Κυριακή, Μαρτίου 30, 2014

Οι δυο φίλοι, Αλμπέρτο Μοράβια

Ήμουν προετοιμασμένη ότι θα διαβάσω κάτι μέτριο, μόνο και μόνο επειδή το μυθιστόρημα αυτό, παρόλο που γράφτηκε το 1952, έμεινε ανολοκλήρωτο («διηγηματικά αποσπάσματα»)∙  για την ακρίβεια κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του Μοράβια τρεις διαφορετικές «γραφές», που αποτελούν και τα μέρη του βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα. Η συναρπαστική γραφή του συγγραφέα νίκησε τους ενδοιασμούς μου, και εντέλει όχι μόνο δεν κουράζει το ίδιο σκηνικό (δηλαδή η επανέναρξη της αφήγησης  της ίδιας πάνω κάτω ιστορίας), αλλά η διαφορετική οπτική φωτίζει περισσότερο το κεντρικό θέμα, που πάνω- κάτω είναι:  έρωτας/φιλία/αγάπη και πολιτική ιδεολογία (η πολιτική, η κοινωνία και η ιδεολογία μπορεί ή μάλλον πρέπει να συνυπάρχουν σ ένα μυθιστόρημα, όχι για να παρουσιαστούν, αλλά επειδή το μυθιστόρημα μπορεί να τις υποβάλλει στη δοκιμασία της φωτιάς, Simone Casini, από την εισαγωγή του βιβλίου).  Ο Μοράβια, φαίνεται, καταπιάστηκε με την ιδέα αυτή που είχε στο μυαλό του, προσπαθώντας να δώσει ένα μη «στρατευμένο»  έργο. Άλλωστε,  ο ίδιος λέει ότι είναι πολύ επιφυλακτικός στις προσπάθειες κάποιων μεγάλων διανοούμενων και συγγραφέων να γράψουν πολιτικό μυθιστόρημα, γιατί τις περισσότερες φορές η άποψη που θέλουν να υποστηρίξουν μέσα από τα κείμενά τους βλάπτει το λογοτεχνικό αποτέλεσμα∙ έτσι, είναι δύσπιστος απέναντι στα ιστορικά και ιδεολογικά στοιχεία που δεν αφομοιώνονται και δεν κάμπτονται από τους νόμους της λογοτεχνίας[1]. Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που έχουμε αυτό το αποσπασματικό σύνολο.

Βρισκόμαστε στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και στη μεταπολεμική περίοδο, στη Ρώμη. Ο βασικός και κοινός άξονας και των τριών αφηγήσεων είναι η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα σε δυο φίλους, τον Σέρτζιο και τον Μαουρίτσιο. Ο πρώτος παρουσιάζεται και στις τρεις ιστορίες ως φτωχός αλλά «διανοούμενος» (χαρακτηρισμός που του προσάπτει ο Μαουρίτσιο και ο Σ. τον προσλαμβάνει ως κάτι αρνητικό)∙ είναι περήφανος που είναι κομμουνιστής, ονειρεύεται την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, με συνείδηση άγρυπνη αλλά και νωθρή. Ζει γράφοντας (είτε δημοσιογραφικά άρθρα, είτε κριτικές σε ταινίες β κατηγορίας), ενώ και στις τρεις ιστορίες υπάρχει μια γυναίκα δίπλα του, φτωχιά, αθώα και… τεμπέλα που τον αγαπάει τρελά. Ο Μαουρίτσιο, αντίθετα, είναι αστός, έξυπνος, ευγενής, όμορφος και καλοντυμένος, γυναικάς, και κυρίως αντίθετης ιδεολογίας (δεν είναι φασίστας,  ούτε ξεκάθαρα υπέρ του καπιταλισμού). Δεν έχουμε όμως την τύχη να διεισδύσουμε στον εσωτερικό κόσμο του Μαουρίτσιο.  Ο παντογνώστης αφηγητής εστιάζει στην ψυχολογία του Σέρτζιο, στην δε τρίτη -και πιο ώριμη- γραφή ο Σέρτζιο μιλά πρωτοπρόσωπα.
Οι δυο φίλοι γνωρίζονται και συμπαθιούνται από την παιδική ηλικία, αλλά υπάρχει ένας «ευγενής» ανταγωνισμός ανάμεσά τους, έτσι τουλάχιστον τον βιώνει ο Σέρτζιο. Η αντίθεσή τους εκφράζεται πιο ξεκάθαρα στο πολιτικό επίπεδο, εφόσον  ο Μαουρίτσιο είναι ξεκάθαρος, αυθόρμητος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και απολαμβάνει τις χαρές της κοινωνικής του θέσης, ενώ ο Σέρτζιο είναι πιο συγκεχυμένος και αναποφάσιστος∙ κυρίως, βασανίζεται από το κοινωνικό αίσθημα κατωτερότητας που του υπαγορεύει η απλή αλήθεια ότι είναι απένταρος. Ο Σέρτζιο ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους να αισθανθεί ανώτερος, ή έστω, ίσος με τον Μαουρίτσιο, είτε μέσα από την ερωτική του σχέση, είτε μέσα από τον κομμουνισμό.
ΓΡΑΦΗ Α
Η σκιαγράφηση των δυο αντίθετων χαρακτήρων γίνεται αναλυτικότατα στην πρώτη γραφή∙ ωστόσο η γραφή αυτή είναι φανερά ημιτελής, ενώ θα λεγε κανείς ότι στις άλλες δύο, παρόλο που ξέρουμε ότι ο Μοράβια δεν τις ολοκλήρωσε,  κλείνει πάντως ένας «κύκλος» επεισοδίων. Εδώ η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο φίλους εκδηλώνεται όταν προς το τέλος πια του πολέμου και την κατάρρευση του φασισμού, ο Μαουρίτσιο προτείνει στον Σέρτζιο να πάει μαζί του στο Κάπρι, να φύγει δηλαδή από τη Ρώμη. Ο Σέρτζιο αντιστέκεται αδύναμα (ο Μαουρίτσιο είχε δίκιο: για εκείνον, όπως και για πολλούς άλλους, δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουν από το να φύγουν και να προσπαθήσουν, όπως είχε πει, να σώσουν το τομάρι τους. Δεν είχε πραγματικά κανένα λόγο να μείνει, κανέναν αγώνα να υπερασπιστεί).
Η αμφιταλάντευση και η νωθρότητα του Σέρτζιο δεν μπορεί να κρατήσει και πολύ. Η πραγματικότητα, με λίγα λόγια, δεν άφηνε κανέναν στην άκρη, παρόλη τη θλίψη και την ανησυχία. Πάντα έφτανε η στιγμή της παρέμβασης και της δράσης. Ο Σέρτζιο αρνείται τελικά τη δελεαστική πρόταση του Μαουρίτσιο και ενώ η αυτοπεποίθησή του τονώνεται μετά την πρωτοσέλιδη δημοσίευση του άρθρου του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι πραγματικοί υπεύθυνοι», ο Μαουρίτσιο με την απαξιωτική συμπεριφορά του (δεν έχω τη διάθεση να το διαβάσω, δε μ ενδιαφέρει, είσαι πάντα ο ίδιος/ δεν έχεις αλλάξει καθόλου) τον κάνει να νιώθει πάντα υποδεέστερος.
Ο Μοράβια όμως, μάστορας στην ψυχογράφηση, δεν παρουσιάζει τόσο μονοδιάστατα τους δυο αντίθετους χαρακτήρες. Στους διαλόγους  όπου αντιπαρατίθενται οι δυο φίλοι, κι αυτό ισχύει και για τις τρεις γραφές, η σύγκρουση διαδέχεται τη συγκίνηση, την εξομολόγηση, την εκμυστήρευση. Κι όλα αυτά σε ένα πνεύμα φιλίας, δηλαδή σχέσης ειλικρίνειας.

ΓΡΑΦΗ Β, Γ
Οι δυο αυτές διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου θέματος διεισδύουν πολύ πιο βαθιά στην καρδιά του θέματος:  πώς η πολιτική ιδεολογία  επηρεάζει την καθημερινή ζωή, τις επιλογές,  τη σχέση με τα άτομα που αγαπάς∙ και το αντίστροφο, φυσικά.
Και στις δύο γραφές τον Σέρτζιο συντροφεύει πιστά και σχεδόν παρασιτικά μια κοπέλα «του λαού», απλή, αφελής, γλυκιά και αθώα. Στη μια γραφή η Λάλα, στην άλλη η Νέλα, αγαπούν με ένταση χωρίς να καταλαβαίνουν τις διανοητικές ανησυχίες του Σέρτζιο. Κι εδώ πρέπει να πούμε για άλλη μια φορά πόσο μάστορας είναι ο Μοράβια στο να αποδίδει όχι μόνο τις ερωτικές/σεξουαλικές σκηνές, αλλά και τις αποχρώσεις των ερωτικών σχέσεων, των ερωτικών πόθων, του πάθους  εκείνου που σε κάνει αδύναμο και  σε συνδέει με το ακατανόητο. Ο συγγραφέας σε κάθε ερωτική σχέση που τον απασχολεί, δίνει μια διαφορετική, μοναδική και ανεπανάληπτη πνευματική διάσταση, και νομίζω ότι είναι ένα από τα μεγάλα του χαρίσματα. Έτσι λοιπόν, η ερωτική σύντροφος του Σέρτζιο, όπως περιγράφει ο ίδιος ιδιαίτερα στην τρίτη γραφή, είχε πάντα διάθεση να κάνουμε έρωτα, οποιαδήποτε στιγμή∙ και η καλύτερη στιγμή για κείνη ήταν όταν γύριζε από το μπάνιο, και το κορμί της ήταν γεμάτο ενέργεια μετά από δέκα ώρες ύπνο. Χωρίς κραγιόν και πούδρα στο παιδικό της πρόσωπο, με τα μαλλιά φουντωμένα και ηλεκτρισμένα από το υπερβολικό χτένισμα με την τσατσάρα, το σώμα γυμνό, γερό, μυώδες, λείο και καθαρό, η Νέλα το πρωί έκανε έρωτα με τη λαχτάρα που τρώει ο πεινασμένος ένα κομμάτι μυρωδάτο, φρέσκο ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο.
Ο Σέρτζιο όμως δε δίνεται τόσο ολόψυχα στην ερωτική σχέση όσο η ερωτική του σύντροφος. Με τη Νέλα, ιδιαίτερα, υπάρχει ένα είδος περιφρόνησης απέναντι στο ζωώδες δόσιμο της κοπέλας, που  δεν μπορεί κι ο ίδιος να το εξηγήσει. Εκείνη ήταν ντροπαλή, ευγενική, σεμνή, δεν ήταν χυδαία ούτε πρόστυχη, και όμως εγώ μαζί με το αίσθημα του πόθου ένιωσα πως υπήρχε μέσα μου κι ένα άλλο συναίσθημα που έμοιαζε με περιφρόνηση, και ήταν αυτό που με έσπρωχνε να τη πάρω σ ένα μέρος σαν εκείνο, χωρίς προφυλάξεις, χωρίς οίκτο, σαν να ήθελα να την πληγώσω αντί να την αγαπήσω.  

Οι συγκρούσεις στον εσωτερικό κόσμο του Σέρτζιο είναι πολλαπλές. Αρχικά ταλανίζεται από τον κρυφό ανταγωνισμό που νιώθει για τον φίλο του, και είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και τιμής να τον πείσει να ασπαστεί τις κομμουνιστικές του ιδέες. Η συμπάθεια που δείχνει  ο Μαουρίτσιο στο άτομό του είναι παρεξηγήσιμη, κι έτσι η μεγάλη συνάντηση φέρνει τους δυο φίλους σε οξεία λεκτική αντιπαράθεση στη β γραφή , όπου αναμετριούνται οι δυο ιδεολογίες:  η κομμουνιστική και η μη κομμουνιστική (ο Μαουρίτσιο  έχει περάσει  από τον θαυμασμό του Χίτλερ στην κριτική της αστικής ιδεολογίας αλλά δείχνει να έχει  κορεστεί/αηδιάσει με την κοινωνική του τάξη, έχει μελετήσει τον κομμουνισμό αλλά αρνείται να προσχωρήσει). Παρούσα στη μεγάλη αναμέτρηση είναι η Λάλα, που με την αφέλειά της εκνευρίζει ακόμα περισσότερο τον Σέρτζιο.
Ο Σέρτζιο πιστεύει ότι έχει φτάσει πολύ κοντά στον στόχο του, ότι ο Μαουρίτσιο έχει «ωριμάσει» για να προσχωρήσει στον κομμουνισμό (αφού στην πράξη είσαι ήδη κομμουνιστής). Όμως, όχι, θα χρειαστούν επιχειρήματα πέρα από τη λογική, πιο ισχυρά από τα δικά μου, απαντά ο Μαουρίτσιο, κι αν  τα βρεις δεν θα είσαι κομμουνιστής γιατί οι κομμουνιστές θέλουν να πείσουν με τη λογική, όχι με παράλογα επιχειρήματα. Οι φασίστες έπειθαν χρησιμοποιώντας παράλογα επιχειρήματα.
Το «επιχείρημα» που ζητά ο Μαουρίτσιο είναι μια βραδιά με τη Λάλα. Είναι τρελά ερωτευμένος, λέει, και δε γυρεύει τίποτ  άλλο για να γραφτεί την επομένη στο κομμ. κόμμα… Το ηθικό δίλημμα που τίθεται  στον Σέρτζιο  τον ζαλίζει, σαν σε δίνη… Οι σκοποί δικαιολογούν οποιοδήποτε μέσον; Κι εδώ ο σκοπός είναι ιερός: ο κομμουνισμός θέλει να αλλάξει το πρόσωπο της ανθρωπότητας, θέλει το καλό εκατομμυρίων ανθρώπων που υποφέρουν και δεν έχουν τρόπο να το εκφράσουν, θέλει οι καλύτεροι, όλοι εκείνοι που αξίζουν κάτι, να έρθουν σιγά σιγά με το μέρος μας, να καταρρεύσει η άλλη πλευρά   κλπ.
Τα πράγματα βέβαια δεν είναι απλά, γιατί εμπλέκεται και η βούληση της αγαθής μεν και υπάκουης Λάλα, αλλά που το σώμα της και η διαίσθησή της την οδηγούν σταθερά… Η πρόταση του Μαουρίτσιο εντωμεταξύ ανεβάζει την εκτίμηση του Σέρτζιο για τη Λάλα, κι αρχίζουν οι ζήλειες… Τα γεγονότα κλιμακώνονται, και μετά από σκηνές και απρόοπτα, ο Μοράβια δίνει μια ολοκληρωμένη λύση (Μαουρίτσιο: ενώ εσύ ήθελες να σου πουλήσω την ψυχή μου για μια ώρα έρωτα με τη γυναίκα σου… εγώ αντίθετα, σκεφτόμουνα ότι εσύ έπρεπε να πουλήσεις τη δική σου σε μένα… ήθελα να σε οδηγήσω, με σκοπό πάντα να καταφέρεις την προσχώρησή μου στον κομμουνισμό, να γίνεις προαγωγός της γυναίκας που σ αγαπάει και αγαπάς…), ενώ η Λάλα ξεσπαθώνει (πολύ αργά, πήγαινε να κοιμηθείς αγκαλιά με το κόμμα σου… όπως κι εκείνος θα πάει με το δικό του…. Εγώ θα πάω να κοιμηθώ μ έναν πραγματικό άντρα). Έτσι, η φυγή της Λάλα τους μαθαίνει ότι  διεκδικούμε την ανθρωπότητα αλλά εκείνη, αντίθετα, μας προδίδει…  και μας προδίδει επειδή στην πραγματικότητα δεν την αγαπάμε γι αυτό που είναι χωρίς υστεροβουλία.

Ίσως παραφάνηκε ηθικοπλαστική αυτή η δεύτερη έκβαση στον συγγραφέα, κι έτσι η τρίτη γραφή, σε πρώτο πρόσωπο, είναι πιο «περιφερειακή». Εδώ  το δόσιμο της κοπέλας είναι απόλυτο.  Η Νέλα εκδηλώνει συνέχεια το γήινο και επίμονο πάθος της στον Σέρτζιο, τον περιμένει, τον χαϊδεύει, τον παρηγορεί. Απλά, αθώα, παιδικά, αφοπλιστικά. Ο Σέρτζιο όμως θέλει να «ταπεινώσει» τον πλούσιο φίλο του, και νιώθει ότι κρατά δυο όπλα, τον κομμουνισμό και τη Νέλα. Σχετικά με το φτωχικό ντύσιμο της Νέλας (δεν θα έρθω/θέλεις να με ταπεινώσεις μπροστά στον φίλο σου) πλέκεται ολόκληρος μαραθώνιος συζητήσεων ώστε να μην νιώσουν ταπεινωμένοι οι δυο ερωτευμένοι που είναι προσκεκλημένοι σε δεξίωση στο σπίτι του Μουρίτσιο.  Η ψυχογραφική δεινότητα του Μοράβια αναδεικνύεται στις συναισθηματικές αυτές σκηνές, όπου τα συναισθήματα αγάπης, εξουσίας, διεκδίκησης, ανταγωνισμού διαδέχονται το ένα το άλλο.
Το κόμπλεξ κατωτερότητας όμως του Σέρτζιο είναι κυρίαρχο. Είναι κομμουνιστής, δεν είναι απλώς διανοούμενος, αυτό είναι το ατού του, το στοιχείο υπεροχής του, όμως συνέχεια νιώθει σαν ηλίθιος. Το δεύτερό του όπλο, η αγάπη της Νέλα γυρίζει εναντίον του… η Νέλα δίνεται με παιδική χαρά στο χορό, στον Μαουρίτσιο, στους θαυμαστές της, φτάνει να μεθύσει και να εξαφανιστεί στα δωμάτια του σπιτιού του Μαουρίτσιο, και να γυρίσει μόνη της το άλλο πρωί... Τα όπλα του, οι δυο μοχλοί που έπρεπε να παρεμβάλει σε κάποια ρωγμή της δύναμής του, μέχρι να καταφέρει να τον αποδυναμώσει ολοκληρωτικά  έγινα τα μέσα που οδήγησαν στη δική του αποδυνάμωση…
Καθώς περπατούσα στο δρόμο όλα τα ατυχή συμβάντα της βραδιάς γυρνούσαν στο μυαλό σαν να ήταν πολλοί άτυχοι ηθοποιοί κάτω από τα φώτα της ανελέητης ράμπας, μου φαινόταν πως έβλεπα τον εαυτό μου πώς ήμουν τη στιγμή που χτυπούσα το κουδούνι της βίλας, τόσο επιθετικός και τόσο σίγουρος για τη βέβαιη νίκη, κι ύστερα πως ήμουν, αντίθετα, στη διάρκεια όλης της γιορτής, αβέβαιος, οργισμένος, αδέξιος, τιναγμένος από δω κι από κει από τις υποψίες μου και την κακοήθεια των άλλων σαν φελλός σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, και παραδέχτηκα γι άλλη μια φορά πως πήγα στη γιορτή του Μαουρίτσιο για να τον κατατροπώσω, αλλά στην πραγματικότητα είχα πανηγυρικά κατατροπωθεί.  

Παρόλο που οι  τρεις γραφές είναι ημιτελείς, οι προθέσεις του συγγραφέα γίνονται φανερές.  Φανερές είναι και οι αντιστάσεις/δυσκολίες  που συνάντησε ώστε να μη βλάπτει η βασική –πολιτική-  ιδέα το «λογοτεχνικό αποτέλεσμα». Φαίνεται ότι δεν έμεινε ευχαριστημένος, κι αυτό είναι κατανοητό: στη δεύτερη γραφή το θέμα δίνεται λίγο «μανιχαϊστικά», ενώ στην τρίτη γραφή το ίδιο θέμα παρουσιάζεται λίγο αδύναμο. Παρόλ αυτά, αξίζει πράγματι να το διαβάσει κανείς.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Από την εισαγωγή του Simone Casini

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2014

Το σπίτι του ύπνου, Τζόναθαν Κόου

Σε τελική ανάλυση έχουμε τρομερή ανάγκη από μυθιστορήματα
που να αντιλαμβάνονται την ιδεολογική πειρατεία που συντελείται
τελευταία σ αυτή τη χώρα, που να βλέπουν τις συνέπειές της
 σε σχέση με τον άνθρωπο  και να δείχνουν ότι η πρέπουσα αντίδραση
δεν είναι απλώς η οργή, αλλά το τρελό, το δύσπιστο γέλιο.

Το κλασικό αυτό έργο ξανάπεσε στα χέρια μου το καλοκαίρι, μετά από μια περίοδο «ξηρασίας»,  οπότε  αναζήτησα  με δίψα το εγγυημένο ενδιαφέρον  που προκαλεί το οξυδερκές, καυστικό και δηκτικό ύφος του Κόου. Άλλωστε είναι μια πρόκληση να ξαναδιαβάζεις μετά από χρόνια ένα αγαπημένο βιβλίο, για το οποίο μάλιστα έχει τύχει κι έχω γράψει, όταν ακόμα έγραφα χειρόγραφα, στο «τετράδιο των βιβλίων» (οπότε έχω την περιέργεια να συγκρίνω το βαθμό πρόσληψης).
Γρήγορα κανείς αντιλαμβάνεται ότι το βιβλίο είναι μια «ψυχαναλυτική» παρωδία με πολιτικές προεκτάσεις, που σχολιάζει  το νέο κοινωνικό μοντέλο της δεκαετίας του ΄80, τη λογική του «μάνατζμεντ» που εγκαινίασε η περίοδος Θάτσερ, αντικαθιστώντας το κοινωνικό κράτος.  Το «σπίτι του ύπνου» είναι ένα ίδρυμα όπου αντικείμενο μελέτης είναι ο… ύπνος. Στεγάζεται σ ένα κτίριο που παλιότερα ήταν φοιτητική εστία (των ηρώων του έργου), οι οποίοι ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια στον ίδιο αυτό χώρο. Συσπειρώνει άτομα με διαταραχές στον ύπνο, όπως την ναρκοληπτική Σάρα ή  τον Τέρι που αντέχει ολόκληρους μήνες χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί.  Ο στόχος όμως δεν είναι η θεραπεία τους, αλλά, όπως αποκαλύπτεται με γκροτέσκο τρόπο στο τέλος, να μελετηθεί η συμπεριφορά τους ώστε να αποδειχτεί ότι οι άνθρωποι όταν κοιμούνται είναι αντιπαραγωγικοί, και μπορούν να θεραπευτούν απ αυτή την καταραμένη υπνηλία. Ευαγγελιστής αυτής της διεστραμμένης αντίληψης είναι ο δόκτωρ Ντάντεν (όπως αποδεικνύεται στο τέλος είναι ψυχοπαθής), ο οποίος κυριαρχείται από την ιδεοληψία ότι ο ύπνος είναι κάτι σαν αρρώστια, είναι εμπόδιο της παραγωγικότητας, της διαρκούς ενέργειας. Ο Ντάντεν βέβαια, εκπροσωπεί την εξουσία. Υπάρχουν όμως κι άλλοι ήρωες, όπως η Σάρα, η Βερόνικα, ο Τέρι, ο Ρόμπερτ. Όλοι έχουν μια θέση μέσα σ αυτό το «νέο παράδειγμα» όπως αναφέρει στο επίμετρο ο Δημήτρης Τζιόβας. Ένα νέο «Zeitgeist» (πνεύμα εποχής;) όπου η νεολαία «ψάχνεται»  ποικιλοτρόπως,  κι όπου «απώλεια κι αναζήτηση χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις» (Τζιόβας).
Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει έντεχνα από το παρελθόν στο παρόν, μέσα από αναμνήσεις, όνειρα ή αφηγήσεις τρίτων. Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα είναι η Σάρα, δασκάλα (εκεί που σκοτωνόμαστε να εφαρμόσουμε μια νέα σειρά οδηγιών, η κυβέρνηση μας πετάει κάτι διαφορετικό. Αφιερώνουμε τόσο χρόνο στο να προετοιμαζόμαστε για επιθεωρητές να γράφουμε εκθέσεις για τα παιδιά, να γράφουμε εκθέσεις ο ένας για τον άλλον, να καταρτίζουμε προϋπολογισμούς και να κλέινουμε λογιστικά βιβλία που έχω σχεδόν ξεχάσει γιατί ήθελα να διδάξω στην αρχή)[1]. Η Σάρα πάσχει από ναρκοληψία[2], πάθηση που δημιουργεί αρκετές κωμικοτραγικές παρεξηγήσεις γιατί ένα από τα συμπτώματά της είναι η προσωρινή απώλεια μνήμης, ή το να βλέπει κάθε τόσο ένα όνειρο που να είναι τόσο αληθινό, που της ήταν αδύνατον να το διακρίνει από τα γεγονότα του ξύπνου της. Παράφορα  ερωτευμένος μαζί της ήταν από παλιά  ο Ρόμπερτ (ο Ρόμπερτ βυθίστηκε σύντομα σ ένα ερωτικό κώμα από το οποίο δεν φαινόταν να υπάρχει περίπτωση αφύπνισης).  Εκείνη όμως, άτομο με έντονα πάθη, ήταν ερωτευμένη με τη Βερόνικα… Τέλος, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και ο Τέρι, που λόγω της τρομακτικής του αντοχής στην αϋπνία, γίνεται το υπ αριθμό ένα πειραματόζωο του Ντάντεν.

Στο βιβλίο ισορροπεί το τυχαίο με το παράλογο, το συναίσθημα, η μοιραία σύμπτωση, η διαίσθηση, η απελπισία και το χιούμορ. Το θέμα του ύπνου, του ονείρου, της απώλειας (όταν χάνεις κάποιον, όταν σου λείπει κάποιος, υποφέρεις γιατί αυτός που έφυγε έχει γίνει κάτι φανταστικό, κάτι το μη πραγματικό. Αλλά η επιθυμία σου γι αυτόν δεν είναι φανταστική. Απ αυτήν πρέπει να πιαστείς επομένως: από την επιθυμία. Γιατί είναι πραγματική)  προσφέρονται για ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις κι εμβαθύνσεις. 
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως προσωπικότητα για μένα ήταν ο Ρόμπερτ/Κλειώ. Παθιασμένα ερωτευμένος με τη Σάρα, οι στιγμές του εγγράφονται τόσο ανεξίτηλα  καθώς ωριμάζει στα δεκαπέντε αυτά χρόνια γνωριμίας τους και ανεκπλήρωτου έρωτα, που ξεπηδούν αυτόματα στίχοι, στίχοι αποσπασματικοί αλλά πολύ πηγαίοι…  Αν και όλοι αυτοί οι στίχοι έχουν προαναγγελθεί αποσπασματικά, συνιστούν εντέλει ένα ποίημα, το ποίημα που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου με τον ευφυέστατο τίτλο «Υπνολαλία».  Όταν ο αναγνώστης το διαβάζει, μετά το τέλος (όπου υπάρχει κορύφωση λόγω της κωμικοτραγικής  «μη» συνάντησης με τη Σάρα),  αισθάνεται ότι παραμένει σε μια κορύφωση που διαρκεί:  

Η βαρύτητά σου, η χάρη σου με πλημμύρισαν σαν παλίρροια
που ούτε η δύναμη της σελήνης δεν μπορεί να αναστρέψει
αλλά στα ναρκοληπτικά μάτια σου διέκρινα
απόψε μια τύφλωση: ή κάτι ακόμα χειρότερο,
μια αδιαφορία που μ έκανε να νιώσω ευνουχισμένος.
Στο μεταξύ, άγρυπνο, κρατάω την ανάσα μου
σκέφτομαι ότι είδα το μέλλον  μου χαραγμένο στην άμμο
ένα απόγευμα "ασάλευτο , σαν σκαλισμένο στην πέτρα,
                                                        σαν θάνατο",
και προσεύχομαι για μια λήθη τόσο βαθιά
που καταλήγει σε μεταμορφωση. Μόνο η αυγή
μπορεί να με λυτρώσει, να πλημμυρίσει τούτο το στοιχειωμένο σπίτι του ύπνου
με φως, να πνίξει τα φαντάσματα που με προειδοποιούν κάθε νύχτα: 
Το λιγότερο που θα χρειαστείς είναι μια άλλη ζωή
για να εξιχνιάσεις τα φυλαγμένα μυστικά
                             της βαρύτητας, της χάρης της. 

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Κάτι μας θυμίζει;;;
[2] Η ναρκοληψία είναι μια ασυνήθιστη νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανεξέλεγκτη υπνηλία, ακόμη και μετά από επαρκή ύπνο. Το άτομο που πάσχει από ναρκοληψία, ο ναρκοληπτικός, έχει επαναλαμβανόμενες ακαταμάχητες προσβολές ύπνου, που όταν έρχονται δεν μπορεί να αντισταθεί και μπορεί ως αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε, ακόμη και σε ακατάλληλες ή επικίνδυνες συνθήκες, στο μέσο μιας συζήτησης για παράδειγμα ή κατά την οδήγηση.

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2014

Ζωή μετά τη ζωή, Kate Atkinson

Εκνευριστικά πρωτότυπο το βιβλίο αυτό από άποψη δομής, χωρίς –κατά τη γνώμη μου- να πετυχαίνει το στόχο που ίσως είχε στο μυαλό της η γνωστή  από «Τα παρασκήνια του μουσείου»  και το «Ανθρώπινο κροκέ» βρετανίδα συγγραφέας.  Όπως συνηθίζει, πρόκειται ουσιαστικά για μια οικογενειακή ιστορία  με πολλά μέλη, των οποίων οι προσωπικές ιστορίες αλληλοπλέκονται, ενώ ως ιστορικό φόντο έχουμε την εποχή 1910- 1967 με ιδιαίτερη έμφαση στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, όμως, η Άτκινσον ακολουθεί μια πορεία που όχι μόνο δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά εκθέτει τις διάφορες εκδοχές /σενάρια που θα μπορούσαν να ξετυλιχτούν μετά από κάποια οριακά γεγονότα. Η φιλόδοξη αυτή πρόθεση νομίζω στέρησε το βιβλίο από άλλες αρετές.
Το μυθιστόρημα όλο είναι κατακερματισμένο σε πάρα πολλά και μικρά κεφάλαια (πολλά απ αυτά, ιδιαίτερα στην αρχή, είναι  δυο σελίδων). Προσδιορίζονται με βάση την ημερομηνία, π.χ. έχουμε 13 κεφάλαια με τίτλο την ημερομηνία « 11 Φεβρουαρίου 1910», μέρα κατά την οποία γεννιέται η βασική ηρωίδα, η Ούρσουλα.  Διαβάζουμε είτε τη διαφορετική έκβαση της ιστορίας  είτε τη συνέχεια κάποιου απ τα σενάρια. Στην πρώτη εκδοχή, π.χ. το μωρό Ούρσουλα πεθαίνει.  Οι εκδοχές που περιλαμβάνουν ένα θάνατο δεν έχουν φυσικά συνέχεια, έτσι, αν ξανασυναντήσουμε  τον τίτλο/ημερομηνία του αντίστοιχου κεφαλαίου, ξέρουμε τι θα γινόταν αν ο ήρωας που είχε πεθάνει στην τάδε εκδοχή, δεν πέθανε τελικά!
Η κεντρική ηρωίδα, η Ούρσουλα, δε μου ήταν συμπαθής. Πέρα από τον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα της (η τριτοπρόσωπη αφήγηση δε βοηθά, έχουμε μάλλον εξωτερική εστίαση στο φουλ), για κάποιο λόγο η συγγραφέας στην αρχή την παρουσιάζει να έχει κάποιες μεταφυσικές ιδιότητες∙  να (προ)βλέπει κατά κάποιο τρόπο το μέλλον, ιδιότητες που ατονούν στη συνέχεια.  Κάτι σαν έκτη αίσθηση, «ντεζαβού»,  που  - σε λίγα σημεία ευτυχώς-  γίνεται αντικείμενο σχολιασμού (ο χρόνος δεν είναι κυκλικός, είπε η Ούρσουλα στον γιατρό Κέλετ, είναι σαν… παλίμψηστο/ το παρελθόν έμοιαζε να εισχωρεί στο παρόν, σαν κάπου να υπήρχε κάποιο ελάττωμα. Ή μήπως το μέλλον ξεχυνόταν στο παρελθόν; Ο χρόνος ήταν εξαρθρωμένος, αυτό ήταν σίγουρο/ το μέλλον την είχε ξαφνικά προλάβει). Ακόμα πιο αντιπαθητική είναι η μάνα, η Σίλβι, που σ όλα τα σενάρια έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον ένα της γιο, ενώ φαίνεται φανερά να αντιπαθεί τον άλλον. Χωρίς κάποια εμβάθυνση, χωρίς αιτία. Άλλωστε η συγγραφέας δε μας δίνει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Φαίνεται να την απορρόφησε πολύ να αποδώσει τους διαφορετικούς ρόλους στα διαφορετικά σενάρια, ιδιαίτερα των δευτεραγωνιστών (π.χ. σε κάποιο σενάριο η θεία Ίζι, απρόβλεπτη και προοδευτική, δίνει το μωρό της για υιοθεσία στη Γερμανία (η Σίλβι υπέθετε ότι τώρα θα ήταν Γερμανός πολίτης. Πόσο παράξενο που ήταν μόνο λίγο μικρότερος από την Ούρσουλα αλλά, επισήμως, εχθρός), σε άλλο σενάριο μεγαλώνει μαζί με την οικογένεια αλλά πνίγεται στη θάλασσα!  Ο κυκεώνας γίνεται ακόμα μεγαλύτερος αν προσπαθήσει κανείς να βρει μια λογική σειρά στους τίτλους των ενοτήτων (δεν μπήκα στον κόπο). Τα γεγονότα απλώς συμβαίνουν και είναι βαρετά όταν υποψιάζεσαι ότι στο επόμενο σενάριο θα ανατραπούν.
Το γράψιμο της Κέιτ Άτκινσον είναι γλαφυρό, κυλάει αβίαστα και ξέρει να εστιάζει στη σημασία της καθημερινής στιγμής. Έτσι, δεν κουράστηκα  να τελειώσω το βιβλίο, έχοντας και την περιέργεια να δω πού θα πάει η ιστορία με… τον Χίτλερ! Γιατί, το πρώτο πρώτο σενάριο είναι η δολοφονία του Χίτλερ από την Ούρσουλα, σ ένα μπαρ του 1930, όταν ο Χίτλερ ήταν μεν γνωστός αλλά δεν είχε πάρει ακόμα την εξουσία. Στα επόμενα κεφάλαια βλέπουμε ότι η ηρωίδα , όσο ζει στο Μόναχο,  γνωρίζεται αρκετά στενά με την Εύα Μπράουν κι έμμεσα με τον Χίτλερ. Αλλά δεν υπάρχει ένα νήμα σ αυτή την ιστορία γιατί μπλέκονται με εγκεφαλικό τρόπο τα διάφορα σενάρια, που, παρεμπιπτόντως, θυμίζουν το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά  « Τα 88 ντολμαδάκια» (το παιδί φτιάχνει μόνο του την ιστορία ακολουθώντας επιλογές ανάμεσα στις σελίδες).
Φιλόδοξο λοιπόν και άστοχο το εγχείρημα κατά τη γνώμη μου, παρόλο που η σπερματική ιδέα ακούγεται ελκυστική και (μετα)μοντέρνα:  οι πολλαπλές εκδοχές της «αλήθειας». Ο αναγνώστης/ εγώ βαρέθηκε αφόρητα! 
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαρτίου 11, 2014

Η άβυσσος, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

Ποιος θα ήταν τόσο ανόητος να πεθάνει
χωρίς να έχει κάνει μια φορά το γύρο της φυλακής του;

«Έργο ζωής» για την συγγραφέα είναι το βιβλίο αυτό (γαλλικός τίτλος «Oeuvre au noir»[1]), ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα που το δούλευε από είκοσι χρονών και το ολοκλήρωσε  σαράντα χρόνια αργότερα! Είναι, όπως λέει και η ίδια στο συνοδευτικό σημείωμα, από τα έργα με τα οποία ο συγγραφέας ζει σ όλη του τη ζωή.
Ο βίος και η πολιτεία  ενός ανήσυχου πνεύματος που δοκιμάζεται στην πιο ζοφερή περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας (16ος αι./Αναγέννηση VS μεταρρύθμιση, αντιμεταρρύθμιση/Ιερά εξέταση) ξετυλίγεται  σ αυτό το βιβλίο, ένα από τα καλύτερα της Γιουρσενάρ, όπως ακούγεται. Ο Ζήνων, ο πρωταγωνιστής, νόθο παιδί φλωρεντινής καταγωγής  (ο πατέρας του είχε φιλίες με τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Λ. Ντα Βίντσι), εγκαταλείπει από τα είκοσι χρόνια του την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Μπρυζ, καθώς και τη Σχολή Θεολογίας όπου η ορμή του τους είχε θαμπώσει όλους (ο νιόφερτος, που είχε την ικανότητα να στηρίζει στο πί και φί οποιαδήποτε θέση, απόκτησε αμέσως ένα εξωφρενικό γόητρο), και περιπλανιέται  στην Ευρώπη αναζητώντας τη φιλοσοφική και επιστημονική  αλήθεια. Ο «τυχοδιώκτης» της γνώσης, που γνώρισε τα πρώτα γράμματα δίπλα στον Βαρθολομαίο Καμπάνους, αρχιμανδρίτη στην Μπρυζ[2], έμαθε λατινικά, ελληνικά, αλχημεία, επιστήμες λάτρεψε τα βιβλία αλλά κατόπιν κατάλαβε ότι τα βιβλία παραληρούν και ψεύδονται σαν τους ανθρώπους, και ότι οι διεξοδικές εξηγήσεις του κληρικού αφορούσαν συχνά γεγονότα που δεν ήταν γεγονότα και συνεπώς δεν απαιτούσαν εξήγηση.  Ο φιλόσοφος αλχημιστής κινείται ανάμεσα σ έναν ερμητισμό που βάζει έναν θεό σε λανθάνουσα κατάσταση στο εσωτερικό των πραγμάτων και σ έναν αθεϊσμό που μόλις τολμά να αναφέρει το όνομά του.  Είναι μια πλαστή προσωπικότητα που στηρίζεται όμως σε αυθεντικούς φιλοσόφους ή επιστήμονες του καιρού του.
Στο ξεκίνημα αυτής της περιπλάνησης τον βλέπουμε με τον ξάδερφό του, Ερρίκο Μαξιμιλιανό, που αντίστοιχα,  εγκαταλείποντας  το εμπόριο υφασμάτων, είχε αποφασίσει  πως είχε έρθει πια ο καιρός να ψαχουλέψει μόνος του, με τα χέρια του, τις καμπυλότητες του κόσμου ετούτου (ποιος θα ήταν τόσο ανόητος να πεθάνει χωρίς να έχει κάνει μια φορά το γύρο της φυλακής του;). Η συνάντησή τους είναι σημαδιακή∙ ο Ερρίκος, ο «τυχοδιώκτης»  της δύναμης, αναζητά την εξουσία (είμαι δεκαέξι χρονών, σε δεκαπέντε χρόνια θα δούμε αν είχα την τύχη να γεννηθώ ισάξιος του Αλέξανδρου. Το θέμα είναι να είναι κανείς άντρας/ζητήστε τους ήρωες και τα φούμαρα στον Πλούταρχο, αδελφέ Ερρίκε. Για μένα το θέμα είναι να είμαι περισσότερο από άντρας). Ο Ζήνων με φορεσιά προσκυνητή τραβά για την Κομποστέλλα[3], όχι για να προσκυνήσει (παίρνουμε μια ιδέα για την αθεΐα του: τι δουλειά έχω εγώ μ αυτούς τους ακαμάτηδες; ), αλλά για να συναντήσει τον σοφό αββά του Σαιν Μπαβόν.
Στο συνεχές ταξίδι του μέχρι το θάνατο, στα σαράντα χρόνια που έζησε μετά την πρώτη αυτή φυγή, δοκιμάζει κάθε λογής δυνατή εμπειρία στα διάφορα μέρη που επισκέπτεται: Τουρναί, Αμβέρσα Γάνδη, Παρίσι, Λανγκεντόγκ, Μονπελλιέ, Μπολόνια, Ίνσμπρουκ, Βούρτζμπουργκ, Θουριγγία, Πολωνία, Σουηδία∙  γίνεται ανατόμος, αλχημιστής, γιατρός, φιλόσοφος . Το πνεύμα του είναι ερευνητικό και ανήσυχο, εκπροσωπώντας την «προοδευτική» τάση της αναγέννησης. Δεν κουραζόταν να ζυγιάζει και να μελετάει με περιέργεια τις πέτρες που οι επιφάνειές τους, στιλπνές ή τραχιές, στον τόνο της σκουριάς ή της μούχλας, διηγούνται μια ιστορία, μιλάν για τα μέταλλα που έχουν σχηματίσει, για τις φωτιές ή τα νερά που κάποτε κατακάθισαν μέσα στην ύλη τους ή πάγωσαν τη μορφή τους. Η εποχή όμως είναι σκοτεινή και γεμάτη αντιστάσεις (πανούκλα, αιρέσεις, Ιερά εξέταση, μαρτύρια, θεοποιημένοι βασιλιάδες, δουκάτα, αββαεία κλπ). Η ίδια η Γιουρσενάρ μας δίνει στο τέλος του βιβλίου αναλυτικά στο σημείωμά της τις πηγές έμπνευσής της (πολύ απαραίτητο και «έντιμο» αυτό για το ιστορικό μυθιστόρημα) λέγοντας ότι τα ταξίδια του Ζήνωνα, η τριπλή σταδιοδρομία του σαν αλχημιστή, γιατρού και φιλοσόφου ακολουθούν από πολύ κοντά όσα γνωρίζουμε ή διηγούνται για τον Παράκελσο[4].
Ο Ερρίκος και ο Ζήνων θα ξανασυναντηθούν στο Ίνσμπρουκ την εποχή της συνόδου του Τριδέντου (1545-7), κατά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εξέδωσε καταδίκες για τις  αιρέσεις που όρισε ως προτεσταντικές. Είναι άλλωστε η εποχή της άνθισης της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης[5], ενόψει των εκατοντάδων αιρέσεων και αποστατικών λαϊκών κινημάτων. Ο εκτενής διάλογος των δύο ξαδέρφων είναι αποκαλυπτικός για τον τρόπο που σκέφτονται, τους χαρακτήρες τους αλλά και την ατμόσφαιρα της εποχής. Ο Ερρίκος είναι πια λοχαγός και κατάσκοπος, ενώ ο Ζήνων, μέσα από τις επιστημονικές του αναζητήσεις έχει συγκροτήσει πια τη φιλοσοφική του θεωρία αμφισβήτησης (Ερρίκος: αξίζει τον κόπο, αδερφέ Ζήνωνα, να περιπλανηθείς είκοσι χρόνια για να φτάσεις μια μέρα να έχεις τις αμφιβολίες που φυτρώνουν από μόνες τους μέσα σε όλα τα καλοφτιαγμένα κεφάλια; / Ζήνων: συχνά λέω μέσα μου ότι μόνο μια αιώνια τάξη ή μια περίεργη επιμονή της ύλης να ξεπερνάει τις δυνατότητές της θα μπορούσε να εξηγήσει για ποιο λόγο πασχίζω την κάθε μέρα που έρχεται να σκεφτώ λίγο πιο καθαρά από την προηγούμενη/γνωρίζω ότι δεν γνωρίζω αυτό που δεν γνωρίζω/ όταν βλέπω πού μας οδηγούν οι θεωρήσεις μας αδερφέ Ερρίκε, δεν μου κάνει και τόσο εντύπωση που μας καίνε).

Ο στατικός βίος
Το δεύτερο μισό του 16ου αι. είναι μια πολύ συγκεχυμένη περίοδος, όπου η μεταρρύθμιση και η αντιμεταρρύθμιση βρίσκονται σε έξαρση. Ο Ζήνων διώκεται φυσικά για τις αιρετικές του ιδέες του, που είναι διατυπωμένες και δημοσιευμένες στη Γαλλία (Protheories). Υιοθετεί  το ψευδώνυμο Σεβαστιανός Θέους (είχε εξελληνο-λατινίσει το όνομά του)  κι αλλάζει « ταυτότητα» την οποία υποστηρίζει πιστά (αυτή η φανταστική ζωή θα μπορούσε πολύ καλά να είναι δική του). Η επιστροφή του στην Μπρυζ και η επαφή του ξανά (χωρίς να τον αναγνωρίζουν παρά σε μια μόνη περίπτωση) με πρόσωπα του παρελθόντος τον οδηγούν σε βαθύ αναστοχασμό:
Οδυνηρά, με μισή καρδιά, αυτός ο ταξιδιώτης που τερμάτιζε μια πορεία που είχε βαστάξει πάνω από πενήντα χρόνια, υποχρεωνόταν, για πρώτη φορά στη ζωή του, να ξαναχαράξει με το μυαλό του τους δρόμους πούχε περάσει ξεχωρίζοντας το θελημένο από το αναγκαίο, -πασχίζοντας να διακρίνει ανάμεσα στο λίγο που φαινόταν να εκπορεύεται απ αυτόν και σ αυτό που ανήκε στην εξ αδιαιρέτου ανθρώπινη συνθήκη του. (…) Είκοσι χρονών είχε πιστέψει πως ήταν ελεύθερος από τις ρουτίνες και τις προκαταλήψεις που παραλύουν τις πράξεις μας και βάζουνε παρωπίδες στο νου, αλλά στη συνέχεια είχε περάσει τη ζωή του προσπαθώντας να αποκτήσει πεντάρα πεντάρα αυτή την ελευθερία που στην αρχή είχε πιστέψει ότι την όριζε ολόκληρη. Δεν είμαστε ελεύθεροι όσο επιθυμούμε, όσο θέλουμε, όσο φοβόμαστε, ίσως όσο ζούμε.
Γυμνός και μόνος, οι καταστάσεις έπεφταν από πάνω του όπως το χαν κάνει τα ρούχα του. Ξαναγινόταν αυτός ο Κάδμειος Αδάμ των ερμητικών φιλοσόφων, ο τοποθετημένος μέσα στην καρδιά των πραγμάτων, μέσα στον οποίο διασαφηνίζεται και αρθρώνεται αυτό που παντού αλλού είναι συγκεχυμένο και άναρθρο.
Μια από τις πνευματικές προσωπικότητες με τις οποίες συμμερίζεται τις φιλοσοφικές του ανησυχίες και τις θεολογικές αμφιβολίες  του είναι ο ηγούμενος («προσευχητής»)  του Αγίου Κοσμά της Μπρυζ, ενώ ασκεί με ασταμάτητη προσήλωση (που ο ηγούμενος είχε αποκαλέσει κατάσταση δέησης)  τις ιατρικές του δεξιότητες. Γιατρεύει  τον καθένα, θέτοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο∙  παρακολουθούμε τις ατέλειωτες θεολογικές συζητήσεις με αφορμή τη θεραπεία ανθρώπων που μπορεί να είναι αιρετικοί ή αμαρτωλοί.
·         Επάγγελμά μου είναι να γιατρεύω/ βλέπετε σε μένα έναν Λουθηρανό; -
·  Όχι φίλε μου, φοβούμαι ότι δεν έχετε αρκετή πίστη για να είστε αιρετικός. Είμαι ο τελευταίος που θα ευχόταν να καεί ζωντανός ένα φουκαράς για λεπτότατες θεολογικές αποχρώσεις που δεν τις κατανοεί.
·  Κάθε λύπη και κάθε κακό είναι άπειρα στην ουσία, και το ίδιο άπειρα είναι και σε αριθμό.
·  Πόσες νύχτες δεν απόδιωξα την ιδέα ότι ο θεός από πάνω μας δεν είναι άλλο παρά ένας τύραννος ή ένας ανίκανος μονάρχης, και ότι ο άθεος που τον αρνιέται είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν βλασφημά…
·  Ο θεός βασιλεύει παντοδύναμος στον κόσμο των πνευμάτων αλλά εδώ είμαστε στον κόσμο των σωμάτων

Εκλογές ηγουμένων αλλά και σκοτεινές αιρέσεις, ακόλαστες συνάξεις, λουτρά Αγγέλων… Ο Ζήνων άθελά του είναι μάρτυρας μυστικών αποκαλύψεων  (στους Αγγέλους δεν υπάρχει ούτε ντροπή, ούτε ζήλεια, ούτε άμυνα στη γλυκιά χρήση του σώματος. Η Ωραία δίνει σε όλους όσους την παρακαλούμε την παρηγοριά των φιλιών της). Η εμπλοκή του με πρόσωπα της σκοτεινής αίρεσης « των Αγγέλων»  οδηγεί στη δίκη και την εκτέλεση αγαπητών του προσώπων, και τον ίδιο τον οδηγεί στη «φάκα».
Όπως και να ταν ο Ζήνων ήταν έτοιμος. Παραδόθηκε χωρίς καμιάν αντίσταση. Όταν έφτασε στη γραμματεία του δικαστηρίου, κατέπληξε τους πάντες δίνοντας το αληθινό του όνομα.

Η φυλακή

Η πλάνη του Επίκουρου, η υπόθεση με άλλα λόγια ότι είναι ένα τέλος ο θάνατος, αν και πιο σύμφωνη με τα όσα παρατηρούμε στα πτώματα και στα νεκροταφεία, τραυμάτιζε καίρια, όχι μόνο την άσβεστη δίψα μας να βρισκόμαστε στον κόσμο, αλλά και την περηφάνια  που μας βεβαιώνει ανόητα πως το αξίζουμε να βρισκόμαστε αυτού. Όλες αυτές τις  γνώμες τις έβλεπαν να προσβάλλουν το θεό. Κυρίως τις έψεγαν γιατί κλόνιζαν τη σπουδαιότητα του ανθρώπου. Ήταν λοιπόν φυσικό να οδηγούνε στη φυλακή, ή καιν ακόμα μακρύτερα, αυτούς που τις διαδίδανε.

Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο είναι κι ένα crescendo προς το θάνατο, που γνωρίζει ο Ζήνων ότι τον περιμένει.  Παρακολουθούμε βήμα βήμα  τη δίκη∙  παρακολουθούμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του μέσα στη φυλακή, μέσα στην απομόνωση του κελλιού τα ατέλειωτα παιχνίδια του νου, της φαντασίας, του ονείρου∙  τους άπειρους συνδυασμούς αντίστασης  που μπορεί να βρει ένα ελεύθερο πνεύμα που βρίσκεται κάτω από το φάσμα του θανάτου. Την επίσκεψη του κληρικού Βαρθολομαίου Καμπάνους, του πρώτου του δάσκαλου, ένα διάλογο απίστευτου φιλοσοφικού βάθους.
·  Είναι περίεργο πώς για τους χριστιανούς οι υποτιθέμενες ανωμαλίες της σάρκας συνιστούν το κατ εξοχήν κακό. Κανείς δεν τιμωρεί με μανία και αηδία την ωμότητα, την αγριότητα,  τη βαρβαρότητα, την αδικία. Κανείς δεν θα διανοηθεί να βρει αύριο αναίσχυντους τους καλούς ανθρώπους που θα έρθουνε να με δουν να σφαδάζω μέσα στις φλόγες.
·  Μη θλίβεστε optime pater. Η εξέγερση που σας απασχολεί βρισκότανε μέσα μου, ή, ίσως, μέσα στον αιώνα.
·  Ο ηγούμενος των Μινοριτών, αν και ήταν καλός κληρικός και υποδειγματικός χριστιανός, δεν μπόρεσε να δει την άβυσσο μέσα στην οποία είχατε επιλέξει να ζήσετε, είπε με δριμύτητα ο Βαρθολομαίος. Αναμφίβολα θα του είχατε πολύ και συχνά ψευσθεί/ γελιέστε, ξανασυνατιόμασταν πέρα από τις αντιφάσεις.
·  Ίσως να αποδίδομε υπερβολική αξία στον βαθμό σταθερότητας που επιδεικνύει ένας άνθρωπος που πεθαίνει.

Η συγγραφέας μέσα από ένα μηχανισμό ταύτισης μας βοηθά να αντιληφθούμε όλες τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν μια τόσο οριακή κατάσταση. Την οριακή κατάσταση που βιώνει ένας άνθρωπος όχι μόνο επειδή πεθαίνει και το ξέρει, αλλά επειδή δεν εκχωρεί τις ιδέες του στο ελάχιστο, ενώ οι πιέσεις είναι τρομακτικές. Τίποτα δεν είναι μονοδιάστατο.
Το τελευταίο υποκεφάλαιο, « Το τέλος του Ζήνωνα», αν μπορούσα θα το αντέγραφα όλο. Νομίζω ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο βαθιά, αισθησιακή, ποιητική αναφορά στις τελευταίες στιγμές που ζει ένας άνθρωπος. Ο Ζήνων εκτός από την απόφασή του να πεθάνει, είχε αποφασίσει να πεθάνει κι απ το ίδιο του το χέρι. Μια λάμα κρυμμένη μυστικά είναι το τελευταίο πεδίο επιλογής του. Κόβοντας την κερκιδική αρτηρία, το ανέκκλητο είχε τελειωθεί.
Ανασηκώθηκε με προσπάθεια, όχι γιατί τον ενδιέφερε να το κάνει, αλλά για να αποδείξει στον εαυτό του ότι ήταν ακόμη δυνατή αυτή η κίνηση. Συχνά του είχε τύχει να ξανανοίξει μια πόρτα μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι δεν την είχε κλείσει πίσω για πάντα, κάνοντας έτσι στον εαυτό του μια επίδειξη της περιορισμένης ελευθερίας του ανθρώπου.
(…)
Ο απέραντος βόμβος της ζωής που έφευγε συνεχιζόταν.
(…)

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Έργο τέχνης σε μαύρο
[2] Η Μπρυζ είναι πόλη του βορειοδυτικού Βελγίου, στη ζώνη της Φλάνδρας, πρωτεύουσα της επαρχίας Δυτική Φλάνδρα. 
[3] Στον Καθεδρικός Ναός του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της ισπανικής πόλης Σαντιάγο ντε Κομποστέλα (Santiago de Compostela) θεωρείται ότι βρίσκεται ο τάφος του Αποστόλου Ιακώβου. Κατά την παράδοση, αποκεφαλίστηκε στα Ιεροσόλυμα, αλλά έχοντας διδάξει το Χριστιανισμό στους Κέλτες της Ιβηρικής Χερσονήσου, το λείψανό του μεταφέρθηκε αργότερα στη Γαλικία. Ο συγκεκριμένος Καθεδρικός Ναός αποτελεί μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο της Ιβηρικής, καθώς σε αυτόν συρρέουν πλήθη προσκυνητών, ακολουθώντας τον λεγόμενο «δρόμο του Αγίου Ιακώβου». Τιμάται ως «Ιάκωβος της Κομποστέλλας» στις 25 Ιουλίου (wiki pedia).
[4] Ο Θεόφραστος Παράκελσος ( 1493 -  1541) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αλχημιστές, αστρολόγους, και αποκρυφιστές όλων των εποχών. Το όνομα "Παράκελσος" το διάλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του που σημαίνει "πέρα από τον Αύλο Κορνήλιο Κέλσο", γιατί πίστευε πως ήταν ανώτερος εκείνου. Ο Κέλσος ήταν Ρωμαίος γιατρός του 1ου αιώνα μ.Χ. επί εποχής Τιβέριου και Νέρωνα.
[5] Το 1542 ο Πάπας Παύλος Γ' ίδρυσε μια μόνιμη σύνοδο, στελεχωμένη με καρδιναλίους και άλλους αξιωματούχους, καθήκον της οποίας ήταν η διατήρηση και υποστήριξη της ακεραιότητας της πίστης, αλλά και η εξέταση ψευδών δογμάτων. Αυτό το σώμα, η Σύνοδος της Ιερής Έδρας ήΣύνοδος για το Δόγμα της Πίστης, μέρος της Ρωμαϊκής Κούριας, έγινε το επιβλέπον σώμα για τις τοπικές Εξετάσεις. Πιθανότατα η πιο διάσημη υπόθεση που δικάστηκε από τη Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση ήταν αυτή του Γαλιλαίου Γαλιλέι, το 1633 (wiki pedia).

Σάββατο, Μαρτίου 01, 2014

Αντίο Μαδρίτη, Paco Ignacio Taibo II,

Είναι το πρώτο βιβλίο που διάβασα του «θεμελιωτή» του λατινοαμερικάνικου αστυνομικού Πάκο Ιγνάθιο Τάιμπο  II[1] (μυθιστοριογράφου αστυν.  μυθιστορήματος, ιστορικού, συγγραφέα και δημοσιογράφου επίσης), και παρόλο που πρόκειται για μια πολύ σύντομη και κατακερματισμένη σε πολύ μικρά κεφάλαια αφήγηση, με μάγεψε.  Είναι αξιοσημείωτο ότι  ο ίδιος ο συγγραφέας δίσταζε να το εκδώσει λόγω της μικρής του έκτασης, αλλά κατέληξε ότι τα μυθιστορήματα έχουν την έκταση που θέλουν αυτά να έχουν, και λίγα μπορείς να κάνεις εσύ για να διορθώσεις το πρόβλημα, πάντα έχοντας τον κίνδυνο να τα καταστρέψεις. Μικρά κεφάλαια, λοιπόν, πυκνό και λιτό ύφος, περιεκτικό σε εικόνες, σε χαρακτηριστικές ατάκες∙ αδρές γραμμές, σκιτσάρισμα πλοκής.
Μοκτεσούμα, βασιλιάς των
Αζτέκων, 1466-1520
 Ο μονόφθαλμος σαραντάρης μεξικάνος ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν δέχεται βραδιάτικα ένα τηλεφώνημα από τον φίλο του Χούστο Βάσκο, υποδ/ντή του Εθνικού Μουσείου Ανθρωπολογίας ότι επείγει να παραδώσει ένα μήνυμα στη «Μαύρη Χήρα»,  ξεπεσμένη τραγουδίστρια λαϊκών τραγουδιών («ραντσέρας»), και πρώην ερωμένη  ενός πρώην προέδρου του Μεξικού (ήταν μία πρώην, πρώην ερωμένη, πρώην νέα, πρώην κάτι)! Το μήνυμα είναι να μην τολμήσει να πουλήσει σε καμιά περίπτωση τον εθνικό θησαυρό που αποτελεί και έκθεμα του Μουσείου, τον περίφημο χρυσό θώρακα του Μοκτεσούμα, που βρίσκεται, παράνομα φυσικά, υπό την κατοχή της. Η αποστολή αυτή αναγκάζει τον Σάυν να ταξιδέψει στη Μαδρίτη, τη γενέτειρα των γονιών του.
Το κυνήγι λοιπόν του κλεμμένου θησαυρού είναι το θέμα, έγκλημα «τέχνης» για την ακρίβεια∙ αλλά μ ένα απαράμιλλο στυλ χιούμορ και σάτιρας, με ύφος κοφτό και λιτό, ο συγγραφέας μάς κάνει να γευτούμε  τη μεξικάνικη και ισπανική αύρα. Με συνεχείς συγκρίσεις και αναφορές στον τρόπο ζωής, στα φαγητά, τα ποτά, τα τσιγάρα, τη γλώσσα, τους χορούς και τα τραγούδια  των δυο χωρών  στήνει μπροστά στα μάτια μας σκηνικά, χωρίς να χάνεται η ουσία και ο ρυθμός της πλοκής. Πέρα από το ταξιδιωτικό και λαογραφικό όμως ενδιαφέρον, παίρνουμε και μια ιδέα του τι γίνεται διεθνώς όσο αφορά τα «εθνικά» έργα τέχνης, τους «νόμους» που ακολουθούν οι… κλέφτες σπάνιων έργων και τα οφέλη που αποκομίζουν!
Περπατάμε στην πόλη παρακολουθώντας γοητευμένοι  πώς, σύμφωνα με τις διηγήσεις, ήταν παλιά και τι άλλαξε. Γιατί ο –απρόθυμος στην άχαρη αποστολή του-  ντετέκτιβ βλέπει τη Μαδρίτη μέσα από τη «δανεική» μνήμη των γονιών του. Ο Ε. Μ. ποτέ δεν είχε πατήσει το πόδι του στη Μαδρίτη, όμως την είχε περπατήσει αμέτρητες φορές στις συζητήσεις με τους γονείς του ώστε του φαινόταν δική του, τουλάχιστον εξ ακοής. Αλλά δεν ήταν η ίδια πόλη. Η διαφορά βρισκόταν στις παραλλαγές, όχι αυτές που είχαν επιφέρει ο χρόνος ή οι αναμνήσεις, αλλά εξαιτίας των ψεμάτων που πρόσφερε αφειδώς η ξένη μνήμη. Άλλωστε υποφέρει από άλλη μια πάθηση της μεξικάνικης πρωτεύουσας, την πιο κερατένια αρρώστια, τη φοβερή, αυτή που δε συγχωράει κανένα, τη νοσταλγία/κάθε δεκαπέντε βήματα που έκανε του ερχόταν ο αναθεματισμένος Άγγελος της Ανεξαρτησίας κάποια μέρα με πυκνή ατμοσφαιρική ρύπανση και ψιλόβροχο).
Ο Μπελασκοαράν έρχεται αναγκαστικά σε επαφή με διάφορα γραφικά άτομα, εκ των οποίων κορυφαία βέβαια είναι η Μαύρη Χήρα (ήταν πολύ μελοδραματική. Όχι επειδή την είχαν καταβάλει τα γηρατειά ή η ηλικία. (…) Ήταν μελοδραματική επειδή επέπλεε πάνω στο τίποτα, επειδή δεν είχε πού να κρατηθεί. Ήταν μία ακόμα Μεξικάνα που είχε χαθεί στο τίποτα τα τελευταία χρόνια. Διαστροφές της σύγχρονης εποχής. Αντιστικτικά, σε μικρά κεφαλαιάκια βλέπουμε την οπτική επικοινωνία με μια απελπισμένη κοπελίτσα του διπλανού διαμερίσματος, που λειτουργεί σκηνικά (παρότι αντάλλαξαν ένα χαμόγελο, ο Έκτορ δεν τολμούσε να της μιλήσει. Πόσο μάλλον να της εξηγήσει ότι είχε έρθει στη Μαδρίτη για να μεταφέρει ανόητα μηνύματα για έναν θώρακα του Μοκτεσούμα, χαμένο στις μάχες των κατακτητών κατά του Μεξικού).
Ο αναγνώστης δεν απογοητεύεται γιατί η λύση του μυστηρίου είναι αξιοπρεπής και απροσδόκητη, σ΄ένα ρυθμό στακάτο με σουρρεαλισικές πινελιές.
Χριστίνα Παπαγγελή 





[1]http://www.tovima.gr/vimagazino/interviews/article/?aid=453590