Είναι γνωστό και κλασικό το διήγημα του Φ. Κάφκα. Τόσο πολυσυζητημένο και σχολιασμένο που ίσως δε μπορεί να προστεθεί τίποτα. Όμως γράφω γι’ αυτό για δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι, όταν το πρωτοδιάβασα, υπήρξε «τσεκουριά στην παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται εντός μου». Είναι ο Κάφκα που διατύπωσε αυτή τη φράση που έχει όλο το νοηματικό βάρος στις διπλανές «54 λέξεις για μία διευκρίνιση» αυτού του μπλογκ. Τσεκουριά αυτογνωσίας στο μεταμορφωμένο άνθρωπο που γινόμαστε ανεπαισθήτως. Αλλοτριωμένοι, αδύναμοι σωματικά και ψυχικά ότι κάτι άλλο γίναμε, ανακαλύπτουμε ένα πρωινό. Ο Γκρέγκορ Σάμσα έχει μεταμορφωθεί σε τεράς-τια κατσαρίδα εγκλωβισμένος στον προσωπικό του χώρο. Εγκλωβισμένος από απροσδιόριστες αιτίες και περιτριγυρισμένος από την οικογένεια και την εργασία. Τη στιγμή που αυτή η μεταμόρφωση γίνεται αντιληπτή ξεκινά το διήγημα.
Θα ήθελα να παραθέσω τις πρώτες γραμμές: «Όταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από εφιαλτικά όνειρα, ένιωσε τον εαυτό του να έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα πελώριο έντομο....»
Παρακολουθούμε με τη ματιά του όλη την εναγώνια και εφιαλτική προσπάθειά του να κρύψει αυτή την αλλαγή. Απέναντί του βρίσκεται η οικογένεια με τους γονείς και την αδελφή στο διπλανό δωμάτιο. Επίσης ο προϊστάμενος που επισκέπτεται το σπίτι για να διαπιστώσει την αιτία της απουσίας του από τη δουλειά, πρώτη φορά στη διάρκεια πέντε χρόνων. Η συνέχεια του διηγήματος, μετά την αποκάλυψη της νέας μορφής του Γκρέγκορ, έχει να κάνει με τις φροντίδες που δέχεται από την αδελφή του, τη στάση που κρατούν οι γονείς του, καθώς και την παρουσία τριών ενοικιαστών μέσα στο σπίτι. Ο Γκρέγκορ είναι πρόβλημα για όλους. Πρόβλημα που πρέπει να μένει αθέατο (κάτω από τον καναπέ ή κλειδωμένο στο δωμάτιο, αφού τα κλειδιά τώρα πια είναι από έξω) και άγνωστο στους ξένους. Ο Γκρέγκορ σταδιακά συνειδητοποιεί ότι δεν έχει πλέον θέση, όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά ούτε μέσα στην οικογένεια. Οι φροντίδες της αδελφής θα γίνονται όλο και μικρότερες καθώς θα επιβαρυνθεί και από την υποχρέωση να δουλέψει για τις ανάγκες της οικογένειας. Η προσωρινή έγνοια της μάνας, μετά από ένα μήνα να δει το γιο της θα υποχωρήσει σαν απλή περιέργεια. Ο πατέρας θα του επιτεθεί πετώντας του ... μήλα και ένα από αυτά θα τον πετύχει και θα μείνει στην πλάτη του γιατί κανείς δεν τολμούσε να το βγάλει. Ο ερχομός των τριών νοικάρηδων θα κάνει πιο δύσκολη τη ζωή του γιατί θα περιοριστεί εντελώς μέσα στο δωμάτιό του που σταδιακά μετατρέπεται σε αποθήκη. Ο Γκρέγκορ με συνειδητή ασιτία θα οδηγηθεί στο τέλος του. Ο ρόλος της αδελφής γίνεται σημαντικότερος μέσα στην οικογένεια.
Θα ήθελα να παραθέσω τις τελευταίες γραμμές: «Και ήταν γι’ αυτούς σαν μια επιβεβαίωση των καινούριων ονείρων και καλών προοπτικών τους, όταν στο τέλος της διαδρομής τους με το τρένο πρώτη σηκώθηκε από τη θέση της η κόρη και τέντωσε το νεανικό κορμί της».
Το κείμενο του Κάφκα δεν ξεχνιέται.
Ο δεύτερος λόγος που γράφω για τη «μεταμόρφωση» είναι η συγκεκριμένη έκδοση που τη ξαναδιάβασα. Εκτός από τις πολλές άλλες που κυκλοφόρησαν, το 1981 το διήγημα εκδόθηκε σε φωνητική γραφή από τις εκδόσεις Πασχάλη στη Θεσσαλονίκη και σε μετάφραση του Θομα Σερμπίνι. (Από τον ίδιο εκδότη έχουμε και μία «κανονική» έκδοση σε μετάφραση του Βασίλη Τομανά). Τότε, αλλά και τώρα, διάβασα το κείμενο από τη φωνητική απόδοσή του στη νεοελληνική. Στην αρχή το μάτι αντιδρούσε, η οπτική εικόνα των λέξεων με δυσκόλευε στην ταχύτητα και στην κατανόηση. Όμως, είναι ζήτημα τεσσάρων – πέντε σελίδων. Η εξοικείωση έρχεται πολύ ευκολότερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς. Και τότε, περισσότερο από δυο δεκαετίες πίσω, που προφανώς θα ήμουν και πιο ευέλικτος και δεκτικός αναγνώστης και τώρα... Ή μήπως περισσότερο τώρα που η αναγνωστική πείρα άνοιξε και δεν έκλεισε τη διάθεση δεκτικότητας, να δέχομαι δηλαδή με ενδιαφέρον τέτοιους πειραματισμούς και προσπάθειες.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008
Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2008
680 λέξεις για τη φωνητική γραφή, συλλογή κειμένων
Κείμενα δημοσιευμένα από το 1929, Μένος Φιλήντας, «πρέπει να γράφουμε με το λατινικό αλφάβητο», στο περιοδικό Πρωτοπορία, ως το 1948, Γιάννης Μπενέκος, «ορθογραφία και στραβογραφία», στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το βιβλίο αποτελεί συλλογή ανάλογων κειμένων που χαρακτηρίζονται από την ίδια οπτική. Η ιστορική ορθογραφία στην οποία επιμένουμε να χρησιμοποιούμε και να διδάσκουμε μόνο προβλήματα πλέον δημιουργεί, χαμένο χρόνο και μαθησιακές δυσκολίες που εμποδίζουν την ενασχόληση με ουσιωδέστερα ζητήματα και την πρόσληψη χρηστικών γνώσεων.
Η ιστορική ορθογραφία, που δεν ήταν ιστορική, εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα. Τότε όμως απέδιδε φωνητικά τους ήχους των λέξεων. Δεν υπήρχε το πρόβλημα της ορθής γραφής γιατί γράφανε ό,τι ακούγανε, δηλαδή αποτελούσε φωνητική γραφή της – διαφοροποιημένης σήμερα – προφοράς των λέξεων. Η εξέλιξη της γλώσσας διαφοροποίησε την προφορική έκφρασή της, αλλά άφησε ουσιαστικά ανέπαφη τη γραφή της (της οποίας η εικόνα, ακριβώς γιατί είναι οπτική), είναι περισσότερο ανθεκτική σε αλλοιώσεις. Η εξέλιξη λοιπόν της γλώσσας απομάκρυνε τη γραφή από την προφορά της.
Τίθεται έτσι το ζήτημα της ορθής γραφής. Από τη μια η κοινή λογική, αποφορτισμένη από άλλους παράγοντες, σαφώς μας οδηγεί στη λύση της ριζικής απλοποίησης της ορθογραφίας. Η λύση που οδηγούμαστε είναι η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου. Αυτό θα σημαίνει αμέσως και φωνητική γραπτή απόδοση της γλώσσας. οι απαραίτητες δοκιμές και οι σαφείς αντιστοιχήσεις των συμβόλων – γραμμάτων στους ήχους – φθόγγους της νεοελληνικής γλώσσας θα οριστικοποιήσουν τον τρόπο γραφής με λατινικούς χαρακτήρες.
Από την άλλη οι ιδεολογικές ενστάσεις με όλα τα ιστορικά, εθνικά και άλλα ζητήματα που επιστρατεύονται για την προάσπιση της ιστορικής ορθογραφίας – γραφής που παρουσιάζεται ταυτισμένη με τη γλώσσα. Τα άρθρα σε μεγάλο βαθμό αντικρούουν την ιδεολογική επιχειρηματολογία και εφόσον τα περισσότερα γράφτηκαν κατά το μεσοπόλεμο, όταν το γλωσσικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα οξύ θέμα συζήτησης, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συνοπτικά: αίρεται η ταύτιση γλώσσας και γραφής. Οι αλλαγές στη γραφή δε σημαίνουν αλλοίωση ή εξαφάνιση της γλώσσας, η οποία έτσι και αλλιώς εξελίσσεται. Οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο και το διαμόρφωσαν ώστε να εξυπηρετήσουν πρακτικά τις ανάγκες τους. Χρειάζεται αντίστοιχη τόλμη τώρα, για να υιοθετήσουμε το λατινικό αλφάβητο. Απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, πολύ περισσότερο γιατί το λατινικό αλφάβητο «κατάγεται» από το ελληνικό και συνεπώς δεν πρέπει να το νιώθουμε τόσο ξένο.
Η εκμάθηση της ιστορικής ορθογραφίας είναι ένας ακόμη παράγοντας ταξικής διαφοροποίησης και ιδεολογικής επιβολής, ο αγώνας για τη γλώσσα είναι κοινωνικός αγώνας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μένει ανέπαφη και η μελέτη τόσο αυτής όσο και της αρχαίας γραμματείας καθίσταται ευκολότερη αφού αποσυνδέεται η γραφή της νεοελληνικής από αυτή της αρχαίας και αποτρέπονται οι οπτικές και σημασιολογικές συγχύσεις.
Επίσης υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα. Η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για την έκδοση έργων της κρητικής λογοτεχνίας προφανώς ήταν απάντηση στο δίλημμα που έθεταν οι συνθήκες της εποχής: έκδοση με λατινικούς χαρακτήρες ή καθόλου; Ομοίως, έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στη Σμύρνη και στη Χίο για τις ανάγκες επικοινωνίας των επιχειρηματιών κατά το 19ο αιώνα, τα λεγόμενα «φραγκοχιώτικα». Αργότερα έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στα τέλεξ και στα τηλεγραφήματα. Λογικό συμπέρασμα: οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, καθώς και η τεχνολογική εξέλιξη επέβαλαν τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου κατά καιρούς ως λύση.
Συγγραφείς των άρθρων είναι ο Μένος Φιλήντας, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιάννης Σιδέρης, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Νίκος Χατζηδάκης, ο Κώστας Προύσης, ο Κώστας Καρθαίος και ο Γιάννης Μπενέκος. Το βιβλίο στο τέλος έχει ενδιαφέρον παράρτημα με τεκμήρια χρήσης της φωνητικής γραφής, όπως από τη «ρομέηκη γλόσα» του Βηλαρά, χειρόγραφο του Σολωμού και του Μακρυγιάννη, απόσπασμα από «τα ξυλοπόδαρα», παραμύθι σε φωνητική γραφή που εξέδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου, κλπ. (μπορείτε να δείτε αυτά το ντοκουμέντα κάνοντας κλικ ΕΔΩ και την εισαγωγή στη "φωνητική γραφή", εκδ. Κάλβος 1980 .pdf ΕΔΩ)
Στις μέρες μας το ζήτημα ξανατίθεται με τα γκρίκλις που συνήθως είναι οπτική – κατά το δυνατόν – απόδοση της ιστορικής ορθογραφίας. Βέβαια η τεχνική λύση έχει δοθεί αφού οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές υποστηρίζουν ακόμη και την πολυτονική γραφή, ακόμη και την υπογεγραμμένη. Θα χαιρόμουν πολύ αν οι υπέρμαχοι του αναλλοίωτου χαρακτήρα της γραφής χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους τη βαρεία και την άνω τελεία μένοντας συνεπείς στις απόψεις τους. Ωστόσο το ζήτημα θα τίθεται ξανά και ξανά αφού η γλώσσα και η γραφή της είναι κοινωνικά ζητήματα.
Η ιστορική ορθογραφία, που δεν ήταν ιστορική, εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα. Τότε όμως απέδιδε φωνητικά τους ήχους των λέξεων. Δεν υπήρχε το πρόβλημα της ορθής γραφής γιατί γράφανε ό,τι ακούγανε, δηλαδή αποτελούσε φωνητική γραφή της – διαφοροποιημένης σήμερα – προφοράς των λέξεων. Η εξέλιξη της γλώσσας διαφοροποίησε την προφορική έκφρασή της, αλλά άφησε ουσιαστικά ανέπαφη τη γραφή της (της οποίας η εικόνα, ακριβώς γιατί είναι οπτική), είναι περισσότερο ανθεκτική σε αλλοιώσεις. Η εξέλιξη λοιπόν της γλώσσας απομάκρυνε τη γραφή από την προφορά της.
Τίθεται έτσι το ζήτημα της ορθής γραφής. Από τη μια η κοινή λογική, αποφορτισμένη από άλλους παράγοντες, σαφώς μας οδηγεί στη λύση της ριζικής απλοποίησης της ορθογραφίας. Η λύση που οδηγούμαστε είναι η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου. Αυτό θα σημαίνει αμέσως και φωνητική γραπτή απόδοση της γλώσσας. οι απαραίτητες δοκιμές και οι σαφείς αντιστοιχήσεις των συμβόλων – γραμμάτων στους ήχους – φθόγγους της νεοελληνικής γλώσσας θα οριστικοποιήσουν τον τρόπο γραφής με λατινικούς χαρακτήρες.
Από την άλλη οι ιδεολογικές ενστάσεις με όλα τα ιστορικά, εθνικά και άλλα ζητήματα που επιστρατεύονται για την προάσπιση της ιστορικής ορθογραφίας – γραφής που παρουσιάζεται ταυτισμένη με τη γλώσσα. Τα άρθρα σε μεγάλο βαθμό αντικρούουν την ιδεολογική επιχειρηματολογία και εφόσον τα περισσότερα γράφτηκαν κατά το μεσοπόλεμο, όταν το γλωσσικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα οξύ θέμα συζήτησης, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συνοπτικά: αίρεται η ταύτιση γλώσσας και γραφής. Οι αλλαγές στη γραφή δε σημαίνουν αλλοίωση ή εξαφάνιση της γλώσσας, η οποία έτσι και αλλιώς εξελίσσεται. Οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο και το διαμόρφωσαν ώστε να εξυπηρετήσουν πρακτικά τις ανάγκες τους. Χρειάζεται αντίστοιχη τόλμη τώρα, για να υιοθετήσουμε το λατινικό αλφάβητο. Απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, πολύ περισσότερο γιατί το λατινικό αλφάβητο «κατάγεται» από το ελληνικό και συνεπώς δεν πρέπει να το νιώθουμε τόσο ξένο.
Η εκμάθηση της ιστορικής ορθογραφίας είναι ένας ακόμη παράγοντας ταξικής διαφοροποίησης και ιδεολογικής επιβολής, ο αγώνας για τη γλώσσα είναι κοινωνικός αγώνας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μένει ανέπαφη και η μελέτη τόσο αυτής όσο και της αρχαίας γραμματείας καθίσταται ευκολότερη αφού αποσυνδέεται η γραφή της νεοελληνικής από αυτή της αρχαίας και αποτρέπονται οι οπτικές και σημασιολογικές συγχύσεις.
Επίσης υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα. Η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για την έκδοση έργων της κρητικής λογοτεχνίας προφανώς ήταν απάντηση στο δίλημμα που έθεταν οι συνθήκες της εποχής: έκδοση με λατινικούς χαρακτήρες ή καθόλου; Ομοίως, έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στη Σμύρνη και στη Χίο για τις ανάγκες επικοινωνίας των επιχειρηματιών κατά το 19ο αιώνα, τα λεγόμενα «φραγκοχιώτικα». Αργότερα έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στα τέλεξ και στα τηλεγραφήματα. Λογικό συμπέρασμα: οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, καθώς και η τεχνολογική εξέλιξη επέβαλαν τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου κατά καιρούς ως λύση.
Συγγραφείς των άρθρων είναι ο Μένος Φιλήντας, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιάννης Σιδέρης, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Νίκος Χατζηδάκης, ο Κώστας Προύσης, ο Κώστας Καρθαίος και ο Γιάννης Μπενέκος. Το βιβλίο στο τέλος έχει ενδιαφέρον παράρτημα με τεκμήρια χρήσης της φωνητικής γραφής, όπως από τη «ρομέηκη γλόσα» του Βηλαρά, χειρόγραφο του Σολωμού και του Μακρυγιάννη, απόσπασμα από «τα ξυλοπόδαρα», παραμύθι σε φωνητική γραφή που εξέδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου, κλπ. (μπορείτε να δείτε αυτά το ντοκουμέντα κάνοντας κλικ ΕΔΩ και την εισαγωγή στη "φωνητική γραφή", εκδ. Κάλβος 1980 .pdf ΕΔΩ)
Στις μέρες μας το ζήτημα ξανατίθεται με τα γκρίκλις που συνήθως είναι οπτική – κατά το δυνατόν – απόδοση της ιστορικής ορθογραφίας. Βέβαια η τεχνική λύση έχει δοθεί αφού οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές υποστηρίζουν ακόμη και την πολυτονική γραφή, ακόμη και την υπογεγραμμένη. Θα χαιρόμουν πολύ αν οι υπέρμαχοι του αναλλοίωτου χαρακτήρα της γραφής χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους τη βαρεία και την άνω τελεία μένοντας συνεπείς στις απόψεις τους. Ωστόσο το ζήτημα θα τίθεται ξανά και ξανά αφού η γλώσσα και η γραφή της είναι κοινωνικά ζητήματα.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 20, 2008
Εξηγώντας τα μαθηματικά στις κόρες μου, Ντένι Γκετζ
Πρόκειται για ένα πολύ πρωτότυπο, μικρό βιβλιαράκι, ένα βιβλίο- διάλογο μεταξύ του συγγραφικού «εγώ» και της κόρης του Λόλας, με θέμα τη γοητεία των μαθηματικών. Για την ακρίβεια, η Λόλα εκφράζει τη απέχθειά της στην αρχή του διαλόγου πολύ δυναμικά ( είναι ένα μάθημα όλο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, γεμάτο με ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ, όπου σε περικυκλώνουν ΚΑΝΟΝΕΣ) για να καταλήξει με πάθος στο ότι «τα μαθηματικά είναι ΒΙΑΙΑ! ». Στον εμβρόντητο συγγραφέα/πατέρα της η Λόλα δίνει τις εξής καταπληκτικές εξηγήσεις για τη «βία» των μαθηματικών:
-Τα βρίσκω απότομα, τα πράγματα πέφτουν σα λεπίδες. Αρκεί να κάνεις ένα ασήμαντο σφάλμα, και την έχεις πατήσει, είναι όλα τελείως λάθος και όχι …λιγάκι λάθος (…). Έπειτα, έχεις την αίσθηση ότι είναι «έτσι και όχι αλλιώς», να τι με ενοχλεί. Νιώθω ανήμπορη. Είναι σα να σε αποστομώνουν. Τα μαθηματικά … έχουν πάντα την τελευταία λέξη.
(…)
-Είσαι βέβαιη ότι μόνο στα μαθηματικά τα πράγματα είναι «έτσι κι όχι αλλιώς»; Ο Σηκουάνας διασχίζει το Παρίσι και όχι το Στρασβούργο, είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Η Βαστίλη έπεσε στις 14 Ιουλίου του 1789 και όχι στις 13. Είναι «έτσι κι όχι αλλιώς».
- Ναι, αλλά θα μπορούσε.
- θα μπορούσε τι;
- Να είχε πέσει στις 13. (!!)
Έτσι δυναμικά ξεκινά ένας ουσιαστικός διάλογος για τη φύση των μαθηματικών ως επιστήμης, για την ακρίβεια ως μιας ιδιαίτερης γλώσσας, που ασφαλώς δε μπορεί να εκφράσει τα πάντα (στα μαθηματικά μπορείς να πεις σ’ αγαπώ;) αλλά πολλές ιδέες, σχέσεις, ερωτήματα, αναλογίες, κλπ. Ο διάλογος είναι ουσιαστικός, γιατί απευθυνόμενος σ’ ένα παιδί, κι όχι σε ειδικούς, ο μαθηματικός/συγγραφέας εκμαιεύει απλές αλήθειες και τοποθετεί εξαρχής τα θεμέλια των μαθηματικών, επισημαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και την ιδιαίτερη γοητεία τους.
Έτσι ξεκινά μια περιήγηση -ίσως λίγο εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, αλλά πολύ συναρπαστική- στον «κόσμο» των μαθηματικών, ξεκινώντας από τη «γλώσσα» τους, που όταν είναι άσχημα διατυπωμένη (π.χ. 2+=) δεν είναι καν ψευδής, δεν έχει νόημα. Γίνεται λοιπόν αρχικά μια «απογραφή» των τύπων λέξεων που χρησιμοποιούνται στα μαθηματικά, των τύπων φράσεων αλλά και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του ορισμού («ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός νέου αντικειμένου»):
Σελ.19:
-Σε αντίθεση με τους ορισμούς των λέξεων, οι μαθηματικοί ορισμοί δεν είναι απλώς περιγραφικοί αλλά άμεσα λειτουργικοί, δηλ δεν μπορούμε να χειριστούμε τα μαθηματικά παρά μόνο εάν γνωρίζουμε τους ακριβείς ορισμούς, λέξη προς λέξη, χρησιμοποιώντας όλες τις λέξεις που εμφανίζονται στον ορισμό. Να γιατί πρέπει να γνωρίζουμε κάθε ορισμό λέξη προς λέξη. Αρκεί να ξεχάσουμε μία μόνο λέξη και…
- …είναι εντελώς λάθος, και όχι λίγο λάθος. Αυτό ακριβώς δεν αντέχω!
Μαθαίνουμε αρχικά (στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο) τα θεμελιώδη σύμβολα (πρώτο-πρώτο το «ίσον») αλλά και την …ιστορία τους- ώσπου τίθεται το μέγα ερώτημα:
-ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΑΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟΙ;
Με πολύ άμεσο, απλό και ουσιαστικό τρόπο, σ’ ένα διάλογο όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, τοποθετούνται έννοιες βασικές όπως ακέραιοι αριθμοί, διαφορά αριθμού-ψηφίου, τρόπος αρίθμησης (μ’ εντυπωσίασε ο όρος "αρίθμηση θέσης με μηδέν"), δυαδικό (και όχι μόνο) σύστημα, κλάσμα, δύναμη, ζυγοί/άρτιοι αριθμοί, πρώτοι αριθμοί, αρνητικοί κ.α. Παράλληλα με τη σημασία και τη λειτουργικότητα κάθε όρου δίνεται και η «ιστορία» του, ο τρόπος και η αναγκαιότητα γένεσής του, πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Στις αριθμητικές πράξεις υπάρχουν τρεις βαθμίδες: πρόσθεση, πολ/σμός, δύναμη. Ένας πολ/σμός είναι μια σειρά προσθέσεων, μια δύναμη είναι μια σειρά πολ/σμών.
Ερωτήματα απλοϊκά αλλά θεμελιακά:
• Γιατί ο πολ/σμός είναι ευκολότερος από τη διαίρεση;
• Γιατί η διαίρεση, που είναι πιο δύσκολη, είναι πιο σημαντική από τον πολ/σμό; (απ. Από τις 4 πράξεις, είναι ίσως εκείνη που παρέχει τα σημαντικότερα αποτελέσματα. Οι διαιρέτες παρέχουν πολύ περισσότερες πληροφορίες για τον αριθμό που διαιρούν απ’ όσες παρέχουν τα πολ/σια για τον αριθμό του οποίου αποτελούν πολ/σιο).
• Γιατί είναι σημαντικοί οι πρώτοι αριθμοί; (δεν μπορώ να κρύψω τη γοητεία που μου προκαλεί η διαπίστωση ότι α) κάθε ακέραιος μπορεί να παραχθεί ως γινόμενο πρώτων αριθμών αλλά κυρίως : β) αν διαθέτω πρώτους αριθμούς, μπορώ να λάβω όλους τους ακέραιους)!
• Το 12 και το 60 είναι «προνομιούχοι» αριθμοί (πολύ πειστική η εξήγηση)
Από τις παρατηρήσεις στις σχέσεις των αριθμών, περνάμε με ανάλογο τρόπο στη «γεωμετρία», όπου με αφορμή ότι δυο ευθείες μπορεί να μην είναι ούτε παράλληλες ούτε τεμνόμενες, διατυπώνεται η θεμελιώδης διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα ωραίο παράδειγμα του πόσο απαραίτητο είναι να διευκρινίζουμε σε ποιο σύμπαν ισχύει η πρόταση που διατυπώνουμε. Η γοητεία συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την άλγεβρα, τα σημεία και τους δεσμούς, τα προβλήματα, τους συλλογισμούς. Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Ο συλλογισμός», μ’ εντυπωσίασε το ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν ….θεωρήματα, αλλά στην αρχαιότητα ανήγγελλαν τ’ αποτελέσματα στα οποία είχαν καταλήξει, χωρίς να αναφέρουν το πώς (παρεμπιπτόντως, το θεώρημα είναι το ζευγάρι υπόθεση- συμπέρασμα –όχι μόνο το συμπέρασμα-, το οποίο είναι αληθές όταν κι η υπόθεση είναι αληθής). Επίσης, με εντυπωσίασε η συνεπαγωγή, που έχει τέσσερις πιθανότητες (αληθής> ψευδής , ψευδής >αληθής (!), αλλά όχι αληθής> ψευδής (!!)), όπως και η αρνητική συνεπαγωγή (τι …μαγεία!).
Όσο προχωρά το βιβλίο προς το τέλος, θαρρείς ωριμάζουν οι δυο συνομιλητές, και με ευχάριστο/ χιουμοριστικό τρόπο θέτουν και ζητήματα πιο «φιλοσοφικά», πιο ριζικά για το ρόλο των μαθηματικών στην ανθρώπινη σκέψη. Π. χ. :
Σελ.70:
(Λόλα) – Στα μαθηματικά όλα δικαιολογούνται, όλα έχουν μια αιτία.
- Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν οι μαθηματικοί. Θέλουν να κατανοούν, να εξηγούν, να αιτιολογούν. Θα προτιμούσες μήπως ένα σύμπαν όπου δεν θα υπήρχε καμία εξήγηση για όσα θα συνέβαιναν;
- Προτιμώ ένα σύμπαν όπου δεν αιτιολογούνται τα πάντα. Αυτό δε σημαίνει ότι επιθυμώ να μην εξηγείται τίποτα.
- Η εξήγηση δεν καταργεί το θάμπωμα. Όταν λυθεί το μυστήριο, απομένει η ομορφιά, που είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν γνωρίζουμε από πού πηγάζει κλπ.
Στις τελευταίες σελίδες, οι δυο «άνισοι» συνομιλητές (γι’ αυτό όμως ίσως ο διάλογος έχει ιδιαίτερη γοητεία) μιλούν για την ακρίβεια της μαθηματικής γλώσσας (που τόσο εκνευρίζει τη Λόλα), για τη χρησιμότητά τους, για την ομορφιά τους, καταλήγοντας ότι δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο εκ διαμέτρου αντίθετοι από τη Λόλα και τον Ρέι!!
Είναι ένα βιβλίο πολύ κατάλληλο για παιδιά που αγαπούν τα μαθηματικά (ή που τ' αγαπούν... λίγο!), πάντως απευθύνεται σε ανθρώπους «μη ειδικούς». Σίγουρα, δεν προσφέρει «γνώσεις» σε κάποιον που γνωρίζει τα στοιχειώδη μαθηματικά, αλλά νομίζω ότι σύντομα και ουσιαστικά περιγράφει τη λειτουργία, το ρόλο που έχουν τα μαθηματικά στη ζωή μας, είτε το θέλουμε είτε όχι!
-Τα βρίσκω απότομα, τα πράγματα πέφτουν σα λεπίδες. Αρκεί να κάνεις ένα ασήμαντο σφάλμα, και την έχεις πατήσει, είναι όλα τελείως λάθος και όχι …λιγάκι λάθος (…). Έπειτα, έχεις την αίσθηση ότι είναι «έτσι και όχι αλλιώς», να τι με ενοχλεί. Νιώθω ανήμπορη. Είναι σα να σε αποστομώνουν. Τα μαθηματικά … έχουν πάντα την τελευταία λέξη.
(…)
-Είσαι βέβαιη ότι μόνο στα μαθηματικά τα πράγματα είναι «έτσι κι όχι αλλιώς»; Ο Σηκουάνας διασχίζει το Παρίσι και όχι το Στρασβούργο, είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Η Βαστίλη έπεσε στις 14 Ιουλίου του 1789 και όχι στις 13. Είναι «έτσι κι όχι αλλιώς».
- Ναι, αλλά θα μπορούσε.
- θα μπορούσε τι;
- Να είχε πέσει στις 13. (!!)
Έτσι δυναμικά ξεκινά ένας ουσιαστικός διάλογος για τη φύση των μαθηματικών ως επιστήμης, για την ακρίβεια ως μιας ιδιαίτερης γλώσσας, που ασφαλώς δε μπορεί να εκφράσει τα πάντα (στα μαθηματικά μπορείς να πεις σ’ αγαπώ;) αλλά πολλές ιδέες, σχέσεις, ερωτήματα, αναλογίες, κλπ. Ο διάλογος είναι ουσιαστικός, γιατί απευθυνόμενος σ’ ένα παιδί, κι όχι σε ειδικούς, ο μαθηματικός/συγγραφέας εκμαιεύει απλές αλήθειες και τοποθετεί εξαρχής τα θεμέλια των μαθηματικών, επισημαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και την ιδιαίτερη γοητεία τους.
Έτσι ξεκινά μια περιήγηση -ίσως λίγο εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, αλλά πολύ συναρπαστική- στον «κόσμο» των μαθηματικών, ξεκινώντας από τη «γλώσσα» τους, που όταν είναι άσχημα διατυπωμένη (π.χ. 2+=) δεν είναι καν ψευδής, δεν έχει νόημα. Γίνεται λοιπόν αρχικά μια «απογραφή» των τύπων λέξεων που χρησιμοποιούνται στα μαθηματικά, των τύπων φράσεων αλλά και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του ορισμού («ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός νέου αντικειμένου»):
Σελ.19:
-Σε αντίθεση με τους ορισμούς των λέξεων, οι μαθηματικοί ορισμοί δεν είναι απλώς περιγραφικοί αλλά άμεσα λειτουργικοί, δηλ δεν μπορούμε να χειριστούμε τα μαθηματικά παρά μόνο εάν γνωρίζουμε τους ακριβείς ορισμούς, λέξη προς λέξη, χρησιμοποιώντας όλες τις λέξεις που εμφανίζονται στον ορισμό. Να γιατί πρέπει να γνωρίζουμε κάθε ορισμό λέξη προς λέξη. Αρκεί να ξεχάσουμε μία μόνο λέξη και…
- …είναι εντελώς λάθος, και όχι λίγο λάθος. Αυτό ακριβώς δεν αντέχω!
Μαθαίνουμε αρχικά (στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο) τα θεμελιώδη σύμβολα (πρώτο-πρώτο το «ίσον») αλλά και την …ιστορία τους- ώσπου τίθεται το μέγα ερώτημα:
-ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΑΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟΙ;
Με πολύ άμεσο, απλό και ουσιαστικό τρόπο, σ’ ένα διάλογο όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, τοποθετούνται έννοιες βασικές όπως ακέραιοι αριθμοί, διαφορά αριθμού-ψηφίου, τρόπος αρίθμησης (μ’ εντυπωσίασε ο όρος "αρίθμηση θέσης με μηδέν"), δυαδικό (και όχι μόνο) σύστημα, κλάσμα, δύναμη, ζυγοί/άρτιοι αριθμοί, πρώτοι αριθμοί, αρνητικοί κ.α. Παράλληλα με τη σημασία και τη λειτουργικότητα κάθε όρου δίνεται και η «ιστορία» του, ο τρόπος και η αναγκαιότητα γένεσής του, πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Στις αριθμητικές πράξεις υπάρχουν τρεις βαθμίδες: πρόσθεση, πολ/σμός, δύναμη. Ένας πολ/σμός είναι μια σειρά προσθέσεων, μια δύναμη είναι μια σειρά πολ/σμών.
Ερωτήματα απλοϊκά αλλά θεμελιακά:
• Γιατί ο πολ/σμός είναι ευκολότερος από τη διαίρεση;
• Γιατί η διαίρεση, που είναι πιο δύσκολη, είναι πιο σημαντική από τον πολ/σμό; (απ. Από τις 4 πράξεις, είναι ίσως εκείνη που παρέχει τα σημαντικότερα αποτελέσματα. Οι διαιρέτες παρέχουν πολύ περισσότερες πληροφορίες για τον αριθμό που διαιρούν απ’ όσες παρέχουν τα πολ/σια για τον αριθμό του οποίου αποτελούν πολ/σιο).
• Γιατί είναι σημαντικοί οι πρώτοι αριθμοί; (δεν μπορώ να κρύψω τη γοητεία που μου προκαλεί η διαπίστωση ότι α) κάθε ακέραιος μπορεί να παραχθεί ως γινόμενο πρώτων αριθμών αλλά κυρίως : β) αν διαθέτω πρώτους αριθμούς, μπορώ να λάβω όλους τους ακέραιους)!
• Το 12 και το 60 είναι «προνομιούχοι» αριθμοί (πολύ πειστική η εξήγηση)
Από τις παρατηρήσεις στις σχέσεις των αριθμών, περνάμε με ανάλογο τρόπο στη «γεωμετρία», όπου με αφορμή ότι δυο ευθείες μπορεί να μην είναι ούτε παράλληλες ούτε τεμνόμενες, διατυπώνεται η θεμελιώδης διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα ωραίο παράδειγμα του πόσο απαραίτητο είναι να διευκρινίζουμε σε ποιο σύμπαν ισχύει η πρόταση που διατυπώνουμε. Η γοητεία συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την άλγεβρα, τα σημεία και τους δεσμούς, τα προβλήματα, τους συλλογισμούς. Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Ο συλλογισμός», μ’ εντυπωσίασε το ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν ….θεωρήματα, αλλά στην αρχαιότητα ανήγγελλαν τ’ αποτελέσματα στα οποία είχαν καταλήξει, χωρίς να αναφέρουν το πώς (παρεμπιπτόντως, το θεώρημα είναι το ζευγάρι υπόθεση- συμπέρασμα –όχι μόνο το συμπέρασμα-, το οποίο είναι αληθές όταν κι η υπόθεση είναι αληθής). Επίσης, με εντυπωσίασε η συνεπαγωγή, που έχει τέσσερις πιθανότητες (αληθής> ψευδής , ψευδής >αληθής (!), αλλά όχι αληθής> ψευδής (!!)), όπως και η αρνητική συνεπαγωγή (τι …μαγεία!).
Όσο προχωρά το βιβλίο προς το τέλος, θαρρείς ωριμάζουν οι δυο συνομιλητές, και με ευχάριστο/ χιουμοριστικό τρόπο θέτουν και ζητήματα πιο «φιλοσοφικά», πιο ριζικά για το ρόλο των μαθηματικών στην ανθρώπινη σκέψη. Π. χ. :
Σελ.70:
(Λόλα) – Στα μαθηματικά όλα δικαιολογούνται, όλα έχουν μια αιτία.
- Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν οι μαθηματικοί. Θέλουν να κατανοούν, να εξηγούν, να αιτιολογούν. Θα προτιμούσες μήπως ένα σύμπαν όπου δεν θα υπήρχε καμία εξήγηση για όσα θα συνέβαιναν;
- Προτιμώ ένα σύμπαν όπου δεν αιτιολογούνται τα πάντα. Αυτό δε σημαίνει ότι επιθυμώ να μην εξηγείται τίποτα.
- Η εξήγηση δεν καταργεί το θάμπωμα. Όταν λυθεί το μυστήριο, απομένει η ομορφιά, που είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν γνωρίζουμε από πού πηγάζει κλπ.
Στις τελευταίες σελίδες, οι δυο «άνισοι» συνομιλητές (γι’ αυτό όμως ίσως ο διάλογος έχει ιδιαίτερη γοητεία) μιλούν για την ακρίβεια της μαθηματικής γλώσσας (που τόσο εκνευρίζει τη Λόλα), για τη χρησιμότητά τους, για την ομορφιά τους, καταλήγοντας ότι δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο εκ διαμέτρου αντίθετοι από τη Λόλα και τον Ρέι!!
Είναι ένα βιβλίο πολύ κατάλληλο για παιδιά που αγαπούν τα μαθηματικά (ή που τ' αγαπούν... λίγο!), πάντως απευθύνεται σε ανθρώπους «μη ειδικούς». Σίγουρα, δεν προσφέρει «γνώσεις» σε κάποιον που γνωρίζει τα στοιχειώδη μαθηματικά, αλλά νομίζω ότι σύντομα και ουσιαστικά περιγράφει τη λειτουργία, το ρόλο που έχουν τα μαθηματικά στη ζωή μας, είτε το θέλουμε είτε όχι!
Χριστίνα Παπαγελή
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 12, 2008
893 λέξεις για "τα ΜΑΤ, οι κρανοφόροι" του Χρήστου Μπρατάκου
Το βιβλίο συζητήθηκε στη δεκαετία του ’80. Είναι η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα για τη θητεία του στην αστυνομία και κυρίως στο νεοσύστατο, τότε, σώμα των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης.
Ο νεαρός Χρήστος «αρπάζει» την ευκαιρία και με τη βοήθεια του οικογενειακού περιβάλλοντος εντάσσεται στις τάξεις της αστυνομίας. Είμαστε στο 1974, μεταπολίτευση. Η φίλη του Χρήστου έχει τις αντιρρήσεις της. «Χρήστο, η αστυνομία δεν είναι τυχαίο επάγγελμα, στο ξαναλέω... θα σου αλλάξει τη ζωή». «Σιγά.... σιγά, φόρα πήρες. πού βρισκόμαστε, στο Μεσαίωνα; Επειδή δείρανε παλιά το γέρο σου γιατί ήτανε κομμούνι στην αστυνομία το πήραμε σχοινί – κορδόνι μέχρι τώρα πέφτει ξύλο;» (σελ. 13)
Παράλληλα παρακολουθούμε και την ιστορία του Μίμη, που από την επαρχία θα βρεθεί και αυτός στην αστυνομία και στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους στη σχολή θα γίνουν φίλοι και θα ακούν μαζί τις συμβουλές των ανωτέρων τους. «Όταν βγαίνετε από τη σχολή στον έξω κόσμο, να είσαστε κόσμιοι. Πρέπει να το καταλάβετε ότι είσαστε οι αυριανοί αστυφύλακες. Να προσέχετε με ποιους κάνετε παρέα. Η Αθήνα δεν είναι σαν τα χωριά σας. Μακριά από πουτάνες, πούστηδες και κομμουνιστές». (σελ. 28) Η εκπαίδευση περιλαμβάνει και το καμάρι για το υπηρεσιακό περίστροφο που κουβαλάνε μαζί τους στις εξόδους. «Αισθάνονται όλοι συμπρωταγωνιστές του Αλαίν Ντελόν, στο έργο ‘‘για το τομάρι ενός μπάτσου’’». (σελ. 29)
Η απόσταση που χωρίζει το Χρήστο από τον παλιό του εαυτό είναι ήδη φανερή στη συνάντησή του με την πρώην φίλη του. Της τηλεφωνεί αυτός. «... την πεθύμησα, έχω και ανάγκη από μια καλή συζήτηση, γιατί μέσα στη σχολή όλο μαλακίες συζητάμε». (σελ. 30) Η κουβέντα τους αποδεικνύει ότι το χάσμα είναι αγεφύρωτο. «Τρεις μήνες έχεις εκεί μέσα και έγινες ίδιος μ’ αυτούς» (σελ. 32) του απαντά η Έλενα.
Η εκπαίδευση, και κυρίως η άτυπη, συνεχίζεται με το περίστροφο πάντα να αποτελεί το καμάρι. Παρακολουθούμε μια έξοδο για διασκέδαση σε λαϊκό κέντρο. «Γρίβα σε θέλει ο βασιλιάς. Παραγγελιά! .... Στην πίστα, Μυτιληνιός, Λαμιώτης, Κουτσός, πιασμένοι σύρουν το χορό. Από τα σακάκια τους ξεχωρίζουν τα μεγάλα Σμιθ Γουένσον, μπηγμένα στην πίσω τσέπη γιατί δεν έχουν θήκη». (σελ. 34)
Στη σελίδα 39 η ίδρυση της νέας υπηρεσίας, των ΜΑΤ, αναγγέλλεται στους εκπαιδευόμενους και σε αυτήν τελικά θα επιλεχθούν όλοι. Ο Χρήστος «ακολουθεί» αλλά ήδη μέσα του φαίνεται να λειτουργούν και άλλες σκέψεις. Συγκρούεται λεκτικά με τον αδελφό του που βλέπει τη μεταμόρφωσή του.
Από τη σχολή στο Τμήμα Τάξης. Τα περιστατικά που ζει οξύνουν μέσα του τις αντιθέσεις που βιώνει. Η ελαστική συνείδηση φαίνεται να έχει όρια. Προσφέρει καφέδες σε νεαρούς που πιάστηκαν για παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό, «Γιατί ρε παιδιά δεν τους λέτε που είναι ο σταθμός; Αυτοί δε θα πάψουν να σας βαράνε μέχρι να το μάθουν» και δέχεται την οργή των ανωτέρων, «Ρε μαλακισμένο, πρόσφερες καφέδες στα κλεφτρόνια που δε μαρτυράνε;» (σελ. 56) και με το Μίμη συζητούν, «Α! Ξέχασα όταν τους βαράγανε το βράδυ τους έλεγαν – Είσαστε κομμούνια και οργανωμένοι, σας έχουμε δει σε διαδηλώσεις και κάτι τέτοια. Αυτοί ορκίζονταν στην μάνα τους ότι δεν είναι αναμιγμένοι πουθενά. – Πω! πω! τι γίνεται ρε Μίμη. Δηλαδή οι ασφαλίτες δικάσανε, καταδικάσανε και εκτελέσανε. – Αυτά να τα βλέπεις εσύ ρε μαλάκα που έκανες τον πονηρό στη σχολή, περί Δημοκρατίας». (σελ. 59) Τα ΜΑΤ μοιάζουν διέξοδος για το Χρήστο «Αργούν να γίνουν και τα ΜΑΤ για να φύγουμε από δω». (σελ. 59)
Η εκπαίδευση των ΜΑΤ περιλαμβάνει τρέξιμο, σκοποβολή, εκμάθηση εξάρτυσης και συνθήκες δακρυγόνων και «μάχης». Η υπηρεσία στα ΜΑΤ γίνεται με οκτάωρα σε διάφορα καίρια σημεία της Αθήνας. Πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου 1976. Οι αστυφύλακες παρακολουθούν ανάλογη εκπομπή για τα γεγονότα. «– Έλα ρε ψηλέ, δέκα φορές την έχουμε δει τη μαλακία στην τηλεόραση, δεν τη βαρέθηκες. – Ρε Μίμη, άραγες αυτός ο νεαρός στην πύλη σκοτώθηκε; - Μπα αυτοί είναι τσακάλια και μετά αφού είδε το τανκ, ο μαλάκας τι τόπαιζε ήρωας;» (σελ. 70)
Η ανάγνωση του βιβλίου δε μπορεί να υποκατασταθεί από την παρουσίασή του εδώ. Η αξία του δε βρίσκεται στις λογοτεχνικές αρετές του για τις οποίες πολλές ενστάσεις θα είχε κάποιος. Η αξία του παραμένει μοναδική ως προσωπικής μαρτυρίας.
Η εκπαίδευση, τα οκτάωρα, τα γήπεδα, η «προσωπική» ζωή, οι συζητήσεις μεταξύ των αστυφυλάκων, οι ασκήσεις ετοιμότητας, οι κλούβες, η αναμονή μέσα στις κλούβες, η σωματική εξάντληση, η αντιμετώπιση από τους ανώτερους, το ξύλο, ο υπερβάλλων ζήλος, η διοίκηση και η συνείδηση του Μίμη της οποίας η ελαστικότητα έχει τα όριά της. Όλα αυτά διαγράφονται πίσω από τις γραμμές του κειμένου. Παρακολουθούμε τη σκέψη του συγγραφέa στη σελ. 101. «Η πολιτεία έχει δώσει στο αστυνομικό όργανο όπλο και εξουσία που συνήθως γίνεται ‘‘εξουσία’’ για εκτόνωση του οργάνου. Με θλιβερά και πολύ επιζήμια αποτελέσματα, σε βάρος του λαού όπως ξυλοδαρμοί στους δρόμους σε νεαρούς που αντιμίλησαν, σ’ αυτούς που έφεραν για εξακρίβωση στο τμήμα ή σ’ αυτούς που πιάσανε σε λέσχες, σ’ αυτούς που πιάσανε με μηχανάκια. Και εύκολα υπάρχει η δικαιολογία: Αυτοί είναι αλήτες, θέλουνε ξύλο. Λάθος, είναι απλώς νεολαία με τα δικά της ξεσπάσματα».
Φτάνουμε στο Νοέμβριο 1980. Τα γεγονότα αυτού του μήνα είναι γνωστά, το ενδιαφέρον τους εδώ βρίσκεται πάντα στην οπτική που καταγράφονται από έναν αστυφύλακα των ΜΑΤ. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι: «Μία νεκρή, ένας βαριά και δεκάδες τραυματίες» Και «o Χρήστος πάνω σ’ ένα άδειο γραφείο συμπληρώνει μια κόλα διαγωνισμού: ‘‘Λαμβάνω την τιμή να παρακαλέσω υμάς όπως ευαρεστούμενοι μοι δεχθείτε την παραίτησίν μου’’».
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ, όπου ακολουθώντας τον υπερσύνδεσμο στο τέλος του κειμένου το «κατεβάζετε» από το rapidshare
Ο νεαρός Χρήστος «αρπάζει» την ευκαιρία και με τη βοήθεια του οικογενειακού περιβάλλοντος εντάσσεται στις τάξεις της αστυνομίας. Είμαστε στο 1974, μεταπολίτευση. Η φίλη του Χρήστου έχει τις αντιρρήσεις της. «Χρήστο, η αστυνομία δεν είναι τυχαίο επάγγελμα, στο ξαναλέω... θα σου αλλάξει τη ζωή». «Σιγά.... σιγά, φόρα πήρες. πού βρισκόμαστε, στο Μεσαίωνα; Επειδή δείρανε παλιά το γέρο σου γιατί ήτανε κομμούνι στην αστυνομία το πήραμε σχοινί – κορδόνι μέχρι τώρα πέφτει ξύλο;» (σελ. 13)
Παράλληλα παρακολουθούμε και την ιστορία του Μίμη, που από την επαρχία θα βρεθεί και αυτός στην αστυνομία και στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους στη σχολή θα γίνουν φίλοι και θα ακούν μαζί τις συμβουλές των ανωτέρων τους. «Όταν βγαίνετε από τη σχολή στον έξω κόσμο, να είσαστε κόσμιοι. Πρέπει να το καταλάβετε ότι είσαστε οι αυριανοί αστυφύλακες. Να προσέχετε με ποιους κάνετε παρέα. Η Αθήνα δεν είναι σαν τα χωριά σας. Μακριά από πουτάνες, πούστηδες και κομμουνιστές». (σελ. 28) Η εκπαίδευση περιλαμβάνει και το καμάρι για το υπηρεσιακό περίστροφο που κουβαλάνε μαζί τους στις εξόδους. «Αισθάνονται όλοι συμπρωταγωνιστές του Αλαίν Ντελόν, στο έργο ‘‘για το τομάρι ενός μπάτσου’’». (σελ. 29)
Η απόσταση που χωρίζει το Χρήστο από τον παλιό του εαυτό είναι ήδη φανερή στη συνάντησή του με την πρώην φίλη του. Της τηλεφωνεί αυτός. «... την πεθύμησα, έχω και ανάγκη από μια καλή συζήτηση, γιατί μέσα στη σχολή όλο μαλακίες συζητάμε». (σελ. 30) Η κουβέντα τους αποδεικνύει ότι το χάσμα είναι αγεφύρωτο. «Τρεις μήνες έχεις εκεί μέσα και έγινες ίδιος μ’ αυτούς» (σελ. 32) του απαντά η Έλενα.
Η εκπαίδευση, και κυρίως η άτυπη, συνεχίζεται με το περίστροφο πάντα να αποτελεί το καμάρι. Παρακολουθούμε μια έξοδο για διασκέδαση σε λαϊκό κέντρο. «Γρίβα σε θέλει ο βασιλιάς. Παραγγελιά! .... Στην πίστα, Μυτιληνιός, Λαμιώτης, Κουτσός, πιασμένοι σύρουν το χορό. Από τα σακάκια τους ξεχωρίζουν τα μεγάλα Σμιθ Γουένσον, μπηγμένα στην πίσω τσέπη γιατί δεν έχουν θήκη». (σελ. 34)
Στη σελίδα 39 η ίδρυση της νέας υπηρεσίας, των ΜΑΤ, αναγγέλλεται στους εκπαιδευόμενους και σε αυτήν τελικά θα επιλεχθούν όλοι. Ο Χρήστος «ακολουθεί» αλλά ήδη μέσα του φαίνεται να λειτουργούν και άλλες σκέψεις. Συγκρούεται λεκτικά με τον αδελφό του που βλέπει τη μεταμόρφωσή του.
Από τη σχολή στο Τμήμα Τάξης. Τα περιστατικά που ζει οξύνουν μέσα του τις αντιθέσεις που βιώνει. Η ελαστική συνείδηση φαίνεται να έχει όρια. Προσφέρει καφέδες σε νεαρούς που πιάστηκαν για παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό, «Γιατί ρε παιδιά δεν τους λέτε που είναι ο σταθμός; Αυτοί δε θα πάψουν να σας βαράνε μέχρι να το μάθουν» και δέχεται την οργή των ανωτέρων, «Ρε μαλακισμένο, πρόσφερες καφέδες στα κλεφτρόνια που δε μαρτυράνε;» (σελ. 56) και με το Μίμη συζητούν, «Α! Ξέχασα όταν τους βαράγανε το βράδυ τους έλεγαν – Είσαστε κομμούνια και οργανωμένοι, σας έχουμε δει σε διαδηλώσεις και κάτι τέτοια. Αυτοί ορκίζονταν στην μάνα τους ότι δεν είναι αναμιγμένοι πουθενά. – Πω! πω! τι γίνεται ρε Μίμη. Δηλαδή οι ασφαλίτες δικάσανε, καταδικάσανε και εκτελέσανε. – Αυτά να τα βλέπεις εσύ ρε μαλάκα που έκανες τον πονηρό στη σχολή, περί Δημοκρατίας». (σελ. 59) Τα ΜΑΤ μοιάζουν διέξοδος για το Χρήστο «Αργούν να γίνουν και τα ΜΑΤ για να φύγουμε από δω». (σελ. 59)
Η εκπαίδευση των ΜΑΤ περιλαμβάνει τρέξιμο, σκοποβολή, εκμάθηση εξάρτυσης και συνθήκες δακρυγόνων και «μάχης». Η υπηρεσία στα ΜΑΤ γίνεται με οκτάωρα σε διάφορα καίρια σημεία της Αθήνας. Πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου 1976. Οι αστυφύλακες παρακολουθούν ανάλογη εκπομπή για τα γεγονότα. «– Έλα ρε ψηλέ, δέκα φορές την έχουμε δει τη μαλακία στην τηλεόραση, δεν τη βαρέθηκες. – Ρε Μίμη, άραγες αυτός ο νεαρός στην πύλη σκοτώθηκε; - Μπα αυτοί είναι τσακάλια και μετά αφού είδε το τανκ, ο μαλάκας τι τόπαιζε ήρωας;» (σελ. 70)
Η ανάγνωση του βιβλίου δε μπορεί να υποκατασταθεί από την παρουσίασή του εδώ. Η αξία του δε βρίσκεται στις λογοτεχνικές αρετές του για τις οποίες πολλές ενστάσεις θα είχε κάποιος. Η αξία του παραμένει μοναδική ως προσωπικής μαρτυρίας.
Η εκπαίδευση, τα οκτάωρα, τα γήπεδα, η «προσωπική» ζωή, οι συζητήσεις μεταξύ των αστυφυλάκων, οι ασκήσεις ετοιμότητας, οι κλούβες, η αναμονή μέσα στις κλούβες, η σωματική εξάντληση, η αντιμετώπιση από τους ανώτερους, το ξύλο, ο υπερβάλλων ζήλος, η διοίκηση και η συνείδηση του Μίμη της οποίας η ελαστικότητα έχει τα όριά της. Όλα αυτά διαγράφονται πίσω από τις γραμμές του κειμένου. Παρακολουθούμε τη σκέψη του συγγραφέa στη σελ. 101. «Η πολιτεία έχει δώσει στο αστυνομικό όργανο όπλο και εξουσία που συνήθως γίνεται ‘‘εξουσία’’ για εκτόνωση του οργάνου. Με θλιβερά και πολύ επιζήμια αποτελέσματα, σε βάρος του λαού όπως ξυλοδαρμοί στους δρόμους σε νεαρούς που αντιμίλησαν, σ’ αυτούς που έφεραν για εξακρίβωση στο τμήμα ή σ’ αυτούς που πιάσανε σε λέσχες, σ’ αυτούς που πιάσανε με μηχανάκια. Και εύκολα υπάρχει η δικαιολογία: Αυτοί είναι αλήτες, θέλουνε ξύλο. Λάθος, είναι απλώς νεολαία με τα δικά της ξεσπάσματα».
Φτάνουμε στο Νοέμβριο 1980. Τα γεγονότα αυτού του μήνα είναι γνωστά, το ενδιαφέρον τους εδώ βρίσκεται πάντα στην οπτική που καταγράφονται από έναν αστυφύλακα των ΜΑΤ. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι: «Μία νεκρή, ένας βαριά και δεκάδες τραυματίες» Και «o Χρήστος πάνω σ’ ένα άδειο γραφείο συμπληρώνει μια κόλα διαγωνισμού: ‘‘Λαμβάνω την τιμή να παρακαλέσω υμάς όπως ευαρεστούμενοι μοι δεχθείτε την παραίτησίν μου’’».
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ, όπου ακολουθώντας τον υπερσύνδεσμο στο τέλος του κειμένου το «κατεβάζετε» από το rapidshare
Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2008
376 λέξεις για τη Γραμματική της Ποντιακής του Κ. Τοπχαρά
Μια γραμματική διαφορετική από τις άλλες. Όχι ως προς το χαρακτήρα της γιατί είναι μια κανονιστική γραμματική αλλά ως προς τις προτάσεις γραφής. Αποτελεί μια απλουστευμένη πρόταση σχετικά με την ορθογραφία και ταυτόχρονα είναι ντοκουμέντο – σταθμό στη συζήτηση για τα ζητήματα της γλώσσας.
Κυκλοφόρησε στη Σοβιετική Ένωση ως «Γραματικί τίς νέο-ελινικις γλοςας» (Ροστόβ-Ντον 1928, 1932 για να χρησιμοποιηθεί ως Γραμματική της σχολικής γλώσσας της ελληνικής μειονότητας στη Ρωσία. Στο εισαγωγικό σημείωμα της σύγχρονης έκδοσης ο Βασίλειος Δ. Φόρης δίνει τα ιστορικά στοιχεία της αρχικής έκδοσης και της φωτοτυπικής επανέκδοσής της. Η συγκεκριμένη γραμματική έρχεται να καλύψει την ανάγκη διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου στα ελληνόπαιδα της Σοβιετικής Ένωσης, σύμφωνα με απόφαση του 16ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε. για τη διδασκαλία της γλώσσας κάθε εθνότητας. Το εγχειρίδιο, λοιπόν, είναι ιδεολογικά τοποθετημένο. Στον πρόλογό του αναφέρεται η σκοπιμότητά του συνδυασμένη με την πολιτική του Σοβιετικού καθεστώτος.
Είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο και αφορά την ποντιακή διάλεκτο. Χρησιμοποιεί το ελληνικό αλφάβητο τροποποιημένο ώστε κάθε ήχος να αντιστοιχεί σε ένα γράμμα. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη γραμματική σε σχέση με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που τη γέννησαν. Επί της ουσίας όλα τα ζητήματα της γλώσσας πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με τους εξωγλωσσικούς παράγοντες που τα προσδιορίζουν.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι πιο σύνθετο. Αποτελεί πρόταση γραφής μιας διαλέκτου που μιλιέται αποκομμένη από την κοινή νεοελληνική και σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επικρατούν εκεί όπου η νεοελληνική είναι κυρίαρχη. Η χρήση της διαλέκτου, τόσο προφορικά όσο και γραπτά, έχει τις δυσκολίες που προέρχονται από το κυρίαρχο αλλόγλωσσο περιβάλλον. Ίσως θα ήταν ματαιοπονία η εμμονή σε μια «ορθογραφημέμη» γραφή της ποντιακής διαλέκτου με αποτελέσματα πολύ φτωχότερα από ότι η πρόταση φωνητικής γραφής.
Προφανώς η ύπαρξη διαλέκτων είναι ένδειξη πλούτου μιας γλώσσας και ταυτόχρονα πηγές που την τροφοδοτούν. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο και μία διαφορετική γραφή της κοινής γλώσσας. Δηλαδή εδώ, μια συνεπή φωνητική εκδοχή της γραφής της. Δεν πρόκειται για περιπτωσιακή ανορθογραφία αλλά για ένα συγκροτημένο σύστημα – πρόταση διαφορετικής ορθογράφησης. Ή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως τερατώδες λάθος;
Νομίζω ότι, αναμφίβολα, μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που γεννήθηκε, η γραμματική του Τοπχαρά έχει θετικό αντίβαρο.
Εκείνο που τίθεται ως ζήτημα προς συζήτηση είναι ή θα έπρεπε να είναι η εξέταση του ορθού τρόπου γραφής και της νεοελληνικής.
(μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για τη γραμματική του Τοπχαρά κάνοντας κλικ ΕΔΩ)
Ένα κείμενο για τη γραμματική και με αφορμή αυτήν στο http://www.antibaro.gr/national/dhmhtriadhs_pontiaka.php
Κυκλοφόρησε στη Σοβιετική Ένωση ως «Γραματικί τίς νέο-ελινικις γλοςας» (Ροστόβ-Ντον 1928, 1932 για να χρησιμοποιηθεί ως Γραμματική της σχολικής γλώσσας της ελληνικής μειονότητας στη Ρωσία. Στο εισαγωγικό σημείωμα της σύγχρονης έκδοσης ο Βασίλειος Δ. Φόρης δίνει τα ιστορικά στοιχεία της αρχικής έκδοσης και της φωτοτυπικής επανέκδοσής της. Η συγκεκριμένη γραμματική έρχεται να καλύψει την ανάγκη διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου στα ελληνόπαιδα της Σοβιετικής Ένωσης, σύμφωνα με απόφαση του 16ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε. για τη διδασκαλία της γλώσσας κάθε εθνότητας. Το εγχειρίδιο, λοιπόν, είναι ιδεολογικά τοποθετημένο. Στον πρόλογό του αναφέρεται η σκοπιμότητά του συνδυασμένη με την πολιτική του Σοβιετικού καθεστώτος.
Είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο και αφορά την ποντιακή διάλεκτο. Χρησιμοποιεί το ελληνικό αλφάβητο τροποποιημένο ώστε κάθε ήχος να αντιστοιχεί σε ένα γράμμα. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη γραμματική σε σχέση με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που τη γέννησαν. Επί της ουσίας όλα τα ζητήματα της γλώσσας πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με τους εξωγλωσσικούς παράγοντες που τα προσδιορίζουν.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι πιο σύνθετο. Αποτελεί πρόταση γραφής μιας διαλέκτου που μιλιέται αποκομμένη από την κοινή νεοελληνική και σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επικρατούν εκεί όπου η νεοελληνική είναι κυρίαρχη. Η χρήση της διαλέκτου, τόσο προφορικά όσο και γραπτά, έχει τις δυσκολίες που προέρχονται από το κυρίαρχο αλλόγλωσσο περιβάλλον. Ίσως θα ήταν ματαιοπονία η εμμονή σε μια «ορθογραφημέμη» γραφή της ποντιακής διαλέκτου με αποτελέσματα πολύ φτωχότερα από ότι η πρόταση φωνητικής γραφής.
Προφανώς η ύπαρξη διαλέκτων είναι ένδειξη πλούτου μιας γλώσσας και ταυτόχρονα πηγές που την τροφοδοτούν. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο και μία διαφορετική γραφή της κοινής γλώσσας. Δηλαδή εδώ, μια συνεπή φωνητική εκδοχή της γραφής της. Δεν πρόκειται για περιπτωσιακή ανορθογραφία αλλά για ένα συγκροτημένο σύστημα – πρόταση διαφορετικής ορθογράφησης. Ή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως τερατώδες λάθος;
Νομίζω ότι, αναμφίβολα, μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που γεννήθηκε, η γραμματική του Τοπχαρά έχει θετικό αντίβαρο.
Εκείνο που τίθεται ως ζήτημα προς συζήτηση είναι ή θα έπρεπε να είναι η εξέταση του ορθού τρόπου γραφής και της νεοελληνικής.
(μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για τη γραμματική του Τοπχαρά κάνοντας κλικ ΕΔΩ)
Ένα κείμενο για τη γραμματική και με αφορμή αυτήν στο http://www.antibaro.gr/national/dhmhtriadhs_pontiaka.php
Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008
825 λέξεις για τους δέκα μύθους για την ελληνική γλώσσα
Το βιβλίο μου δημιούργησε αντίθετα συναισθήματα. Το χάρηκα για τη διαύγεια, την πολύπλευρη προσέγγιση, τη σαφήνεια των νοημάτων και της οπτικής του. Από την άλλη με στενοχώρησε η αναγκαιότητα τέτοιων κειμένων. Όσα καταγράφονται μοιάζουν λογικά αυτονόητα, όμως ο γλωσσικός νεοσυντηρητισμός επιβάλει τις στρεβλώσεις του και γίνεται κυρίαρχος ως ιδεολογία που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την πρακτική. Ο Γιάννης Χάρης στην εισαγωγή διαπιστώνει ότι οι μύθοι αυτοί όταν δεν αποτελούν συγκροτημένη ιδεολογία εξαπλώνονται εξαιτίας συγκινησιακών παραγόντων και δεσμών. Τα κείμενα αυτά είναι όπλα απέναντι σε αυτές τις στρεβλώσεις.
1. Η αρχαία ελληνική μυθοποιείται και ανάγεται σε πρότυπο και αξιολογικό μέτρο σύγκρισης με τη νεοελληνική. Αυτό γίνεται με την ταύτιση γλώσσας και γραμματείας. Δηλαδή μια υψηλή γλώσσα παράγει υψηλά έργα. Όμως γλώσσα και γραμματεία (λογοτεχνική παραγωγή κλπ) δεν ταυτίζονται.
2. Η φορμαλιστική αντίληψη της ετυμολογίας στοχεύει να παρουσιάσει την ελληνική γλώσσα ως ενιαία, ακόμα και, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Αυτό όμως που συμβαίνει και αποσιωπάται είναι ότι έχουμε επανεισαγωγή λέξεων δηλαδή δάνεια από την αρχαία γλώσσα για να αποδοθούν νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες – δάνεια. Αυτό που ονομάζεται δισυπόστατος δανεισμός. Κατά τον τρόπο αυτό οι λέξεις απομακρύνονται από την αρχική τους σημασία και η εκμάθηση των αρχαίων γίνεται δυσκολότερη για τους νεοέλληνες. Άλλη μια στρέβλωση της προσπάθειας να αναχθεί η νεοελληνική στην αρχαία και να συντηρηθεί το ιδεολόγημα και η ψευδής εικόνα προέλευσης του λεξιλογίου από την αρχαία γλώσσα.
3. Η δημοτική γλώσσα είναι αυτόνομη και πλήρης ως εργαλείο και είναι παράλογη η επιχειρούμενη εξάρτησή της από την αρχαία. Δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος αρχαία ελληνικά για να μιλήσει ή να μελετήσει τη νεοελληνική. Η εξάρτηση της ομιλούμενης γλώσσας από την αρχαία έχει την εξήγησή της στις προκαταλήψεις και τους προϊδεασμούς που αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορία. Ο αττικισμός, η αντίληψη φθοράς και παρακμής της γλώσσας που απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο, η καθαρεύουσα. (και… «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση – της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα – για το παρόν – μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί».)
4. Σχετικά με τη φθορά και την αλλοίωση της γλώσσας η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά διαπιστώνει ότι αυτή ακριβώς η εξέλιξη της γλώσσας είναι η δύναμή της. Είναι το χαρακτηριστικό της εκείνο που την καθιστά το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που αντέχει στο χρόνο. Η γλώσσα αναγκαστικά αλλάζει επειδή πρέπει να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες επικοινωνίας. Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε πώς εμφανίζεται η παράλογη θρηνητική αντίληψη στην κοινωνία ότι έχουμε παρακμ΄η και κίνδυνο εξαφάνισης της γλώσσας.
5. Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας πολλές φορές δεν είναι κάτι τόσο τραγικό, όσο παρουσιάζεται. Πολλές φορές η αιτία βρίσκεται στις συνθήκες έκφρασης και δε σημαίνει άγνοια της γλώσσας. Άλλες φορές, κάποια από αυτά είναι εντός του γλωσσικού συστήματος (έτρεξα το πρόγραμμα, διέρρευσε την είδηση, πιο καλύτερα). Η μελέτη αυτών των λαθών μπορεί να βοηθήσει την καλύτερη κατανόηση του γλωσσικού συστήματος.
6. Κάθε ομιλούμενη γλώσσα δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Αυτό δεν είναι σημάδι φθοράς ή παρακμής, ούτε αλλοίωσης των δομών της. Η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική περίπου το 60% των λέξεών της. Αυτό δεν την αλλοίωσε ώστε να καταταχθεί και αυτή στης ρομανικές γλώσσες. Αν η ελληνική περιέχει σε ποσοστό 5% λέξεις δάνεια από την αγγλική αυτό εξηγείται από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των αγγλόγλωσσων κρατών η οποία προηγείται της γλωσσικής κυριαρχίας.
7. Η «γλώσσα των νέων» που επαναλαμβανόμενα γίνεται αντικείμενο κριτικής και φοβικών διαπιστώσεων είναι κάτι που σαφώς συνιστά πλούτο της ελληνικής. Και πολύ απλά: η «γλώσσα των νέων» δεν είναι τα ελληνικά των νέων αλλά μία γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται συγκυριακά.
8. Σχετικά με την ιστορική ορθογραφία, είναι φανερό ότι ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στις γλώσσες που υιοθετούν φωνητικό σύστημα γραφής. Η γραφή της νεοελληνικής χαρακτηρίζεται από δύσκολους κανόνες και παραλογισμούς (όπως ο τονισμός συμφώνου π.χ αύριο). Τα αιτήματα απλοποίησης της γραφής συναντούν αντιδράσεις κυρίως εξαιτίας της εσφαλμένης ταύτισης γλώσσας και γραφής. Η ιστορική ορθογραφία δεν είναι ιερή αλλά σχετική και συζητήσιμη. Ακόμα και οι υπερασπιστές του πολυτονικού συστήματος έχουν εξοβελίσει τη βαρεία… (μπορείτε μα βρείτε το άρθρο ΕΔΩ)
9. Η προτεραιότητα του γραπτού λόγου ουσιαστικά τονίζεται για να αποφευχθεί η ταύτιση γλώσσας και γραπτού λόγου ο οποίος παρέχει μια σταθερή οπτική εικόνα της γλώσσας. Επίσης επιτρέπει την τυποποίησή της και τη σύνταξη γραμματικών και λεξικών. Στην ουσία γραφή και φωνή είναι δύο διαφορετικά «μέσα» της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
10. Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών δεν είναι δυνατή. Όπως δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, έτσι δεν υπάρχουν και ανώτερες γλώσσες. Υπάρχουν διαπιστωμένα χαρακτηριστικά για κάθε γλώσσα. Έτσι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα από πολιτισμικό επίπεδο είναι εξίσου πολύπλοκη και εξελιγμένη, βασίζεται σε συνδυασμό μονάδων – ήχων χωρίς νόημα και οργανώνεται με κανόνες και νόμους. Οι διαφορές διαπιστώνονται ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κάθε γλώσσα έχει τους παραγωγικούς μηχανισμούς για να αναπτύξει και να δημιουργήσει λεξιλόγιο αν αυτό χρειαστεί.
Ξαφνιάζουν ευχάριστα τα αποσπάσματα από κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. (Τα κείμενα που αποτελούν το βιβλίο είχαν δημοσιευτεί στη εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Σεπτεμβρίου 2000)
1. Η αρχαία ελληνική μυθοποιείται και ανάγεται σε πρότυπο και αξιολογικό μέτρο σύγκρισης με τη νεοελληνική. Αυτό γίνεται με την ταύτιση γλώσσας και γραμματείας. Δηλαδή μια υψηλή γλώσσα παράγει υψηλά έργα. Όμως γλώσσα και γραμματεία (λογοτεχνική παραγωγή κλπ) δεν ταυτίζονται.
2. Η φορμαλιστική αντίληψη της ετυμολογίας στοχεύει να παρουσιάσει την ελληνική γλώσσα ως ενιαία, ακόμα και, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Αυτό όμως που συμβαίνει και αποσιωπάται είναι ότι έχουμε επανεισαγωγή λέξεων δηλαδή δάνεια από την αρχαία γλώσσα για να αποδοθούν νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες – δάνεια. Αυτό που ονομάζεται δισυπόστατος δανεισμός. Κατά τον τρόπο αυτό οι λέξεις απομακρύνονται από την αρχική τους σημασία και η εκμάθηση των αρχαίων γίνεται δυσκολότερη για τους νεοέλληνες. Άλλη μια στρέβλωση της προσπάθειας να αναχθεί η νεοελληνική στην αρχαία και να συντηρηθεί το ιδεολόγημα και η ψευδής εικόνα προέλευσης του λεξιλογίου από την αρχαία γλώσσα.
3. Η δημοτική γλώσσα είναι αυτόνομη και πλήρης ως εργαλείο και είναι παράλογη η επιχειρούμενη εξάρτησή της από την αρχαία. Δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος αρχαία ελληνικά για να μιλήσει ή να μελετήσει τη νεοελληνική. Η εξάρτηση της ομιλούμενης γλώσσας από την αρχαία έχει την εξήγησή της στις προκαταλήψεις και τους προϊδεασμούς που αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορία. Ο αττικισμός, η αντίληψη φθοράς και παρακμής της γλώσσας που απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο, η καθαρεύουσα. (και… «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση – της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα – για το παρόν – μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί».)
4. Σχετικά με τη φθορά και την αλλοίωση της γλώσσας η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά διαπιστώνει ότι αυτή ακριβώς η εξέλιξη της γλώσσας είναι η δύναμή της. Είναι το χαρακτηριστικό της εκείνο που την καθιστά το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που αντέχει στο χρόνο. Η γλώσσα αναγκαστικά αλλάζει επειδή πρέπει να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες επικοινωνίας. Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε πώς εμφανίζεται η παράλογη θρηνητική αντίληψη στην κοινωνία ότι έχουμε παρακμ΄η και κίνδυνο εξαφάνισης της γλώσσας.
5. Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας πολλές φορές δεν είναι κάτι τόσο τραγικό, όσο παρουσιάζεται. Πολλές φορές η αιτία βρίσκεται στις συνθήκες έκφρασης και δε σημαίνει άγνοια της γλώσσας. Άλλες φορές, κάποια από αυτά είναι εντός του γλωσσικού συστήματος (έτρεξα το πρόγραμμα, διέρρευσε την είδηση, πιο καλύτερα). Η μελέτη αυτών των λαθών μπορεί να βοηθήσει την καλύτερη κατανόηση του γλωσσικού συστήματος.
6. Κάθε ομιλούμενη γλώσσα δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Αυτό δεν είναι σημάδι φθοράς ή παρακμής, ούτε αλλοίωσης των δομών της. Η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική περίπου το 60% των λέξεών της. Αυτό δεν την αλλοίωσε ώστε να καταταχθεί και αυτή στης ρομανικές γλώσσες. Αν η ελληνική περιέχει σε ποσοστό 5% λέξεις δάνεια από την αγγλική αυτό εξηγείται από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των αγγλόγλωσσων κρατών η οποία προηγείται της γλωσσικής κυριαρχίας.
7. Η «γλώσσα των νέων» που επαναλαμβανόμενα γίνεται αντικείμενο κριτικής και φοβικών διαπιστώσεων είναι κάτι που σαφώς συνιστά πλούτο της ελληνικής. Και πολύ απλά: η «γλώσσα των νέων» δεν είναι τα ελληνικά των νέων αλλά μία γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται συγκυριακά.
8. Σχετικά με την ιστορική ορθογραφία, είναι φανερό ότι ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στις γλώσσες που υιοθετούν φωνητικό σύστημα γραφής. Η γραφή της νεοελληνικής χαρακτηρίζεται από δύσκολους κανόνες και παραλογισμούς (όπως ο τονισμός συμφώνου π.χ αύριο). Τα αιτήματα απλοποίησης της γραφής συναντούν αντιδράσεις κυρίως εξαιτίας της εσφαλμένης ταύτισης γλώσσας και γραφής. Η ιστορική ορθογραφία δεν είναι ιερή αλλά σχετική και συζητήσιμη. Ακόμα και οι υπερασπιστές του πολυτονικού συστήματος έχουν εξοβελίσει τη βαρεία… (μπορείτε μα βρείτε το άρθρο ΕΔΩ)
9. Η προτεραιότητα του γραπτού λόγου ουσιαστικά τονίζεται για να αποφευχθεί η ταύτιση γλώσσας και γραπτού λόγου ο οποίος παρέχει μια σταθερή οπτική εικόνα της γλώσσας. Επίσης επιτρέπει την τυποποίησή της και τη σύνταξη γραμματικών και λεξικών. Στην ουσία γραφή και φωνή είναι δύο διαφορετικά «μέσα» της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
10. Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών δεν είναι δυνατή. Όπως δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, έτσι δεν υπάρχουν και ανώτερες γλώσσες. Υπάρχουν διαπιστωμένα χαρακτηριστικά για κάθε γλώσσα. Έτσι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα από πολιτισμικό επίπεδο είναι εξίσου πολύπλοκη και εξελιγμένη, βασίζεται σε συνδυασμό μονάδων – ήχων χωρίς νόημα και οργανώνεται με κανόνες και νόμους. Οι διαφορές διαπιστώνονται ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κάθε γλώσσα έχει τους παραγωγικούς μηχανισμούς για να αναπτύξει και να δημιουργήσει λεξιλόγιο αν αυτό χρειαστεί.
Ξαφνιάζουν ευχάριστα τα αποσπάσματα από κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. (Τα κείμενα που αποτελούν το βιβλίο είχαν δημοσιευτεί στη εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Σεπτεμβρίου 2000)
(μπορείτε να βρείτε το βιβλίο κάνοντας κλικ ΕΔΩ)
Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2008
453 λέξεις για το λαογραφικό σφακιανό λεξικό του Κανάκη Ι. Γερωνυμάκη
Γιατί να γίνει λόγος για ένα λεξικό; Αυτό το ερώτημα ήρθε ασυναίσθητα και ακολούθησε το: τι να γράψει κανείς για ένα λεξικό;
Η επιθυμία να μιλήσω για αυτό δημιουργήθηκε εξαρχής. Διαφοροποιείται από τα άλλα γιατί κατ’ ουσίαν δεν είναι λεξικό. Καταχρηστικά ονομάζεται έτσι. Αποτελεί συλλογή λέξεων μιας διαλέκτου της οποίας ο συγγραφέας είναι φυσικός ομιλητής. Καταχρηστικός είναι ο τίτλος στο σύνολό του. Δεν είναι ένα πλήρες λεξικό της γλώσσας που μιλιέται στα Σφακιά. Ακόμη, πολλές από τις λέξεις που περιλαμβάνει δε χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά, ούτε μόνο στην Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, οι εννιακόσιες – περίπου – λέξεις που περιλαμβάνει προφανώς δεν αποτελούν το σύνολο αυτών που χρησιμοποιούνται. Κατά δεύτερο λόγο σε αυτές περιλαμβάνονται λέξεις όπως οι παρακάτω που σταχυολογώ τυχαία: λίγδες (ακαθαρσίες), τσάκνα (ξερά χόρτα), ριζικό (τυχερό), κουρά (κούρεμα), άπραχτος (που δεν πέτυχε την αποστολή του). Δεν είναι σαφές γιατί καταγράφονται ως λέξεις της σφακιανής διαλέκτου εφόσον είναι κοινές σε πολλά μέρη της Ελλάδας και μάλιστα περιλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής. (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998). Κατά συνέπεια το συγκεκριμένο «σφακιανό λεξικό» ούτε πλήρες είναι, ούτε περιλαμβάνει λέξεις που χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση.
Όμως πίσω από αυτή την ερασιτεχνική προσπάθεια και έκδοση κρύβεται αγάπη για τη γλώσσα. Ο συγγραφέας σημειώνει με αστερίσκο τις λέξεις «που έχουν ήδη αποβληθεί από την τοπολαλιά». Μερικά παραδείγματα: απαταχλή (δεν ακούγεται τίποτα σχετικό), αποπανωθιός (επιπλέον, από πάνω), αρμόνα (δυνατός αέρας από τη θάλασσα που μεταφέρει σταγόνες), γλυκοσάλιση (ευχαρίστηση), λαλίνια (ξύλινα παπούτσια) κλπ. Βέβαια δεν έχουμε συστηματική προσπάθεια να καταγραφεί ο γλωσσικός πλούτος, αλλά έχουμε ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει πηγή για μια τέτοια προσπάθεια.
Παράλληλα, είναι πολλά τα λαογραφικά στοιχεία που «κουβαλούν» οι λέξεις και έτσι καταγράφονται και αυτά. Από τις λέξεις με αστερίσκο και τις σημασίες που δίνονται: η κουμούρι: όπως λιχνούσαμε, αλλού πήγαινε ο καρπός και αλλού τα άχερα, μα και μια σκόνη που την έπαιρνε ο αέρας πολύ πιο πέρα, αυτή τη λέγαμε κουμούρι, η λεπίδα: είναι το ειδικό αργιλόχωμα που βάζαμε στις χωματοστέγες για να το περνά δυσκολότερα το νερό, η λοτζέτα: το δώμα χαμηλότερου σπιτιού που είναι η αυλή του ψηλότερου, το όργο: όταν οι άνθρωποι στη σειρά σκάβανε ή θερίζανε, όσο τομέα είχε ο καθένας λέγαμε ότι αυτό ήταν το όργο του, ψωμομαντήλα: ένα καθαρό πανί που σκέπαζαν το ψωμί άμα το ζύμωναν και το άφηναν κάμποση ώρα πριν το φουρνίσουνε, για να πάρει ανέβαση. Βλέπουμε καθαρά ότι μαζί με έναν κόσμο που χάνεται, χάνονται και οι λέξεις που τον περιγράφουν.
Αυτή η γοητεία του παρελθόντος έρχεται να προστεθεί στην αγάπη για τη γλώσσα και να προσθέσει στην αξία του βιβλίου. Τριάντα δύο σκίτσα περιλαμβάνονται στις τελευταίες σελίδες, οπτικοποιούν τη ζωή στα Σφακιά και συνοδεύονται με υπομνήματα με τις λέξεις που ονομάζουν κάθε αντικείμενο.
Η επιθυμία να μιλήσω για αυτό δημιουργήθηκε εξαρχής. Διαφοροποιείται από τα άλλα γιατί κατ’ ουσίαν δεν είναι λεξικό. Καταχρηστικά ονομάζεται έτσι. Αποτελεί συλλογή λέξεων μιας διαλέκτου της οποίας ο συγγραφέας είναι φυσικός ομιλητής. Καταχρηστικός είναι ο τίτλος στο σύνολό του. Δεν είναι ένα πλήρες λεξικό της γλώσσας που μιλιέται στα Σφακιά. Ακόμη, πολλές από τις λέξεις που περιλαμβάνει δε χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά, ούτε μόνο στην Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, οι εννιακόσιες – περίπου – λέξεις που περιλαμβάνει προφανώς δεν αποτελούν το σύνολο αυτών που χρησιμοποιούνται. Κατά δεύτερο λόγο σε αυτές περιλαμβάνονται λέξεις όπως οι παρακάτω που σταχυολογώ τυχαία: λίγδες (ακαθαρσίες), τσάκνα (ξερά χόρτα), ριζικό (τυχερό), κουρά (κούρεμα), άπραχτος (που δεν πέτυχε την αποστολή του). Δεν είναι σαφές γιατί καταγράφονται ως λέξεις της σφακιανής διαλέκτου εφόσον είναι κοινές σε πολλά μέρη της Ελλάδας και μάλιστα περιλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής. (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998). Κατά συνέπεια το συγκεκριμένο «σφακιανό λεξικό» ούτε πλήρες είναι, ούτε περιλαμβάνει λέξεις που χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση.
Όμως πίσω από αυτή την ερασιτεχνική προσπάθεια και έκδοση κρύβεται αγάπη για τη γλώσσα. Ο συγγραφέας σημειώνει με αστερίσκο τις λέξεις «που έχουν ήδη αποβληθεί από την τοπολαλιά». Μερικά παραδείγματα: απαταχλή (δεν ακούγεται τίποτα σχετικό), αποπανωθιός (επιπλέον, από πάνω), αρμόνα (δυνατός αέρας από τη θάλασσα που μεταφέρει σταγόνες), γλυκοσάλιση (ευχαρίστηση), λαλίνια (ξύλινα παπούτσια) κλπ. Βέβαια δεν έχουμε συστηματική προσπάθεια να καταγραφεί ο γλωσσικός πλούτος, αλλά έχουμε ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει πηγή για μια τέτοια προσπάθεια.
Παράλληλα, είναι πολλά τα λαογραφικά στοιχεία που «κουβαλούν» οι λέξεις και έτσι καταγράφονται και αυτά. Από τις λέξεις με αστερίσκο και τις σημασίες που δίνονται: η κουμούρι: όπως λιχνούσαμε, αλλού πήγαινε ο καρπός και αλλού τα άχερα, μα και μια σκόνη που την έπαιρνε ο αέρας πολύ πιο πέρα, αυτή τη λέγαμε κουμούρι, η λεπίδα: είναι το ειδικό αργιλόχωμα που βάζαμε στις χωματοστέγες για να το περνά δυσκολότερα το νερό, η λοτζέτα: το δώμα χαμηλότερου σπιτιού που είναι η αυλή του ψηλότερου, το όργο: όταν οι άνθρωποι στη σειρά σκάβανε ή θερίζανε, όσο τομέα είχε ο καθένας λέγαμε ότι αυτό ήταν το όργο του, ψωμομαντήλα: ένα καθαρό πανί που σκέπαζαν το ψωμί άμα το ζύμωναν και το άφηναν κάμποση ώρα πριν το φουρνίσουνε, για να πάρει ανέβαση. Βλέπουμε καθαρά ότι μαζί με έναν κόσμο που χάνεται, χάνονται και οι λέξεις που τον περιγράφουν.
Αυτή η γοητεία του παρελθόντος έρχεται να προστεθεί στην αγάπη για τη γλώσσα και να προσθέσει στην αξία του βιβλίου. Τριάντα δύο σκίτσα περιλαμβάνονται στις τελευταίες σελίδες, οπτικοποιούν τη ζωή στα Σφακιά και συνοδεύονται με υπομνήματα με τις λέξεις που ονομάζουν κάθε αντικείμενο.
Κυριακή, Νοεμβρίου 30, 2008
Το σπίτι και ο κόσμος, Ραμπιντράναθ Ταγκόρ
δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ θεωρούσα αδυναμία
κάθε επιβολή δύναμης
κάθε επιβολή δύναμης
Ποιητής, συγγραφέας αλλά και φιλόσοφος, ο Ινδός Ραμπιντράναθ Ταγκόρ, μεγάλη μορφή του 20ου (βασικά) αι., δίνει ένα μυθιστόρημα με λυρισμό κι εσωτερικότητα, αλλά εντέλει φιλοσοφικής διάστασης. Πρόκειται για ένα έργο καθαρά «πνευματικό», κι αυτό γιατί ένας από τους πρωταγωνιστές, ο πιο σημαντικός κατά τη γνώμη μου, ο Νίκιλ, αγωνίζεται για να έχει τη δύναμη ν’ αντέξει τη θεά της αλήθειας στην τρομακτική της γύμνια (σελ. 36), γιατί το να προσκολλάσαι σε κάτι ψεύτικο σα να ήταν αληθινό, είναι σα να στραγγαλίζεσαι με τα ίδια σου τα χέρια (σελ. 151) και γιατί η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο. Η ελευθερία η εσωτερική. Η αναζήτηση της ελευθερίας ως πνευματικής αξίας είναι και το κεντρικό θέμα, και δευτερευόντως δοκιμάζεται το νόημα άλλων αξιών όπως αλήθεια, πραγματικότητα, αγάπη· αλλά δεν πρόκειται –φυσικά- για θεωρητικό κείμενο. Υπάρχει πλοκή, δράση, συναισθήματα, αντιθέσεις, συγκρούσεις. Το λυρικό και ποιητικό ύφος αποτρέπει από το να γίνει το έργο φιλοσοφικό δοκίμιο. Ο λυρισμός, το συναίσθημα, η αντίφαση, το «πάθος» είναι αδιαίρετα συνυφασμένα με τη συνειδητοποίησή τους και την εκλογίκευσή τους- είναι το πνεύμα της ανατολής, τόσο ακατανόητο στον δυτικό ορθολογικό νου.
Οι δύο ήρωες, ο Νίκιλ και ο Σαντίπ, πολύ ισχυρές προσωπικότητες κι οι δυο, εκπροσωπούν δυο δυνάμεις αντίθετες που χαρακτηρίζουν και τις σχηματιζόμενες τάσεις στην κοινωνία της αγγλοκρατούμενης Ινδίας. Ανάμεσα στέκει η γυναίκα του Νίκιλ, η Μπιμάλα, φορέας της παράδοσης, της χωρίς αμφισβητήσεις συντήρησης (αλλά και χωρίς ιδιαίτερο φανατισμό, έτοιμη να αποτινάξει κάθε ζυγό μπροστά στη σαγήνευση του θηλυκού στοιχείου) που διχάζεται και βασανίζεται από την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στους δυο κόσμους. Τους δυο αντίθετους κόσμους που εκπροσωπεί ο Νίκιλ και ο Σαντίπ.
Οι αφηγητές είναι τρεις, τρεις λοιπόν «ιστορίες», όπως επιγράφονται και τ΄αντίστοιχα κεφάλαια: η ιστορία του Νίκιλ, η ιστορία της Μπιμάλα και η ιστορία του Σαντίπ που εναλλάσσονται, και στις οποίες εκφράζει ο καθένας με τη σειρά του τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα στις εκάστοτε περιστάσεις. Χαρακτηριστικό και των τριών (κυρίως όμως των δυο πρώτων) είναι οι έντονες αντιφάσεις που βιώνουν, ο ενθουσιασμός αλλά και ο δισταγμός στις επιλογές τους, η διαφορετική δύναμή τους και ταυτόχρονα η αδυναμία τους.
Το σπίτι του τίτλου, είναι το σπίτι του Νίκιλ και της Μπιμάλα: είναι εκσυγχρονισμένο, αλλά μπορεί κανείς να διακρίνει και να θαυμάσει την ινδική «κουλτούρα»: τη λεπτότητα, την ομορφιά, την ευγένεια, τη διακριτικότητα.
Ο άντρας μου δε μπορούσε να καταργήσει τελείως τις παμπάλαιες συνήθειες που διατηρούσε η οικογένειά μας. Έτσι, μας ήταν δύσκολο να συναντιόμαστε όποια ώρα της μέρας θέλαμε. Εγώ ήξερα ακριβώς την ώρα που θα μου ερχόταν κι έτσι η συνάντησή μας είχε όλη τη φροντίδα της ερωτικής προετοιμασίας. Ήταν σαν τη ρίμα στο ποίημα· έπρεπε να περάσει από το μονοπάτι του μέτρου.
Και, (σελ.8):
Γνωρίζω καλά από εμπειρίες των παιδικών μου χρόνων ότι η αφοσίωση είναι η ίδια η ομορφιά στην πιο λεπτή της έκφραση. Όταν η μητέρα μου τακτοποιούσε τα διάφορα φρούτα, που είχε η ίδια ξεφλουδίσει με τα γεμάτα φροντίδα χέρια της, στο λευκό πέτρινο πιάτο, και κουνούσε απαλά τη βεντάλια για να διώχνει τις μύγες ενώ ο πατέρας μου έτρωγε, η υπηρεσία της αυτή μετουσιωνόταν σε μια ομορφιά που πήγαινε πέρα από τις εξωτερικές μορφές. Ακόμα και σαν παιδί ένιωθα καθαρά τη δύναμη αυτής της ομορφιάς. Ήταν πέρα από συζήτηση, αμφιβολία, υπολογισμό: ήταν καθαρή μουσική.
Να η δύναμη της Μπιμάλα: η ομορφιά της αφοσίωσης. Όμως ο Νίκιλ δε θέλει την τυφλή αυτή αφοσίωση, θέλει να βγάλει τη γυναίκα του από την «πούρντα» (παραπέτασμα), να την τραβήξει στην καρδιά του έξω κόσμου και ν’ αντικρύσει την πραγματικότητα. Γιατί τώρα δεν ξέρει τι έχει ούτε τι θέλει (σελ. 15).
Είναι η εποχή της εξέγερσης κατά των Άγγλων και στην πόλη έρχεται ο Σαντίπ, φίλος του Νακίλ, να κηρύξει το Σβάντεσι. Η γοητεία που ασκεί στην Μπιμάλα την κάνει τολμηρή- ο Σαντίπ φιλοξενείται στο σπίτι τους και ο Νακίλ παρακολουθεί τον εκμαυλισμό της γυναίκας του, πιστός στην αρχή του ότι «για να δεις έναν άνθρωπο ν’ αποκαλύπτεται ελεύθερα στην αλήθεια, πρέπει να παραιτηθείς από τα συμβατικά δικαιώματα πάνω του».
Σελ. 92
Τούτη η κραυγή του πόνου πρέπει να σιγήσει μέσα μου. Όσο εγώ συνεχίζω να υποφέρω, η Μπιμάλα δε θ’ αποκτήσει ποτέ αληθινή ελευθερία. Πρέπει να την απελευθερώσω ολότελα, γιατί αλλιώς ούτε κι εγώ θα ελευθερωθώ ποτέ απ’ την αναλήθεια.
Αυτό το πάθος της αλήθειας οδηγεί στην αυταπάρνηση ( η μόνη δύναμη που εγώ πιστεύω είναι η δύναμη της αυταπάρνησης – Τότε λοιπόν, φώναξε ο Σαντίπ, σ’ ενθουσιάζει, καθώς φαίνεται, η δόξα της χρεωκοπίας.- Ναι, σαν το κλωσσόπουλο που απολαμβάνει τη χρεωκοπία του κελύφους του. Το κέλυφος είναι μια πραγματικότητα, που το κλωσσόπουλο εγκαταλείπει σαν αντάλλαγμα για το άυλο φως και τον αέρα. Θλιβερή ανταλλαγή κατά τη γνώμη σου, αν δεν απατώμαι)
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ θεωρούσα αδυναμία κάθε επιβολή δύναμης. Μόνο οι αδύναμοι τολμούν να μην είναι δίκαιοι.
Όμως, η ανωτερότητα της ηθικής του Νίκιλ δεν τον κάνει μονοδιάστατο. Παλεύει με τον εαυτό του, με τη θλίψη του – νιώθει και αδύναμος (κάποτε πίστευα πως μπορούσα ν’ αντέξω οτιδήποτε), και- κυρίως- αμφιβάλλει για τον εαυτό του (σελ. 228, αρχίζω να υποψιάζομαι πως υπήρχε πάντα μέσα μου μια φλέβα τυραννικότητας- ένας δεσποτισμός στην επιθυμία μου να δώσω στη σχέση μου με την Μπιμάλα μια σκληρή, ξεκάθαρη, τέλεια μορφή).
Και, σελ. 229:
Άνθρωποι σαν εμένα, που διακατέχονται από μια ιδέα, δεν μπορούν να συνεννοηθούν παρά μονάχα μ΄εκείνους που συμφωνούν μαζί τους. Οι άλλοι, για να τα έχουν καλά μαζί τους, αναγκάζονται να τους εξαπατούν.
Σελ. 36:
Για ποιο λόγο αγωνιώ να σώσω την περηφάνεια μου; Τι πειράζει να ομολογήσω ότι μου λείπει κάτι; Μπορεί να είναι εκείνη η δύναμη πέρα από λογική που αγαπούν οι γυναίκες να βρίσκουν στους άντρες. Μα η δύναμη είναι μόνο απόδειξη ανδρισμού;
Σελ. 37:
Τόσο ματαιόδοξος ήμουνα που νόμιζα ότι είχα τη δύναμη ν’ αντέξω τη θεά της αλήθειας στην τρομακτική της γύμνια. Ήταν σαν να προκαλούσα το πεπρωμένο. Ωστόσο εξακολουθώ να παραμένω πιστός στην περήφανη απόφασή μου να βγω νικητής από τη δοκιμασία.
Σελ. 65:
Αν η καρδιά μου πάει να σπάσει- καλύτερα να σπάσει! Δεν χάθηκε ο κόσμος- ούτε κι εγώ· γιατί ο άνθρωπος είναι πολύ μεγαλύτερος από τα πράγματα που χάνει στη ζωή του.(…) Δεν πρέπει ούτε στιγμή να σκεφτώ πως η ζωή μου χάνει την αξία της εξαιτίας κάποιου κακού που τυχαίνει να με βρει. Η πλέρια αξία της ζωής δεν πρέπει να θυσιαστεί ολόκληρη για ν’ αγοραστεί ο στενός σπιτικός μου κόσμος.
Ο Νίκιλ δεν ξεχωρίζει μόνο για τη στάση του απέναντι στη Μπιμάλα, αλλά και για την αντίθεσή του στην έξαρση του εθνικισμού που χαρακτηρίζει την εποχή (ντρέπομαι να χρησιμοποιώ υπνωτικά πατριωτικά κηρύγματα). Η Βεγγάλη όλη παραληρεί από εκδηλώσεις και διαδηλώσεις (όπου πρωτοστατεί ο Σαντίπ) και που φτάνουν σε όρια παροξυσμού (σελ. 37, η δικιά μου απόφαση ήταν να μην κάνω ποτέ το καθήκον μου μ’ εξαλλοσύνη και παραφορά, μεθυσμένος από το φλογερό ποτό της έξαρσης. Ξέρω πως η Μπιμάλα δεν μπορεί να με σεβαστεί γι’ αυτό, γιατί παίρνει τους ηθικούς δισταγμούς μου γι’ αδυναμία- κι είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου που δεν βγαίνω στους δρόμους να φωνάζω έξαλλος Μπάντε Ματάραμ). Αποκορύφωμα αυτού του εθνικιστικού παροξυσμού ήταν η απαίτηση του Σαντίπ από τη Μπιμάλα να «εξασφαλίσει» (κλέβοντας απ’ο τον άντρα της) 6.000 ρουπίες για την επανάσταση. Ήδη ο έρωτάς του (πολύ λυρικά δοσμένος…) της έχει πάρει τα μυαλά· έτσι βλέπουμε την άλλη δύναμη, την εκμαυλιστική του Σαντίπ, να διεκδικεί ανταγωνιστικά την πλήρη (ερωτική και ηθική) παράδοση της Μπιμάλα, της γυναίκας, του θηλυκού στοιχείου.
Αλλά και ο Σαντίπ είναι δύναμη:
Σελ. 41:
Κάθε άνθρωπος έχει φυσικό δικαίωμα να κατέχει, κι επομένως η απληστία είναι κάτι φυσικό. Δεν είναι στη σοφία της φύσης να βρίσκουμε ευχαρίστηση στη στέρηση. (…) Να ντραπώ; Όχι, καθόλου. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα ντροπή. Ζητάω εκείνο που επιθυμώ, και δεν περιμένω πάντα να το ζητήσω για να το πάρω.
Σελ. 62 (για τον Νίκιλ):
Δεν έχει την ψυχική δύναμη να καταλάβει πως το να παραδέχεται ένα λάθος είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα λάθη. Είναι τυπικό παράδειγμα του πώς οι ιδέες ανοίγουν το δρόμο προς την αδυναμία.
Σελ. 115:
«Δε θα παρουσιαστείς ως μάρτυρας ότι έκαψαν το εμπόρευμα αυτού του ανθρώπου;» (η ανάγκη ενίσχυσης της ντόπιας παραγωγής οδηγούσε τους εθνικιστές σε ακρότητες, όπως να καταστρέφουν εμπορεύματα από το εξωτερικό, χωρίς αποζημίωση, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται οικογένειες)
Ο Σαντίπ χαμογέλασε. «φυσικά και θα παρουσιαστώ», είπε. «Μόνο που θα είμαι απ’ την άλλη πλευρά».
«Τι εννοείς», φώναξα, «πως θα είσαι μάρτυρας από τούτη κι όχι από την άλλη πλευρά; Δεν θα πας μάρτυρας της αλήθειας;»
«Άραγε, αυτό που συμβαίνει είναι η μόνη αλήθεια;»
«Και ποιο άλλο μπορεί να είναι η αλήθεια;»
«Αυτό που πρέπει να γίνει. Η αλήθεια που θα χτίσουμε χρειάζεται πολλή αναλήθεια για να γίνει. Εκείνοι που πέτυχαν τον στόχο τους σ’ αυτόν τον κόσμο, έπλασαν μόνοι τους την αλήθεια· δεν ακολούθησαν τυφλά εκείνη που βρήκαν. (…) Δεν ξέρεις ότι μέσα στα τεράστια καζάνια που σιγοβράζουν οι μεγάλες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, το κύριο συστατικό είναι το ψέμα;».
Καθώς προχωράει το έργο, οι τρεις χαρακτήρες ξεδιπλώνονται όλο και περισσότερο. Δεν παρακολουθεί κανείς μ’ ενδιαφέρον μόνο τους μονολόγους, που είναι τολμηροί και αποκαλυπτικοί, αλλά και τους διαλόγους αναμεταξύ τους. Είναι σα να βλέπει κανείς «θεριά να μονομαχούν», κι αυτό γιατί ο καθένας έχει ένα ανάστημα μεγάλου διαμετρήματος. Έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση όχι μόνο ως χαρακτήρες, αλλά και ως ιδεολογίες:
Σελ. 135: (ο Σαντίπ θέλει να φτιάξει τη χώρα σε εικόνα, να την «αγιοποιήσει», για λόγους φυσικά προπαγανδιστικούς)
Νίκιλ: Δεν πρέπει να ζητάμε τη βοήθεια της αυταπάτης για να στηρίξουμε κάτι που πιστεύουμε πως είναι αληθινό.
Σαντίπ: Η αυταπάτη είναι απαραίτητη στους μικρόμυαλους και σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία του κόσμου. Γι’ αυτό η ηγεσία σε κάθε χώρα χρησιμοποιεί διάφορες θεότητες για να κρατά τον κόσμο δεμένο χειροπόδαρα στην άγνοια και την αυταπάτη.
Ν.: Όχι, τον θεό τον χρειαζόμαστε για να διαλύσει τις αυταπάτες μας. Οι θεότητες που τις διατηρούν ζωντανές είναι ψεύτικοι θεοί.
Σιγά σιγά η Μπιμάλα γίνεται «θύμα» της γοητείας του Σαντίπ, αλλά και της προπαγανδιστικής του δράσης. Η έλξη που νιώθει αποδίδεται με απίστευτο λυρισμό -μην ξεχνάμε ότι ο Ταγκόρ είναι μεγάλος ποιητής- (τι απέραντη χαρά έκλεινε μέσα της αυτή η ανενδοίαστη υποταγή. Αληθινά είχα συνειδητοποιήσει ότι, μέσα από την τέλεια αυτοκαταστροφή, μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει την υπέρτατη ευδαιμονία. (…) Τούτος ο κατακλυσμικός πόθος με τυραννούσε μέρα νύχτα. Αυτός ο όλεθρος που ένιωθα να με απειλεί ήταν κάτι που με μάγευε απελπιστικά).
Η κορύφωση του κύκλου είναι όταν η Μπιμάλα αποφασίζει να κλέψει τον άντρα της- από κει και πέρα αρχίζει αργά και βασανιστικά η αντίστροφη μέτρηση. Αυτό που αποκαλούμε στενά «τύψεις» εδώ περιγράφεται τόσο εκ των «έσω», που μπορεί κανείς να το αποκαλέσει συνειδητοποίηση, ή έστω, κάθαρση. Τα βήματα προς την «έξοδο» είναι αργά και βασανιστικά, με πολλές εντάσεις και παλινδρομήσεις.
Ίσως θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα «διδακτισμό» με άξονα την ηθική ανωτερότητα του Νίκιλ, ο οποίος δικαιώνεται στο τέλος. Η αίσθηση αυτή όμως δεν υπάρχει (κάτι που υπάρχει φερειπείν στα έργα του Ε. Έσσε), και το αποδίδω –πέρα από τη μαεστρία του Ταγκόρ- στην «ινδική» κουλτούρα, που ενσωματώνει αβίαστα το νου με το σώμα, τη λογική με το συναίσθημα, που αποδέχεται όλες τις εκφάνσεις σώματος και πνεύματος.
Χριστίνα Παπαγγελή
Κυριακή, Νοεμβρίου 23, 2008
Το κουρδιστό πουλί, Χαρούκι Μουρακάμι
Το θέμα είναι να μην αντιστέκεσαι στη ροή.
Ανεβαίνεις όταν πρέπει ν’ ανέβεις και κατεβαίνεις
όταν πρέπει να κατέβεις.
Ανεβαίνεις όταν πρέπει ν’ ανέβεις και κατεβαίνεις
όταν πρέπει να κατέβεις.
Απολαυστικό και συναρπαστικό πάντα το γράψιμο του Μουρακάμι. Ξεκινώντας το ογκώδες αυτό βιβλίο, μου φάνηκε αρχικά πολύ πιο ελκυστικό απ΄ ό, τι το «Νορβηγικό δάσος». Οι πρώτοι οιωνοί με προδιέθεσαν ευνοϊκά και δε μπορούσα να τ’ αφήσω απ’ τα χέρια μου: σε πρώτο ενικό, ο ήρωας-αφηγητής καταγράφει εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα, σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο ανθρώπου βαθιά μοναχικού, που «κάνει καλή παρέα με τον εαυτό του»: που ζει παρατηρώντας ταυτόχρονα τη ζωή του, που ζει δηλαδή «εσωτερικά» και ωριμάζει. Πρόκειται για ένα ταξίδι στα βάθη του «εαυτού», όπου ο ήρωας από ένα σημείο και μετά αντιμετωπίζει όχι μόνο την πραγματικότητα αλλά και τη φαντασία, τα όνειρα, τις παραισθήσεις (και προς το τέλος και τις μυστικιστικές εμπειρίες) ως αφορμές μαθητείας.
Σελ. 74:
-Όμως εσύ δεν ανήκεις σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο κόσμος ο δικός σου είναι ή πάνω απ’ αυτόν ή κάτω απ΄ αυτόν.
-Ποιο είναι καλύτερο, ρώτησα από απλή περιέργεια, το επάνω ή το κάτω;
-Το θέμα δεν είναι αν είναι καλύτερο ή χειρότερο. Το θέμα είναι να μην αντιστέκεσαι στη ροή. Ανεβαίνεις όταν πρέπει ν’ ανέβεις και κατεβαίνεις όταν πρέπει να κατέβεις. Όταν είναι ν’ ανέβεις, βρες το ψηλότερο σημείο και στρογγυλοκάθισε εκεί. Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του. Όταν δεν υπάρχει ροή, μείνε ακίνητος. Εάν αντισταθείς στη ροή, τα πάντα στεγνώνουν.
Πέρα όμως από την «επεξεργασία» των συναισθημάτων και βιωμάτων, και τα ίδια τα βιώματα, τα εξωτερικά δηλαδή γεγονότα παρουσιάζουν αντίστοιχα ενδιαφέρον.
Βασικό σκελετό του βιβλίου αποτελεί η σχέση του αφηγητή με τη γυναίκα του, Κουμίκο, η οποία εξαφανίζεται μυστηριωδώς περίπου στο ένα τρίτο της υπόθεσης, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν τον έχει εγκαταλείψει. Ο μοναχικός Τόρου έρχεται αντιμέτωπος με πολλές συνηθισμένες αλλά κι εξ-αιρετικές καταστάσεις, με ανθρώπους ιδιόρρυθμους, που τον ωθούν σε μια όλο και πιο βαθιά γνώση του εαυτού του. Πάντα όμως στο φόντο υπάρχει η αναζήτηση της Κουμίκο, αυτό είναι το οριακό/εξωτερικό γεγονός που τον μεταμορφώνει και τον κάνει δεκτικό σε άλλες εμπειρίες, πιο εσωτερικές, πιο μυστικιστικές· είναι η «πυξίδα» που καθοδηγεί τον ήρωα.
Σελ. 46:
Μπορεί να βρισκόμουν στην είσοδο κάποιου μεγάλου πράγματος και μέσα να κρυβόταν ένας κόσμος που ανήκε αποκλειστικά και μόνο στην Κουμίκο, ένας απέραντος κόσμος που εγώ δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Το είδα σαν ένα μεγάλο, σκοτεινό δωμάτιο. Στεκόμουν εκεί κρατώντας έναν αναπτήρα, με τη μικρή φλογίτσα το να μου δείχνει ένα ελάχιστο μέρος του δωματίου.
Θα έβλεπα ποτέ το υπόλοιπο; Ή θα γερνούσα και θα πέθαινα χωρίς να μάθω ποτέ την Κουμίκο;
Αν αυτή ήταν η μοίρα μου, τότε τι νόημα είχε η συζυγική ζωή που ζούσα; Τι νόημα είχε γενικότερα η ζωή μου αν την περνούσα στο κρεβάτι με μια άγνωστη σύντροφο;
Αυτά σκεφτόμουν εκείνη τη νύχτα και, κατά διαστήματα, γι’ αρκετό καιρό μετά. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως είχα πάρει το μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδιά του προβλήματος.
Ο Μουρακάμι «κατέχει την τέχνη της εξιστόρησης», γνωρίζει δηλαδή καλά πώς να είναι σαγηνευτικός, συναρπαστικός. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά τραβώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μια διαφορετική περίσταση. Κατά τη γνώμη μου είναι ένας «παραμυθάς»: στήνει ένα σκηνικό και μια «κατάσταση» και στη συνέχεια ξεδιπλώνεται σχεδόν μόνο του, αβίαστα, «κατ’ ανάγκη», το νήμα της αφήγησης. Υπάρχει πάντα μια μικρή «έκπληξη», δεν είναι βαρετός. Άλλωστε, δεν υπάρχει μόνο ελκυστική πλοκή, αλλά και συναισθήματα, έρωτας, φαντασία.
Η ίδια όμως αυτή αρετή του Μουρακάμι (τουλάχιστον σ’ αυτό το βιβλίο), είναι κατά τη γνώμη μου και η αδυναμία του. Νιώθεις σα να παρασύρεται κι ο ίδιος από τη γοητεία της αφήγησης και κάποια στιγμή διαπιστώνεις ότι έχει αφήσει μισοτελειωμένες σχέσεις ή περιστατικά, ότι κάποιες συναρπαστικές σκηνές έχουν μείνει ξεκρέμαστες, χωρίς να εντάσσονται μέσα στην υπόθεση. Πολλά κεφάλαια είναι σχεδόν αυτόνομα κι απομακρυσμένα τόσο από την κεντρική αφήγηση, που αναρωτιέσαι αν ο στόχος του Μουρακάμι ήταν απλώς να εντάξει κάποιες ιδέες ή γεγονότα (όπως η συγκλονιστική ιστορία του υπολοχαγού Μαμίγια, και η αναπάντεχη συνέχειά της, η ιστορία του ανθρωπογδάρτη Μπορίς). Μήπως όμως, αν βασικός σκελετός είναι τα βιώματα του πρωταγωνιστή και η ωρίμανσή του, δε μας συμβαίνουν και σε μας γεγονότα «μισά», ανερμήνευτα, χωρίς «τέλος», που ωστόσο η βίωσή τους μας διαμορφώνει;
Σχετικά μ’ αυτό το στοιχείο αντιγράφω από το «Λέξημα» :
Μερικές παρατηρήσεις: Ενώ τα περισσότερα από τα ερωτήματα που προκύπτουν, σιγά σιγά βρίσκουν τις απαντήσεις τους κατά την εξέλιξη των πολλών παραλλήλων και περιέργως εμπλεκομένων ιστοριών, για κάποια από αυτά δεν έχουμε, όχι μόνο απάντηση, αλλά ούτε καν λόγο ύπαρξης στο βιβλίο (ποια είναι η άγνωστη που τηλεφωνά στην αρχή ζητώντας δέκα λεπτά χρόνο και γιατί τηλεφώνησε;). Επίσης κάποιες από τις ιστορίες είναι μάλλον χαλαρά συνδεδεμένες με το θέμα που απασχολεί τον ήρωα (πχ. ο ζωολογικός κήπος) και κάποιες άλλες κόβονται απότομα (Μάλτα και Κρέτα Κάνο). Δεν μπορώ όμως να πω με σιγουριά, αν υπεύθυνος γι' αυτό είναι ο συγγραφέας, ή η μετάφραση.Ο Μουρακάμι αρέσκεται στην ελεύθερη πτώση, γράφει χωρίς προσχέδιο, βάζει πολλές λεπτομέρειες που κάποιες φορές δεν προσφέρουν στην πλοκή (ποιον ενδιαφέρει πως βράζει τα μακαρόνια ο Τόρου;) και μ' αυτή την τεχνική, ή την έλλειψή της, να γράφει για όλα όσα συμβαίνουν, ανεξάρτητα με το αν θα παίξουν ρόλο ή όχι, πετυχαίνει να μας βυθίζει στον κόσμο του ήρωά του. Έτσι λοιπόν μπορεί τα αναπάντητα ερωτήματα, οι χαλαρά συνδεδεμένες και οι απότομα κομμένες ιστορίες, να οφείλονται στον «μη επεξεργασμένο και προσχεδιασμένο» τρόπο γραφής του.
Όσο κι αν ο ήρωας ζει σε μια σύγχρονη βιομηχανική πόλη της Ιαπωνίας, ακολουθώντας τον δυτικό τρόπο ζωής, ο ανατολίτικος τρόπος σκέψης είναι εμφανής. Το στοιχείο του «διαλογισμού», αν και δεν αναφέρεται ούτε μια φορά η λέξη, είναι μέσα στη φύση του πρωταγωνιστή. Επίσης, η σωματική αντίληψη του κόσμου, το σώμα ως «εργαλείο» κατανόησης κι αντίληψης (βλ. Κρέτα Κάνο).
Αυτό που προσωπικά με κούρασε πάντως (και προς το τέλος), δεν είναι τόσο οι «άσχετες» εξιστορήσεις αλλά το «μεταφυσικό» στοιχείο που εισχώρησε δειλά δειλά περίπου στο 1/3 του βιβλίου (με το πηγάδι) και ενδυναμώθηκε στη συνέχεια, αν και εξουδετερωνόταν από το πολύ συναρπαστικό τρόπο γραφής. Ορισμένα στοιχεία, όπως ο εξαφανισμένος γάτος, το κουρδιστό πουλί, το παράξενο σπίτι , το πηγάδι αποκτούν σιγά σιγά όχι μόνο ποιητική ή αλληγορική σημασία, αλλά μεταφυσική. Συνδέονται με συμπτώσεις, τηλεπαθητικά φαινόμενα, διάφορα σημάδια κλπ. Δυσκολεύομαι ν’ αποδεχτώ την αυθαιρεσία αυτών των φαινομένων, κυρίως όταν περιγράφονται σε βιβλίο (σα να σου αφηγείται κάποιος που δεν ξέρεις τα όνειρά του, τι βαρετό!). Ακόμα κι αν πιστεύει κανείς στην ύπαρξή τους, η διαμεσολάβηση του συγγραφέα τούς αφαιρεί την υπόσταση, την «αλήθεια» τους.
Παρ’ όλ’ αυτά, μου ήταν από ανεκτή έως ευχάριστη η παρουσίαση τους απ’ τον Μουρακάμι, που δεν προέβη -ως είθισται- σε ερμηνείες και αναλύσεις. Η «κάθοδος» του ήρωα στο πηγάδι, κεντρικής σημασίας στο βιβλίο όπως φαίνεται κι απ’ το πρώτο απόσπασμα, αποδίδεται με τόσο …ρεαλισμό, που οι μεταφυσικές προεκτάσεις είναι απλώς μια άλλη διάσταση. Ακόμα κι όταν ο ήρωας διαπερνά τον τοίχο, μπαίνει σε μια άλλη διάσταση και σκοτώνει τον Νουράγια, ή τουλάχιστον βιώνει το φόνο του, γίνεται μ’ έναν τρόπο διφορούμενο, δίσημο ή μάλλον πολυσήμαντο.
Σελ. 592:
Το ξέρω ότι αυτό είναι όνειρο, άρα αυτό που είδα πριν ήταν πραγματικότητα. Συνέβη στην πραγματικότητα. Μπορώ να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στα δύο.
Σελ. 326: (ο ήρωας βρίσκεται μέσα στο πηγάδι)
Ύστερα πήρα μερικές αργές, βαθιές ανάσες. Ωραία λοιπόν, αρκετές σκέψεις έκανα για το μυαλό. Ώρα να σκεφτώ την πραγματικότητα. Να σκεφτώ τον πραγματικό κόσμο. Τον κόσμο του σώματος. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Για να σκεφτώ την πραγματικότητα. Ο καλύτερος τρόπος για να σκεφτώ την πραγματικότητα, είχα καταλήξει, ήταν ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτήν όσο περισσότερο γινόταν- πηγαίνοντας σ’ ένα μέρος σαν το εσωτερικό ενός πηγαδιού, παραδείγματος χάρη. «Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του», είχε πει ο κύριος Χόντα. Ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο του πηγαδιού, ρούφηξα αργά το μουχλιασμένο αέρα στα πνευμόνια μου.
Διαλογισμός;
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Νομίζω ότι αξίζει να διαβάσει κανείς και την παρουσίαση του "Πανδοχείου" εδώ.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2008
705 λέξεις για το «σαν τα τρελά πουλιά» της Μαρίας Ιορδανίδου
Διάβασα το βιβλίο έχοντας στο μυαλό μου ένα σχόλιο της anagnostrias που χαρακτήριζε τα βιβλία της Ιορδανίδου αναμασήματα του πρώτου της βιβλίου, της Λωξάντρας. Προσπάθησα να καταλάβω τον χαρακτηρισμό. Ναι, σε πολλά σημεία, όπως και σε όλα της τα βιβλία, η Ιορδανίδου επανέρχεται σε σταθερές όπως η γιαγιά Λωξάντρα, η φράση time is, time was, time is not, πλούσιος είναι ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος κλπ.
Ίσως από λογοτεχνική άποψη να μην προστίθεται τίποτα. Η συγγραφέας στη «Λωξάντρα» μας έδωσε τους τρόπους της γραφής της και στα υπόλοιπα βιβλία της δεν πρωτοτυπεί. Η αφήγηση ρέει με τον ίδιο τρόπο, τα πρόσωπα σκιαγραφούνται πανομοιότυπα με τη δράση τους, οι περιγραφές συνιστούν σε αδρές γραμμές το σκηνικό, η ιστορία αποτελεί το φόντο...
Εδώ, στο τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό των βιβλίων της Ιορδανίδου βρίσκω το ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα χρόνια ή οι άνθρωποι περνούν καθώς γυρίζω τις σελίδες... Η άδολη οπτική της λαϊκής ψυχής που βλέπει την ιστορία με την καθαρή ματιά του βιωμένου. Αυτό, το ιστορικό ενδιαφέρον της προσωπικής μαρτυρίας βρίσκεται λανθάνον στη Λωξάντρα, εκδηλώνεται σαφέστερα στα υπόλοιπα βιβλία και υποχωρεί σε όφελος της «μικροκοινωνιολογίας» στην «αυλή μας».
Το βιβλίο είναι το τρίτο, τόσο στη σειρά της συγγραφής (Λωξάντρα 1963, Διακοπές στον Καύκασο 1965, Σαν τα τρελά πουλιά 1978, Στου κύκλου τα γυρίσματα 1979, Η αυλή μας 1981) όσο και στη σειρά μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αντιστοιχεί στην περίοδο του μεσοπολέμου, δηλαδή των δεκαετιών 1920 και ’30.
Μαζί με την Άννα βρισκόμαστε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια του 1920 «μια πολιτεία χωρισμένη στα δυο: σε παράδεισο και σε κόλαση», η συγγραφέας λιτά αλλά παραστατικά περιγράφει την αθλιότητα στα αράπικα, τις γειτονιές των ντόπιων. Επίσης, είναι άφθονα τα στοιχεία για την ελληνική παροικία και για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Σεργιανούμε και ‘μεις στη λεωφόρο Ράμλι μαζί με τον Καβάφη. Η ζωή και η εκλεπτυσμένη ζωή των λευκών τους διαφοροποιεί από τους αραπάδες. Ακόμα και το Κομμουνιστικό κόμμα Αιγύπτου συνυφαίνεται όχι με τους ντόπιους και τις φτωχικές γειτονιές της Αλεξάνδρειας, αλλά με τους λευκούς και στεγάζεται απέναντι από τον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Το μυαλό μου πήγε αρκετές φορές στην «Αριάγνη» του Τσίρκα, καθώς διάβαζα αυτές τις σελίδες. Εκεί μαθαίνουμε και την είδηση για τη μικρασιατική καταστροφή.
Ακολούθως θα μεταφερθούμε στην Αθήνα ακολουθώντας την Άννα. Η προσφυγιά και οι προσπάθειες της, η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα, οι συνήθειες και τα φαγητά τους, όπως το άγνωστο μέχρι τότε προσφυγικό σουβλάκι. Η συγγραφέας είναι κοντά στον απλό κόσμο και καταγράφει την καθημερινότητά τους. «– Άδικα κύριε Ισαακίδη, φύτεψες λεμονιές σε κείνη τηνπλευρά του οικοπέδου σου. Δεν προκόψανε... – Πώς αυτό, κύριε Συμεωνίδη. Γιατί να μην προκόψουν αφού οι δικές σου πρόκοψαν. Αλλά, συναντάμε και γνωστά ονόματα της αριστεράς. Ο Κορδάτος, ο Βάρναλης, ο Γληνός και άλλοι. Ακόμη, ο Ελευθερουδάκης, ο Δελμούζος, η Ιμβριώτη βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου. Ζωντανεύει έτσι η ιστορική καθημερινότητα ως την έκρηξη του β’ παγκόσμιου πόλεμου. 23 χρόνια αφότου τέλειωσε ο πρώτος και η Άννα αναλογίζεται: «Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε».
Τέλος θα ήθελα να σταθώ συγκεκριμένα σε τρία σημεία του βιβλίου όπου συγκεκριμένα περιστατικά αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα. Την εποχή μετά την οκτωβριανή επανάσταση πολλά παιδιά είχανε βαφτιστεί με το όνομα Βλαδίμηρος. Ο Γιάννης Κορδάτος στη Ζαγορά βαφτίζει το παιδί του, αγόρι, Λένιν (!) Ο παπάς που τέλεσε το μυστήριο μπλέκει με τους χωροφύλακες που του ζητούν εξηγήσεις και αυτός δικαιολογείται: Ελέν’ άκουσα και Ελέν’ το ‘πα. (σελ. 115) Και μια δεύτερη βάφτιση με νονό τον Αλέξανδρο Δελμούζο στη σελίδα 123. «– Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού ... – Γιάννης, λέει ο Δελμούζος. – Ιωάννης, εις το όνομα του ... – Γιάννης, τον διακόπτει ο Δελμούζος. – Ιωάννης ξαναλέει ο παπάς. – Γιάννης! φωνάζει πεισματωμένος ο Δελμούζος. Μπαίνει η Δελμούζαινα στη μέση, συμβιβάζει τα πράματα, ψιθυρίζει ο παπάς ένα όνομα μισό Γιάννης και μισό Ιωάννης, τελειώνει η βάφτιση». Τέλος, (σελ. 153-154) στο σχολείο η αυστηρή δασκάλα επιμένει «– Βρέ κτήνος, βρε τέρας, βρέ ζώον, δε σου είπα χίλιες φορές πως η γλώσσα γενική κάνει της γλώσσης και όχι της γλώσσας;» και σχίζει το τετράδιο του Γιαννάκη (που βάφτισε ο Δελμούζος). Το παιδί την επόμενη μέρα πηγαίνει στο σχολείο με καινούργιο τετράδιο που στην πρώτη σελίδα γράφει: «Η γλώσσα, της γλώσσας, τη γλώσσα, θέλω να λέει και να γράφει, κυρά μου, το παιδί μου, και όχι τις ελληνικούρες σου. Ο πατέρας του».
Ίσως από λογοτεχνική άποψη να μην προστίθεται τίποτα. Η συγγραφέας στη «Λωξάντρα» μας έδωσε τους τρόπους της γραφής της και στα υπόλοιπα βιβλία της δεν πρωτοτυπεί. Η αφήγηση ρέει με τον ίδιο τρόπο, τα πρόσωπα σκιαγραφούνται πανομοιότυπα με τη δράση τους, οι περιγραφές συνιστούν σε αδρές γραμμές το σκηνικό, η ιστορία αποτελεί το φόντο...
Εδώ, στο τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό των βιβλίων της Ιορδανίδου βρίσκω το ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα χρόνια ή οι άνθρωποι περνούν καθώς γυρίζω τις σελίδες... Η άδολη οπτική της λαϊκής ψυχής που βλέπει την ιστορία με την καθαρή ματιά του βιωμένου. Αυτό, το ιστορικό ενδιαφέρον της προσωπικής μαρτυρίας βρίσκεται λανθάνον στη Λωξάντρα, εκδηλώνεται σαφέστερα στα υπόλοιπα βιβλία και υποχωρεί σε όφελος της «μικροκοινωνιολογίας» στην «αυλή μας».
Το βιβλίο είναι το τρίτο, τόσο στη σειρά της συγγραφής (Λωξάντρα 1963, Διακοπές στον Καύκασο 1965, Σαν τα τρελά πουλιά 1978, Στου κύκλου τα γυρίσματα 1979, Η αυλή μας 1981) όσο και στη σειρά μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αντιστοιχεί στην περίοδο του μεσοπολέμου, δηλαδή των δεκαετιών 1920 και ’30.
Μαζί με την Άννα βρισκόμαστε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια του 1920 «μια πολιτεία χωρισμένη στα δυο: σε παράδεισο και σε κόλαση», η συγγραφέας λιτά αλλά παραστατικά περιγράφει την αθλιότητα στα αράπικα, τις γειτονιές των ντόπιων. Επίσης, είναι άφθονα τα στοιχεία για την ελληνική παροικία και για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Σεργιανούμε και ‘μεις στη λεωφόρο Ράμλι μαζί με τον Καβάφη. Η ζωή και η εκλεπτυσμένη ζωή των λευκών τους διαφοροποιεί από τους αραπάδες. Ακόμα και το Κομμουνιστικό κόμμα Αιγύπτου συνυφαίνεται όχι με τους ντόπιους και τις φτωχικές γειτονιές της Αλεξάνδρειας, αλλά με τους λευκούς και στεγάζεται απέναντι από τον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Το μυαλό μου πήγε αρκετές φορές στην «Αριάγνη» του Τσίρκα, καθώς διάβαζα αυτές τις σελίδες. Εκεί μαθαίνουμε και την είδηση για τη μικρασιατική καταστροφή.
Ακολούθως θα μεταφερθούμε στην Αθήνα ακολουθώντας την Άννα. Η προσφυγιά και οι προσπάθειες της, η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα, οι συνήθειες και τα φαγητά τους, όπως το άγνωστο μέχρι τότε προσφυγικό σουβλάκι. Η συγγραφέας είναι κοντά στον απλό κόσμο και καταγράφει την καθημερινότητά τους. «– Άδικα κύριε Ισαακίδη, φύτεψες λεμονιές σε κείνη τηνπλευρά του οικοπέδου σου. Δεν προκόψανε... – Πώς αυτό, κύριε Συμεωνίδη. Γιατί να μην προκόψουν αφού οι δικές σου πρόκοψαν. Αλλά, συναντάμε και γνωστά ονόματα της αριστεράς. Ο Κορδάτος, ο Βάρναλης, ο Γληνός και άλλοι. Ακόμη, ο Ελευθερουδάκης, ο Δελμούζος, η Ιμβριώτη βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου. Ζωντανεύει έτσι η ιστορική καθημερινότητα ως την έκρηξη του β’ παγκόσμιου πόλεμου. 23 χρόνια αφότου τέλειωσε ο πρώτος και η Άννα αναλογίζεται: «Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε».
Τέλος θα ήθελα να σταθώ συγκεκριμένα σε τρία σημεία του βιβλίου όπου συγκεκριμένα περιστατικά αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα. Την εποχή μετά την οκτωβριανή επανάσταση πολλά παιδιά είχανε βαφτιστεί με το όνομα Βλαδίμηρος. Ο Γιάννης Κορδάτος στη Ζαγορά βαφτίζει το παιδί του, αγόρι, Λένιν (!) Ο παπάς που τέλεσε το μυστήριο μπλέκει με τους χωροφύλακες που του ζητούν εξηγήσεις και αυτός δικαιολογείται: Ελέν’ άκουσα και Ελέν’ το ‘πα. (σελ. 115) Και μια δεύτερη βάφτιση με νονό τον Αλέξανδρο Δελμούζο στη σελίδα 123. «– Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού ... – Γιάννης, λέει ο Δελμούζος. – Ιωάννης, εις το όνομα του ... – Γιάννης, τον διακόπτει ο Δελμούζος. – Ιωάννης ξαναλέει ο παπάς. – Γιάννης! φωνάζει πεισματωμένος ο Δελμούζος. Μπαίνει η Δελμούζαινα στη μέση, συμβιβάζει τα πράματα, ψιθυρίζει ο παπάς ένα όνομα μισό Γιάννης και μισό Ιωάννης, τελειώνει η βάφτιση». Τέλος, (σελ. 153-154) στο σχολείο η αυστηρή δασκάλα επιμένει «– Βρέ κτήνος, βρε τέρας, βρέ ζώον, δε σου είπα χίλιες φορές πως η γλώσσα γενική κάνει της γλώσσης και όχι της γλώσσας;» και σχίζει το τετράδιο του Γιαννάκη (που βάφτισε ο Δελμούζος). Το παιδί την επόμενη μέρα πηγαίνει στο σχολείο με καινούργιο τετράδιο που στην πρώτη σελίδα γράφει: «Η γλώσσα, της γλώσσας, τη γλώσσα, θέλω να λέει και να γράφει, κυρά μου, το παιδί μου, και όχι τις ελληνικούρες σου. Ο πατέρας του».
Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008
402 λέξεις για τη στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι
Διάβασα για τρίτη φορά το βιβλίο γιατί δε βρήκα, μέχρι στιγμής, καλύτερη περιγραφή της κατάστασης στη σύγχρονη Ελλάδα. Το βιβλίο αναφέρεται στο 19ο αι. και είναι η αφήγηση ενός εθελοντή που ζει το στρατό και τις καταστάσεις που σχετίζονται με την υπηρεσία.
Έρχεται από την Κωνσταντινούπολη με τη φαντασία και τον ενθουσιασμό του να πλάθουν ιδανικές συνθήκες για τον ελληνικό στρατό. Από την πρώτη στιγμή η απογοήτευση του θα τον οδηγήσει στο δίλημμα αν θα πρέπει να στρατευτεί ή όχι. Τελικά θα καταταχθεί στον ελληνικό στρατό και θα δει καλύτερα όσα συμβαίνουν, ας πούμε τη συνήθεια οι αγγαρείες να εξαγοράζονται με χρήματα από όσους μπορούν να το κάνουν (σελ. 46). Κατά την εξέλιξη του αφηγήματος θα αποδίδονται ρεαλιστικά η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και φυσικά όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του στρατεύματος.
Ο αφηγητής θα πάει στη Χαλκίδα και στη συνέχεια στα σύνορα, κοντά στην Αταλάντη για να απαλλάξουν τη χώρα από τους ληστές. Μέσα στη από την εξιστόρηση θα σχηματίσουμε την εικόνα όχι μόνο της Ελλάδας στα σύνορα που εκτείνονταν τότε, αλλά για τη Θεσσαλονίκη και την ακμαία εβραϊκή κοινότητα της και για την Καβάλα. Στο τέλος θα βρεθεί στην Αθήνα, σε γραφική υπηρεσία και θα μας δώσει μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της Ελλάδας του 19ου αι., ας πούμε ανακαλύπτει ότι πήρε κάποια χρήματα για οδοιπορικά, χρήματα που ο ίδιος ποτέ δεν πήρε! (σελ. 203)
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου κατοπτρίζονται τα ήθη και οι θεσμοί του νεοελληνικού κράτους. Το χιούμορ είναι διάχυτο, όχι ως μια εσκεμμένη διάθεση σάτιρας αλλά ως τρόπος θέασης των καταστάσεων. Είναι μια πολύπλευρη μαρτυρία για τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τη «λούφα», την ανοργανωσιά, την προχειρότητα, τον τυχοδιωκτισμό... Το κείμενο έχει λογοτεχνικές αρετές, αλλά αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι ότι ταυτόχρονα αποτελεί μια αυθεντική μαρτυρία για την πραγματικότητα στην Ελλάδα του 19ου αι. και όχι μυθοπλασία.
Το βιβλίο εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1870 στην Βραΐλα από τον Χ. Δημόπουλο, με τη σημείωση ότι πρόκειται για «χειρόγραφον Έλληνος Υπαξιωματικού». Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περίπλους και Εστία. Έχω υπόψη μου αυτή της Εστίας (Αθήνα 2007)
Επηρεασμένος από τις συχνές αναφορές σε καφενεία διαβάζω το βιβλίο με αυτές ως άξονα. Επεσήμανα δεκατρείς διαφορετικές, κατανεμημένες σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από μια τέτοια ανάγνωση είναι ενδιαφέροντα αλλά θα μας οδηγήσουν σε άλλα «μονοπάτια». Αρκεί να τονιστεί ότι διαφαίνεται σαφώς ο πολύπλευρος ρόλος του καφενείου στη νεοελληνική ιστορία... Μια τέτοια μελέτη αποτελεί πρόκληση.
Χαρακτηριστικό εκτενές απόσπασμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Επίσης έξι μικρά αποσπάσματα εδώ
Έρχεται από την Κωνσταντινούπολη με τη φαντασία και τον ενθουσιασμό του να πλάθουν ιδανικές συνθήκες για τον ελληνικό στρατό. Από την πρώτη στιγμή η απογοήτευση του θα τον οδηγήσει στο δίλημμα αν θα πρέπει να στρατευτεί ή όχι. Τελικά θα καταταχθεί στον ελληνικό στρατό και θα δει καλύτερα όσα συμβαίνουν, ας πούμε τη συνήθεια οι αγγαρείες να εξαγοράζονται με χρήματα από όσους μπορούν να το κάνουν (σελ. 46). Κατά την εξέλιξη του αφηγήματος θα αποδίδονται ρεαλιστικά η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και φυσικά όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του στρατεύματος.
Ο αφηγητής θα πάει στη Χαλκίδα και στη συνέχεια στα σύνορα, κοντά στην Αταλάντη για να απαλλάξουν τη χώρα από τους ληστές. Μέσα στη από την εξιστόρηση θα σχηματίσουμε την εικόνα όχι μόνο της Ελλάδας στα σύνορα που εκτείνονταν τότε, αλλά για τη Θεσσαλονίκη και την ακμαία εβραϊκή κοινότητα της και για την Καβάλα. Στο τέλος θα βρεθεί στην Αθήνα, σε γραφική υπηρεσία και θα μας δώσει μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της Ελλάδας του 19ου αι., ας πούμε ανακαλύπτει ότι πήρε κάποια χρήματα για οδοιπορικά, χρήματα που ο ίδιος ποτέ δεν πήρε! (σελ. 203)
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου κατοπτρίζονται τα ήθη και οι θεσμοί του νεοελληνικού κράτους. Το χιούμορ είναι διάχυτο, όχι ως μια εσκεμμένη διάθεση σάτιρας αλλά ως τρόπος θέασης των καταστάσεων. Είναι μια πολύπλευρη μαρτυρία για τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τη «λούφα», την ανοργανωσιά, την προχειρότητα, τον τυχοδιωκτισμό... Το κείμενο έχει λογοτεχνικές αρετές, αλλά αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι ότι ταυτόχρονα αποτελεί μια αυθεντική μαρτυρία για την πραγματικότητα στην Ελλάδα του 19ου αι. και όχι μυθοπλασία.
Το βιβλίο εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1870 στην Βραΐλα από τον Χ. Δημόπουλο, με τη σημείωση ότι πρόκειται για «χειρόγραφον Έλληνος Υπαξιωματικού». Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περίπλους και Εστία. Έχω υπόψη μου αυτή της Εστίας (Αθήνα 2007)
Επηρεασμένος από τις συχνές αναφορές σε καφενεία διαβάζω το βιβλίο με αυτές ως άξονα. Επεσήμανα δεκατρείς διαφορετικές, κατανεμημένες σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από μια τέτοια ανάγνωση είναι ενδιαφέροντα αλλά θα μας οδηγήσουν σε άλλα «μονοπάτια». Αρκεί να τονιστεί ότι διαφαίνεται σαφώς ο πολύπλευρος ρόλος του καφενείου στη νεοελληνική ιστορία... Μια τέτοια μελέτη αποτελεί πρόκληση.
Χαρακτηριστικό εκτενές απόσπασμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Επίσης έξι μικρά αποσπάσματα εδώ
Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2008
536 λέξεις για την «αδελφότητα των στεναγμών» του Νίκου Ντακάκη
Δε συνηθίζω να διαβάζω σύγχρονους, τωρινούς, Έλληνες λογοτέχνες. Αυτό γιατί αρκετές ήταν οι φορές που ένιωσα το χρόνο, και τα χρήματα χαμένα. Όχι, δε γράφω υποτιμητικά, ούτε υπονοώ εμπορικές σκοπιμότητες. Απλώς δε μεσολάβησε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να διυλιστούν και να μείνουν αυτά που αξίζουν. Ο καλύτερος κριτής όλων.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.
Σάββατο, Νοεμβρίου 01, 2008
813 λέξεις για την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ
Κάθε βιβλίο έχει το ρυθμό του. Εδώ έχουμε ένα ρυθμό περιήγησης, άλλοτε αργό και άλλοτε γρήγορο. Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν ένα κοινό παρονομαστή, τη θλίψη αυτής της μεγαλούπολης όπου συναντιούνται Δύση Ανατολή, Βορράς και Νότος και ακόμη, το παρελθόν μπερδεύεται στο παρόν και ο χρόνος γίνεται ασαφής.
Διάβασα το βιβλίο με διακοπές. Η ανάγνωσή του κράτησε περισσότερο από ένα μήνα. Μεσολάβησαν άλλα διαβάσματα, άλλα ενδιαφέροντα, σύντομα ταξίδια... Ακριβώς όπως θα ταίριαζε σε μια περιπλάνηση που σταματάς για να δεις κάτι πιο προσεκτικά, για να ξεκουραστείς, γιατί βαρέθηκες... Αυτό δε μείωσε σε τίποτε το ενδιαφέρον μου. Με ευχαρίστηση το ξανάπιανα, ίσως γιατί προηγήθηκε ένα ταξίδι στην Πόλη το καλοκαίρι και ανάλογη μελέτη. Και ξαναβρισκόμουν μέσα στις σελίδες του όπως κινείται κάποιος σε μια πόλη.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί λοιπόν μια περιπλάνηση στο Βυζάντιο – Κωνσταντινούπολη – Ιστανμπούλ. Στα σοκάκια και στις λεωφόρους, στο Βόσπορο, στα Θεραπειά, στο Μπεμπέκ και στον Κεράτιο, στις γέφυρες, αυτή του Γαλατά και στις κρεμαστές, στα μνημεία, στην Αγιά Σοφιά, το Ντολμάμπαχτσε, και στα σπίτια, στις πολυκατοικίες των συνοικιών και στα γιαλί του Βοσπόρου, στις πλατείες και στα μαγαζιά. Περιπλάνηση στον αστικό ιστό και στα περίχωρα, περιπλάνηση και στο χρόνο δύο αιώνων. Χωρίς σχέδιο, πολλές φορές χωρίς σκοπό, πάντα με την ιδιαίτερη αυτή θλίψη που ο Παμούκ εμμένει να μεταδώσει. Τον ακολουθούμε και τον ακούμε να μιλά «στις πεζοπορίες που καμιά φορά κρατούσαν ώρες, καθώς περπατούσα στα μέρη όπου με πήγαιναν τα πόδια μου...». Η αίσθηση της περιπλάνησης και της θλίψης είναι συνεχής μέσα στις σελίδες του βιβλίου.
Επιστέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη, στο Μπέγιογλου, στο Τακσίμ, στο Νισάντας, στο Τζιχανγκίρ, στο Ταρλάμπασι και άλλα και κινούμαστε ελεύθερα στο χρόνο με τα μάτια συγγραφέων που αγάπησαν την πόλη ή την επισκέφτηκαν και έγραψαν για αυτήν. Τούρκοι κάτοικοι της όπως ο Γιαχγιά Κεμάλ, ο Τανπινάρ, ο Αχμέτ Ρασίμ και Ευρωπαίοι περιηγητές όπως ο Γκοτιέ. Τα πρόσωπά τους μπερδεύονται με τα πρόσωπα των απλών κατοίκων, οι φιγούρες τους περιδιαβάζουν χαμένες μέσα στους ανθρώπους ή στην ερημιά των άδειων δρόμων του παρελθόντος. Η αίσθηση του ασπρόμαυρου, της ήττας, της απώλειας ενός σημαντικού παρελθόντος δε μπόρεσε να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία ενός καινούργιου. Οι κάτοικοι δε φορούν όπως στο παρελθόν ρούχα με έντονα χρώματα.
Έτσι ο αναγνώστης έχει μια πολύπλευρη ματιά, που όμως η θλίψη δε χάνεται από το βλέμμα. (απόσπασμα 1) Αυτή γίνεται κριτική της καθημερινότητας και των συνηθειών, παρουσίαση των αντιφάσεων και των νοοτροπιών, σχόλιο στον εκδυτικισμό που δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο αλλοιώνει τον ανατολίτικο χαρακτήρα. Το οθωμανικό παρελθόν που χάνεται και το ευρωπαϊκό μέλλον που δεν έρχεται. Όταν δε μιλούν οι δυτικοί περιηγητές τότε οι ίδιοι οι μορφωμένοι Τούρκοι αναλαμβάνουν να δουν με δυτική ματιά την πόλη τους.
Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι διεισδυτική και χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο. Από τη σελίδα 380 και μετά αγγίζει το δύσκολο θέμα της δημιουργίας του τουρκικού έθνους. Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν ως τη σελίδα 425 ο Παμούκ τολμά. Μιλά για την εντατικοποίηση του εκδυτικισμού, για την εθνοκάθαρση που επέβαλε το κράτος, για τις απαγορεύσεις σε Ρωμιούς και Αρμένιους να μιλούν τη γλώσσα τους στο δρόμο, για το ζήτημα των Κούρδων, για την κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου και την αντικατάστασή του από το λατινικό, για τις φτωχές απόμερες γειτονιές όπου το τουρκικό έθνος στεκόταν ακόμα στα πόδια του και εκεί μπορούσε να ξεχάσει κάποιος τις μειονότητες των Ρωμιών, των Αρμένιων, των Εβραίων, των Κούρδων, για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο με τους Έλληνες στην Ανατολία, για τα βίαια γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτέμβρη σε βάρος των Χριστιανών και της δύσης, κυρίως των Ελλήνων και τη σιωπή ανθρώπων των γραμμάτων, για τον ιδεολογικό «εκτουρκισμό» της Ιστανμπούλ, για σπίτια που έμειναν άδεια εξαιτίας των εθνικιστικών διωγμών ενάντια στους Ρωμιούς, τους Αρμένιους και στους Εβραίους...
Επίσης, στο κεφάλαιο 19 που έχει τίτλο «Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης, στις σελίδες 276 – 284 ο Παμούκ μιλά για όλη την περίοδο από το 1453 ως το 1955 και για το ελληνικό στοιχείο. Καταγράφει ότι «οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453». Αλλά αυτό το κεφάλαιο έχει τόσο ιστορικό ενδιαφέρον εξαιτίας της «τόλμης» που το χαρακτηρίζει που αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο. (απόσπασμα 2) Είναι εξαιρετικό δείγμα ψύχραιμης ματιάς στο παρελθόν, χωρίς υστερόβουλες σκοπιμότητες.
Ο Παμούκ στην Ιστανμπούλ του καταγράφει τη δική του πορεία στο χώρο και το χρόνο της, τη δική του θλίψη. Από τα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια του σχολείου και των ελλιπών σπουδών του στην Αρχιτεκτονική καθώς το ενδιαφέρον του στρέφονταν στη ζωγραφική για να καταλήξει συγγραφέας. Ο λόγος του συχνά γίνεται μακροπερίοδος με τα ασύνδετα σχήματα να μην τελειώνουν. Σαν μουρμούρισμα ανατολίτικου τραγουδιού. Στις 589 σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες που οπτικοποιούν εύστοχα την αφήγηση και τις περιγραφές.
Διάβασα το βιβλίο με διακοπές. Η ανάγνωσή του κράτησε περισσότερο από ένα μήνα. Μεσολάβησαν άλλα διαβάσματα, άλλα ενδιαφέροντα, σύντομα ταξίδια... Ακριβώς όπως θα ταίριαζε σε μια περιπλάνηση που σταματάς για να δεις κάτι πιο προσεκτικά, για να ξεκουραστείς, γιατί βαρέθηκες... Αυτό δε μείωσε σε τίποτε το ενδιαφέρον μου. Με ευχαρίστηση το ξανάπιανα, ίσως γιατί προηγήθηκε ένα ταξίδι στην Πόλη το καλοκαίρι και ανάλογη μελέτη. Και ξαναβρισκόμουν μέσα στις σελίδες του όπως κινείται κάποιος σε μια πόλη.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί λοιπόν μια περιπλάνηση στο Βυζάντιο – Κωνσταντινούπολη – Ιστανμπούλ. Στα σοκάκια και στις λεωφόρους, στο Βόσπορο, στα Θεραπειά, στο Μπεμπέκ και στον Κεράτιο, στις γέφυρες, αυτή του Γαλατά και στις κρεμαστές, στα μνημεία, στην Αγιά Σοφιά, το Ντολμάμπαχτσε, και στα σπίτια, στις πολυκατοικίες των συνοικιών και στα γιαλί του Βοσπόρου, στις πλατείες και στα μαγαζιά. Περιπλάνηση στον αστικό ιστό και στα περίχωρα, περιπλάνηση και στο χρόνο δύο αιώνων. Χωρίς σχέδιο, πολλές φορές χωρίς σκοπό, πάντα με την ιδιαίτερη αυτή θλίψη που ο Παμούκ εμμένει να μεταδώσει. Τον ακολουθούμε και τον ακούμε να μιλά «στις πεζοπορίες που καμιά φορά κρατούσαν ώρες, καθώς περπατούσα στα μέρη όπου με πήγαιναν τα πόδια μου...». Η αίσθηση της περιπλάνησης και της θλίψης είναι συνεχής μέσα στις σελίδες του βιβλίου.
Επιστέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη, στο Μπέγιογλου, στο Τακσίμ, στο Νισάντας, στο Τζιχανγκίρ, στο Ταρλάμπασι και άλλα και κινούμαστε ελεύθερα στο χρόνο με τα μάτια συγγραφέων που αγάπησαν την πόλη ή την επισκέφτηκαν και έγραψαν για αυτήν. Τούρκοι κάτοικοι της όπως ο Γιαχγιά Κεμάλ, ο Τανπινάρ, ο Αχμέτ Ρασίμ και Ευρωπαίοι περιηγητές όπως ο Γκοτιέ. Τα πρόσωπά τους μπερδεύονται με τα πρόσωπα των απλών κατοίκων, οι φιγούρες τους περιδιαβάζουν χαμένες μέσα στους ανθρώπους ή στην ερημιά των άδειων δρόμων του παρελθόντος. Η αίσθηση του ασπρόμαυρου, της ήττας, της απώλειας ενός σημαντικού παρελθόντος δε μπόρεσε να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία ενός καινούργιου. Οι κάτοικοι δε φορούν όπως στο παρελθόν ρούχα με έντονα χρώματα.
Έτσι ο αναγνώστης έχει μια πολύπλευρη ματιά, που όμως η θλίψη δε χάνεται από το βλέμμα. (απόσπασμα 1) Αυτή γίνεται κριτική της καθημερινότητας και των συνηθειών, παρουσίαση των αντιφάσεων και των νοοτροπιών, σχόλιο στον εκδυτικισμό που δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο αλλοιώνει τον ανατολίτικο χαρακτήρα. Το οθωμανικό παρελθόν που χάνεται και το ευρωπαϊκό μέλλον που δεν έρχεται. Όταν δε μιλούν οι δυτικοί περιηγητές τότε οι ίδιοι οι μορφωμένοι Τούρκοι αναλαμβάνουν να δουν με δυτική ματιά την πόλη τους.
Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι διεισδυτική και χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο. Από τη σελίδα 380 και μετά αγγίζει το δύσκολο θέμα της δημιουργίας του τουρκικού έθνους. Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν ως τη σελίδα 425 ο Παμούκ τολμά. Μιλά για την εντατικοποίηση του εκδυτικισμού, για την εθνοκάθαρση που επέβαλε το κράτος, για τις απαγορεύσεις σε Ρωμιούς και Αρμένιους να μιλούν τη γλώσσα τους στο δρόμο, για το ζήτημα των Κούρδων, για την κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου και την αντικατάστασή του από το λατινικό, για τις φτωχές απόμερες γειτονιές όπου το τουρκικό έθνος στεκόταν ακόμα στα πόδια του και εκεί μπορούσε να ξεχάσει κάποιος τις μειονότητες των Ρωμιών, των Αρμένιων, των Εβραίων, των Κούρδων, για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο με τους Έλληνες στην Ανατολία, για τα βίαια γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτέμβρη σε βάρος των Χριστιανών και της δύσης, κυρίως των Ελλήνων και τη σιωπή ανθρώπων των γραμμάτων, για τον ιδεολογικό «εκτουρκισμό» της Ιστανμπούλ, για σπίτια που έμειναν άδεια εξαιτίας των εθνικιστικών διωγμών ενάντια στους Ρωμιούς, τους Αρμένιους και στους Εβραίους...
Επίσης, στο κεφάλαιο 19 που έχει τίτλο «Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης, στις σελίδες 276 – 284 ο Παμούκ μιλά για όλη την περίοδο από το 1453 ως το 1955 και για το ελληνικό στοιχείο. Καταγράφει ότι «οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453». Αλλά αυτό το κεφάλαιο έχει τόσο ιστορικό ενδιαφέρον εξαιτίας της «τόλμης» που το χαρακτηρίζει που αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο. (απόσπασμα 2) Είναι εξαιρετικό δείγμα ψύχραιμης ματιάς στο παρελθόν, χωρίς υστερόβουλες σκοπιμότητες.
Ο Παμούκ στην Ιστανμπούλ του καταγράφει τη δική του πορεία στο χώρο και το χρόνο της, τη δική του θλίψη. Από τα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια του σχολείου και των ελλιπών σπουδών του στην Αρχιτεκτονική καθώς το ενδιαφέρον του στρέφονταν στη ζωγραφική για να καταλήξει συγγραφέας. Ο λόγος του συχνά γίνεται μακροπερίοδος με τα ασύνδετα σχήματα να μην τελειώνουν. Σαν μουρμούρισμα ανατολίτικου τραγουδιού. Στις 589 σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες που οπτικοποιούν εύστοχα την αφήγηση και τις περιγραφές.
Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008
Το κοινόβιο, Μάριος Χάκκας
Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων («τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές· στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα εξαντλούνται») αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», όπως επισημαίνουν οι εκδότες, δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.[1]
1. ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ
Είναι το δεύτερο στη σειρά αφήγημα, που επιγράφεται με τον λιτό και απροκάλυπτο τίτλο «Τα τελευταία μου», και συγκλονίζει με τη γενναιότητα του ανθρώπου που βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει απλά, λαϊκά και καθημερινά για το επικείμενο τέλος του (το ξέρω, δε γλιτώνω με τίποτα. Όχι που λένε να σταματήσω το κάπνισμα, μια λεπτομέρεια στις δυνάμεις που με σπρώχνουν στο χαμό
και παρακάτω
δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αυτή ήταν η φυσική του εξέλιξη: ξεκίνησε σα ρεβύθι, έγινε τάλιρο, μετά σαν αυγό, τώρα είναι μέγεθος γροθιάς. Ξεφτάνε οι ελπίδες).
Σελ.64:
Μου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θα μπορώ ν’ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, πού και πού θα πηγαίνω κανένα περίπατο, αρκεί φυσικά να μη σπαταλιέμαι, και κυρίως στο γράψιμο. (..) Τους εξήγησα ότι δεν πρόκειται, δε θέλω χάρη καμιά, αλλά επειδή ξεκίνησα να γράφω λίγο μεγάλος, τριαντάρης και βάλε, κι επειδή όπως φαίνεται δεν μπορώ να πάω πέρα από τα σαράντα, μ’ άλλα λόγια δεν προλαβαίνω κι έχω πέντε δέκα εικόνες στο μυαλό μου, να μην πάνε χαμένες, κάτι παράξενες σκέψεις που ίσως δεν τις κάνει άλλος μετά από μένα, ίσα ίσα ένα βιβλιαράκι ακόμα, όχι μεγάλο πολύ, λίγο πιο χοντρό από το προηγούμενο, όλο κι όλο δυο δάχτυλα πάχος.
(…)
Το πρόσωπό του στεγνό, «άρρηκτον τείχος», κι εγώ ν’ αποζητάω κάποια ρωγμή, μια μικρή σύσπαση για να γλιστρήσω και να περάσω σώος από την άλλη μεριά ίσαμε να γραφτεί αυτό το βιβλίο, όχι για πάντα, ούτε για το μέσο ποσοστό ηλικίας δε συζητάμε, μια μικρή εξαίρεση στο μεγάλο κανόνα, μια μικρή εξαίρεση, κάποιο φάρμακο που θα κρατάει τον όγκο για τέσσερα πέντε χρόνια στο ίδιο σημείο, όχι ίαση, αναζητώντας μια χαραμάδα κι όσο δεν τη βρίσκω να φυραίνω από εφίδρωση σε εφίδρωση μέχρι τον τελικό ρόγχο καταγραμμένο κι αυτόν.
Το απλό «κουβεντιαστό», καθημερινό κι εξομολογητικό ύφος γίνεται άλλοτε λυρικό, άλλοτε κωμικοτραγικό, άλλοτε χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός. Ο αφηγητής Μάριος Χάκκας/στιχουργός και αυτοκτόνος [2] καταθέτει σαν σε ημερολόγιο τις περιπλανήσεις του σώματος και του πνεύματος στις τελευταίες αυτές στιγμές:
Είναι να μη μπλέξεις με τη μεταφυσική. Ψάχνω μήπως κι ανακαλύψω αυτόν που μου βάζει το αίνιγμα. Βλέπω μια επιγραφή «καγώ αναπαύσω υμάς». Όχι, να λείπει τέτοια ανάπαυση. Το ξέρω, το σώμα μου στα θυμαράκια και θα μου περισώσουν λέει την ψυχή. Το πρόβλημα για μένα είναι ακριβώς το αντίθετο, αν γίνεται να σώσω το σώμα, για την ψυχή αδιαφορώ, στα καζάνια, στις πίσσες, ας μην αναπαυτεί ποτέ κλπ. κλπ.
Η αφήγηση διακόπτεται από οράματα με γυναίκες, χωρίς μεταφυσικό χαρακτήρα, αλλά μάλλον σουρρεαλιστικό (!), με πολλά λογοπαίγνια (Σκωτία/σκοτία, Αλέξης/ ἅ λέξεις κ.α.)
Σελ.56:
Έτσι συνεχίστηκε ο αγώνας με τις λέξεις κι ο άλλος, η πάλη με τις γυναίκες· αυτά τα δυο μ’ έβγαζαν έξω από τα όρια του κόσμου, με σφεντόνιζαν στα χάη κι έλεγα πως δε θα επιστρέψω ποτέ από κει, ώσπου για λίγο επέστρεφα στην πραγματικότητα, ασχολιόμουν με την αρρώστια και πάλι αναχωρούσα.
Σελ. 66:
Αριστερά η γυναίκα μου, δεξιά η άλλη εκείνη η ψηλή, θα μου πλένουν τα πόδια με μια κολόνια πανάκριβη. (…) Αυτές οι τρεις γυναίκες κάνουν τον πρώτο κλοιό γύρω μου, με παραστέκουν ασυμφιλίωτες πάντα μεταξύ τους, η μάνα μου γιατί η γυναίκα μου της πήρε το γιο της, η γυναίκα μου γιατί η φιλενάδα μου της πήρε τον άντρα. Αύριο κάποιος άλλος θα με πάρει κι έτσι θα μπορέσουν να συμφιλιωθούμε. Τελικά όλο και κάπου ανήκω, δικός μου δε μπόρεσα να υπάρξω ποτέ.
(…)
Θα ρθει καιρός που θα πάω να προσπέσω παρακαλώντας για μια μόνο μέρα. Μόλις ακούσω τους γύρω μου να ψιθυρίζουν «μέχρις εδώ ήτανε», τότε θα ξαναπάω ζητιανεύοντας έστω μια μέρα μονάχα, κι αν είναι φιλεύσπλαχνος θα μου τη δώσει κι ας του έχω σούρει τόσα και τόσα.
Ο τραγικός λόγος του Χάκκα δεν ξεπέφτει σε μελόδραμα, ο λυρικός του τόνος δεν εγείρει την εύκολη συγκίνηση, αν και η περίσταση είναι πρόσφορη. Ο αναγνώστης κατακλύζεται από ένα αίσθημα ιερότητας μπροστά στο δράμα του συνανθρώπου που στέκει γυμνός και ανήμπορος μπροστά στη μοίρα του, με απόγνωση, με αγωνία αλλά και με ανάλαφρο χιούμορ, αντίφαση που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά του. Η τελευταία σελίδα του αφηγήματος, καθαρή ποίηση, κλονίζει με την -αιρετική- τόλμη της και την απελπισία της (παρατίθεται στο τέλος)*
2. ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ
Δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι το «ιδιόρρυθμο κοινόβιο» που οραματίζεται ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένα «ανακάλεμα» παλιών φίλων, συντρόφων που βαδίσαν στον ίδιο δρόμο της φυλακής και της εξορίας, της «σπατάλης» (κι όμως: μ’ εξυπνάδες και κουταμάρες, αλήθειες και ψεύδη, αυτό είναι τελικά το βιβλίο σου, καλή κακή αυτή είναι η ζωή σου, πώς να τη διαγράψεις και να ξαναρχίσεις). Ο γνωστός εξομολογητικός τόνος προσδίδει την ένταση του προηγούμενου αφηγήματος αλλά τώρα εστιασμένος στους συντρόφους. Έτσι, μέσα σ’ ένα παραληρηματικό μονόλογο μαθαίνουμε για τον γερο- Παγγουρέλια, τον Φαίδωνα, τον γιατρό, τον Θωμά, τον Τσαούση, τον Νότη, τον Νεόφυτο κλπ. …και
… ξέρω πολλούς που σπατάλησαν τη ζωή τους, μήπως και ξαναφτάσουν σε κείνη την έξαρση. Μάταια. Ήταν οι τελευταίες βροντές μιας μπόρας που πέρασε. Κάπου αλλού έβρεχε. Μερικοί νόμιζαν πως το σύνεφο γύριζε. Οι αρχηγοί μάλιστα καλέσαν και βροχοποιό να το φέρει οπωσδήποτε πίσω. Τελικά δεν ήρθε εκείνος ο ομαδικός ψυχισμός, κι ούτε φυσικά θα ξανάρθει. Από τη μια οι αρχηγοί, από την άλλη οι ξένοι, χαντακώθηκε η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.
Πέρα όμως απ’ το περιεχόμενο, κάποιες φράσεις είναι ανεπανάληπτες:
· (…) χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι εγώ
ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.
· Από τη μια η αρρώστια, από την άλλη η ηλικία, τώρα πολλές φορές δεν έχουν και νόημα, γι’ αυτό αποφεύγω τους χώρους που κάποτε εκδήλωνα την αυτοπεποίθησή μου.
· Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα.
· Δάσκάλε μου, ελπίζω να είσαι στο πόστο σου, καθισμένος στο κότσι, διδάσκοντας το αιώνιο κλάμα κι ας στερείσαι το μπουζούκι. Δεν έχουν σημασία τα μέσα. Μόνο το μεράκι να υπάρχει, και βρίσκεται τρόπος για έκφραση.
· Για δικούς μου εντελώς προσωπικούς λόγους βρέθηκα ανάσκελα στη ρίζα ενός δέντρου.
Σ’ αυτό το δέντρο βρίσκεται στο τέλος του αφηγήματος ο αφηγητής με τη θέλησή του, και νιώθοντας σταδιακά να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του αποχαιρετά έναν έναν.
3. ΕΝΟΧΟΣ ΕΝΟΧΗΣ
Μια υποθετική, φανταστική κι εφιαλτική δίκη και καταδίκη, με πικρό χιούμορ μέσα στο παράλογο σκηνοθετεί εδώ ο Μ. Χάκκας, κι ίσως είναι το μόνο της σειράς αφήγημα που έχει ένα «μύθο», δεν αποτελεί δηλαδή άμεση εξομολόγηση. Μέσα από το υποβλητικό ελλειπτικό σκηνικό, μέσα από τις σουρεαλιστικές περιστάσεις που σατιρίζουν σαφώς το ανακριτικό σύστημα ανατολής και δύσης, ορθώνει μια αδύναμη αλλά σταθερή φωνή ο υπόδικός/κατάδικος Χ, ομολογώντας όλες τις μικρές και μεγάλες ενοχές και οδηγώντας πειθήνια τον εαυτό του στην εκτέλεση.
4. ΡΕΤΑΛΙΑ
Πέντε μικρότερης έκτασης αφηγήματα αποτελούν την ενότητα αυτή όπου διαγράφεται πιο ξεκάθαρα η πολιτική πορεία του αφηγητή.
Από το «Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι»:
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουνε τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική.
Από το «Με τη θέλησή μου»:
«Μα γιατί, είσαι δικός τους», επέμεναν οι άλλοι από πάνω, «είσαι δικός μας», έλεγαν οπι άλλοι από κάτω . «Κανενός. Επιτέλους, είμαι δικός μου».
Δεν ξέρω αν είναι σκόπιμος ο όρος «γενιά της ήττας», που αποδόθηκε βασικά στον Αναγνωστάκη (εκείνος όμως τον απαρνιόταν όσον αφορά τον εαυτό του) αλλά πιστεύω ότι αντίστοιχα στην πεζογραφία εκφράζεται στο ακέραιο στον Μ. Χάκκα, τουλάχιστον όπως φανερώνεται στο τελευταίο του αυτό έργο. Ασφαλώς, οι έννοιες ήττα/νίκη είναι σχετικές,και δεν είναι οι μόνες που μπορούν να χαρακτηρίσουν τη γενιά, γιατί η σκοπιά του Μ. Χάκκα, πέρα από το μηδενισμό στο υπαρξιακό επίπεδο, προδίδει κι έναν "αναρχισμό", όπως φαίνεται από τα παραπάνω αλλά κι από τα παρακάτω αποσπάσματα:
Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις τον ζυγό του κόμματος.
(…)
Τώρα που βάρυνα, όλο και χάνω, βλέπω τους στόχους μου ν’ απομακρύνονται, ξαναπερνάω αντίστροφα τα ίδια σημεία, ίσως πάω και παρακάτω από κει που ξεκίνησα, θα βρεθώ στο τέλος στον πάτο. Κι όλ’ αυτά γιατί δεν πήρα τις σκάλες που ανέβαιναν. Ήθελα προφανώς να παρουσιαστώ για μαγκιόρος, κι ως φαίνεται δεν ήμουν τέτοιος, δεν ήμουν.
Κλείνω επιστρέφοντας στο αφήγημα «Τα τελευταία μου» -που μαζί με «Το κοινόβιο» αλλά και το Ένοχος ενοχής» νομίζω ότι έχει περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα-, για να παραθέσω αυτούσια την τελευταία σελίδα, μια σελίδα ποίησης, το απόσταγμα της μαρτυρίας, του περάσματος του Μ. Χάκκα από τη ζωή προς το θάνατο:
*Δε θέλω έλεος, δε θέλω έλεος, Θεέ µου (Το Θεέ µου, αναστεναγμός από τα φύλλα της καρδιάς κι όχι επίκληση)
Γιατί δεν έχω ανομήματα να εξαλείψεις
ανοµίες να µου ξεπλύνει ς
κι αµαρτίες να µου καθαρίσεις.
Εγώ πρώτος θα γνώριζα τις ανοµίες µου και τις αµαρτίες µου κι αυτές θα µε καταδίκαζαν στα µάτια µου για πάντα.
Κανέναν, κανέναν δεν έβλαψα και τίποτα το πονηρό σε
βάρος άλλου δεν έπραξα έτσι που να δικαιώσω τα λόγια σου και να δεχτώ την κρίση σου.
Δε δέχοµαι πως φταίνε οι γονείς µου κι ότι η μητέρα
µου αμαρτωλά µ' έφερε µέσα στην κοιλιά της.
Ψάχνω και δεν βρίσκω την αλήθεια, τα κρυφά και τ
αφανέρωτα µού µένουν πάντα άγνωστα. Ραντίστε µε τη ρίγανη και της μυρτιάς το σπόρο, τού
θυµαριού τη σκόνη, τη µούχλα τού βουνού κι ίσως καθαριστώ κι ίσως ακόµα γίνω πιο άσπρος απ' το χιόνι.
'Ακούω µμουσικές κι ευφραίνομαι, τα κουρασμένα κοκαλάκια µου αγάλλονται.
Κοίταξε, κοίταξε στο πρόσωπό µου καθρεφτίζεται η ,
καθαρή µου καρδιά κι από µέσα βαθια µου αναδύεται το ντόµπρο µου πνεύµα.
Μη βάζεις εµπόδιο το πρόσωπό σου, άφησέ µε να δώ και πέρα απ' αυτό.
[1] «ο ίδιος ο Μάριος Χάκκας που κινείται μέσα στις σελίδες, όσα διαβάζω δεν είναι πλαστά, αποκύημα φαντασίας, είναι η ίδια του η ύπαρξη που κατατίθεται και γίνεται λέξεις, λόγος», Βασ. Συμεωνίδης, 237 λέξεις για το Κοινόβιο του Μ.Χάκκα
[2] «Το κοινόβιο», σελ.37
1. ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ
Είναι το δεύτερο στη σειρά αφήγημα, που επιγράφεται με τον λιτό και απροκάλυπτο τίτλο «Τα τελευταία μου», και συγκλονίζει με τη γενναιότητα του ανθρώπου που βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει απλά, λαϊκά και καθημερινά για το επικείμενο τέλος του (το ξέρω, δε γλιτώνω με τίποτα. Όχι που λένε να σταματήσω το κάπνισμα, μια λεπτομέρεια στις δυνάμεις που με σπρώχνουν στο χαμό
και παρακάτω
δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αυτή ήταν η φυσική του εξέλιξη: ξεκίνησε σα ρεβύθι, έγινε τάλιρο, μετά σαν αυγό, τώρα είναι μέγεθος γροθιάς. Ξεφτάνε οι ελπίδες).
Σελ.64:
Μου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θα μπορώ ν’ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, πού και πού θα πηγαίνω κανένα περίπατο, αρκεί φυσικά να μη σπαταλιέμαι, και κυρίως στο γράψιμο. (..) Τους εξήγησα ότι δεν πρόκειται, δε θέλω χάρη καμιά, αλλά επειδή ξεκίνησα να γράφω λίγο μεγάλος, τριαντάρης και βάλε, κι επειδή όπως φαίνεται δεν μπορώ να πάω πέρα από τα σαράντα, μ’ άλλα λόγια δεν προλαβαίνω κι έχω πέντε δέκα εικόνες στο μυαλό μου, να μην πάνε χαμένες, κάτι παράξενες σκέψεις που ίσως δεν τις κάνει άλλος μετά από μένα, ίσα ίσα ένα βιβλιαράκι ακόμα, όχι μεγάλο πολύ, λίγο πιο χοντρό από το προηγούμενο, όλο κι όλο δυο δάχτυλα πάχος.
(…)
Το πρόσωπό του στεγνό, «άρρηκτον τείχος», κι εγώ ν’ αποζητάω κάποια ρωγμή, μια μικρή σύσπαση για να γλιστρήσω και να περάσω σώος από την άλλη μεριά ίσαμε να γραφτεί αυτό το βιβλίο, όχι για πάντα, ούτε για το μέσο ποσοστό ηλικίας δε συζητάμε, μια μικρή εξαίρεση στο μεγάλο κανόνα, μια μικρή εξαίρεση, κάποιο φάρμακο που θα κρατάει τον όγκο για τέσσερα πέντε χρόνια στο ίδιο σημείο, όχι ίαση, αναζητώντας μια χαραμάδα κι όσο δεν τη βρίσκω να φυραίνω από εφίδρωση σε εφίδρωση μέχρι τον τελικό ρόγχο καταγραμμένο κι αυτόν.
Το απλό «κουβεντιαστό», καθημερινό κι εξομολογητικό ύφος γίνεται άλλοτε λυρικό, άλλοτε κωμικοτραγικό, άλλοτε χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός. Ο αφηγητής Μάριος Χάκκας/στιχουργός και αυτοκτόνος [2] καταθέτει σαν σε ημερολόγιο τις περιπλανήσεις του σώματος και του πνεύματος στις τελευταίες αυτές στιγμές:
Είναι να μη μπλέξεις με τη μεταφυσική. Ψάχνω μήπως κι ανακαλύψω αυτόν που μου βάζει το αίνιγμα. Βλέπω μια επιγραφή «καγώ αναπαύσω υμάς». Όχι, να λείπει τέτοια ανάπαυση. Το ξέρω, το σώμα μου στα θυμαράκια και θα μου περισώσουν λέει την ψυχή. Το πρόβλημα για μένα είναι ακριβώς το αντίθετο, αν γίνεται να σώσω το σώμα, για την ψυχή αδιαφορώ, στα καζάνια, στις πίσσες, ας μην αναπαυτεί ποτέ κλπ. κλπ.
Η αφήγηση διακόπτεται από οράματα με γυναίκες, χωρίς μεταφυσικό χαρακτήρα, αλλά μάλλον σουρρεαλιστικό (!), με πολλά λογοπαίγνια (Σκωτία/σκοτία, Αλέξης/ ἅ λέξεις κ.α.)
Σελ.56:
Έτσι συνεχίστηκε ο αγώνας με τις λέξεις κι ο άλλος, η πάλη με τις γυναίκες· αυτά τα δυο μ’ έβγαζαν έξω από τα όρια του κόσμου, με σφεντόνιζαν στα χάη κι έλεγα πως δε θα επιστρέψω ποτέ από κει, ώσπου για λίγο επέστρεφα στην πραγματικότητα, ασχολιόμουν με την αρρώστια και πάλι αναχωρούσα.
Σελ. 66:
Αριστερά η γυναίκα μου, δεξιά η άλλη εκείνη η ψηλή, θα μου πλένουν τα πόδια με μια κολόνια πανάκριβη. (…) Αυτές οι τρεις γυναίκες κάνουν τον πρώτο κλοιό γύρω μου, με παραστέκουν ασυμφιλίωτες πάντα μεταξύ τους, η μάνα μου γιατί η γυναίκα μου της πήρε το γιο της, η γυναίκα μου γιατί η φιλενάδα μου της πήρε τον άντρα. Αύριο κάποιος άλλος θα με πάρει κι έτσι θα μπορέσουν να συμφιλιωθούμε. Τελικά όλο και κάπου ανήκω, δικός μου δε μπόρεσα να υπάρξω ποτέ.
(…)
Θα ρθει καιρός που θα πάω να προσπέσω παρακαλώντας για μια μόνο μέρα. Μόλις ακούσω τους γύρω μου να ψιθυρίζουν «μέχρις εδώ ήτανε», τότε θα ξαναπάω ζητιανεύοντας έστω μια μέρα μονάχα, κι αν είναι φιλεύσπλαχνος θα μου τη δώσει κι ας του έχω σούρει τόσα και τόσα.
Ο τραγικός λόγος του Χάκκα δεν ξεπέφτει σε μελόδραμα, ο λυρικός του τόνος δεν εγείρει την εύκολη συγκίνηση, αν και η περίσταση είναι πρόσφορη. Ο αναγνώστης κατακλύζεται από ένα αίσθημα ιερότητας μπροστά στο δράμα του συνανθρώπου που στέκει γυμνός και ανήμπορος μπροστά στη μοίρα του, με απόγνωση, με αγωνία αλλά και με ανάλαφρο χιούμορ, αντίφαση που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά του. Η τελευταία σελίδα του αφηγήματος, καθαρή ποίηση, κλονίζει με την -αιρετική- τόλμη της και την απελπισία της (παρατίθεται στο τέλος)*
2. ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ
Δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι το «ιδιόρρυθμο κοινόβιο» που οραματίζεται ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένα «ανακάλεμα» παλιών φίλων, συντρόφων που βαδίσαν στον ίδιο δρόμο της φυλακής και της εξορίας, της «σπατάλης» (κι όμως: μ’ εξυπνάδες και κουταμάρες, αλήθειες και ψεύδη, αυτό είναι τελικά το βιβλίο σου, καλή κακή αυτή είναι η ζωή σου, πώς να τη διαγράψεις και να ξαναρχίσεις). Ο γνωστός εξομολογητικός τόνος προσδίδει την ένταση του προηγούμενου αφηγήματος αλλά τώρα εστιασμένος στους συντρόφους. Έτσι, μέσα σ’ ένα παραληρηματικό μονόλογο μαθαίνουμε για τον γερο- Παγγουρέλια, τον Φαίδωνα, τον γιατρό, τον Θωμά, τον Τσαούση, τον Νότη, τον Νεόφυτο κλπ. …και
… ξέρω πολλούς που σπατάλησαν τη ζωή τους, μήπως και ξαναφτάσουν σε κείνη την έξαρση. Μάταια. Ήταν οι τελευταίες βροντές μιας μπόρας που πέρασε. Κάπου αλλού έβρεχε. Μερικοί νόμιζαν πως το σύνεφο γύριζε. Οι αρχηγοί μάλιστα καλέσαν και βροχοποιό να το φέρει οπωσδήποτε πίσω. Τελικά δεν ήρθε εκείνος ο ομαδικός ψυχισμός, κι ούτε φυσικά θα ξανάρθει. Από τη μια οι αρχηγοί, από την άλλη οι ξένοι, χαντακώθηκε η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.
Πέρα όμως απ’ το περιεχόμενο, κάποιες φράσεις είναι ανεπανάληπτες:
· (…) χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι εγώ
ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.
· Από τη μια η αρρώστια, από την άλλη η ηλικία, τώρα πολλές φορές δεν έχουν και νόημα, γι’ αυτό αποφεύγω τους χώρους που κάποτε εκδήλωνα την αυτοπεποίθησή μου.
· Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα.
· Δάσκάλε μου, ελπίζω να είσαι στο πόστο σου, καθισμένος στο κότσι, διδάσκοντας το αιώνιο κλάμα κι ας στερείσαι το μπουζούκι. Δεν έχουν σημασία τα μέσα. Μόνο το μεράκι να υπάρχει, και βρίσκεται τρόπος για έκφραση.
· Για δικούς μου εντελώς προσωπικούς λόγους βρέθηκα ανάσκελα στη ρίζα ενός δέντρου.
Σ’ αυτό το δέντρο βρίσκεται στο τέλος του αφηγήματος ο αφηγητής με τη θέλησή του, και νιώθοντας σταδιακά να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του αποχαιρετά έναν έναν.
3. ΕΝΟΧΟΣ ΕΝΟΧΗΣ
Μια υποθετική, φανταστική κι εφιαλτική δίκη και καταδίκη, με πικρό χιούμορ μέσα στο παράλογο σκηνοθετεί εδώ ο Μ. Χάκκας, κι ίσως είναι το μόνο της σειράς αφήγημα που έχει ένα «μύθο», δεν αποτελεί δηλαδή άμεση εξομολόγηση. Μέσα από το υποβλητικό ελλειπτικό σκηνικό, μέσα από τις σουρεαλιστικές περιστάσεις που σατιρίζουν σαφώς το ανακριτικό σύστημα ανατολής και δύσης, ορθώνει μια αδύναμη αλλά σταθερή φωνή ο υπόδικός/κατάδικος Χ, ομολογώντας όλες τις μικρές και μεγάλες ενοχές και οδηγώντας πειθήνια τον εαυτό του στην εκτέλεση.
4. ΡΕΤΑΛΙΑ
Πέντε μικρότερης έκτασης αφηγήματα αποτελούν την ενότητα αυτή όπου διαγράφεται πιο ξεκάθαρα η πολιτική πορεία του αφηγητή.
Από το «Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι»:
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουνε τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική.
Από το «Με τη θέλησή μου»:
«Μα γιατί, είσαι δικός τους», επέμεναν οι άλλοι από πάνω, «είσαι δικός μας», έλεγαν οπι άλλοι από κάτω . «Κανενός. Επιτέλους, είμαι δικός μου».
Δεν ξέρω αν είναι σκόπιμος ο όρος «γενιά της ήττας», που αποδόθηκε βασικά στον Αναγνωστάκη (εκείνος όμως τον απαρνιόταν όσον αφορά τον εαυτό του) αλλά πιστεύω ότι αντίστοιχα στην πεζογραφία εκφράζεται στο ακέραιο στον Μ. Χάκκα, τουλάχιστον όπως φανερώνεται στο τελευταίο του αυτό έργο. Ασφαλώς, οι έννοιες ήττα/νίκη είναι σχετικές,και δεν είναι οι μόνες που μπορούν να χαρακτηρίσουν τη γενιά, γιατί η σκοπιά του Μ. Χάκκα, πέρα από το μηδενισμό στο υπαρξιακό επίπεδο, προδίδει κι έναν "αναρχισμό", όπως φαίνεται από τα παραπάνω αλλά κι από τα παρακάτω αποσπάσματα:
Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις τον ζυγό του κόμματος.
(…)
Τώρα που βάρυνα, όλο και χάνω, βλέπω τους στόχους μου ν’ απομακρύνονται, ξαναπερνάω αντίστροφα τα ίδια σημεία, ίσως πάω και παρακάτω από κει που ξεκίνησα, θα βρεθώ στο τέλος στον πάτο. Κι όλ’ αυτά γιατί δεν πήρα τις σκάλες που ανέβαιναν. Ήθελα προφανώς να παρουσιαστώ για μαγκιόρος, κι ως φαίνεται δεν ήμουν τέτοιος, δεν ήμουν.
Κλείνω επιστρέφοντας στο αφήγημα «Τα τελευταία μου» -που μαζί με «Το κοινόβιο» αλλά και το Ένοχος ενοχής» νομίζω ότι έχει περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα-, για να παραθέσω αυτούσια την τελευταία σελίδα, μια σελίδα ποίησης, το απόσταγμα της μαρτυρίας, του περάσματος του Μ. Χάκκα από τη ζωή προς το θάνατο:
*Δε θέλω έλεος, δε θέλω έλεος, Θεέ µου (Το Θεέ µου, αναστεναγμός από τα φύλλα της καρδιάς κι όχι επίκληση)
Γιατί δεν έχω ανομήματα να εξαλείψεις
ανοµίες να µου ξεπλύνει ς
κι αµαρτίες να µου καθαρίσεις.
Εγώ πρώτος θα γνώριζα τις ανοµίες µου και τις αµαρτίες µου κι αυτές θα µε καταδίκαζαν στα µάτια µου για πάντα.
Κανέναν, κανέναν δεν έβλαψα και τίποτα το πονηρό σε
βάρος άλλου δεν έπραξα έτσι που να δικαιώσω τα λόγια σου και να δεχτώ την κρίση σου.
Δε δέχοµαι πως φταίνε οι γονείς µου κι ότι η μητέρα
µου αμαρτωλά µ' έφερε µέσα στην κοιλιά της.
Ψάχνω και δεν βρίσκω την αλήθεια, τα κρυφά και τ
αφανέρωτα µού µένουν πάντα άγνωστα. Ραντίστε µε τη ρίγανη και της μυρτιάς το σπόρο, τού
θυµαριού τη σκόνη, τη µούχλα τού βουνού κι ίσως καθαριστώ κι ίσως ακόµα γίνω πιο άσπρος απ' το χιόνι.
'Ακούω µμουσικές κι ευφραίνομαι, τα κουρασμένα κοκαλάκια µου αγάλλονται.
Κοίταξε, κοίταξε στο πρόσωπό µου καθρεφτίζεται η ,
καθαρή µου καρδιά κι από µέσα βαθια µου αναδύεται το ντόµπρο µου πνεύµα.
Μη βάζεις εµπόδιο το πρόσωπό σου, άφησέ µε να δώ και πέρα απ' αυτό.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] «ο ίδιος ο Μάριος Χάκκας που κινείται μέσα στις σελίδες, όσα διαβάζω δεν είναι πλαστά, αποκύημα φαντασίας, είναι η ίδια του η ύπαρξη που κατατίθεται και γίνεται λέξεις, λόγος», Βασ. Συμεωνίδης, 237 λέξεις για το Κοινόβιο του Μ.Χάκκα
[2] «Το κοινόβιο», σελ.37
Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2008
481 λέξεις για την «αυλή μας» της Μαρίας Ιορδανίδου
Το αστικό τοπίο και οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ενοίκους των πολυκατοικιών είναι το θέμα του βιβλίου. Η απλότητα της προσέγγισης με τη λιτή αφήγηση και τις εύστοχες περιγραφές δίνει στο βιβλίο ζωντανό χαρακτήρα, τέτοιο που οι διαπιστώσεις του είναι και σήμερα επίκαιρες.
Αυλή είναι ο «ακάλυπτος» χώρος μεταξύ επτά πολυκατοικιών. Εκεί διαδραματίζονται τα συμβάντα της καθημερινότητας όπου τίποτα δε μοιάζει ξεχωριστό. Οι επιπλήξεις των παιδιών, η δυσκολίες που δημιουργεί ο στενεμένος χώρος των διαμερισμάτων όπου τα έπιπλα περισσεύουν, η διασκέδαση της νεολαίας με τη μουσική της μόδας, ο νέος καταναλωτισμός που καθοδηγείται από τη διαφήμιση, οι καυγάδες και οι μικροχαρές, οι μετακομίσεις… Αυτές οι πτυχές της ζωής αποτελούν και το υλικό του βιβλίου.
Ο ένας γνωρίζει τον άλλο, η «αυλή» χαρτογραφείται και οι συνήθειες του καθενός είναι λίγο ή πολύ γνωστές. Ταυτόχρονα ισχύει η αντίφαση κανείς να μη μιλά στον άλλο και τα βλέμματα να μη διασταυρώνονται. Η αποξένωση της μεγαλούπολης.
Αφορμή επαφής θα γίνουν οι σεισμοί, οπότε και η ασυναίσθητη οικειότητα της καθημερινής συνύπαρξης θα εκδηλωθεί ως ενδιαφέρον για τον άλλον και ως αλληλεγγύη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία παιδικού σταθμού που θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες των μικρών παιδιών και των εργαζόμενων μητέρων.
Ανεκδοτολογικό χαρακτήρα έχει το περιστατικό με τη «φυτεία» που ενοχοποιεί τον κηπουρό. Η παρέμβαση της αστυνομίας θα παραξενέψει τους ενοίκους αλλά η παρεξήγηση θα λυθεί καθώς θα δοθεί η εξήγηση. Αιτία της φυτείας είναι η τροφή των ωδικών πουλιών που πολλοί ένοικοι έχουν στα μπαλκόνια τους. Επίσης παρόμοιου χιουμοριστικού χαρακτήρα είναι το περιστατικό που εξελίσσεται στις σελίδες 112-114, η αστυνομία περιφρουρεί την αφισοκόληση που προπαγανδίζει συγκέντρωση αριστερών το Δεκέμβριο του ’44.
Το αφήγημα δίνει την ευκαιρία μιας έμμεσης κριτικής ματιάς σε πολλές όψεις των σύγχρονων κοινωνιών. Ας δούμε σχετικά τη θέση της γυναίκας. Παλαιότερα η θέση της στο σπίτι την καθιστούσε νοικοκυρά – κυρία και παρά την απουσία ευκολιών, όπως οι ηλεκτρικές συσκευές ο ρόλος της είχε κάτι το αρχοντικό σε αντίθεση με τη δουλικότητα του άνδρα που έπρεπε να δουλέψει εκτός σπιτιού, να σκλαβώσει το χρόνο του. Τώρα με όλες τις σύγχρονες ανέσεις της τεχνολογίας το σπίτι έγινε αβάσταχτη υποχρέωση για τη γυναίκα, η φροντίδα του οποίου είναι ένα καθήκον που προστίθεται σε αυτό της εργασίας.
Επίσης σε πολλά σημεία η συγγραφέας συγκρίνει τις συνθήκες ζωής με αυτές που έζησε η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, στα Ταταύλα. Η νοσταλγία για ένα χαμένο τρόπο ζωής και για το χαμένο αστικό τοπίο της Πόλης διαφαίνονται κυρίως στις σελίδες 48-54 όπου οι αναμνήσεις αφήνονται με απλότητα στο χαρτί. Έχουμε την περιγραφή ενός σπιτιού στα Ταταύλα και των απλών αναμνήσεων με τις οποίες είναι δεμένο. Η θλίψη όταν η συγγραφέας αναφέρεται στα επεισόδια του 1955 και στη συνακόλουθη καταστροφή μιας πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής σχεδόν τεσσάρων αιώνων.
Η ανάγνωση του βιβλίου αφήνει μια αίσθηση ευχάριστη που πηγάζει από την αίσθηση οικειότητας που προκαλεί. Και είναι τόσες πολλές οι πλευρές αυτής της οικειότητας... που μόνο το τυπωμένο χαρτί μπορεί να μεταδώσει.
Αυλή είναι ο «ακάλυπτος» χώρος μεταξύ επτά πολυκατοικιών. Εκεί διαδραματίζονται τα συμβάντα της καθημερινότητας όπου τίποτα δε μοιάζει ξεχωριστό. Οι επιπλήξεις των παιδιών, η δυσκολίες που δημιουργεί ο στενεμένος χώρος των διαμερισμάτων όπου τα έπιπλα περισσεύουν, η διασκέδαση της νεολαίας με τη μουσική της μόδας, ο νέος καταναλωτισμός που καθοδηγείται από τη διαφήμιση, οι καυγάδες και οι μικροχαρές, οι μετακομίσεις… Αυτές οι πτυχές της ζωής αποτελούν και το υλικό του βιβλίου.
Ο ένας γνωρίζει τον άλλο, η «αυλή» χαρτογραφείται και οι συνήθειες του καθενός είναι λίγο ή πολύ γνωστές. Ταυτόχρονα ισχύει η αντίφαση κανείς να μη μιλά στον άλλο και τα βλέμματα να μη διασταυρώνονται. Η αποξένωση της μεγαλούπολης.
Αφορμή επαφής θα γίνουν οι σεισμοί, οπότε και η ασυναίσθητη οικειότητα της καθημερινής συνύπαρξης θα εκδηλωθεί ως ενδιαφέρον για τον άλλον και ως αλληλεγγύη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία παιδικού σταθμού που θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες των μικρών παιδιών και των εργαζόμενων μητέρων.
Ανεκδοτολογικό χαρακτήρα έχει το περιστατικό με τη «φυτεία» που ενοχοποιεί τον κηπουρό. Η παρέμβαση της αστυνομίας θα παραξενέψει τους ενοίκους αλλά η παρεξήγηση θα λυθεί καθώς θα δοθεί η εξήγηση. Αιτία της φυτείας είναι η τροφή των ωδικών πουλιών που πολλοί ένοικοι έχουν στα μπαλκόνια τους. Επίσης παρόμοιου χιουμοριστικού χαρακτήρα είναι το περιστατικό που εξελίσσεται στις σελίδες 112-114, η αστυνομία περιφρουρεί την αφισοκόληση που προπαγανδίζει συγκέντρωση αριστερών το Δεκέμβριο του ’44.
Το αφήγημα δίνει την ευκαιρία μιας έμμεσης κριτικής ματιάς σε πολλές όψεις των σύγχρονων κοινωνιών. Ας δούμε σχετικά τη θέση της γυναίκας. Παλαιότερα η θέση της στο σπίτι την καθιστούσε νοικοκυρά – κυρία και παρά την απουσία ευκολιών, όπως οι ηλεκτρικές συσκευές ο ρόλος της είχε κάτι το αρχοντικό σε αντίθεση με τη δουλικότητα του άνδρα που έπρεπε να δουλέψει εκτός σπιτιού, να σκλαβώσει το χρόνο του. Τώρα με όλες τις σύγχρονες ανέσεις της τεχνολογίας το σπίτι έγινε αβάσταχτη υποχρέωση για τη γυναίκα, η φροντίδα του οποίου είναι ένα καθήκον που προστίθεται σε αυτό της εργασίας.
Επίσης σε πολλά σημεία η συγγραφέας συγκρίνει τις συνθήκες ζωής με αυτές που έζησε η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, στα Ταταύλα. Η νοσταλγία για ένα χαμένο τρόπο ζωής και για το χαμένο αστικό τοπίο της Πόλης διαφαίνονται κυρίως στις σελίδες 48-54 όπου οι αναμνήσεις αφήνονται με απλότητα στο χαρτί. Έχουμε την περιγραφή ενός σπιτιού στα Ταταύλα και των απλών αναμνήσεων με τις οποίες είναι δεμένο. Η θλίψη όταν η συγγραφέας αναφέρεται στα επεισόδια του 1955 και στη συνακόλουθη καταστροφή μιας πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής σχεδόν τεσσάρων αιώνων.
Η ανάγνωση του βιβλίου αφήνει μια αίσθηση ευχάριστη που πηγάζει από την αίσθηση οικειότητας που προκαλεί. Και είναι τόσες πολλές οι πλευρές αυτής της οικειότητας... που μόνο το τυπωμένο χαρτί μπορεί να μεταδώσει.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 24, 2008
535 λέξεις για «του κύκλου τα γυρίσματα» της Μαρίας Ιορδανίδου
Είναι το τέταρτο από τα πέντε βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου και κυκλοφόρησε το 1979. Μπορεί να διαβαστεί ως ιστορική μαρτυρία και ταυτόχρονα ως καταγραφή της προσωπικής ιστορίας της συγγραφέα κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου.
Ξεκινά με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και το φόβο της αφηγήτριας μήπως συλληφθεί εξαιτίας της εργασίας της στη Σοβιετική Πρεσβεία. Αυτό δίνει την αφορμή για να παρουσιαστούν αναδρομικά περιστατικά και καταστάσεις σχετικές με τη δουλειά της στην πρεσβεία. (ως τη σελ. 37) Ο φόβος της σύλληψης επαληθεύεται και ακολουθεί η φυλάκισή της στις φυλακές Λάρισας και Τρικάλων από όπου θα αφεθεί ελεύθερη το Φλεβάρη του 1942 (σελ. 38-67). Στις σελίδες αυτές θέλω να ξεχωρίσω το περιστατικό που η συγγραφέας διδάσκει γραφή και ανάγνωση στις συγκρατούμενές της και για να το πετύχει υιοθετεί τη φωνητική γραφή («όλα τα «ε» με έψιλον, όλα τα «ι» με γιώτα, όλα το «ο» με όμικρον») και στην διαπίστωση που επανέρχεται ως μότο σε πολλά σημεία των βιβλίων της ότι σημασία έχει να είσαι άνθρωπος, ανθρωπιά να έχεις μέσα σου. Εδώ γίνεται με αφορμή τον ενωμοτάρχη που τήρησε την υπόσχεσή του να ειδοποιήσει τους οικείους για τη μεταγωγή της.
Η επιστροφή στην Αθήνα κατά το δύσκολο χειμώνα που έμεινε στην ιστορία για την εξαντλητική πείνα που οδήγησε πολλούς στο θάνατο δίνει πολύ χαρακτηριστικές εικόνες από αυτό το δράμα. Επίσης η δράση των Γερμανοτσολιάδων που σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν χειρότεροι από τους κατακτητές. Περιγράφονται τα χρόνια της Κατοχής ως την απελευθέρωση και τον ερχομό της εξόριστης κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (σελ. 68-91). Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά (σελ. 92-108) και ο Εμφύλιος (σελ. 109-144). Οι εικόνες δίνονται μόνο με τη δική τους δραματικότητα, εκτελέσεις, διώξεις, εξορίες, δράση παρακρατικών, έλεγχος του τύπου. Ικαρία, Μακρόνησος, Γιούρα, κλπ, κλπ. Ακολουθεί και σύντομη αναφορά πέντε σελίδων στη δεκαετία του ’50 με χαρακτηριστικότερη έμφαση στα γεγονότα του ’55 στην Κωνσταντινούπολη. Η συγγραφέα συχνά αναλογίζεται τη ζωή της, τα σημαντικά γεγονότα, όπως o α΄ Παγκόσμιος, η ρωσική επανάσταση, η κατοχή, ο Εμφύλιος. Ζωή γεμάτη περιπλανήσεις και νέους τόπους, νέα πρόσωπα. Έτσι το παρελθόν γίνεται αχνό και partir c'est mourir un peu. (φεύγοντας είναι λίγο σα να πεθαίνεις, κράτησα τη γαλλική φράση που μου άρεσε).
Εδώ το περιεχόμενο του βιβλίου αλλάζει και έχουμε δύο κεφάλαια αφιερωμένα στις ρίζες της Ιορδανίδου. Το τέταρτο είναι ένα ταξίδι στην Ύδρα όπου αναζητά και βρίσκει στοιχεία της καταγωγής της (σελ. 149-176). Ψάχνει εφημερίδες και έγγραφα για να ανακαλύψει ίχνη του πατέρα της Νικολάκη Κριεζή και το κατορθώνει.
Το τελευταίο (σελ. 177-207) με μία εκδρομή μεταφερόμαστε στην Κωνσταντινούπολη, στην άλλη ρίζα της συγγραφέα όπου συναντάμε ξανά και τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα. Η παραγγελιά που έχει για υλικά ώστε η θεία Πολυξένη να φτιάξει καλά κόλλυβα θα είναι και ένας λαογραφικός οδηγός. Η Πόλη έχει αλλάξει και οι γειτονιές, οι πλατείες, τα κτήρια είναι άλλα από ό, τι είχε κρατήσει στη μνήμη της. Βέβαια υπάρχουν ακόμη το Πέρα Παλάς, η Μονή της Χώρας, η Γέφυρα του Γαλατά... Έχουν καταστραφεί η εκκλησία στο Μπαλουκλί, έχει αλλάξει το Τάκσιμ και το Καράκιοϊ...
Επιστέφει στην Αθήνα φέρνοντας τα μικροδώρα στους οικείους της.
Νομίζω ότι «του κύκλου τα γυρίσματα» είναι από τις καλές προτάσεις για να αποκτήσει ένας νέος μιαν εικόνα της ιστορίας μας των δύσκολων χρόνων Κατοχής και Εμφυλίου.
Ξεκινά με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και το φόβο της αφηγήτριας μήπως συλληφθεί εξαιτίας της εργασίας της στη Σοβιετική Πρεσβεία. Αυτό δίνει την αφορμή για να παρουσιαστούν αναδρομικά περιστατικά και καταστάσεις σχετικές με τη δουλειά της στην πρεσβεία. (ως τη σελ. 37) Ο φόβος της σύλληψης επαληθεύεται και ακολουθεί η φυλάκισή της στις φυλακές Λάρισας και Τρικάλων από όπου θα αφεθεί ελεύθερη το Φλεβάρη του 1942 (σελ. 38-67). Στις σελίδες αυτές θέλω να ξεχωρίσω το περιστατικό που η συγγραφέας διδάσκει γραφή και ανάγνωση στις συγκρατούμενές της και για να το πετύχει υιοθετεί τη φωνητική γραφή («όλα τα «ε» με έψιλον, όλα τα «ι» με γιώτα, όλα το «ο» με όμικρον») και στην διαπίστωση που επανέρχεται ως μότο σε πολλά σημεία των βιβλίων της ότι σημασία έχει να είσαι άνθρωπος, ανθρωπιά να έχεις μέσα σου. Εδώ γίνεται με αφορμή τον ενωμοτάρχη που τήρησε την υπόσχεσή του να ειδοποιήσει τους οικείους για τη μεταγωγή της.
Η επιστροφή στην Αθήνα κατά το δύσκολο χειμώνα που έμεινε στην ιστορία για την εξαντλητική πείνα που οδήγησε πολλούς στο θάνατο δίνει πολύ χαρακτηριστικές εικόνες από αυτό το δράμα. Επίσης η δράση των Γερμανοτσολιάδων που σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν χειρότεροι από τους κατακτητές. Περιγράφονται τα χρόνια της Κατοχής ως την απελευθέρωση και τον ερχομό της εξόριστης κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (σελ. 68-91). Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά (σελ. 92-108) και ο Εμφύλιος (σελ. 109-144). Οι εικόνες δίνονται μόνο με τη δική τους δραματικότητα, εκτελέσεις, διώξεις, εξορίες, δράση παρακρατικών, έλεγχος του τύπου. Ικαρία, Μακρόνησος, Γιούρα, κλπ, κλπ. Ακολουθεί και σύντομη αναφορά πέντε σελίδων στη δεκαετία του ’50 με χαρακτηριστικότερη έμφαση στα γεγονότα του ’55 στην Κωνσταντινούπολη. Η συγγραφέα συχνά αναλογίζεται τη ζωή της, τα σημαντικά γεγονότα, όπως o α΄ Παγκόσμιος, η ρωσική επανάσταση, η κατοχή, ο Εμφύλιος. Ζωή γεμάτη περιπλανήσεις και νέους τόπους, νέα πρόσωπα. Έτσι το παρελθόν γίνεται αχνό και partir c'est mourir un peu. (φεύγοντας είναι λίγο σα να πεθαίνεις, κράτησα τη γαλλική φράση που μου άρεσε).
Εδώ το περιεχόμενο του βιβλίου αλλάζει και έχουμε δύο κεφάλαια αφιερωμένα στις ρίζες της Ιορδανίδου. Το τέταρτο είναι ένα ταξίδι στην Ύδρα όπου αναζητά και βρίσκει στοιχεία της καταγωγής της (σελ. 149-176). Ψάχνει εφημερίδες και έγγραφα για να ανακαλύψει ίχνη του πατέρα της Νικολάκη Κριεζή και το κατορθώνει.
Το τελευταίο (σελ. 177-207) με μία εκδρομή μεταφερόμαστε στην Κωνσταντινούπολη, στην άλλη ρίζα της συγγραφέα όπου συναντάμε ξανά και τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα. Η παραγγελιά που έχει για υλικά ώστε η θεία Πολυξένη να φτιάξει καλά κόλλυβα θα είναι και ένας λαογραφικός οδηγός. Η Πόλη έχει αλλάξει και οι γειτονιές, οι πλατείες, τα κτήρια είναι άλλα από ό, τι είχε κρατήσει στη μνήμη της. Βέβαια υπάρχουν ακόμη το Πέρα Παλάς, η Μονή της Χώρας, η Γέφυρα του Γαλατά... Έχουν καταστραφεί η εκκλησία στο Μπαλουκλί, έχει αλλάξει το Τάκσιμ και το Καράκιοϊ...
Επιστέφει στην Αθήνα φέρνοντας τα μικροδώρα στους οικείους της.
Νομίζω ότι «του κύκλου τα γυρίσματα» είναι από τις καλές προτάσεις για να αποκτήσει ένας νέος μιαν εικόνα της ιστορίας μας των δύσκολων χρόνων Κατοχής και Εμφυλίου.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2008
708 λέξεις για τη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου
Με απλό και λιτό τρόπο καταγράφεται η ζωή της ηρωίδας και η καθημερινότητα των Ελλήνων της Πόλης στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ως τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Πλήθος από λαογραφικά στοιχεία, όπως η διαμόρφωση των σπιτιών, η κουζίνα και η διατροφή, οι γυρολόγοι επαγγελματίες κλπ, συντελούν στην απόδοση του μικροϊστορικού περιβάλλοντος. Έμφαση δίνεται εξαρχής στο φαγητό. Στη σελίδα 41 παρατίθεται το ενδιαφέρον τετράστιχο: «Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου / και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου. / Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος, / και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.» και στη συνέχεια αναφορά στον Κομφούκιο που υποστήριζε ότι η τύχη μας δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά εκείνων που μαγειρεύουν την τροφή μας. Στο τέλος του βιβλίου στη σελ. 244 η Λωξάντρα που όλοι τη θεωρούσαν ετοιμοθάνατη τρώει κρυμμένη από την κατσαρόλα τους λαχανοντολμάδες.
Επίσης, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται αδρά και βοηθούν την τοποθέτηση της μυθοπλασίας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (σελ.80), η σφαγή των Αρμενίων, ο πόλεμος του 1897, (σελ. 150), οι ταραχές των αρχών του 20ου αι. στην Αθήνα, η εκλογική νίκη του Δηλιγιάννη (σελ. 200) και η δολοφονία του, η επανάσταση στο Γουδί (σελ. 219) κ.α. Οι αναφορές σε όλα αυτά δεν είναι τόσες και τέτοιες ώστε να κυριαρχήσει η ιστορία, ή για να μιλάμε για κάποια εκδοχή του ιστορικού μυθιστορήματος.
Το ενδιαφέρον παραμένει στη Λωξάνδρα και το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της. Αυτό το συνθέτουν η Κλειώ, η Ελεγκάκη, ο Θόδωρος, ο Ταρνανάς, η Σουλτάνα κλπ. Αλλά και ο μπεχτσής (νυχτοφύλακας), ο Αλή, ο Μουσταφά που είναι ο γιουμουρτατζής (αυγουλάς) και άλλους. Παρακολουθούμε τη ζωή της από τα νεαρά της χρόνια στο Μακροχώρι, που βρίσκεται στην παλιά Πόλη, το γάμο της, τη μετακόμιση στο Πέρα όπου «οι δρόμοι ως το πρωί είναι γεμάτοι κόσμο. Εδώ ούτε η νύχτα είναι νύχτα, ούτε η μέρα μέρα». (σελ. 125) και τις νέες πλούσιες γειτονιές της Πόλης, στα Ταταύλα όπου δεν πατούσε το πόδι του Τούρκος και είχε πληθυσμό αμιγή ελληνικό (σελ. 37), τον ερχομό στην Αθήνα για μία περίπου δεκαετία και την επιστροφή στην Πόλη.
Οι περισσότερες σελίδες εξελίσσονται στο αστικό τοπίο της Κωνσταντινούπολης, την εικόνα της οποίας σχηματίζει αβίαστα ο αναγνώστης. («Και πίστευαν πως η Κωνσταντινούπολη πάντα θα μυρίζει ρωμιοσύνη». σελ. 182) Τα σπίτια, οι δρόμοι, ο Βόσπορος και κυρίως τα Θεραπειά, και ο Κεράτιος, οι γειτονιές της, οι εξοχές, το υγρό κλίμα της.
Η ματιά της Ιορδανίδου είναι ψύχραιμη και δε δραματοποιεί τα γεγονότα. Τα πρόσωπα ζωντανεύουν χάρη κυρίως στον προφορικό λόγο και στους διαλόγους όπου ενσωματώνονται χαρακτηριστικές εκφράσεις και λέξεις από την τουρκική γλώσσα. Η καθημερινή συνύπαρξη των δύο λαών δε σκιάζεται από προβλήματα που θα μπορούσαν να οφείλονται στις διαφορές τους όπως η θρησκεία ή η γλώσσα. Μάλιστα ο θρησκευτικός συγκρητισμός είναι χαρακτηριστικός στο επεισόδιο με το αγίασμα της Παναγίας Μπαλουκλιώτισσας, αγαπημένης της Λωξάνδρας.
Η αφελής νοοτροπία της ηρωίδας και η άδολη συμπεριφορά της είναι χαρακτηριστική σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Στις σελ. 65-66 με την ιστορία της γάτας της που δε θέλει να τη δώσει, αλλά της την κλέβουν, και κυρίως στις σελ. 201-204, στο επεισόδιο με τον Τούρκο Πρόξενο στην Αθήνα, όπου η Λωξάνδρα συμπεριφέρεται θεωρώντας αυτονόητο ότι ο Τούρκος διπλωμάτης διαβάζει και συμφωνεί με τις αποκαλύψεις της Ακρόπολης για τις αγριότητες του Σουλτάν Χαμίτ. Χρησιμοποιώντας αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της Λωξάνδρας σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας μας δίνει μία ουσιαστική και διεισδυτική εικόνα για ένα δύσκολο θέμα. Η πραγματικότητα των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων είναι πολυδιάστατη. Η γενική εντύπωση του κακού Τούρκου, («Οι Τούρκοι βέβαια ήτανε τα σκυλιά, αλλά οι Τούρκοι για τη Λωξάντρα ήταν μια έννοια πολύ μπερδεμένη». σελ. 46) ανατρέπεται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, το νερουλά, το σαλεπιτζή κλπ. ("τι είχε να μοιράσει η Λωξάντρα με το φουκαρά τον αυγουλά και με τον έρημο το μπεχτσή;" σελ. 80).
Διάλεξα να ξαναδιαβάσω και να γράψω για το βιβλίο αυτό γιατί, νομίζω ότι, τα καταξιωμένα λογοτεχνικά έργα δεν συζήτιουνται πλέον και χάνονται κάτω από τους τόνους χαρτιού της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής και της διαφήμισής της. Η ευκολία έκδοσης είναι τέτοια που κατέστησε το βιβλίο εμπόρευμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Χωρίς αυτό να είναι αρνητικό, (ίσως να έχει περισσότερο θετικές συνέπειες) αυξάνει την "υποχρέωσή" μας απέναντι σε σημαντικά έργα της λογοτεχνίας.
(εκπομπή της ΕΡΤ για τη συγγραφέα εδώ)
Πλήθος από λαογραφικά στοιχεία, όπως η διαμόρφωση των σπιτιών, η κουζίνα και η διατροφή, οι γυρολόγοι επαγγελματίες κλπ, συντελούν στην απόδοση του μικροϊστορικού περιβάλλοντος. Έμφαση δίνεται εξαρχής στο φαγητό. Στη σελίδα 41 παρατίθεται το ενδιαφέρον τετράστιχο: «Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου / και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου. / Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος, / και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.» και στη συνέχεια αναφορά στον Κομφούκιο που υποστήριζε ότι η τύχη μας δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά εκείνων που μαγειρεύουν την τροφή μας. Στο τέλος του βιβλίου στη σελ. 244 η Λωξάντρα που όλοι τη θεωρούσαν ετοιμοθάνατη τρώει κρυμμένη από την κατσαρόλα τους λαχανοντολμάδες.
Επίσης, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται αδρά και βοηθούν την τοποθέτηση της μυθοπλασίας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (σελ.80), η σφαγή των Αρμενίων, ο πόλεμος του 1897, (σελ. 150), οι ταραχές των αρχών του 20ου αι. στην Αθήνα, η εκλογική νίκη του Δηλιγιάννη (σελ. 200) και η δολοφονία του, η επανάσταση στο Γουδί (σελ. 219) κ.α. Οι αναφορές σε όλα αυτά δεν είναι τόσες και τέτοιες ώστε να κυριαρχήσει η ιστορία, ή για να μιλάμε για κάποια εκδοχή του ιστορικού μυθιστορήματος.
Το ενδιαφέρον παραμένει στη Λωξάνδρα και το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της. Αυτό το συνθέτουν η Κλειώ, η Ελεγκάκη, ο Θόδωρος, ο Ταρνανάς, η Σουλτάνα κλπ. Αλλά και ο μπεχτσής (νυχτοφύλακας), ο Αλή, ο Μουσταφά που είναι ο γιουμουρτατζής (αυγουλάς) και άλλους. Παρακολουθούμε τη ζωή της από τα νεαρά της χρόνια στο Μακροχώρι, που βρίσκεται στην παλιά Πόλη, το γάμο της, τη μετακόμιση στο Πέρα όπου «οι δρόμοι ως το πρωί είναι γεμάτοι κόσμο. Εδώ ούτε η νύχτα είναι νύχτα, ούτε η μέρα μέρα». (σελ. 125) και τις νέες πλούσιες γειτονιές της Πόλης, στα Ταταύλα όπου δεν πατούσε το πόδι του Τούρκος και είχε πληθυσμό αμιγή ελληνικό (σελ. 37), τον ερχομό στην Αθήνα για μία περίπου δεκαετία και την επιστροφή στην Πόλη.
Οι περισσότερες σελίδες εξελίσσονται στο αστικό τοπίο της Κωνσταντινούπολης, την εικόνα της οποίας σχηματίζει αβίαστα ο αναγνώστης. («Και πίστευαν πως η Κωνσταντινούπολη πάντα θα μυρίζει ρωμιοσύνη». σελ. 182) Τα σπίτια, οι δρόμοι, ο Βόσπορος και κυρίως τα Θεραπειά, και ο Κεράτιος, οι γειτονιές της, οι εξοχές, το υγρό κλίμα της.
Η ματιά της Ιορδανίδου είναι ψύχραιμη και δε δραματοποιεί τα γεγονότα. Τα πρόσωπα ζωντανεύουν χάρη κυρίως στον προφορικό λόγο και στους διαλόγους όπου ενσωματώνονται χαρακτηριστικές εκφράσεις και λέξεις από την τουρκική γλώσσα. Η καθημερινή συνύπαρξη των δύο λαών δε σκιάζεται από προβλήματα που θα μπορούσαν να οφείλονται στις διαφορές τους όπως η θρησκεία ή η γλώσσα. Μάλιστα ο θρησκευτικός συγκρητισμός είναι χαρακτηριστικός στο επεισόδιο με το αγίασμα της Παναγίας Μπαλουκλιώτισσας, αγαπημένης της Λωξάνδρας.
Η αφελής νοοτροπία της ηρωίδας και η άδολη συμπεριφορά της είναι χαρακτηριστική σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Στις σελ. 65-66 με την ιστορία της γάτας της που δε θέλει να τη δώσει, αλλά της την κλέβουν, και κυρίως στις σελ. 201-204, στο επεισόδιο με τον Τούρκο Πρόξενο στην Αθήνα, όπου η Λωξάνδρα συμπεριφέρεται θεωρώντας αυτονόητο ότι ο Τούρκος διπλωμάτης διαβάζει και συμφωνεί με τις αποκαλύψεις της Ακρόπολης για τις αγριότητες του Σουλτάν Χαμίτ. Χρησιμοποιώντας αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της Λωξάνδρας σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας μας δίνει μία ουσιαστική και διεισδυτική εικόνα για ένα δύσκολο θέμα. Η πραγματικότητα των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων είναι πολυδιάστατη. Η γενική εντύπωση του κακού Τούρκου, («Οι Τούρκοι βέβαια ήτανε τα σκυλιά, αλλά οι Τούρκοι για τη Λωξάντρα ήταν μια έννοια πολύ μπερδεμένη». σελ. 46) ανατρέπεται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, το νερουλά, το σαλεπιτζή κλπ. ("τι είχε να μοιράσει η Λωξάντρα με το φουκαρά τον αυγουλά και με τον έρημο το μπεχτσή;" σελ. 80).
Διάλεξα να ξαναδιαβάσω και να γράψω για το βιβλίο αυτό γιατί, νομίζω ότι, τα καταξιωμένα λογοτεχνικά έργα δεν συζήτιουνται πλέον και χάνονται κάτω από τους τόνους χαρτιού της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής και της διαφήμισής της. Η ευκολία έκδοσης είναι τέτοια που κατέστησε το βιβλίο εμπόρευμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Χωρίς αυτό να είναι αρνητικό, (ίσως να έχει περισσότερο θετικές συνέπειες) αυξάνει την "υποχρέωσή" μας απέναντι σε σημαντικά έργα της λογοτεχνίας.
(εκπομπή της ΕΡΤ για τη συγγραφέα εδώ)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)