Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2023

η ιστορία του αδερφού μου, Ζουλφί Λιβανελί

Δεν ξέρετε πως η αφήγηση είναι πιο πραγματική απ’ την πραγματικότητα 
ή αλλιώς ότι είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουμε την πραγματικότητα;
     Μια απίστευτη ιστορία αφηγείται ο Αχμέτ Μπέη στη νεαρή και γεμάτη αθώα περιέργεια ανώνυμη δημοσιογράφο, μια «πραγματική» ιστορία με πρωταγωνιστή τον δίδυμο αδερφό του Μεχμέτ· μια ιστορία πάθους που κρατά σε αγωνία και υπερένταση την άπειρη κοπέλα, μακριά από το σπίτι της -χωρίς σχεδόν να το θέλει-, και θυμίζει τις ατέλειωτες μαγικές εξιστορήσεις της Χαλιμάς. Πρόκειται για εγκιβωτισμένη ιστορία μέσα στη συνολική πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση μιας μεγαλύτερης αφήγησης, με πρωταγωνιστή αυτήν την φορά τον Αχμέτ, έναν ιδιόρρυθμο, «sui generis» μοναχικό άνθρωπο, που φαίνεται να απολαμβάνει τη μοναξιά του, για να μην πούμε ότι την επιδιώκει.
     Η γοητεία της παραμυθιακής, συναρπαστικής ιστορίας αγγίζει κατευθείαν τον αναγνώστη. Πράγματι, η αφηγηματική σαγήνη της γραφής του Λιβανελί (όπως και του Παμούκ και -είμαι σίγουρη, χωρίς να γνωρίζω- κι άλλων Τούρκων συγγραφέων) φαίνεται να κρύβει μια πλούσια παράδοση πίσω της, μια παράδοση της τεχνικής του παράδοξου/σοφού ανατολίτικου παραμυθιού, που αγκιστρώνει όχι μόνο το ενδιαφέρον και την περιέργεια για την πλοκή, αλλά αιχμαλωτίζει και το συναίσθημα, σκάβοντας βαθιά πηγάδια στον εσωτερικό κόσμο του ακροατή.
    Ο Αχμέτ είναι συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός 58 χρονών, με αρκετά καλή οικονομική επιφάνεια, σε βαθμό που να έχει στην υπηρεσία του μια οικιακή βοηθό, την Χατιτζέ, με τον αργόστροφο γιο της , τον Μουχαρρέμ. Από τις πρώτες σελίδες παίρνουμε γεύση της εκκεντρικότητας του αφηγητή, που φτάνει στα όρια τέτοιου ψυχαναγκασμού που θα λέγαμε, από ψυχιατρική άποψη, ότι έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της σχιζοειδούς προσωπικότητας. Οι λεπτομέρειες του τρόπου διαβίωσης είναι από απίθανες μέχρι απολαυστικές, π.χ. τα σε απόλυτη τάξη πεντακάθαρα ρούχα του είναι ταξινομημένα με βάση την… θερμοκρασία για την οποία είναι κατάλληλα, ώστε κάθε πρωί, ανάλογα με την ένδειξη του θερμομέτρου, επιλέγει την κατάλληλη φορεσιά (η γκαρνταρόμπα μου είναι διαμορφωμένη με βάση την κλίμακα των πέντε βαθμών). Επίσης, -ενδεικτικό της υπέρμετρης φιλαναγνωσίας-, όλα τα δωμάτια είναι βιβλιοθήκες (εκτός από την κουζίνα, μόνο ένα δωμάτιο δεν είναι βιβλιοθήκη), τα δε ράφια με τα βιβλία, ως επί το πλείστον μεταλλικά, χωρίζουν τους χώρους σε υποδωμάτια, όπου τα βιβλία είναι κατανεμημένα σε συναισθήματα: δωμάτιο της εκδίκησης, της ζήλιας, του έρωτα, της αυτοκτονίας, του εγκλήματος κλπ (!!!) (ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς να καταλαβαίνω τα συναισθήματα). Γαργαλιστική λεπτομέρεια, ότι αποφάσισε να μην συμπεριλάβει και τη μουσική σ’ αυτά τα δωμάτια γιατί «η μουσική δεν εξηγούσε όπως η λογοτεχνία τα συναισθήματα, αλλά σκόπευε να κάνει τον άνθρωπο να τα νιώσει. Κι αυτό ήταν άχρηστο, μιας κι εγώ είχα ανάγκη να μάθω κι όχι να ζήσω τα συναισθήματα» (!!!).
     Ένας άνθρωπος επομένως εύστροφος μεν αλλά απονεκρωμένος συναισθηματικά, ή μάλλον καλοκλειδωμένος, ένας άνθρωπος που παθαίνει πανικό αν τον αγγίξει κάποιος άλλος άνθρωπος σωματικά, κι έχει μάλιστα επινόησει/κατασκευάσει ένα μηχάνημα για να εισπράττει την αναγκαία σε κάθε άνθρωπο αγκαλιά· που βλέπει οράματα με μοβ λαγούς να φεύγουν ή με μιναρέδες που σκύβουν στη λίμνη να πιουν νερό. Και καθώς προχωρά η γνωριμία μας μαζί του, βλέπουμε τις παραξενιές («αλλόκοτα χούγια» κατά την Αρζού) να πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο είναι καλλιεργημένος, αγαπά την ποίηση, μελετά, ενδιαφέρεται για τους άλλους, ψάχνει, παρατηρεί. Η αυθεντικότητά του παρόλο τον ψυχαναγκασμό, δείχνει κάποιον που πιθανόν κρύβει μεγάλη πληγή, κι αυτό το μυστήριο είναι ίσως η βαθύτερη αιτία που βρήκα το μυθιστόρημα συναρπαστικό.
     Με αφορμή τη μυστηριώδη δολοφονία της όμορφης και προκλητικής Αρζού Χανούμ, μετά τη νυχτερινή δεξίωση στον κήπο του σπιτιού του Αλή και της Αρζού στην Ποντίμα, ένα ήσυχο ψαροχώρι στη Μαύρη Θάλασσα, αρχίζουν οι αστυνομικές έρευνες και οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ταράζοντας την ησυχία του μικρού χωριού. Ο Αχμέτ, που ήταν κι αυτός ένας από τους καλεσμένους της γιορτής, δέχεται την απροσδόκητη επίσκεψη της άγνωστης δημοσιογράφου που του χτύπαγε επίμονα κι αναιδέστατα το κουδούνι (τόσο νέα, που δεν θα μπορούσε να είναι εισαγγελέας ή αστυνομικίνα). Την πρώτη γεύση της παραξενιάς του την δέχεται η επισκέπτρια από τις πρώτες φράσεις: (-Εσείς δεν είστε ο Αχμέτ Ασλάν; -Όχι.-Μα πώς είναι δυνατόν; Εσείς δεν μένετε σ’ αυτό το σπίτι; -Μένω. -Τότε λέγεστε Αχμέτ Ασλάν! -Όχι, δεν λέγομαι έτσι -Αλλά πώς; -Αχμέτ Αρσλάν (!!!))
     Όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, το ένα αυτό γράμμα, ή αλλιώς η παραπλήσια προφορά του ονοματεπώνυμου κάποιου μπορεί να προκαλέσει σύγχυση της ταυτότητάς του και να αποβεί μοιραία για την πορεία όλης του της ζωής (αν ξέρατε τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα γράμμα...) Η νεαρή κοπέλα ασφαλώς βρίσκει ανυπόφορες όλες αυτές τις ψυχαναγκαστικές ιδιοτροπίες που ακολουθούν και στις υπόλοιπες συναντήσεις. Ωστόσο, έχει ισχυρό κίνητρο τη φιλοδοξία να βγάλει «δημοσιογραφικό λαυράκι» (ήταν ερωμένη σας;) και στη συνέχεια την ωθεί η έμφυτη περιέργειά της, ενώ αντίστοιχα ο Αχμέτ διασκεδάζει με την αθωότητά της, τα νιάτα της, το σάστισμά της, τις άδηλες αντιδράσεις της (κατάφερα να ανοίξω μια τρύπα στην πανοπλία της αποφασιστικότητάς της. Ο θυμός της εξανεμίστηκε, με κοίταξε με παραξενεμένο βλέμμα/αυτό που τραβούσε περισσότερο την προσοχή μου ήταν το κάτω χείλος της –ήταν ένας δείκτης που είχε τοποθετηθεί εκεί για να φανερώνει τι αισθάνεται μέσα της η κοπέλα). Η «ένδειξη» του κάτω χείλους είναι ένα διασκεδαστικό μοτίβο που θα ακολουθήσει όλους τους απίθανους διαλόγους και τις πολύωρες επισκέψεις μέχρι να εγκατασταθεί για κάποιες μέρες η νεαρή στο -αφιλόξενο κατά τ’ άλλα- σπίτι του Αχμέτ, εφόσον καίγεται από λαχτάρα να ακούσει επιτέλους την εκπληκτική, ερωτική ιστορία του αδερφού του (π.χ. στύλωνε το βλέμμα στο δάπεδο και παρέμεινε με σφιγμένο το κάτω χείλος, κάτι που συμβόλιζε την αθωότητα).
     Οι ψυχογραφικές παρατηρήσεις του Αχμέτ καθώς παρακολουθεί τις μεταλλαγές της διάθεσης της κοπέλας που ακούει με προσοχή τις αφηγήσεις του (οι εκφράσεις και το βλέμμα της άλλαζαν τόσο γρήγορα, όσο και ο απρόβλεπτος καιρός στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας), είναι ακόμα ένα στοιχείο που κάνει το μυθιστόρημα ξεχωριστό. Αρχικά ο ήρωας αναφέρεται σύντομα στην ιστορία της ζωής του, που κατά κάποιον τρόπο είναι παράλληλη με του Μεχμέτ, εφόσον ο αδερφός του ήταν δίδυμος. Έχασαν τους γονείς τους σε αυτοκινητιστικό όταν τα δυο παιδιά ήταν δέκα χρονών και τους μεγάλωσε ο παππούς με τη γιαγιά στην Άγκυρα, σπούδασαν ο ίδιος πολιτικός μηχανικός και ο αδερφός ηλεκτρολόγος μηχανικός. Αντίστοιχα κι εκείνη, αναγκασμένη από μια άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, του μιλά για τον εαυτό της: μοναχοκόρη, ζει με τους γονείς, σπουδές, μεταπτυχιακό, επαγγελματική φιλοδοξία, ενώ θυμώνει στην ερώτηση αν έχει «φίλο».
     Καθώς περνούν οι μέρες, προχωρούν και οι έρευνες που υποδεικνύουν ως πιθανότερη ένοχη την Βουλγάρα υπηρέτρια της Αρζού, τη Σβετλάνα. Η δημοσιογράφος τριγυρίζει σαν νυχτοπεταλούδα στην περιοχή, και ιδιαίτερα στο σπίτι του Αχμέτ, με τον οποίο πια έχει αποκτήσει οικειότητα. Οι ώρες που περνούν μαζί, με άξονα τις αφηγήσεις, τους αναγκάζουν να μοιράζονται την καθημερινότητά τους, όπου οι βέβαια οι αντιθέσεις είναι αγεφύρωτες και ξεκαρδιστικές, όσο αφορά π.χ. τις γευστικές προτιμήσεις (την καλεί για φουαγκρά με σύκο γλυκό!), τα διαβάσματα κλπ. Η μικρή τον θεωρεί γενικά θεόμουρλο, αλλά η διαίσθησή του στο να ψυχολογεί τους άλλους, τα κίνητρά τους και τις προθέσεις τους την προσελκύουν σαν μαγνήτης (με ρώτησε πώς κατάλαβα ότι η Σβετλάνα ήταν ερωτευμένη με τον Αλή. "Έχω αποκτήσει τη συνήθεια να παρακολουθώ με ψύχραιμη, καθαρή ματιά, που δεν έχει διαστρεβλωθεί απ’ το εγώ ή τα συναισθήματα. Ίσως το έχετε προσέξει, παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να το κάνουν, καθώς είναι υπεραπασχολημένοι με τα συναισθήματα και το εγώ τους. Αδυνατούν να ασχοληθούν με τους άλλους").
     Ο Αχμέτ παίρνοντας φόρα από την αυξανόμενη εμπιστοσύνη της μικρής κοπέλας, ξεδιπλώνει διάφορα λεπτομερή σενάρια για τη δολοφονία (ναι αλλά τα διηγείστε σαν να ήσαστε εκεί) που εξιτάρουν την περιέργεια της κοπέλας (ουφ, επιτέλους! Ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό μέρος αυτής της ιστορίας;), ενώ εκμυστηρεύεται και σε μας πώς βίωσε ο ίδιος τη μοιραία βραδιά.
 Πού άρχιζαν οι ιστορίες;
Πού τέλειωνε η πραγματικότητα;
     Το βαθύτερο κίνητρο που σπρώχνει την δημοσιογράφο να παραβιάσει όλες τις αρχές και συνήθειες για να ακούσει τον Αχμέτ, είναι ότι ο Αχμέτ της υποσχέθηκε ότι πρόκειται για την πιο απίθανη ερωτική ιστορία που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μάλιστα, διορθώνει τη λέξη έρωτας με τη λέξη «σεβντάς» (ο άνθρωπος χάνει τη θέλησή του. Αρχίζει να σε κατευθύνει εκείνος. Ξεστρατίζει ο νους, αδυνατείς να σκεφτείς λογικά. Ο σεβντάς είναι διαφορετικός απ’ τον έρωτα. Ο κίνδυνος βρίσκεται στον σεβντά).
     Περίπου λοιπόν στο ένα τρίτο του βιβλίου, αρχίζει η εγκιβωτισμένη ιστορία του Μιχαήλ, που διακόπτεται βέβαια από την ροή της αφήγησης του «σήμερα», που δεν παύει να έχει ενδιαφέρον (ανακρίσεις στον εισαγγελέα, έντονοι διαπληκτισμοί μεταξύ Αχμέτ και δημοσιογράφου (το παράξενο ήταν ότι, ενώ πότε πότε μου μιλούσε στον ενικό, όταν με μάλωνε, προτιμούσε τον πληθυντικό), σωματικό άγγιγμα και πανικός Αχμέτ, δάγκωμα νεαρής από τον ζηλιάρη σκύλο Κέρβερο, ακόμα και φιλοσοφικές συζητήσεις). Θα εστιάσω όμως στην ιστορία του Μιχαήλ που είναι πράγματι συγκλονιστική, και ο αναγνώστης δοκιμάζει έντονα συναισθήματα όπως έκπληξης, αγωνίας, αδημονίας (κάθε φορά λέω να μην εκπλαγώ, αλλά καταφέρνετε πάντα να με εκπλήσσετε), όπως ακριβώς η φανατική ακροάτρια του Αχμέτ, η οποία αναγκάστηκε να λέει σωρηδόν ψέματα στους δικούς της για να δικαιολογήσει την απουσία της απ’ το σπίτι, ενώ πολλές φορές από τη νύστα έκλειναν τα βλέφαρά της την ώρα της ακρόασης.
     Η τραγωδία για τους δύο αδερφούς που βρέθηκαν για επαγγελματικούς λόγους στο Μινσκ ξεκίνησε από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή τους «το ομορφότερο πλάσμα που είδε ποτέ η ανθρωπότητα» (το πρόσωπο που έβλεπα ήταν φωτισμένο με ένα θεϊκό φως. Δεν μιλάμε για ομορφιά, μα για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο) -και βέβαια η ανυπομονησία της δημοσιογράφου υψώνεται κατακόρυφα (Και πώς είναι αυτό το ωραίο πλάσμα; Έχετε καμιά φωτογραφία;). Η κοπέλα, η Όλγα, ήταν Ρωσίδα, κι ως εκ τούτου χρειάζεται ένας μεταφραστής να διαμεσολαβεί ανάμεσα σ’ εκείνην και στον χαζεμένο Μεχμέτ. Για την ακρίβεια μια μεταφράστρια, η Λουντμίλα, που παίζει κι αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκιβωτισμένη ιστορία. Μια ιστορία ενός θυελλώδους έρωτα με… διερμηνέα, ενός απίθανου, απρόβλεπτου και μοναδικού αναγκαστικού χωρισμού που οδήγησε τον Μεχμέτ σε φυλάκιση χωρίς καμιά εξήγηση, για πολλά χρόνια στην άγνοια και σε άθλιες ζωώδεις συνθήκες. Όταν πια αποφυλακίστηκε έμαθε (κι αυτό από καθαρό καπρίτσιο της τύχης) ότι θεωρήθηκε ύποπτος από την KGB ως πράκτορας των… Τσετσένων!
     Τρεις μεγάλες ανατροπές οδηγούν στη λύση του μυστηρίου της απίστευτης ιστορίας του Μεχμέτ, ενώ το τέλος αφήνει και τη νεαρή κοπέλα άναυδη. Όμως ο αναγνώστης του βιβλίου, όπως και η δημοσιογράφος- άλλωστε έχει ακόμα να ζήσει πολλές εκπλήξεις, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του Αχμέτ και με το έγκλημα της δολοφονίας της Αρζού.
      Η πραγματική πλευρά της ζωής είναι η φανταστική
     Η πλοκή κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υπερδιέγερση, αλλά θα έλεγα ότι στο βιβλίο αυτό πρωταγωνιστεί και αναδεικνύεται η μεταμοντέρνα αντίληψη περί αφήγησης. Ο ήρωάς μας, παθιασμένος αφηγητής, είναι βιβλιομανής, γράφει δοκίμια, λατρεύει τις ιστορίες, και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τους ανθρώπους πλάθοντας σενάρια που στοχεύουν στην κατανόηση της πραγματικότητας (απλώς αντιπαραβάλλω τα γεγονότα με τις καταστάσεις που διαβάζω στα βιβλία και συνήθως πετυχαίνω). Το βλέπουμε και το συναισθανόμαστε διαβάζοντας το βιβλίο, ότι ζει διπλή ζωή –άλλωστε το ομολογεί με άκρα αυτοσυνειδησία:
     πιστέψτε με, η λογοτεχνία είναι μοναδικός τρόπος για να κατανοήσουμε τη ζωή/
     η λογοτεχνία είναι πιο αληθινή απ’ την πραγματικότητα/
     ίσως η λογοτεχνία στηρίζεται περισσότερο και από την αφήγηση στον μόχθο για κατανόηση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2023

Ιούδας, Άμος Οζ

     Η αληθινή τραγωδία της ανθρωπότητας δεν είναι ότι οι καταδιωγμένοι και οι καταδυναστευόμενοι λαχταρούν να απελευθερωθούν και να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Όχι, το χειρότερο είναι ότι οι καταδυναστευόμενοι ονειρεύονται κρυφά να καταδυναστεύουν τους δυνάστες τους. Οι καταδιωγμένοι ποθούν να γίνουν διώκτες. Οι σκλάβοι ονειρεύονται να γίνουν αφέντες.
     Βρισκόμαστε στην Ιερουσαλήμ τον χειμώνα του 1959-60, μόλις μια δεκαετία μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (1948) και τον αιματηρό πόλεμο που επακολούθησε[1]. Νωπές οι πληγές στο νεοσύστατο κράτος όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας, μια ιστορία που μιλάει για ένα σφάλμα και μια επιθυμία, για μια απεγνωσμένη αγάπη κι ένα θρησκευτικό ζήτημα που παραμένει άλυτο, όπως επισημαίνεται στην πρώτη παράγραφο. Είναι συγκλονιστικό πόσο επίκαιρα γίνονται σήμερα τα ερωτήματα που έθεσε ο Οζ στο βιβλίο του αυτό (γραμμένο το 2014), ερωτήματα που αφορούν την δυνατότητα συνύπαρξης Αράβων και Ισραηλινών, τις προτάσεις που υπήρξαν το 1947 στον ΟΗΕ πάνω στο ζήτημα του Ισραηλινού κράτους και τα προβλήματα που ακολούθησαν. Επίσης, έρχονται στην επιφάνεια και θεολογικά ζητήματα που αφορούν τον ρόλο του Ιησού και του Ιούδα στην ιουδαϊκή θρησκεία, σε σχέση με την χριστιανική.
    Ο Σμούελ, ο κύριος πρωταγωνιστής, ευαίσθητος «πέραν του επιτρεπτού» (για άλλη μια φορά τα μάτια του βούρκωσαν) αλλά ανήσυχο κι ερευνητικό πνεύμα, είναι ένας νεαρός φοιτητής που αναγκάζεται να κόψει τις σπουδές του λόγω χρεωκοπίας των γονιών του, και ψάχνει για δουλειά, ενώ την ίδια εποχή τον εγκαταλείπει και η ερωτική του σύντροφος, η Γιορντένα, για να παντρευτεί κάποιον άλλον. Η ερωτική απόρριψή του καθώς και η απογοήτευσή του από την Ομάδα Σοσιαλιστικής Ανανέωσης («γκρουπούσκουλο» με -υποτίθεται- σοσιαλιστικό όραμα) τον φέρνουν στα όρια της κατάθλιψης, όταν σκοντάφτει πάνω σε μια ενδιαφέρουσα αγγελία εύρεσης εργασίας: εβδομηντάρης ανάπηρος άνδρας ζητάει έναν νεαρό να του κρατάει συντροφιά, για πέντε περίπου ώρες κάθε απόγευμα, με φαγητό και στέγη πληρωμένα. Τον ελεύθερο χρόνο του θα μπορεί να μελετά για να ολοκληρώσει τη διατριβή του, «Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού» που ο Σμούελ είχε ξεκινήσει με τρομερό ενθουσιασμό, ενώ ο καθηγητής του τον παρότρυνε να συνεχίσει την έρευνα, παρά την διακοπή των σπουδών.
     Στο μυστηριώδες, μοναχικό σπίτι όπου εγκαθίσταται ο νεαρός Σμούελ λοιπόν, κατοικεί ο ιδιόρρυθμος εβδομηντάρης Γκέρσομ Βαλντ, με κινητικά προβλήματα αλλά υπερδραστήριο μυαλό και διάθεση για κουβέντα, ύφος παιχνιδιάρικο έως και πονηρό, καυστικό και αυτοσαρκαστικό, καθώς και η γυναίκα που τον περιθάλπει, η 45χρονη γοητευτική Ατάλια Αμπραβανέλ, που αφού του δίνει τις οδηγίες εξαφανίζεται στον προσωπικό, άβατο χώρο της, κι εμφανίζεται αραιά και πού. Οι πρώτες εντυπώσεις αφήνουν στον Σμούελ μια αίσθηση μυστικοπάθειας, καθώς ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ζευγάρι (Βαλντ: η Ατάλια είναι κάτι σαν αφέντρα μου), ενώ πολύ αργότερα θα του αποκαλυφθεί ότι ο Βαλντ και η Ατάλια είναι πατέρας και νύφη, καθώς ο γιος (και σύζυγος της Ατάλια), ο Μίχα, πέθανε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1948 (2 Απριλίου). Στα τέσσερα αυτά πρόσωπα του μυθιστορήματος, θα προστεθεί σύντομα και ο επίσης νεκρός πατέρας της Ατάλια, ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, για τον οποίο ο Σμούελ είχε ακουστά (μέλος του εκτελεστικού του Εβραϊκού Πρακτορείου. Ή μέλος του Εθνικού Συμβουλίου; Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν ο μόνος ανάμεσά τους που ήταν ενάντιος στην ίδρυση κράτους; Ή μήπως ήταν απλώς ενάντιος στην γραμμή του Μπεν Γκουριόν;)
     Τρία λοιπόν είναι τα κεντρικά πρόσωπα που δρουν κι εξελίσσονται στη διάρκεια του μυθιστορήματος, αλλά αν προσθέσουμε τον Μίχα και τον Σαλτιέλ, ουσιαστικά πέντε είναι οι πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα ζητήματα του αραβοϊσραηλινού πολέμου και γενικότερα, των σχέσεων Αράβων- Ισραηλινών. Πέντε πρόσωπα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, με τόσο διαφορετικό παρελθόν, ηλικία, ιδεολογία, στάση απέναντι στη ζωή που δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να «αναγνώσει» από πολλές οπτικές το φλέγον αυτό ζήτημα, κι όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και συναισθηματικά.
     Θα λέγαμε ότι ο νεαρός φοιτητής μας αντιπροσωπεύει την φρέσκια, νεανική ματιά εφόσον δεν έχει φορτισμένο παρελθόν. Δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα όσο αφορά την ζωή του, όπως τουλάχιστον τα εξιστορεί στην Ατάλια -καθώς προσεγγίζονται δειλά δειλά (με τον Βαλντ μιλούν περισσότερο για θεωρητικά ζητήματα). Γεννημένος στη Χάιφα, με πατέρα χαρτογράφο που δούλευε στην κρατική υπηρεσίας χαρτογράφησης, μητέρα νοικοκυρά και μια μικρότερη αδερφή, μετακόμισε με την οικογένεια γρήγορα στο Αντάρ Ακαρμέλ, σ’ ένα μικρό στενάχωρο διαμέρισμα, χωρίς να έχει προσωπικό χώρο και χωρίς φίλους. Το μικρό αδύνατο αγόρι με πόδια καλάμια και τρυφερό βλέμμα, ξερόλας και πολυλογάς αλλά κατά βάθος μοναχικός, με τρομερό ενδιαφέρον για τις ιστορίες και τις περιπέτειες, καμουφλάρει την ευαισθησία του και την ανάγκη για τρυφερότητα πίσω απ’ τις εξιστορήσεις. Τώρα μοιάζει με άνθρωπο των σπηλαίων εφόσον με την αφάνα και την άγρια γενειάδα κρύβεται το «παιδιάστικο πρόσωπο». Δεν αγάπησε ποτέ τη μητέρα του ή τον πατέρα του (απεχθανόταν το μίγμα υποταγής και πικρίας που απέπνεαν μονίμως/την ταπείνωση του μετανάστη που τσακίζεται να γίνει αρεστός στους ξένους). Συναισθηματικά αποκομμένος από την οικογένεια, ανατρέχει συχνά στην πιο γλυκιά ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια, όταν τον φρόντιζαν και τον κανάκευαν για δυο τρεις μέρες, επειδή τον είχε τσιμπήσει σκορπιός! Τόσο στερημένος από έμπρακτη αγάπη ένιωθε, που αναρωτιέται, μέσα στο σπίτι του Βαλντ: «Λες να έβρισκε σ’ αυτούς ένα όψιμο υποκατάστατο των γονιών του; Μα αυτός είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ ίσα ίσα για να απομακρυνθεί μια για πάντα από κείνους!»
     Τα θέματα που φέρνει στο προσκήνιο ο Βαλντ είναι ποικίλα, με αφορμή τα αναγνώσματά του και κυρίως την επικαιρότητα, εφόσον καθημερινά σχολιάζει μετά την ανάγνωση της εφημερίδας («ακονίζει επιχειρήματα», όπως αναφέρει η Ατάλια). Από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ π.χ., μεταπηδά στην «ανοησία του Δαρβίνου» και της θεωρίας της φυσικής επιλογής, αλλά πολύ συχνά το θέμα έρχεται στις χριστιανικές απόψεις για τον Ιούδα και τον Χριστό, που άλλωστε είναι και το θέμα διατριβής του Σμούελ. Ο Σμούελ ακούει προσεκτικά τις μακροσκελείς «διαλέξεις» του εργοδότη του και τις εξυπνακίστικες παρατηρήσεις του, αλλά βλέπει με καθαρό βλέμμα την υπόθεση των Αράβων και δεν συμμερίζεται την άποψη του Βαλντ για τον Μπεν Γκουριόν. Για την ακρίβεια, στις δογματικές θέσεις του Βαλντ κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου (στην επιχείρηση του Σινά ο Μπεν Γκουριόν σας έδεσε το Ισραήλ στην ουρά δυο αποικιοκρατικών δυνάμεων που ήταν καταδικασμένες στην παρακμή και τον εκφυλισμό (Γαλλία-Βρετανία)/ εμβάθυνε το αραβικό μίσος για το Ισραήλ/ και γιατί θα’ πρεπε οι Άραβες να μας αγαπάνε;/ σήμερα ο Μπεν Γκουριόν είναι επικεφαλής ενός εθνικιστικού, σοβινιστικού κράτους/ αν δεν υπάρξει ειρήνη, μια μέρα οι Άραβες θα μας νικήσουν). Άλλωστε, ως σοσιαλιστής ο Σμούελ κατακρίνει τον Μπεν-Γκουριόν ότι έχει εγκαταλείψει τις σοσιαλιστικές του ιδέες κι ότι «η πολιτική των αντιποίνων είναι στείρα κι επικίνδυνη, επειδή η βία προκαλεί τη βία και η εκδίκηση προκαλεί εκδίκηση».
Ιησούς-Ιούδας
     Το δίδυμο Ιησούς-Ιούδας έρχεται συχνά ως θέμα συζήτησης, που προκύπτει από τις ενδελεχείς έρευνες του Σμούελ, ο οποίος μελετά διαχρονικά κάθε πηγή που αφορά τον Ιησού και τις ιουδαϊκές απόψεις, διερευνώντας και το ερώτημα «γιατί εφόσον ο Ιησούς ήταν Εβραίος, οι Εβραίοι τον απαρνήθηκαν». Είναι λίγο κουραστικά αυτά τα μέρη, γεμάτα λεπτομέρειες και γραμματολογικές/ιστορικές αναφορές, παρόλο που έχουν ενδιαφέρον, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραδοξότητες που βάζουν στο τραπέζι της συζήτησης οι δύο διαλεγόμενοι. Μιλώντας για τους Εβραίους σε αντιπαράθεση με την χριστιανική θρησκεία, ακούγονται απόψεις όπως: για να σκοτώσεις μια θεότητα πρέπει να είσαι ακόμα πιο δυνατός από τον θεό, κι επίσης μοχθηρός και κακός/ αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε σταύρωση, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε χριστιανισμός/ο Ιούδας ήταν ο πιο πιστός και αφοσιωμένος από όλους τους μαθητές του και ποτέ δεν τον πρόδωσε, απεναντίας, ήθελε να αποδείξει το μεγαλείο του σ’ όλον τον κόσμο/ο Ιησούς δεν ήταν χριστιανός. Ο Ιησούς γεννήθηκε και πέθανε Εβραίος. Ο Παύλος, δηλαδή ο Σαούλ από την Ταρσό ήταν αυτός που επινόησε τον χριστιανισμό/ο Ιησούς ήταν ένας καθ’ όλα Φαρισαίος Εβραίος, ένας Φαρισαίος που διαφώνησε με τους δασκάλους του μόνο σε μερικά ζητήματα της Αλαχά, ποτέ όμως δεν επαναστάτησε ενάντια στις βασικές αρχές της εβραϊκής πίστης/η σχέση μεταξύ Ιησού και Ιούδα περιγράφεται ως εξαιρετικά περίπλοκη μια σχέση αγάπης και μίσους, έλξης και απέχθειας/το όνομα Ιούδας έχει γίνει συνώνυμο της προδοσίας, πιθανόν συνώνυμο και του Εβραίου. Εκατομμύρια χριστιανών νομίζουν ότι κάθε Εβραίος είναι μολυσμένος με τον ιό της προδοσίας.
     Η πιο ριζοσπαστική άποψη αφορά τον Ιούδα, μια πρωτοποριακή εκδοχή του ρόλου του στη θεμελίωση του χριστιανισμού, που θυμίζει λίγο την εκδοχή του Καζαντζάκη στο «Ο Τελευταίος Πειρασμός»[2]. Σύμφωνα μ’ αυτήν, με την οποία φέρεται να συμφωνεί κι ο Σμούελ, ο Ιούδας ήταν, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μαθητές, πλούσιος και καταξιωμένος (επομένως ουδόλως είχε ανάγκη τα 30 αργύρια), σταλμένος από το ιερατείο της Ιερουσαλήμ να παριστάνει τον μαθητή του Χριστού για να διαπιστώσει αν είναι επικίνδυνος για την εξουσία. Ο Ιούδας όμως εντυπωσιάστηκε τόσο από την προσωπικότητα του Ιησού, που έγινε ένας από τους πιο αφοσιωμένους και ενθουσιώδεις μαθητές, πίστεψε απόλυτα στη θειότητά του, και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι όταν ο Χριστός θα σταυρωνόταν, θα κατέβαινε από τον σταυρό και θα έστεκε σώος και αβλαβής στα πόδια του σταυρού του. Όμως οι δισταγμοί του Ιησού με αποκορύφωμα το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» κλονίζουν την πίστη του Ιούδα, ο οποίος μετά τον θάνατο του Χριστού νιώθει φρικτά διαψευσμένος και προδομένος. Όταν πια κατάλαβε ότι προκάλεσε με τα ίδια του τα χέρια τον θάνατο του ανθρώπου που τόσο αγαπούσε και λάτρευε, έφυγε από κει και κρεμάστηκε. Έτσι πέθανε, έγραψε στο σημειωματάριό του ο Σμούελ, ο πρώτος χριστιανός. Ο τελευταίος χριστιανός, ο μοναδικός χριστιανός.
     Δεν είναι όμως μόνο ιστορικό ή θεωρητικό το ενδιαφέρον του βιβλίου. Ασφαλώς τα τρία εμπλεκόμενα πρόσωπα όχι μόνο διαγράφονται ανάγλυφα ως χαρακτήρες, αλλά αλληλοεπηρεάζονται, εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του έργου και ξεδιπλώνουν, ο καθένας, την προσωπική του τραγωδία, που είναι συνυφασμένη απόλυτα με τον τόπο, τον χρόνο και την πολιτική ιστορία της περιοχής. Τα «φαντάσματα» του Μίχα και του Σαλτιέλ, ή μάλλον οι προσωπικές τους τραγωδίες, στοιχειώνουν τους δύο οικοδεσπότες. Ο Βαλντ, ομιλητικός, δηκτικός και χειμαρρώδης (τρυπούσε και πλήγωνε τον άλλον με μια λεπτότατη βελόνα), κρύβει πίσω από τα λογοπαίγνια και τα ευφυολογήματα ένα ασθενικό, ανήμπορο κορμί. Βαθιά όμως μέσα του κρύβει κυρίως τον πόνο για τον αδικοχαμένο γιο, τον Μίχα, και όχι μόνο (ο Σμούελ κοιτούσε τα χείλη του γέρου που κουνιόνταν κάτω από τα πυκνά άσπρα μουστάκια και διέκρινε για πολλοστή φορά την αντίθεση ανάμεσα στον πρόσχαρο οίστρο των λόγων του και τη βαθιά θλίψη που σκίαζε τα γκριζογάλανα μάτια του: μάτια τραγικά μπηγμένα στο πρόσωπο ενός σατύρου).
     Ο Μίχα, ο γιος του Βαλντ και σύζυγος της Ατάλια, σκοτώθηκε με φρικτό τρόπο στη μάχη εναντίον των Αράβων στον δρόμο για Ιερουσαλήμ, αμέσως μετά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, στις 2 Απριλίου του ’48 (μολονότι η γυναίκα του κι ο πεθερός του ήταν ενάντιοι στον πόλεμο, μολονότι ήταν αντίθετοι στην ίδρυση του κράτους, μολονότι είχαν εναντιωθεί με όλο τους το είναι στην επιστράτευσή του σε μια μάχη που οι ίδιοι την θεωρούσαν καταραμένη, εντούτοις αυτός στρατεύτηκε). Η συμφορά καταποντίζει τον Βαλντ, και σβήνει τις λογομαχίες και αντιπαραθέσεις με τον Σαλτιέλ.
Η «απεγνωσμένη αγάπη»
     Ο Βαλντ δεν κρύβει την συμπάθειά του για τον Σμούελ (του λέει ότι έχει όψη ανθρώπου των σπηλαίων με ψυχή απροστάτευτη), αλλά και την αδυναμία του στην Ατάλια, στην οποία κατά κάποιον τρόπο είναι πλήρως υποταγμένος. Ο Σμούελ αργεί να ανακαλύψει το μυστήριο που κρύβουν οι δυο τους γιατί ο βουβός πόνος του κυρίου Βαλντ και η ψυχρή επιφυλακτικότητα της Ατάλια επέβαλαν σιγή στις ερωτήσεις του προτού καν τις αρθρώσει. Η μοναχικότητα και η έμφυτη συστολή του νεαρού ήρωά μας, όμως, προσελκύουν σταδιακά ακόμα και την παγερή Ατάλια, που τον προσεγγίζει «με τα μυστηριώδη παιχνίδια της», προκαλώντας του ανάμεικτα συναισθήματα οργής, αυτολύπησης, περιέργειας, απεγνωσμένης επιθυμίας και παραίτησης. Μια γυναίκα αποφασιστική, γεμάτη μυστικά, που φέρεται με ένα κράμα ειρωνείας και απόμακρης περιέργειας, μια γυναίκα που δεν παύει να δίνει διαταγές, που σε κοιτάει πάντα με αμυδρό σαρκασμό, ανάμεικτο ίσως με κάποια ψήγματα συμπόνιας. Ο παμπόνηρος Βαλντ, με την εμπειρία και προηγούμενων νεαρών που δούλεψαν στο ίδιο πόστο, ψυχανεμίζεται τα ερωτικά σκιρτήματα του Σμούελ και τον προειδοποιεί.
     Είναι μια ερωτική ιστορία μοναδική, όπως άλλωστε και όλες οι ερωτικές ιστορίες, γιατί σπάνιοι μοναδικοί είναι και οι χαρακτήρες. Φευγαλέα, γιατί φευγάτοι είναι και η Ατάλια και ο Σμούελ. Βόλτες, αμηχανία, λεκτικά παιχνίδια, δειλές εξομολογήσεις, δισταγμοί και συγκρατημένη σωματική επαφή, ενώ ο Βαλντ επαναλαμβάνει σαν ρεφραίν «μην ερωτευτείς την Ατάλια» (είναι ικανή να «γοητεύει τους ξένους χωρίς να κουνάει το δαχτυλάκι της. Όμως αυτή αγαπάει πολύ τη μοναχικότητά της. Αφήνει τους άνδρες που έχουν γοητευτεί απ’ αυτήν να την πλησιάσουν και ύστερα τους διώχνει). Ο Σμούελ περνάει ώρες και ώρες άσκοπης περιπλάνησης, απόγνωσης, αυτολύπησης, αναμονής, επιθυμίας που εναλλάσσεται με «θολό κύμα ντροπής και αηδίας». Ωστόσο η Ατάλια παίρνει απρόσμενες πρωτοβουλίες, όπως να πάνε σινεμά, για ποτό (νιώθω αρκετά καλά μαζί σου επειδή δεν είσαι κυνηγός) βόλτα νύχτα με πανσέληνο στο όρος Σιών, ή να τον έχει ως συνοδό στις μυστηριώδεις αποστολές που αναλαμβάνει ως εργαζόμενη σε ιδιωτικό πρακτορείο ερευνών (-Και τι ερευνάς; - Απιστίες, για παράδειγμα). Είναι «γυναίκα αράχνη», στραγγίζει τις επιθυμίες των άλλων αφήνοντας χώρο μόνο για τις δικές της (κουράζομαι από τους αισθηματίες), ένα στοιχείο που γίνεται ανεκτό μόνο αν πάρει κανείς υπόψη την «άφατη θλίψη» της, αποκρούοντας με τον αέρα των διπλάσιων χρόνων της κάθε απόπειρα προσέγγισης εκ μέρους του Σμούελ (δεν έχω καρδιά για να συγκινηθώ). Εκείνος όμως φαίνεται να το αποδέχεται αυτό.
     Η γρίππη του Βαλντ και το ατύχημα που ακινητοποιεί το πόδι του Σμούελ και αναγκάζει την Ατάλια να τον εγκαταστήσει στο ισόγειο, στο κλειστό δωμάτιο του πατέρα της, είναι το κομβικό σημείο πέρα από το οποίο η επικοινωνία και με τους δύο οικοδεσπότες γίνεται βαθύτερη. Η περιποίηση περικλείει κι ένα είδος τρυφερότητας που περιλαμβάνει και ερωτικές προσεγγίσεις, πάντα με πρωτοβουλία της Ατάλια. Στην τελευταία – ολοκληρωμένη- ερωτική συνεύρεση, του μιλά για τον ίδιο (Δεν είσαι κυνηγός. Ποτέ δεν κομπάζεις, ποτέ δεν γίνεσαι φορτικός ούτε ναρκισσεύεσαι. Κι έχεις και κάτι άλλο που μ’ αρέσει: όλα είναι γραμμένα στο πρόσωπό σου. Είσαι ένα παιδί χωρίς μυστικά), για να καταλήξει «από όλους τους μάλλον εσύ είσαι ο μόνος που θα θυμάμαι».
Αγάπη, μίσος, προδοσία
Δεν ανήκε στην εποχή μας.
Ίσως είχε έρθει πολύ αργά.
Ίσως ήταν μπροστά από την εποχή του.
Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή.
     Ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ο πατέρας της Ατάλια, ακόμα από την εποχή του Μπεν Γκουριόν ήταν της άποψης ότι οι Ισραηλινοί μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους Άραβες ώστε να αποχωρήσουν οι Εγγλέζοι και να δημιουργηθεί ενιαίο κράτος με Άραβες και Ισραηλινούς, όχι αποκλειστικά εβραϊκό (γενικά η ιδέα του κράτους του φαινόταν «παιδιάστικη και απαρχαιωμένη»). Για τις απόψεις του αυτές τον έδιωξαν από το Εθνικό Συμβούλιο και το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ήταν η ανεπίσημη εβραϊκή κυβέρνηση επί «Βρετανικής Εντολής»[3]. Ήταν όχι απλώς μια μειοψηφούσα άποψη, αλλά «η άποψη του ενός», σχετικά με την διένεξη των Εβραίων και των Αράβων. Να προτείνει μια ειρηνική λύση («ιστορικό συμβιβασμό») μεταξύ των δύο λαών. Οπωσδήποτε η πρωτοποριακή αυτή θέση πυροδότησε σοβαρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους συμπέθερους, και θεωρήθηκε από όλους πολύ αιρετική -κι ας μην είχε χυθεί τόσο αίμα ακόμα. Ο Σαλτιέλ ήταν αραβόφιλος, μιλούσε αραβικά, είχε πολλούς φίλους Άραβες, κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος επαναλάμβανε ότι «ο πόλεμος ήταν μια τρέλα του Μπεν Γκουριόν», και -εννοείται- συμβούλεψε τον Μίχα να μην πάει. Έτσι, ήρθε αντιμέτωπος με όλους τους συμπολίτες του που επιθυμούσαν διακαώς την ίδρυση του κράτους, και φυσικά έγινε προδότης. Ένας σύγχρονος Ιούδας, που σύμφωνα με την πρωτοποριακή αντίληψη περί Ιούδα, πρόδωσε γιατί πίστεψε πάρα πολύ.
     Ο Βαλντ διαφωνούσε με τον Σαλτιέλ, πίστευε ότι «αυτός ο πόλεμος ήταν ιερός» (επομένως συμβούλευε τον γιο του να πολεμήσει) και έκαναν μεταξύ τους ομηρικές λογομαχίες, αλλά στον Σμούελ τον παρουσιάζει ως «ονειροπόλο»: «κι εκείνος με τον τρόπο του πίστευε, όπως ο Ιησούς, στην οικουμενική αγάπη, την αγάπη όλων αυτών που είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού προς όλους όσους όσοι είναι πλασμένοι κατ’ αυτήν την εικόνα». Τον παρουσιάζει ότι πίστευε ότι όλα μπορούν να λυθούν με τον διάλογο (μια δυο σταγόνες καλής θέλησης, κι αμέσως θα γίνουμε όλοι αδέλφια στην καρδιά και στην ψυχή), πράγμα με το οποίο διαφωνεί κάθετα ο Βαλντ, πιστεύοντας ότι όταν δυο λαοί διεκδικούν την ίδια γη (όπως όταν δυο άντρες ποθούν την ίδια γυναίκα) τίποτα δεν μπορεί να σβήσει το μίσος τους.
     Αντίθετα, ο Βαλντ δεν πιστεύει στην «αγάπη για όλους», για κείνον είναι περιορισμένο αγαθό, εφόσον ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να αγαπάει πέντε, δέκα άτομα (η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση, παράξενη κα γεμάτη αντιφάσεις/είναι δυνατόν όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, να αγαπάμε συνεχώς τους πάντες μηδενός εξαιρουμένου; Άραγε ο Ιησούς τους αγαπούσε όλους, πάντοτε;/όποιος τους αγαπάει όλους κατά βάθος δεν αγαπάει κανέναν). Όποιος λέει ότι αγαπάει όλον τον κόσμο είναι υποκριτής, πετά συνθήματα και ρητορείες. Επίσης, η αντίληψη του Βαλντ για το μίσος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: στην πραγματικότητα η αγάπη μοιάζει πολύ με το μίσος: η αγάπη και το μίσος είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Για παράδειγμα, όταν αγαπάς ή μισείς κάποιον, και στις δυο περιπτώσεις φλέγεσαι να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται, με ποιον είναι, πώς είναι, αν είναι ευχαριστημένος, τι κάνει, τι σκέφτεται, τι φοβάται.(…) Και η ζήλια είναι τρανή απόδειξη ότι η αγάπη μοιάζει με το μίσος επειδή, μέσα στη ζήλια, η αγάπη και το μίσος συμπλέκονται. Μια αντίληψη στην οποία υπερθεματίζει ο Σμούελ: Το γεγονός είναι ότι όλη η δύναμη του κόσμου δεν μπορεί να μετατρέψει το μίσος που νιώθει κάποιος για σένα σε αγάπη.
     Είναι περιττό να παραθέσουμε και την άποψη της Ατάλιας για τον πόλεμο. Παρόλο που ο Σαλτιέλ ήταν ψυχρός ως πατέρας, ιδεολογικά ταυτίζονται: Ίσως πράγματι να ήταν αφελής άνθρωπος. Ίσως πράγματι να ήταν προτιμότερο όλα όσα κάνατε εδώ –δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να πάνε στη σφαγή και εκατοντάδες να πάνε στην εξορία. Οι Εβραίοι εδώ είναι στην ουσία ένα μεγάλο στρατόπεδο προσφύγων, το ίδιο και οι Άραβες/η ίδια η παρουσία των Εβραίων στο Ισραήλ στηρίζεται σε μια αδικία.
     Το τραύμα που άφησε η απώλεια του Μίχα στις ψυχές των τόσο διαφορετικών πρωταγωνιστών μας, παγώνει τον εσωτερικό τους κόσμο και τις ιδεολογικές τους βεβαιότητες. Συμβιώνουν πια χωρίς να ελπίζουν, χωρίς να περιμένουν τίποτα (Ατάλια: Τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει πια/Βαλντ: Είναι αδύνατον να μοιραστείς έναν πόνο. Δεν υφίσταται κάτι τέτοιο) μέχρι που πέθανε ο Σαλτιέλ, απομονωμένος στο σπίτι του.
     Ο Σμούελ ωστόσο, ευαίσθητος δέκτης από τη μια αλλά κι ερευνητικό πνεύμα που αναζητά την «αλήθεια», είναι αυτός που θα ξεκλειδώνει τον Βαλντ και την Ατάλια, ενώ παράλληλα ο συγγραφέας ξετυλίγει όλο αυτό το κουβάρι και τα αίτιά του, τις ανείπωτες τραγωδίες που δημιούργησε (και συνεχίζει να δημιουργεί) ο συγχρωτισμός Αράβων και Ισραηλινών. Παρόλο που ο Σμούελ δηλώνει άθεος, ασχολείται στην εργασία του με το οικουμενικό μήνυμα του Ιησού, την αγάπη, δίνοντας κατά τη γνώμη μου σε λίγες γραμμές μια βαθιά ερμηνεία της ιστορικής μοίρας των Εβραίων:
     Ως ένα σημείο μπορεί να καταλάβει κάποιος έναν λαό που επί χιλιετίες γνώριζε καλά τη δύναμη των βιβλίων, τη δύναμη της προσευχής, τη δύναμη των εντολών, τη δύναμη της μελέτης, τη δύναμη της θρησκευτικής αφοσίωσης τη δύναμη της συναλλαγής και της διαμεσολάβησης, αλλά τη δύναμη της δύναμης τη γνώριζε μόνο απ’ τα χτυπήματα στη ράχη του. Και ξαφνικά βρίσκεται να κρατά στο χέρι ένα βαρύ ρόπαλο. Τανκς, πολυβόλα, αεριωθούμενα. Είναι φυσικό ένας τέτοιος λαός να μεθύσει από δύναμη και να τείνει να κάνει ό, τι θέλει με τη δύναμη της δύναμης.
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο πρώτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και τη Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και τη Γάζα η πρώτη και τη Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.
[2] https://www.gaiaelliniki.gr/2022/01/blog-post_29.html
[3] Το καθεσώς της βρετανικής κηδεμονίας στην Παλαιστίνη (1920-1948)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2023

Σάλτος, Ανδρέας Νικολακόπουλος

Ύστερα μου τόνισε πως η γνώση των πραγμάτων
δεν έχει να κάνει με την ευτυχία.
Αυτό ήταν θέμα απόφασης.
Όπως και η δυστυχία.
Πως τάχα δεν υπάρχει τίποτα σταθερό
πέρα από τον νου του παρατηρητή.
     Δεκατρία διηγήματα περιλαμβάνει αυτή η συλλογή του γνωστού συγγραφέα, εξίσου πρωτότυπα και σαγηνευτικά με τα διηγήματα της συλλογής «Αποδοχή κληρονομιάς», εφόσον κι εδώ η αφήγηση, με όχημα το παραμυθιακό/μυθικό στοιχείο διεισδύει μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Προσπαθώντας να βρω λέξεις για να διατυπώσω την ιδιαίτερη αίσθηση που μου έδωσε η ανάγνωσή τους, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω όσα είχα γράψει και στην σχετική ανάρτησή μου: «Ο συγγραφέας φαίνεται να διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί που την απειλεί ο αρχέγονος φόβος των φυσικών στοιχείων, των άγριων ζώων, η φρίκη του φονιά· η φρίκη της αγιάτρευτης αναπηρίας, η φρίκη της εκμετάλλευσης και του βασανισμού· η σαγήνη που φτάνει στη διαστροφή, η ψυχοφθόρος ζήλεια, η ύβρις, η παντοδύναμη κατάρα, η δίψα για εκδίκηση. Και φυσικά η φρίκη του πολέμου». Δεν έχει τέλος αυτή η αναζήτηση, στην οποία μπορούν να προστεθούν η φρίκη της τρέλας, της χρόνιας αρρώστιας, καθώς και το ανθρώπινο «πάθος», οποιοδήποτε πάθος (για τα πουλιά, για τη μουσική, για μια γυναίκα), όπως θα δούμε και στα διηγήματα της συλλογής "Σάλτος".
     Αυτή άλλωστε είναι και η λειτουργία του «Μύθου», όσο κυριαρχεί η μυθική συνείδηση (που προηγήθηκε της φιλοσοφικής και λογικής σκέψης) στην πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, και την βλέπουμε ξεκάθαρα στα λαϊκά παραμύθια, στους θρύλους, δοξασίες ή στην αρχαία τραγωδία. Οι άνθρωποι, δέσμιοι μιας αλλόκοτης ειμαρμένης από την οποία είναι «ύβρις» η προσπάθεια να ξεφύγουν, ίσως είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των μυθικών αφηγήσεων. Κι έτσι, «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας», που λέει κι ο ποιητής: ο μύθος εκφράζει μια Αλήθεια σε υπερβατικό επίπεδο, σε κοσμογονικό, ηθικό, ή «πραγματικό». Ο μύθος, το παραμύθι, η λαϊκή δοξασία, ο θρύλος ανιχνεύουν τα όρια του ανθρώπου, πέρα από τα οποία υπάρχει το παράλογο, το άγνωστο, ο τρόμος και το αποτρόπαιο…
     Ο συγγραφέας προσελκύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σειρές αιφνιδιάζοντάς τον πολλές φορές, και τοποθετεί τη δράση σε περιβάλλον κατά κανόνα ανοίκειο για τον συμβατικό/σύγχρονο τρόπο ζωής, και όσο αφορά τον χρόνο αλλά κυρίως όσο αφορά τον χώρο. Η ιδιαιτερότητα του σκηνικού προσελκύει τον αναγνώστη, χωρίς να είναι σε επίπεδο τελείως φανταστικό. Τόποι και τοπωνύμια είναι από αληθινά έως αληθοφανή (π.χ. ο αβυσσαλέος βράχος με το όνομα «Σάλτος» που δίνει το όνομα στην συλλογή, υπάρχει άραγε; Το Διαπόρι και τα Kαμίνια στο «Οι κόρες της αιθάλης» παραπέμπουν στα αντίστοιχα χωριά της Λήμνου; Το Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία (που αναφέρεται σε τρία από τα διηγήματα) σίγουρα υπάρχει στον χάρτη και σίγουρα υπάρχει και το απόκοσμο ερημοκκλήσι του Αγίου Γκόβαν (Saint Govan's chapel).
     Συνήθως ο κεντρικός ήρωας είναι και ο αφηγητής, και συνήθως είναι μοναχικός, οξυδερκής και ιδιόρρυθμος, οδηγημένος από κάποιο ανεξέλεγκτο πάθος. Κατά στη διάρκεια της ανάγνωσης πολλές φορές ένιωσα ότι ο συγγραφέας είναι ένας σύγχρονος Έντγκαρ Άλαν Πόε, και θα συμφωνήσω με τη γνώμη της Ελένης Γκίκα ότι πρόκειται για μια συλλογή που θυμίζει έντονα Έντγκαρτ Άλαν Πόε, Κάρεν Μπλίξεν και γοτθικές ιστορίες. Ωστόσο, δεν έχω προσωπικά ιδιαίτερη αγάπη στις ιστορίες μυστηρίου, φρίκης ή γκροτέσκο. Το στοιχείο που βρήκα απαράμιλλο και σ΄αυτήν τη συλλογή, όπως και στην «Αποδοχή κληρονομιάς», είναι η γραφή. Μια γραφή πολύ ιδιαίτερη χωρίς να είναι εξεζητημένη, με ανάκατα λαϊκά και λόγια στοιχεία. Όπως λέει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας, «Η δασκάλα μου μου πέρασε μέσα μου την αγάπη για τις ομηρικές λέξεις, που καιρό μετά τις μπόλιασα με τις λέξεις του χωριού, φτιάχνοντας μια δική μου γλώσσα, πότε αρχαία αστική και πότε σύγχρονη βουνίσια, μα συνήθως μπερδεμένη ανάκατα και καθαρά προσωπική». Ανοίγοντας τυχαία οποιαδήποτε σελίδα και διαβάζοντας όποια φράση έρχεται στα μάτια μου, γοητεύομαι από τη δύναμη της εικόνας, και τα συναισθήματα σαν ηλεκτρισμός που διαπερνούν τις λέξεις, που είναι μεστές, γεμάτες έντονο συναίσθημα και ουσία (πολλά δείγματα γραφής ακολουθούν με πλάγια γράμματα). Παρόλο που, ομολογώ, οι φρικιαστικές λεπτομέρειες μερικές φορές φτάνουν στο όριο της διαστροφής.
    Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς -τεκμηριωμένα- για διηγήματα που αφήνουν τόσο διαφορετική γεύση, παρά μόνο με γενικόλογα. Μετά από αυτήν την εισαγωγή λοιπόν, θα αναφερθώ σε καθένα ξεχωριστά, γιατί είναι και το καθένα τόσο διαφορετικό, κι ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης της ανάρτησης που αναγκαστικά «προδίδω» τη μαγεία του αφηγήματος.
     Σάλτος
     Ο αφηγητής μάς προετοιμάζει για τα «αλλόκοτα περιστατικά» που συμβαίνουν στο χωριό του, γύρω από τον παροιμιώδη βράχο- ογκόλιθο (τον «Σάλτο») που οδηγεί στον γκρεμό κι απ’ όπου οι χωριανοί ρίχνουν κατά παράδοση τα «παροπλισμένα» ζωντανά. Μύθοι και θρύλοι φορτίζουν τη σημασία αυτού του μακρόστενου εξογκώματος (για μένα δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από ένα καταραμένο αγκωνάρι που, αν έκανες το λάθος να παραπατήσεις ή να γλιστρήσεις από την κορφή του), ακόμα και για τον αποστασιοποιημένο ήρωα, εφόσον από κει πέταξε κι ο παππούς του το «ψηλό κοκκινότριχο άλογό τους», μπροστά στο μικρό αγόρι που αναγκάστηκε να παρακολουθήσει όλη τη σκηνή «για να γίνει άντρας κι όχι λιγόψυχος κιοτής» (ένιωθα σαν ξύλινη καρμανιόλα που τσουλάει επάνω της η παγωμένη λάμα).
     Τις κατακρημνίσεις των ζώων διαδέχονται οι άνθρωποι, οι αυτόχειρες, των οποίων τα άψυχα σώματα συναντούν τα «τηλαυγή κόκαλα των αδίκως φονευθέντων ζώων», ενώ ο αφηγητής μας παρακολουθεί από κοντά τις προσωπικές ιστορίες των «σαλταδόρων»: πρώτη η δασκάλα με τον αγαπητικό της, ύστερα η τρελή του χωριού, στη συνέχεια «ηδονόπληκτα ζευγάρια που έψαχναν το ανέσπερο το φως του ατελούς τους πάθους», και η σειρά επιμηκύνεται τόσο ανησυχητικά, που ο πρόεδρος του χωριού προτείνει να περιφράξουν την περιοχή και να βάλουν φύλακα! Ο μόνος που αποδέχεται την παράξενη αυτή θέση είναι ο ήρωάς μας, ο οποίος παρακολουθεί πια εκ του σύνεγγυς τον τρομακτικό κόσμο του βουνού όπου φώλιασε τόσος πόνος, και που μέσα στην σιωπή και τη μοναξιά παίρνει άλλες διαστάσεις.
     Μέσα στο εξωκοσμικό αυτό περιβάλλον, καθώς ο ήρωας συνταυτίζεται σταδιακά με τα άγρια ζώα, τις γουστέρες, τα δένδρα και τα πουρνάρια, παρατηρεί τον εαυτό του και τον κόσμο, και ο εσωτερικός του κόσμος μεταλλάσσεται. Παρακολουθούμε βήμα βήμα, χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, την μεταστοιχείωση της συνείδησης σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει «σαλεμένο» (είπαν πως τρελάθηκα και πλέον είχα σαλτάρει. Ότι το δρεπάνι της τρέλας ξεφαλτσάρισε στο κεφάλι μου και μου έκοψε μια φλοίδα από το μυαλό), ωστόσο ως αναγνώστες αναρωτιόμαστε κι εμείς, μαζί με τον αφηγητή, ποιοι είναι οι τρελοί του κόσμου τούτου.
     Οι κόρες της αιθάλης
     Μεταφερόμαστε στο Διαπόρι, ένα βραχονήσι γνωστό για τα καμίνια του, του οποίου οι κάτοικοι ήταν όλοι καρβουνιάρηδες και ανθρακέμποροι «από την αρχή της ιστορίας», στην πλειονότητα γυναίκες (ονομάζονταν μάλιστα Καρκίνοι γιατί έμοιαζαν με κάβουρες, όπως κρατούσαν τις τσιμπίδες με τα πυρωμένα ξύλα). Ο βιασμός ενός μικρού κοριτσιού πυροδοτεί μια απίστευτης εμβέλειας οργή από τις γυναίκες, καταπιεσμένη εδώ και αιώνες, με συνέπειες που σαν ντόμινο επιφέρουν βίαιη εξόντωση όλων των αρσενικών, υποδειγματική οργάνωση αποκλειστικά από γυναίκες, τη σύνταξη του «πρώτου γυναικείου συντάγματος» κι άλλες αλλαγές στην γυναικεία, πια, κοινότητα. Μέσα σ’ ένα κρεσέντο «μαγικού ρεαλισμού», η οικονομική ευημερία του κράτους των γυναικών δίνει την δυνατότητα στην «Μαύρη Ταξιαρχία» τους να εξαπλωθούν και να κυριαρχήσουν βίαια στα γειτονικά νησιά, χωρίς να διαφέρουν σε τίποτα από την ορμητικότητα και την εκδικητικότητα των ανδρών.
     Η «τελευταία πράξη» αυτής της παράξενης ιστορίας, είναι ανατριχιαστική: η προσβλητική απάντηση που έδωσαν οι Διαπορίτισσες στον απεσταλμένο του ναύαρχου Μάναπ (σαν μια πόλη γεμάτη καμινάδες και απλωμένα ρούχα που πλησίαζε ολόκληρη απειλητικά κάτω από σωρείτες, θυσάνους και μελανίες. Επάνω από τριακόσια πλοία ζύγωναν ανταριασμένα και όρτσα από θυμό το Διαπόρι) έχει ανυπολόγιστες γι’ αυτές συνέπειες.
     Το παραπέτασμα του Μύλου
     Ένα παράξενο χωριό, το Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, διασχίζεται από το μονοπάτι που χωρίζει το Χωριό του Χθες απ’ το Χωριό του Αύριο…
     Μέλι με γάλα
     Μέλι με γάλα έδωσε η 20χρονη Ραλιώ του Καλαθά στον αφηγητή -όταν εκείνος ήταν 10 χρονών- για να του περάσει ο βήχας, σώζοντας του μεν τη ζωή, αλλά σημαδεύοντάς τον για πάντα σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία με την ζηλεμένη ομορφιά της, τη χάρη της, το λευκό δέρμα και τα υπέροχα στήθια (φανερώθηκαν τα μυτερά γαλακτερά της στήθια με τις αχνές γεμάτες πόρους θηλές τους που σχεδόν έσπρωχναν τις κλωστές του πουκαμίσου της για να πεταχτούν έξω). Η νεαρή γυναίκα, έχοντας επίγνωση της ομορφιάς της, προκαλεί όλα τα αρσενικά αλλάζοντας ρούχα ολόγυμνη δίπλα στα παραθύρια, και αναστατώνοντας συνειδητά τον ήρωά μας. Καθώς εκείνος μεγαλώνει και πάει πια στο γυμνάσιο, ψάχνει να βρει κορίτσι που να μοιάζει στη Ραλιώ («στο πικροφούντουκό μου»), ωστόσο η Ραλιώ παντρεύτηκε και επέστρεψε στο χωριό μετά από τρία χρόνια σε νεκροφόρα, θύμα της προκλητικής της συμπεριφοράς. Κι η ζωή όμως του αφηγητή έχει καταστραφεί, καθώς αποτρελαμένος φτάνει ως το έγκλημα, φυλακίζεται, εκτίει την ποινή, κι επιστρέφοντας στο χωριό, αγνώριστος και γερασμένος «σκάβει άφοβος τον τύμβο της πεσούσης ομορφιάς» (όποιος δεν είδε να υψώνονται μπροστά του αψίδες φόβου και οβελίσκοι μαύροι του χαμού, καλύτερα να μη χρησιμοποιεί τη λέξη απόγνωση. Όποιος δεν βάδισε ξυπόλυτος σε χωράφια σπαρμένα με λεπίδες και ξυράφια και δεν συνάντησε το λιμασμένο κτήνος της απώλειας, ας μη μιλάει για πόνο. Με τη λάσπη ως τα γόνατα και γεμάτος χώματα μέχρι το κούτελο, τράβηξα το σαπισμένο από την υγρασία καπάκι του ύστατου κουτιού και τότε την είδα) και βιώνει το προσωπικό του «θαύμα».
    Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς
     Μια διαφορετική προσέγγιση δίνει κι εδώ ο συγγραφέας στο θέμα της -κατά σύμβαση- «ψυχικής διαταραχής», που ιδωμένη διαφορετικά, εκ των έσω, αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα. Η εσωτερική, πνευματική επικοινωνία των δύο φίλων-πρωταγωνιστών του διηγήματος αποκαλύπτει μια διάσταση μαγική, και πάλι εξώκοσμη. Αρχικά, είναι καταπληκτική η περιγραφή του χώρου, του εργαστηρίου χημείας δηλαδή (μεγάλο κτίριο βαμμένο στο κίτρινο των Αζτέκων) όπου βρέθηκαν και συνεργάζονταν οι δυο φίλοι, ο κεντρικός ήρωας ο Σπύρος και ο αφηγητής (η φιλία μας ήταν δυνατότερη του ανταγωνισμού μας για τη χημεία και ακόμα δυνατότερη της μανίας μας για τους δίσκους ψυχεδελικής μουσικής της δεκαετίας του εξήντα και για τις γυναίκες ε κατσαρά μαλλιά κι ελαφρώς στραβές μύτες. Ακόμα και σ΄αυτό ταιριάζαμε). Η προοπτική της υποτροφίας και των δυο σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού είναι πολύ πιθανή για τους δυο προικισμένους και διαβαστερούς νεαρούς, μέχρι την ανατροπή: η δυσκολία να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα της γενετικής έσπρωξε τον Σπύρο σε υπερβολική ποσότητα ψυχότροπης ουσίας. Ακολουθεί η σταδιακή κατάρρευσή του μπροστά στα μάτια του έντρομου φίλου του, ώσπου μετά από κάποιες μέρες έμεινε ένα «ανθρώπινο απομεινάρι». Το τραγούδι «Indian summer» θαρρείς τον στοιχειώνει, και παρά τις παρατεταμένες προσπάθειες του αφηγητή να τον συνεφέρει, καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική –το μόνο που δείχνει να τον ενδιαφέρει είναι ονόματα… φυλών Ινδιάνων.
     Το θαυμαστό τέλος που μας επιφυλάσσει ο συγγραφέας για την ιστορία του Σπύρου, λαμβάνει χώρα 37 χρόνια μετά, ενώ ο αφηγητής μας είναι πια παντρεμένος και καταξιωμένος καθηγητής στην Οαχάκα του Μεξικού, όταν μια εσωτερική, μαγική δύναμη -θαρρείς σταλμένη από τον κόσμο των Ινδιάνων- τον καλεί πίσω στην πατρίδα, κλείνοντας τον κύκλο της φιλίας τους για πάντα.
     Mon nox
     Στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας γίνεται διακοπή ρεύματος. Το σκοτάδι πέφτει ξαφνικά σαν βαριά βρεγμένη κουβέρτα στις ταράτσες της πόλης, και στη συνέχεια σε όλη την γύρω περιοχή. Οι πολίτες αρχικά παραμένουν ψύχραιμοι, πιστεύοντας ότι η δυσχερής κατάσταση είναι προσωρινή, ενώ μετά από τρεις τέσσερις μέρες ο «πολυπλόκαμος φόβος» άρχισε να κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους, στις δέκα μέρες να εμφανίζονται μικρές ομάδες με πυρσούς στα χέρια, ανατριχιαστικά γέλια, και στον μήνα πάνω μια κραυγή τρόμου σηματοδοτεί την παράδοση σε μαζική αλλοφροσύνη όλων των πολιτών (τα πρόσωπα των κατοίκων απέκτησαν μια παράξενη έκφραση σαν εκείνη του ασθενή στον πίνακα που βρίσκεται στο Πράδο με τίτλο «Η θεραπεία της τρέλας»). Ο συγγραφέας ψάχνει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο αρχέγονο εαυτό και ξεθάβει εκείνο το προϊστορικό αγρίμι που ταΐζεται από τον χιμαιρικό τρόμο του αγνώστου και από την στρίψη του μυαλού που επιμελώς έκρυψαν οι άνθρωποι πίσω από φωτισμένα δωμάτια και λαμπερού δρόμους.
     Το βράδυ εκείνο το Μπαλαγκουέρ παραδόθηκε στη λάμα της λεπίδας και στη λοξή ματιά.
     Η άσφαλτος που καίει
     Είναι συγκλονιστικής ωμότητας το διήγημα αυτό, για να μας θυμίζει ότι η ανθρώπινη φύση κλείνει μέσα της απίστευτη αθλιότητα (ιδιαίτερα όταν υπακούει στον όχλο), πολύ μάλλον όταν πρόκειται για πόλεμο, και μάλιστα εμφύλιο. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’90, όταν ο αφηγητής μαθαίνει στο καφενείο από τον γείτονα Σταύρο ότι υπάρχει στα περίχωρα ένα ολόκληρο εγκαταλειμμένο χωριό, ένα «λεπροχώρι». Η πορεία στο άγνωστο αυτό «χωριό» είναι δύσβατη (μέχρι και τριχιές έφτιαξαν για να κατέβουν στον γκρεμό) για να ανοιχτεί σαν σκοτεινός πίνακας εκείνο το αλησμόνητο θέαμα που όμοιό του δεν τόλμησε κανείς να σηκώσει τα μάτια του να αντικρύσει.
     Η συγγραφική δεινότητα του Νικολακόπουλου αναδεικνύεται σ΄αυτήν την περιγραφή (κι όποιος δεν αρέσκεται στις περιγραφές νομίζω ότι θα άλλαζε γνώμη) καθώς ξεδιπλώνεται το απίστευτο μακάβριο τοπίο, μια ολοκληρωμένη κοινότητα σε στάδιο ολοκληρωτικής φθοράς για να τονίσει στον αναγνώστη τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως οι εξηγήσεις των παππούδων που συνοδεύουν τον αφηγητή, για εξάπλωση επιδημίας /απομόνωση των αρρώστων/παράξενες συμπεριφορές (π.χ. βάλθηκαν να ανάβουν φωτιές τα βράδια και να κάνουν επιδρομές σερνάμενοι σαν νεκροζώντανοι βαδιστές στα μαντριά και στις στρούγκες), όπως και οι προσπάθειες των υγιών χωριανών να τους αποκρούσουν δεν καθησύχασαν τον ήρωά μας.
     Η επόμενη επίσκεψή του στον χώρο ήταν μοναχική κι ακόμα πιο ανατριχιαστική, καθώς ανακαλύπτει ανεξήγητα και φρικιαστικά ίχνη, που δημιουργούν αναπάντητα ερωτήματα. Οι εξηγήσεις που δίνονται εντέλει από τον Σταύρο είναι ακόμα πιο οδυνηρές γιατί αποκαλύπτουν όχι μόνο την ανθρώπινη εξαχρείωση εν καιρώ εμφυλίου, αλλά και την συνειδητή διαστρέβλωση της Ιστορίας, ενώ ο συγγραφέας αφήνει υπόνοιες ότι ο αδελφοκτόνος πόλεμος αφήνει μνήμες ακόμα και σήμερα, «άσφαλτος που καίει περισσότερο από τις άλλες χρονιές».
     Αλισάχνη
     Αλισάχνη, η πέτσα από το βρασμένο αλατόνερο όταν αυτό κρυώσει. Το γιατροσόφι της Ορέλια, στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, για την «γρίπη» -που μάλλον ήταν φυματίωση- που της πήρε τον άντρα και δυο παιδιά, αφήνοντάς την μόνο με τον μεγάλο γιο, τον Φελίπε (πάνω που μου έφερε τα πτυχίο, ανέβασε πυρετό).
     Μια κηδεία σπαραχτική, με όλο το χωριό στα μαύρα στη μια όχθη του ποταμού, να αποχαιρετά το παλληκάρι που κείται στην άλλη όχθη με το καφέ κουστούμι της αποφοίτησής του σταυροκουμπωμένο και μια χαροκαμένη μάνα που κατευοδώνει τον γιο της για εβδομήντα τρεις μέρες παρακολουθώντας όλα τα στάδια της αναπόφευκτης «φυγής», είναι η τελευταία, ανεξίτηλη εικόνα του αφηγήματος.
     Τα κύματα
     Είναι όντως εξωπραγματικό το τοπίο που διάλεξε ο ήρωας, εκπαιδευτής γερακιών (!), για να εκπαιδεύσει δέκα νεαρά γεράκια -μια αποστολή που του ανέθεσε η υπηρεσία του αεροδρομίου: το Ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν, φυτεμένο σ΄έναν απίστευτο γκρεμό (χτες βράδυ ονειρεύτηκα τα όρια βράχια που δέρνονταν απ’ τα λευκογάλανα κύματα καθώς έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ κι έσπαγαν με ορμή πάνω στους μελανιασμένους αρχαίου ασβεστόλιθους που έμοιαζαν με ανθρώπους/το μέρος των θρύλων που τόσο λάτρευα από μικρός).
     Πρόκειται για τον «καλύτερο εκπαιδευτή γερακιών», που από εννιά χρονών αγαπά και μελετά τα γεράκια (έχει μεγάλο ενδιαφέρον εδώ η περιγραφή της εξημέρωσής τους). Η πρόσβαση στο δυσπρόσιτο εκκλησάκι είναι περιπετειώδης, ενώ το ερμητικό καταφύγιο στοιχειώνεται από θρύλους και μυστήριο. Ασκητές, μοναχοί, καμπάνες, πειρατές μέχρι και ιππότες του Αρθούρου, καταπακτές- και αποκορύφωμα, ένας ανθρώπινος σκελετός με πνιχτά μηνύματα στους μουχλιασμένους τοίχους, συνθέτουν τα απομεινάρια αυτών των θρύλων, στην ερημική σπηλιά όπου αποφασίζει ο αφηγητής μας να εγκατασταθεί.
     Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί «Τα πουλιά» του Έντκαρ Άλαν Πόε όταν διαβάζει τις τελευταίες σελίδες του διηγήματος, όπου τα πουλιά ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο κι ο ήρωας αναμετρά τις ώρες του συνειδητοποιώντας ότι φυσιολογικό είναι αυτό που συμβαδίζει με τη λογική της φύσης κι όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου.
     Αμάμπλε Πικουέρ
     Ο μεγάλος πλάτανος του χωριού Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία, υπενθυμίζει στο χωριό κάθε χρόνο την αδερφική προδοσία και τις φρικτές εκτελέσεις του εμφύλιου, καθώς οι ακτίνες του ήλιου  περνώντας μέσα απ’ τα κλαδιά σχηματίζουν σκιές απαγχονισμένων. Στον τοίχο του προδότη Αμάμπλε Πικουέρ.
     Υπερμογγολικός
     Εξίσου «sui generis», ιδιόρρυθμος και εκκεντρικός είναι κι εδώ ο αφηγητής, ένας νεαρός που είναι αφοσιωμένος στη μουσική. Οκτώ χρονών επιστρέφοντας από το σχολείο μια μουσική τον διαπέρασε όπως περνάει ο απότομος αέρας μέσα από τις καλαμιές, χωρίς να τις ξεριζώσει, μα ταράζοντάς τες για μια ζωή. Ήταν μία από τις Gnossiennes του Ερίκ Σατί, και ήταν η αιτία που θα έσπαγε η γυαλιστερή κρούστα της προκαθορισμένης του ζωής στην πόλη. Ο δυνατός έρωτας σαν δίνη ρουφάει όλη τη ζωή του ήρωα: εγγραφή στο Ωδείο, 12 χρόνια μελέτης του Ερίκ Σατί, διακρίσεις, έπαθλα και κυνηγητό του άπιαστου ονείρου (μια καρδιά που ανυπομονούσε να δει τον κόσμο) σε Αυστρία και Πεκίνο, για να καταλήξει να εργάζεται ως πιανίστας στον «θρυλικό» Υπερμογγολικό των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, πόστο που του υποσχόταν αιώνια κίνηση (το πιάνο ήταν η αφορμή και όχι η αιτία που με έκανε να μη στεριώνω πουθενά).
     Η συνεχής κίνηση σημαίνει και συνεχή ακινησία, εφόσον η ρουτίνα στην οποία υποβλήθηκε ο ήρωας επί 18 χρόνια δεν τον αφήνει να δει ούτε καν απ’ το παράθυρο του τρένου (Με τον καιρό έγινα μέρος του τρένου. Ένα αξεσουάρ των βαγονιών κι εγώ/το τρένο με κάποιον τρόπο με είχε πιάσει όμηρο, δεμένο με τον μύθο του/βρισκόμουν πάντα εν κινήσει, μα ένιωθα καρφωμένος στο ίδιο σημείο). Η προσέγγισή του μ’ ένα μικρό δωδεκάχρονο αγόρι, τον Ζιλίν, που δείχνει ενδιαφέρον για τη μουσική, είναι η αφορμή για αναστοχασμό και ακραίες συνειδητοποιήσεις που οδηγούν στη «λύση».
     Ο αγγελοκρουσμένος
     Από μικρός είχε τον φόβο ο Σίμος. Όχι του χαμού, μα του θανάτου. Όχι των πραγμάτων που δεν θα έβλεπε σαν φύγει απ’ τη ζωή, μα τη φρίκη αυτής καθαυτήν της στιγμής που θα του ερχόταν το αγγελόκρουσμα και, με μάτια ορθάνοιχτα, τινάγματα των άκρων και τρίχες σηκωμένες θα πέρναγε από τη μια μεριά στην άλλη.
     Ποιος δεν έχει σκεφτεί αυτήν τη έσχατη στιγμή, ποιος δεν ψυχανεμίστηκε ότι δεν έφτασε πολύ κοντά, ποιος δεν την είδε στα τελευταία σκιρτήματα αγαπημένου προσώπου; Ο συγγραφέας ψηλαφεί αυτές τις αιχμές «της σκοτεινιάς» στον 37χρονο αλαφροΐσκιωτο/αγγελοκρουσμένο ήρωά του, τον Σίμο, τις στιγμές που η ζωή του είχε φύγει αλλάζοντας μορφή. Και όχι μόνο τις στιγμές της στερνής της ώρας, αλλά την αίσθηση της διαφορετικής διάστασης της συνείδησης και του χρόνου, την γνώση όσων μένουν πίσω και θρηνούν, την αδυναμία επικοινωνίας, τη λησμονιά καθώς περνάει ο καιρός και τις αναπόφευκτες αλλαγές στον κόσμο των ζωντανών, ενώ κανένας θνητός δεν μπορεί να συνομιλήσει με τον νεκρό.
     Είναι και το τελευταίο διήγημα, πιστεύω όχι τυχαία, καθώς συνοψίζει ολόκληρη φιλοσοφία που διαπνέει όλα τα διηγήματα, της «εκκωφαντικής σιωπής» και του «ατέλειωτου και βροντερού Χαμού», λέξεις της τελευταίας παραγράφου.
     Ωστόσο, εγώ θα τελειώσω την ανάρτηση με αναφορά στο πιο αγαπημένο μου, που είναι «Η ασημένια χορδή».
Η ασημένια χορδή
Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό
πέρα από τον νου του παρατηρητή
     Μόνο και μόνο το σκηνικό, με την καθηλωτική γραφή του συγγραφέα, σε μεταφέρει σε άλλη διάσταση: χιονισμένες, απάτητες κορφές, «πανάρχαια βουνά», πρώιμη άνοιξη. Ανηφοριές, σπηλιές, βράχια, «τρύπες σαν αετοφωλιές». Ατέλειωτοι πευκώνες και καραβάνια ανδρών που σκοπός τους είναι να μαζέψουν ρετσίνι, μια δουλειά που την κάνουν από πάππου προς πάππου.
     Η σκληρή δουλειά των ρετσινάδων περιγράφεται με γλαφυρότητα (όπως είδαμε και με τους καρβουνιάρηδες στις «Κόρες της αιθάλης») προτού εστιάσει η αφήγηση στον κύριο ήρωα, τον αφηγητή και τον συμπρωταγωνιστή, τον Ανάργυρο. Ο Ανάργυρος ήταν καινούργιος, άμαθος στη δουλειά, και ο αφηγητής μας είναι το αφεντικό του (δεν είναι ότι δεν ήταν φιλότιμος ή έξυπνος. Και εργατικός ήταν, και τετραπέρατος. Μα ήταν φτιαγμένος αλλιώτικα, και δεν είναι εύκολο όταν έρχεσαι από τα θρανία και τις βιβλιοθήκες στο βουνό).
     Ο Ανάργυρος, φιλομαθής και δουλευταράς, μαθαίνει τη δουλειά κάθε μέρα, ενώ κάθε βράδυ γοητεύει το αφεντικό του με απίθανες εξιστορήσεις, αληθινές ή φανταστικές (σε ένα μήνα μέσα έμαθα, έστω και λίγο μπερδεμένα, ονόματα και πράγματα που σε δέκα σχολεία μαζί δεν θα μάθαινα ποτέ), ο δε ήρωάς μας σημειώνει με ζήλο, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του.
     Όταν οι συζητήσεις  στρέφονται σε θέματα πιο πνευματικά, για την παράλυση του ύπνου, για το συνειδητό όνειρο, την αισθητηριακή στέρηση και για τις αλλοιωμένες συνειδησιακές καταστάσεις, ο αφηγητής μας αρχίζει να νιώθει ότι ο Ανάργυρος είναι «αλλοπαρμένος» (με λίγα λόγια ο Ανάργυρος κατέληξε να μου λέει ότι μπορούμε να βγούμε απ’ το κουφάρι μας και να το βλέπουμε από ψηλά σαν να είμαστε άλλοι). Κατανικώντας όμως τις αρχικές αντιστάσεις του, παραδέχτηκε ότι πού και πού μπορούμε να χωρίσουμε το κορμί από το «μέσα» του ανθρώπου (ο Ανάργυρος απέφυγε έντεχνα να χρησιμοποιήσει τη λέξη «ψυχή») όταν βρεθούμε σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ενώ η Ασημένια Χορδή, ένα είδος ομφάλιου λώρου σε συνδέει με τη σωματική κατάσταση (αν αυτό κοπεί σημαίνει πως είσαι πια νεκρός). Το μυστικό, να μη σκέφτεσαι.
     Οι τελευταίες παράγραφοι του διηγήματος είναι μαγικές- ακολουθούμε τον ήρωα στο απίθανο ταξίδι μέσα από τα δένδρα και τα σύννεφα, ενώ μια σπάνια ενσυναίσθηση γεννιέται μέσα του (ονειρεύτηκα πως οι κορμοί έτρεμαν από τρόμο σαν τους έμπηγα τη λάμα μου μέσα τους και πως έβγαζαν ουρλιαχτά πόνου καθώς έβγαινε από μέσα τους το χρυσαφένιο αίμα). Τον βλέπουμε να παραιτείται από ρετσινάς και να ταξιδεύει πια στις «εσχατιές της ατμόσφαιρας», βλέποντας αποκάτω το πευκόδασος να «βογκάει σιωπηλό». 
     Αυτό κάνω κάθε νύχτα χρόνια και χρόνια μετά από εκείνο το τελευταίο πρωινό στο βουνό μέχρι να έρθει η στιγμή που η χορδή θα σπάσει, ρινίσματα από ασήμι θα εκτοξευτούν στον αέρα και η αιώρα θα σταματήσει να κινείται άπνοη, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αφήνοντας τα σκληρά χέρια που κάποτε έσφιγγαν το τσεκούρι να ξεκουραστούν σταυρωμένα μέσα στη Μάνα Γη.
Χριστίνα Παπαγγελή