρισιές και την περιθωριοποίηση χωρίς μεγάλες αντιδράσεις.
Όταν μετακομίζουν σε μονιμότερες κατοικίες στο Φλερ, όπου ο δήμος έχτισε για τους αρκί συγκροτήματα HLM (ένα τοπίο σχεδιασμένο με τον χάρακα, με μεγάλες λογικές γραμμές/δεν υπάρχει ανάπαυλα, δεν υπάρχει ανακούφιση σ’ εκείνον τον ορθογώνιο κόσμο), τα παιδιά ενθουσιάζονται  με την… μπανιέρα στο διαμέρισμά τους!
Ο μικρός αδερφός, Καντέρ, είναι ακόμα παιδί, ο Χαμίντ όμως και η Νταλιλά είναι μονίμως σοβαροί (ο πόλεμος έριξε στο βλέμμα τους ένα σκοτάδι που έβγαλε απότομα τα πρόσωπά τους από την παιδική ηλικία). Ο Χαμίντ μετά από πολλές δυσκολίες διαπρέπει σιγά σιγά στο σχολείο, μαθαίνει γρήγορα γαλλικά (έχει μεγάλο ενδιαφέρον η σταδιακή του απομάκρυνση από τη μητρική γλώσσα σε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση)και γίνεται αυτοδίκαια ο «γραμματέας» του σπιτιού, εφόσον μαθαίνει  σιγά σιγά να διαβάζει και να γράφει. Θυμώνει με τους γονείς του που φέρονται σα να πρόκειται να ξαναβρούν κάποια μέρα την παλιά κοινωνική θέση τους (συνεχίζουν να ονειρεύονται τον πλούτο, αυτό που ονομάζουν -στη χωριάτικη γλώσσα τους, γλώσσα γέρων κιόλας- ένα γεμάτο σπιτικό. Ντρέπεται γι αυτούς και για τις ψευδαισθήσεις τους. Γρήγορα καταλαβαίνει ότι το σχολείο τού δίνει έναν πολύτιμο κοινωνικό ρόλο (το σχολείο είναι η στατική συνέχιση του ταξιδιού τους, θα τους βγάλει από τη μιζέρια, θα τους ανυψώσει).
Ο Αλί έχει αρχίσει να πίνει, και δουλεύει τώρα σε μονάδα μετατροπής μετάλλων (ομίλου Λυρέρ) (-τι φτιάχνει; -τίποτα, απαντάει ο Χαμίντ σε σχολική εργασία, ενώ ο Αλί απαντά εγώ καίγομαι, αυτός κόβεται, κι ο άλλος παραπέρα τσακίζει τη μέση του). Ο σεβασμός που δείχνει ο Αλί στα αφεντικά του φέρνει σε αμηχανία τον Χαμίντ (θα ήθελε να του πει: δεν είναι αδερφοί σου ούτε θείοι σου, κι αυτοί εκεί δεν είναι περισσότερο κύριοι από σένα). Νιώθει ότι μπορούν όλοι να εξαπατήσουν τον πατέρα του, μιας και ο ίδιος, έχοντας το ατού της γνώσης της γλώσσας-ανάγνωσης-γραφής, μπορεί να τον ξεγελάσει πια πολύ εύκολα (μέσα του ο οίκτος παλεύει με την απώθηση, με την περιφρόνηση, και καταλαβαίνει με μια βιαιότητα που δεν θα την ξανανιώσει στη ζωή του ότι μεγαλώνει υπερβολικά γρήγορα). Διαβάζει πολλά εξωσχολικά βιβλία και κάνει παρέα με δύο Γάλλους καθώς πλησιάζει την εφηβεία. Η κοινωνική λειτουργός ενδιαφέρεται για τον Χαμίντ αλλά ανησυχεί γιατί είναι πολύ σοβαρός.
Ο Χαμίντ ωριμάζει πρόωρα γιατί από πολύ νωρίς επικοινωνεί με τις κοινωνικές υπηρεσίες ως μεσολαβητής, αφού ξεχωρίζει για τη γραμματοσύνη του. Τον βλέπουμε να χειρίζεται δεξιοτεχνικά τους μεγάλους και να γεννιέται μέσα του ένας αέρας ανεξαρτητοποίησης μαζί με κοφτερή κρίση (εντυπωσιακή π.χ. η παρατήρηση ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί μέμφονται τους μουσουλμάνους που κάνουν πολλά παιδιά και δεν χωράνε στο διαμέρισμα (μοιάζει να σημαίνει ότι το διαμέρισμα είναι κάτι αμετάβλητο και ότι αυτοί που πρέπει να συνηθίσουν στο ιερό δεδομένο της επιφάνειά του είναι οι άνθρωποι. Στον τόπο τους, στο χωριό, όταν η οικογένεια αποκτούσε πάρα πολλά μέλη, έχτιζαν έναν όροφο, ένα παράσπιτο, διπλασίαζαν το σπίτι. Εκεί, η κατοικία βρισκόταν σε κίνηση, σε εξέλιξη, όπως η ζωή, όπως η οικογένεια∙ εδώ, είναι ένα σιδερένιο κουτί που το μέγεθός του καθορίζει τελεσίδικα τι μπορεί να περιέχει)).
Όσο μεγαλώνει κι από παιδί γίνεται άντρας απομακρύνεται απ’ τον μουσουλμανισμό (διακόπτει π.χ. το ραμαζάνι) αλλά διαμορφώνεται και μια ιδιόμορφη σχέση με τον Αλί: τον αμφισβητεί μεν αλλά δεν μπορεί να συγκρουστεί μαζί του (μπαίνει στην εφηβεία και δεν έχει πια έναν πατέρα για να επαναστατήσει εναντίον του: ο Αλί έχει μικρύνει, έχει συρρικνωθεί). Η εφηβική επανάσταση γίνεται αθόρυβα και σταδιακά. Η «καθοδήγηση» γίνεται από τον Στέφανο, τον μεγάλο αδερφό του φίλου του, του Φρανσουά: Μαρξ, Μπομπ Ντίλαν, Τσε Γκεβάρα κλπ κλπ, γίνονται ο πολιορκητικός κριός με τον οποίο σπάει όλες τις απαγορεύσεις  (αρχίζει από το να απαγορεύει στον εαυτό του να σου απαγορεύει), εκτός από το να μην είναι ο καλύτερος.
Όμως δεν τολμάει να ρωτήσει τι έκανε τον Αλί να εγκαταλείψει την Αλγερία, αφενός γιατί η απαγόρευση που είχε εσωτερικεύσει δεν του επέτρεπε να αμφισβητεί τις επιλογές του πατέρα αφετέρου φοβάται μην ανακαλύψει ένα παρελθόν που δεν θα μπορούσε να συγχωρήσει. Στην ερώτηση «Σε ανάγκασαν να συνεργαστείς με τους Γάλλους;» ο Αλί  αντιδρά εξωλογικά  (είναι πιο εύκολο να εξοργίζεται ελπίζοντας πως μια μέρα κάποιος θα διαβάσει τους θυμούς του σαν ομολογίες). Η σχέση οξύνεται καθώς περνάει ο καιρός, εκατέρωθεν, για να καταλήξει σ’ ένα όψιμο και καθοριστικό χαστούκι , το τελευταίο της ζωής του, όταν τολμά να πει ότι την περιουσία στην Αλγερία δεν την δικαιούνται πια.
Βλέπουμε λοιπόν ότι χτίζεται σιγά σιγά ένας περήφανος χαρακτήρας, αυτόνομος, με συγκρότηση, κοινωνική συνείδηση και  αυτοπεποίθηση. Εξεγείρεται ενάντια στο περιβάλλον του όπως όλοι οι νέοι της εποχής (1970), στο σχολείο αντιδρά στο ρατσισμό με τίμημα, προσπαθεί να ξεσηκώσει τους εργάτες-συναδέλφους του πατέρα του. Αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι οι ταξικές διαφορές είναι που χωρίζουν τους ανθρώπους (του Αλί του φαίνεται περίεργο που οι Γάλλοι αφέντες έχουν περιορισμένα δικαιώματα). Ξεσπαθώνει κυριολεκτικά όταν ακούει τα -γνώριμα και σε μας, δυστυχώς-  επιχειρήματα ότι οι Άραβες που έρχονται για δουλειά είναι «άλλοι άνθρωποι», «δεν έχουν αισθήματα» εφόσον αφήνουν πίσω τους γυναίκα και παιδιά. Έτσι ανακαλύπτει τη δύναμη του πολιτικού λόγου.
Είναι ντροπαλός με τις κοπέλες αλλά όσο μεγαλώνει και γίνεται εντυπωσιακά όμορφος τον περιτριγυρίζουν όπως οι πεταλούδες το φως. Όμως, δυο πράγματα τον φέρνουν σε αμηχανία: οι ερωτήσεις τι έκανε ο πατέρας του στην Αλγερία, και πότε γύρισαν (η απάντηση -1962- είναι που δημιουργεί στον συνομιλητή συνειρμούς). Αυτό που τον κάνει να λυσσάει δεν είναι το πολιτικό υπονοούμενο, βαρύ και επιθετικό, είναι ότι ο άλλος θέλει να μάθει, έτσι ξαφνικά, αυτό που ο Αλί καλύπτει με πέπλο σιωπής, το οποίο ο Χαμίντ δεν κατάφερε ποτέ να σκίσει. Η άγνοια τον πονάει. Είναι Αλγερινός και δεν είναι, είναι Γάλλος και δεν είναι. Όπως του λέει και ο φίλος του ο Ζιλ, το να κυκλοφορεί κανείς μαζί του σημαίνει να του σπάνε τα μούτρα και οι Γάλλοι και οι Αλγερίνοι.
Ο έρωτας με τη γυναίκα της ζωή του, την Κλαρίς, που θα του χαρίσει και τέσσερα κορίτσια, είναι γνήσιος (ένα τούνελ χωρίς τέλος). Η Κλαρίς είναι ένα μεγάλο «κεφάλαιο» του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου σημαντικό για την χειραφέτηση του Χαμίντ αλλά σημαντικό και για την κατανόηση αυτής της μεταιχμιακής αίσθησης ταυτότητας. Κοντά της, είναι ελεύθερος να σκέφτεται, να έχει χρόνο, να είναι αναποτελεσματικός/μπορεί να πετάξει το κουρέλι του ρόλου του μεγάλου γιου.
Κι όμως ένα κομμάτι της ψυχής του είναι καλά κρυμμένο, δεν μιλάει για το παρελθόν, για τους δικούς του. Μάλιστα, αναγνωρίζει από μόνος του ότι σ’ αυτό μοιάζει με τον πατέρα του, ότι χωρίς να το θέλει θυσιάζεται στις επιταγές του sabr: να ελέγχεις τις θύελλες της ψυχής σου, να απαγορεύεις στη γλώσσα σου να παραπονιέται, να μη γδέρνεις τα μάγουλά σου όταν η ζωή σου στέλνει δοκιμασίες. Η σιωπή του κλείνει την Κλαρίς σαν λουλούδι (δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου αν εσύ ζεις μόνος σου) που αποφασίζει να μην του κάνει πια ερωτήσεις, και συστρέφεται κι αυτή στον εαυτό της. Σύντομα όμως οι συγκυρίες τους κάνουν να εμπιστευτούν από καρδιάς ο ένας τον άλλον. Όχι η Κλαρίς δεν δείχνει «οίκτο», αυτό που βαθιά μέσα του φοβόταν ο Χαμίντ (αν δει πως έγινε γι’ αυτήν μια ανθρωπιστική υπόθεση ή πως καμαρώνει επειδή κέρδισε μια μάχη εναντίον της σιωπής του, θα φύγει την ίδια στιγμή απ’ το σπίτι).

Ναϊμά, στο σήμερα
Γι’ αυτήν είναι ζήτημα αξιοπρέπειας
να μη ζητάει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που συμβαίνει
Όμως, ούτε η γενιά του Χαμίντ γράφει το «αφήγημα». Αυτή που θα ενώσει τα νήματα είναι η Ναϊμά, η τρίτη κόρη του Χαμίντ, που τη βλέπουμε στη σύγχρονη εποχή, να δουλεύει σε γκαλερί στο Παρίσι, να έχει διάφορες σεξουαλικές σχέσεις (ποτέ με Μαγκρεπίνο!), να κινείται πλήρως αφομοιωμένη στον ρυθμό της μεγαλούπολης. Έχουμε δηλαδή μια άλλη οπτική γωνία, μέσα πια από το πρίσμα της γαλλικής υπηκοότητας, ως προς το ζήτημα της πατρίδας, της ετερότητας αυτού που κατάγεται από άλλη χώρα.
Οι υπεκφυγές του Χαμίντ σχετικά με το παρελθόν, μεταβιβάζονται στη Ναϊμά. Οι διαφορές στην κουλτούρα διαρρέουν, ζει με φόβους (έχει κληρονομήσει τους φόβους του πατέρα της/τον φόβο να μην την ρωτήσουν ποια χρονιά βρέθηκε στη Γαλλία η οικογένειά της/τον φόβο μην την εξομοιώσουν με τους τρομοκράτες). Ναι, είχε κι εκείνη την αίσθηση, μαζί με χιλιάδες άλλους Άραβες ότι θα πληρώσει εκείνη για όσα κάνουν άλλοι μετανάστες στη Γαλλία. Είναι η εποχή του Μωχάμεντ Μεράχ, της σφαγής στο Charlie Hebdo, στο Μπατακλάν.  Εξοργίζεται όταν ισχυρίζονται οι τρομοκράτες ότι «την απελευθερώνουν ενώ στην πραγματικότητα συμβάλλουν στην καταπίεσή της», και έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι το FLN παλιότερα, και τώρα η Αλ- Κάιντα ή το Νταές δεν συνειδητοποιούν πόσο δυσκολεύουν τη ζωή σ’ ένα ολόκληρο κομμάτι του πληθυσμού (ξέρουν πολύ καλά ότι σκοτώνοντας στο όνομα του Ισλάμ, προκαλούν μίσος για το Ισλάμ και, ακόμα πιο πέρα, μίσος για κάθε μελαψό δέρμα, γενειάδα και μαντίλα, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε εκρήξεις και βιαιότητες). Βέβαια, οι μουσουλμάνοι δεν είναι μια «αδιαίρετη ενότητα», όπως αφελώς πιστεύουν και φίλοι της Ναϊμά.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το καινούργιο κλίμα της σύγχρονης εποχής, οι φόβοι της Ναϊμά πολλαπλασιάζονται (π.χ. φόβος ότι θα επιτεθούν στη γιαγιά της επειδή κυκλοφορεί με μαντίλα), και το τείχος που έχει υψώσει ανάμεσα στον τρόπο ζωής της και το παρελθόν  μοιάζει απόρθητο.  Γι’ αυτό και η αρχική αντίδραση στο να πάει στην Αλγερία για επαγγελματικό λόγο είναι αρνητική. Πριν αρνηθεί όμως, μπαίνει στον πειρασμό να γνωρίσει τον περίφημο Καβύλιο ζωγράφο Λαλλά του οποίου τους πίνακες θα αναζητήσει.
Ο Λαλλά ανοίγει ένα παράθυρο στην Αλγερία του παρελθόντος, που η οικογένειά της το κρατούσε κλειστό. Η Ναϊμά γοητεύεται από την απίθανη προσωπικότητα, γεμάτη έρωτα για ζωή,  κι αποκτά το κίνητρο να ψάξει όχι μόνο την άγνωστη για κείνη οικογενειακή ιστορία της αλλά και την ιστορία της Αλγερίας. Είναι ο μόνος στον οποίο εκμυστηρεύεται χωρίς δισταγμό ότι ο Αλί ήρθε από την Αλγερία το 1962, ως χαρκί. Στην προσπάθειά της να αποσπάσει κι άλλες πληροφορίες από τον Χαμίντ συναντά την άρνηση, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι ο Χαμίντ δεν ξέρει (Γεμά: ο πατέρας σου δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του που δεν ξέρει). Θυμάται τον παππού Αλί, άρρωστο, να ουρλιάζει τις τελευταίες μέρες της ζωής του από πόνο ή τρέλα , όμως η Ναϊμά πιστεύει ότι μπορεί, επειδή τον πονάει το κορμί του και σαπίζει, να βρήκε επιτέλους την ελευθερία να ουρλιάξει ότι δεν αντέχει τίποτα/μπορεί οι φωνές του να πνίγονταν επί σαράντα χρόνια, επειδή ένιωθε υποχρεωμένος να δικαιολογεί το ταξίδι, την εγκατάσταση στη Γαλλία, υποχρεωμένος να κρύβει τη ντροπή του, να είναι δυνατός και περήφανος.
Δεν είναι βέβαια πολύ απλά τα πράγματα, εφόσον «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Πολλοί παλιοί αρκί δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τους απογόνους, χώρια οι αντεκδικήσεις και το μίσος στις περιοχές όπου επικρατούν οι σκληροπυρηνικοί, όπως είναι το χωριό της. Με αφορμή την έρευνα και τις πληροφορίες που ρουφάει η Ναϊμά πριν το ταξίδι, μαθαίνουμε και μεις οι αναγνώστες πολλές ξεχασμένες πτυχές της ιστορίας, του αγώνα των μειονοτήτων να μην θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Το ταξίδι της Ναϊμά στη χώρα των προγόνων (θα το ονόμαζα «η κάθοδος» στο παρελθόν) είναι από τα πιο ωραία κεφάλαια του βιβλίου. Πλούσια συναισθήματα (αγωία, φόβος, αγ΄παη, νοσταλγία για κάτι που δεν έζησες). Την περιποιούνται, την βοηθούν, την ξεναγούν. Αλλά πιο συγκλονιστική ακόμη είναι η επίσκεψη δύο ημερών στο χωριό της (στην επαρχία του Μπουιρά), κοντά στο Παλέστρο («φωλιά των φονταμενταλιστών»), μέρος που προφανώς ακόμα δεν είναι ασφαλές και σίγουρα, αν μάθουν ότι βρίσκεται εκεί η κόρη ενός αρκί, θα υπάρξει ακόμα και φονικό. Όμως δέχονται να την συνοδέψουν (οι τρομοκράτες τις σέβονται τώρα τις γυναίκες).
Η «συνάντηση» είναι συγκλονιστική. Στην άγνωστη ξαδερφούλα η Ναϊμά αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά της αδερφής της, Μυριάμ. Η αμηχανία και η αδυναμία λόγω γλώσσας δίνουν σύντομα τη θέση τους σε χαρούμενες αγκαλιές και φιλιά, ανάμεσα στα άπειρα πρόσωπα της οικογένειας και τη Ναϊμά. Η Ναϊμά έχει την έμπνευση να αναπαραστήσει με το χέρι όλο το γενεαλογικό δέντρο με κύκλους που καθένας παριστάνει ένα μέλος της οικογένειας, κι όλο το πλήθος στριμώχνεται γύρω της παρακολουθώντας με ευλάβεια την παντομίμα (κοιτάζουν όλοι το τίποτα που είναι σχεδιασμένο στον αέρα, σαν να κοιτάζουν έναν καθεδρικό φτιαγμένο με δαντέλες).
Ξεχωρίζω την παραπάνω σκηνή σαν επιστέγασμα αυτής της τραγικής ιστορίας∙ αυτήν την τρομερή εικόνα που κρύβει τόση συμπυκνωμένη δύναμη, καθώς μια γυναίκα από την ομήγυρη σηκώνεται και πλησιάζει το αόρατο γενεαλογικό δέντρο με το δέος που εμπνέουν τα εύθραυστα πράγματα, αυτό που μια αδέξια χειρονομία μπορεί να διαλύσει. Αντίστοιχη δύναμη έχει και η ομαδική φωτογραφία με το κινητό, όπου όλοι αυτοί οι άνθρωποι/γυναίκες/γέροι/παιδιά/άντρες, άγνωστοι στην ουσία αλλά που τους δένει η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, στήνονται χαμογελώντας απέναντι στο μέλλον, ή μάλλον στην ίδια την Ιστορία ξέροντας ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Αυτήν την ίδια φωτογραφία η Ναϊμά που στην επιστροφή της στη Γαλλία θα δείξει στους συγγενείς και θα προκαλέσει κύματα συγκίνησης σε μικρούς και μεγάλους.

Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν, που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.


[1] Οι Γάλλοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το Αλγέρι το 1830. Το δουλεμπόριο και η πειρατεία σταμάτησαν μετά την κατάκτηση της πόλης. Ο πληθυσμός της Αλγερίας, έφτασε από 1,5 εκατομμύριο το 1830 σε περίπου 11 εκατομμύρια το 1960. Η γαλλική πολιτική στόχευε να εκπολιτίσει τη χώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σχηματίστηκε μια γαλλόφωνη ντόπια ελίτ, αποτελούμενη κυρίως από Βερβέρους Καβύλους. Ως αποτέλεσμα, η γαλλική κυβέρνηση τους ευνόησε.
Από το 1848 μέχρι την ανεξαρτησία, η Γαλλία διοικούσε την μεσογειακή περιοχή της Αλγερίας ως τμήμα της χώρας. Η Αλγερία έγινε προορισμός δεκάδων χιλιάδων Ευρωπαίων μεταναστών, οι οποίοι αργότερα έγιναν γνωστοί ως Πιε-νουάρ. Ανάμεσα στο 1825 και το 1847, 50.000 Γάλλοι μετανάστευσαν στην Αλγερία και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Αλγέρι και το Οράν, όπου οι Ευρωπαίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων.[34]
Σταδιακά, η δυσαρέσκεια των μουσουλμάνων, οι οποίοι δεν είχαν πολιτική ή οικονομική θέση στο αποικιακό σύστημα, οδήγησε σε αιτήματα μεγαλύτερης πολιτικής αυτονομίας και τελικά ανεξαρτησίας από τη Γαλλία. Η ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς οδήγησε το 1954 στην έναρξη του Πολέμου της Αλγερίας, ο οποίος έληξε το 1962 με την ανεξαρτησία της Αλγερίας, μετά από τη συμφωνία του Εβιάν και δημοψήφισμα στην Αλγερία. Η Αλγερία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη τις 5 Ιουλίου 1962. Περίπου 900.000 Ευρωπαίοι πιε-νουάρ έφυγαν από την Αλγερία ανάμεσα στο 1962 και το 1964.[35]

[3] Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, ο όρος πιε-νουάρ αναφέρεται «σε άνθρωπο ευρωπαϊκής, κυρίως γαλλικής, καταγωγής που ζούσε στη γαλλική Αλγερία και που εκπατρίστηκε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλγερίας το 1962»
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: