Μια ευχάριστη έκπληξη ήταν καθένα από τα 20 διηγήματα του βιβλίου του αγαπητού φίλου, ποιητή, συγγραφέα και συν-αναγνώστη στη Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, Γιώργου Κασαπίδη. Αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, όχι μόνο όσον αφορά τη θεματολογία, αλλά ακόμα και την τεχνική, ωστόσο αποπνέουν το πνεύμα του συγγραφέα που ενώ είναι γειωμένο στην καθημερινή, χειροπιαστή και πολλές φορές κοινότοπη πραγματικότητα, οδηγείται σε ανατροπές και παιχνιδιάρικες σουρεαλιστικές καταστάσεις, εκεί όπου τον ταξιδεύει η σκάνταλη φαντασία. Ο αναγνώστης μπορεί να γελάσει με την καρδιά του αλλά και να συγκινηθεί μέχρι δακρύων στο ίδιο διήγημα, διήγημα που κανένα τους δεν ξεπερνά τις 10 σελίδες.
Ο αναγνώστης που κατοικεί στη Δράμα θα αναγνωρίσει πρόσωπα και στέκια, αλλά φυσικά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Οι περιστάσεις είναι γνώριμες, οικείες για οποιονδήποτε κάτοικο μιας επαρχιακής πόλης -και όχι μόνο, άλλωστε δεν διαδραματίζονται όλα στη Δράμα. Καθώς κι ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει την έννοια «τοπιογραφία του ασήμαντου» (αναφερόμενος στην φωτογραφική τέχνη στο διήγημα «Ο Τσε πίνει καφέ στην κεντρική πλατεία της Δράμας»), θα έλεγε κανείς ότι και στα διηγήματα ακολουθείται παρόμοια πορεία: ξεκινώντας από το κοντινό, το καθημερινό, το εν πολλοίς τετριμμένο,
εξακτινώνεται σε κάτι πιο καθολικό, εφόσον στην πορεία του διηγήματος η συνηθισμένη αυτή συνθήκη αποκτά άλλο βάθος, άλλο χρώμα, άλλο νόημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης νιώθει ότι πολλές φορές δεν έχουν σημασία τα συμβάντα, αλλά το
βλέμμα που βλέπει, που βιώνει και κάνει αφήγημα, δηλαδή μνήμη αυτά τα συμβάντα. Πώς γίνεται αυτό; Ασφαλώς ξεφεύγοντας από το ακραιφνώς ηθογραφικό στοιχείο (που ενυπάρχει, βέβαια, αλλά είναι κρίμα ο βιαστικός αναγνώστης να αρκεστεί μόνο σ’ αυτό). Γιατί, ναι μεν το γράψιμο είναι στρωτό, με περιγραφική επάρκεια και χαρακτηριστικούς διαλόγους, και με ρυθμό· θα έλεγε κανείς ευχάριστο, γλαφυρό, «εύκολο», πρόκειται για μια γραφή «που ρέει» (σπάνιο στην εποχή μας που προσπαθεί να φορτώσει με «μαλάματα» την τέχνη»), ενώ το λαϊκό προφορικό ύφος προσδίδει ζωντάνια· τα διηγήματα όλα σχεδόν έχουν πλοκή, κάποιες φορές ευφάνταστη, αρχή-μέση-τέλος και το στοιχείο του στοχασμού δίνεται υπαινικτικά, κυρίως με το χιούμορ -χιούμορ που ενίοτε γίνεται σαρκασμός, και που φυσικά σατιρίζει
υπάρχουσες αμφίσημες καταστάσεις. Ακόμα, μπορεί να διακρίνει κανείς νοσταλγία ή θυμοσοφία. Ναι μεν λοιπόν όλα αυτά, αλλά αυτό που υπάρχει ως γενικό υπόβαθρο (δηλαδή… εγώ είδα, με το δικαίωμα του αναγνώστη να προσδίδει δικό του νόημα) και που απορρέει σχεδόν απ’ όλα τα διηγήματα, τα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, είναι το
υπαρξιακό στοιχείο, που ακόμη και ως κωμικοτραγικό κρύβεται πίσω από τα συμβάντα. Μέσα λοιπόν από την «τοπιογραφία του ασήμαντου», μέσα από την μικρή, ταπεινή, καθημερινή ζωή μας, μπορεί κάποιος να εντοπίσει το νόημα, ή… την απουσία νοήματος.
Υπαρξιακά όρια και καρναβαλικές ανατροπές
Στο διήγημα «Λωτός», το ερωτικό παιχνίδι που έστησαν ο αφηγητής και η «
παθιασμένη και ασυγκράτητη, σκέτη φωτιά» Νικόλ στο κλειστό κι ερειπωμένο σπίτι του αξιοσέβαστου «τζέντλεμαν» κυρ- Ευγένιου, (που εδώ και δυο χρόνια ήταν πεθαμένος), ανατρέπει κάθε έννοια χώρου και χρόνου (
ακόμα και οι δείκτες στο παλιό ρολόι του τοίχου, σταματημένοι έως τότε, γύρισαν, με τρομαχτική ταχύτητα και θόρυβο, τον χρόνο προς τα πίσω/σκέπασα το κάδρο του κ. Ευγένιου να μη βλέπει) προκαλώντας αντίστοιχη ανατροπή στην ψυχή του ήρωα. Αντίθετα, η «ανένδοτη» Νικόλ γελάει, χορεύει, μεταμφιέζεται, δεν σέβεται ούτε ιερό ούτε όσιο, μέχρι που ο οριακός υπαρξιακός τρόμος την οδηγεί στον πανικό.
Στο διήγημα «Τρομπόνι», ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στην Μεσσηνία δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αφήσει αχαλίνωτο το φαντασιακό του: καθώς η μπάντα με επικεφαλής τον κύριο «Στραβίνσκι» προχωρά προς το προαύλιο της σημαιοστολισμένης εκκλησίας, ο τρομπονίστας ξαφνικά απομακρύνεται, και προχωρά ασυγκίνητος, παίζοντας πάντα με αυτοσχεδιασμούς σε γνώριμους δρόμους της πόλης. Και,
ενώ το τρομπόνι έχει φτάσει στο ιδανικότερο στάνταρ απόδοσης, ο ήρωάς μας σκοντάφτει και πέφτει μέσα σ' ένα από τα έργα ανακατασκευής των υπονόμων
τα οποία, όπως συνήθως, δεν καλύπτονται ούτε στοιχειωδώς από τα απαραίτητα προστατευτικά (κοινωνικό σχόλιο!). Όμως το διήγημα δεν σταματά εδώ, θα έλεγε κανείς ότι από δω αρχίζει: γιατί από δω και πέρα την σκυτάλη παίρνει το ονειρικό, το σουρεάλ: ο απτόητος μουσικός, παρόλο που το τρομπόνι σκάλωσε στο άνοιγμα της τρύπας,
δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ρότα, συνεχίζει σαν μαγεμένος την υπόγεια διαδρομή του φτάνοντας στα υπόγεια…. του Παρισιού
στο σημείο ακριβώς που έχει σκορπιστεί η τέφρα του Ηλία Πετρόπουλου, ενώ το σκαλωμένο τρομπόνι γίνεται λάφυρο δύο πιτσιρικάδων που με καρναβαλικό τρόπο
το υψώνουν σαν τρόπαιο γελώντας θριαμβευτικά! Στο διήγημα «33» η εμμονή του μοναχικού αφηγητή με τον αριθμό «τριάντα τρία» σκορπάει χαμόγελα μέχρι και γέλια στον αναγνώστη, ενώ η θυμηδία κόβεται απότομα όταν ο τελευταίος συνειδητοποιεί τη θλιβερή αιτία που στοιχειώνει τον ήρωα (
καμιά σχέση –το αναφέρω γιατί με ρωτούσαν συχνά για τον αριθμό –με τα εν ζωή χρόνια του Χριστού πριν από τη σταύρωση), ένα βίωμα που τον βασανίζει μέχρι την έσχατη απόφαση, την οποία με κυνισμό και γλυκόπικρο χιούμορ προαναγγέλλει ήδη από την δεύτερη σελίδα, όταν «πριν από το συμβάν» σκέφτεται να ξεριζώσει τις ευωδιαστές τριανταφυλλιές του (
από τότε που έμεινα τελείως μόνος, φύτεψα κατά μήκος της περίφραξης, από το μέσα μέρος, τριάντα τρεις διαφορετικές τριανταφυλλιές. (…)
Πολλή ομορφιά στο πάνω μέρος, εκπληκτική ευωδιά μέσα κι έξω από το σπίτι, αλλά, αν το έβλεπε κανείς από άλλη σκοπιά, η βάση τους δεν ήταν παρά ένα αγκαθωτό ακόμα πλέγμα που μαζί με τα σύρματα της περίφραξης δεν με άφηνε να ξεφύγω από τα στενά όρια των εμμονών και της ηχηρής μόνωσής μου).
Ο αριθμός 33 επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά μέσα στο βιβλίο, προδίδοντας το παιγνιώδες πνεύμα του συγγραφέα, το οποίο κορυφώνεται στο διήγημα «Μετακόμιση στα 33», όπου ο τριαντατριάχρονος ήρωας, ένα ρεμάλι-γκομενιάρης -μάγκας και αλάνης βοηθά την γεροντοκόρη θεία του να μετακομίσει δείχνοντας απροσδόκητη τρυφερότητα.
Σπαρταριστή με γλυκόπικρο χιούμορ και καρναβαλικές ψευδολογίες είναι και η ιστορία του γάιδαρου του κυρ Ηλία (διήγημα «Φλούδες καρπουζιού»), που, μετά τον θάνατο του αφεντικού του τον διεκδικεί το γειτονόπουλο που το φρόντιζε τόσον καιρό και το αγαπούσε (παρόλο που ο κυρ Ηλίας είχε πολλά παιδιά και εγγόνια). Στο… άτυπο λαϊκό δικαστήριο της γειτονιάς όπου οι κατηγόριες προς τον διεκδικητή πέφτουν βροχή, ο δικηγόρος φίλος του ήρωά μας αναπτύσσει ξεκαρδιστικά επιχειρήματα (
αετός είσαι ρε φίλε. Τι είπες στους ανθρώπους; Λέω κι εγώ κανένα αθώο ψεματάκι όταν χρειάζεται, αλλά εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα. Ξεπέρασες και τη φαντασία των βιβλίων σου).
Η τραγελαφική πλοκή του διηγήματος «Δαγκωμένη κοτόπιτα», με τον Αφρικανό ντιλιβερά (και αφηγητή) που βρέθηκε κατά λάθος στο νεκροτομείο του νοσοκομείου και έκανε φάρσα στον… πεθαμένο αφήνοντάς του ένα δαγκωμένο κομμάτι πίτας στο στόμα, φέρνει δάκρυα στα μάτια -γέλιου και στη συνέχεια συγκίνησης (
πεταμένο [πεθαμένο]
στην Ελλάδα είναι ιερό, είπα. Σε πατρίντα μου πεταμένο είναι απλά πεταμένο. Αν είναι πεταμένο στο δρόμο, πτώμα μένει πολύ καιρό μόνο, δεν ντίνει κανείς σημασία αν χτύπησε σφαίρα, χειροβομβίδα, ποιο είναι το όνομά του, ντικοί του, φίλοι του… Δεν ήθελα να μιλήσω άλλο για χώρα μου, μάνα μου μόνη να προσέχει όλους…).
Τόπος και χρόνος, το ά-τοπον της μοναξιάς
Δεν είναι ασφαλώς εύκολο ούτε σκόπιμο να αναφερθώ εκτενώς σε όλα τα διηγήματα, μα είναι αξιοπρόσεκτα: η μοναξιά του κυρίου Κ. (όνομα που παραπέμπει σε Κάφκα) που παραγγέλνει νοερά πίτσα στην πιτσαρία που είναι κλειστή (ρεπό) γιατί
ο κύριος Κ. δεν είναι από τους ανθρώπους που αλλάζουν εύκολα συνήθειες· οι τρεις χήρες (
μαζί στον καφέ της παρηγοριάς, μαζί στα μνημόσυνα) που τις σκότωσε μονομιάς ο μεθυσμένος και λάτρης του Καζαντζίδη φορτηγατζής, προσθέτοντας στον κόσμο άλλη μια χήρα, την γυναίκα του· η τραγική στάση του Μάρκου Δράκου που «σκότωσε τη μάνα του» παρόλο, ή μάλλον ΕΠΕΙΔΗ την υπεραγαπούσε (
δεν είναι αυτή η αλήθεια, το ξαναλέω. Όχι. Εγώ απλώς προσπάθησα να τσακίσω αυτή την ανημποριά που είχε εδώ και τρία χρόνια και την καθήλωνε στην καρέκλα) και μας χαρίζει μια σπαραχτική εξομολόγηση καθώς προβαίνει στην καθιερωμένη τελετή ισορροπώντας ανάμεσα στο πένθιμο και το γελοίο· ο πεθερός του Γιάννη Κ. που κατάφερε να τρακάρει τρίτη φορά στην ίδια διάβαση· ο Τάσος που «δυσκολεύεται να βρει πάρκινγκ» στο σχετικό διήγημα, ιδιοκτήτης καφέ, δίνει την αφορμή να μοιραστούμε με τον συγγραφέα την λαϊκή, πολλές φορές μίζερη αλλά αγαπημένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στους θαμώνες του καφενείου· παρομοίως και στο λεωφορείο, ο αναγκαστικός συγχρωτισμός με τον συνεπιβάτη της διπλανής θέσης πολλές φορές γίνεται αφορμή για ξεκαρδιστικές εξομολογήσεις (
-Τι θα κάνετε στη Θεσσαλονίκη; -Έχω να δείρω κάποιον, μου απαντάει, και μετά θα πάμε για καφέ με την αδερφή μου στου Μιχάλη/ελπίζω να σταματήσει η βροχή όταν φτάσουμε. Δεν μ’ αρέσει να δέρνω με βροχή)· μοναχικός είναι κι ο «δήθεν παντογνώστης» αφηγητής στην “Bachelor’s Walk” στο Δουβλίνο που παρατηρεί από μακριά τον «μισοηλίθιο» τουρίστα φωτογράφο, τον ζητιάνο στην γέφυρα, το αγόρι που ψαρεύει, τον Τζορτζ ή Ντάνιελ που παλεύει με τη δική του μοναξιά πέφτοντας
ολοένα και πιο κάτω τους ορόφους της απελπισίας· στο διήγημα «Λέτο» το φορτηγό με τα ζωγραφισμένα παγωτά αποβαίνει μοιραίο για το ζωηρό σκυλάκι Λέτο αλλά και για τον πρόσφυγα μοναχικό κυρ- Παντελή που πέρασε ανάλαφρος, σχεδόν άυλος τον δρόμο, πρώτη φορά χωρίς το μπαστούνι του.
Φαντασιακό και μεταμοντέρνα παιχνίδια Όταν ο Τσε επισκέπτεται τη Δράμα («Ο Τσε πίνει καφέ στην κεντρική πλατεία της Δράμας»),
ανέγγιχτος απ’ τον χρόνο, με τον διάσημο μπερέ της πιο διάσημης φωτογραφίας του στο κεφάλι, συμμετέχουμε σε μια ομαδική φαντασίωση –πώς θα ήταν άραγε αν ερχόταν ο Τσε στην σημερινή Δράμα; Κοπελίτσες ζητάνε αυτόγραφα ενώ άλλοι εξανίστανται (
ο Τσε δεν είναι τραγουδιστής κλπ για να μοιράζει αυτόγραφα). Οι κομματικοί μιλάνε με στόμφο, ο Τσε γελάει τρανταχτά, και παρά τις διαμαρτυρίες του κουστουμαρισμένου κυρίου που ισχυρίζεται ότι ο Τσε έχει πεθάνει μισόν αιώνα τώρα, ο Τσε-κοσμοείδωλο απαντάει ότι
αν είχε πεθάνει ο Τσε, κανένας δεν θα ασχολιόταν μέχρι τώρα με τον Τσε. Βλέποντας τη Δράμα μέσα απ’ τα μάτια του Τσε σταματάμε στον Άρμεν Κούπτσιο, στη γέφυρα των Παπάδων και το ισοπεδωμένο από τον πόλεμο χωριό Πολυγέφυρο στην περιοχή του παρθένου Δάσους. Η τραγωδία παραμονεύει και σ’ αυτό το διήγημα, ξεπηδάει μέσα απ’ τις γραμμές ή μάλλον μέσα από τη μνήμη, ιδωμένη κάτω από ένα διαφορετικό
βλέμμα.
Η σκανταλιάρικη γραφή του συγγραφέα οδηγεί πολλές φορές σε «μεταμοντέρνα» παιχνίδια, με ίχνη αυτοαναφορικότητας, όπου φανερώνονται π.χ. οι προθέσεις του ή η αμηχανία του (όπως ο «δήθεν παντογνώστης αφηγητής» στο “Bachelor’s Walk” που συστήνεται στον πιτσιρικά «
Δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε άγνωστος, αλλά ο παντογνώστης αφηγητής»). Ο επισκέπτης στην Αθήνα στο διήγημα «Το ‘πτώμα’» (εντός εισαγωγικών) δεν ξέρει τι να κάνει με το πτώμα που αποκαλύφθηκε μπροστά του μες στα χαράματα, δοκιμάζει ποικίλα συναισθήματα και μέσα σ’ όλα «
πρέπει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να εξαφανίσει το διήγημα, ή το πτώμα μέσα στο διήγημα». Ο ανώνυμος πρωτοπρόσωπος ήρωας στο διήγημα «ο σκύλος της Ελπίδας σε καθρέφτη του Μπόρχες», στο Μοναστηράκι αυτή τη φορά, παγιδεύεται μέσα σ’ έναν καθρέφτη (μαγικό ή σκάρτο;) που τελικά αγοράζει, τον κάνει θρύψαλα εισχωρώντας σ έναν παραμορφωμένο, παράξενο κόσμο (
τα πεζοδρόμια συρρικνώνονται, στριμώχνουν επικίνδυνα τους λιγοστούς περαστικού, οι πινακίδες σήμανσης μεταβάλλονται σε μυτερά ακόντια κλπ κλπ) που τον ταξιδεύει όχι μόνο στον χώρο αλλά και τον χρόνο.
Οι μνήμες των παππούδων Η φιγούρα του «παππού» προβάλλει συχνά στα διηγήματα. Συγκλονιστικές είναι οι αναφορές στις ιστορικές τους μνήμες… Πρώτα απ’ όλα στο διήγημα «33», όπως προαναφέραμε. Στο «Οροπέδιο Άγριων αλόγων» (πρόκειται για το οροπέδιο του Μενοικίου Δράμας) ο αφηγητής ανέβηκε στο βουνό με τον φίλο του Κώστα, πάνω από το δάσος της Καστανιάς, για να συναντήσουν τον Ζαφείρη για τον οποίο στο καφενείο λένε ότι είναι
άγριος λύκος, άθεος, αγέλαστος. Η υποδοχή από τον Ζαφείρη και την κόρη του είναι απαράμιλλη, αλλά ακόμα πιο συγκλονιστική η τραγική ιστορία του παππού του όταν οι Βούλγαροι ανέβηκαν να κάψουν το χωριό και να σκοτώσουν όλους τους άνδρες πάνω από 17 χρονών. Ακόμα όμως πιο σπαραχτική είναι η αναφορά στον Αβράχ, που όπως μάθαμε είναι ο ίδιος ο παππούς του συγγραφέα, μια κατά κάποιον τρόπο «νέκυια», μιας και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι χρόνια πεθαμένος αλλά ολοζώντανος σαν σε όνειρο μιλάει στον εγγονό του, τον προτρέπει, γελάει, τραγουδάει, βήχει, αφηγείται (
δεν τραγουδάω πια, ούτε λέω ιστορίες της εποχής μου , που όταν ήσασταν μικροί νομίζατε πως είναι παραμύθια. Ό,τι πρόλαβες, πρόλαβες), καπνίζει, δοκιμάζει τα γουλαχλία και το γιαούρτι, και είναι έτοιμος να γκρινιάξει στον εγγονό του ότι «
δεν πιάνουν τα χέρια του τίποτα έξω απ’ τα βιβλία».
Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου
Μια συνηθισμένη ιστορία ήταν λίγο πολύ η δική μας, αρχίζει η αφηγήτρια αλλά δεν θα έλεγε κανείς ότι ήταν και πολύ συνηθισμένη… Είναι τόσο ερωτευμένη με τον Αργύρη που δέχεται να την εκμεταλλεύεται και δεν διστάζει να του κάνει όλα τα σεξουαλικά χατίρια, ακόμα και να την πασάρει στους φίλους του «για να βγουν από το οικονομικό αδιέξοδο» (
κι εγώ η χαζή ναι σε όλα, τέτοιος έρωτας, να κάνω υπομονή, τούβλο σκέτο). Παθιασμένο σεξ και συνεχής ελπίδα ότι θα τον κερδίσει ολοκληρωτικά, αλλά ο Αργύρης είχε μόνο μάτια για την… φωτογραφική του μηχανή (
μόνο όταν έπιανε τη φωτογραφική του μηχανή μαλάκωνε απότομα. Τότε μόνο μπορούσα να τον πλησιάσω πραγματικά σαν φίλη, σαν γυναίκα και όχι σαν πουτανογκόμενα). Το κεφάλαιο «προδοσία» είχε ξεκινήσει με μια μικρούλα όταν η αθεράπευτα ερωτευμένη γυναίκα αποφάσισε να του χαρίσει ένα τεράστιο δώρο.
Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του διηγήματος δεν είναι ο φακός που φωτίζει, αλλά ο καλύτερος φωτογραφικός φακός που αγόρασε η ηρωίδα μας για τον Αργύρη, δίνοντας όχι μόνο τις οικονομίες της αλλά και το κορμί της σ’ ένα ρεμάλι. Η σκηνή κατά την οποία του δίνει το δώρο, όταν κρατά πια στα χέρια του ο Αργύρης τον περιβόητο φακό, είναι αποκαλυπτική (
για μια στιγμή μού φάνηκε πως εκείνος ο φακός, ο φωτεινότερος στον κόσμο, σαν να απορροφούσε το φως γύρω του και να μεγέθυνε όλη του τη ζωή). Για την προδομένη γυναίκα, που μένει στο τέλος μόνη και «ξέμπαρκη», αυτή η στιγμή διατηρείται αιώνια, γιατί
αρκεί που ξαναείδε εκείνο το ακαταμάχητο βλέμμα του, έστω για δευτερόλεπτα. Το διήγημα «Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου» δίνει και τον τίτλο σ’ όλο το βιβλίο αποκτώντας πολλαπλή σημασία και υποδηλώνοντας, στην μεταφορική του εκδοχή, το μυστικό κλειδί που μας οδηγεί να κατανοήσουμε, να ρίξουμε φως στα ανεξήγητα.
Χριστίνα Παπαγγελή