Τρίτη, Ιουνίου 19, 2007

237 λέξεις για το Κοινόβιο του Μάριου Χάκκα

Εμπειρία ανάγνωσης. Συγκλονιστικό. Περιεχόμενο και λόγος που με κράτησαν άναυδο να παρακολουθώ έναν άνθρωπο στις συνειδητές τελευταίες του διαδρομές. Το βλέμμα μου στέκεται στις σελίδες του Κοινοβίου.
Πρώτα η πολλαπλότητα της ανάγνωσης του περιεχομένου. Η βίωση ιστοριών που οδηγούν στο τέλος της ζωής. Ο αφηγητής γράφει τις τελευταίες του μέρες, για τις τελευταίες του μέρες που με πλήρη επίγνωση ζει. Με ψυχική δύναμη στα όρια της υπαρξιακής τραγικότητας που γνωρίζει το αναπόφευκτο τέλος στέκεται απέναντι στο θάνατο. Η καθημερινότητα ενός ανθρώπου μόνου, η ζωή...
Μετά στέκομαι και προσπαθώ να δεχθώ το ολοφάνερο: ο ίδιος ο Μάριος Χάκκας που κινείται μέσα στις σελίδες, όσα διαβάζω δεν είναι πλαστά, αποκύημα φαντασίας, είναι η ίδια του η ύπαρξη που κατατίθεται και γίνεται λέξεις, λόγος. Αυτή βρίσκει την έκφρασή της σ’ ένα λόγο αποσταγματικό.
Και αυτός ο κοφτός ασθματικός λόγος, μικροπερίοδος, ελλειπτικός, απογυμνωμένος από καθετί περίσσιο εστιάζει στο βαθύτατο σημείο της ψυχής. Ο Χάκκας μιλά για τον εαυτό του πρωτοπρόσωπα και με οδηγεί να διαβάσω και ‘γω πρωτοπρόσωπα τα διηγήματα.
Αυτό το μικρό βιβλιαράκι γίνεται σταθμός που ξαναγυρνώ εσκεμμένα. Όταν αναλογίζομαι βιβλία που διέτρεξαν τα μάτια μου, όταν, κυρίως, ασυναίσθητα σε στιγμές αναρωτιέμαι για την αξία και την πραγματική ομορφιά της ζωής που πολλές φορές χάνεται σε μικρότητες της καθημερινότητας και μικρόψυχες υστεροβουλίες.
Το βιβλίο στη δέκατη έκδοσή του από τον Κέδρο, 1983 περιέχει τα εκτενή διηγήματα: το κοινόβιο, τα τελευταία μου, ένοχος ενοχής και τα «ρετάλια», άλλα πέντε μικρά διηγήματα.


και άλλες 133 λέξεις από το βιβλίο


· Τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές΄ στη δεύτερη το πολύ στην τρίτη σελίδα, εξαντλούνται, κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο. (9)
· Μια διαρκής προσαρμογή είναι η ζωή κι ένα στένεμα, μέχρι που στο τέλος αποδέχεσαι για χώρο σου αυτό το δωμάτιο... (47)
· ...Θα περπατήσω μόνος μου και πώς να βγάλω τον υπόλοιπο δρόμο;
Συναντάω μια κοπέλα. Την πάω στο ξενοδοχείο. Έχει δυο στήθια μεγάλα και κρέμονται. Αρπάζομαι από κει, βάζει τις φωνές, μιξοκλαίει, όλο «πάρε με» λέει. «Για πού;», τη ρωτάω φουριόζικα. «Εκεί που πάω δεν μπορώ να πάρω κανένα». Αυτή επιμένει «πάρε με» και μου προτείνει τα στήθια της. Βάζω το παντελόνι μου γρήγορα και πετάγομαι έξω στο δρόμο. Φορτίο. Το ζήτημα είναι πού θ’ ακουμπήσω το δικό μου. (51)


Δεν υπάρχουν σχόλια: