Ένας
ανώνυμος μοναχικός άνδρας πρωταγωνιστεί
σε όλα σχεδόν τα αφηγήματα με
παιχνιδιάρικη αλλά και στοχαστική διάθεση, σαν κεντρικός ήρωας κάποιας «σειράς» που με τον δικό του τόνο, με
τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα χρωματίζει
διάφορα επεισόδια, προσδίδοντας το ιδιαίτερο στίγμα του. Περιδιαβάζει πολλές
φορές χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, παίζοντας με την πραγματικότητα και αναδομώντας την με τη φαντασία του. Ένας
άνθρωπος που απολαμβάνει τον πλούτο της μοναξιάς∙ που θέτει ερωτήματα, που
καλλιεργεί τη μνήμη του, που, αναμετρώντας πολλές φορές τον εαυτό του με μυθικά
αρχέτυπα ή με την ετερότητα του «Άλλου», χτίζει
τη συνειδητότητά του. Και ξεφεύγοντας απ’ τους κοινωνικούς προσδιορισμούς
ανάγει το κέντρο βάρους της ζωής του σε υπαρξιακές σφαίρες, όπως είναι η φθορά,
ο έρωτας ή ο θάνατος.
Παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο ο εκάστοτε ήρωας
εσωτερικεύει τις διαφορετικές αλλά
συνηθισμένες, καθημερινές περιστάσεις, μέσα στις οποίες κατά κανόνα ξεκινά το διήγημα. Σκηνικά οικεία από τη
σύγχρονη ζωή: ο ήρωάς μας γίνεται υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο που ετοιμάζεται να
κλείσει αλλά κάποιοι ασυνήθιστοι πελάτες τον καθυστερούν, επισκέπτης στο
νεκροταφείο για ένα μνημόσυνο, τουρίστας που επισκέπτεται μουσεία στον λίγο
χρόνο που ξεκλέβει απ΄ το πρόγραμμα του πρακτορείου, ταξιδιώτης με λεωφορείο
φίσκα στον κόσμο και τη φασαρία κ.α. Σ’ ένα μόνο διήγημα ο πρωταγωνιστής είναι
γυναίκα, μια νέα γυναίκα που κλείνεται νύχτα έξω απ’ το σπίτι της ενώ είναι
ντυμένη κλόουν.
Το μέσον είναι το μήνυμα;
Πρόκειται για εννέα
διηγήματα, εκ των οποίων τα μισά περίπου αρκετά εκτενή ώστε να μπορούμε να τα
χαρακτηρίσουμε «μικρές νουβέλες» (τα πέντε πιάνουν 20-30 σελίδες, το ένα
μάλιστα φτάνει και τις 44 σελίδες, ενώ τα πιο μικρά είναι από 4 έως 13 σελίδες)
Παίρνοντας το βιβλίο και
ανοίγοντας την πρώτη σελίδα ίσως μας παραξενέψει η ομοιομορφία των τίτλων. Όλοι
περιλαμβάνουν ένα ουσιαστικό σε ουδέτερο γένος: το αντάμωμα, το μουσείο, το
φλιτζάνι, το σύνθημα κλπ∙ είναι τίτλοι απλοί, περιεκτικοί, ουδέτεροι, και ουσιαστικοί -δεν είναι τυχαίο ότι πρόκειται για
ουσιαστικά, και μάλιστα στην πλειονότητα συγκεκριμένα.
Το αντικείμενο γύρω απ’ το οποίο περιδινίζεται, περιστρέφεται το βίωμα.
Δεν είναι ωστόσο εύκολο να μιλήσει κανείς για
διηγήματα, έστω και εκτενή, χωρίς να προδώσει την πλοκή. Είτε πρέπει να τα
εξετάσει κανένας ένα ένα, είτε να βρει κοινούς άξονες, κοινούς κώδικες.
Ακόμα
και τα πιο μικρά απ’ τα διηγήματα της συλλογής είναι ιστορίες∙ έχουν δηλαδή πλοκή
και εξέλιξη -αρχή, μέση, τέλος -ένα είδος κάθαρσης, έχουν δηλαδή «δέση»[1] και «λύση». Η πλοκή είναι «χορταστική»,
συμβαίνουν πολλά και απρόοπτα γεγονότα που κορυφώνονται σχεδόν πάντα σ’ ένα σημείο
κομβικό, εκεί όπου συγκλίνουν όλα τα ερωτήματα, ή τα έντονα συγκρουσιακά
συναισθήματα, σημείο που στη φιλολογία το ονομάζουμε «δέση» (Αριστοτέλης), μετά
το οποίο ξεκινάει η πορεία προς τη «λύση». Ο αναγνώστης περιμένει απάντηση, ή απαντήσεις, και ο ήρωας πορεύεται προς αυτήν με βήμα ταχύ, πολλές φορές παρεμβαίνοντας πολύ
ενεργητικά. Υπάρχει δηλαδή ωρίμανση, όχι μόνο στον κεντρικό χαρακτήρα αλλά και
στους υπόλοιπους. Κυρίως όμως υπάρχει εξέλιξη στον τρόπο που ο ήρωας συνειδητοποιεί τον κόσμο και τη ζωή του μέσα σ’
αυτόν.
Δεν
είναι ωστόσο συνηθισμένες οι περισσότερες ιστορίες. Η αφετηρία μοιάζει
κοινότοπη, αλλά κάποιες, κυρίως οι μεγάλες σε έκταση, ξεφεύγουν κατά πολύ από
το αναμενόμενο, γιατί καθώς εξελίσσονται
μεταπηδούν σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στον χώρο του φαντασιακού.
Κυρίως
όμως δεν είναι συνηθισμένος ο τρόπος γραφής∙ γιατί κυριαρχεί μεν το γ΄ ενικό
αλλά δεν είναι η ματιά του παντογνώστη αφηγητή, του συγγραφέα∙ ο αφηγητής
μπαίνει μέσα στην ψυχή του ήρωα και καταγράφει ό, τι εγγράφεται στη συνείδησή
του σαν να μιλάει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Υπάρχει λοιπόν «εσωτερική εστίαση»,
εφόσον το ύφος είναι εξομολογητικό,
βιωματικό και άκρως αναστοχαστικό. Θα μπορούσε κάλλιστα να γραφεί σε α΄ ενικό,
που φαίνεται καταλληλότερο για να αποδίδει τις πιο μύχιες σκέψεις, όμως ο
συγγραφέας διάλεξε το γ΄ ενικό σε όλα, εκτός από το διήγημα «Το μουσείο» (όπου
ο πρωταγωνιστής μιλάει πρωτοπρόσωπα). Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο «μέσα» και
στο «έξω», σαν να παρακολουθούμε σε πλάγιο λόγο αυτά που γράφονται στην οθόνη
του μυαλού και της καρδιάς του ήρωα, προσωπικά το έχω συναντήσει και στον Μάριο
Χάκκα.
Στην
περίπτωσή μας αυτή η γραφή αντανακλά την παιχνιδιάρικη και ευαίσθητη παιδική
ψυχή του «ίδια διαφορετικού» ανθρώπου, που ενώ δηλαδή δεν είναι σαφώς το ίδιο
πρόσωπο στα διηγήματα, έχει παρόμοιο
ψυχισμό. Τι είδους ψυχισμό; Βρίσκεται
ανάμεσά μας, στην εποχή μας, αλλά δεν είναι ο άνθρωπος ο αλλοτριωμένος από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, από το άγχος να
προλάβει, που καταπιέζεται, που τον έχει δαγκώσει η κρίση, η ανεργία, η
παγκοσμιοποίηση κλπ. Όχι, δεν είναι ο άνθρωπος ο τσακισμένος, ο καταβεβλημένος,
ο ανήμπορος. Ο ήρωάς μας/ηρωίδα είναι άνθρωποι με θετική στάση στη ζωή - και η
έλλειψή τους ακόμα, ή η αδυναμία τους να απαντήσουν στα ερωτήματα όπου
σκοντάφτουν, κι αυτά ακόμα είναι «θετικά», γιατί αποτελούν σκαλοπάτια για πιο σύνθετες προσλήψεις. Ο άνθρωπός μας
είναι ο άνθρωπος που είναι μοναχικός αλλά δεν είναι μόνος, γιατί αντλεί από τους θησαυρούς
του εσωτερικού πλούτου, απ’ το ελεύθερο σεργιάνι στον κόσμο καθώς
αποκρυπτογραφεί την πραγματικότητα γύρω του. Κι αυτούς τους θησαυρούς τους
προσεγγίζει πολλές φορές «παίζοντας» με τον εαυτό του και με τους Άλλους, ένα νόμιμο παιχνίδι με το νου και με
τη φαντασία που κάποτε μάλιστα είναι και
συνειδητό.
Πάντα είχα την περιέργεια να μάθω πώς περνούν τη μέρα
τους οι φύλακες των μουσείων. Κυρίως πώς περνούν τη μέρα τους, όταν δεν έχουν
επισκέπτες στο μουσείο. Για παράδειγμα, μια βροχερή μέρα του χειμώνα, όταν
κανείς δεν βγαίνει απ’ το σπίτι του. τι κάνουν τότε; Κάθονται απέναντι από τα
σιωπηλά αγάλματα και τα κοιτάνε, αδιαφορώντας για τον χρόνο και τον τόπο;
Βαδίζουν ανάμεσά τους και βρίσκουν τα μονοπάτια του χρόνου και τις πύλες της
επιστροφής;
Στα διηγήματα
συνυφαίνεται η κυριολεξία με τον ποιητικό τρόπο γραφής: υπάρχει αφενός ένας σκελετός πλοκής (συνήθως
πολύπλοκης), όπου η αφήγηση είναι «γειωμένη», η έκφραση δηλαδή είναι ρεαλιστική/κυριολεκτική
(«αναφορική»), αλλά αφετέρου πολύ συχνά αυτή η πλοκή διακόπτεται από
αστραπιαίες σκέψεις και αναγωγές σε άλλο επίπεδο, που εκφέρονται ξαφνικά,
διακόπτοντας τη ροή της δράσης όχι όμως την εσωτερική ροή του βιώματος∙ σαν
παρενθέσεις, με ποιητικό ή συμβολικό τρόπο, με μια θυμόσοφη διάθεση που πολλές
φορές γίνεται και άκρως φιλοσοφική. Με ελλειπτικό, κοφτό πολλές φορές τρόπο,
και που όσο πιο συμπυκνωμένη είναι η έκφραση τόσο πιο οξεία είναι η επίδραση
στον αναγνώστη. Δύο παραδείγματα, ένα πολύ σύντομο, κι ένα εκτενές ίσως δείξει
καλύτερα αυτού του είδους την τεχνική:
α. Ανοιχτοί τάφοι περιμένουν, σαν
έτοιμες απαντήσεις, ο καθένας τη
δική του ερώτηση.
β. Πολλές φορές είχε μείνει μέχρι το τέλος του ωραρίου του. Όχι για
να κάνει την εσωτερική δουλειά ή τις παραγγελίες. Όχι. Καθόταν μόνος και
σιωπηλός ανάμεσα στα σιωπηλά βιβλία. Σε χιλιάδες βιβλία. Γινόταν κι αυτός ένα
με αυτά. Μάλλον, ένα σαν και αυτά. Ένοιωθε τη σιωπή τους αλλά και τον εν
δυνάμει λόγο τους. Όλες τις φράσεις, τις λέξεις, τις σκέψεις που περίμεναν τα
μάτια ενός αναγνώστη για να ζωντανέψουν, να ανασάνουν, να μιλήσουν, να βγουν
απ΄ τη σιωπή και το σκοτάδι. Στο φως και στον λόγο; Μάλλον σε μια άλλη σιωπή
και σε ένα άλλο σκοτάδι.
Κάπως έτι ένιωθε κι ο ίδιος. Βιβλίο κλειστό που τόσα
θα είχε να πει, αν κάποια χέρια το άνοιγαν και κάποια μάτια έστρεφαν το βλέμμα
του στις σελίδες του. (…) Και όποτε το αναζήτησαν και διάβασαν μερικές απ’ τις
σελίδες του, καλύτερα να μην το είχαν κάνει. Επιπόλαια ανάγνωση, βιαστική. Δυο
σελίδες πριν από τον ύπνο.
Αυτή
η διαρκής εμβάθυνση ίσως κουράσει τον αναγνώστη. Υπάρχουν παρεκβάσεις που
μερικές φορές είναι πολύ μακροσκελείς, κι αυτό θα ήταν πολύ ενοχλητικό αν ήταν
προέκταση της σκέψης του συγγραφέα. Πρόκειται όμως για εσωτερικούς συνειρμούς και
προεκτάσεις του ήρωά μας, που ναι, σε όλα τα διηγήματα επεξεργάζεται, με
παιγνιώδη άλματα, τα βιώματά του. Και σ’
αυτό το σημείο θυμήθηκα ένα μεγάλο συγγραφέα που έχει αναγάγει σε υψίστη τέχνη
αυτήν την αναστοχαστική γραφή, τον Μίλαν Κούντερα.
Μέσα
στην έκταση λοιπόν ενός διηγήματος (γιατί και το μεγαλύτερο απ’ αυτά δεν παύει
να είναι μικρό σε έκταση αφήγημα) ξεδιπλώνονται διάστικτα παρατηρήσεις και σχόλια πάνω σ’ ένα σωρό μοτίβα. Αν πάρουμε το πρώτο,
φερειπείν διήγημα, («Το αντάμωμα») θα βρούμε, σαν αγριολούλουδα στο λιβάδι,
σκέψεις παρεκβατικές για τα βιβλία, για τον χρόνο, για τον χορό (ατομικό και
συλλογικό), για τη γυναίκα, για τη μυθική Θράκη, τη φθορά, τον έρωτα, την ερωτική
προδοσία.
Αυτό
το ανεβοκατέβασμα (απ τη δράση στον στοχασμό και αντίθετα) δεν ενοχλεί, αντίθετα
αποτελεί μεγάλη αρετή. Γιατί είναι σύντομα ιντερμέτζο, και κυρίως γιατί είναι αξιοθαύμαστη
η μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο, από το επίπεδο της πραγματικότητας στον
εσωτερικό κόσμο του ήρωα, και το αντίθετο. Πολλές φορές η πρώτη πρόταση που μας
επαναφέρει στην πραγματικότητα έχει κάποιο απρόοπτο, αλλάζει το πλάνο, αλλάζει
η σκηνή ή το σκηνικό.
Αυτό
όμως που γειώνει την αφήγηση και την κάνει να πατά ξανά καλά στα πόδια της
είναι οι πολύ καίριοι, αληθοφανείς διάλογοι, που αν και ρεαλιστικότατοι, δεν
χαρακτηρίζονται από κοινοτοπία, αλλά διεισδύουν στην ουσία κάποιας έννοιας,
κάποιου στοχασμού:
-Να σας βοηθήσω;, ρώτησε με ευγένεια.
-Σου φαίνομαι αβοήθητη, μοιάζω για αβοήθητη; Ήρθε η
απάντηση πριν να τελειώσει καλά-καλά τη φράση του.
Τόσα χρόνια στη δουλειά και ήταν η πρώτη φορά που πήρε
αυτήν την ερώτηση για απάντηση, στην συγκεκριμένη και τυπική ερώτησή του.
Υποχώρησε. Έκανε δυο βήματα πίσω. Ένα για κάθε
ερώτηση. Έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε κάτι που ούτε κι αυτός δεν μπόρεσε να
ακούσει.
-Πήγες δυο βήματα πίσω, του είπε. Μπορείς αν θέλεις,
να έρθεις δυο βήματα μπροστά. Στον χώρο όλα είναι δυνατά. Στον χρόνο όμως όχι.
Γύρνα δυο λεπτά πίσω τον χρόνο. Μπορείς; Η απάντησή μου λοιπόν στην ερώτησή σου
είναι ναι, είμαι αβοήθητη, κι εσύ δυστυχώς, δεν μπορείς να με βοηθήσεις.
-Τι είναι αυτά που λες στον άνθρωπο, βρε μαμά;
παρενέβη ο νεαρός κλπ
Στο
παραπάνω παράδειγμα βλέπουμε πώς όσο πιο
πολύ απογειώνεται το περιεχόμενο το στοχαστικό, τόσο πιο απότομα γίνεται η
προσγείωση: «τι είναι αυτά που λες στον
άνθρωπο ρε μαμά» κλπ. Ακόμα, ότι ο διάλογος αυτός είναι σύντομος αλλά
επαρκεί για να στηρίξει την έντονη -ερωτική- σχέση που ακολουθεί. Γιατί μια
τέτοια σχέση προϋποθέτει πομπό και δέκτη που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος,
προϋποθέτει δυο πρόσωπα που επικοινωνούν σε βάθος, έστω μέσα από το χιούμορ.
Στο
διήγημα «Το μουσείο» στήνεται μέσα σε λίγες σελίδες, μέσα σε λίγα λεπτά
αφηγηματικά αλλά και μέσα από καίριους διαλόγους μια σχέση βαθιάς επικοινωνίας ανάμεσα
στον ήρωα-επισκέπτη του μουσείου και τον φύλακα, μια σχέση εμπιστοσύνης που
είναι πολύ πειστική. Αυτή σφραγίζεται και με την κοινή συνωμοσία του τσιγάρου
(ο φύλακας απαγορεύεται να καπνίσει, ο επισκέπτης του μουσείου δέχεται τσιγάρο)και
αυτή η εμπιστοσύνη κορυφώνεται όταν ο φύλακας μοιράζεται με τον πρωταγωνιστή το
μεγάλο του μυστικό. Η λογική παρακολουθεί το παράλογο και εναλλάσσονται καθώς
χτίζουν μια σχέση άρρηκτη, μέσα σε λίγα λεπτά.
Δεν
είναι όμως μόνο οι διάλογοι που «προσγειώνουν» την αφήγηση στην πραγματικότητα,
αλλά και οι περιγραφές, οι καθαρές παραστατικές εικόνες όπως ζωγραφίζονται από την συγγραφική πένα, που έχουν μια δύναμη
ρεαλιστική, μ’ ένα φίλτρο όμως στοχαστικό/ποιητικό. Μπορεί αυτή η πινελιά να
είναι μια μικρή φράση, ή μια λέξη:
Έψαξα με τα μάτια μου για τον φύλακα. Ήταν μια
γυναίκα, μια νεαρή κοπέλα, το πολύ τριάντα ετών. Λεπτή, γυμνασμένη, με κοντά
κουρεμένα μαλλιά. Χωρίς ίχνος μακιγιάζ ή κοσμήματα. Η τέχνη του ελαχίστου. Την πλησίασα κλπ κλπ
Προχωρώντας λίγο πιο βαθιά στο περιεχόμενο
Αν
δεχτούμε ότι «το μέσον είναι το μήνυμα», είναι ήδη φανερό απ’ όλες αυτές τις
παρατηρήσεις που αφορούν τον τρόπο γραφής, και μέσα από τα παραδείγματα που παρατέθηκαν, ότι στο περιεχόμενο, το
κέντρο βάρους ξεφεύγει από το ιστορικοκοινωνικό γίγνεσθαι και γίνεται μάλλον «υπαρξιακό». Δεν σημαίνει
βέβαια αυτό ότι οι ήρωες κινούνται μέσα σε μια γυάλα ατομικισμού. Υπάρχουν
διηγήματα όπου είναι έντονο και το κοινωνικό σχόλιο (όπως στο διήγημα «Το μαύρο
τετράγωνο», που είναι όλο ένα σχόλιο στην έκρυθμη κατάσταση στα μέσα μαζικής
μεταφοράς –και όχι μόνο) αλλά και οι πολιτικοκοινωνικές αναφορές, όπως στο
διήγημα «Το τάμα» (τάμα που αφορά τον παππού που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς
στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ακόμα πιο σύγχρονες
είναι οι αναφορές στο διήγημα «Το σύνθημα» (το
«έξω οι βάσεις του θανάτου» δήλωνε ποιος θα ευθυνόταν για τον ενδεχόμενο
θάνατο. Για την Παλαιστίνη, πάλι το σύνθημα έλεγε, ξεκάθαρα, τι έγινε στη
Σάμπρα και τη Σατίλα και ποιος είχε την ευθύνη για τη σφαγή. Το ίδιο και το
σύνθημα «κάτω ο νόμος –πλαίσιο». Γνώριζε πολύ καλά, ποιος θα κάνει κακό σε
ποιον/Στο συγκεκριμένο σύνθημα, όμως, δεν ήξερες πού να αποδώσεις την ευθύνη.
Ποιος είναι ο κακός και ποιος ο καλός;).
Ωστόσο
ο κυρίαρχος άξονας στο περιεχόμενο είναι
ο προβληματισμός πάνω σε καθολικά και διαχρονικά θέματα, στη φθορά, στον
έρωτα, στον θάνατο, στην αναζήτηση της ταυτότητας (ποιος αλήθεια είμαι;), στην
τέχνη (βιβλία, χορός, γλυπτική). Μια ανήσυχη συνείδηση θέτει ερωτήσεις στον
εαυτό της (ήταν εμμονικός ο φίλος του που
επέμενε να ελέγχει την τύχη του; μπορεί η αγάπη να νικήσει τη μοίρα ή είναι και
αυτή μέρος της τυχαιότητας; Έχει κι αυτή μερίδιο στην εξαπάτηση ή εξαπατάται
και η ίδια;). Θέτει όμως και απαντήσεις, ποτέ βέβαια δογματικές, αλλά
ελεύθερες «εκδοχές» απαντήσεων, εφόσον
ελεύθερα περιδιαβαίνει ο ήρωας τις
διάφορες περιστάσεις της ζωής του.
Είναι απαντήσεις που ανέρχονται στην επιφάνεια μέσα
από την επαφή με το Άλλο, με την ετερότητα.
Ο
ήρωας μπορεί να απολαμβάνει τη μοναξιά του ή να προσέρχεται σ’ αυτήν, αλλά δεν
είναι ούτε ακοινώνητος ούτε ανέραστος. Άλλωστε μέσα από την συνομιλία ή
αντιπαράθεση με τον Άλλο, γνωρίζεις
καλύτερα τον κόσμο και τον Εαυτό. Και αυτός ο Άλλος μπορεί να είναι ο φίλος, ο
κλειδαράς, ο περαστικός, ή το συλλογικό «εμείς». Κάποιες φορές μάλιστα σε
«καταπίνει», όπως στο διήγημα «Το μαύρο τετράγωνο». Σίγουρα όμως είναι και το
πρόσωπο που ερωτευόμαστε. Γιατί δεν ερωτευόμαστε παρά το πρόσωπο που ανοίγει
«διάλογο» με τον εσώτερο κόσμο μας και τον μεταμορφώνει. Αυτήν την διαλεκτική
του έρωτα την αποδίδει εξαίσια ο συγγραφέας στα 4 διηγήματα όπου δεσπόζει το
ερωτικό στοιχείο. Και το βλέπουμε σε όλες τις εκφάνσεις: βλέπουμε δηλαδή και τα πρώτα σκιρτήματα που
σιγά σιγά γίνονται πόθος, και την κορύφωση/ ολοκλήρωση με ιδιαίτερα λυρικό,
ποιητικό τρόπο(«Το αντάμωμα», «Το τάμα», «Το σύνθημα»), το ανέφικτο και απέλπιδο του ερωτικού πόθου (
«Το μουσείο»), αλλά και την προδοσία («Το αντάμωμα»). Στο διήγημα «Το τσίρκο»
μάλιστα, βλέπουμε και έντονη έλξη ανάμεσα σε δυο γυναίκες.
Η
γυναίκα παρουσιάζεται δυναμική, πολυμορφική σχεδόν αρχετυπική. Στο πρώτο
διήγημα μάλιστα υποκαθίσταται με μυθικό πρόσωπο, που αποδίδει τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ηρωίδας. Η
αρχιχορεύτρια των Θρακικών χορών, γίνεται Πενθεσίλεια, η περήφανη Αμαζόνα που
ερωτεύτηκε τον Αχιλλέα (η πρώτη του χορού
έβγαλε μια κραυγή. Αρχαία κραυγή. Απόγνωσης, πόνου, θυμού, θρήνου, πίστης. Την
μιμήθηκαν και οι άλλες. Το αμφιθέατρο γέμισε από γυναικεία αντρεία. Από
γυναικεία αντρεία; Η γλώσσα φτιάχτηκε απ’ τους άντρες, σκέφτηκε. Έψαξε να βρει
άλλη λέξη. Πιο ακριβή βρήκε τη φράση «γυναικεία γενναιότητα». Αυτή η ιδιότητα
ανήκει αποκλειστικά στις γυναίκες, γιατί αυτές γεννούν). Αλλά και στο διήγημα «Το τάμα» η γυναίκα γίνεται πλανεύτρα, μάγισσα, παίρνει
πρωτοβουλία και φέρει την κάθαρση με τη φωτιά. Και όπου υπάρχει αναφορά σε
χορό, γυναίκα είναι αυτή που χορεύει, όπως η Μαρίτσα (στο «Το τσίρκο»). Η
γυναίκα υψώνει το ανάστημά της, η γυναίκα
σαγηνεύει, η γυναίκα απολαμβάνει (Του
άγγιξε το χέρι και έγειρε στον ώμο του.
Όχι για να κλάψει. Για να τον ανασάνει). Τέλος το γυναικείο στήθος, πρωταγωνιστεί
θα λέγαμε στο διήγημα «Το σύνθημα» μ’ ένα πολύ πρωτότυπο τρόπο και αποκτά την
αρχέγονη του σημασία ως πηγή ζωής και ερωτικού πόθου (αιώνια αναζητητής του μητρικού μαστού. Και του σύμπαντος που προβάλλει
στα μάτια. Του σύμπαντος κόσμου. Ενός σύμπαντος που απαρτίζεται από ένα στήθος,
δυο παιδικά χειλάκια και δέκα δαχτυλάκια γαντζωμένα με τα νυχάκια τους πάνω σ’
αυτό. και είτε με τα μάτια ανοιχτά, είτε κλειστά, κάθε γουλιά και ένας
αστερισμός, κάθε ρούφηγμα και ένας γαλαξίας).
Η
στοχαστική διάθεση του συγγραφέα προστρέχει πολύ συχνά σε μυθικά σύμβολα, που
άλλωστε είναι διαχρονικά στη γλώσσα της
τέχνης, και όχι μόνο. Ο «κήπος της Εδέμ»
είναι μια έκφραση της ηρωίδας του διηγήματος «Το τσίρκο», που απηχεί την ψυχική
σύνδεση της Μελίνας με το σπίτι της, γιατί
εκεί νιώθει ασφάλεια. Έτσι, όταν κλειδώνεται απ’ έξω, εκείνη γίνεται Εύα, μόνη, χωρίς κανέναν Αδάμ δίπλα της. Ο
ήρωας στο «Μουσείο» γίνεται για λίγο Οδυσσέας που «γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού
τον πήγε ο άνεμος»: Πρέπει να δεθώ πιο
σφιχτά στο κατάρτι. Να μη μπορώ να λυθώ. Με παρέσυρε η Σωσάννα με την ομορφιά
της. Όμως, πάντα θα ήθελα μια Καρυάτιδα με βοστρύχους δίπλα μου. Υποσχέθηκα
στον εαυτό μου, πως στον επόμενο φύλακα θα είμαι πιο προσεκτικός στο πηδάλιο.
Δεν θα προσεγγίσω πολύ τον βράχο με τις Σειρήνες. Οδυσσέας γίνεται κι ο ήρωας
του τελευταίου διηγήματος, που επιστρέφει μετά από χρόνια στο πατρικό.
Κι
όλη η αφήγηση ενδυναμώνεται με μυθικές αναγωγές, όπως στον Ορφέα, στην Πυθία, στον
Απόλλωνα κ.α.
Δεν
είναι μόνο τα πραγματικά ή τα μυθικά
πρόσωπα που περιβάλλονται από μια πιο καθολική, πιο συμβολική σημασία. Δεν
είναι μόνο ο πραγματικός ή μυθικός Άλλος με τον οποίο συνομιλεί ο ήρωας καθώς
μετεξελίσσεται και προχωρά προς την αυτογνωσία. Υπάρχουν και κάποια θεμελιακά αντικείμενα
στη ζωή των πρωταγωνιστών, που αποκτούν πιο βαθύ ψυχολογικό ρόλο, παίρνουν θα
λέγαμε οντολογική διάσταση. Όπως π.χ.
το αγαλματίδιο στο διήγημα «Το μουσείο», το μαύρο τετράγωνο των σταυρολέξων και
το φλιτζάνι στα αντίστοιχα διηγήματα. Πιο αρχετυπικό όμως ακόμα σαν σύμβολο
λειτουργεί το «σπίτι», το σπίτι αυτό που όταν το επιλέγει ο άνθρωπος για να
μείνει αντανακλά τις ψυχικές του επιλογές, και που στη συνέχεια αυτή του η επιλογή
τον διαμορφώνει. Το σπίτι διαδραματίζει κεντρικό ρόλο και στο διήγημα «Το
τσίρκο» όπως είδαμε, αλλά και στο «Το σύνθημα». Στο δεύτερο μάλιστα συμπλέκεται
με την αναζήτηση ταυτότητας του ήρωα, καθώς συγχέεται το «έξω» με το «μέσα» (Κοιτάχτηκαν. Ο άντρας από μέσα κι αυτός απ’ έξω.
Ο ένας μέσα στον νόμο, ο άλλος έξω απ’ αυτόν. Πλησίασαν κι οι δυο στα κάγκελα/ο
ένας στην ασφάλεια της ιδιοκτησίας, από μέσα, να φυλάει το κάστρο το από κάθε εισβολέα.
Και ο άλλος απ’ έξω, ξένος και απειλή). Η έννοια της νομιμότητας συνδέεται
με την έννοια της ιδιοκτησίας , ενώ το να είσαι έξω απ’ το σπίτι σε βάζει στο
ρόλο του «έκθετου», θυμίζοντας τον
ομηρικό «ανέστιο» άνθρωπο, χωρίς εστία, που είναι και «αθέμιτος» (χωρίς νόμο),
και «αφρήτωρ» (χωρίς φυλή, χωρίς φυλετική ομάδα). Με λακανικούς όρους ίσως θα
μπορούσε να μιλήσει κανείς για τον «νόμο του πατέρα» ενώ στο ίδιο διήγημα, η
συμπρωταγωνίστρια προσελκύει τον ήρωα στον χώρο των πρωτογενών συναισθημάτων.
Κλείνοντας,
συνοψίζω λέγοντας ότι οι ήρωες καθώς βιώνουν τις καινούριες εμπειρίες τους,
γίνονται λίγο πιο πλούσιοι… Με συναίσθημα και λογική -με λογισμό και με όνειρο
που λέει κι ο ποιητής- με τη φαντασία
και το παιχνίδι, καθώς πορεύονται προς μια πληρέστερη γνώση του εαυτού τους και
του κόσμου, παύουν να είναι άτομα, γίνονται «πρόσωπα». Και σε κάποιες περιπτώσεις
μάλιστα, ξεφεύγουν κι απ’ αυτό το προσωπικό «εγώ» και προσχωρούν στο «εμείς»,
σ’ ένα εμείς συλλογικό, διονυσιακό, καρναβαλικό κατά τον Μπαχτίν, όπως στο
διήγημα «Το αντάμωμα» και στο διήγημα «Το τσίρκο»:
Το μαγαζί είχε γεμίσει με κλόουν. Οι γυναίκες είχαν δώσει
τα κραγιόν τους, βρήκαν και λίγο αλεύρι και βάφτηκαν. Όλοι τους. Δεν υπήρχαν πια
νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες, νικητές και χαμένοι.
Το χασαποσέρβικο ξεκίνησε σαν τρένο βιαστικό. Άνοιξε τις
πόρτες της ταβέρνας και ξεχύθηκε στους δρόμους. Ξύπνησε την κοιμισμένη γειτονιά,
τρομοκράτησε τις πιστές κλειδαριές, τίναξε τα δέντρα της γνώσεως και οι καρποί τους
κύλησαν στη γη. Να τους γευτούν οι θνητοί, χωρίς φόβο. (…)
Το διονυσιασμένο τρένο παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του. Πέρασε μέσα από μισογκρεμισμένες παράγκες, από σωρούς σκουπιδιών, από βρώμικα απόνερα,
από κουβέρτες και χαρτοκιβώτια και υψώθηκε περήφανο στον πρωινό ουρανό, πάνω από
τα σιτοχώραφα, τα σκιερά δέντρα και τα χιονισμένα βουνά, πετούσε πάνω απ’ τον επίγειο
παράδεισο των ανθρώπων.
Και στην οροφή των βαγονιών του, έκθετοι, απροστάτευτοι,
ελεύθεροι, μια χούφτα γελοίοι κλόουν, χόρευαν και, με αυθάδεις γκριμάτσες, κοιτούσαν
κατάματα το σοβαρό και έκπληκτο πρόσωπο του Θεού.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Στη «Δέση» οδηγούν όσα γίνονται από την αρχή της υπόθεσης ως το σημείο που είναι το
έσχατο: αυτό από το οποίο αρχίζει η μετάβαση προς την ευτυχία ή τη δυστυχία· «λύση» είναι όσα γίνονται από την αρχή της μετάβασης ως το τέλος