Παρασκευή, Ιουλίου 12, 2019

Αυτός που ήρθε απ’ έξω, Ρομπέρ Λινάρ


«Δείξ’ του, Μουλούντ», η πρώτη φράση του βιβλίου. In medias res. Ο μετανάστης εργάτης να δείξει τη δουλειά στον Γάλλο εργάτη, στην αλυσίδα παραγωγής Ντεσεβώ. Αρχικά στο τμήμα συγκόλλησης. Έντονη μυρωδιά, θόρυβος, αυτοματοποίηση, κατακερματισμός του χρόνου, της εργασίας, του ανθρώπου. Η αλλοτρίωση της εργασίας, η αποξένωση του εργάτη από το προϊόν παραγωγής, η υπεραξία∙ όλα αυτά (τα «μαρξιστικά») εκφρασμένα με εξαιρετικό, μυθιστορηματικό τρόπο όπου ο κοινωνικός προβληματισμός συνυφαίνεται με το καθημερινό, με το ανθρώπινο, με το συναίσθημα. Αυτό που εντυπωσιάζει στη σύντομη αυτή αφήγηση είναι ότι οι ιδέες του αριστερού -ξύλινου συνήθως- λόγου, συμπλέκονται με τρομερή ευαισθησία και συνάγονται μέσα από το προσωπικό βίωμα.  
 Βρισκόμαστε στο εργοστάσιο Σιτροέν στο Πορτ ντε Σουαζύ, λίγο μετά τον Μάη του ’68. Συνθήκες που θυμίζουν απόλυτα τους «Μοντέρνους καιρούς»,  μόνο που δεν είναι η υπερβολή της βουβής ταινίας, είναι η πραγματικότητα. Ο ήρωάς μας και αφηγητής είναι ένας από τους «εγκατεστημένους»[1], φοιτητής που παριστάνει τον υπεράνω υποψίας «μισοεπαρχιώτη» (αμόρφωτο και ανειδίκευτο), κι έχει απώτερο σκοπό να διεισδύσει στην καρδιά του συστήματος διαβρώνοντάς το και ανατρέποντας τις άθλιες συνθήκες προς όφελος της εργατικής τάξης μέσα από οργανωτική δουλειά (για μένα η πρόσληψη διανοουμένων δεν μπορεί παρά να έχει πολιτικό νόημα).
Δεν είναι βέβαια απλά τα πράγματα όταν έρχεται σε άμεση επαφή με την «αδρή» ύλη! Η σωματική εξόντωση (πόνος από την επανάληψη πανομοιότυπων κινήσεων, πληγές στα χέρια, ορθοστασία, αλλεργίες, δύσπνοια, βήχας κ.α.) και η καταθλιπτική ατμόσφαιρα φυλακής αρχικά, καταλύουν κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα. Η αδεξιότητα του διανοούμενου, ο αργός ρυθμός, η σύγχυση στις αυτόματες κινήσεις που καλείται να κάνει ασταμάτητα  έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του στην ιεραρχία: τον έχουν κατατάξει στην 2η κατηγορία εργατών (όλες είναι 6), μόνο και μόνο επειδή είναι Γάλλος. Η ανικανότητά του όμως τον αναγκάζει να αλλάξει τουλάχιστον τρία –τέσσερα πόστα (καλάι, τζάμια, κούνιες κλπ) που μας τα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια αφήνοντάς μας άναυδους μπροστά στην μελετημένη μηχανικότητα των κινήσεων, την ακρίβεια στον καταμερισμό του χρόνου και την άνωθεν πίεση για παραγωγικότητα. Η διαφορετικότητα, οι πολλές ατομικές συγκλονιστικές περιπτώσεις (ο καθένας απ’ αυτούς που δουλεύουν εδώ έχει μια περίπλοκη ατομική ιστορία συχνά πιο συνταρακτική και πιο περιπετειώδη από εκείνη του φοιτητή που έγινε προσωρινά εργάτης), η σιωπή στην οποία είναι βυθισμένοι οι διάφοροι χαρακτήρες που τον περιστοιχίζουν ενισχύουν την ανημπόρια του ήρωα όσο αφορά τη χειρωνακτική δουλειά (ονειρευόμουν τον εαυτό μου φλογερό προαπαγανδιστή, και να’ μαι τώρα, παθητικός εργάτης).
Καθώς σιγά σιγά προσαρμόζεται ο ήρωάς μας, οι σωματικές επιπτώσεις αμβλύνονται για να προβληθεί σε πρώτο πλάνο το συναίσθημα της… αναισθησίας: "θα μπορούσες να βουλιάξεις μέσα στη νάρκη του τίποτα και να βλέπεις τους μήνες να περνούν, ίσως τα χρόνια/ξεχνάς ακόμα και τις ίδιες τις αιτίες της παρουσίας σου. Να ικανοποιείσαι απ’ αυτό το θαύμα: επιβιώνεις. Να συνηθίζεις. Φαίνεται πως μπορούμε να συνηθίσουμε τα πάντα. Ν’ αφήνεσαι να βυθιστείς μέσα στη μάζα. Να μετριάζεις τα σοκ. Ν’ αποφεύγεις τους τρανταγμούς, προσέχοντας κάθε τι που χαλάει τις συνήθειες. Αναζητώντας καταφύγιο σε μια υπο- ζωή". Πέρα από την αναισθητοποίηση όμως, υπάρχει και ο ΦΟΒΟΣ (δύσκολα να τον προσδιορίσεις/ο φόβος είναι κομμάτι του εργοστασίου, είναι ένας από τους ζωτικούς μηχανισμούς του/ ο φόβος βγαίνει σαν πύον από το εργοστάσιο, γιατί το εργοστάσιο στο πιο στοιχειώδες, στο πιο ευδιάκριτο επίπεδο, απειλεί σε μόνιμη βάση τους ανθρώπους που χρησιμοποιεί). Ο μηχανισμός  της εξουσίας υποδουλώνει το σώμα, ταπεινώνει, αντιμετωπίζει τους εργάτες σαν πιθανούς κλέφτες, εκβιάζει, και φυσικά κορυφώνει τις μεθόδους του στην περίπτωση της απεργίας (εντατικοποίηση, έλεγχος εξοντωτικός, ατομική κλήση/απειλή κάθε εργάτη, μετάθεση των σημαντικών στελεχών της απεργίας).
  Η αγωνία, η ανασφάλεια, η ταπείνωση είναι πάντα παρούσες για να κρατούν υποταγμένο το φρόνημα∙ η «δικτατορία» του αντικειμένου εκμηδενίζει το ανθρώπινο στοιχείο, είναι η κινητήρια δύναμη για την παραγωγή (έλεγχος και ξανά έλεγχος για το παραμικρό ψεγάδι π.χ. στη βαφή (δεν είναι πια ένα αυτοκίνητο που πουλιέται αλλά ένα αστραφτερό όνειρο/αυτό που μετράει είναι αν αστράφτει μέσα στη βιτρίνα της έκθεσης/αστράφτει από παντού το αυτοκίνητο που κατασκευάζεται. Μας κοροϊδεύει. Μας περιφρονεί. Γι αυτό, μονάχα γι’ αυτό ανάβουν τα φώτα της μεγάλης αλυσίδας. Εμάς μας σκεπάζει μια αόρατη νύχτα).
Ωστόσο,  μέσα σ’ αυτό το στενό πλαίσιο όπου τα πάντα λειτουργούν σαν ωρολογιακός μηχανισμός, παρόλα  τα ασφυκτικά διαλείμματα (πόση αντίδραση όταν η εργοδοσία τους έκλεψε ένα ολόκληρο λεπτό!), δημιουργείται ένα δίκτυο «αληθινών» σχέσεων, ανθρώπων τόσο διαφορετικών  μεταξύ τους (ανακατεμένοι, διασκορπισμένοι, χωρισμένοι, πάντα διαφορετικοί και πάντα κοντινοί)∙ καθένας δουλεύει με τον δικό του ρυθμό και το δικό του στυλ προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στη σωματική και ηθική εξόντωση. Ο Ζωρζ, «αρχηγός» της ομάδας των Γιουγκοσλάβων που αλληλοβοηθιούνται παραδειγματικά, ο δεκαοχτάχρονος βρεττόνος Κριστιάν, ο Γάλλος ηλικιωμένος Σιμόν (με λερωμένο ποινικό μητρώο για παραβίαση κατοικία: του έκαναν έξωση και γύρισε να πάρει κάποια δικά του πράγματα!!), ο Αλγερίνος Σαντόκ (θα μπορούσες δηλαδή να είσαι καθηγητής και να δουλεύεις σ’ ένα γραφείο; Είσαι τρελός!), ο παπάς συνδικαλιστής Κλάτζμαν, ο αγωνιστής Πρίμο ο Σικελός – ο πιο σκληροπυρηνικός, κ.α. Όλοι διαγράφονται ως ανθρώπινοι τύποι αλλά και χαρακτήρες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μαζί μ’ αυτούς και τα αφεντικά, παντός είδους  υπεύθυνοι,  τα «μαντρόσκυλα», οι επιστάτες, χαφιέδες, προσωπάρχες, οι διερμηνείς (στην πλειοψηφία οι εργάτες είναι μετανάστες), ο διευθυντής.
Η απεργία
Στο πρώτο μισό λοιπόν του μικρού βιβλίου βλέπουμε με πολύ ανάγλυφο τρόπο την κατάσταση των προλετάριων και τις προσπάθειες του διανοούμενού μας να προσαρμοστεί. Όμως το πραγματικό ενδιαφέρον βρίσκεται όταν ο κλοιός σφίγγει, η μέγγενη γίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη κι αυτό συμβαίνει όταν οι εργαζόμενοι επιτέλους οργανώνουν την αντίστασή τους.
Γιατί,  όλο αυτό είναι ένα καζάνι που σιγοβράζει και θέλει μια μικρή αφορμή για να ξεσπάσει. Καθώς πληθαίνουν τα προβλήματα μια μικρή ανακοίνωση είναι αυτή που θα πυροδοτήσει την κρυμμένη αντίδραση: η εργοδοσία ζητάει «αναπλήρωση», δηλαδή ζητά να αποζημιωθεί για τις παραχωρήσεις της τις μέρες της εξέγερσης του Μάη, με το να αυξήσει το ωράριο!
Έτσι, μπαίνει η σπίθα της αμφισβήτησης, της άρνησης, της αντίστασης.  Όσοι βρίσκονται ήδη σε επιφυλακή βρίσκουν τρόπους να συσπειρωθούν. Αποφασίζουν να δράσουν αυτόνομα εκτός συνδικάτου (το σωματείο (C.G.T.) στα μάτια των περισσοτέρων εργατών είναι πουλημένο. Υπάρχει όμως και η C.F.T. που ελέγχει την εργοστασιακή επιτροπή της Σιτροέν την εποχή ου μιλάμε, που είναι φασιστικό όργανο της εργοδοσίας), που σημαίνει «όλα πρέπει να γίνουν απ’ την αρχή, πόστο με πόστο, άνθρωπο με άνθρωπο». Ο ταξικός πόλεμος, στο επίπεδο του χαρακώματος. Γράφουν προκήρυξη σε πολλές γλώσσες, προβληματίζονται για το κείμενο της προκήρυξης, οικοδομούν την απεργία (είχαμε επιτέλους αποκτήσει έναν κοινό ορίζοντα και πήραμε τη συνήθεια να τον διευρύνουμε/με το μοίρασμα των προκηρύξεων, τις μικρές συγκεντρώσεις μας στα τμήματα, τις συνελεύσεις  της επιτροπής βάσης, την πυρετώδη παρακολούθηση των επιτυχιών μας, εκείνος ο μήνας της προπαγάνδας ήταν ένας μήνας ευτυχίας).
Η επιτυχία της πρώτης μέρας (στην ουσία επρόκειτο για «στάση εργασίας») προκάλεσε σπασμούς στον απεργοσπαστικό μηχανισμό, που κάθε μέρα σφίγγει τη βίδα πιο πολύ (θα πρέπει να ανοίγεις την πόρτα της υποταγής για να κερδίσεις την ηρεμία σου): απειλητικοί έλεγχοι, εκβιασμοί, προσωπικοποίηση των απειλών μεταθέσεις των πιο επικίνδυνων - απολύσεις μετά την 3η μέρα. Το πακέτο, όπως είναι γνωστό περιλαμβάνει και εξαναγκασμό σε παραίτηση, του Κριστιάν, του Πρίμο ή σε μετάθεση ώστε να μη γενικεύεται η αντίδραση.  Ακολουθεί συμπλοκή, καταστολή, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι λυγίζουν, κάποιοι αντιστέκονται. Στο τέλος μένει ένας σταθερός αριθμός 50 ατόμων που δεν επηρεάζει την παραγωγή. Όμως η καταδίωξη φυσικά και συνεχίστηκε (οι εργάτες δίνουν μεγάλη σημασία στα σύμβολα; Το ίδιο και τα αφεντικά. Δεν αρκεί να τους  απεργίας  υποχρεώσουν να παράγουν. Πρέπει και να τους γονατίσουν. Ο βίος γίνεται αβίωτος για τα πιο αλύγιστα στελέχη του αγώνα.
Ο αφηγητής/συγγραφέας/πρωταγωνιστής μας βρίσκεται σε απομόνωση (σ’ ένα πόστο όπου του επιβάλλεται η σιωπή) αλλά παρακολουθεί άγρυπνα όλο αυτόν τον μηχανισμό που τσακίζει την απεργία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όταν αποσοβείται ο «κίνδυνος» της παραγωγής, επιστρέφει σε νέο πόστο στο κέντρο της παραγωγής, όμως η προοπτική των διακοπών του Αυγούστου (πέραν του ότι θα κλείσει αυτή η μονάδα της Σιτροέν) λύνει τα χέρια της εργοδοσίας για νέα σχέδια «ορθολογικοποίησης» και  νέες ταπεινώσεις.
Όσο για τον νεαρό φοιτητή μας… απολύεται άδοξα (θα προτιμούσα μια πιο επική απόλυση!), όλοι σκορπίζουν, όλοι ξεχνούν. Άδοξα; Ίσως αυτό που του εκμυστηρεύτηκε ο απολυμένος Πρίμο, τις μέρες καταστολής της απεργία είναι και το απόσταγμα όλης αυτής της περιόδου:
«Να ξέρεις, ε, η απεργία μας δεν ήταν αποτυχία. Δεν ήταν αποτυχία γιατί…»
Σταματάει, ψάχνει να βρει τις λέξεις.
…Γιατί είμαστε όλοι ευχαριστημένοι που την κάναμε. Όλοι. Ναι, ακόμα κι εκείνοι που υποχρεώθηκαν να φύγουν, κι εκείνοι που τους άλλαξαν θέση, είναι ευχαριστημένοι που την έκαναν. Τώρα πια οι υπεύθυνοι είναι πιο προσεκτικοί. Η διεύθυνση πήρε την απεργία στα σοβαρά, σαν μια προειδοποίηση. Μιλούν γι αυτήν ακόμα και στ’ άλλα εργοστάσια της Σιτροέν. Αυτή η απεργία είναι η απόδειξη πως μπορείς να παλέψεις ακόμα και στα πιο δύσκολα εργοστάσια.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Όρος που κυριάρχησε στη Γαλλία μετά το κίνημα του Μάη του ’68 και αφορά εκατοντάδες φοιτητές/αγωνιστές που εγκατέλειψαν τα πανεπιστήμια και πήγαν να δουλέψουν στα εργοστάσια ως ανειδίκευτοι εργάτες με σκοπό να κάνουν οργανωτική δουλειά. Όπως γράφει και στο βιβλίο η «έξοδος» αυτή έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, κυρίως ανάμεσα στους ανειδίκευτους εργάτες που στην πλειοψηφια τους ήταν μετανάστες και εργάτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: