Δευτέρα, Απριλίου 21, 2025

Πας (ειρήνη), Caryl Férey

     Η βία και η θηριωδία στην Κολομβία, δηλαδή η απουσία της ειρήνης παρά τις προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών, είναι οι πρωταγωνίστριες αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος του γνωστού συγγραφέα νουάρ/πολάρ, που κλείνει με τον ειρωνικό τίτλο «Πας (=ειρήνη)» την τριλογία της Λατινικής Αμερικής (Μαπούτσε, Κόνδωρ, τα άλλα δύο). Η έρευνα και η αξιοποίηση κοινωνικοπολιτικών/ιστορικών στοιχείων είναι χαρακτηριστικά του είδους αυτού, και, όπως επισημαίνει και στον επίλογο ο Καρίλ Φερέ, οι πληροφορίες που περιέχονται στο βιβλίο βασίζονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ωστόσο ο συγγραφέας φρόντισε να απαλύνει κάποιες πολύ βίαιες πλευρές (!!!). Κλείνοντας το βιβλίο, αναρωτιέται κανείς με τρόμο τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος στον άλλον άνθρωπο, και τι είναι ικανός να αντέξει…
     Ιστορικά στοιχεία
     Η πλοκή κινείται στη σύγχρονη εποχή (2019), εποχή ανακατατάξεων και αναδιαρθρώσεων σε μια Κολομβία καθημαγμένη από τις εμφύλιες διαμάχες μισού αιώνα τουλάχιστον, από τα καρτέλ ναρκωτικών, από τους πολιτικούς διαξιφισμούς, από τις συμμορίες, τις κτηνωδίες και τις ατελέσφορες προσπάθειες να υπάρξει ειρήνη. Η Κολομβία, μια χώρα πλούσια σε ορυκτά και φυσικό πλούτο, υπέφερε από λογιώ λογιώ δυνάστες από την εποχή ακόμη της ισπανικής κυριαρχίας. Η αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα σε Φιλελεύθερους και Συντηρητικούς (οι Συντηρητικοί, από φοβία στους Αφρικανούς και αυτόχθονες απογόνους, εποφθαλμιούσαν τις χασιέντες και τα κοινοτικά κτήματα με τη στήριξη της Εκκλησίας και συχνά του Στρατού) μετά τη δολοφονία του υποψήφιου προέδρου Γκαϊτάν (1948), έριξε τη χώρα σε μια εξαιρετικής βίας περίοδο (1948-1953 περίπου) αποτρόπαιων δολοφονιών κι εγκλημάτων, γνωστή στην ιστορία σαν «Λα βιολένσια» (βία). Ονομαστή είναι η παραστρατιωτική οργάνωση «Los chulavitas», της οποίας στόχος ήταν η πλήρης εξάλειψη των φιλελεύθερων και των κομμουνιστών.
      Αντιγράφω από την Wikipedia: «Η βία εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τους 180.000. Από το 1953 ως το 1964, οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα μειώθηκαν, αρχικά με την παύση του Γκουστάβο Ρόχας με πραξικόπημα από την προεδρία και τις διαπραγματεύσεις του με τους αντάρτες, και στη συνέχεια με τη στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Γκαμπριέλ Παρίς Γκορδίγιο. Μετά την πτώση του Ρόχας, τα δύο πολιτικά κόμματα, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, συμφώνησαν στη δημιουργία ενός εθνικού μετώπου με στόχο την κοινή διακυβέρνηση της χώρας. Η προεδρία θα εναλλασσόταν μεταξύ των υποψηφίων των κομμάτων κάθε τέσσερα χρόνια, για τέσσερις θητείες, ενώ ο αριθμός των θεσμικών θέσεων θα κατανέμονταν ισοδύναμα. Η ίδρυση του εθνικού μετώπου έβαλε τέλος στην εποχή της Λα Βιολένσια και οι κυβερνήσεις του προσπάθησαν να θεσμοθετήσουν ριζικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς σε συνεργασία με την παράταξη της Προοδευτικής Συμμαχίας. Τελικά, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαδοχικών διοικήσεων συντηρητικών και φιλελευθέρων αλλοίωσαν τα πραγματικά αποτελέσματα για τη χώρα, με συνέπεια τη διαιώνιση κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, παρά την πρόοδο σε ορισμένους τομείς. Σε αντίδραση, δημιουργήθηκαν επίσημες ομάδες ανταρτών, όπως η FARC[1], η ELC και η M-19, με ένοπλη αντίσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Οι περισσότερες ομάδες είχαν μαρξιστικό χαρακτήρα».
     Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απλά τα πράγματα μετά την καθαυτό περίοδο της βίας. Όλη αυτή η συσσωρευμένη κτηνωδία και το μίσος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, όπως επίσης και τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, ήταν αδύνατον να εκμηδενιστούν διαμιάς. Το κόμμα του Ουρίμπε[2] (2002-2010), όταν ανέλαβε την εξουσία το 2002, κατέστρωσε το «Σχέδιο Κολομβία»[3], έναν πόλεμο κατά των ναρκωτικών, με την οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη των ΗΠΑ, που στόχευε όμως κυρίως στους FARC[4]. Οι θηριωδίες συνεχίζονται τώρα σε πιο ήπιο ρυθμό, και δεκαπέντε χρόνια αργότερα γίνονται διαπραγματεύσεις ειρήνης με την FARC: σύμφωνα με την «ιστορική» συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αβάνα το 2016, οι αμνηστευθέντες γκεριγέρος προστατεύονταν από την κυβέρνηση, που είχε αναλάβει να παρέχει σωματοφύλακες στους διοικητές των FARC όταν θα εγκατέλειπαν τα στρατόπεδα όπου τους είχαν συγκεντρώσει, ενώ οι διεθνείς ΜΚΟ και ο ΟΗΕ φρόντιζαν για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας της αποκατάστασης της ειρήνης.
     Και πάλι όμως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι επανήλθε η ειρήνη στη χώρα… Πρώτα πρώτα, δεν συμφωνούν μ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις όλα τα μέλη της FARC, και κάποιοι απ’ αυτούς ανακυκλώνονται στις μπίζνες των ναρκωτικών. Συμμορίες ανεξάρτητων δολοφόνων οδηγούνται σε φρικτές σφαγές εξυπηρετώντας τα καρτέλ, παραστρατιωτικές ακροδεξιές οργανώσεις δολοφονούν αστυνομικούς κατά των ναρκωτικών, πρώην μπάτσοι ή μέλη της μαφίας που καταδικάστηκαν τις δεκαετίες 2000 και 2010 και ξαναβγήκαν στην πιάτσα «έτοιμοι να ενσωματωθούν στα διάφορα καρτέλ»· κάποιοι «γκεριγιέρος», αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και εξακολουθούσαν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Υπάρχει ακόμα η μαοϊκή οργάνωση EPL που συνεργάστηκε με τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς , απ’ όπου ξεπήδησε η «Συμμορία του Κόλπου», το πιο ισχυρό καρτέλ της Κολομβίας (παράνομες εξορύξεις, κυκλώματα πορνείας, εμπόριο κοκαΐνης), ανέπτυξε μάλιστα το «σχέδιο Πιστόλα», να σκοτώνει όσο το δυνατόν περισσότερους αστυνομικούς/ένα αδιέξοδο την εποχή που η χώρα αποζητούσε ειρήνη[5].
     Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο έκρυθμη ανάμεσα στον Στρατό και τους υπόλοιπους: απαγωγές των FARC ως προειδοποίηση στους πλούσιους που αρνούνταν να πληρώσουν φόρο στους αντάρτες· πριμοδότηση για κάθε σκοτωμένο αντάρτη με αντίτιμο 100 δολαρίων, επομένως ανεξέλεγκτες εκτελέσεις απ’ τον στρατό καθενός που ήταν «ύποπτος εχθρός της «ειρήνης»» (έφηβοι, διανοητικά ανάπηροι, τοξικομανείς ή αυτόχθονες, γύρω στα δύο με τρεις χιλιάδες άτομα δολοφονήθηκαν έτσι…). Οι έμποροι των ναρκωτικών, όπως ξέρουμε, είναι ικανοί για όλα,έχουν άλλωστε και την οικονομική δύναμη.
     Στον αντίποδα, ιδρύεται η Επιτροπή για Δικαιοσύνη και Ειρήνη (ΜΚΟ μάλλον επικριτική για την εξουσία), που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των χωρικών και των κοινοτήτων ενάντια στους έμπορους (και καλλιεργητές ναρκωτικών), χωρίς να καταφεύγει στη βία.
     Αυτό είναι το πολιτικοκοινωνικό κουβάρι στην Κολομβία του 2019, την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Όμως, ο Καρίλ Φερέ, μπορεί σε όλα του τα βιβλία να επιλέγει ως ιστορικό υπόβαθρο κοινωνίες που βρίσκονται σε έντονη κρίση, αλλά δεν κάνει Ιστορία. Οι ήρωές του διαγράφονται ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες, εξελίσσονται στη διάρκεια του βιβλίου, ωριμάζουν, συγκρούονται, ανακαλύπτουν τον εαυτό τους. Διεγείρει δηλαδή παράλληλα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη να κατανοήσει ιστορικοπολιτικές συνθήκες πολύ ιδιαίτερες και μάλιστα στον σύγχρονο κόσμο (που επηρεάζουν σίγουρα και τη δική μας κοινωνία), αλλά και το ψυχογραφικό ενδιαφέρον, εφόσον ανατέμνει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων που εμπλέκονται μέσα σε τόσο ακραίες καταστάσεις.
     Πατέρας και δυο γιοι
     Σαούλ. Λαουτάρο. Άνχελ.
     Είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, πατέρας (Σαούλ) και οι δυο γιοι, που ο καθένας έχει πάρει τον δικό του δρόμο μέσα σ’ αυτόν τον πολιτικό κυκεώνα. Πρόκειται, όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο, για μια οικογενειακή τραγωδία, που φέρνει ουσιαστικά σε αντιπαράθεση τα δύο αδέρφια, ενώ ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα, ο άνθρωπος-κλειδί που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα τους αλλά και κρατά κλειδωμένα τα μεγαλύτερα μυστικά, είναι ο πανίσχυρος πατέρας, ο Σαούλ Μπαγκαδέρ.
     Ο Σαούλ είναι επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας, προΐσταται στο σώμα Fiscalia General de la Nacion (ανεξάρτητο δικαστικό σώμα της Κολομβίας για την εφαρμογή του νέου Συντάγματος της χώρας και την εφαρμογή των συμφωνιών ειρήνης), κι είναι ενταγμένος στο κόμμα «U» του Ουρίμπε[6], με τον οποίο τελειοποίησαν το «Σχέδιο Κολομβία». Ο μεγάλος γιος, ο Λαουτάρο, πρώην παραστρατιωτικός, διορίστηκε αρχηγός του Εγκληματολογικού τμήματος της αστυνομίας στην Μπογκοτά, κι έχει στενή επαφή με τον Γενικό εισαγγελέα-πατέρα του εκτελώντας τις εντολές του. Αναφέρεται στα media άλλοτε ως βάρβαρος (είχε φήμη εγκληματία στον στρατό) και άλλοτε ως ήρωας, εφόσον ένα από τα μεγάλα του επιτεύγματα όταν ήταν ακόμα στις ειδικές δυνάμεις του στρατού, ήταν η «εξουδετέρωση» του Λίνο, του δεύτερου στην ιεραρχία αρχηγού των FARC και στην εξάλειψη του Μετώπου 26, στο Ναρίνιο. Κι έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό γιατί ο αδερφός του, ο μικρότερος γιος ο Άνχελ, ως πρώην μέλος των FARC είναι εξαφανισμένoς 20 χρόνια, κι όλοι πιστεύουν ότι ήταν θύμα των μεγάλων εκκαθαρίσεων που έκανε τότε ο στρατός στους αντάρτες. Γρήγορα όμως μαθαίνει ο αναγνώστης ότι ο Άνχελ επέζησε μέσα από πολύ σκληρή κράτηση, ως μέλος της FARC. Έζησε μια κόλαση στο Ναρίνιο, όπου για 8 χρόνια ο αξιωματικός «Ελ Ντιάμπλο» που ηγούνταν του στρατοπέδου, υπέβαλλε σε τρομερά μαρτύρια τους κρατούμενους (ήταν ο πιο βάναυσος ανάμεσά τους/τα βασανιστήρια μαζί του είχαν άλλο πρόσωπο). Ο Άνχελ «Κάτσο» Μπαγκαδέρ είναι ο τελευταίος επιζών του Μετώπου 26, αλλά τώρα πια, μετά από σκληρές συνθήκες κράτησης (δικαιούνταν ειδικής μεταχείρισης, ένα πρωτόκολλο που το επινόησε κάποιο αρρωστημένο μυαλό), ζει ελεύθερος χάρη στο σχέδιο Κολομβία, απομονωμένος, με απόλυτη μυστικότητα και με καινούργια ταυτότητα: ονομάζεται Ορλάντο Μερσέρ. Βρίσκεται σε κέντρο εκπαίδευσης, όπου η συντονίστριά του, Φλόρα Ιμπόνιες, είναι υπεύθυνη για να τον βοηθήσει να αφομοιώσει τους κοινωνικούς κώδικες των συνανθρώπων του.
     Αναμφίβολα ο πιο συμπαθής είναι ο Άνχελ/Ορλάντο Μερσέρ. Πήγε στο Πανεπιστήμιο Νάτσο, γνωστό για τις αριστερές του ιδέες, ήθελε να γίνει καθηγητής, έπαιζε μουσική, αγαπούσε το θέατρο και την τέχνη… θεωρούνταν το «ευαίσθητο πνεύμα» μέσα σ’ έναν κόσμο λύκων, μέσα σε μια οικογένεια αριβιστών όπου πίστευαν ότι οι FARC ήταν «διασωθέντες ενός τριτοκοσμικισμού που θεωρούσαν ότι είναι αντιστασιακό κίνημα κατά του νεοφιλελεύθερου ουριμπιστικού φασισμού, σύμφωνα με τη γλώσσα τους». Είναι άλλωστε και ο λιγότερο εμπαθής και βίαιος, αν και βέβαια και ως αγωνιστής-μέλος των FARC, αλλά και ως Ορλάντο Μερσέρ, -όντας σε άμυνα- άσκησε κι αυτός βία.
     Ο συγγραφέας, με πολλή τέχνη ενσωματώνει στον κύριο κορμό της αφήγησης στοιχεία από το παρελθόν, τη ζωή δηλαδή ουσιαστικά του Λαουτάρο και του Άνχελ από την παιδική ακόμα ηλικία, πώς έφτασαν εκεί που έφτασαν, δηλαδή όχι μόνο να υποστηρίζουν με πάθος αντίπαλες δυνάμεις, αλλά να μισιούνται, να μην έχουν καθόλου επαφή καθώς ο καθένας έχει τραυματικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Μαθαίνουμε επίσης αποσπασματικά ότι ο Άνχελ έχει μια κόρη, τη Λουσία, που είναι τώρα 15 χρονών κι έχει εξαφανιστεί κι αυτή, ενώ με τον Σαούλ μένει κι ένας εγγονός του, ο Ντάμιαν, ένα εικοσάχρονο παλληκαράκι χαμένο κι αλλοπρόσαλλο, που δεν είναι ξεκάθαρο ποιανού γιος είναι.
     Μια σιωπή διέσχισε τη νύχτα
     Στο αφηγηματικό «σήμερα» βρισκόμαστε στα 2019, και ενώ ο Ορλάντο Μερσέρ (Άνχελ) είναι «εξαφανισμένος», οι ήρωές μας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα νέο κύμα αποτρόπαιων δολοφονιών, που απηχούν τις φρικαλεότητες της εποχής της «La violencia» (1948-1953). Η τυφλή βία, συνηθισμένη στην καθημερινότητα της Κολομβίας, δίνει τη θέση της σε μια μεθοδευμένη σειρά από δολοφονίες περίπου 40 γυναικών σε τακτά διαστήματα (η βία ήταν σκληρό ναρκωτικό), των οποίων τα κατακρεουργημένα σώματα στέλνουν μηνύματα πανικού στον εισαγγελέα Σαούλ (προσπάθειες ειρήνευσης, πολιτικά οφέλη), στον αρχιαστυνόμο Λαουτάρο (έχει αναλάβει την υπόθεση με πολιτικά οφέλη βέβαια) αλλά και στον Άνχελ, ο οποίος ανησυχεί για την τύχη της κόρης του. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια συμμορία με πολύ χρήμα (π.χ. κάποιο πανίσχυρο καρτέλ κόκας), αλλά όπως είπαμε παραπάνω, υπάρχουν διάφοροι ύποπτοι.
     Δύο άξονες ενδιαφέροντος λοιπόν προσελκύουν τον αναγνώστη καθώς ξεδιπλώνεται η συναρπαστική, από κάθε άποψη, αφήγηση: το οικονομικοπολιτικό θρίλερ που κρύβεται πίσω από τις κτηνώδεις δολοφονίες σε καιρό «ειρήνης», δηλαδή η διαλεύκανση της διαπλοκής κυκλωμάτων ναρκωτικών και πορνείας από τη μια, κι από την άλλη το οικογενειακό μυστήριο (ψυχολογικού ενδιαφέροντος) που κρύβεται πίσω από τις μυστηριώδεις συνθήκες και ανύπαρκτες -έως προβληματικές- σχέσεις των τριών κεντρικών ηρώων.
     Η πλοκή είναι θυελλώδης, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, με πολλές ανατροπές, αγωνία και ανείπωτη φρίκη. Στην υπόθεση εμπλέκονται ενεργά κι άλλοι δυο χαρακτήρες: είναι η Ντιάνα, δημοσιογράφος, η οποία γνώρισε τον Λαουτάρο μέσω της πλατφόρμα γνωριμιών Tinder, μαγνητίστηκε από την αντιφατική προσωπικότητά του (δεν ήξερε αν ήταν ήρωας ή κάθαρμα) και με την επαγγελματική ιδιότητά της διερευνά την ιστορία του, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά (καθώς ο συγγραφέας αποκαλύπτει και σε μας) τα κομμάτια ενός πολυποίκιλου παζλ. Ο άλλος χαρακτήρας είναι η Φλόρα, η εκπαιδεύτρια του Άνχελ, η οποία ερωτεύεται τον Άνχελ, ή μάλλον καλύτερα τον Ορλάντο Μερσέρ, κι όταν εκείνος εξαφανίζεται πάλι με μυστηριώδη τρόπο (βασικά τον συναντά μετά από τόσα χρόνια ο μισητός αδερφός του, αλλά τον ωθεί σε μια δύσκολη αποστολή που θα τον φέρει κοντά στη Λουσία), έχει κι εκείνη κίνητρο να κυνηγήσει την υπόθεση.
     Οι δύο γυναίκες, με ισχυρό το κίνητρο του έρωτα, μοιραία θα συναντηθούν και θα αποκαλύψουν ότι ο Ορλάντο είναι ο Άνχελ, επομένως οι δύο άντρες είναι αδέρφια, οι γιοι του εισαγγελέα. Όμως αυτήν την εποχή, ο Άνχελ έχει εισχωρήσει πολύ βαθιά μέσα στο κύκλωμα των καρτέλ, σταλμένος από τον αινιγματικό αδερφό του, με τον οποίο είχε μια αιφνιδιαστική συνάντηση. Ο Άνχελ, αν και σιχαίνεται τον Λαουτάρο (σιχαινόταν το χιούμορ του, το ψεύτικο χαμόγελό του, το ρόλο του αθώου, το κουστούμι του των χιλίων δολαρίων) αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να εντοπίσει τους «δολοφόνους του Ναρίνιο», κι ο Άνχελ δέχεται σκεπτόμενος ότι είναι ένας τρόπος να σώσει τη Λουσία (με στέλνεις στο Ναρίνιο γiα να ξαναβρώ την κόρη μου ή για να με βγάλουν απ’ τη μέση;). Η αποστολή αυτή τον ρίχνει σ’ένα νέο κύμα απίστευτων περιπετειών απ’ όπου σώθηκε από θαύμα. Έχει όμως μπροστά του ακόμα πολύ δρόμο…
     Οι τέσσερις -ουσιαστικά- ήρωες συγκλίνουν όλο και περισσότερο στην αποκάλυψη του κυκλώματος που είναι υπεύθυνο για τα τρομακτικά αυτά εγκλήματα. Δεν είναι όμως σκόπιμο να αποκαλυφθεί σ’ αυτήν την ανάρτηση η λύση του μυστηρίου. Αυτό που αξίζει να ειπωθεί είναι ότι δίνεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να γνωρίσει μια από τις πιο κακόφημες και επικίνδυνες περιοχές του κόσμου, τη γειτονιά Μπρονξ στην Μπογκοτά, όπου κατέφυγαν φύρδην μίγδην (με άναρχη δόμηση) και στοιβάχτηκαν έξι εκατομμύρια άνθρωποι, για να αποφύγουν τις σφαγές της Λα Βιολένσια. Το λαθρεμπόριο, η βία και οι μαφιόζικες συμμορίες εξουσιάζουν με τις κλοπές, την πορνεία, τις δολοφονίες, τις απαγωγές (αυτό που συνέβαινε εδώ δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους).
     Τέλος, με πολύ έντεχνο τρόπο δίνεται η λύση όλων αυτών των ερωτηματικών και των οικογενειακών μυστικών στα οποία περιμένει ο αναγνώστης απάντηση (π.χ. ποιος πρόδωσε ποιον, τι απέγινε η Λουσία, τι απέγινε ο εγγονός, ποια τα όρια της εξουσίας του πατέρα τους δηλαδή του Σαούλ κλπ). Εκτός από την αγωνία που κορυφώνεται στις εκατό τελευταίες σελίδες, εκτός δηλαδή από το ανθρωποκυνηγητό των δολοφόνων, που ζητά κάθαρση και δικαίωση, ξεκαθαρίζουν και οι προσωπικές σχέσεις του ψυχολογικού τριγώνου, του πατέρα και των δύο γιων, που αναδεικνύονται και οι δυο σε τραγικές φιγούρες-θύματα των απίστευτων συγκυριών, και που πλήρωσαν με πολύ υψηλό κόστος τις τραγικές ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα τους.
Χριστίνα Παπαγγελή
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5
[3] https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/O-5-2000-0124_EL.html?redirect
[4] Η ένοπλη επαναστατική ομάδα FARC (όπως και η EP) ιδρύθηκε το 1964, σταμάτησε την ένοπλη δράση το 2016 κι ένα χρόνο αργότερα ανακηρύχτηκε νόμιμο κόμμα. Ωστόσο δεν συμφώνησαν όλοι σ’ αυτήν την πολιτική ειρήνης και κάποια μέλη συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%88%CE%BD%CE%BF%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%82_%CE%94%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CF%82
[5] https://www.naftemporiki.gr/kosmos/1359384/o-varonos-tis-symmorias-tou-kolpou-diatassei-apo-ti-fylaki-stamatiste-tis-dolofonies-astynomikon/
[6] Ο Άλβαρο Ουρίμπε Βέλες (ισπανικά: Álvaro Uribe Vélez, 4 Ιουλίου 1952 - ) ήταν πρόεδρος της Κολομβίας από το 2002 μέχρι τις 7 Αυγούστου 2010. Ο Ουρίμπε προώθησε μια συνταγματική αναθεώρηση ώστε να μπορέσει να είναι υποψήφιος για μια δεύτερη θητεία.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5

Κυριακή, Απριλίου 13, 2025

Επιστροφή στο Χάος, Χρήστος Μαλεβίτσης

      Ο φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Χρήστος Μαλεβίτσης (στο μπλογκ υπάρχει και η ανάρτηση για τους Αγραυλούντες) είχε ως άνθρωπος και στοχαστής ασχοληθεί εμβριθώς με την Τέχνη, και τη σημασία της στην πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου, είτε ατομικά ως προσώπου, είτε συλλογικά -της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Η επαφή του με την 7η τέχνη, ιδιαίτερα, ήταν βαθιά και συστηματική, καθώς και ο ίδιος αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο, και ως θεατής και ως ερασιτέχνης εικονολήπτης, και η θεώρησή του ήταν πάντα υπό το πρίσμα της πνευματικότητας.
     Σ’ αυτό το σύντομο δοκίμιο λοιπόν, ο Μαλεβίτσης προσεγγίζει την ταινία «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι, των «δαιμόνιων κινηματογραφιστών» -όπως ο ίδιος τους αποκαλεί-, με τα «εργαλεία» της φιλοσοφικής του κοσμοθεωρίας, που βλέπει τον κόσμο αρχετυπικά ή, καλύτερα, εσχατολογικά. Όπως άλλωστε τεκμηριώνει στις λιγοστές αυτές σελίδες, θεωρεί ότι πρόκειται για εξόχως πνευματικό έργο, που ξεφεύγει από τις προθέσεις του δραματουργού και μυθιστοριογράφου Πιραντέλο, σε τέσσερις ιστορίες του οποίου βασίζεται το σπονδυλωτό κινηματογραφικό έργο των Ταβιάνι. Μέσα στην ταινία, όπως λέει ο ίδιος ο Μαλεβίτσης, «τα πάντα λειτουργούν παραδειγματικά», «αφετηριάζονται μέσα από έναν συμβολισμό θεμελιωμένο στη μυθολογία των μεσογειακών λαών». Έτσι, μας δείχνει, μέσα από τις εικόνες και την πλοκή του έργου, σχεδόν σε ομόκεντρους κύκλους ξεκινώντας από το κέντρο (που είναι το χάος και ο κόσμος), την ουσία αυτού που λέμε «ζωή εν τω κόσμω τούτω».
     Το χάος κι ο κόσμος· τα στοιχεία της φύσης (βουνό, φεγγάρι, νερό) στην αρχετυπική τους διάσταση κι ο ανθρώπινος πολιτισμός· ο άνθρωπος -ο άνδρας κι η γυναίκα (ή αλλιώς το αρσενικό και το θηλυκό), το πατριαρχικό στοιχείο και το μητρικό στοιχείο· το ηθικό καλό και το ηθικό -ή φυσικό- κακό, η αθωότητα και η παγίδευση, η κοσμική μοναξιά και το πλήθος/κοινωνία, η ερημία/ξενότης και η αλληλεγγύη/το οικείο, η ζωή και ο θάνατος· ο χρόνος και το άχρονο («ο μη ιστορικός χρόνος»), ο θάνατος και η υπέρβασή του, τέλος το ωκεάνειο αίσθημα της οντολογικής διαύγασης. Αυτές είναι μερικές από τις «φιλοσοφικές κατηγορίες» που διέκρινε ο Μαλεβίτσης μέσα στο έργο να συμπλέκονται και να συνδιαλέγονται με το ανθρώπινο πεπρωμένο.
     KAOS
     Ξεκινώντας από τον τίτλο, η λέξη «Κάος» σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στο μικρό χωριό της Σικελίας όπου διαδραματίζονται τα επεισόδια (γενέτειρα του Πιραντέλο). Ωστόσο, ο Μαλεβίτσης τοποθετεί στη λέξη αυτήν τον πυρήνα τόσο της ανθρωπολογικής του θεώρησης (της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου μέσα στον χρόνο) όσο και της πνευματικής. Κάος είναι βέβαια το χωριό, αλλά και «χάος» ξέρουμε όλοι ότι είναι η έλλειψη τάξης, το αντίθετο του «κόσμος», που αρχικά σήμαινε τάξη, στολίδι. Υπάρχει βέβαια και το φυσικό χάος, αλλά ο Μαλεβίτσης στέκεται στο πνευματικό χάος, που αφορά την πνευματική πορεία της ανθρωπότητας μέσα στον ιστορικό χρόνο: οι πολιτισμοί γεννιούνται, φτάνουν στην κορύφωσή τους και πεθαίνουν καθώς καταρρέουν επιστρέφοντας στην αταξία, στην κατάρρευση των αξιών. Είναι η χρονική περίοδος όπου οι συνεκτικοί δεσμοί που δρουν ως ενοποιητική δύναμη, όπως κατ’ εξοχήν κάνουν οι θρησκείες (αυτές έχουν ιεραρχήσει τις οντολογικές δυνάμεις και τις έχουν τάξει κάτω από την υψηλή αρχή του Ιερού, που είναι ο Θεός) επιτρέπουν την ανάπτυξη των πολιτισμών, αλλά αφού μεσουρανήσουν, ακολουθεί περίοδος φθοράς και παρακμής που οδηγεί στο χάος. Είναι πάγια θεωρία του φιλοσόφου ότι πρόκειται για την «αιώνια ανακύκληση των πολιτισμών που το άνυσμά τους ξεκινά από την αδιάψευστη ελπίδα και καταλήγει στην διαψευσμένη ελπίδα».
     «Επιστροφή στο Χάος» τιτλοφορεί ο ίδιος ο συγγραφέας το δοκίμιό του, υπονοώντας ότι ο ουσιαστικός άξονας της ταινίας καταδεικνύει ότι βρισκόμαστε στην καθοδική πορεία, στην καμπή της ιστορίας που οδηγεί στο «μηδέν», στο ναδίρ του πολιτισμού μας. Ήδη ο τίτλος και η πρώτη σκηνή μάς εισάγουν σ’ αυτήν την δυσοίωνη οπτική. Γιατί, το αρσενικό κοράκι που κλωσάει αυγά στην αρχή της ταινίας είναι δείκτης της ανατροπής της «φυσιολογικής» τάξης των πραγμάτων, και λειτουργεί ως αμφίσημος «οιωνός»[1] καθώς το βλέπουμε να πετάει στο γυμνό και απόκρημνο τοπίο της σικελικής ενδοχώρας, συνδέοντας τη μία ιστορία μετά την άλλη.
     Ο χώρος
     Το απόκρημνο, γυμνό αλλά διάχυτο από σκληρό φως τοπίο που διανύει το κοράκι το διαδέχονται έρημες πολιτείες, σιωπηλοί ναοί, ερείπια κι απομεινάρια μιας πάλαι ποτέ ακμάζουσας κοινωνικής ζωής. Στις τέσσερις ιστορίες-διηγήματα του Πιραντέλο (θα εξαιρέσουμε δηλαδή τον επίλογο που ήταν επινόηση των αδερφών Ταβιάνι) κυριαρχεί το μεσογειακό φως της ξερολιθιάς, της πέτρας, των αναιμικών δέντρων στο ύψος των ανθρώπων, των μεγάλων πλατειών. Τα σπίτια όπου διαδραματίζονται τα επεισόδια είναι κατά κανόνα μακριά από το αστικό κέντρο, ενώ καθοριστικό ρόλο στην τρίτη ιστορία («το πιθάρι») παίζει η κεντρική πλατεία του χωριού που είναι το απομεινάρι της «αγοράς», εκεί όπου γίνονται οι εμπορικές συναλλαγές. Οι εκκλησίες και το μοναστήρι της πρώτης ιστορίας είναι σιωπηλά, αμέτοχα στο «δράμα των ανθρώπων» («Όλα τα επεισόδια του έργου που μελετούμε συμβαίνουν εκτός των πόλεων. Το σπίτι της Μαρίας Γκράτσια, της μητέρας του πρώτου επεισοδίου, είναι στην ερημιά. Το ίδιο και το σπίτιτης Σιντόρας. Το ίδιο και το υποστατικό του Ντον Λολό. Οι Μαργαριτάνοι είναι ορεσίβιοι, όπως και οι βοσκοί του προλόγου. Οι πόλεις είναι έρημες από κατοίκους. Εκεί ζει ο Βαρώνος, οι χωροφύλακες, ο Νομάρχης, ο δικηγόρος του Ντον Λολό και εκεί είναι σωπασμένες οι εκκλησίες. Τούτη είναι η περιγραφή του «χάους», στο οποίο περιέπεσε ο πολιτισμός., ο οποίος έχασε την κεντρομόλο του δύναμη, την πόλη, το χαμένο κέντρο του νοήματος»).
     Το τοπίο είναι γυμνό και άνυδρο, αλλά είναι καθοριστική η παρουσία και η σαγηνευτική δύναμη του φεγγαριού στην ψυχή των ανθρώπων, στα δύο επεισόδια από τα τέσσερα όπως παρατηρεί εύστοχα ο φιλόσοφος («Είναι η αρχέγονη πίστη, ιδίως των μεσογειακών λαών, ότι αυτό ορίζει την κοσμική μοίρα των ανθρώπων»). Στο επεισόδιο «Ο φεγγαροχτυπημένος», ο κεντρικός ήρωας είναι ένας καλός, φιλήσυχος άνθρωπος που κάθε πανσέληνο χάνοντας την επαφή με τον εαυτό του κυριεύεται από μανία ζωική, αλλά και στο επεισόδιο «Το πιθάρι», η παρουσία του φεγγαριού διεγείρει στους παρευρισκόμενους δυνάμεις απελευθερωτικές που οδηγούν στο διονυσιακό γλέντι (από το βάθος της ύπαρξής τους αναβλύζει αβίαστη η διονυσιακή μέθη).
     Κοινωνία
     Ο Μαλεβίτσης, παρόλο που εστιάζει κυρίως στο φιλοσοφικό νόημα των δρώμενων, δεν αγνοεί την κοινωνική διάσταση, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής που διαμορφώνουν τις σχέσεις εξουσίας και την ανθρώπινη κοινωνία. Παραδείγματος χάρη, τονίζει ιδιαίτερα την ταξική διαστρωμάτωση στο επεισόδιο «Το πιθάρι»: ο μεγαλοκτηματίας Ντον Λολό, παραγγέλνει ένα τεράστιο πιθάρι για λάδι, διαπράττοντας ένα είδος ύβρεως, κι έρχεται σε αντιπαράθεση με τους εργάτες που είναι στη δούλεψή του. Ωστόσο, αυτή η διαστρωμάτωση αφορά την ίδια την κοινωνία. Αντίθετα, η ταξική διαφορά στο «Ρέκβιεμ» εντοπίζεται σε δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: ομάδα ορεσίβιων εισβάλλει στην κοινωνία των γεωργών, κάτι που έχει πολλές φορές συμβεί στην ιστορία, όπως ο φιλόσοφος έχει υπογραμμίσει στις ανθρωπολογικές του μελέτες για την γένεση των πολιτισμών («Το θέμα έχει μια εσκεμμένη παραλληλία με την εισβολή των βρβάρων πιμένων στις περιοχές των πολιτισμένων γεωργών, που συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, και σήμαινε τη λήξη του παλαιού πολιτισμού και την έναρξη ενός άλλου, ζωτικού και ακμαίου»).
     Ο συγγραφέας όμως θα τονίσει ότι οι φορείς της εξουσίας στα δύο διηγήματα (ο Ντον Λολό και ο βαρώνος αντίστοιχα) δεν φέρουν «το κακό», αλλά είναι «φορείς μιας ιστορικής τάξεως, μιας οργάνωσης των κοινωνικών πραγμάτων στην οποία ο καθένας παίζει τον ρόλο του». Πρόκειται για προκαθορισμένους ρόλους, την κοινώς αποδεκτή τάξη πραγμάτων, που μπορεί να περικλείει ανισότητες, αλλά φέρει ένα είδος ισορροπίας στον εκάστοτε, αναπτυσσόμενο πολιτισμό.
     Αυτά λοιπόν όλα αφορούν την κοινωνία αλλά όπως ο ίδιος ο Μαλεβίτσης λέει, «ό, τι συμβαίνει μέσα στην κοινωνία δεν εξαντλείται κοινωνιολογικά». Βλέπουμε λοιπόν το κοινωνιολογικό/ανθρωπολογικό επίπεδο, αλλά πιο βαθιά ακόμα μπορούμε να δούμε το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό.
     Η δύναμη του κακού
     Το «κακό» ως φιλοσοφική έννοια όχι μόνο υπάρχει οντολογικά, αλλά σύμφωνα με τον Μαλεβίτση διατρέχει όλο το έργο, ως ηθική δύναμη που πηγάζει από τον άνθρωπο, αλλά και ως φυσική δύναμη, που πηγάζει δηλαδή από την φύση και που απειλεί την ανθρώπινη ζωή. Ήδη στους υπότιτλους που ο ίδιος χρησιμοποιεί στο δοκίμιό του διακρίνουμε τον άξονα που καθορίζει τη σειρά των επεισοδίων και όλη την ταινία με βάση την έννοια του Κακού:
    Η γενεαλογία του καλού-κακού: στο πρώτο επεισόδιο («Ο άλλος γιος»)
     Α.ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ -η συνύπαρξη καλού-κακού: στο δεύτερο επεισόδιο («Ο φεγγαροχτυπημένος»)
     Β.ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ -η λύση του Διονύσου δια της χαράς: στο τρίτο επεισόδιο («Το πιθάρι»)
                                                               -η λύση του Χριστού δια του θανάτου: στο τέταρτο επεισόδιο («Ρέκβιεμ»)
     Δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αναφερθούμε με λεπτομέρειες στο πώς τεκμηριώνει ο Μαλεβίτσης αυτήν την οπτική του. Αυτό όμως που διαφαίνεται και μόνο από τους υπότιτλους που ο φιλόσοφος έχει προσθέσει στην προσέγγισή του, δείχνει ξεκάθαρα πως στην πρώτη π.χ. ιστορία συμπλέκεται το απόλυτο ηθικό κακό (βλ. εικόνα συμμορίας να παίζει αμάδες με το κομμένο κεφάλι του άντρα της πρωταγωνίστριας) με το καλό («διαφαίνεται σε αφηρημένο πλέον επίπεδο η διαλεκτική καλού-κακού»). Είναι η ιστορική στιγμή της κάμψης του πολιτισμού, όπου όλα τα κακοποιά στοιχεία εξαπολύθηκαν σκορπώντας το χάος, απ’ όπου όμως γεννιούνται σπόροι καλοσύνης και αγιότητας. Ωστόσο όταν το κακό γίνεται «οντολογικώς ισότιμον του καλού», σπάει η νοηματική ενότητα και δίνει τη θέση της στο χάος.
     Στο επεισόδιο «Ο φεγγαροχτυπημένος», όπως μαρτυρά και η λέξη, η προέλευση του κακού είναι φυσική (παγίδευση της αθώας υπάρξεως) από την δαιμονική ισχύ του φεγγαριού, αλλά στο ίδιο επεισόδιο βλέπουμε και την ακατάσχετη ερωτική ορμή της γυναίκας του, που εκπροσωπεί τη «μανική ορμή της βιολογικής ζωής» (και αν δεν υπάρχει βιολογική ζωή, δεν υπάρχει και πνευματική).
     Είναι εξίσου εύγλωττοι και οι υπόλοιποι υπότιτλοι: Η λύση στο «ιστορικό κακό» δίνεται στο μεν «Πιθάρι» μέσα από το διονυσιακό γλέντι που άναψε μέσα στην πλατεία με προεξάρχοντα τον δαιμόνιο Μπάρμπα-Ντίμα («φορέα κάποιων μυστηριακών δυνάμεων»), στο δε «Ρέκβιεμ» από τους ορεσίβιους ποιμένες που αναζητούν νεκροταφείο για να θάψουν, πρώτα το μικρό παιδί, και τέλος τον ετοιμοθάνατο γέροντα. Είναι αυτοί που θα χτίσουν τη νέα Εκκλησία στα απομεινάρια του παλαιού πολιτισμού, υπερβαίνοντας έτσι το πνευματικό/μεταφυσικό σκάνδαλο του θανάτου. Πρόκειται, κατά τον Μαλεβίτση για μια υπόμνηση της «ανακύκλησης» των πολιτισμών, για την οποία μιλήσαμε και προηγουμένως.
     Το θηλυκό στοιχείο
     Δεν είναι έντονη η παρουσία των γυναικών στην ταινία. Ο πολιτισμός που καταρρέει, άλλωστε, είναι πατριαρχικός. Βέβαια, στο πρώτο επεισόδιο («Ο άλλος γιος») πρωταγωνίστρια είναι η μισότρελη μάνα, τραγικό θύμα της πατριαρχίας (του πολέμου, της εκδίκησης, του βιασμού, της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). Στον «τόπο της συμφοράς», ακόμα και η ιερή αξία της μητρότητας είναι πληγωμένη, παραβιασμένη: δεν θέλει η ίδια η μάνα να αντικρίσει καν στα μάτια το παιδί της (δεν δέχεται να συμμετάσχει στην ανόσια συνεργασία του καλού και του κακού στον κόσμο τούτο).
     Στον αντίποδα, η «θηλυκιά επιπολαιότητα» της γυναίκας του φεγγαροχτυπημένου, της Σιντόρα, που παρόλη τη συμφορά που βρήκε τον γάμο της, μεριμνά για την βιολογική αναπαραγωγή ενδίδοντας στην ερωτική έλξη προς τον παλιό της φίλο (και μάλιστα με τη συγκατάθεση της μάνας της!), εκπροσωπεί το στοιχείο το ερωτικό, αντίρροπο όπως γνωρίζουμε στο ένστικτο του θανάτου, που, όπως λέει ο φιλόσοφος «στην ακατάβλητη εμμονή του, δεν περιχωρείται από τίποτα που θα το αναχαίτιζε».
     Τέλος, στον Επίλογο του έργου των Ταβιάνι, που όπως είπαμε μεταβαίνουμε στο «άχρονο», η μητέρα, ακόμα και ως νεκρή, είναι αυτή στην οποία θα ανατρέξει ο γιος, που επιστρέφει στην πατρική γη αναζητώντας απαντήσεις σχετικά με το σκάνδαλο του θανάτου.
     Ο θάνατος, το μεγαλύτερο σκάνδαλο της ζωής
Ο κατά φύσιν άνθρωπος
βλέπει τον θάνατο ως μεταφυσικό χάσμα καταμεσίς της φύσεως
     Η λέξη «σκάνδαλο» (που σημαίνει αναστάτωση, ανατροπή αυτού που είναι αποδεκτό, πρόκληση της πίστης και της λογικής) είναι από τις αγαπημένες του φιλοσόφου, μιας και εκφράζει την δοκιμασία του πνεύματος μπροστά στο ανήκουστο, και τον εξαναγκασμό του να ισορροπήσει σε οριακές καταστάσεις. Άλλωστε είναι λέξη της Καινής διαθήκης, και αρχικά σήμαινε παγίδα. Παγιδεύεται λοιπόν ο φεγγαροχτυπημένος μέσα σε μια μοίρα γραμμένη από την παιδική του ηλικία (αυτή η παγίδευση της αθώας υπάρξεως συνιστά μέγα σκάνδαλο για τη συνείδηση που εμμένει στην ενοποιητική αρχή, διότι την αναιρεί). Αλλά και οι γυναίκες στο ίδιο επεισόδιο παγιδεύονται από την ανάγκη της βιολογικής αναπαραγωγής, η δε Σιντόρα από το ερωτικό στοιχείο.
     Ωστόσο, το μέγα σκάνδαλο του πνεύματος παραμένει για όλους τους ανθρώπους και για όλα τα πλάσματα της γης, ο θάνατος (ο θάνατος δεν είναι φυσικό γεγονός αλλά πνευματικό). Είναι το κεντρικό θέμα στο τελευταίο επεισόδιο («Ρέκβιεμ» =νεκρώσιμη ακολουθία), όπως υπαγορεύει και ο τίτλος. Είναι σκάνδαλο να μην ταφεί το μικρό παιδί αλλά και ο ετοιμοθάνατος υπέργηρος ιδρυτής του οικισμού των βοσκών, ο οποίος μετέρχεται όλα τα μέσα για να μπορέσει να θαφτεί στο κοινό νεκροταφείο της Εκκλησίας με ξύλινο σταυρό και καμπάνα (υπενθυμίζουμε ότι σ’ αυτό το επεισόδιο οι μόνιμοι κάτοικοι της πολιτείας, με αρχηγό τον Βαρώνο, διώχνουν τους ορεσίβιους, απαγορεύοντάς τους να θάψουν τους νεκρούς τους στο νεκροταφείο). Με την απίστευτη τελική αυτή σκηνή της παράδοξης ταφής, αναδεικνύεται η σημασία του Προσώπου (άλλη φιλοσοφική έννοια με μεγάλη βαρύτητα), τη μοναδικότητα του οποίου, κατά τον Μαλεβίτση, εξασφαλίζει η θρησκευτική τελετή.
     ΕΠΙΛΟΓΟΣ
     Και φτάνουμε στο πέμπτο μέρος του σπονδυλωτού αυτού έργου, στον επονομαζόμενο Επίλογο, ο οποίος όπως είπαμε είναι μυθοπλασία των αδερφών Ταβιάνι, δεν βασίζεται δηλαδή σε έργο του Πιραντέλο. Ωστόσο, πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Πιραντέλο, τον οποίο οι κινηματογραφιστές παρουσιάζουν να επιστρέφει, ως σύγχρονος Οδυσσέας, στη γενέτειρά του μετά από πολλά χρόνια απουσίας.
     Η επιστροφή στην πατρίδα έχει νόημα πνευματικό («η νοσταλγία της πατρίδας γίνεται τόσο βασανιστικότερα περιπαθής όσο περισσότερο οξύνεται η σχέση ανάμεσα στο οικείο και στο ανοίκειο»), και το πνεύμα, έχε πει αλλού ο φιλόσοφος, είναι «άχρονο». Είναι φανερό για τον θεατή αλλά και τον αναγνώστη ότι περνάμε σε άλλο υπαρξιακό επίπεδο, κι όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του δοκιμίου, περνάμε «εκτός του ιστορικού χρόνου», «στο ανιστορικό τοπίο της αφθαρσίας». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο Λουίτζι φτάνει κοιμισμένος με το τρένο στο σταθμό του χωριού του, ξυπνάει όπως κι ο Οδυσσέας από βαθύ ύπνο μονολογώντας ότι έφτασε εκεί επειδή «κάποιος τον είχε καλέσει» (είναι η κλήση του Όντος προς τον άνθρωπο, για την οποία μιλάει ο Χάιντεγκερ).
     Το στοιχείο της αναγνώρισης στη σκηνή με τον αγωγιάτη είναι συγκλονιστικό, καθώς αναδεικνύει το «Πρόσωπο», για το οποίο έχει τόσο πολύ μιλήσει ο φιλόσοφος. Δεν είναι μόνο το αναμενόμενο, ότι ο αγωγιάτης αναγνωρίζει τον δημοφιλή πια συγχωριανό του που έγινε σπουδαίος και τρανός, αλλά και ο ίδιος ο αγωγιάτης, που δεν είναι άλλος από τον εραστή της Σιντόρα που είδαμε στο δεύτερο επεισόδιο, αναγνωρίζεται από τον Πιραντέλο, που μετά από αμήχανη αντίδραση ευγένειας, θυμάται το όνομά του: Σάρο. Τον έχουμε δηλαδή γνωρίσει κι εμείς ως πρόσωπο, δηλαδή προσωπικότητα, όταν τον είδαμε να συμπεριφέρεται με συμπόνια στον φεγγαροχτυπημένο. Για τον Μαλεβίτση, αυτή η ασήμαντη σκηνή είναι υψίστης σημασίας γιατί  έχει σημασία η ανθρώπινη ύπαρξη και η ανάδειξή της ως προσώπου, δηλαδή ως μιας μοναδικής κι αναντικατάστατης προσωπικότητας (το πρόσωπο ως ανυπόθετη παρουσία, πέρα απ’ τους όρους του, δηλαδή ως «μόνιμη προσωπικότητα»), όχι ως ατόμου. Το «πνεύμα», μας λέει, σχετίζεται με το πρόσωπο γιατί ανάγεται στο ειδικό, αφορά τη μοίρα του π ρ ο σ ώ π ο υ έναντι του ανυπόθετου.
     Ο Σάρο οδηγεί τον θεατρικό συγγραφέα στο πατρικό του σπίτι, που είναι μεν σιωπηλό αλλά σε αντίθεση με το άνυδρο τοπίο όλης της ταινίας είναι γεμάτο ακμαία λουλούδια και δέντρα, γεμάτο χρώματα, ενώ το ζωογόνο στοιχείο του νερού έχει κι αυτό τη συμβολική του σημασία. Μια σκιά τον περιμένει στο σαλόνι, καθιστή και γελαστή, είναι το όραμα της νεκρής πια μητέρας (-Μα βέβαια μάνα! Εσύ είσαι αυτή που με κάλεσε). Ωστόσο ο Μαλεβίτσης εμβαθύνει λέγοντας ότι εντέλει αυτό που κάλεσε τον Λουίζι δεν ήτανε ούτε η μητέρα, αλλά το τραγούδι της αιωνιότητας, η στιγμή της ακραίας φανερώσεως.
     Δεν θα παραθέσω εδώ όλον τον σπαραχτικό διάλογο, αλλά μόνο την τελευταία στιχομυθία, που μας εισάγει στη συντριβή του οδυνόμενου προσώπου απέναντι στον αφανισμό, όχι μόνο του Άλλου Προσώπου, αλλά και του εαυτού του:
     -Μα εγώ γι’ άλλο κλαίω μάνα. Κλαίω γιατί δεν μπορείς εσύ πια να με σκέφτεσαι. Σαν ήσουν καθισμένη εδώ, σ’ αυτή τη γωνία, έλεγα: Αν εκείνη με σκέφτεται, είμαι ζωντανός γι’ αυτήν. Κι αυτό με τόνωνε, με ανακούφιζε. Τώρα που έχεις πεθάνει, δε με σκέφτεσαι πια. Εγώ δεν υπάρχω για σένα, κι ούτε θα υπάρχω ποτέ πια.
     Ίσως όμως, όλη αυτή η επιστροφή στα πάτρια, αυτή η παράδοξη «Νέκυια», ήταν για να ακούσει τα παρακάτω λόγια:
     - Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τα λόγια σου. Έχουν γίνει πολύ δύσκολα για μένα. Ωστόσο, μπορώ να σου πω ένα πράγμα μόνο. Να βλέπεις και με τα μάτια όσων δεν βλέπουν. Θα νιώθεις πόνο, βέβαια, μα αυτός ο πόνος είναι ιερός, κάνει τη ζωή πιο όμορφη.
     Ίσως σε κάλεσα για να σου πω αυτό...

     Ταξιδεύεις στον χρόνο αλλά και στην αιωνιότητα
     Η σκηνή που ακολουθεί είναι και η τελευταία σκηνή όλου του έργου. Μια σκηνή καθηλωτική, γεμάτη λυτρωτικό φως, παιχνίδι και κίνηση, ένα «προείκασμα αιωνιότητας» όπως θα έλεγε ο Μαλεβίτσης. Συγκεκριμένα λέει ότι «υπερβαίνεται το επίπεδο του διαλόγου και περνάμε στον χώρο της αποκαλύψεως». Με κύριο άξονα την αφήγηση της μητέρας, ενός ταξιδιού που έκανε όταν εκείνη ήταν παιδί, ο θεατής βυθίζεται σε μια εκπληκτική εικόνα: καΐκι με κόκκινα πανιά, ανοιχτή θάλασσα (το αρχέγονο στοιχείο του όντος, το πριν από τη διαφοροποίηση), η οικογένεια ταξιδεύει να βρει τον εξόριστο Πατέρα και σταθμεύουν προσωρινά στο νησί της Ελαφρόπετρας. Ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός, κι η λευκότητα κυριαρχεί, ενώ μπροστά απλώνεται ο ωκεανός.
     Τα παιδιά βγάζουν βιαστικά τα βαριά ρούχα και ανεβαίνουν με λαχτάρα τις σάρες με την τριμμένη ελαφρόπετρα, ακροζυγίζονται στην κορυφή και σαν να πετάνε, χορεύοντας κατευθύνονται προς το λυτρωτικό νερό. 
     Από δω και πέρα αρχίζει η σαγηνευτική βίωση της αποκαλύψεως του βάθους του όντος.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1]Ως οιωνός προσδιοριζόταν κατά την αρχαιότητα το σαρκοφάγο όρνεο, και ειδικότερα το μαντικό πουλί. Μέσα από την προσεκτική παρατήρηση των κραυγών και του τρόπου ή της κατεύθυνσης του πετάγματός του, οι οιωνοσκόποι επιχειρούσαν να προβλέψουν το μέλλον https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%B9%CF%89%CE%BD%CF%8C%CF%82