Όλοι γνωρίζουμε την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα που είχαν και διατηρούν ακόμα τα «γιαλιά» [1] στην περιοχή του Βόσπορου και των Πριγκιποννήσων, τις τεράστιες αριστοκρατικές ξύλινες επαύλεις χτισμένες πάνω στην όχθη χωρίς να μεσολαβεί κάποιος ελεύθερος χώρος εκτός απ' την απαραίτητη προκυμαία (στις παραλιακές επαύλεις-είδος κατοικίας που δεν υπήρχε στα βυζαντινά χρόνια- οι άνθρωποι διήγαν έναν τρόπο ζωής καθαρά τουρκικό, και, παρά την ευρωπαϊκή εκπαίδευση που δινόταν στα παιδιά, η ζωή στα γιαλιά απηχούσε τον τουρκικό πολιτισμό).
Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, αλλά πατάει και σε παραμυθιακά στοιχεία, όπως η ξεπεσμένη αρχόντισσα, η κακιά νύφη, ο μεγάλος μοιραίος έρωτας, απότομη μεταβολή της τύχης, οι άνθρωποι οι άξεστοι, κακοποιημένοι και στερημένοι που με την αγάπη μεταμορφώνονται ενσαρκώνοντας την αξία της ανθρωπιάς. Το νόημα της αγάπης αναδεικνύεται έμμεσα, χωρίς υπογραμμίσεις, ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε να διεισδύει ο σύγχρονος δυτικός τρόπος ζωής στους ανατολίτικους ρυθμούς και να διαβρώνει τις πατροπαράδοτες αξίες. Αληθοφάνεια σε συνδυασμό με το σασπένς, την διεισδυτική ψυχογράφηση και τη φαντασία είναι τα χαρακτηριστικά που συναρπάζουν τον -ρομαντικό;- αναγνώστη.
Σε μια τέτοια έπαυλη, σ’ένα από αυτά τα περίφημα «γιαλιά» λοιπόν, έζησε όλη της τη ζωή η «γηραιά κυρία» Λεϋλά, όπως η ίδια ήθελε να την αποκαλούν (και όχι χανούμ/κυρία ή θεία), μέχρι που αναγκάστηκε, με τον θάνατο του παππού της, να πουλήσει την έπαυλη στον Σαλίχ μπέη. Κράτησε όμως τον τίτλο ιδιοκτησίας του μικρού μονώροφου παράσπιτου, που παλιότερα ήταν το σπιτάκι του κηπουρού, κι έζησε εκεί ολομόναχη από 19χρονών. Ο νέος ιδιοκτήτης όμως του κυρίως σπιτιού, Ομέρ Τζεβχέρογλου με την απαράδεκτη σύζυγό του Νετζλά, της κάνει τώρα έξωση με πλαστό έγγραφο από γιατρό (ότι τάχα η Λεϋλά έχει ψυχική νόσο). Η πρώτη πρώτη λοιπόν σκηνή του βιβλίου δείχνει την Λεϋλά καθισμένη πάνω στις βαλίτσες έξω απ’ τον κήπο, να στέκεται αξιοπρεπής για δυο μερόνυχτα επαναλαμβάνοντας «Εγώ γεννήθηκα στο γιαλί, σ’ αυτό έζησα όλη μου τη ζωή κι εδώ σκοπεύω να πεθάνω. Δεν μπορώ να πάω πουθενά αλλού», ενώ γείτονες και γνωστοί -που την αγαπούσαν και την σέβονταν- προσπαθούν να της εξηγήσουν τα… ανεξήγητα.
Η 77χρονη Λεϋλά, δισεγγονή του Βόσνιου πρόσφυγα («μουχατζίρ από τη Ρούμελη»), που από Μικρή Κυρία έχει γίνει τώρα «Μεγάλη Κυρά», έχει μεγαλώσει με τη γιαγιά και τον παράλυτο παππού, τον Μπόσναλι Αμπντουλλάχ Αβνί πασά που ήταν ένας από τους αξιωματικούς που πολέμησαν στον πόλεμο «για να μη χαθεί η Ρούμελη» (η απώλεια των εδαφών της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη θεωρούνταν στο σπίτι εκείνο κάτι σαν τον θάνατο αγαπημένου μέλους της οικογένειας, που το πένθος του θα διαρκούσε για πάντα. Αργότερα η Λεϋλά θα αντιλαμβανόταν ότι αυτό για την οικογένεια ήταν μια ανοιχτή πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ). Κι άλλες πληγές όμως κρύβει η οικογενειακή ιστορία της Λεϋλά, και πρώτο πρώτο το τρομερό μυστικό της καταγωγής της: η μητέρα της Χαντάν πέθανε στη γέννα, αφού είχε ερωτευτεί παράφορα τον Εγγλέζο λοχαγό Ρόμπερτ Ουίτακερ, αξιωματικό των εγγλέζικων δυνάμεων κατοχής (επομένως «εχθρό» του έθνους). Ο κεραυνοβόλος έρωτας ήταν αμοιβαίος, κι απ’ τις κρυφές συναντήσεις γεννήθηκε η Λεϋλά. Ωστόσο η ντροπή ήταν τόσο μεγάλη που ο θείος Ιζέτ Κεμάλ εκδικήθηκε στήνοντας ενέδρα και σκοτώνοντας τον Ουίτακερ, ενώ λίγο αργότερα θα δολοφονηθεί κι ο ίδιος.
Αυτή η περήφανη λοιπόν γυναίκα, με την αριστοκρατική καλλιέργεια και μόρφωση και το βαρύ παρελθόν, βρέθηκε στον δρόμο μέχρι που την συνάντησε ο δημοσιογράφος Γιουσούφ, ο γιος του κηπουρού (στο σπιτάκι του οποίου έμενε η Λεϋλά στα τελευταία χρόνια της ζωής της) και αναλαμβάνει την κάλυψη της είδησης ότι «μια τρελή κάθεται μπροστά στην πόρτα του γιαλιού των Μπόσναλι» (την ξέρω αυτήν την γυναίκα. Δεν είναι καμιά τρελή).
Ο Γιουσούφ είναι το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας και, ναι, την ήξερε την Λεϋλά από μικρό παιδί, την θαύμαζε, την αγαπούσε. Ήταν η μόνη από τους ενήλικες που του φερόταν όπως ακριβώς φερόταν και σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Του έδινε χαρτζιλίκι, σύκα ή γιασεμιά, και είχε όμορφα πράγματα στο σπίτι της. Τα παιδικά του χρόνια ήταν συνδεδεμένα με τον όμορφο κήπο με τις μανόλιες, τις ροδιές, τις πορτοκαλιές, σπάνια τριαντάφυλλα και λουλούδια. Έτσι ο Γιουσούφ, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου παρεμβαίνει παίρνοντας «προσωρινά» την Κυρά στο σπίτι του, κι εκείνη δέχτηκε μετά την υπόσχεση ότι θα κάνουν «τα πάντα για την ακύρωση του ψεύτικου χαρτιού».
Στο σημείο αυτό της αφήγησης μπαίνει και το τρίτο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η συγκάτοικος/ερωμένη του Γιουσούφ, η Ρουκιέ (ή Ρόξυ επί το καλλιτεχνικότερον, εφόσον είναι συνθέτης και τραγουδίστρια χιπ-χοπ)! Ο Γιουσούφ από μεγαλοψυχία κάλεσε μεν την Λεϋλά στο σπίτι του, ή μάλλον στο διαμέρισμά του, αλλά όταν το συνειδητοποίησε, τον έπιασε πανικός! Γιατί εδώ και πέντε μήνες είναι ερωτευμένος και συζεί με την απρόβλεπτη και απρόσιτη Ρουκιέ/Ρόξυ: δεν θα ήταν καθόλου εύκολο, αλήθεια, να συστήσει κανείς τη Ρόξυ στη Μεγάλη Κυρά. Όσο το σκεφτόταν, του ερχόταν λιποθυμία.
Πράγματι, όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι το «απολίθωμα» θα μείνει μαζί τους η αντίδρασή της είναι σπασμωδική έως ακραία, αν και είναι υποχρεωμένη να το ανεχτεί. Γίνεται αγενής και προσβλητική (τα λόγια γίνονταν καυτό λάδι και έκαιγαν την καρδιά της Λεϋλά χανούμ), και φέρνει σε δύσκολη θέση την Λεϋλά, που δεν έχει όμως άλλη επιλογή απ’ το να παραμείνει, έστω και ανεπιθύμητη. Γιατί η Ρόξυ είναι το άκρο αντίθετο της Λεϋλά: ένα λαϊκό, θυμωμένο κορίτσι που ξέφυγε από τον στενό κλοιό της οικογένειάς της και ζει μόνη· με στενά μαύρα δερμάτινα, σκουλαρίκια, μπότες, γαλάζια τσουλούφια κλπ, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό και πονεμένο παρελθόν πίσω απ’ τους οργισμένους στίχους της. Έτσι, μέσα από τη συνάντηση των δύο αγεφύρωτων κόσμων, της Λεϋλά και της Ρόξυ, (παράδοση και ανατολή – σύγχρονη ζωή και δύση), προχωράει διαλεκτικά η ιστορία, σε μια «σύνθεση» αγωνιώδη αλλά και γοητευτική.
Δεν είναι όμως μόνο η σχέση της Λεϋλά με την Ρόξυ που δίνουν ώθηση στην πλοκή. Είναι και η σχέση της Ρόξυ με τον Γιουσούφ που ξεδιπλώνεται όταν έρχεται η ώρα, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μάθουμε και να καταλάβουμε τον αψύ χαρακτήρα της Ρουκιέ, που ταίριαξε με τον πράο και συναισθηματικό Γιουσούφ. Εκείνη, ατίθαση παράτολμη και ασυμβίβαστη, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει την βαθιά και ανιδιοτελή αγάπη, θεωρούσε τον Γιουσούφ τον καλύτερο, ευγενέστερο και πιο έντιμο απ’ όλους τους άντρες με του οποίους είχε κοιμηθεί ως τώρα (ένα τόσο υποχρεωτικός, τόσο ευγενικός και ώριμος Τούρκος δε χωρούσε σε κανένα από τα γνωστά της πρότυπα). Εκείνος απ’ την άλλη έχει συνηθίσει στις τρέλες της, την αποδέχεται όπως είναι κι ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν γυναίκες πιο όμορφες και πιο… συμπαθητικές, η Ρόξυ ήταν ένα πλάσμα που ολοκλήρωνε το σώμα και την ψυχή του.
Άλλη δυαδική σχέση όπου βλέπουμε την πάλη του παλιού με το νέο, της παράδοσης με τον εκσυγχρονισμό, είναι η σχέση του Ομέρ μπέη (του καινούργιου ιδιοκτήτη του γιαλιού) με τον πατέρα του Αλή αλλά και με την όμορφη γυναίκα του την Νετζλά (την «κακιά νύφη»). Η Νετζλά, νεόπλουτη ασήμαντης καταγωγής, θέλει να ανέλθει κοινωνικά μέσα απ’ το γάμο με τον επιχειρηματία Ομέρ. Είναι αυτή που πείθει τον πιο συγκαταβατικό Ομέρ να πετάξουν έξω την Μεγάλη Κυρά, μαζί με όλα τα πατροπαράδοτα έπιπλα και τις αντίκες (από τις οποίες επωφελήθηκαν οι «βουνίσιοι» -ένας πληθυσμός λαϊκών ανθρώπων που με τον καιρό συγκροτήθηκε σε γειτονιές πίσω απ΄την ακτογραμμή των γιαλιών, και κατοικούσε μέσα στα δάση και στους λόφους σε μικρά χτίσματα). Η Νετζλά δεν θέλει κατ’ ουδένα τρόπο τον Αλή, τον πατέρα του Ομέρ να συγκατοικήσει μαζί τους (όπως και να’ χει είναι ένας υπηρέτης), ούτε καν θέλει να τον συναντήσει.
Ο Αλή, απ’ τη μεριά του, νιώθει μεν την απώθηση της νύφης του, απ’ την άλλη το όνειρο της ζωής του είναι να ζήσει κι αυτός μια ζωή όπως τη ζούσαν οι παλιοί πασάδες. Έχοντας δουλέψει πολύ σκληρά, από πάππου προς πάππου, υπηρετώντας πασάδες και μπέηδες με υπευθυνότητα και συνέπεια, ήρθε η στιγμή να ζήσει τα τελευταία του χρόνια δίνοντας ο ίδιος διαταγές και απολαμβάνοντας τις υπηρεσίες των άλλων όντας αυτός πια αφεντικό. Στην οικογενειακή ιστορία του Αλή αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι της τουρκικής κουλτούρας: ο παππούς του, Τζεβχέρ αγάς, ήταν μεν υπηρέτης αλλά στο «περίφημο κονάκι των Ντουρριζαντέ», πασίγνωστο για την πολυτέλεια και την γενναιοδωρία με την οποία φιλοξενούσαν δεκάδες καλεσμένους- θρύλοι συνόδευαν τον αρχικελάρη στο πώς περιποιήθηκε τον ίδιο τον σουλτάνο Μαχμούτ, και αργότερα τον Γαζη Μουσταφά Κεμάλ.
Βαριά κληρονομιά λοιπόν κουβαλάει στις πλάτες του ο Αλή, που τροφοδοτεί το όνειρό του να εκπαιδεύσει τον γιο του ώστε να είναι πια ο ίδιος αφεντικό. Παρόλο που αγαπούσε τα αφεντικά του ο ίδιος και δεν ένιωθε καμιά δυσαρέσκεια απέναντί τους, έφτασε πια η ώρα να είναι το αφεντικό σε μια έπαυλη, να απολαμβάνει σεβασμό.
Λεϋλά -Ρόξυ
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ιστορικές συγκυρίες, που επέβαλαν τον εκσυγχρονισμό και την προσάρτηση της Τουρκίας στο άρμα του εξευρωπαϊσμού, έχουν αντίκτυπο στα ήθη και στις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ήρωές μας ζυμώνονται και εξελίσσονται μέσα σ’ αυτές τις αντιθέσεις, πολλές φορές συγκρούονται κι άλλες φορές συμφιλιώνονται.
Ο κύριος άξονας όμως της πλοκής παραμένει η αντίθεση της Λεϋλά με τη Ρόξυ, γιατί εκπροσωπούν τους δύο αντίθετους κόσμους. Η Λεϋλά, παρόλη την ηλικία της διατηρεί μια παρθενική ματιά στον κόσμο που την περιβάλλει και την αιφνιδιάζει (στο παράξενο διαμέρισμα του Τζιχανγκίρ, η Λεϋλά χανούμ γνώρισε τόσους διαφορετικούς ανθρώπους όσους δεν είχε γνωρίσει όλη της τη ζωή/η παρατήρηση του καινούριου κόσμου στον οποίο είχε εισέλθει ήταν η μόνη παρηγοριά της εκείνες τις στενάχωρες μέρες). Παρακολουθούμε με λεπτομέρεια τα αισθήσεις της να αμβλύνονται για να κατανοήσει τις καινούριες αυτές εμπειρίες. Γιατί η Ρόξυ δεν είναι απλώς μια μοντέρνα κοπέλα αλλά τραγουδίστρια χιπ- χοπ, και παρόλο που είναι εξαιρετικά αγενής, διεγείρει το ενδιαφέρον της Λεϋλά (η κοπέλα αυτή δεν έμοιαζε με καμιά από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει από τότε που ήταν παιδί)! Καθώς παρακολουθεί τους νέους του συγκροτήματος που κάνουν πρόβα στο διαμέρισμα, νιώθει ότι βιώνει «μια μοναδική εμπειρία» (είχαν μια απερίγραπτη ανεξαρτησία, έναν ζεμανφουτισμό στις κινήσεις τους/τους χαρακτήριζε μια ακηδία). Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις διαφορές στην εμφάνιση ή στη γλώσσα…
Απ’ την άλλη η Ρόξυ εντυπωσιάζεται που μια τέτοια, κομψή, περήφανη και αγέρωχη γυναίκα έζησε τόσα χρόνια μόνη της, «χωρίς την ανάγκη κανενός»… Αρχίζει και μαλακώνει απέναντί της καθώς μικρά βήματα προσέγγισης από τη μεριά της Λεϋλά τους φέρνει πιο κοντά. Αποκορύφωμα, η διόρθωση των ακομπανιαμέντων που έκανε η Λεϋλά στο καινούργιο τραγούδι χιπ-χοπ, παίζοντας πιάνο! Ο σεβασμός και η εκτίμηση φτάνουν στο ζενίθ όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι η Λεϋλά ξέρει γλώσσες, επομένως καταλάβαινε τις γερμανικές βρισιές που εκείνη ξεστόμιζε εναντίον της. Η συμπάθεια γίνεται αυμασμός όταν κρυφοκοιτάζει το ημερολόγιο της ηλικιωμένης γυναίκας. Συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ότι η απαξίωση που δεχόταν η Λεϋλά λόγω της «μπάσταρδης» καταγωγής της ήταν παρόμοια με τη δική της απαξίωση (το μόνο που ήθελε ήταν σεβασμός, τίποτα άλλο).
Η Λεϋλά γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη και των υπόλοιπων νεαρών, γνωρίζει και καινούργια άτομα από καλλιτεχνικούς κύκλους, και μάλιστα ένας απ’ αυτούς, σκηνοθέτης, την συμβουλεύεται ως «κράμα της κοινωνίας των Οθωμανών και της Νέας Τουρκίας». Η μεταμόρφωση της κοινωνίας με την άφιξη του Κεμάλ είναι το θέμα σπαρταριστών αφηγήσεων από τη Λεϋλά (σαν είδε πόσο ενδιαφέρθηκαν όλοι, σκηνοθέτης και παιδιά, λυπήθηκε κι έλιωσε το μέσα της για τα χρόνια που είχε περάσει χωρίς ούτε έναν άνθρωπο γύρω της). Η καλλιέργειά της καθηλώνει τους ακροατές με βιώματα ξένα για τη νέα γενιά, ενώ για τον αναγνώστη δίνεται η ευκαιρία να επισκοπήσει την νεότερη ιστορία της Τουρκίας από μια εσωτερική ματιά (Λεϋλά, αργότερα σε κάποιον Έλληνα γείτονα: εμείς δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε την ιστορία με τα διαμορφωμένα από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα μυαλά μας).
Η μοίρα του γιαλιού
Καθώς λοιπόν εκκρεμεί το αίτημα της Λεϋλά να ανακτήσει το σπίτι της (στον κήπο βέβαια του γιαλιού), οι παραπάνω σχέσεις εξελίσσονται και οι συναισθηματικές εντάσεις αλλάζουν τις δυναμικές –αλλάζει ο Αλή σε σχέση με τον γιο του και τη νύφη του, αλλάζει ο Γιουσούφ που δρα πιο δυναμικά με την στήριξη τώρα της μεταμορφωμένης και λόγω εγκυμοσύνης Ρόξυ, ενώ ο δεσμός της Λεϋλά με τους νεαρούς (και γενικότερα με τον καινούριο, εκσυγχρονισμένο κόσμο) γίνεται πιο βαθύς, πιο ουσιαστικός, γεμάτος τρυφερότητα και ανθρωπιά. Μια τελευταία «πράξη» θα φέρει τη λύση αποκαθιστώντας το αίσθημα δικαίου στον αναγνώστη, και χαρίζοντας γαλήνη στην συμπαθητική πρωταγωνίστριά μας:
Το περίβλημα της μοναξιάς που είχε πλέξει γύρω της είχε διαρραγεί και κάτι είχε γλιστρήσει μέσα απ’ τη ρωγμή. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό το «κάτι». Αντιλαμβανόταν όμως ότι δεν της αρκούσε ο εαυτός της και μόνο. Υπήρχε ένας κόσμος εκεί έξω και η Λεϋλά τον είχε γνωρίσει. Δεν μπορεί πια να είναι όπως τότε που δεν τον γνώριζε.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Η ανέγερση γιαλιών ξεκίνησε από τις ανώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης (κυρίως στελέχη της Υψηλής Πύλης) στα τέλη του 17ου αιώνα, για να κορυφωθεί το 19ο και να σταματήσει μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων. Τα περισσότερα δεν υπάρχουν σήμερα - η φυσική φθορά του ξύλου σε συνδυασμό με σεισμούς, πυρκαγιές και την αδυναμία των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν όταν έπεφταν σε δυσμένεια (πράγμα διόλου σπάνιο), οδήγησε πολλά σε κατάρρευση (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AF).