Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009

Η κόρη του διευθυντή του τσίρκου, Γιοστέιν Γκάαρντερ

Πρωταγωνιστής και αφηγητής σ’ αυτό το πρωτότυπο βιβλίο είναι ένα εξαιρετικής ευφυΐας αλλά και ιδιορρυθμίας άτομο, το οποίο, απ’ τη δική του ιδιαίτερη οπτική γωνία και με το ανάλογο ύφος που ταιριάζει στην ιδιαιτερότητά του, ξεδιπλώνει τη ζωή του και τον εσωτερικό του κόσμο.
Η ιδιορρυθμία έγκειται στο ότι είναι ένα άτομο υπερβολικά κλειστό κι εσωστρεφές, με πλούσια όμως «εσωτερική ζωή», εφόσον η φαντασία είναι τόσο υπερβολική που κατακλύζει και την εξωτερική πραγματικότητα και, μερικές φορές συγχέεται με αυτήν. Η κλίση αυτή του παιδιού να πλάθει ιστορίες ενθαρρύνεται, κατά κάποιον τρόπο, κι απ’ τη μητέρα του, γιατί όχι μόνο δεν ανησυχεί με την αντικοινωνικότητα του γιου της αλλά σχεδόν την προκαλεί (άλλωστε φαίνεται ότι έχει παρόμοια ιδιοσυγκρασία).
Το παράδοξο και απρόβλεπτο είναι ότι ο Πέτερ καταξιώνεται από τους συμμαθητές του στο σχολείο (παρόλη τη διαφορετικότητά του), γιατί τους βοηθά στις …εκθέσεις. Βέβαια, αρχικά τον δέρνουν γιατί «είχε μεγάλη γλώσσα», στη συνέχεια όμως, όταν άρχισε να βοηθά στις εργασίες των παιδιών τον άφησαν ήσυχο (για να μην τους μαρτυρήσει!)
Σελ. 26:
Γνώριζα πάντα τη διαφορά αυτού που είδα πραγματικά απ’ αυτό που είδα στη φαντασία μου. Βέβαια, με τον καιρό, μπορεί να είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα πραγματικά από τα φανταστικά βιώματα. Η μνήμη μου δε διαθέτει χωριστούς χώρους για πράγματα που είδα και άκουσα και για πράγματα που απλώς φαντάστηκα. Έχω μόνο έναν χώρο όπου πρέπει να βολευτούν οι εντυπώσεις των αισθήσεων και όσα φαντάστηκα στο παρελθόν- η πρόσμειξη τούτων των δυο αποτελεί αυτό που αποκαλούμε ανάμνηση.
Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τη ζωή του και τη σκέψη του είναι τόσο αβίαστος, αυθόρμητος και φυσιολογικός, σα να περιγράφει το αυτονόητο, ενώ αντικειμενικά είναι ένα άτομο «αποκλίνον»αυτή η οπτική γωνία, καθώς κι ένα χιούμορ λεπτό, κάπως αποστασιοποιημένο και φλεγματικό (που βέβαια δεν είναι τυχαία τέτοιο) είναι και η υπ’ αρ. 1 γοητεία του βιβλίου.
Ο Πέτερ παρεμβάλλει πάρα πολλές απ’ τις φανταστικές του αφηγήσεις- ιστορίες. Παρόλο που αυτός ο υπερβολικός εγκιβωτισμός φαντάζει βαρετός κι αδιάφορος σ’ ένα μυθιστόρημα, οι συγκεκριμένες ιστορίες είναι ιδιαίτερα συναρπαστικές και, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι, διόλου τυχαίες.
Οι γονείς του είναι υπό χωρισμό, απ’ όταν ο ίδιος ήταν αρκετά μικρός και, ενώ συναισθηματικά είναι κοντά στη μητέρα, περιγράφει και την «αναγκαστική» σχέση με τον πατέρα (όταν τον παίρνει τα σαββατοκύριακα κλπ.) με ασυνήθη ωριμότητα. Π.χ. στο λούνα παρκ «για χάρη του μπαμπά ανέβηκα σε τόσα πολλά παιχνίδια (…) δεν έπρεπε να νoμίζει ότι δεν ήμουν ευχαριστημένος». Το τρενάκι του τρόπου τον εμπνέει για ναφτιάξει στη φαντασία του ένα «δικό του τρενάκι», όπου στο κέντρο του τούνελ «έβαλα έναν ολοζώντανο άνθρωπο».
Σελ.45:
Σε μερικές περιπτώσεις η θέα ενός ανθρώπου μπορεί να σε τρομάξει όσο ένα φάντασμα, τουλάχιστον στο τρενάκι του τρόμου. Τα φαντάσματα είναι πλάσματα της φαντασίας, κι όταν σε μια φαντασία εμφανίζεται ξαφνικά κάτι το πραγματικό, φαντάζει εξίσου τρομακτικό όσο ένα φανταστικό πλάσμα στην πραγματικότητα.

Καθώς μεγαλώνει και ωριμάζει, ανεξαρτητοποιείται, γνωρίζει πολλές γυναίκες αλλά κάποια στιγμή συναντά το “alter ego” του, τη Μαρία (πρώτη φορά είχα γνωρίσει γυναίκα που θεωρούσα ισάξιά μου), μια γυναίκα που δε βιαζόταν να δεσμευτεί στο άμεσο μέλλον. Επικοινωνούν, έχει φαντασία και η Μαρία (η Μαρία δεν ήταν απλώς ισάξιά μου, η Μ. με είχε ξεπεράσει σε αδιαντροπιά και ταλέντο) και είναι καλή ακροάτρια στις ιστορίες του, αλλά την «ξεπερνά», όπως λέει και ο ίδιος βάζοντας τέρμα στη σχέση τους, αφού όμως πρώτα της ..χαρίσει ένα παιδί!
Το παιδί γεννιέται –κορίτσι- και ο πατέρας της το βλέπει συνολικά τέσσερις φορές, χωρίς να μάθει ποτέ το όνομά του. Άλλωστε, το συμφωνημένο σχέδιο ήταν αν μη γνωρίσει τον πατέρα του, ώστε να μην υπάρχει ουδεμία περίπτωση δέσμευσης. Την τελευταία φορά που συναντιούνται της αφηγείται μια ιστορία, της Πανίνας Μανίνας, κόρης του διευθυντή ενός τσίρκου, που μετά από περιπέτειες ξαναβρίσκει τον μπαμπά της…

Το «βιοποριστικό» μέσον του Πέτερ είναι η συνοπτική συγγραφή υποθέσεων- σεναρίων που τα πουλά μυστικά, με σύστημα και οργάνωση, σε αποτυχημένους συγγραφείς. Σταδιακά, στήνει την «επιχείρησή» του, προσέχοντας να μην έρχονται σ’ επαφή οι συγγραφείς μεταξύ τους, αλλά και να μην «πουλάει» τις υποθέσεις του σε διαφορετικά πρόσωπα.


Δε χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς το τέλος που μας επιφυλάσσει ο Γκάαρντερ. Μετά από χρόνια, ο Πέτερ («η μικρή αράχνη», όπως τον ονόμαζαν οι φίλοι του στο σχολείο), αυτοπαγιδεύεται στον ίδιο τον ιστό της. Συνδέεται με μια πολύ νεότερή του κοπέλα, που όπως κι η Μαρία τον «υπερβαίνει», ώσπου μέσω της μοιραίας ιστορίας της «κόρης του διευθυντή του τσίρκου» αποκαλύπτεται ότι είναι η άγνωστή του, μέχρι τότε, κόρη του. Η αποκάλυψη είναι σταδιακή και πολύ ποιητική, και η «σύμπτωση» αυτή δεν φτωχαίνει την ποιότητα της γραφής.
Σελ. 259:
(…) Έπειτα ρώτησε: Θέλεις να κάνουμε μπάνιο;
Αυτή και μόνο η ερώτηση αρκούσε για να με πείσει ότι είχα βρει τη γυναίκα της ζωής μου. Δεν είχαμε ιδωθεί ποτέ, φορούσε πέδιλα κι ένα λεπτό καλοκαιρινό φουστάνι (…)
Θέλεις να κάνουμε μπάνιο; Υπήρχε νοηματικός αναβρασμός σ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις. Εννοούσε να πάμε μαζί στον καταρράκτη αλλά και δεν το εννοούσε. Ήθελε να πει ότι ο ήλιος έκαιγε. (…) Είχε θέσει ένα ερώτημα για να ελέγξει την αντίδρασή μου. Είπε ότι της άρεσα κι ήθελε να δει τι είχα να πω γι’ αυτό. Είχε τραβήξει τα νήματα και ήθελε να δει πώς θα χόρευα. Η γυναίκα με το κίτρινο φουστάνι είπε ότι ήθελε να περπατήσει μαζί μου, χωρίς κουβέντες που θα την κούραζαν. Πίστευε ότι δεν είχαμε κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρεπόμαστε.

Δεν ερωτεύομαι συχνά, αλλά τις σπάνιες φορές που συναντώ κάποια γυναίκα
που με μαγεύει, δε χρειάζομαι πολύ χρόνο για να το καταλάβω. Χρόνο χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τι δε μας αρέσει.
Κλειδί στον ψυχισμό του Πέτερ είναι αυτό που εξομολογείται στη σελ. 139:
Συνεχίζω να έχω τη συναίσθηση ότι έχω ξεχάσει κάτι σημαντικό. Μου φαίνεται ότι όλη τη ζωή μου προσπαθούσα να μη θυμηθώ κάτι που είχε συμβεί στα παιδικά μου χρόνια. Αλλά δεν έχει χαθεί εντελώς, κολυμπά ακόμα στα σκοτεινά βάθη κάτω απ’ τον λεπτό πάγο όπου χορεύω. Όταν χαλαρώνω και προσπαθώ να φτάσω σ’ αυτό που θέλω να ξεχάσω, μου έρχεται και καλή ιδέα και σκαρφίζομαι μια ιστορία.
Αυτά τα «βάθη» τα εξομολογείται στο τέλος, μετά την καταλυτική και μοιραία συνάντησή του με την κόρη του Μπεάτε.
Είναι ένα βιβλίο έξυπνο, τρυφερό, παραμυθένιο κι απελπισμένο.


Χριστίνα Παπαγγελή

4 σχόλια:

Δημήτρης είπε...

Από την πλοκή του και από τον αφηγηματικό του τρόπο φαίνεται πως είναι πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Εξαιρετική, όπως πάντα, η παρουσίαση που κάνεις, του όλου, των μερών και της ατμόσφαιρας.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Ευχαριστώ πολύ Δημήτρη, και δεν είναι λόγοι ευγενείας που με ωθούν να αντιγυρισω τα καλά λόγια και να πω οτι οι παρουσιάσεις στο δικό σου μπλογκ είναι πολύ ενδιαφέρουσες και μεταδίδουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα (έχουμε και συγγενικό τίτλο, χαχα)
Το βιβλίο είναιν πολύ εκλεκτό, για μικρούς/μεγάλους, και ίσς είναι σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι πρόκειται για τον συγγραφέα του "Κόσμου της σοφίας", το θεωρώ όμως, από άποψη γραφής αλλά και περιεχομένου, πολύ ανώτερο.

Φανή είπε...

Τι ωραία παρουσίαση... Αγαπημένος Γάαρντερ! Κι αν κάποιος διαβάσει τη δική σου παρουσίαση, θα αγαπήσει κι εσένα!

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Πράγματι, κορυφή ο Γκάαρντερ! είδα ότι έχεις και στα αγαπημένα σου το "Μυστήριο της τράπουλας"
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, είναι φορές που τα χεις τόσο ανάγκη και τα ακούς από άγνωστους!!!