Ίσως πρέπει να μεγαλώσετε για να γίνετε νέος.
Για να τα βρείτε όλα σε μια γυναίκα, να τα ξαναβρείτε όλα:
τη μητέρα που χάσατε, την αδελφή που θα θέλατε,
την κόρη που ονειρεύεστε.
Είμαστε όλα αυτά, αν αγαπιόμαστε πραγματικά.
«Η γυναίκα στη σκάλα», που πρωταγωνιστεί μέσα στο ευφάνταστο αυτό μυθιστόρημα του Μπέρναρντ Σλινκ, είναι ένα νεανικό έργο του «διασημότερου και ακριβότερου ζωγράφου στον κόσμο», του Καρλ Σβιντ. Πρόκειται για έναν υπέροχο και αισθησιακό πίνακα που τον παρήγγειλε ο πλούσιος Πέτερ Γκούτλαχ στον Καρλ για να απεικονίσει την γυναίκα του, Ιρένε, να ποζάρει γυμνή καθώς κατεβαίνει μια σκάλα (ο Σλινκ δηλώνει ότι εμπνεύστηκε από το έργο του Γκέρχαρντ Ρίχτερ, «Έμμα, γυμνό στη σκάλα»). Ο μοιραίος έρωτας ανάμεσα στην Ιρένε και τον Καρλ δεν είναι αυτό που καθιστά την πλοκή πρωτότυπη, αλλά είναι η αφορμή για να πλεχτεί μια απίθανη ιστορία, με κύρια πρόσωπα τον σύζυγο, την Ιρένε, τον ζωγράφο και τον αφηγητή, δικηγόρο -που ο συγγραφέας τον τηρεί ανώνυμο- στον οποίο προσέφυγε ο ζωγράφος διεκδικώντας τα δικαιώματά του πάνω στο έργο του (να το φωτογραφίσει, να αποκαταστήσει τις ζημιές που ο Γκούντλαχ υποστηρίζει ότι προκάλεσε ο ίδιος ο ζωγράφος κλπ), αποσιωπώντας (αρχικά) ότι η Ιρένε έχει εγκαταλείψει τον σύζυγο και συζεί με τον ίδιο. Ο αναγνώστης προσεγγίζει την ιστορία μέσα από την αφήγηση του μετριοπαθούς και συμβατικού δικηγόρου μας, ο οποίος νιώθει αμηχανία μπροστά στην απίστευτη αυτή δικηγορική υπόθεση, στην αρχή μάλιστα τη βρήκε αστεία. Οι ανεξήγητες απανωτές καταστροφές του πίνακα εκ μέρους του Γκούτλαχ (ο οποίος δεν το παραδέχεται, βέβαια) αναγκάζουν τον Σβιντ να ξημεροβραδιάζεται στο σπίτι του για να τον επιδιορθώνει, ενώ ο τελευταίος εκμυστηρεύεται στον αφηγητή μας: «το έκανε από μίσος, γιατί μισεί έναν πίνακα που απεικονίζει τη γυναίκα του που τον εγκατέλειψε, και μισεί και μένα».
Όχι, ο Καρλ Σβιντ δεν μπορεί να ξεχάσει ούτε να ξεγράψει τον πίνακα που, όπως αποδείχτηκε μετά από πολλά χρόνια, ήταν μεγάλης αξίας. Άλλωστε… έχει χάσει την έμπνευσή του (εδώ και μισό χρόνο δεν έχω ζωγραφίσει άλλον πίνακα). Η πίεση που του ασκεί ο Γκούντλαχ καταστρέφοντας ξανά και ξανά τον πίνακα εκβιάζει σε τέτοιο βαθμό τον ζωγράφο, που δέχεται να του τον επιστρέψει μόνο όταν κι εκείνος «αποκτήσει αυτό που του ανήκει», δηλαδή την Ιρένε (δικηγόρος: Ο πίνακάς σας είναι σημαντικότερος από τη σύντροφό σας;). Έτσι, στο παράξενο παιχνίδι εμπλέκεται κι ο αφηγητής μας… όχι μόνο επαγγελματικά (θα συντάξει το «παράξενο συμβόλαιο») αλλά και συναισθηματικά: το φωτεινό βλέμμα, το σκοτεινό γέλιο, η αταραξία, ο αισθησιασμός της Ιρένε και τα κρυφά μηνύματα που στέλνει ο υπέροχος πίνακας αναστατώνουν τον ήρωα, του μαθαίνουν μια άλλη διάσταση του έρωτα, που δεν την είχε νιώσει ποτέ (η ευτυχία που δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε στα όνειρά μου και που για να τη μάθω χρειάστηκε μόνο αυτή η γυναίκα, η παρουσία της, η γύμνια της). Η διεισδυτική γραφή του Σλινκ μάς μεταφέρει τη γνησιότητα των συναισθημάτων που αναστατώνουν τον κατά τ’ άλλα συμβατικό ήρωα (πιθανώς θα πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό, όταν το «σ’ αγαπώ» ακούγεται λάθος).
Τρεις λοιπόν άντρες είναι ερωτευμένοι, με διαφορετικό βέβαια τρόπο, με την Ιρένε, μα οι δύο πρώτοι με κάποιον τρόπο την προδίδουν (όπως λέει πολύ αργότερα η Ιρένε: «Για τον Γκούντλαχ ήμουν το όμορφο, νέο, ξανθό τρόπαιο, από το οποίο άξιζε μόνο το περιτύλιγμα. Για τον Σβιντ ενσάρκωνα την έμπνευση. Κι εκείνος το περιτύλιγμα ήθελε»). Μόνο ο νεαρός και άπειρος δικηγόρος μας, ο σεμνός και καλόβολος αφηγητής δεν δείχνει να την εκμεταλλεύεται: εκφράζει με πάθος τα συναισθήματά του, δέχεται σχεδόν με αφέλεια να βοηθήσει την Ιρένε, αλλά τώρα η προδοσία προέρχεται από κείνην: η Ιρένε θέτει σε εφαρμογή ένα πολύ τολμηρό σχέδιο απόδρασης, κι όταν πετυχαίνει αυτό που θέλει, εξαφανίζεται από προσώπου γης, ΜΑΖΙ με τον πίνακα…
Στο σήμερα
Η είδηση-βόμβα που επαναφέρει τους τέσσερις ήρωες στον ίδιο τόπο είναι ότι ο περίφημος εξαφανισμένος πίνακας ξαφνικά βρίσκεται εκτεθειμένος σε κάποιον εκθεσιακό χώρο του Σίδνεϊ, ενώ η αξία του υπολογίζεται σε 20 εκατομμύρια δολάρια! Ο συναγερμός χτυπά σαν καμπανάκι όχι μόνο στον ανώνυμο αφηγητή μας, αλλά και στους υπόλοιπους. Ο αναγνώστης όμως παρακολουθεί την εξέλιξη μέσα από το βιωματικό νήμα του δικηγόρου, ενός καταξιωμένου, αστού με πετυχημένη επαγγελματική καριέρα, πετυχημένο γάμο και δυο μεγάλα πια παιδιά, χήρου όμως. Βλέπουμε έναν άνθρωπο ώριμο, κατασταλαγμένο και μοναχικό, ευχαριστημένο και ικανοποιημένο από την πορεία της ζωής του, του οποίου η μνήμη όμως ανατρέχει πολύ συχνά στο παρελθόν που τον πλήγωσε (πολύ θα ήθελα να ξεχάσω για πάντα την ιστορία με την Ιρένε Γκούντλαχ. Ειδικά από τότε που αντιλήφθηκα το μέγεθος της γελοιοποίησής μου/πώς της επέτρεψα να με εκμεταλλευτεί;).
Η ύπαρξη του πίνακα προκαλεί τέτοια αναστάτωση στον ήρωά μας, που μόλις αναγνώρισε τον πίνακα μετέρχεται κάθε μέσον να βρει την Ιρένε (άδεια από την δουλειά, ντετέκτιβ, άδεια παραμονής στην Αυστραλία, κλπ). Μαθαίνει λοιπόν ότι: η Ιρένε είναι καταζητούμενη στη Γερμανία, ζει ως Αϊρίν Άντλερ παράνομα στην Αυστραλία σε μια πολύ δυσπρόσιτη περιοχή, χωρίς άδεια παραμονής ή εργασίας· το έργο δεν έχει καταχωρηθεί διεθνώς ως κλεμμένο, τον πρόσφερε πρόθυμα στην πινακοθήκη του Σίδνεϊ. Είναι φανερό, και στον ήρωά μας και στον αναγνώστη, ότι η μεσήλικη πλέον Ιρένε έριξε ξανά το δόλωμά της, με άγνωστες προθέσεις.
Στο απίθανο ερημικό μέρος όπου κρύβεται η Αϊρίν πρώτος καταφτάνει ο «γενναίος ιππότης» της, όπως τον αποκαλεί ειρωνικά. Η Ιρένε/Αϊρίν έχει αποσυρθεί σε μια εγκαταλελειμμένη, προστατευόμενη περιοχή της Αυστραλίας με δύο έρημα σπίτια, με πρόσβαση μόνο από θαλάσσης, εφοδιάζεται από δύο γειτονικά αγροκτήματα και παλιότερα φιλοξενούσε παιδιά άστεγα, εξαρτημένα, φτωχά, ή... κλεφτρόνια, ενώ τώρα παραδίδει μαθήματα, φροντίζει γέρους κλπ! Έχει κότες, κατσίκες, καλλιεργεί λαχανικά, ζει με αυτάρκεια και κατά τ’ άλλα κινείται με πιστωτικές κάρτες και αναλήψεις σε αυτόματο μηχάνημα.
Η αντικομφορμίστρια Ιρένε δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο επίσκεψης του δικηγόρου, αλλά ούτε και ο ίδιος καλά καλά ξέρει τι μπορεί να περιμένει. Οι επιλογές της τακτικής και συμμορφωμένης του ζωής (μεγαλοδικηγόρος που αναλαμβάνει συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, παιδιά σε ακριβά κολλέγια, καλά ξενοδοχεία, τένις κλπ) είναι μίλια μακριά από τη νοοτροπία της γυναίκας αυτής («της πρώτης που αγάπησε»), η οποία εκφράζει ως και περιφρόνηση γι αυτές (υπερασπίστηκες ποτέ σου κανονικούς ανθρώπους; Εργάτες, ενοικιαστές, ανθρώπους με κατεστραμμένη υγεία, γυναίκες κακοποιημένες από τους συζύγους τους; άσκησες αγωγή κατά του κράτους, τη αστυνομίας, της εκκλησίας;). Κι όμως, είναι ειλικρινής όταν της εξομολογείται ότι, αν έφευγαν μαζί, θα γινόταν «ακόμα και γκράουτσο, θα έπλενε πιάτα στη Νέα Υόρκη», για να πάρει την απίστευτη απάντηση: «Δεν θα μπορούσες να έχεις κάνει αλλιώς. Θα έπρεπε να είσαι κάποιος άλλος».
Ναι, ο «ιππότης» μας είχε κι επιδίωκε πάντα να έχει μια «νοικοκυρεμένη ζωή» ενώ η Ιρένε απολογείται «η δική μου θυμίζει βάζο που έπεσε στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια». Οι εξομολογήσεις καταλήγουν σε αναμόχλευση συναισθημάτων, σε συγκρίσεις και συνειδητοποιήσεις, σε επισκόπηση όλης της ζωής τους και σχετικές αξιολογήσεις. Άλλωστε αυτή η ενδοσκόπηση ήταν και ο λόγος η Ιρένε που έριξε το δόλωμα του πίνακα: για να φέρει τον Καρλ και τον Πέτερ στον ερημότοπο, να τους δει ξανά (εσένα όχι, δεν σε σκέφτηκα) και να καταλάβει τον λόγο για τον οποίο τους εγκατέλειψε.
Γιατί η Ιρένε είναι βαριά άρρωστη (καρκίνο στο πάγκρεας) και μετά βίας στέκεται όρθια, για την ακρίβεια με τη βοήθεια κοκαΐνης. Κι αυτό το καταλαβαίνει αργά και σταδιακά ο αφηγητής μας, καθώς εκείνη επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις της για να υποδεχτεί αρχικά τον Σβιντ και στη συνέχεια τον Γκούντλαχ που τσιμπάνε το δόλωμα κι έρχονται διεκδικώντας ο καθένας απ’ την πλευρά του την Ιρένε αλλά ουσιαστικά τον πανάκριβο πίνακα! Πετυχημένοι κι οι δυο (πολυεκατομμυριούχος ο ένας, ξακουστός καλλιτέχνης ο άλλος) αλλά ηττημένοι από τη «γελαστή» Ιρένε, δημιουργούν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα –οι εξομολογήσεις εκατέρωθεν είναι αποκαλυπτικές και για τους τρεις (ο αφηγητής μας είναι σχετικά αμέτοχος). Τρεις πολύ ισχυρές προσωπικότητες εκθέτουν τον εαυτό τους, και περισσότερο η Ιρένε, που δεν διστάζει να «ξεγυμνωθεί» και να παραδεχτεί την προσωπική της ήττα (ζούσα σαν να ήμουν μονίμως μεθυσμένη, εθισμένη, εκστασιασμένη/δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Μόνο θυμό). Η απόδρασή της στην Ανατολική Γερμανία κρατά μόνο μέχρι την επανένωση της Γερμανίας, εφόσον κινδύνευε πλέον, κι από τότε ζει στην Αυστραλία.
Σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου, την τελευταία βραδιά που βρίσκονται όλοι μαζί, ο Σλινκ έχει την ευκαιρία να μιλήσει (δια στόματος του εκατομμυριούχου) για το «τέλος της ιστορίας», μια θεωρία που ευδοκίμησε μετά την Πτώση του Τείχους: η ιστορία συνεχίζεται, αλλά ο κόσμος μας έχει σταματήσει να αλλάζει. Δεν τον απειλεί τίποτα πια, ούτε ο κομμουνισμός, ούτε ο φασισμός ούτε οι νέοι που διεκδικούν ριζικές αλλαγές. Από το τέλος του ψυχρού πολέμου και μετά, δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο. Πείτε μου μια χώρα που να μη διέπεται από τους κανόνες του καπιταλισμού.
Αυτό το «σταμάτημα» του πολιτισμού ο Γκούντλαχ το εντοπίζει και στην τέχνη (αρέσετε, αλλά δεν μπορείτε να αλλάξετε τίποτα/η τέχνη είναι όπως ο κόσμος μας, αναμενόμενη, χωρίς εναλλακτική, προβλέψιμη). Τίποτα πια δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά, και τουλάχιστον ο ίδιος και ο Σβιντ έκαναν μια περιουσία ο καθένας, αλλά ο δικηγόρος μας είναι ένας «υποτακτικός»!
Όλο το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι ένας συγκλονιστικός επίλογος, ένας σπαρακτικός αποχαιρετισμός, που χτίζεται από τον συγγραφέα γύρω από το μεγαλειώδες ερώτημα που θέτει η Ιρένε στον αμήχανο ήρωά μας: «Πώς θα ήταν αν είχα έρθει τότε σε σένα;»
… κι έτσι χτίζεται, σελίδα με τη σελίδα, μια δεύτερη αφήγηση μέσα στην αφήγηση με την υποθετική αυτή ιστορία, με λεπτομέρειες, συναισθήματα και φαντασία, αυτής της «δεύτερης ζωής» που δεν πρόλαβαν να ζήσουν μαζί. Μια «παραμυθία», ένα παραμύθι για να παρηγορεί ο δεινός αφηγητής μας την ολοένα και πιο αδύναμη Ιρένε. Και πάλι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμου πάθους, έμμεσα αποκαλύπτονται τα μυστικά, οι πληγές, τα στρώματα επικάλυψης πίσω από τα οποία κρύβεται ο καθένας τους, και ξεγυμνώνονται οι δύο χαρακτήρες ακόμα περισσότερο (βλέπουμε φερειπείν ότι ο δικηγόρος μας έχει έναν αρκετά σκληρό πυρήνα –δεν του αρέσουν οι ερωτήσεις, είναι απόμακρος με τα παιδιά του κ.α.) χωρίς να κουβεντιάζουν για το παρελθόν, απλώς επινοώντας το ξανά.
Κλαίνε, γελάνε, ονειρεύονται, αγκαλιάζονται, γιορτάζουν τις «τελευταίες φορές» και βλέπουν κατάματα τον θάνατο ενώ «συνέβαιναν τόσα πολλά μεταξύ τους, υπήρχαν τόσες υποσχέσεις, τόση δίψα για ζωή».
Από το παρελθόν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα πια.
Αυτό το έχω αποδεχτεί προ πολλού.
Αυτό που δεν μπορώ να δεχτώ ανακαλώντας το είναι η απώλεια του νοήματος.
Ίσως το κακό να εμπεριέχει το καλό.
Ίσως να γίνεται με καλή πρόθεση.
Ίσως όμως να είναι το κακό απλώς μόνο κακό.
Από την αρχή η πλοκή κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (τα κεφάλαια εναλλάσσονται αριστοτεχνικά). Το «σήμερα» της αφήγησης είναι σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα που σφραγίζουν την τριπλή προδοσία, και ο ζωγράφος Καρλ Σβιντ είναι σήμερα 70 χρονών, καταξιωμένος και δημοφιλής. Ο δικηγόρος μας όχι μόνο παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά, αλλά η γυναίκα του έχει πεθάνει προ δεκαετίας. Η είδηση-βόμβα που επαναφέρει τους τέσσερις ήρωες στον ίδιο τόπο είναι ότι ο περίφημος εξαφανισμένος πίνακας ξαφνικά βρίσκεται εκτεθειμένος σε κάποιον εκθεσιακό χώρο του Σίδνεϊ, ενώ η αξία του υπολογίζεται σε 20 εκατομμύρια δολάρια! Ο συναγερμός χτυπά σαν καμπανάκι όχι μόνο στον ανώνυμο αφηγητή μας, αλλά και στους υπόλοιπους. Ο αναγνώστης όμως παρακολουθεί την εξέλιξη μέσα από το βιωματικό νήμα του δικηγόρου, ενός καταξιωμένου, αστού με πετυχημένη επαγγελματική καριέρα, πετυχημένο γάμο και δυο μεγάλα πια παιδιά, χήρου όμως. Βλέπουμε έναν άνθρωπο ώριμο, κατασταλαγμένο και μοναχικό, ευχαριστημένο και ικανοποιημένο από την πορεία της ζωής του, του οποίου η μνήμη όμως ανατρέχει πολύ συχνά στο παρελθόν που τον πλήγωσε (πολύ θα ήθελα να ξεχάσω για πάντα την ιστορία με την Ιρένε Γκούντλαχ. Ειδικά από τότε που αντιλήφθηκα το μέγεθος της γελοιοποίησής μου/πώς της επέτρεψα να με εκμεταλλευτεί;).
Η ύπαρξη του πίνακα προκαλεί τέτοια αναστάτωση στον ήρωά μας, που μόλις αναγνώρισε τον πίνακα μετέρχεται κάθε μέσον να βρει την Ιρένε (άδεια από την δουλειά, ντετέκτιβ, άδεια παραμονής στην Αυστραλία, κλπ). Μαθαίνει λοιπόν ότι: η Ιρένε είναι καταζητούμενη στη Γερμανία, ζει ως Αϊρίν Άντλερ παράνομα στην Αυστραλία σε μια πολύ δυσπρόσιτη περιοχή, χωρίς άδεια παραμονής ή εργασίας· το έργο δεν έχει καταχωρηθεί διεθνώς ως κλεμμένο, τον πρόσφερε πρόθυμα στην πινακοθήκη του Σίδνεϊ. Είναι φανερό, και στον ήρωά μας και στον αναγνώστη, ότι η μεσήλικη πλέον Ιρένε έριξε ξανά το δόλωμά της, με άγνωστες προθέσεις.
Μόνο στη φαντασία μου ήμασταν κοντά
Τι ήταν αυτό που έσπρωξε αυτόν τον καθ’ όλα «συνηθισμένο» άνθρωπο να σκαλίσει απ’ την αρχή μια τελειωμένη υπόθεση, είναι το ερώτημα του οποίου την απάντηση παρακολουθούμε σε όλο το δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου, σχεδόν με κομμένη την ανάσα. Στο απίθανο ερημικό μέρος όπου κρύβεται η Αϊρίν πρώτος καταφτάνει ο «γενναίος ιππότης» της, όπως τον αποκαλεί ειρωνικά. Η Ιρένε/Αϊρίν έχει αποσυρθεί σε μια εγκαταλελειμμένη, προστατευόμενη περιοχή της Αυστραλίας με δύο έρημα σπίτια, με πρόσβαση μόνο από θαλάσσης, εφοδιάζεται από δύο γειτονικά αγροκτήματα και παλιότερα φιλοξενούσε παιδιά άστεγα, εξαρτημένα, φτωχά, ή... κλεφτρόνια, ενώ τώρα παραδίδει μαθήματα, φροντίζει γέρους κλπ! Έχει κότες, κατσίκες, καλλιεργεί λαχανικά, ζει με αυτάρκεια και κατά τ’ άλλα κινείται με πιστωτικές κάρτες και αναλήψεις σε αυτόματο μηχάνημα.
Η αντικομφορμίστρια Ιρένε δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο επίσκεψης του δικηγόρου, αλλά ούτε και ο ίδιος καλά καλά ξέρει τι μπορεί να περιμένει. Οι επιλογές της τακτικής και συμμορφωμένης του ζωής (μεγαλοδικηγόρος που αναλαμβάνει συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, παιδιά σε ακριβά κολλέγια, καλά ξενοδοχεία, τένις κλπ) είναι μίλια μακριά από τη νοοτροπία της γυναίκας αυτής («της πρώτης που αγάπησε»), η οποία εκφράζει ως και περιφρόνηση γι αυτές (υπερασπίστηκες ποτέ σου κανονικούς ανθρώπους; Εργάτες, ενοικιαστές, ανθρώπους με κατεστραμμένη υγεία, γυναίκες κακοποιημένες από τους συζύγους τους; άσκησες αγωγή κατά του κράτους, τη αστυνομίας, της εκκλησίας;). Κι όμως, είναι ειλικρινής όταν της εξομολογείται ότι, αν έφευγαν μαζί, θα γινόταν «ακόμα και γκράουτσο, θα έπλενε πιάτα στη Νέα Υόρκη», για να πάρει την απίστευτη απάντηση: «Δεν θα μπορούσες να έχεις κάνει αλλιώς. Θα έπρεπε να είσαι κάποιος άλλος».
Ναι, ο «ιππότης» μας είχε κι επιδίωκε πάντα να έχει μια «νοικοκυρεμένη ζωή» ενώ η Ιρένε απολογείται «η δική μου θυμίζει βάζο που έπεσε στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια». Οι εξομολογήσεις καταλήγουν σε αναμόχλευση συναισθημάτων, σε συγκρίσεις και συνειδητοποιήσεις, σε επισκόπηση όλης της ζωής τους και σχετικές αξιολογήσεις. Άλλωστε αυτή η ενδοσκόπηση ήταν και ο λόγος η Ιρένε που έριξε το δόλωμα του πίνακα: για να φέρει τον Καρλ και τον Πέτερ στον ερημότοπο, να τους δει ξανά (εσένα όχι, δεν σε σκέφτηκα) και να καταλάβει τον λόγο για τον οποίο τους εγκατέλειψε.
Γιατί η Ιρένε είναι βαριά άρρωστη (καρκίνο στο πάγκρεας) και μετά βίας στέκεται όρθια, για την ακρίβεια με τη βοήθεια κοκαΐνης. Κι αυτό το καταλαβαίνει αργά και σταδιακά ο αφηγητής μας, καθώς εκείνη επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις της για να υποδεχτεί αρχικά τον Σβιντ και στη συνέχεια τον Γκούντλαχ που τσιμπάνε το δόλωμα κι έρχονται διεκδικώντας ο καθένας απ’ την πλευρά του την Ιρένε αλλά ουσιαστικά τον πανάκριβο πίνακα! Πετυχημένοι κι οι δυο (πολυεκατομμυριούχος ο ένας, ξακουστός καλλιτέχνης ο άλλος) αλλά ηττημένοι από τη «γελαστή» Ιρένε, δημιουργούν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα –οι εξομολογήσεις εκατέρωθεν είναι αποκαλυπτικές και για τους τρεις (ο αφηγητής μας είναι σχετικά αμέτοχος). Τρεις πολύ ισχυρές προσωπικότητες εκθέτουν τον εαυτό τους, και περισσότερο η Ιρένε, που δεν διστάζει να «ξεγυμνωθεί» και να παραδεχτεί την προσωπική της ήττα (ζούσα σαν να ήμουν μονίμως μεθυσμένη, εθισμένη, εκστασιασμένη/δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Μόνο θυμό). Η απόδρασή της στην Ανατολική Γερμανία κρατά μόνο μέχρι την επανένωση της Γερμανίας, εφόσον κινδύνευε πλέον, κι από τότε ζει στην Αυστραλία.
Σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου, την τελευταία βραδιά που βρίσκονται όλοι μαζί, ο Σλινκ έχει την ευκαιρία να μιλήσει (δια στόματος του εκατομμυριούχου) για το «τέλος της ιστορίας», μια θεωρία που ευδοκίμησε μετά την Πτώση του Τείχους: η ιστορία συνεχίζεται, αλλά ο κόσμος μας έχει σταματήσει να αλλάζει. Δεν τον απειλεί τίποτα πια, ούτε ο κομμουνισμός, ούτε ο φασισμός ούτε οι νέοι που διεκδικούν ριζικές αλλαγές. Από το τέλος του ψυχρού πολέμου και μετά, δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο. Πείτε μου μια χώρα που να μη διέπεται από τους κανόνες του καπιταλισμού.
Αυτό το «σταμάτημα» του πολιτισμού ο Γκούντλαχ το εντοπίζει και στην τέχνη (αρέσετε, αλλά δεν μπορείτε να αλλάξετε τίποτα/η τέχνη είναι όπως ο κόσμος μας, αναμενόμενη, χωρίς εναλλακτική, προβλέψιμη). Τίποτα πια δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά, και τουλάχιστον ο ίδιος και ο Σβιντ έκαναν μια περιουσία ο καθένας, αλλά ο δικηγόρος μας είναι ένας «υποτακτικός»!
Οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ, αν εμείς δεν γράψουμε τον επίλογό τους
Ο σεμνός μας «απλός παρατηρητής» έχοντας επίγνωση του σιωπηλού του ρόλου σιωπά, είναι άλλωστε ο μόνος που έχει καταλάβει ότι η Ιρένε αργοπεθαίνει, και στέκεται δίπλα της με γλυκιά καρτερία φροντίζοντάς την και ανακουφίζοντας τους πόνους της. Όλο το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι ένας συγκλονιστικός επίλογος, ένας σπαρακτικός αποχαιρετισμός, που χτίζεται από τον συγγραφέα γύρω από το μεγαλειώδες ερώτημα που θέτει η Ιρένε στον αμήχανο ήρωά μας: «Πώς θα ήταν αν είχα έρθει τότε σε σένα;»
… κι έτσι χτίζεται, σελίδα με τη σελίδα, μια δεύτερη αφήγηση μέσα στην αφήγηση με την υποθετική αυτή ιστορία, με λεπτομέρειες, συναισθήματα και φαντασία, αυτής της «δεύτερης ζωής» που δεν πρόλαβαν να ζήσουν μαζί. Μια «παραμυθία», ένα παραμύθι για να παρηγορεί ο δεινός αφηγητής μας την ολοένα και πιο αδύναμη Ιρένε. Και πάλι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμου πάθους, έμμεσα αποκαλύπτονται τα μυστικά, οι πληγές, τα στρώματα επικάλυψης πίσω από τα οποία κρύβεται ο καθένας τους, και ξεγυμνώνονται οι δύο χαρακτήρες ακόμα περισσότερο (βλέπουμε φερειπείν ότι ο δικηγόρος μας έχει έναν αρκετά σκληρό πυρήνα –δεν του αρέσουν οι ερωτήσεις, είναι απόμακρος με τα παιδιά του κ.α.) χωρίς να κουβεντιάζουν για το παρελθόν, απλώς επινοώντας το ξανά.
Κλαίνε, γελάνε, ονειρεύονται, αγκαλιάζονται, γιορτάζουν τις «τελευταίες φορές» και βλέπουν κατάματα τον θάνατο ενώ «συνέβαιναν τόσα πολλά μεταξύ τους, υπήρχαν τόσες υποσχέσεις, τόση δίψα για ζωή».
Χριστίνα Παπαγγελή