Ξεκίνησα να το διαβάζω με πολύ μεγάλη επιφύλαξη, έχοντας υπόψη το σκανδαλώδες βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει τον γιατρό Λ. Φ. Νετούς και τον σάλο που ξεσήκωσε το «φαινόμενο Σελίν» την εποχή της δράσης του. Δεν ανήκω στη σχολή που ερμηνεύει κι αξιολογεί το έργο ενός καλλιτέχνη με βάση τα βιογραφικά του στοιχεία. Αντίθετα, πάντα με βόλευε ν’ αυτονομείται το έργο τελείως από τα εξωτερικά στοιχεία, δε μ’ ενδιέφερε
τι ήθελε να πει ο ποιητής αλλά τι έλεγε
σε μένα το έργο του! Παρόλ’ αυτά, εδώ τα πράγματα είναι ακραία: ο Σελίν καταδικάστηκε σε θάνατο από την αντίσταση για τρεις απεχθείς αντισημιτικούς λιβέλλους που έγραψε καθώς και για τις φιλοναζιστικές του ιδέες!
Οι πρώτες σελίδες μ’ αιφνιδίασαν, γιατί με ανάγκασαν να συντονιστώ μ’ ένα ρυθμό κάπως ασυνήθιστο: η έντονη προφορικότητα του λόγου, με πολλές επιφωνήσεις, δηλαδή ο κάπως συναισθηματικός κι εμπαθής λόγος απαιτούν ένα διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης (το ίδιο ένιωσα και με τον Ζοζέ Σαραμάγκου, απ’ την ανάποδη). Ο ενθουσιαστικός και αφελής τόνος των πρώτων σελίδων, εκ των υστέρων κρίνω, ότι δεν είναι χαρακτηριστικό της γραφής του Σελίν. Είναι συνυφασμένος με το ότι ο ήρωάς μας, που είναι ταυτόχρονα κι αφηγητής σε α΄ενικό, κατατάσσεται εθελοντικά στον α΄παγκόσμιο πόλεμο. Με χαρά και παιδική αθωότητα, σαν τον καλό στρατιώτη Σβέικ του Γ. Χάσεκ, μαγεύεται από τις παράτες και ακολουθεί τον στρατό. Η αφέλεια χαρακτηρίζει αντίστοιχα και το ύφος (πχ.
σελ 22, όσο κι αν χαρχάλευα τη μνήμη μου, δεν τους είχα κάνει τίποτα εγώ των Γερμανών)
Η χαρά δεν κρατά παρά λίγες ώρες. Και λίγες σελίδες (25). Γρήγορα το σκηνικό αλλάζει, η εμπάθεια και η προφορικότητα στη βιωματική γλώσσα του ήρωα/αφηγητή Μπαρνταμύ ξεδιπλώνουν αργά και σταδιακά την απελπισία, ένα μηδενισμό βαθύ κι εσωτερικό, πάντα χρωματισμένο με μια ματιά απροσδόκητη. Ο Σελίν ζωγραφίζει: ΚΑΘΕ τι στο οποίο αναφέρεται είναι θαρρείς ιδωμένο μέσα από ένα φίλτρο δικό του, σου υποδεικνύει έναν τρόπο να βλέπεις τον κόσμο, ακόμα και στις απλές, καθημερινές σκηνές, κι ο λόγος του καυτηριάζει, καίει στην καρδιά:
Σελ. 23 (αμέσως επόμενη):
Πάνω απ’ τα κεφάλια μας, δυο χιλιοστά, ένα χιλιοστό ίσως από τους κροτάφους, δονούνταν το’ να πίσω απ’ τα’ άλλο εκείνα τα μακριά, ανιχνευτικά συρματόσχοινα που διαγράφουν τα βόλια άμα γυρεύουν να σε σκοτώσουν, μες στον ζεστό αέρα του καλοκαιριού.
Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τόσο άχρηστος ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα βόλια και τα φώτα τούτου του ήλιου. Μια τεράστια, παγκόσμια κοροϊδία.
Είναι το πρώτο δείγμα του ύφους που συνοδεύει όλο το βιβλίο· ένα ύφος τόσο μοναδικό που δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις, όλοι οι χαρακτηρισμοί ταιριάζουν κι όλοι αταίριαστοι φαίνονται.
[1]Έτσι, τείνω να συμφωνήσω με το οπισ
θόφυλλο που μου’ χε φανεί τόσο υπερβολικό κι εμπορικό στην αρχή:
Κι όμως,
όλοι οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι δικαιολογημένοι, μπορούν να τεκμηριωθούν. Γιατί ο Σελίν, κατά τη γνώμη μου, υπερβαίνει κάθε φόρμα, κάθε καλούπι τεχνικής στο ύφος, ή ηθικής στο περιεχόμενο, γι’ αυτό και είχε θαυμαστές κι επικριτές απ’ όλους τους ιδεολογικούς χώρους. Στον τρόπο γραφής αλλά και στο περιεχόμενο εσωκλείει όλες τις αντιφάσεις κατά τρόπο διαλεκτικό, δεν προβάλλεται καλό-κακό, ωραίο-άσχημο, σωστό- λάθος. Δεν υπάρχει ηθική γραμμή, ούτε αισθητική εξομάλυνση, .. υπάρχει απόγνωση που φτάνει στον σαρκασμό, αλλά και χιούμορ με τα τραγελαφικά ανθρώπινα. Τον πόλεμο ή τις μικρότητες των ανθρώπων π.χ. τις προσεγγίζει μ’ έναν τρυφερό …κυνισμό, π.χ. όταν η σαχλή Λόλα μες στην τούρλα του πολέμου ρωτά και ξαναρωτά αν θα γίνουν …ιπποδρομίες (σελ. 74):
Το ενδεχόμενο να μην ξαναγίνουν ποτέ πια ιπποδρομίες στο Λονσάν την προβλημάτιζε. Η θλίψη του κόσμου κυριεύει τα όντα όπως μπορεί, πάντως καταφέρνει να τα κυριέψει σχεδόν πάντοτε.
Στα πρώτα κεφάλαια όπου ο Μπαρνταμύ συμμετέχει στον πόλεμο (γρήγορα απαλλάσσεται λόγω ψυχικής διαταραχής), οι ταλαιπωρίες στα χαρακώματα, οι άσκοπες πορείες και τα καψώνια είναι άνευ προηγουμένου· ο Σελίν δεν περιγράφει όμως μόνο,
(όπως π.χ. σελ.48:
Μετά την ποτίστρα έπρεπε να ξαναβρούμε την αγροικία και το σοκάκι απ’ όπου είχαμε έρθει, εκεί που νομίζαμε πως είχαμε αφήσει τη διμοιρία. Αν δεν ξαναβρίσκαμε τίποτα, το μόνο που μας έμενε ήταν να σωριαστούμε άλλη μια φορά ξυστά σε κάποιον τοίχο, για μια μόνο ώρα, αν απόμενε έστω και μια για να ρίξουμε έναν υπνάκο. Άμα είναι το επάγγελμά σου να σε σκοτώνουν, δεν πρέπει να κάνεις τον δύσκολο, πρέπει να καμώνεσαι πως η ζωή συνεχίζεται, αυτό είναι και το πιο ζόρικο, αυτό το ψέμα).
αλλά σχολιάζει ταυτόχρονα, με τον έντονο, προσωπικό, «συμμέτοχο»
[2] λόγο που τον διακρίνει:
Τι καλά που θα’ ταν σε μια χουζουράτη φυλακίτσα, έλεγα μέσα μου, όπου δεν περνάν τα βόλια!
Σελ. 37:
Η μεγάλη ήττα, σ’ όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σ’ έκανε να ψοφήσεις, και να ψοφήσεις δίχως ποτέ να καταλάβεις πόσο γομάρια είναι οι άνθρωποι. Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας , δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τους καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ό, τι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό για μια ζωή ολόκληρη.
Όμως το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» απέχει πολύ απ’ το να είναι ένα αντιπολεμικό έργο. Το ταξίδι στις εσχατιές της ανθρώπινης συνείδησης- όπως θα το παρέφραζα με κάποια τόλμη-
ξεκινά απ’ τις οριακές εμπειρίες του πολέμου (
Οι άγνωστοι στρατιώτες αστοχούσαν συνέχεια, μας περιζώναν όμως με τόσους θανάτους που ήταν σα να μας τους φορούσαν κατάσαρκα), για να προχωρήσει ακόμα πιο βαθιά όταν κλείνουν τον Μπαρνταμύ στο- στρατιωτικό- άσυλο, όταν συναντά τον ανθρώπινο παραλογισμό στην Αφρική, στη Νέα Υόρκη, στο Ντιτρόιτ, στην Τουλούζη, κι όταν τέλος επιστρέφει στο Παρίσι τη γενέτειρά του, στην πλατεία Κλισύ απ’ όπου ξεκίνησε. Ένα σχήμα κυκλικό, όπως επισημαίνει κι η μεταφράστρια, που προοικονομείται απ’ την πρώτη πρώτη φράση: “
Ca a debute comme
ca”. Ωστόσο, έχεις την αίσθηση ότι κάθε σταθμός είναι ένα είδος αναβαθμού σ’ αυτό το «ταξίδι στην άκρη της νύχτας»: καθώς πορεύεται ο Μπαρνταμύ, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην
«(απ)ανθρώπινη κωμωδία»3, και υιοθετεί όλο και περισσότερο το ρόλο του περιθωριακού παρατηρητή. Είναι ένας φουκαράς, ένα ανθρωπάκι, ένας απόκληρος (
Έρχεται μια στιγμή που’ σαι ολομόναχος, όταν φτάνεις στην άκρη όλων όσων μπορεί να σου συμβούν. Είναι η άκρη του κόσμου. Η ίδια λύπη, η δική σου, δεν σου αποκρίνεται πια τίποτα, και πρέπει να γυρίσεις πίσω, ανάμεσα στους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι. Δεν κάνεις τον δύσκολο κάτι τέτοιες στιγμές, αφού και για να κλάψεις ακόμα πρέπει να επιστρέψεις εκεί που όλα ξαναρχίζουν) Ο εκμηδενισμός του ανθρώπου σημαδεύει όλο και πιο βαθιά κάθε εμπειρία, όχι μόνο στον πόλεμο όπου αυτό είναι κατανοητό, αλλά και στο τρελάδικο ή στην αποικιοκρατούμενη Αφρική, στην Αμερική αλλά και στην μεσοπολεμική Γαλλία. Ο ανθρώπινος τραγέλαφος χρωματίζεται από το βλέμμα του Σελίν με κυνισμό, διεισδυτικότητα κι ευφυΐα, αλλά κυρίως μ’ αυτό τον λόγο τον αμφίσημο, που εγώ ονομάζω «διαλεκτικό». Ένα απλό, σχεδόν τυχαίο παράδειγμα:
Δεν ήταν άσχημη η κυρία Πουτά, θα μπορούσε μάλιστα να ‘ ναι κι αρκετά ωραία, σαν τόσες άλλες, μόνο που ήταν τόσο συνετή, τόσο δύσπιστη, που σταματούσε στο κατώφλι της ομορφιάς, σαν στο κατώφλι της ζωής, με τα κάπως πολύ χτενισμένα μαλλιά της, το κάπως πολύ εύκολο κι αιφνίδιο χαμόγελό της, τις κάπως πολύ σβέλτες ή πολύ μουλωχτές χειρονομίες της.Ορισμένα κεφάλαια στέκουν τόσο πολύ ως αυτόνομα που θα μπορούσε να’ ναι διηγήματα. Κατά τη γνώμη μου αριστουργήματα. Όπως τα δυο κεφάλαια στο άσυλο, όπου ο τρόφιμος των νοσοκομείων λοχίας Μπρανλεντόρ δίνει το «καλό παράδειγμα»:
(..) έτσι λοιπόν, μεταξύ δυο κρίσεων ασφυξίας, άμα περνούσε από κει κάνας γιατρός ή νοσοκόμα : «Νίκη! Νίκη! Θα νικήσουμε!» ούρλιαζε ο Μ. ή το μουρμούριζε μ’ όλα του τα πνευμόνια ή με τμήμα αυτών, κατά περίπτωση. Έχοντας γίνει έτσι συνεπής προς την πύρινη επιθετική φιλολογία, χάρη σε μια εύστοχη σκηνοθεσία, απολάμβανε την ύψιστη ηθική δημοτικότητα. Το’ χε πιάσει το κόλπο ο μάγκας.
Έτσι παραδειγματιζόμενοι οι υπόλοιποι τρόφιμοι άρχισαν να συναγωνίζονται σε υπερβολές, ιδιαίτερα μπροστά σε επισκέπτες περιωπής, όπως στην ηθοποιό της Κομεντί (
καθώς με ρωτούσε η θεά αυτή για την πολεμική μου δράση, της έδωσα τόσες λεπτομέρειες και τόσο ξαναμμένες και τόσο σπαρακτικές, που δε με άφηνε πια απ’ τα μάτια της. Υπό το κράτος μιας συγκίνησης διαρκείας, ζήτησε την άδεια ν’ αναθέσει σ’ έναν ποιητή εκ των θαυμαστών της ν’ απαθανατίσει σε στίχους τα πιο περιπαθή σημεία της αφήγησής μου0).
Όταν γίνεται η εκδήλωση:
Ήμουν βέβαια προετοιμασμένος, αλλά ένιωσα όσο να’ ναι πραγματική κατάπληξη, δεν μπόρεσα να κρύψω το σάστισμά μου στους διπλανούς μου ακούγοντάς τη να δονείται (…). Στις φαντασιοκοπίες, ο ποιητής της μου’ ριχνε στ’ αυτιά, πάει τέλειωσε, είχε τερατωδώς μεγεθύνει τις δικές μου, με τη βοήθεια των φλογερών στίχων του, των εξαίσιων επιθέτων του, που ξανάπεφταν βαρύγδουπα μες στην έκθαμβη και μεγαλειώδη σιωπή. (…) Δεν ξέρω πια ακριβώς τι συνέβαινε, πάντως ξύλο δεν έτρωγα. Ευτυχώς, τίποτα δεν είναι απίστευτο σε θέματα ηρωισμού.
Μπορεί να φαίνεται υπερβολικός μερικές φορές ο κυνισμός του Σελίν, ακραίος και «κακός», γεμάτος δηλαδή κακία. Είναι ένας λόγος σίγουρα φορτισμένος. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο ταξίδι του στην Αφρική. Η παρουσία του εκεί συναντά τέτοιο παραλογισμό που τον κάνει μισάνθρωπο.
Αναπόδραστα, ξυπνώντας ένα πρωί, βρεθήκαμε τυλιγμένοι θαρρείς σε μιαν ατμόσφαιρα ατμόλουτρου, απείρως χλιαρή, ανησυχητική. Σ’ αυτήν την απελπιστική χαύνωση της ζέστης, όλο το ανθρώπινο περιεχόμενο του βαποριού έπηξε σ’ ένα μαζικό μεθύσι. Αναδευόμασταν ράθυμα ανάμεσα στα καταστρώματα, σάμπως χταπόδια στον πάτο μπανιέρας με γλυφό νερό. Κι ήταν από κείνη τη στιγμή που είδαμε ν’ απλώνεται πάνω στο πετσί η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, εντελώς ασυμμάζευτη με λίγα λόγια, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο.
Η παρουσία του Μπαρνταμύ στο πλοίο που οδηγεί στην Αφρική είναι τόσο ξέταιρη και μυστήρια, που οι συνεπιβάτες τον απομονώνουν ως
εκκεντρικό, ιδιαζόντως αδιάντροπο, σαφώς ανυπόφορο. Εκείνος το αντιλαμβάνεται:
Ο φόβος φυλάει τα έρημα. Χάρη σε μια κάποια επιτηδειότητα, το μόνο που έχασα ήταν η ελάχιστη αξιοπρέπεια που μου έμεινε. Δε διστάζει να παίξει ολόκληρη παράσταση μπροστά σ’ όλους τους επιβάτες του πλοίου που ήταν έτοιμοι να τον λυντσάρουν, μια παράσταση καθωσπρεπισμού, κομφορμισμού, πατριδολατρίας κλπ.
Σελ. 149:
Σταδιακά, ενόσω διαρκούσε αυτή η ταπεινωτική δοκιμασία, ένιωθα το φιλότιμό μου, που’ ταν ήδη έτοιμο να μ’ εγκαταλείψει, να ξεθωριάζει ακόμα παραπάνω, κι έπειτα να μ’ αφήνει, να με παρατάει εντελώς, τρόπον τινα επισήμως. Ό, τι κι αν λέμε, είναι μια πολύ ευχάριστη στιγμή. Ύστερα από εκείνο το επεισόδιο, έγινα δια παντός αφάνταστα ελεύθερος κι ανάλαφρος, ηθικά εννοώ. Ίσως αυτό που χρειάζεσαι περισσότερο για να τη σκαπουλάρεις στη ζωή να είναι ο φόβος. Εγώ πάντως, από κείνη τη μέρα, δεν επιζήτησα πια άλλα όπλα ή άλλες αρετές.
Η αποστολή στην Αφρική ήταν ένας ακόμα τραγέλαφος, ένα σκαλοπάτι πιο βαθιά στον παραλογισμό και τον εξευτελισμό, αλλά πάλι μας αιφνιδιάζει ο Σελίν, που ενώ έφτασε στο αποκορύφωμα του κυνισμού, αφήνει από κάποιες χαραμάδες να διαρρέουν συναισθήματα λυρικά απέναντι στο μεγαλείο του ασήμαντου και γελοίου λοχία Αλσίντ. Η περιγραφή των γυμνασίων των πολιτοφυλάκων του λοχία Αλσίντ που ξεβιδώνονταν πρόθυμα κάθε πρωί χωρίς καθόλου εξοπλισμό είναι ξεκαρδιστική, ωστόσο ο άνθρωπος ζούσε στην κόλαση για να στέλνει λεφτά, όπως εκμυστηρεύεται κάποια στιγμή στον Μπαρνταμύ, στην ορφανή του ανιψιά στην Αγγλία:
Ήταν φανερό ότι ο Άλσίντ κυκλοφορούσε μ’ άνεση μες στο μεγαλειώδες, σαν στο σπίτι του ούτως ειπείν, μιλούσε στους αγγέλους με το «συ» αυτός ο τύπος, και δεν τον έπαιρνες χαμπάρι. Είχε προσφέρει, δίχως καλά καλά να το καταλάβει, σε μια κοπελίτσα, μακρινή συγγενή του, χρόνια μαρτυρίου, την εκμηδένιση της φτωχής του ζωής σ’ αυτή τη ζεστή μονοτονία, δίχως όρους, δίχως παζάρι, δίχως συμφέρον άλλο απ’ αυτό της καλής του καρδιάς. Πρόσφερε σ’ εκείνο το μακρινό κοριτσάκι αρκετή τρυφερότητα για να ξαναγίνει ο κόσμος απ’ την αρχή, κι αυτό δεν το’ βλεπε κανείς.
Τέτοιες στιγμές λυρισμού και τρυφερότητας θα δούμε και για τη μικρή πόρνη Μόλλυ στη Νέα Υόρκη, όπως και για το παιδί του θυρωρού Μπεμπέρ που χάνει τη ζωή του όταν στη Γαλλία πια ο Μπαρνταμύ εξασκεί το επάγγελμα του γιατρού.
Επόμενος αναβαθμός: Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 20:
Φανταστείτε πως ήταν ορθή η πόλη τους, ολόισια. Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ορθή. Κι είχαμε βέβαια ξαναδεί πόλεις και πόλεις εμείς, ωραίες, και λιμάνια, σπουδαία μάλιστα! Μα στους τόπους μας είναι ξάπλα οι πόλεις, στην παραλία ή στην όχθη των ποταμών, πλαγιάζουν στο τοπίο, περιμένουν τον ταξιδιώτη, ενώ, τούτη εδώ, η Αμερικάνα, δεν λίγωνε, όχι, στεκόταν ντούρα, εκεί, διόλου ερωτιάρα, τόσο ντούρα που σε τρόμαζε.Είναι απίστευτο πόσο ταιριαστά είναι τα όσα περιγράφει ο συγγραφέας το 1932 για τη ζωή τού σήμερα
(…στοίβες ύλης κι εμπορικών κυψελών, ατέλειωτες μεταλλικές κατασκευές, απαίσιο σύστημα εμποδίων από τούβλα, διαδρόμους, σύρτες, ταμεία, ένα αρχιτεκτονικό μαρτύριο, γιγαντιαίο, ανεξιλέωτο). Η Αμερική τον εκμηδενίζει ακόμα περισσότερο:
Πάντα φοβόμουνα μήπως ήμουν λίγο πολύ κενός, μήπως δεν είχα κοντολογίς, κανένα σοβαρό λόγο να υπάρχω. Τώρα βεβαιώθηκα έμπρακτα για το ατομικό μου τίποτα. Σ’ αυτό το περιβάλλον, το τόσο διαφορετικό από κείνο των ποταπών μου συνηθειών, είχα αυτοστιγμεί διαλυθεί.
Και:
Στο δρόμο που είχα επιλέξει, πραγματικά τον πιο στενό απ’ όλους, όχι φαρδύτερο από ένα μεγάλο ρυάκι του τόπου μας, βαδίζαν ήδη άλλοι τόσοι άνθρωποι, που με πήραν μαζί τους σα σκιά. Ανεβαίναν όπως κι εγώ προς την πόλη, προς το μεροκάματο σίγουρα, με τη μύτη σκυμμένη. Ήταν οι απανταχού φτωχοί.
Με τους «απανταχού φτωχούς συντάσσεται ο Μπαρνταμύ, ακόμα κι όταν γυρίζει στη Γαλλία και γίνεται γιατρός (δεν αναφέρεται καθόλου στις εξαετείς σπουδές που, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε διακόψει ο πόλεμος). Είναι ο γιατρός των «φτωχών» στα παρηκμασμένα προάστια του Παρισιού, «ανήμπορος γιατρός των καθημαγμένων» όπως επισημαίνει στο επίμετρο η μεταφράστρια Σ. Μαργέλλου. Η μιζέρια που συναντά είναι απίστευτη
(τους άφηνα να με κάνουν ό, τι θέλαν, να μου λένε ψέματα. Μ’ είχαν στο χέρι οι ασθενείς, κλαψούριζαν κάθε μέρα πιο πολύ, ήμουν στο έλεός τους. Από ασχήμια σε ασχήμια, μου’ δειχναν συνάμα όλα όσα έκρυβαν στο μαγαζί της ψυχής τους/ δεν τις πληρώνεις ποτέ πολύ ακριβά αυτές τις αθλιότητες. Μόνο που σου γλιστράν απ’ τα δάχτυλα σαν γλοιώδη φίδια) και τα επεισόδια άπειρα, περιστατικά «ήττας», αδιέξοδου αλλά και μεγαλείου. Ενίοτε μικροπρεπής κι εκδικητικός, με τον αμοραλισμό που συνοδεύει την απελπισία, γίνεται ένα με τις λούμπεν γειτονιές όπου δουλεέι χωρίς αμοιβή.
(Έστηνα για μια ακόμα φορά τις δυο τρεις αναμενόμενες επαγγελματικές παρωδίες μου/ ποτέ δεν κατάφερνα να νιώσω εντελώς αθώος για τις συμφορές που τυχαίναν). Η τυχοδιωκτική του φύση τον εμπλέκει σ’ έναν …θίασο όπου κάνει τον κομπάρσο, αλλά τέλος καταλήγει σε μια ψυχιατρική κλινική (της πλάκας), ως γιατρός αυτή τη φορά.
Ομολογώ ότι στις τελευταίες αυτές σελίδες το ενδιαφέρον δεν έχει την καυτή ένταση που είχε όλο το υπόλοιπο βιβλίο. Στην καθημερινότητα του Μπαρνταμύ έχει εγκαθιδρυθεί με ανεπιθύμητο τρόπο ο Ροβινσώνας Λεόν, ένας τυχοδιώκτης μάλλον άχρωμος αλλά αδίστακτος και μικροαπατεώνας, με τον οποίο είχε συναντηθεί στον πόλεμο, στην Αφρική, στη Νέα Υόρκη, και είναι κάτι σαν το alter ego του ήρωα. Η «πλοκή» εξελίσσεται με ερωτοδουλειές, πάθη και μίση, φονικό και το «ταξίδι» καταλήγει στον θάνατο, όχι βέβαια του ήρωα αφηγητή, αλλά της «σκιάς» του, του δεύτερου εαυτού του, δηλαδή του Ροβινσώνα. Ένας θάνατος αντιηρωικός, λίγο απροσδόκητος, λίγο γελοίος.
Πέρα μακριά, ήταν η θάλασσα. Μα εμένα δεν μου απόμενε τώρα πια φαντασία για τη θάλασσα. Είχα άλλα να κάνω. Όσο κι αν πάσχιζα να χαθώ για να μην ξαναβρεθώ μπροστά στη ζωή μου, την ξανάβρισκα παντού, απλούστατα. Επέστρεφα στον εαυτό μου. Η δική μου τσάρκα είχε πάρει τέλος. ( απ το τελευταίο κεφ.)
Δε διέκρινα ίχνος ρατσισμού ή φασισμού στο βιβλίο αυτό, που γράφτηκε βέβαια πολύ πριν τη συγγραφή των αντισημιτικών λιβέλλων για τους οποίους καταδικάστηκε ο Σελίν. Αντίθετα, είναι τόσο διαλεκτικό, διεισδυτικό και «πολυπρισματικό» το ύφος, που θα’ λεγε κανείς, ότι απ’ τη φύση του αντιστρατεύεται τη μονολιθικότητα των παραπάνω δογμάτων. Στην περίπτωση ατή ταιριάζουν απόλυτα τα λόγια του Κούντερα «
το αληθινό μυθιστόρημα εχθαίρεται εκ φύσεως το μανιχαϊστικό, το στερεότυπο, το προερμηνευμένο». Ένα μυθιστόρημα που πάει πέρα απ’ το καλό το κακό το ηθικό το σωστό περικλείοντάς τα ταυτόχρονα, που συναιρεί τις αντιθέσεις χωρίς να τις αγνοεί, «
είναι ασύμβατο με σύμπαν του ολοκληρωτισμού», γιατί «Η μυθιστορηματική σκέψη δεν κρίνει· δεν διακηρύσσει αλήθειες· αναρωτιέται, εκπλήσσεται, εξετάζει…»
Έτσι, μου φαίνεται πραγματικά σκάνδαλο, σκάνδαλο του πνεύματος, ο ίδιος άνθρωπος να έγραψε αυτό το βιβλίο και να κάνει λίγα χρόνια αργότερα με πάθος τόσο δογματικές και ακραίες διακηρύξεις.
(Είναι ίσως και τα γηρατειά που’ ρχονται, προδοτικά, και σ’ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι).
Δεν έχω τα μέσα και τις γνώσεις να κρίνω το «φαινόμενο Σελίν», μόνο θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω στο πολύ κατατοπιστικό αφιέρωμα της «Βιβλιοθήκης» της Ελευθεροτυπίας
εδώ, καθώς και στη δημοσίευση του "Ίκαρου"
εδώ.
Τέλος, η δυσκολία να «κατατάξει», να εντάξει κανείς τον Σελίν, καθώς κι ο σχετικός κομφορμισμός των ύστερων χρόνων της ζωής του, έστω ο σάλος που ξεσήκωσε η ανίφαση της ζωής του, είναι κοινά στοιχεία με το άλλο «τέρας» του 20ου αι. τον Αρθούρο Ρεμπώ.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Σελίν: Το μόνο που έχω είναι το ύφος, τίποτε άλλο. Δεν υπάρχουν μηνύματα στο βιβλίο μου, αυτά είναι υπόθεση της εκκλησίας.
[2] Δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει και να μη συγχαρεί την εξαιρετική μεταφράστρια του δύσκολου έργου αυτού Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, η οποία στο Επίμετρο του βιβλίου («Η (απ)ανθρώπινη κωμωδία)» ) σημειώνει τα εξής:
Να ποια ήταν η τεράστια καινοτομία του Σελίν. Η συμμέτοχη γλώσσα, μια γλώσσα απολύτως προσωπική και γι’ αυτό συλλογική, τερατώδης και γι ΄αυτό αληθινή, λασπερή και γι’ αυτό δροσερή, τραγική και γι’ αυτό εκρηκτικά κωμική. Κράμα καθαρεύουσας και καθομιλουμένης, επιστημονικής διαλέκτου και αισχρολογίας, νεολογισμών και αρχαϊσμών αντλημένων από όλο το βάθος της γαλλικής λαλιάς
Έμελλε, εν ολίγοις, να ειπωθεί με λέξεις της αληθινής λογοτεχνίας- δηλαδή με τις λέξεις της σακατεμένης, οργισμένης και καταγέλαστης σάρκας- η «δυστυχία του πολιτισμού», αποτυπωμένη ήδη το 1929 από τον Φρόυντ με τις λέξεις της ψυχανάλυσης. «Ήξερα εγώ τι γύρευαν, τι κρύβαν πίσω από το υφάκι τους το σαν να μη συμβαίνει τίποτα οι άνθρωποι. Να σκοτώσουν και να σκοτωθούν θέλαν» είπε ο Μπαρνταμού, και ο διεισδυτικός Ζωρζ Μπατάιγ τον κατάλαβε απολύτως. Αυτή η τρομακτική «ενόρμηση θανάτου» όφελε να σαρκωθεί και μάλιστα να σωματοποιηθεί σε μια γλώσσα συμμέτοχη στο είναι, στην οργή και στην ανημπόρια, στη φάρσα και στην ήττα του είναι.
.
3 Τίτλος του επίμετρου της μεταφράστριας Σεσίλ Ίγγλεση Μαργέλλου