Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013

Το ελάχιστο ίχνος, Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

Κατώτερο από τις προσδοκίες μού φάνηκε αυτό το βιβλίο του πολλά υποσχόμενου Σερραίου συγγραφέα, που με είχε γοητεύσει στο «Οι τέσσερις τοίχοι» και «Ο φιλοξενούμενος». Σίγουρα το ύφος παραμένει ελκυστικό, η περιγραφική δύναμη (ιδιαίτερα των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τύπων που νομίζεις ότι τους βλέπεις μπροστά σου) απαράμιλλη, και υπάρχουν σημεία πολύ αξιόλογα όσο αφορά το περιεχόμενο. Η δομή είναι ευρηματική γιατί  η γραμμικότητα της πλοκής σπάει με τις αναδρομικές αφηγήσεις και η αλήθεια (γιατί υπάρχουν και στοιχεία μυστηρίου ή, μάλλον, τραγικότητας) αποκαλύπτεται βασανιστικά.  Όμως, και τα συνεχή φλας μπακ κουράζουν αλλά και η υπόθεση είναι υπερβολικά εξεζητημένη.
Ο πρωταγωνιστής, δηλαδή ο Αυγουστίνος, με όψιμο ενδιαφέρον για την τέχνη, που σχετικά μεγάλος γράφτηκε σε Δραματική σχολή, είναι άραγε  το alter ego  του συγγραφέα (ο οποίος υπήρξε και ηθοποιός,  και μάλιστα σε αξιόλογες παραστάσεις); Πάντως, ο  «ένας ήρωας που δεν είναι φανταστικός», όπως δηλώνεται στην αρχή είναι ο… Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, που ως νέος ηθοποιός μπαίνει αιφνίδια στη μυθιστορηματική «σκηνή» (στη σελίδα 240, δηλαδή προς το τέλος), και βοηθά τον πρωταγωνιστή να στήσει το δικό του θέατρο.
Ο Αυγουστίνος λοιπόν, είναι  ένα πρόσωπο με πολυποίκιλα ενδιαφέροντα και κουβαλάει μια τραγική προσωπική ιστορία, εφόσον τον «έκλεψε» ο θετός του πατέρας αφήνοντας στη θέση του το καχεκτικό δικό του παιδί, ενώ η - θετή- μητέρα του ποτέ δεν το αγάπησε∙   δε μέγιστον, σε μικρή ηλικία ήταν μάρτυρας ενός τρομερού ξεσπάσματος μίσους εναντίον του, από τη γυναίκα που θεωρούσε μάνα του («Είναι ξένος! Παιδί αλλουνών!»). Οικογενειακές ιστορίες που ο αναγνώστης τις συνθέτει σιγά σιγά, μέσα από την οπτική και των άλλων χαρακτήρων, που είναι εξίσου τραγικοί και ξεκινώντας από το 1940 φτάνουν μέχρι το 1996. Οι «περιπέτειες» (ανατροπές, σύμφωνα με την ορολογία της τραγωδίας) οι τραγικές ειρωνείες και οι αναγνωρίσεις είναι συνεχείς, εφόσον η βασική πλοκή (ανταλλαγή μωρών) το επιβάλλει: κάποια στιγμή ο γιος θα αναζητήσει τον πραγματικό πατέρα, την πραγματική μάνα, θα συναντηθούν με τον πραγματικό γιο ή  τον «αδερφό», θα προβάλουν απαιτήσεις κλπ.  Πρέπει να ομολογήσω ότι οι στιγμές αναγνώρισης είναι αριστοτεχνικά δοσμένες. Επίσης, στις τόσο τραγικές καταστάσεις, τα «αν» βασανίζουν τους ήρωες (πόσο ευτυχισμένος θα ήταν ο Α. Ψ αν είχε κρατήσει το πραγματικό του παιδί, κλπ)

Δυο βασικά θέματα φαίνεται να απασχόλησαν τον συγγραφέα, δύο έννοιες γύρω από τις οποίες περιπλέκεται η τραγική εξέλιξη:  η έννοια του ταλέντου και η έννοια της ασχήμιας, που ίσως συνδέονται επειδή είναι και τα δύο δοσμένα από τη φύση.  

          Α. Όσο  αφορά το ταλέντο (κάτι που απασχολεί τον Αυγουστίνο, εφόσον θέλει να γίνει ηθοποιός) υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις που παρατίθενται με έντεχνο τρόπο από την αρχή του μυθιστορήματος:
-          Μα δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο προικισμένοι από άλλους; Από τη φύση τους;
-   Η δύναμη του καλλιτέχνη δε βρίσκεται μέσα του, κρυμμένη μέσα σε μια σκοτεινή λίμνη, βρίσκεται στον εξωτερικό κόσμο. Σε ό, τι τον περιβάλλει. Αν έχει τα μάτια του ανοιχτά για τη ζωή και τον κόσμο, αν μπορεί να βιώνει τα ερεθίσματα που παρουσιάζονται και να τα κατανοεί σε όλο του το βάθος, τότε έχει ενεργοποιήσει το μηχανισμό της δημιουργίας. Για να το καταφέρει αυτό δε χρειάζεται να είναι προικισμένος, χρειάζεται να ασκηθεί. Χρειάζεται να έχει την επιθυμία να ασκηθεί. Το ταλέντο είναι στον αέρα, δεν έχεις παρά να απλώσεις το χέρι σου και να τ’ αρπάξεις!
          Η διαφορετική άποψη διατυπώνεται παρακάτω, σε άλλη περίσταση:
          - Άκουσε να δεις, έχω δει 100άδες υποψήφιους ηθοποιούς στις εισαγωγικές εξετάσεις. Μηδενική εμπειρία, μηδενική εκπαίδευση. Ε, ορισμένα πλάσματα ξεχωρίζουν. Όχι βέβαια για τη δεξιοτεχνία  ή για την σκηνική τους άνεση. Ξεχωρίζουν, μ’ έναν τρόπο διαφορετικό. Μόνο καλημέρα να πουν, χωρίς να αισθάνονται τίποτα, χωρίς συγκέντρωση, χωρίς προετοιμασία, κάθεσαι και τους χαζεύεις. Τι ηθοποιός λες. Στα μάτια τους καθρεφτίζεται ένα σύμπαν.
          Ο Αυγουστίνος αρχικά θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική αλλά είναι εξαιρετικά ατάλαντος. Ως ηθοποιός δεν είναι χαρισματικός, γίνεται όμως φίλος με τον Σέργιο, που, χωρίς να έχει συνείδηση της υπεροχής του (ή μήπως ακριβώς γι αυτό;) κατάφερνε κυριολεκτικά να μαγνητίζει την προσοχή επάνω του, να μη σ’ αφήνει να χάνεις λέξη από το στόμα του –κι ας ήταν συχνά οι τονισμοί του λανθασμένοι,  με αποτέλεσμα να χάνεται το νόημα των φράσεων.  Ο Σέργιος ποτέ δεν διάβαζε π.χ. ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ  για να παίξει το μονόλογο  του Ριχάρδου, πράγμα αδιανόητο για τον Αυγουστίνο!  Οι δυο συσπουδαστές  γίνονται αχώριστοι φίλοι, εφόσον κι ο Σέργιος απ τη μεριά του εκτιμά απεριόριστα τον Αυγουστίνο για όλα όσα ήξερε, και για την ανησυχία του να εμβαθύνει στα πράγματα. Ο ένας εξωστρεφής κι ενθουσιώδης, ο άλλος εσωστρεφής, κρατώντας μυστικό το παρελθόν του. Γρήγορα όμως παρεισφρέει ένα είδος ανταγωνισμού μεταξύ τους, κι η σχέση τους δε θα είναι ποτέ πια η ίδια. Η τελική αναμέτρηση επί σκηνής, οι εξετάσεις του τρίτου έτους είναι το τελειωτικό χτύπημα για τον Αυγουστίνο, η πανεύκολη «νίκη» του Σέργιου. Η ήττα του Αυγουστίνου κορυφώνεται μ’ ένα… χαστούκι που δίνει στο Σέργιο επί σκηνής (η πιο έντονη, η πιο φορτισμένη στιγμή της παράστασης-μπορεί και όλων των παραστάσεων που παίζονταν κείνο το βράδυ στην Αθήνα), που σηματοδοτεί και την οριστική του απομάκρυνση από τη θεατρική σκηνή.

Β. Αλλά και το μοτίβο της -τερατόμορφης- ασχήμιας εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στο βιβλίο:  οι θετοί γονείς του Αυγουστίνου είχαν κάνει ένα παιδί προβληματικό, μικρόσωμο, καχεκτικό, με μικρό περιθώριο επιβίωσης, γι αυτό κι ο πατέρας του το αντικατέστησε κρυφά. Αυτόν τον παράδοξο αδερφό θα γνωρίσει μετά από χρόνια ο Αυγουστίνος, όταν θα ψάξει την πραγματική του οικογένεια, και θα συνδεθεί μαζί του με εξίσου παράδοξο τρόπο. Εν τω μεταξύ όμως έλκεται κι από ένα τερατόμορφο εντεκάχρονο κορίτσι που γνωρίζει στο λεωφορείο, το προσλαμβάνει ως υπηρέτρια, και με τον καιρό το αγαπά και συνάπτει σεξουαλική σχέση μαζί του (είναι πολύ δυνατές οι στιγμές ερωτισμού κι ερωτικής προσέγγισης μεταξύ αυτών των δύο τόσο ανόμοιων πλασμάτων).

Τέλος, πρωταγωνιστεί και η αγάπη για το θέατρο, με αφορμή την οποία ο συγγραφέας παραθέτει πολλές σκέψεις για την τέχνη. Μια εύστοχη  παρατήρηση είναι, φερειπείν, ότι ακόμα κι όταν ένας ρόλος είναι βουβός, ο ηθοποιός φτιάχνει μαζί με τον άλλον μια ατμόσφαιρα, δεν κοιτάει παθητικά (ο πιο μικρός και ασήμαντος δραματουργικά ρόλος δεν παύει να ζει πάνω στη σκηνή ως ολοκληρωμένος άνθρωπος). ή, όπως γράφει κάπου αλλού, δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι, μεγάλοι ρόλοι.
Η μεγάλη αγάπη του Αυγουστίνου για το θέατρο, όπως είναι κι αυτή μοιραία τραγική. Γιατί πρώτα απ’ όλα θέλει αλλά δεν μπορεί:
Έχουν οι ηθοποιοί ένα άλλο μέτρο εκτίμησης της απόδοσής τους: την καθαρή απόλαυση που αισθάνονται υπάρχοντας πάνω στη σκηνή. Απόλαυση ίσον απελευθέρωση. Άφημα, λύσιμο, και επομένως ανάταση, δόνηση, πλήρωση. Ο Αυγουστίνος δεν ένιωθε απόλαυση. Δε λυτρωνόταν ποτέ από το εσώτερο εκείνο μάτι που διαρκώς έκρινε και ανέλυε. Και την ίδια στιγμή γνώριζε πως αυτό είναι ίδιον ηθοποιού περιορισμένων δυνατοτήτων. Του το έλεγε η φωνή από μέσα. Το κραύγαζε.
Είχε όμως μια απάντηση να δώσει.
«Ό, τι και να μου λέτε, εγώ ξέρω ένα κι άλλο κανένα. Το θέατρο είναι η μόνη δουλειά που θέλω να κάνω στη ζωή μου!»

Έτσι, παρόλη την παταγώδη αποτυχία ακόμα και της θεατρικής σκηνής που έφτιαξε (λίγο άκυρο το θέμα της συνέντευξης για τον ολοκληρωτισμό/συνδέει τον Χίτλερ με το ταλέντο/δε μας είχε δώσει τέτοια δείγματα πριν, ίσως είναι μια παραδοχή μέσα στην απελπισία του επειδή δεν είχε το χάρισμα) αποτολμά να ξαναπαίξει, βάζοντας το μαχαίρι στο κόκκαλο.

Είναι η τελική κορύφωση, στιγμή της υπέρβασης, η τελευταία παράσταση της ζωής του, όπου ο θεατρικός θάνατος συμπίπτει με το φυσικό θάνατο, και… αυτό που δε γινόταν σε καμιά περίπτωση να αιτιολογηθεί ήταν η χρονική σύμπτωση του θανάτου του ηθοποιού και του ρόλου. 

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Νοεμβρίου 22, 2013

Ο ίλιγγος (Mr Vertigo), Πολ Όστερ

-Δε μου χρειάζεται σχολείο. Έχω καλύτερους τρόπους να περνάω την ώρα μου.
-Σπουδαία. Μίλησες σαν αληθινός διανοούμενος.

Όταν ένα βιβλίο ξεκινά «ήμουν δώδεκα χρονών όταν περπάτησα για πρώτη φορά στο νερό» υποψιάζεσαι ότι πρόκειται ή για παραμύθι ή για καμιά μεταφυσική αρλούμπα∙ ιδιαίτερα όταν ακολουθεί στην ίδια, πρώτη σελίδα αναφορά σε Δάσκαλο που προτίθεται να μάθει το νεαρό του μαθητή να… πετά. Παρόλο που αφενός τα παραμύθια τα βαριέμαι πια (ιδιαίτερα τα «νεωτερικά» όπου στο όνομα του μύθου συγχωρείται κάθε αυθαιρεσία και κάθε φαντασιοπληξία) αφετέρου  τα μεταφυσικά μηνύματα μου φαίνονται συνήθως απλοϊκά, το «υπερφυσικό» (ας μην πω μεταφυσικό) αυτό παραμύθι του Πολ Όστερ το ρούφηξα. Κι αυτό γιατί είναι… γητευτής, έχει μαγικό γράψιμο, όχι μόνο ως προς το ύφος αλλά κι ως προς την πλοκή.
Αυτό που τραβά το ενδιαφέρον στην πρώτη σελίδα, π.χ., είναι ότι ο Δάσκαλος είναι σκαιός [«δεν είσαι παρά ένα ζώο», είναι οι πρώτες του κουβέντες στον Γουόλτ(!)] και ξεχωρίζει ως μαθητευόμενο τον εννιάχρονο πιτσιρικά γιατί ήταν ο πιο μικρός, ο πιο βρώμικος, ο πιο απορριγμένος απ όλους, ένα αλητάκι που ζητιάνευε τις παραμονές της κρίσης του ’29. Η παράξενη συμφωνία έλεγε ότι αν δεν του μάθει να πετά μέχρι τα δεκατρία, ο Γουόλτ θα του έπαιρνε το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι! Έτσι, έχουμε περιέργεια για το πώς αυτό το παράδοξο συμπεθεριό (ατόμων που, όπως προδιαγράφεται, απεχθάνονται τις ηθικολογίες), θα καταλήξει σε μια σπάνια πνευματική επικοινωνία δυο ανθρώπων που είναι -όσο το δυνατόν- καθαροί από κοινωνικούς προσδιορισμούς.
Η παραδειγματική αυτή σχέση δάσκαλου-μαθητή (που υποκαθιστά και τη σχέση πατέρα-γιου, δεδομένου ότι ο μικρός δεν έχει παρά έναν άχρηστο θείο και μια ανύπαρκτη θεία) συμπληρώνεται από τη γυναικεία παρουσία της Γουίδερσπουν (μια πιπερογυναίκα με τα όλα της), του μεγάλου έρωτα του δάσκαλου Γιεχούντι. Μια γυναίκα που επίσης μοιάζει να χει βγει από παραμύθι, και που υποκαθιστά τρόπον τινα το εξιδανικευμένο θηλυκό/μητρικό στοιχείο (για μια στιγμή πέρασε απ το νου μου πως είναι η μητέρα μου κι επειδή ήξερα ότι η μητέρα μου ήταν νεκρή, σκέφτηκα πως είχα πεθάνει κι εγώ). Την οικογένεια υποκαθιστά ακόμα η Ινδιάνα Μάμα Σιου (αρχέτυπο μάνας) κι ένα δεκαπεντάχρονο μαύρο αγόρι που αγαπά τα βιβλία, ο Αίσωπος, που η αιθιοπική επιδερμίδα του δημιουργεί ακραία ρατσιστικά συναισθήματα στον Γουόλτ (στη συνέχεια γίνεται ο πρώτος αληθινός φίλος που είχε ποτέ). Όλοι αυτοί, με κορυφαίο τον Γιεχούντι, δουλεύουν σκληρά στο αγρόκτημα του δάσκαλου, το οποίο τους παρέχει σχετική αυτάρκεια, και χρηματοδοτούνται ενίοτε από την πλούσια, πριγκιπική Γουίδερσπουν.

Ο αυθάδης και απείθαρχος μικρός, λοιπόν, έχει «το χάρισμα» - άλλωστε η αμορφωσιά του αποτελεί προσόν (όσο πιο τούβλο είσαι, τόσο πιο εύκολα θα’ ναι και για τους δυο μας. Δε θα χρειαστεί να χασομερήσουμε για να ξεμάθεις αυτά που ξέρεις). Όμως η εκπαίδευση περνά από μονοπάτια απρόσμενα (σκληρές στερήσεις, απεχθής χειρωνακτική δουλειά σε πολύ σκληρές συνθήκες), γιατί όπως λέει κι ο ίδιος ο δάσκαλος, «εσύ κι εγώ, γιε μου, ξεκινάμε ένα πολύ μακρύ ταξίδι και το πρώτο που πρέπει να κάνω είναι να τσακίσω τον εγωισμό σου». Φυσικά ο μικρός Γουίλ αντιδρά έντονα,  το σκάει αρκετές φορές με αξιοθρήνητη αποτυχία (έμοιαζε σα να ξερε πως σκόπευα να το σκάσω προτού καν το αποφασίσω εγώ ο ίδιος, λες κι ο μπάσταρδος βρισκόταν μέσα στο κεφάλι μου και μαζί με τους χυμούς του μυαλού μου, ρουφούσε και τις πιο μυστικές, τις πιο κρυφές κι από μένα ακόμα σκέψεις μου). Η τελευταία φορά που το σκάει, η πιο δραματική, καταλήγει μετά από έντονη σύγκρουση σε πολυήμερη βαριά αρρώστια (όταν κάποια στιγμή είπα πως πίστευα ότι αυτή οφειλόταν στην πολύωρη παραμονή μου στο κρύο και στο χιόνι, ο Δάσκαλος απέρριψε μονομιάς την άποψή μου και μου εξήγησε πως επρόκειτο για την αρρώστια της ύπαρξης, η οποία ήταν γραφτό να με χτυπήσει αργά ή γρήγορα. Κατά τα λεγόμενά του, προτού προχωρήσω στο επόμενο στάδιο της εκπαίδευσής μου, έπρεπε να αποβάλω όλα τα δηλητήρια που βάραιναν το σώμα μου.(…) Η συνάντησή μας στη Γουιτσίτα είχε συντμήσει το χρόνο, αφού η διαπίστωση πως δε γινόταν να του ξεφύγω, με είχε αναγκάσει να υποταχτώ και το συγκεκριμένο διανοητικό χτύπημα που είχα δεχτεί είχε πυροδοτήσει την αρρώστια μου).  Ο μικρός Γουίλ βέβαια αποδίδει την καθοριστική αυτή μεταστροφή σε πιο απλά αίτια: το χαμόγελο της Μάμα Σιου, και το μητρικό φιλί που του δίνει καθώς κάθεται στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού. Εξίσου καθοριστική άλλωστε είναι και η αγάπη που δείχνει στον ετοιμοθάνατο Γουίλ ο ίδιος ο δάσκαλος (η φωνή του, καθαρή και σοβαρή, τρύπωνε μέσα μου).
Η συμπεριφορά του αλητάκου δεν αλλάζει - η γκρίνια, οι καυστικές παρατηρήσεις∙ όλοι όμως τώρα τον υποδέχονται με «γελαστή ευμένεια». Οι αρχικές επιφυλάξεις του έχουν ξεπεραστεί κι ο Δάσκαλος ξαναγίνεται τύραννος, αλλά θεωρεί ότι ο μαθητής του έχει περάσει παλληκαρίσια τα δώδεκα στάδια και τώρα «θα στραφεί στον ουρανό». Όταν κάποιος έρχεται και σου λέει πως είναι ο πατέρας σου, αφήνεσαι στα χέρια του, έστω κι αν ξέρεις πως δεν είναι. Οι δοκιμασίες όμως από δω και πέρα γίνονται απρόβλεπτα πιο σκληρές. Κορυφαίος ο… ενταφιασμός για είκοσι ώρες στο υγρό χώμα με ένα μόνο σωλήνα για αναπνοή∙ κορυφαίος όχι λόγω δυσκολίας αλλά γιατί αλλάζει όλη του η οπτική:
Ήταν μια εμπειρία που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Ξέρω πως αυτό ακούγεται σαν κάτι όντως αποτρόπαιο, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη κι απ τη στιγμή που θα περάσει κανείς μερικές ώρες στα βάθη της γης ο κόσμος μετέπειτα του φαίνεται εντελώς διαφορετικός. Μ’ άλλα λόγια τα πάντα αλλάζουν και γίνονται ανείπωτα όμορφα, μόνο που όλη αυτή η ομορφιά τους είναι διαποτισμένη από ένα φως τόσο εφήμερο και αφύσικο, που δεν αποκτούν ποτέ αληθινή υπόσταση. (…) Ο αληθινός τρόμος αρχίζει αργότερα, όταν σε ξεθάψουν και ξανασταθείς στα πόδια σου, αφού όλα όσα τύχει να σου συμβούν έκτοτε στην επιφάνεια, είναι άρρηκτα δεμένα με τις ώρες που πέρασες στα βάθη.

Η μαγική στιγμή της ανύψωσης έρχεται απρόσμενα…:  έτσι απλά, χωρίς προετοιμασία, χωρίς κανένα προαίσθημα. (…) Πριν καν συνειδητοποιήσω τι μου χε συμβεί, με κυρίεψε ένας βαθύς και χωρίς όνειρα ύπνος μέσα στον οποίο βυθίστηκα σαν πέτρα που βυθίζεται στον πυθμένα του σύμπαντος. Και παρακάτω: όμως αντί να με γεμίσει έκσταση, μου προξένησε άφατο τρόμο. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας συνδυάζει την απόκτηση αυτής της εξαιρετικής ιδιότητας με την πνευματική και συναισθηματική ωρίμανση, ένα είδος κάθαρσης. Ο Γουίλ «δουλεύει σκληρά» για να πετύχει την κίνηση
σε συνδυασμό με την ανύψωση (το όνειρο των ονείρων) έως ότου συνειδητοποιεί ότι δεν είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Ένας άλλος άξονας γύρω από τον οποίο στριφογυρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι η προσωπικότητα της Γουίδερσπουν, και η σχέση της με τους δυο ήρωες, ιδιαίτερα τον Γιεχούντι, ο οποίος δείχνει ιδιαίτερα ερωτευμένος κι ευάλωτος (ήταν ολοφάνερο πως ο δάσκαλος, αν κι ήταν σωστή μεγαλοφυΐα κι αληθινός μάγος, δεν ήξερε καθόλου από γυναίκες).  

Ωστόσο, τη μέθη της επιτυχίας ανακόπτει ένα συνταρακτικό γεγονός: μια επιδρομή Κου Κλουξ Κλαν οδηγεί τους δυο αγαπημένους συντρόφους (Μάμα Σιου και Αίσωπο) στην κρεμάλα, ενώ το σπίτι γίνεται στάχτη. Το επεισόδιο επιδρά καταλυτικά όχι μόνο στην πορεία των δυο πρωταγωνιστών αλλά και στη σχέση τους: ο δάσκαλος πέφτει σε βαριά κατάθλιψη που ενισχύεται από τύψεις, κι όταν αυτό τραβά σε βάθος χρόνου, φέρνει σε αμηχανία τον Γουίλ. Η ολοκληρωτική έλλειψη εσωτερικής σκληράδας, η αδυναμία του να αντιμετωπίσει κατάματα τη ζωή, μ’ έκαναν να τα βάλω μαζί του. Ακόμα κι η ανέμελη και ασταθής  κα Γουίδερσπουν (με την οποία η σχέση γίνεται πολύ συναρπαστική) έχει αρχίσει να κουράζεται. Όμως ο μαθητευόμενος έχει μπει σε μια τροχιά εξέλιξης, κι όταν ο δάσκαλος λυτρώνεται από τις ενοχές του ξεκινούν κι οι δυο μαζί ταξίδια σε όλη την Αμερική με σκοπό την προβολή του Γουόλτ.  Από δω και πέρα απολαμβάνουμε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις σε όλη την Αμερική,  την ανοδική πορεία προς τη δόξα και την τελειοποίηση των πτήσεων.

Τα απροσδόκητα γεγονότα όμως δεν σταματούν, κι είναι κι αυτό χαρακτηριστικό στοιχείο της μαγικής γραφής του Όστερ∙ και  συνήθως ο αναγνώστης νιώθει ότι υπάρχει μια κλιμακωτή πορεία, κι όταν υπάρχει νέα ανατροπή νιώθει ότι δεν θα μπορούσε παρά έτσι να εξελιχθούν τα πράγματα: Όταν πια ο Γουόλτ αρχίζει και ενηλικιώνεται (σπαρταριστές οι σκηνές με το «μπιντού» (= σπέρμα) του), οι  ανυπόφοροι πονοκέφαλοι που τον συνοδεύουν μετά τις πτήσεις είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα του (έχεις κότσια αγόρι μου, γι αυτό και σ’ αγαπώ. Όμως στη σταδιοδρομία όλων όσων κάνουν αυτό που κάνεις εσύ, έρχεται μια στιγμή που η ανύψωση στον αέρα εγκυμονεί κινδύνους και πολύ φοβάμαι πως έχει φτάσει πια για σένα αυτή η στιγμή/ Δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες παραστάσεις Γουόλτ, τα πάντα τελείωσαν. Ο Γουόλτ, το παιδί θαύμα, δεν υπάρχει πια/είναι η εκδίκηση της βαρύτητας, γιε μου). Παρόλο το σοκ του Γουόλτ, με τη βοήθεια του Δάσκαλου ορμάνε σε νέα σχέδια (πέντε ολόκληρα χρόνια δουλειάς και δεκάδες άλλα σχεδιασμών και αναζητήσεων είχαν χαθεί μέσα σε μια ώρα κι όμως εκείνος επέμενε να καταστρώνει νέα σχέδια, λες και τα πάντα ήταν ορθάνοιχτα μπροστά μας και μας περίμεναν). Τέλος, η αρρώστια και ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο πεθαίνει τελικά ο Δάσκαλος είναι κατά τη γνώμη μου η κορυφαία σκηνή, και πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα ψυχολογία του πρωταγωνιστή/αφηγητή. Άλλωστε δεν είναι πια παιδί.
Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει εδώ. Βλέπουμε – πιο συνοπτικά, φυσικά- τον μικρό Γουόλτ να ενηλικιώνεται, να κοινωνικοποιείται, να κάνει οικογένεια  και να κλείνει παλιούς λογαριασμούς, φερειπείν με τον αδίστακτο θείο. Χρόνια αργότερα, μάλιστα,  θα ξαναβρεί ανέλπιστα την Γουίδερσπουν (η κα Γουίδερσπουν ήταν από τις γυναίκες εκείνες που κάνουν συνέχεια πράγματα που δεν τα περιμένεις), και μάλιστα θα συγκατοικήσουν.  Όμως, όπως λέει κι εκείνος, το καλύτερο μέρος του εαυτού του  είχε μείνει κοντά στον Γιεχούντι, σ’ εκείνη την έρημο της Καλιφόρνια όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Τον είχα θάψει μαζί με τον Σπινόζα του, το βιβλίο με τα αποκόμματα του τύπου για το παιδί θαύμα και το κορδόνι με το κομματάκι από το μικρό μου δάχτυλο.
Η ουσία ήταν πως δεν υπάρχουν πια τέτοιας λογής άνθρωποι. Ο Δάσκαλος ήταν ο στερνός ενός είδους ανθρώπων που έχει εκλείψει πια. Ακόμα κι αν τον έριχνες μέσα στη ζούγκλα, θα νιωθε μια χαρά. Δε θέλω βέβαια να πω πως θα γινόταν βασιλιάς της. Θα αφομοίωνε όμως τους νόμους της καλύτερα από τον καθένα. Μπορούσες να τον ρίξεις στο βόθρο, να τον φτύσεις κατάμουτρα και να του ραγίσεις την καρδιά και την ώρα που εσύ νόμιζες πως ήταν τελειωμένος για τα καλά, να τον δεις να τινάζεται όρθιος, έτοιμος να αντιμετωπίσει και πάλι τα πάντα. Μην πεις ποτέ πάει πέθανα. Αυτό ήταν το πιστεύω του κι ήταν ήδη ένα πιστεύω που το χε εφεύρει ο ίδιος.

Χριστίνα Παπαγγελή


Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013

Άγιοι δαίμονες/ Εις ταν πόλιν, Γιάννη Καλπούζου

Εξίσου ποιοτικό και «χορταστικό» το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα του Καλπούζου με το πρώτο του, το Ιμαρέτ, με το οποίο άλλωστε θα εύρισκε κανείς πολλές αναλογίες. Παρόλο που θεωρώ ότι ο συγγραφέας καταπιάστηκε με ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, να τοποθετήσει την  υπόθεσή  του μυθιστορήματός του σε μια σύνθετη, ιδεολογικά φορτισμένη και πολύπλοκη ιστορική συγκυρία (Κωνσταντινούπολη 1808 με 1831), κινήθηκε με πολλή άνεση στην εποχή, αποδίδοντας συνολικά την ατμόσφαιρα, ώστε ο καθένας θα ομολογούσε ότι «δεν μπορεί παρά κάπως έτσι να είχαν τα πράγματα».  Σε όσους λοιπόν έχουν λαογραφικές, ιστορικές (αλλά και… γλωσσολογικές ανησυχίες), δεδομένης της πολυεθνικότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας το βιβλίο αυτό έχει ενδιαφέρον ιδιαίτερο και δίνει απαντήσεις λίγο ως πολύ τεκμηριωμένες, χωρίς βέβαια αυτό να το καθιστά μάθημα ιστορίας ή εθνικής προπαγάνδας, ούτε να είναι σε βάρος της μυθικής αφήγησης (δηλ. της μυθιστορηματικής πλοκής). Από την άλλη, η υπόθεση αυτή καθαυτή είναι ελκυστική και οι χαρακτήρες  επίσης ενδιαφέροντες.
        Σ ΄ όλο το βιβλίο κυριαρχεί η αφήγηση του πρωταγωνιστή Τζανή (αφηγείται ως ιστορητής και ιστορούμενος) αλλά παρεμβάλλονται και οι σύντομες αφηγήσεις άλλων, ποικίλων προσώπων, σε ξεχωριστές ενότητες (π.χ. γράμμα του πατέρα, μαρτυρία του Θεοφίλη,  μαρτυρία του παππού κ.α.), δίνοντας έτσι μια πρισματική οπτική. Η γλώσσα (προσπαθεί να) είναι η γλώσσα της εποχής, φυσικά με πάρα πολλές τούρκικες λέξεις κι ονομασίες, ενώ η απόδοση των γλωσσικών ιδιωμάτων (δεν είμαι σε θέση να κρίνω την εγκυρότητά τους) ασκεί ιδιαίτερη γοητεία, και δε δημιουργεί δυσκολίες λόγω του γλωσσαρίου.  Αντίθετα, οι παροιμίες/γνωμικά/λαϊκά τραγούδια που διανθίζουν την αφήγηση αβίαστα και πολύ ταιριαστά κατά περίπτωση, κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Παρατηρήσεις όπως ότι Φανάρι στα τουρκικά (φενά γερ) θα πει σκουπιδότοπος κι από κει μπορεί να πήρε το όνομά της η περιοχή (άλλοι βέβαια λένε πώς έλαβε το όνομα στα χρόνια των Γραικορωμαίων από ένα φανάρι που άναβε στο λόφο ψηλά), ή ότι το Αιγαίο λεγόταν Άσπρη θάλασσα σε αντιπαράθεση με τη Μαύρη θάλασσα στολίζουν την αφήγηση και δίνουν ένα διασκεδαστικό τόνο. Μαθαίνουμε φερειπείν  ότι «φαρς» ήταν δύσκολη περσική γλώσσα, εξού και το «φαρσί» που λέμε εμείς. Επίσης, πολύ βοηθητικό χαρακτήρα για την κατανόηση των γεγονότων έχει και ο χάρτης που παρατίθεται στην αρχή.
       
        Εκείνα τα χρόνια 600.000 «ψυχές» ζούσαν στην Πόλη∙ Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι, Αρμένιοι. Το ξημέρωμα ξεχυνόταν στους δρόμους το ανθρώπινο μελίσσι και μαζί οι πουλητάδες (σαλεπιτζήδες, ζαρζαβατζήδες, σουτζήδες, σιμιτζήδες), κλπ. Πίσω απ τα παραθύρια οι γυναίκες παρακολουθούσαν, οι λεγόμενες μανταπολάμ.  Φράγκοι, γενίτσαροι, γαλιοντζήδες, χανούμισσες με μαύρους ευνούχους, δερβίσηδες, παλαιστές, ακροβάτες, μελλοντολόγοι, πρακτικοί γιατροί, παραμυθάδες. Οι πλούσιοι Ρωμιοί του Τζουμπαλί έχουν δούλους και δούλες απ’ όλες τις φυλές. Έντεχνα μεταφερόμαστε σε διάφορα μέρη της Πόλης (και όχι μόνο) και μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν εκείνη την εποχή (π.χ. πριγκηπονήσια, Γαλατά, φωταγωγημένο Μπουγιούκ Τσαρσί, Φανάρι κλπ.), εφόσον  η λογοτεχνική πένα του συγγραφέα  μάς δίνει πλούσια ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία, ενταγμένα μέσα στην αφήγηση, χωρίς δηλαδή να κάνει ατέλειωτες περιγραφικές παρενθέσεις. Με αφορμή ας πούμε την πανούκλα, γίνεται σύγκριση ανάμεσα στην εκφορά των νεκρών, αν είναι Ρωμιός, Τούρκος ή Αρμένης. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η ονομασία «Τούρκοι», όπως επισημαίνεται και στο Ιμαρέτ όπου αναφέρονται ως  Οσμανλήδες,  δεν ισχύει παρά για μια μειονότητα. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Μποκρουζέ (βλ. παρακάτω): Εδώ όλοι οι μουσουλμάνοι είναι ιγντίς (μιγάδες). Οι Τούρκοι της Ανατολίας λέγουν τους μουσουλμάνους της Πόλης και όλου του ευρωπαϊκού κομματιού της Αυτοκρατορίας ανακάτωμα φυλών. Στην Ήπειρο οι μουσουλμάνοι είναι οι πρώην χριστιανοί σπαχήδες, στη Σερβία οι εξισλαμισμένοι Σλάβοι, στην Κρήτη εξισλαμισμένοι Κρήτες, το ίδιο και στον Μοριά, στη Ρούμελη και αλλού. Η λέξη «Τούρκος», όπως φαίνεται , σε κάποιες περιπτώσεις ήταν βρισιά ανάμεσα στους μουσουλμάνους, εφόσον σήμαινε και χοντροκέφαλος, βάρβαρος.
       

        Γεωγραφικά/ιστορικά

        Δε θα πρεπε κανείς ν’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στο ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου, γιατί ολοφάνερα δεν είναι σκοπός του συγγραφέα να κάνει ιστορία. Δε μπορεί όμως ο αναγνώστης, απ την άλλη, να αγνοήσει το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, ή να μη σκαλίσει στη μνήμη του γεγονότα που μαθαίναμε μηχανικά στα σχολικά βιβλία, και ξαφνικά, έμμεσα ή άμεσα παίρνουν σάρκα και οστά. Η αίσθηση που δίνει πάντως η γραφή είναι ότι υπάρχει απόλυτος σεβασμός στα ιστορικά στοιχεία, δίνονται μέσω των χαρακτήρων διαφορετικές οπτικές, και μπορεί κανείς να αναζητήσει τα πλούσιο λαογραφικό υλικό (έθιμα, παροιμίες κλπ) που συνοδεύουν τις λαϊκότροπες αφηγήσεις των ηρώων.
        Έτσι λοιπόν, ο ενδιαφερόμενος για την ιστορικότητα αναγνώστης, έχει την ευκαιρία να γευτεί γεγονότα και καταστάσεις, όπως η πανούκλα που στέλνει στο θάνατο χιλιάδες, οι γενίτσαροι για τους οποίους μαθαίνουμε ότι είχαν και οι Ρωμαίοι (τους λεγόμενους «γιούνορες»), οι Βυζαντινοί είχαν τους «νεότερους», και τους «Τουρκόπουλους», εκχριστιανισμένους Τούρκους∙ μαθαίνει για το καρακαζάνι, ένας «ορτάς» (τμήμα γενίτσαρων) όπου όμως είναι γραμμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί κληρικοί, Φαναριώτες και πλούσιοι Ρωμιοί με σκοπό την αισχροκέρδεια, τη μηχανορραφία και την εκμετάλλευση, με προσβάσεις στην εκκλησία, στο Πατριαρχείο, ακόμα και στους ανώτατους Οθωμανούς αξιωματούχους. Βλέπει τον επινοητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι τους διωγμούς τους (αξιοθαύμαστα περίπλοκο σύστημα επικοινωνίας στις μεσοτοιχιές)∙ μαθαίνει ακόμα για τους ευνούχους, που δεν αφορούν μόνο Οθωμανούς (στο νου μου έρχονταν όσα έλεγε ο πατέρας μου για τους ευνουχισμένους πατριάρχες, τον καιρό των Γραικορωμαίων, τον Πολύευκτο, τον Ιγνάτιο Ραγκαβέ με εντολή του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου, αλλά και τον ευνούχο Φώτιο). Το πιο συναρπαστικό όμως μέρος κατά τη γνώμη μου είναι η περιπέτεια που ξεκινά με την απίστευτη γνωριμία του Τζανή με τον Τούρκο/κρυπτοχριστιανό Παυλή-Μελέκ όταν το σκάει για Οδησσό (τελικά ταξιδεύει Σινώπη-Τραπεζούντα-Πάφρα-Σαμψούντα), το ναυάγιό τους (που τους βγάζει στην Κερασούντα), η επίσκεψη στο χωριό του Μελέκ-Παυλή, η -με επίσης απίστευτο τρόπο- αποκάλυψη ότι όλοι είναι κρυπτοχριστιανοί (κρυφοκοιτάμε και μεις όπως κι ο Τζανής τις αρχέγονες τελετές τους, τη βάφτιση κρυπτοχριστιανής κ.α.), και το αποκορύφωμα, η σύλληψη και φυλάκιση τους, και η μεταβίβασή  τους στα μπουντρούμια της Πόλης, στο κολαστήριο του Μπάνιον, ως θανατοποινίτες. Οι συνθήκες στα κάτεργα, οι αρρώστιες-ψείρες κλπ, τα βασανιστήρια, η  ένταση, το ρίσκο, οι χαραμάδες χαράς και ζωής μέσα στη φρίκη του θανάτου απασχολούν ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης και καταλήγουν σε εξίσου περιπετειώδη απόδραση. Ο ήρωάς μας εντάσσεται πάλι στη ζωή της Πόλης με την παλιά του ταυτότητα. Κανείς δεν τον συνδέει με τον αγνώριστο «κατεργάρη» του Μπάνιον.
        Τέλος, τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την προετοιμασία της επανάστασης πληθαίνουν προς το τέλος του βιβλίου. Είναι συναρπαστική η προσπάθεια να βλέπει κανείς τα –υποτίθεται γνωστά-γεγονότα μέσα από τα μάτια κάποιου που του είναι σύγχρονα, δεν ξέρει την έκβασή τους, κι επηρεάζεται από χίλια δυο. Όμως πάλι γύριζε τούμπα ο νους μου κι αναρωτιόμουν για την Ελλάδα. Ποια Ελλάδα καταγίνονταν να λευτερώσουν; κείνη οπού’ χε στη Χάρτα του ο Ρήγας; Όσους τόπους διαφέντευε το Πατριαρχείο; Όλες τις χώρες που ανήκαν κάποτε στους Γραικορωμαίους; Και θα έφτιαχναν καινούρια αυτοκρατορία; και τι θα απογίνονταν τόσες φυλές; Γιατί στην Οθωμανική αυτοκρατορία ζούσαν εβδομηνταδιόμισι φυλές, μιας και τους γύφτους τους λογάριαζαν για μισή φυλή… Τα φύλλα του Λόγιου Ερμή από το 1812 έχουν μπει στο σπίτι του γιατρού, πατέρα του Τζανή διασπείροντας τις ιδέες της επιστήμης και του διαφωτισμού.
        Ο Τζανής μπαίνει στο κόλπο της Εταιρίας του Φοίνικα μέσω του αδερφού του Λεωνή, μεταφέρει μυστικά μηνύματα και κάποια στιγμή τα αποκωδικοποιεί εισάγοντας τον εαυτό του στα άδυτα. Ποιος είναι ο αρχηγός της Εταιρίας του Φοίνικα, μήπως ο Καποδίστριας; Μηχανορραφίες  για να ανέβει από τον Μιχαήλ Σούτσο ο Γρηγόριος ο Ε΄ στην έδρα του Πατριαρχείου. Πεσκέσια από το Σουλτάνο (συνήθεια από το 1467). Στοιχεία που παρουσιάζονται ως εικασίες ή υποψίες των ηρώων, αλλά ίσως αξίζουν την έρευνα. Παρακολουθούμε και την τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ήτανε η συντροφία των Φιλικών ωσάν πυραμίδα. Όσο πιο ψηλά, τόσα περισσότερα ηξεύρανε. Προδοσίες, συλλήψεις, έρευνες. Μετά τις προδοσίες και την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ούτε λόγος να γίνει πράξη το σχέδιο για τον ξεσηκωμό της Πόλης. Μαθαίνουμε πώς το ξέσπασμα της επανάστασης στοίχισε την ανελέητη σφαγή των ρωμιών στην Κων/λη, τον Απρίλη του 1821, αλλά ακούμε και τη «φωνή» του Τσελεμπή Χαϊντάρ: αλλά να ξεύρεις αυτό. Το αίμα δεν το έχυσαν οι πολλοί και αγαθοί μουσουλμάνοι. Κι ας τους πότισανν με μίσος. Τις μέρς εκείνες οι περσότεροι μουσουλμάνοι κλείνονταν στα σπίτια τους. Από τους τετρακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνους της πόλης, κείνοι που κάμανε τα κακά δεν ξεπερνούσαν τους δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες. Και δεν είναι σωστό να φορτώνονται όλοι το άδικο. Οι  καταστροφές στην Πόλη και την ευρύτερη περιοχή είναι ανυπολόγιστες. Μέσα απ τα μάτια του γραμματισμένου και ευσεβούς αδερφού του Τζανή, Δημητράκη, παρακολουθούμε το μαλλιοτράβηγμα των ιερέων για την εκλογή του Ευγένιου, του Πατριάρχη που αντικατέστησε τον Γρηγόριο τον Ε΄ (γενειάδαι εξεριζώνοντο, καλημαύκια εξεσφενδονίζοντο, άμφια διερρηγνύοντο και βλασφημίαι αρμόζουσαι εις θαμώνας καταγωγίων εξήρχοντο εκ των «ιερών» εκείνων χειλέων.
        Οι φρικαλεότητες συνεχίζονται κι απ τις δυο πλευρές. Μέσα απ τα μάτια του Ανθία μαθαίνουμε και για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, την εκ/ση των ηγεμόνων της Βλαχίας, ενώ τα ιστορικά γεγονότα που αποτελούν το φόντο της αφήγησης περιλαμβάνουν με πολύ ανάγλυφο τρόπο και την καταστροφή της Χίου. Το βιβλίο που γράφει ο Τζανής, είναι αυτό που κρατάμε στα χέρια μας και φτάνει μέχρι το 1831.
       
        Τα πρόσωπα

        Η πρώτη λέξη του μυθιστορήματος είναι μια κραυγή: «γιαγκίν!», δηλαδή φωτιά. Μια από τις πυρκαγιές που κατέστρεφαν μέρος της πόλης κατά δεκάδες πριν την επανάσταση, καταστρέφει και το βιος της οικογένειας του Τζανή και αναγκάζει όλη την οικογένεια να σκορπίσει. Σ αυτό το έκτακτο σκηνικό ο συγγραφέας μάς σκιαγραφεί το γενικότερο πνεύμα των κατοίκων (οι μουτεβελήδες των τζαμιών και τα ρουφέτια των μουσουλμάνων βοηθούσαν και παραστέκονταν στους ομόθρησκούς τους. Αμά πουθενά δεν άκουγες θρήνους και κλάματα. Άλλοι άνθρωποι οι Οθωμανοί. Τέτοια θεομηνία, τέτοια καταστροφή και λαλούσαν: «Σιουκιούρ Αλλάχ». Κι άμα τους ερωτούσες τι θα κάμουν, σου αποκρίνονταν: «Αλλάχ κερίμ»), και μας παρουσιάζει παράλληλα τα μέλη της οικογένειας και τις σχέσεις  τους: ο πατέρας γιατρός, σπουδασμένος στην Ιταλία, δε θεωρήθηκε άξιος γαμπρός του παχάρνικου (αξίωμα Φαναριώτικο) Μιχαλάκη Αραμή, γιατί δεν είχε ευγενική καταγωγή, ωσότου τον τελευταίο τον «σχόλασε» ο Υψηλάντης και, γυρίζοντας στην Πόλη πνιγμένος στα χρέη, υποχώρησε προσωρινά.  Ο πατέρας του Τζανή προσπαθεί να τα σπουδάσει τα αγόρια του (έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τους δρόμους που ανοίγονταν τότε στους πεφωτισμένους αστούς), αλλά ενώ ο ήρωάς μας ξεκίνησε με ενθουσιασμό τις σπουδές στο κοινό σχολείο του Τζουμπαλί, αρνήθηκε να ξαναπάει ύστερα από μια ταπεινωτική φάλαγγα που έφαγε ως τιμωρία. Ο πόλεμος με τον πατέρα τον σπρώχνει προς το βιοπορισμό και βρίσκει γρήγορα τον δρόμο που θα του ταιριάζει και θα τον αναδείξει: καταφεύγει στον αχτάρη (= ψιλικατζής) πάππο του, και γίνεται με τον καιρό παρασκευαστής μύρων, τουρκιστί  μελχέλμ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του γρήγορα γίνεται «ουστά», δηλαδή μάστορας, μάγος των μύρων. Μαθαίνουμε μαζί με τον Τζανή τα βοτάνια, τον αγώνα που κάνει με τα φυτά, τις αμπούλες, τα αιθέρια έλαια από ραδίκια, γρασίδι, ηλιοτρόπιο κλπ., το κυριότερο όμως είναι ότι ο συγγραφέας μάς βάζει στη μαγεία της Πόλης μέσα από τον πλούτο της και τις μυρωδιές της.   
        Το πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας είναι ο Λεωνής, του οποίου τα ίχνη χάνονται με την πυρκαγιά. Όπως αποκαλύπτεται αργότερα, ο έρωτάς του για μια μικρή Τουρκάλα, και μάλιστα παντρεμένη,  τον έχει βάλει στο στόχαστρο των Τούρκων. Η μόνη του σωτηρία είναι να «τουρκέψει», αλλιώς τον περιμένει ο θάνατος (πολύ δυνατή η σκηνή της μεταστροφής, μετά όμως μαθαίνουμε ότι ήταν σχεδιασμένο). Κλάψαμε τον Λεωνή ωσάν αποθαμένο. Θα τον δούμε μετά από πολλά, αγνώριστο, Τούρκο κανονικό ή μάλλον κατά τον ίδιο, Μουσουλμάνο (οι μουσουλμάνοι είναι άνθρωποι αγαθοί και πλιότερο πιστοί από τους Ρωμιούς και τους Φράγκους ) να  ισχυρίζεται ότι τούρκεψε για να μπορεί να προσφέρει στον αγώνα, να μαθαίνει μυστικά για τη « συντροφία» (Πρόκειται για την Εταιρία του Φοίνικα[1]). Τον βλέπουμε όμως στο τέλος να είναι μετανιωμένος για τον δρόμο που πήρε («δε με βαστούσε άλλο η ψυχή μου, Τζανή. Μια στιγμή ακόμα ήταν, και δεν άντεξα…μείναμε στα σκοτεινά δίχως να συντυχαίνουμε ώρα πολλή. Πόσες βασανισμένες ψυχές υπήρχαν στην ιστορία του»).
        Συμπρωταγωνιστής, φίλος  και σύντροφος σε όλες τις περιπέτειες ο γοητευτικός, αγγελικός και δαιμονικός Ανθίας (τούτο το πλάσμα θαρρείς πως το γέννησαν όλοι οι θεοί του κόσμου και το βάφτισαν οι διαβόλοι), που με την εξώκοσμη ομορφιά του κάνει όλες τις γυναίκες να «σπαρταράνε» για χάρη του. Αυθάδης, απρόβλεπτος και αδίστακτος, γίνεται «δίδυμο» με τον Τζανή καθώς γνωρίζονται από παιδιά, μεγαλώνουν μαζί και μαθαίνουν τον κόσμο. Προς το τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι έχει το χάρισμα του θεραπευτή, αλλά το πιο διασκεδαστικό του επάγγελμα ήταν του «αρζουχαλτζή», δηλαδή του επιστολογράφου κατά παραγγελία, όπου, με τα κολοβογράμματα που ήξερε καταπιανόταν να επινοεί απαντήσεις στους ταλαίπωρους που τον εμπιστεύονταν! Τέλος, ακολουθεί τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, επιβεβαιώνοντας την ηρωική προδιάθεση που έχουν οι άνθρωποι που είναι ξεχωριστοί (Αυτός είναι ο Ανθίας. Άγιος δαίμονας, άγιος και δαίμονας).
        Ο Παυλής-Μελέκ, «μυθιστορηματικός», απρόβλεπτος, μουσουλμάνος κρυπτοχριστιανός, είναι ένας γίγαντας (ένα θεώρατο πλάσμα, ένας γίγαντας ξυπόλυτος και μαυρισμένος ωσάν το καμένο ψωμί), σα βγαλμένος από παραμύθι της ανατολής ή από κόμικς. Όσο μπόι είχε, άλλο τόσο μάλαμα ήταν η καρδιά του. Γίνεται αχώριστος με τον ΤΖανή σ’όλη του την περιπέτεια που ο ΤΖανής κυκλοφορεί σα. Μουσουλμάνος.
        Τέλος, μέσα από τα άπειρα πρόσωπα που διαπλέκονται σ αυτόν τον καμβά, νομίζω ξεχωρίζει ο σοφός, «αιρετικός» Μποκρουζέ (όλοι ξέρουν τις ιδέες μου. Οι Οθωμανοί με θεωρούν αιρετικό, όπως τους μπεσαχτήδες[2] ή τους ταρικάτ) , που εκπροσωπεί την πολιτιστική παράδοση των Τούρκων, τον φωτισμένο διανοούμενο που μας θυμίζει με την παρουσία του ότι ο τούρκικος/μουσουλμανικός πολιτισμός είχε σπουδαίους στοχαστές, ποιητές, αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους που ξέφευγαν απ τον φονταμενταλισμό που επικράτησε με τον κεμαλισμό. Όπως λέει κι ο ίδιος ο Τζανής, ανήκε σ’ έναν άλλον κόσμο, τον ιδικό του. Παίζει νέι στα εκατοντάδες πουλιά που μαζεύει κι αγαπά και το καθένα έχει τη δική του ιστορία. Με τους σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι είναι διεθνιστής, κι οι ιδέες του δεν απέχουν από τον κομμουνισμό, εφόσον ισχυρίζεται ότι ο νους πρέπει να μαθαίνει, να διασταυρώνει πληροφορίες και καταλήγει: ο σουλτάνος, οι ουλεμά, ο στρατός, οι πασάδες, τα Πατριαρχεία, οι αρχιραβίνοι, οι καλόγεροι, οι τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάσηδες, οι πλούσιοι έμποροι, οι τοπάρχες Οθωμανοί και οι Φαναριώτες ηγεμόνες απολαμβάνουν τους καρπούς που καλλιεργεί ο φτωχός λαός. (…) Όποιος έχει την εξουσία θέλει να κυριαρχήσει ενάντια στους άλλους και να πλουτίζει σε βάρος του λαού.  

 Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Μυστική εταιρία που ιδρύεται το 1812 από τον τέκτονα Αλ. Μαυροκορδάτο στη Μόσχα
[2] Μπεκτασήδες: τάγμα δερβίσηδων, καθόλου φανατικοί, κατά κάποιον τρόπο ανεξίθρησκοι/ Ταρικάτ: τάγμα δερβίσηδων που ζούσαν από δικά τους προϊόντα το ορθόδοξο μουσουλμανικό δόγμα των Τούρκων είναι σουνίτες, πιστεύουν και στους 4 χαλίφες διαδόχους του Μωάμεθ ενώ οι σιίτες (π.χ. οι Πέρσες) πιστεύουν μόνο στον Αλή. 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 01, 2013

Πατρική κληρονομιά, Φίλιπ Ροθ

Χρειάζεται ένα είδος διαστροφής –συγγραφικής, αν μπορεί να υπάρξει τέτοιος όρος- για να καταγράψει κανείς με τόσες ρεαλιστικές και ψυχογραφικές λεπτομέρειες τις τελευταίες μέρες της ζωής του πατέρα του. Και ο ίδιος ο Φίλιπ Ροθ ομολογεί κάποια στιγμή «έγραφα το βιβλίο αυτό σε απόλυτη εναρμόνιση με την απρέπεια του επαγγέλματος, έγραφα όσο εκείνος ήταν άρρωστος και πέθαινε». Θα μπορούσε πράγματι να προσάψει κανείς αδιακρισία, ακόμα και ιεροσυλία στο να δημοσιοποιηθούν οι τελευταίες, προσωπικές στιγμές ενός νεκρού∙ κάτι σα να κοιτάς από μια κλειδαρότρυπα. Ακόμη, μπορεί να σοκάρει και το γεγονός της εμπορικής εκμετάλλευσης του θανάτου του πατέρα.
Όμως ως αναγνώστρια ένιωσα κάτι από την ψυχική οδύνη που ένιωσε ο Φίλιπ Ροθ μπροστά στο φάσμα του θανάτου του πατέρα, και νομίζω ότι, πέρα από το ότι το εσχατολογικό θέμα πάντα αγγίζει,  αυτό οφείλεται στην παρρησία του συγγραφέα, στο θάρρος δηλαδή να εξομολογηθεί τις δικές του μικροψυχίες και αμφιταλαντεύσεις, μ έναν σπάνια ανατομικό τρόπο, πράγμα που με είχε συγκινήσει και στο βιβλίο «Η αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη  (με παρόμοιο θέμα). Επιπλέον, κατάφερε, όπως και ο Ζουμπουλάκης, να μας μεταδώσει κάτι από τη μοναδικότητα του πνεύματος του συγκεκριμένου προσώπου.
Πρόκειται  για έναν σκληροπυρηνικό τύπο Εβραίου πατέρα, περήφανο, αυταρχικό, που πάλεψε με πείσμα στον μετ’ εμποδίων δρόμο του μετανάστη.  Σχεδόν αμόρφωτος, δημιουργούσε στο παρελθόν αισθήματα ντροπής στο παιδί- συγγραφέα∙  στόχος αντισημιτικών εκδηλώσεων, με όπλο μονάχα τη « γλώσσα των δρόμων» (γιατί, ήταν ο ίδιος η γλώσσα του δρόμου, αντιποιητικός και εκφραστικός και πάντα καίριος, με όλους τους εξόφθαλμους περιορισμούς της γλώσσας του δρόμου και την ανεξάντλητη δύναμή της).  Επικριτικός, γεμάτος «σιδηρά αυτοπειθαρχία» και  αυταπάρνηση,  ο ορισμός του ξεροκέφαλου θα λέγαμε, τουλάχιστον έτσι μας τον παρουσιάζει ο γιος του (η άτεγκτη αντίστασή του σε απόψεις που διέφεραν έστω και λίγο από τις δικές του κυρίαρχες προκαταλήψεις ήταν, στην πραγματικότητα, μια από τις πιο επιμελώς στερούμενες στοχασμού συμπεριφορές του). Για παράδειγμα, χαρίζει όλη τη συλλογή γραμματοσήμων του Φίλιπ, που τα μάζευε επί δεκαετίες, σε κάποιον μικρανεψιό του γιατί έκρινε ότι αυτός τα… χρειάζεται περισσότερο, χωρίς να ρωτήσει ούτε να ενημερώσει καν το γιο του, ο οποίος το μαθαίνει μετά από δέκα χρόνια, και δυσκολεύεται να αντιδράσει! (στα εικοσιοκτώ μου θα δυσκολευόμουν να του ασκήσω κριτική κατά πρόσωπο όσο δυσκολευόμουν στα δεκαοχτώ μου και στα οχτώ μου, αφού πάντα οι πιο κατάφωρα αστόχαστες πράξεις του υποκινούνταν από την αυθόρμητη πρόθεσή του να βοηθήσει, να στηρίξει, να σώσει, να προφυλάξει, και πάντα εμφορούνταν από την πεποίθηση πως αυτό που έκανε ήταν κάτι γενναιόδωρο, χρήσιμο και εποικοδομητικό από ηθική ή εκπαιδευτική άποψη).
 Έχει λοιπόν ξεχωριστό ενδιαφέρον πώς αντιμετωπίζει αυτός ο δύστροπος αλλά αυτοδύναμος και πολύ δυναμικός άνθρωπος την πρόκληση των γηρατειών, της αρρώστιας και του θανάτου. Αρχική δοκιμασία - πρώτο πλήγμα στη θαλερότητα-  είναι ο θάνατος της γυναίκας του.  Απ’ όσο ήξερα, ποτέ στη ζωή του δεν ήταν από κείνους που προσπαθούν να αποφύγουν την ένταση ενός φοβερού πλήγματος, κι ωστόσο, όπως έμαθα αργότερα, το βράδυ του θανάτου της είχε φύγει κακώς μακριά από τη σορό της. Μισή ώρα μετά την κηδεία αδειάζει όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια της νεκρής. Ήθελε απλώς να κάνει ό, τι έκανε σ’ όλη του τη ζωή: να τελειώσει την επόμενη δύσκολη δουλειά. Πριν από μισή ώρα είχαμε θάψει το σώμα της∙ τώρα είναι η ώρα να φύγουν τα πράγματά της (όχι για να μην τον στοιχειώνουν, όπως σχολιάζει αλλού ο γιος αλλά γιατί αρνιότανε να παρακάμψει την πιο σκληρή πραγματικότητα απ’ όλες).
Μ’ αυτόν τον τρόπο μέσα στις τριάντα πρώτες σελίδες έχει χαρτογραφηθεί με αδρές γραμμές η προσωπικότητα του ανθρώπου που θα τον δούμε να οδεύει στο θάνατο, μέσα από τα μάτια της πιο αρχετυπικής ανθρώπινης σχέσης, του γιου/παιδιού προς τον πατέρα/γονιό. Τα βήματα είναι κλασικά, απελπιστικά γνώριμα κι απελπιστικά αμετάκλητα: παράλυση στο πρόσωπο, εξετάσεις, τομογραφίες, όγκος στον εγκέφαλο, γνωματεύσεις ογκολόγων, προβλέψεις… Η σωματική αδυναμία και εξάρτηση διαμορφώνει, σκάβει/γλύφει σα γλυπτό  τη σκληροτράχηλη συμπεριφορά του περήφανου Χέρμαν Ροθ. Γίνεται υπάκουος, κάποτε κάποτε κλαίει κιόλας.  Αρνείται αρχικά να πάει σε κατοικίες για ηλικιωμένους αλλά προσαρμόζεται προβλέψιμα, κι όταν ειδικά  γνωρίζει την Ίζαμπελ… βρίσκει τον παλιό ενθουσιώδη του εαυτό! Παρακολουθούμε το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό προσαρμογής σε νέες μητέρας μου), βραχυπρόθεσμο γιατί σύντομα το σώμα θα προδώσει πάλι κάθε καλή διάθεση. Αποκορύφωμα της φθίνουσας πορείας προς τη σωματική εξασθένιση είναι η ταπείνωση της ακράτειας, όλη αυτή η προσπάθεια του ανήμπορου να κάνει αυτό που έχει γίνει να μην έχει γίνει. Παρακολουθούμε και βήμα βήμα την «ταπείνωση» του γιου να εξαφανίζει τα ίχνη: άπαξ και ξεπεράσεις την αηδία και αγνοήσεις την αναγούλα και υπερπηδήσεις όλες εκείνες τις φοβίες που έχουν γιγαντωθεί σαν ταμπού, ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο απόθεμα ζωής που μπορείς να αγαπήσεις.
Αυτού του είδους η παράδοξη « κάθαρση» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) είναι που θα προσδώσει ένα διαφορετικό νόημα στην κληρονομιά που άφησε ο πατέρας στο γιο: από αίσθημα ανωτερότητας ο συγγραφέας κάποτε είχε παραιτηθεί από κάθε είδος κληρονομιάς, θεωρώντας  ότι ο αδερφός του που είχε οικογένεια, έχει περισσότερες ανάγκες. Όταν όμως ήρθε η ώρα η άνιση διαθήκη να γίνει πραγματικότητα, γεννιέται μέσα του μια απροσδόκητη αντίδραση:  ένιωσα σα να με είχε απαρνηθεί, και το γεγονός ότι έφταιγα εγώ ο ίδιος που με είχε βγάλει από τη διαθήκη του δε μετρίαζε καθόλου την αίσθηση πως με είχε απορρίψει. Και παρακάτω: δεν ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο, να αρνούμαι, δηλαδή, να επιτρέψω στη συμβατικότητα να υπαγορεύσει τη συμπεριφορά μου, για να ανακαλύψω στη συνέχεια, κι αφού έχω ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο, πως τα θεμελιώδη αισθήματά μου είναι καμιά φορά πιο συμβατικά από τις αντιλήψεις μου περί απαράβατων ηθικών επιταγών.

Η ολοένα και μεγαλύτερη σωματική αδυναμία αμβλύνει τις αντιθέσεις που κάποτε πόλωναν τη σχέση πατέρα γιου. Ο πατέρας γίνεται πιο τρωτός, πιο συναισθηματικός, ή, έτσι τον βλέπει ο γιος. Ο γιος συχωρνάει, με την έννοια ότι αναστοχάζεται, αναδομεί το παρελθόν, κατανοεί. Όπως γράφει και η anagnostria τελειώνοντας την παρουσίασή της, ο Φίλιπ Ροθ θα παρασταθεί στον πατέρα του μέχρι την τελευταία του πνοή, αφήνοντάς μας να εννοήσουμε πως πατρική κληρονομιά δεν είναι παρά αυτό που ο καθένας μας έχει γίνει.

Χριστίνα Παπαγγελή