Παρόλο που το “Middlesex” του ίδιου συγγραφέα, που έγινε μπεστσέλλερ, δεν μπόρεσα να το συνεχίσω πέρα από τις 100 πρώτες σελίδες, το «Σενάριο γάμου» με προσέλκυσε ιδιαίτερα, ίσως επειδή η πρωταγωνίστρια Μάντλιν είναι απόφοιτη της Αγγλικής Λογοτεχνίας, κι ο συγγραφέας μάς μεταφέρει, στο πρώτο τουλάχιστον μέρος του βιβλίου, στη φοιτητική ζωή της Αμερικής κατά τη δεκαετία του 80, σκιαγραφώντας εύστοχα τους σύγχρονους προβληματισμούς σχετικά με τη θεωρία της λογοτεχνίας.
Δεν είναι βέβαια αυτό το θέμα του μυθιστορήματος. Το βιβλίο είναι μάλλον «αισθηματικό» ή έστω, κοινωνικό, ενώ δεν συμφωνώ με το χαρακτηρισμό «ερωτικό τρίγωνο» για τη σχέση της Μάντλιν με τους δυο άντρες της ζωής της (οπισθόφυλλο, και όχι μόνο), εφόσον δεν πρόκειται για παράλληλη σχέση. Οι χαρακτήρες του Λέναρντ και του Μίτσελ είναι αντιδιαμετρικά αντίθετοι, εμφανίζονται εναλλάξ στη ζωή της Μάντλιν και την αναστατώνουν, κι αυτό φυσικά από μόνο του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, εφόσον ψυχογραφείται αρκετά αναλυτικά η ηρωίδα. Πέρα από το περιεχόμενο όμως, η γραφή του Ευγενίδη είναι πολυδιάστατη, αναπαριστώντας με ανάλαφρο χιούμορ (και ολίγη ειρωνεία απέναντι στις σύγχρονες θεωρίες λογοτεχνίας π.χ. μεταμοντερνισμό/σημειωτική/αποδόμηση) και γλαφυρότητα το πνεύμα της εποχής, τους προβληματισμούς και τις αντιφάσεις της (φεμινισμός, σεξουαλική απελευθέρωση, οικολογία κλπ).
Η Μάντλιν είναι μια ανεπιτήδευτη -και όχι κουλτουριάρα- γυναίκα που αγαπά τη ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, γι αυτό και η πτυχιακή της έχει ως θέμα «ο ερωτηματικός τύπος: προτάσεις γάμου και η αυστηρά περιορισμένη σφαίρα του γυναικείου». Επίγραμμα της είναι η φράση του Τρόλοπ «δεν υπάρχει ευτυχία στον έρωτα παρά μονάχα στο τέλος ενός αγγλικού μυθιστορήματος». Το εύρος του θέματος φτάνει μέχρι το 1900 και αφορά μυθιστορήματα των Όστεν, Έλιοτ, Τζέημς. Οπωσδήποτε όμως το θέμα και από κοινωνικής πλευράς αλλά και από λογοτεχνικής είναι ξεπερασμένο.
Έτσι, γρήγορα η Μάντλιν έρχεται σε επαφή με ονόματα όπως του Λιοτάρ, του Φουκό, του Ντελέζ, του Μποντριγιάρ, ούσα ανυποψίαστη. Το πρώτο «βάφτισμα» με το Περί γραμματολογίας του Ντεριντά: όταν η Μάντλιν ρώτησε τι πραγματευόταν το βιβλίο, αυτό που κατάλαβε από τον Γουίτνι ήταν πως η άποψη πως «ένα βιβλίο πραγματεύεται κάτι» ήταν ακριβώς αυτό προς το οποίο ήταν αντίθετο το βιβλίο και πως, «αν κάτι πραγματευόταν», αυτό ήταν η αναγκαιότητα να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε το βιβλίο ως κάτι που πραγματεύεται διάφορα.
Και:
Σχεδόν εν μια νυκτί έγινε καταγέλαστο το να διαβάζει κανείς συγγραφείς σαν τον Τσίβερ ή τον Απντάικ που έγραφε για τα προάστια όπου η Μάντλιν και οι περισσότεροι φίλοι της είχαν μεγαλώσει, προς όφελος της ανάγνωσης του Σαντ, ο οποίος έγραφε περί της πρωκτικής διακόρευσης παρθένων στη Γαλλία του 18ου αι. Ο λόγος για τον οποίο ο ντε Σαντ ήταν προτιμητέος ήταν πως οι σοκαριστικές σκηνές σεξ που περιέγραφε δεν είχαν σχέση με το σεξ αλλά με την πολιτική. Κατά συνέπεια ήταν αντιιμπεριαλιστικές, αντι-μπουρζουάδικες, αντι-πατριαρχικές και αντι-όλα όσα μια έξυπνη φεμινίστρια όφειλε να αντιμάχεται (!).
Η Μάντλιν γρήγορα καταλαβαίνει ότι δεν είναι «της μόδας» ο παλιός νεοκριτικισμός κι ότι ήταν εύκολο να αποσκιρτήσεις στη νέα αυτοκρατορία του Ντεριντά και του Έκο. Έτσι, αρχίζει και παρακολουθεί σεμινάρια Σημειωτικής. Ο συγγραφέας, μέσα από την σκεπτικιστική οπτική της Μάντλιν (αφού ο Ντεριντά ισχυριζόταν πως η γλώσσα, από την ίδια της τη φύση, υπονόμευε κάθε νόημα που αποπειράτο να προαγάγει, η Μάντλιν αναρωτήθηκε πώς ο Ντεριντά περίμενε από κείνην να συλλάβει το δικό του κόσμο), δίνει τους βασικούς άξονες του δομισμού, του μεταδομισμού, του μεταμοντερνισμού, μ’ ένα διακριτικά ειρωνικό ύφος (οι δέκα φοιτητές του σεμιναρίου, π.χ., περιγράφονται με μαύρα τι- σερτ, σκισμένα τζιν, ψαλιδισμένη λαιμόκοψη στις μπλούζες, και… όλοι θύμιζαν τόσο πολύ φάντασμα στην όψη, που η φυσική υγεία της Μάντλιν φάνταζε ύποπτη, σαν ψήφος υπέρ του Ρέιγκαν).
Παρόλη την αποστασιοποιημένη και σαρκαστική σε πολλά σημεία περιγραφή, διαγράφεται πολύ ανάγλυφα πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα, χωρίς να υπονομεύεται το πνεύμα των σύγχρονων θεωριών. Οι διάλογοι μεταξύ των φοιτητών (θα υποστήριζα, μαζί με τον Μπαρτ, ότι η πράξη της συγγραφής είναι αφ' εαυτής μυθοποίηση, ακόμα κι όταν ασχολείσαι με πραγματικά περιστατικά/ η μάνα του Χάντκε αυτοκτονεί και ο Χάντκε κάθεται κάτω να γράψει γι αυτό. Θέλει να είναι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται, να είναι ολοκληρωτικά- ανάλγητος!), οι διαφορετικές οπτικές τους (αν ήταν να γράψω για την αυτοκτονία της μητέρας μου, δε νομίζω ότι θα με απασχολούσε πάρα πολύ το αν θα ήμουν πρωτότυπος/εγώ λέω ότι αν αυτοκτονήσει η μάνα σου, δεν είναι λογοτεχνικό σχήμα λόγου/τα βιβλία δεν έχουν να κάνουν με την «πραγματική ζωή» τα βιβλία έχουν να κάνουν με άλλα βιβλία), οι αναφορές -αρκετά χαρακτηριστικές και ουσιαστικές πιστεύω- σε ονόματα όπως ο Ρόλαν Μπαρτ, ο Κάλλερ, ο Ντεριντά (το ζήτημα είναι αν απλώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις έναν ανυπόληπτο λόγο – όπως, ας πούμε, τη λογική- για να αναλύσεις κάτι τόσο παραδειγματικά επαναστατικό όσο η αποδόμηση/αυτό που λέει ο Ντεριντά είναι ότι πρέπει να χρησιμοποιείς τη λογική επειδή, βλέπετε, η λογική είναι το μόνο που υπάρχει. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να έχει επίγνωση ότι η γλώσσα είναι από την ίδια τη φύση της μη λογική) κ.α., στις πρώτες 150 σελίδες για μένα ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να διαβάσω το βιβλίο, αντίθετα από την αναγνώστρια που γράφει ότι «η καταιγιστική αναφορά σε συγγραφείς και κείμενα σ' αυτές τις πρώτες σελίδες (ολίγον τι επιδεικτικές, κατά τη γνώμη μου) αποβαίνει εν μέρει κουραστική για τον αναγνώστη, που συχνά αναγκάζεται να καταφεύγει στην πληθώρα των ερμηνευτικών σημειώσεων της μεταφράστριας». Η δική μου γνώμη είναι ότι αυτές οι σκηνές, που απευθύνονται και σε αναγνώστες που δεν έχουν εντρυφήσει στη θεωρία της λογοτεχνίας, είναι απλές και κατανοητές, ενταγμένες στην όλη αφήγηση (εφόσον επηρεάζουν τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας) χωρίς απ’ την άλλη να προδίδουν το πνεύμα των στοχαστών.
Ανάλογο ενδιαφέρον έχουν και τα σχόλια για το «Ο ρόλος του αναγνώστη», του Ουμπέρτο Έκο: Δε βοήθησε και τόσο τη Μάντλιν. Δεν την τράβηξε και πολύ ως αναγνώστη «ο αναγνώστης». Εκείνη εξακολουθούσε να μεροληπτεί υπέρ εκείνης της ολοένα και πιο περιθωριοποιούμενης οντότητας: του συγγραφέα. (…) Αντίθετα η Μάντλιν ήταν ικανοποιημένη με την ιδέα της μεγαλοφυΐας. Γιατί η Μάντλιν είχε επιλέξει την αγγλική λογοτεχνία για τον αγνότερο και πληκτικότερο λόγο, επειδή της άρεσε πολύ το διάβασμα. Της άρεσε να διαβάζει ιστορίες. Ήταν δυνατόν «η πρόσβαση στην πολυδιαστατικότητα και σε μια αποευθυγραμμισμένη προσωρινότητα» να είναι στ’ αλήθεια θέμα; Αν διάβαζες ένα μυθιστόρημα έχοντας προηγουμένως διαβάσει θεωρία σημειωτικής, ήταν σαν να έκανες τζόκινγκ με άδεια χέρια αφού πρώτα είχες τρέξει κρατώντας βαράκια.
Η Μάντλιν ένιωθε ασφαλής μ΄ ένα μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Υπήρχαν πρόσωπα, άνθρωποι, μέσα. Κάτι επρόκειτο να τους συμβεί σ’ έναν τόπο που έμοιαζε με τον κόσμο.
Δεν είναι εμφανής η αγωνία της Μάντλιν να παντρευτεί, όπως υποβάλλει ο τίτλος του βιβλίου. Είναι ένα κορίτσι της εποχής της, που δοκιμάζεται στις ιδέες του φεμινιστικού κινήματος και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Έχει διάφορες σχέσεις μέχρι να ερωτευτεί τον Λέναρντ την εποχή που βυθίζεται με πάθος στα Αποσπάσματα ερωτικού λόγου, του Ρόλαν Μπαρτ (οι ερωτικοί μπελάδες της Μάντλιν είχαν αρχίσει μια εποχή που η γαλλική θεωρία την οποία μελετούσε αποδομούσε την ίδια θεωρία του έρωτα). Ο Λέναρντ είναι φοιτητής στη βιολογία που παρακολουθεί όμως μαθήματα φιλοσοφίας γιατί, όπως λέει, σήμερα η φιλοσοφία περιστρέφεται γύρω από τη θεωρία της γλώσσας, αν και παρακάτω επισημαίνει ότι δεν απέκτησε ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία λόγω της γλωσσολογίας, αλλά «απέκτησα ενδιαφέρον για τις αιώνιες αλήθειες, να μάθεις πώς να πεθαίνεις και τα λοιπά». Όμως ο Λέναρντ είναι ιδιόρρυθμος, «φευγάτος», καταθλιπτικός. Παρακολουθούμε την οδύσσεια της σχέσης τους, εφόσον ο Λέναρντ αποτραβιέται συνεχώς. Και ακριβώς αυτή την περίοδο κατάλαβε πλήρως ότι ο ερωτικός λόγος ήταν ακραία μοναχικός. Η μοναξιά ήταν ακραία γιατί δεν ήταν σωματική. Ήταν ακραία γιατί την ένιωθες ενώ βρισκόσουν συντροφιά με το άτομο που αγαπούσες. Ήταν ακραία γιατί ήταν μέσα στο κεφάλι σου, στο πιο μοναχικό μέρος απ’ όλα.
Και:
Σαν περάσει η πρώτη ομολογία, «σ’ αγαπώ» δε θα πει πια τίποτε…
Ο παθολογικός ψυχισμός του Λέναρντ τον οδηγεί σταδιακά σε κατάρρευση (η Μάντλιν δεν είχε βρεθεί ποτέ κοντά σε άτομο με διαγνωσμένη ψυχική νόσο. Ενστικτωδώς απέφευγε τους ασταθείς ανθρώπους. Όσο ανάλγητη κι αν ήταν αυτή η στάση, ήταν ένα αναπόσπαστο μέρος τού να είσαι μια Χάνα, να είσαι θετικό, προνομιούχο, προστατευμένο, υποδειγματικό άτομο. Αν κάτι δεν ήταν η Μάντλιν Χάνα, αυτό ήταν ψυχικά διαταραγμένη. Έτσι τουλάχιστον έγραφε το σενάριο). Παρόλο, όμως, που η Μάντλιν αναγνώριζε ότι εκείνη και ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο δεν ήταν αναγκαστικά αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες, η μανιοκατάθλιψη του Λέναρντ την εξαντλεί.
Ο συγγραφέας στρέφει το φακό εναλλάξ και προς τον Μίτσελ που τον βλέπουμε στην αρχή του βιβλίου σε μια προκλητικά εχθρική συνάντηση με την Μάντλιν. Η απόρριψή της τον διώχνει μακριά, εξαφανίζεται απ τη ζωή της ενώ παράλληλα βλέπουμε τις θεολογικές του ανησυχίες∙ επηρεάζεται από τις θρησκευτικές εμπειρίες διάσημων αντρών και γυναικών (Γουίτμαν, Τολστόι, Καντ) και στρέφεται στο μυστικισμό (συνειδητοποιεί την κεντρικότητα της θρησκείας στην ανθρώπινη ιστορία, και, πιο σημαντικό, το γεγονός ότι το θρησκευτικό συναίσθημα δεν αφυπνίστηκε από τις επισκέψεις στην εκκλησία ή από την ανάγνωση της Βίβλου αλλά από τις πιο προσωπικές εσώτερες εμπειρίες, είτε μεγάλης χαράς είτε σπαραχτικής οδύνης. Στρέφεται σε σεμινάρια για τις ανατολικές θρησκείες (παρακολουθούμε εξίσου αναλυτικά με τα σεμινάρια σημειωτικής τους σχετικούς προβληματισμούς) ενώ ταξιδεύει στην Ινδία, στην Ελλάδα, στο Παρίσι. Ένα γράμμα της Μάντλιν τον βρίσκει αναπάντεχα στην Αθήνα και τον αιφνιδιάζει με την αντιφατικότητά του.
Οι τρεις συμπρωταγωνιστές, μέσα από σχέσεις και με δευτερεύοντα πρόσωπα που παρουσιάζονται αρκετά γλαφυρά, εξελίσσονται και ωριμάζουν σ’ όλη τη διάρκεια του 600σέλιδου βιβλίου και εφάπτονται οι τροχιές τους για να απομακρυνθούν ξανά και ξανά. Η ρεαλιστική (κι όχι μεταμοντέρνα!) γραφή του Ευγενίδη δείχνει να δικαιώνει τις κριτικές επιλογές της ηρωίδας του, η οποία ταλαντεύεται ανάμεσα στους δυο έρωτες της ζωής της γράφοντας το δικό της «σενάριο γάμου».
Χριστίνα Παπαγγελή