Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2008

Φιλοπαίγμονες και βιβλιόφιλοι

Χαμένη μέσα στον Πύργο του Κάφκα με βρήκε το bloggoπαιχνίδι των βιβλιόφιλων στο οποίο με προσκάλεσε ο librofilo! Σύμφωνα με τους όρους του παιχνιδιού (1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη*).5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο), "πιάνω" το βιβλίο του Κάφκα και αντιγράφω πιστά ("από τελεία σε τελέια"):

"Δε μας χρειάζεται αναμμένο το φως", είπε η Πέπη και το ξανάσβησε. "Το 'αναψα μόνο γιατί με τρομάξατε. Αλήθεια τι γυρεύετε εδώ;
(Νομίζω είμαι άτυχη, δεν έχει βαθυστόχαστα νοήματα για σχολιασμό!)

Προσκαλώ με τη σειρά μου (με την επιφύλαξη ότι μπορεί να έχουν ήδη προσκληθεί) τους:
ἅς ἐῶν, Θερσίτη, regina, προβληματισμούς, ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

226 λέξεις για το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, μ.Χ.

Το βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα για την ιστορία. Η πλοκή γίνεται αφορμή για τη μελέτη του Βυζαντίου όπως αυτό προβάλλεται ως τις μέρες μας στο Άγιο Όρος. Ο βασικός ήρωας αναλαμβάνει να μελετήσει τα σχετικά ζητήματα για χάρη της σπιτονοικοκυράς του. Με σχετικές σπουδές στην ιστορία αλλά και ενδιαφέρον για την αρχαιότητα και κυρίως για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία θα οδηγηθεί σε μια συγκριτική προσέγγιση αρχαίας και βυζαντινής ιστορίας, αρχαιοελληνικού και βυζαντινού πνεύματος. Το Άγιο Όρος είναι ο ζωντανός χώρος όπου ο χρόνος, κατά κάποιο τρόπο, σταμάτησε να κυλά, και αποτελεί το κεντρικό σημείο όπου διεξάγεται αυτή η σύγκρουση.

Στο βιβλίο του Αλεξάκη βρίσκουμε πλήθος διαπιστώσεων που, ενώ δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποκαλυπτικές ή πρωτάκουστες, τις έχει τυλίξει πέπλο σιωπής. Έτσι η ανάγνωσή του έρχεται να μας θυμίσει ή να κάνει γνωστό στους αμύητους της ιστορίας ενδιαφέροντα στοιχεία.

Πολλές φορές το ύφος ακροβατεί στα όρια του χιούμορ, χωρίς όμως να χλευάζει, παράδειγμα στη σελίδα 31 «οι μοναχοί δεν σκέφτονται, προσεύχονται. Μα είναι επάγγελμα αυτό, να παρακαλάς; Είναι πάντως η βασική τους ασχολία».

Η πλοκή ολοκληρώνεται όταν το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος βρίσκει στην άκρη του Όρους και τον αδελφό της νοικοκυράς του και τους φέρνει σε τηλεφωνική επαφή μετά από 52 χρόνια. Παράλληλα εξελίσσεται και η ιστορική διάσταση του βιβλίου καθώς ανακαλύπτει την καταστροφή αρχαίων κτερισμάτων για να χρησιμοποιηθεί ο χρυσός τους ως επένδυση αγιογραφιών.

και άλλες 12 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου

σελ. 42-43, αναφορά στον Καστοριάδη και στην ομιλία του στην Τήνο όπου διαπιστώνει ότι η θρησκεία των αρχαίων, ανίκανη να προσφέρει την παραμικρή ελπίδα στους πιστούς της, είχε ευνοήσει την ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης και της δημοκρατίας.
σελ. 47, «Η ιστορία ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο μου μάθημα. Την εύρισκα πιο συναρπαστική από τα μυθιστορήματα που διάβαζα μικρός, γιατί οι περιπέτειες που κατέγραφε ήταν αληθινές».
σελ. 98-99, αναφορά στη λειτουργία των μοναστηριών, στην αντίληψη ότι πετυχημένο μοναστήρι είναι το πλούσιο και στην πλήρη υποταγή των καλόγερων στον ηγούμενο ως βασική αρχή για την εύρυθμη λειτουργία.
σελ. 102, αναφορά στον Νεόφυτο Δούκα και στον Άνθιμο Γαζή προσωπικότητες του νεοελληνικού διαφωτισμού που εκφράζονται με σκληρά λόγια για τους αγιορείτες.
σελ. 86-87, Η στάση του αγιορειτών που ζητούν από τον Χίτλερ να αναλάβει την προστασία και την κηδεμονία τους. Αναρτούν σε όλες τις μονές το πορτρέτο του. Επίσης αναφορά στην πολιτική του Όρους σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους.
σελ. 165, ο φανατισμός εισάγεται από του πρώτους Χριστιανούς σε αντίθεση με την ανεκτικότητα που χαρακτήριζε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους.
σελ. 191-193, αναφορές σε ιστορικά διαπιστωμένα γεγονότα. Ο Τσιμισκής δολοφονεί το θείο του Φωκά, ο Άγος Αθανάσιος τον συγχωρεί για να εξασφαλίσει την εύνοιά του. Ο Μ. Κωνσταντίνος σκότωσε τον πρωτότοκο γιό του και τη δεύτερη γυναίκα του. Οι Θεσσαλονικείς υποφέρουν περισσότερα από τους Βυζαντινούς λόγω του πολυθεϊσμού τους,
σελ. 210, αναφορά στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί. Τα εβραϊκά νεκροταφεία ήταν στη σημερινή πανεπιστημιούπολη, η Θεολογική σχολή χτίστηκε πάνω τους. (Θυμάμαι ότι είχα διαβάσει σε βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου ότι το προαύλιο του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη είναι στρωμένο με μάρμαρα από τα εβραϊκά νεκροταφεία)
σελ. 212, για τον πολιτικό ρόλο της «Ζωής».
σελ. 238-239, κριτική στη γλώσσα της εκκλησίας. Ενώ οι ευαγγελιστές έγραψαν στην καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής, η εκκλησία εμμένει να χρησιμοποιεί μια φτιαχτή γλώσσα. Το Σύνταγμα απαγορεύει τη μεταγραφή των ιερών κειμένων σε άλλους εκτός της εκκλησίας.
σελ. 244, ο Θεοδόσιος υπήρξε μεγάλος διώκτης του αρχαίου πολιτισμού, ο Ιουστινιανός κλείνει το 529 μ.Χ. τη φιλοσοφική σχολή Αθηνών και οι φιλόσοφοι καταφεύγουν στην Περσία.
σελ. 245-246, επανέρχεται στη διάλεξη του Καστοριάδη και τη συνδυάζει με αυτή του μυθιστορηματικού προσώπου Βεζιρτζή όπου ο Αλεξάκης εκθέτει συμπυκνωμένο το σκεπτικό του βιβλίου μέρος του οποίου υπάρχει στο οπισθόφυλλο.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2008

Εξιλέωση,Ίαν Μακ Γιούαν

Οι σημειώσεις από το βιβλίο αυτό, το πρώτο του Μακ Γιούαν που διάβασα τον Γενάρη του 2003, ανασκαλεύτηκαν με αφορμή την ταινία που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους. Δεν την είδα (ακόμη), αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν μεταφέρονται με κινηματογραφικό τρόπο αποχρώσεις "λόγου", όπως φαίνεται από τ' αποσπάσματα που τότε είχα ξεχωρίσει· χωρίς να μειώνει αυτό την (αυτόνομη) αξία της ταινίας.

Αρχικά έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται απλώς για ένα χαριτωμένο βιβλίο, του οποίου το πνεύμα συμπυκνώνεται στη φωτογραφία του εξώφυλλου: ένα κοριτσάκι 13 χρόνων, σκεπτικό, σχεδόν συνοφρυωμένο, ξυπόλυτο, ανήσυχο. Η Βρυώνη δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί· από πολύ μικρή έχει τη «στόφα» της συγγραφέως, έχει ευαισθησία και παρατηρητικότητα.
Ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός, που προετοιμάζεται από τις πρώτες σελίδεςτου βιβλίου, είναι καθοριστικό για την ωρίμανση του μικρού κοριτσιού αλλά και για την πορεία όλου του βιβλίου: η Β. είναι μοναδικός μάρτυρας του «βιασμού» μιας οικογενειακής φίλης από κάποιον, τον οποίο η ίδια ταύτισε με τον φίλο της αδελφής της. Η μαρτυρία της είναι αρκετή για ν’ απομακρύνει τον Ρ. Τέρνερ από την οικογένεια και την περιοχή, να φύγει μαζί και η αδελφή και ν’ ανατραπούν όλες οι ισορροπίες στην οικογένεια.
Καθώς όμως η Β. μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ότι όλα ήταν συνδυασμένα λάθος στην παιδική της φαντασία, ότι η υπόθεση ότι ένοχος ήταν ο Ρόμπι ήταν απλώς μια υπόθεση, μια προέκταση των γεγονότων που είχαν προηγηθεί, κι ότι ουσιαστικά είχε οδηγήσει κάποιον αθώο στην καταδίκη. Αυτή η ενοχή είναι κι ο πυρήνας του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο έχουμε την περιγραφή των εφηβικών αυτών περιστατικών, στο δεύτερο μεταφερόμαστε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (λίγο πριν την απόβαση στη Νορμανδία), όπου ξαναβρίσκουμε τον Τέρνερ, σε άθλια κατάσταση (τραυματισμένο, νικημένο, πεινασμένο με την απειλή των Γερμανών κλπ.)
Σελ 205:
Ένιωσε πάλι το αόρατο χέρι να του σφίγγει τον λαιμό. Η πιθανότητα να περάσει χίλιες νύχτες εγκλεισμού, γυρνώντας άγρυπνος στο παρελθόν, περιμένοντας τη ζωή του να ξαναρχίσει, χωρίς να ξέρει καν αν και πότε θα ξαναρχίσει.
Σελ. 218:
(…)Το μόνο που τους ένωνε ήταν μερικά λεπτά σε μια βιβλιοθήκη πριν από χρόνια. Μήπως παραήταν εύθραυστο;
Σελ. 277:
«Θα σε περιμένω. Γύρισε πίσω». Οι λέξεις δεν ήταν ανούσιες, κι όμως δεν τον άγγιζαν. Ήταν φανερό- κάποιος άνθρωπος που περιμένει κάποιον άλλον είναι κάτι σαν άθροισμα. Περιμένει. Δεν κάνει τίποτα, περνά ο χρόνος, και ο άλλος πλησιάζει. (+++σελ.278)
Στο τρίτο μέρος συναντιούνται ξανά η Σεσίλια και ο Ρόμπι, και τους βρίσκει στη συνέχεια η ώριμη πια Βρυώνη, που προσπαθεί να «επανορθώσει». Η κατάσταση είναι φυσικά πολύ διαφορετική και πολύ ρευστή, η σχετικότητα των αξιών παρουσιάζεται πια ανάγλυφα. Τι ακριβώς είχε γίνει, ποιος ήταν υπεύθυνος, ποιος ένοχος, όλα θολά στη χοάνη του χρόνου.
Το βιβλίο τελειώνει με την ηλικιωμένη πλέον Βρυώνη, που είναι καταξιωμένη συγγραφέας και φέρεται να έχει καταγράψει την προσωπική της ιστορία της και να έχει αποστασιοποιηθεί απ’ αυτήν (Συλλογίστηκα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, εκείνο που έπρεπε να είναι το πρώτο μου). Οι τρεις τελευταίες σελίδες είναι καταπληκτικές, σφραγίζουν όλη την ιστορία, και παρά το … μεταμοντέρνο χαρακτήρα τους αποδίδουν το πνεύμα όλου του βιβλίου. Φαίνεται δηλαδή ξεκάθαρα πια ότι κεντρικό στοιχείο είναι η σχετικότητα όλων των γεγονότων που κάποτε ήταν σημαντικά, που υπό το πρίσμα του χρόνου χάνουν τη λάμψη τους, την αίγλη τους και τη σημασία τους. Και μπορεί εντέλει να τα δει κανείς από τελείως διαφορετική σκοπιά, πλήρως αντεστραμμένα.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2008

248 λέξεις για το βιβλίο της Μαρίνας Πετράκη, ο μύθος του Μεταξά (Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα)

Το βιβλίο της Μ. Πετράκη αποτελεί μια εμπεριστατωμένη κριτική ματιά στην οργάνωση και διεξαγωγή της προπαγάνδας από τη δικτατορία του Ι. Μεταξά. Οι μηχανισμοί που «έστησε» το Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού και ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκούσε το Υπουργείο Ασφαλείας με το Μανιαδάκη στάθηκαν τα δύο καθοριστικά στηρίγματα του καθεστώτος.
Η συγγραφέας παρουσιάζει μεθοδικά αυτήν την δράση της 4ης Αυγούστου εστιάζοντας ξεχωριστά σε κάθε κεφάλαιο σε πτυχές όπως του τύπου, της ραδιοφωνίας, του κινηματογράφου, του θεάτρου.
Σε πολλά σημεία το βιβλίο γίνεται αποκαλυπτικό, όπως για τη διαχείρηση χρημάτων από την ΕΟΝ ή τον εορτσμό των επετείων του καθεστώτος. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σημειώσεις τεκμηρίωσης της αφήγησης που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου
Κουραστικός γίνεται ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας του βιβλίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η λεπτομερής εξιστόρηση των κινηματογραφικών ταινιών και «ζουρνάλ» που παρήγαγε η δικτατορία για προπαγανδιστικούς λόγους. Αφιερώνονται πολλές σελίδες για να παρουσιαστεί το υλικό και να οδηγηθούμε στα ίδια συμπεράσματα, κάτι ίσως απαραίτητο για τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα αλλά για την έκδοση που αφορά το ευρύ κοινό μάλλον άσκοπο. Ακόμα ο χωρισμός σε κεφάλαια ανά μέσο προπαγάνδας οδηγεί πολλές φορές στη αλληλοκάλυψη.
Ξανά επί της ουσίας ανακαλύπτουμε πίσω από την εικόνα που κατασκεύαζε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός να κρύβεται η ανασφάλεια του Ι. Μεταξά. Όντως αντιδημοφιλής και αποτυχημένος πολιτικός πολλές φορές δεν πείθεται ούτε ο ίδιος από την εικόνα που προβάλλεται για το άτομό του. Ο πρώτος εργάτης και αγρότης, ο πατέρας, η μεσσιανική του παρουσία είναι κατασκεύασμα της προπαγάνδας που όμως πολλές φορές δεν έπειθε ούτε τον ίδιο.

και άλλες 12 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου


σελ. 33, η εύνοια που έδειξε το καθεστώς προς τους ιδιοκτήτες εφημερίδων και το ενδιαφέρον για τον επαρχιακό τύπο.
σελ. 46, για την ΕΟΝ όπου έπρεπε να συμμετέχουν οι νέοι και να παρακολουθούν τις συγκεντρώσεις κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Είκοσι απουσίες σήμαινε αποβολή από το σχολείο. Η συμμετοχή στην ΕΟΝ σήμαινε και εξασφάλιση εργασίας στο δημόσιο.
σελ. 50, τα Τάγματα Εργασίας της 4ης Αυγούστου μίμηση των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου.
σελ. 72, κάψιμο βιβλίων, λογοκρισία Θουκυδίδη και Σοφοκλή.
σελ. 77, μεσσιανική παρουσίαση του Μεταξά από την προπαγάνδα.
σελ. 90, ο εορτασμός της 4ης Αυγούστου 1938 κόστισε 200 εκ δρχ. Το ίδιο και για τον εορτασμό του 1940 παραμονές του πολέμου, σελ. 402.
σελ. 155 για τη σπατάλη υπέρογκων ποσών για τις στολές της ΕΟΝ. Πολύ καλή και η τεκμηρίωση στις σημειώσεις σελ. 422.
σελ. 237, για το ελληνογερμανικό κλήριγκ και την επιρροή της Γερμανίας στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
σελ. 279 και εξής, για το ρόλο της γυναίκας ως μητέρας, την προώθηση της οικογένειας, τους ομαδικούς γάμους με κουμπάρο το Μεταξά κλπ
σελ. 307, για τη δίωξη του ρεμπέτικου τραγουδιού
σελ. 341, για τη «Βαρβάρα», ρεμπέτικο που απαγορεύτηκε
σελ. 357, «Κύριοι, έχω λογοκρισία και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω».

Σταυροφορία χωρίς σταυρό, Άρθουρ Καίστλερ

για μερικούς, ω,το να μην είναι μάρτυρες,
είναι μαρτύριο

Εκπληκτικής διεισδυτικότητας ψυχογράφημα με ήρωα ένα νεαρό, τον Πήτερ, 22 χρόνων, που αυτοεξορίζεται δραπετεύοντας σε μια – ανώνυμη- χώρα ως πολιτικός πρόσφυγας. Οι χώρες δεν κατονομάζονται, αλλά προφανώς η χώρα προέλευσης είναι η Σοβιετική Ένωση όπου φυλακίστηκε, βασανίστηκε και, ως λαθρεπιβάτης πια έφτασε σε Ευρωπαϊκή χώρα, μάλλον ενώ δεν είχε τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Στο Προξενείο επιδιώκει να καταταγεί στο στρατό της χώρας αυτής προκειμένου να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά οι καθυστερήσεις τον αναγκάζουν να «ενδοσκοπηθεί», να θυμηθεί, να αναζητήσει τα αίτια, να οδηγηθεί σ’ ένα είδος «κάθαρσης».
Αρχικά γεννιέται ένας έντονος, κεραυνοβόλος έρωτας που του ξυπνάει τις ζωικές αισθήσεις. Όταν αναγκάζονται οι δυο νέοι να χωρίσουν, ο Πήτερ αρρωσταίνει: πσραλύει το πόδι του και ψήνεται επί μέρες στον πυρετό. Η Σόνια, ψυχίατρος και οικογενειακή φίλη που τον φιλοξενεί (εφόσον ουσιαστικά είναι παράνομος), αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για ψυχοσωματική αρρώστια και του εκμαιεύει σιγά-σιγά αναμνήσεις, ενοχές, απωθημένες επιθυμίες. Η σταδιακή αυτή αποκάλυψη, ανάδυση του παρελθόντος από το υποσυνείδητο στο συνειδητό γίνεται αβίαστα, «κατά το εικός και αναγκαίο». Γεγονότα που δείχνουν τις ενοχές του Π. από την παιδική του ηλικία, απέναντι π.χ. στο κουνέλι που προοριζόταν για φαγητό και δεν «το σκεφτόταν» συνέχεια ώστε να το προστατεύσει, ενοχές απέναντι στα παιδικά συναισθήματα κατωτερότητας απέναντι στον ανακριτή, ενοχές γιατί λιγοψύχησε όταν τον βασάνιζαν (φρικτά) επί σειρά ημερών, ενοχές απέναντι στον μικρό, ασθενικό αδελφό, του οποίου προκάλεσε και τον θάνατο (αυτή η τελευταία ανάμνηση πρόβαλε και τη μεγαλύτερη αντίσταση, φυσικά). Η Σόνια, με επαγγελματική ψυχρότητα προσπαθεί να τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι το «χρέος» του όχι μόνο το’ χει ξοφλήσει, αλλά βρίσκεται καθαρά στη φαντασία του (βλ. σελ. 120 +++).
Ο ήρωας, μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικές διεργασίες «καθαίρεται», φτάνει σιγά-σιγά στη λύτρωση και φυσικά θεραπεύεται (απ’ το πόδι). Όμως το βιβλίο δεν εστιάζει στην ψυχανάλυση. Η Οντέτ τον περιμένει στην Αμερική και φαίνεται ότι η παλιά του εμμονή (να θυσιάζεται, ν’ αγωνίζεται, να κινδυνεύει, να είναι ΜΑΡΤΥΡΑΣ) έχει ξεπεραστεί. Άλλωστε, όλοι πια τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό.
Το νερό λοιπόν «κυλά στ’ αυλάκι», ενώ συναντά κάποιον εξόριστο ναζί (απ’ ό,τι φαίνεται κι αυτός είναι αποδιωγμένος), και στην έντονη συζήτησή τους φαίνονται ανάγλυφα ομοιότητες των δυο συστημάτων, αλλά και της θέρμης με την οποία στρατέυτηκαν οι δυο αντίπαλοι. Η αδράνεια όμως αρχίζει και βασανίζει τον Πήτερ, ενώ στις σελ. 154-156 κορυφώνεται –νομίζω- η τραγικότητα του απογυμνωμένου πια από όνειρα ήρωα:
Γιατί με κοιτάζουν έτσι;/-Δεν σε κοιτάζουν. Το φαντάζεσαι./-Αναρωτιούνται: τι κάνει αυτός εδώ; Γιατί δεν πάει εκεί που ανήκει;/-Μα αφού δεν ανήκεις σε τίποτα, ηλίθιε./-Πώς μπορούμε να ζήσουμε αν δεν ανήκουμε πουθενά;/-Εσύ ανήκεις στον εαυτό σου. Είναι το δώρο που σου έκανα./-Δεν το θέλω· το δώρο σας είναι άκαιρο./-Τότε, τι θέλεις;/- Να μην ντρέπομαι για τον εαυτό μου (…)- Προτού σας συναντήσω, Σόνια ήμουν ηλίθιος. Κι ωστόσο ήμουνα πιο ευτυχισμένος τη νύχτα που κολύμπησα ίσαμε την ακρογιαλιά.
σελ. 157:
« Χάνω το μυαλό μου, σκέφτηκε. Προσευχήθηκα στα σωστά και δεν αστειευόμουν εντελώς. Ο θεός δεν απείλησε τον άνθρωπο αν αποκτούσε τη γνώση του καλού και του κακού; Παράξενος τρόπος να τον ενθαρρύνεις στους ηθικούς νόμους. Το φίδι, συνήγορος της ηθικής τάξης, καταδικάστηκε ανάμεσα σ’ όλα τα ζώα να σέρνεται με την κοιλιά· κι ο Αδάμ δεν πρόλαβε να καταπιεί το μήλο και κρύφτηκε πίσω απ’ τα δέντρα κι άρχισε να φέρεται σα νευρωτικός. Αυτό έμοιαζε σαν επιβεβαίωση των επιχειρημάτων του Μπερνάρ (του ναζί) που έλεγε ότι η δίψα για δικαιοσύνη ήταν ένδειξη νευρασθένειας. Κι ότι η αναζήτηση ηθικών αξιών συνοδεύεται πάντα από κάποια νοσηρότητα (…). Μην περιμένετε από υγιά κίνητρα να σας οδηγήσουν σε νοσηρές πράξεις αυτοθυσίας. Η ευημερία της φυλής βρίσκεται πάνω σε κείνους που πληρώνουν φανταστικά χρέη. Ξεριζώστε τις ρίζες της ενοχής τους και δε θα μείνει παρά η άμμος της ερήμου.
(…) «Θεέ μου», μουρμούρισε, «ποιος θα μου δώσει πίσω τα χαμένα μου χρόνια; Ποιος θα ξοφλήσει αυτή την επιταγή ζωής που έχω στην τσέπη μου; Εκατομμύρια τσαλαβουτάνε σ’ αυτήν την καταστροφή, και μόλις που βρέχουνε τα πόδια τους. Δεν είναι ούτε χειρότεροι, ούτε καλύτεροι από μένα. Γιατί εγώ; Γιατί ειδικά εγώ;»
Μ’ αυτόν τον κυνισμό βλέπει πια το νόημα της θυσίας, και νιώθει μέχρι το τελευταίο κύτταρο του οργανισμού του ότι πολεμάει με σκιές, ότι κυνηγάει χίμαιρες (ήδη ακούει τη φωνή της προδοσίας στην οποία είχε αναφερθεί και ο Μπερνάρ: «Στο κάτω- κάτω, γιατί όχι»;)

Παρόλ’ αυτά, όταν φαίνεται ότι πια είναι ξεκαθαρισμένος, και παίρνει επιτέλους το πλοίο που θα τον πήγαινε στην Αμερική, στην Οντέτ, κατεβαίνει τρέχοντας πανικοόβλητος και ... κατατάσσεται ξανά σε μια αποστολή. Η συνειδητή επιλογή αυτής της παράλογης- πια- και συνειδητά νοσηρής προσφοράς μέχρι αυτοθυσίας αποδίδεται στις σκέψεις του ήρωα (σελ. 177-178) αλλά και στις προσωπικές λογοτεχνικές σημειώσεις του (διήγημα;) που παρατίθενται στο τέλος του κεφαλαίου.
«Ναι, δεχόταν, με τα μάτια ορθάνοιχτα, και περισσότερο «παρόλ’ αυτά» παρά «εξαιτίας» τους. Κι έτσι ήταν. Αν δεχόσουνα έναν δρόμο δεν έπρεπε να ρωτάς για ποιο λόγο, το «εξαιτίας» δεν έπρεπε ν’ αποτελεί ερώτημα. Όποιος λέει «εξαιτίας» θα γνωρίσει τη διάψευση τω ελπίδων του. Δεν υπάρχει στέρεα γη κάτω απ’ τα πόδια του. Μα όποιος δέχεται παρόλες τις έκδηλες αντιρρήσεις του, αυτός θα είναι ασφαλής.
Εκεί βρισκόταν η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη σταυροφορία που είχε τελειώσει με την αρρώστια του και τη δεύτερη, για την οποία ξεκινούσε τώρα. Την πρώτη φορά, είχε ξεκινήσει αγνοώντας τα αίτια της· τώρα, τα ήξερε, μα καταλάβαινε πως τα αίτια δεν έχουνε και τόση σημασία. Βρίσκονται εκεί, σαν το κέλυφος γύρω απ’ το κουκούτσι, παραμένει ανέπαφο, μακριά απ’ τα’ αποτελέσματα και τα αίτια.
Σ’ αυτό το σημείο συνειδητότητας φτάνει ο «σταυροφόρος» - χωρίς σταυρό- μέσα από τα βιώματα και τα συναισθήματα, όχι μόνο μέσα από λογικές διεργασίες (οι οποίες, φαίνεται, εκ των υστέρων φαίνεται να ερμηνεύουν τη στάση του ήρωα).
Έτσι, φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα το motto του τελευταίου κεφαλαίου:
Για μερικούς, ω,
Το να μην είναι μάρτυρες, είναι μαρτύριο.
Ντον
Χριστίνα Παπαγγελή