Είναι γνωστό και κλασικό το διήγημα του Φ. Κάφκα. Τόσο πολυσυζητημένο και σχολιασμένο που ίσως δε μπορεί να προστεθεί τίποτα. Όμως γράφω γι’ αυτό για δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι, όταν το πρωτοδιάβασα, υπήρξε «τσεκουριά στην παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται εντός μου». Είναι ο Κάφκα που διατύπωσε αυτή τη φράση που έχει όλο το νοηματικό βάρος στις διπλανές «54 λέξεις για μία διευκρίνιση» αυτού του μπλογκ. Τσεκουριά αυτογνωσίας στο μεταμορφωμένο άνθρωπο που γινόμαστε ανεπαισθήτως. Αλλοτριωμένοι, αδύναμοι σωματικά και ψυχικά ότι κάτι άλλο γίναμε, ανακαλύπτουμε ένα πρωινό. Ο Γκρέγκορ Σάμσα έχει μεταμορφωθεί σε τεράς-τια κατσαρίδα εγκλωβισμένος στον προσωπικό του χώρο. Εγκλωβισμένος από απροσδιόριστες αιτίες και περιτριγυρισμένος από την οικογένεια και την εργασία. Τη στιγμή που αυτή η μεταμόρφωση γίνεται αντιληπτή ξεκινά το διήγημα.
Θα ήθελα να παραθέσω τις πρώτες γραμμές: «Όταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από εφιαλτικά όνειρα, ένιωσε τον εαυτό του να έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα πελώριο έντομο....»
Παρακολουθούμε με τη ματιά του όλη την εναγώνια και εφιαλτική προσπάθειά του να κρύψει αυτή την αλλαγή. Απέναντί του βρίσκεται η οικογένεια με τους γονείς και την αδελφή στο διπλανό δωμάτιο. Επίσης ο προϊστάμενος που επισκέπτεται το σπίτι για να διαπιστώσει την αιτία της απουσίας του από τη δουλειά, πρώτη φορά στη διάρκεια πέντε χρόνων. Η συνέχεια του διηγήματος, μετά την αποκάλυψη της νέας μορφής του Γκρέγκορ, έχει να κάνει με τις φροντίδες που δέχεται από την αδελφή του, τη στάση που κρατούν οι γονείς του, καθώς και την παρουσία τριών ενοικιαστών μέσα στο σπίτι. Ο Γκρέγκορ είναι πρόβλημα για όλους. Πρόβλημα που πρέπει να μένει αθέατο (κάτω από τον καναπέ ή κλειδωμένο στο δωμάτιο, αφού τα κλειδιά τώρα πια είναι από έξω) και άγνωστο στους ξένους. Ο Γκρέγκορ σταδιακά συνειδητοποιεί ότι δεν έχει πλέον θέση, όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά ούτε μέσα στην οικογένεια. Οι φροντίδες της αδελφής θα γίνονται όλο και μικρότερες καθώς θα επιβαρυνθεί και από την υποχρέωση να δουλέψει για τις ανάγκες της οικογένειας. Η προσωρινή έγνοια της μάνας, μετά από ένα μήνα να δει το γιο της θα υποχωρήσει σαν απλή περιέργεια. Ο πατέρας θα του επιτεθεί πετώντας του ... μήλα και ένα από αυτά θα τον πετύχει και θα μείνει στην πλάτη του γιατί κανείς δεν τολμούσε να το βγάλει. Ο ερχομός των τριών νοικάρηδων θα κάνει πιο δύσκολη τη ζωή του γιατί θα περιοριστεί εντελώς μέσα στο δωμάτιό του που σταδιακά μετατρέπεται σε αποθήκη. Ο Γκρέγκορ με συνειδητή ασιτία θα οδηγηθεί στο τέλος του. Ο ρόλος της αδελφής γίνεται σημαντικότερος μέσα στην οικογένεια.
Θα ήθελα να παραθέσω τις τελευταίες γραμμές: «Και ήταν γι’ αυτούς σαν μια επιβεβαίωση των καινούριων ονείρων και καλών προοπτικών τους, όταν στο τέλος της διαδρομής τους με το τρένο πρώτη σηκώθηκε από τη θέση της η κόρη και τέντωσε το νεανικό κορμί της».
Το κείμενο του Κάφκα δεν ξεχνιέται.
Ο δεύτερος λόγος που γράφω για τη «μεταμόρφωση» είναι η συγκεκριμένη έκδοση που τη ξαναδιάβασα. Εκτός από τις πολλές άλλες που κυκλοφόρησαν, το 1981 το διήγημα εκδόθηκε σε φωνητική γραφή από τις εκδόσεις Πασχάλη στη Θεσσαλονίκη και σε μετάφραση του Θομα Σερμπίνι. (Από τον ίδιο εκδότη έχουμε και μία «κανονική» έκδοση σε μετάφραση του Βασίλη Τομανά). Τότε, αλλά και τώρα, διάβασα το κείμενο από τη φωνητική απόδοσή του στη νεοελληνική. Στην αρχή το μάτι αντιδρούσε, η οπτική εικόνα των λέξεων με δυσκόλευε στην ταχύτητα και στην κατανόηση. Όμως, είναι ζήτημα τεσσάρων – πέντε σελίδων. Η εξοικείωση έρχεται πολύ ευκολότερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς. Και τότε, περισσότερο από δυο δεκαετίες πίσω, που προφανώς θα ήμουν και πιο ευέλικτος και δεκτικός αναγνώστης και τώρα... Ή μήπως περισσότερο τώρα που η αναγνωστική πείρα άνοιξε και δεν έκλεισε τη διάθεση δεκτικότητας, να δέχομαι δηλαδή με ενδιαφέρον τέτοιους πειραματισμούς και προσπάθειες.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008
Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2008
680 λέξεις για τη φωνητική γραφή, συλλογή κειμένων
Κείμενα δημοσιευμένα από το 1929, Μένος Φιλήντας, «πρέπει να γράφουμε με το λατινικό αλφάβητο», στο περιοδικό Πρωτοπορία, ως το 1948, Γιάννης Μπενέκος, «ορθογραφία και στραβογραφία», στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το βιβλίο αποτελεί συλλογή ανάλογων κειμένων που χαρακτηρίζονται από την ίδια οπτική. Η ιστορική ορθογραφία στην οποία επιμένουμε να χρησιμοποιούμε και να διδάσκουμε μόνο προβλήματα πλέον δημιουργεί, χαμένο χρόνο και μαθησιακές δυσκολίες που εμποδίζουν την ενασχόληση με ουσιωδέστερα ζητήματα και την πρόσληψη χρηστικών γνώσεων.
Η ιστορική ορθογραφία, που δεν ήταν ιστορική, εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα. Τότε όμως απέδιδε φωνητικά τους ήχους των λέξεων. Δεν υπήρχε το πρόβλημα της ορθής γραφής γιατί γράφανε ό,τι ακούγανε, δηλαδή αποτελούσε φωνητική γραφή της – διαφοροποιημένης σήμερα – προφοράς των λέξεων. Η εξέλιξη της γλώσσας διαφοροποίησε την προφορική έκφρασή της, αλλά άφησε ουσιαστικά ανέπαφη τη γραφή της (της οποίας η εικόνα, ακριβώς γιατί είναι οπτική), είναι περισσότερο ανθεκτική σε αλλοιώσεις. Η εξέλιξη λοιπόν της γλώσσας απομάκρυνε τη γραφή από την προφορά της.
Τίθεται έτσι το ζήτημα της ορθής γραφής. Από τη μια η κοινή λογική, αποφορτισμένη από άλλους παράγοντες, σαφώς μας οδηγεί στη λύση της ριζικής απλοποίησης της ορθογραφίας. Η λύση που οδηγούμαστε είναι η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου. Αυτό θα σημαίνει αμέσως και φωνητική γραπτή απόδοση της γλώσσας. οι απαραίτητες δοκιμές και οι σαφείς αντιστοιχήσεις των συμβόλων – γραμμάτων στους ήχους – φθόγγους της νεοελληνικής γλώσσας θα οριστικοποιήσουν τον τρόπο γραφής με λατινικούς χαρακτήρες.
Από την άλλη οι ιδεολογικές ενστάσεις με όλα τα ιστορικά, εθνικά και άλλα ζητήματα που επιστρατεύονται για την προάσπιση της ιστορικής ορθογραφίας – γραφής που παρουσιάζεται ταυτισμένη με τη γλώσσα. Τα άρθρα σε μεγάλο βαθμό αντικρούουν την ιδεολογική επιχειρηματολογία και εφόσον τα περισσότερα γράφτηκαν κατά το μεσοπόλεμο, όταν το γλωσσικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα οξύ θέμα συζήτησης, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συνοπτικά: αίρεται η ταύτιση γλώσσας και γραφής. Οι αλλαγές στη γραφή δε σημαίνουν αλλοίωση ή εξαφάνιση της γλώσσας, η οποία έτσι και αλλιώς εξελίσσεται. Οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο και το διαμόρφωσαν ώστε να εξυπηρετήσουν πρακτικά τις ανάγκες τους. Χρειάζεται αντίστοιχη τόλμη τώρα, για να υιοθετήσουμε το λατινικό αλφάβητο. Απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, πολύ περισσότερο γιατί το λατινικό αλφάβητο «κατάγεται» από το ελληνικό και συνεπώς δεν πρέπει να το νιώθουμε τόσο ξένο.
Η εκμάθηση της ιστορικής ορθογραφίας είναι ένας ακόμη παράγοντας ταξικής διαφοροποίησης και ιδεολογικής επιβολής, ο αγώνας για τη γλώσσα είναι κοινωνικός αγώνας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μένει ανέπαφη και η μελέτη τόσο αυτής όσο και της αρχαίας γραμματείας καθίσταται ευκολότερη αφού αποσυνδέεται η γραφή της νεοελληνικής από αυτή της αρχαίας και αποτρέπονται οι οπτικές και σημασιολογικές συγχύσεις.
Επίσης υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα. Η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για την έκδοση έργων της κρητικής λογοτεχνίας προφανώς ήταν απάντηση στο δίλημμα που έθεταν οι συνθήκες της εποχής: έκδοση με λατινικούς χαρακτήρες ή καθόλου; Ομοίως, έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στη Σμύρνη και στη Χίο για τις ανάγκες επικοινωνίας των επιχειρηματιών κατά το 19ο αιώνα, τα λεγόμενα «φραγκοχιώτικα». Αργότερα έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στα τέλεξ και στα τηλεγραφήματα. Λογικό συμπέρασμα: οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, καθώς και η τεχνολογική εξέλιξη επέβαλαν τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου κατά καιρούς ως λύση.
Συγγραφείς των άρθρων είναι ο Μένος Φιλήντας, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιάννης Σιδέρης, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Νίκος Χατζηδάκης, ο Κώστας Προύσης, ο Κώστας Καρθαίος και ο Γιάννης Μπενέκος. Το βιβλίο στο τέλος έχει ενδιαφέρον παράρτημα με τεκμήρια χρήσης της φωνητικής γραφής, όπως από τη «ρομέηκη γλόσα» του Βηλαρά, χειρόγραφο του Σολωμού και του Μακρυγιάννη, απόσπασμα από «τα ξυλοπόδαρα», παραμύθι σε φωνητική γραφή που εξέδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου, κλπ. (μπορείτε να δείτε αυτά το ντοκουμέντα κάνοντας κλικ ΕΔΩ και την εισαγωγή στη "φωνητική γραφή", εκδ. Κάλβος 1980 .pdf ΕΔΩ)
Στις μέρες μας το ζήτημα ξανατίθεται με τα γκρίκλις που συνήθως είναι οπτική – κατά το δυνατόν – απόδοση της ιστορικής ορθογραφίας. Βέβαια η τεχνική λύση έχει δοθεί αφού οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές υποστηρίζουν ακόμη και την πολυτονική γραφή, ακόμη και την υπογεγραμμένη. Θα χαιρόμουν πολύ αν οι υπέρμαχοι του αναλλοίωτου χαρακτήρα της γραφής χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους τη βαρεία και την άνω τελεία μένοντας συνεπείς στις απόψεις τους. Ωστόσο το ζήτημα θα τίθεται ξανά και ξανά αφού η γλώσσα και η γραφή της είναι κοινωνικά ζητήματα.
Η ιστορική ορθογραφία, που δεν ήταν ιστορική, εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα. Τότε όμως απέδιδε φωνητικά τους ήχους των λέξεων. Δεν υπήρχε το πρόβλημα της ορθής γραφής γιατί γράφανε ό,τι ακούγανε, δηλαδή αποτελούσε φωνητική γραφή της – διαφοροποιημένης σήμερα – προφοράς των λέξεων. Η εξέλιξη της γλώσσας διαφοροποίησε την προφορική έκφρασή της, αλλά άφησε ουσιαστικά ανέπαφη τη γραφή της (της οποίας η εικόνα, ακριβώς γιατί είναι οπτική), είναι περισσότερο ανθεκτική σε αλλοιώσεις. Η εξέλιξη λοιπόν της γλώσσας απομάκρυνε τη γραφή από την προφορά της.
Τίθεται έτσι το ζήτημα της ορθής γραφής. Από τη μια η κοινή λογική, αποφορτισμένη από άλλους παράγοντες, σαφώς μας οδηγεί στη λύση της ριζικής απλοποίησης της ορθογραφίας. Η λύση που οδηγούμαστε είναι η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου. Αυτό θα σημαίνει αμέσως και φωνητική γραπτή απόδοση της γλώσσας. οι απαραίτητες δοκιμές και οι σαφείς αντιστοιχήσεις των συμβόλων – γραμμάτων στους ήχους – φθόγγους της νεοελληνικής γλώσσας θα οριστικοποιήσουν τον τρόπο γραφής με λατινικούς χαρακτήρες.
Από την άλλη οι ιδεολογικές ενστάσεις με όλα τα ιστορικά, εθνικά και άλλα ζητήματα που επιστρατεύονται για την προάσπιση της ιστορικής ορθογραφίας – γραφής που παρουσιάζεται ταυτισμένη με τη γλώσσα. Τα άρθρα σε μεγάλο βαθμό αντικρούουν την ιδεολογική επιχειρηματολογία και εφόσον τα περισσότερα γράφτηκαν κατά το μεσοπόλεμο, όταν το γλωσσικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα οξύ θέμα συζήτησης, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συνοπτικά: αίρεται η ταύτιση γλώσσας και γραφής. Οι αλλαγές στη γραφή δε σημαίνουν αλλοίωση ή εξαφάνιση της γλώσσας, η οποία έτσι και αλλιώς εξελίσσεται. Οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο και το διαμόρφωσαν ώστε να εξυπηρετήσουν πρακτικά τις ανάγκες τους. Χρειάζεται αντίστοιχη τόλμη τώρα, για να υιοθετήσουμε το λατινικό αλφάβητο. Απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, πολύ περισσότερο γιατί το λατινικό αλφάβητο «κατάγεται» από το ελληνικό και συνεπώς δεν πρέπει να το νιώθουμε τόσο ξένο.
Η εκμάθηση της ιστορικής ορθογραφίας είναι ένας ακόμη παράγοντας ταξικής διαφοροποίησης και ιδεολογικής επιβολής, ο αγώνας για τη γλώσσα είναι κοινωνικός αγώνας. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μένει ανέπαφη και η μελέτη τόσο αυτής όσο και της αρχαίας γραμματείας καθίσταται ευκολότερη αφού αποσυνδέεται η γραφή της νεοελληνικής από αυτή της αρχαίας και αποτρέπονται οι οπτικές και σημασιολογικές συγχύσεις.
Επίσης υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα. Η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για την έκδοση έργων της κρητικής λογοτεχνίας προφανώς ήταν απάντηση στο δίλημμα που έθεταν οι συνθήκες της εποχής: έκδοση με λατινικούς χαρακτήρες ή καθόλου; Ομοίως, έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στη Σμύρνη και στη Χίο για τις ανάγκες επικοινωνίας των επιχειρηματιών κατά το 19ο αιώνα, τα λεγόμενα «φραγκοχιώτικα». Αργότερα έχουμε χρήση λατινικών χαρακτήρων στα τέλεξ και στα τηλεγραφήματα. Λογικό συμπέρασμα: οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, καθώς και η τεχνολογική εξέλιξη επέβαλαν τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου κατά καιρούς ως λύση.
Συγγραφείς των άρθρων είναι ο Μένος Φιλήντας, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιάννης Σιδέρης, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Νίκος Χατζηδάκης, ο Κώστας Προύσης, ο Κώστας Καρθαίος και ο Γιάννης Μπενέκος. Το βιβλίο στο τέλος έχει ενδιαφέρον παράρτημα με τεκμήρια χρήσης της φωνητικής γραφής, όπως από τη «ρομέηκη γλόσα» του Βηλαρά, χειρόγραφο του Σολωμού και του Μακρυγιάννη, απόσπασμα από «τα ξυλοπόδαρα», παραμύθι σε φωνητική γραφή που εξέδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου, κλπ. (μπορείτε να δείτε αυτά το ντοκουμέντα κάνοντας κλικ ΕΔΩ και την εισαγωγή στη "φωνητική γραφή", εκδ. Κάλβος 1980 .pdf ΕΔΩ)
Στις μέρες μας το ζήτημα ξανατίθεται με τα γκρίκλις που συνήθως είναι οπτική – κατά το δυνατόν – απόδοση της ιστορικής ορθογραφίας. Βέβαια η τεχνική λύση έχει δοθεί αφού οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές υποστηρίζουν ακόμη και την πολυτονική γραφή, ακόμη και την υπογεγραμμένη. Θα χαιρόμουν πολύ αν οι υπέρμαχοι του αναλλοίωτου χαρακτήρα της γραφής χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους τη βαρεία και την άνω τελεία μένοντας συνεπείς στις απόψεις τους. Ωστόσο το ζήτημα θα τίθεται ξανά και ξανά αφού η γλώσσα και η γραφή της είναι κοινωνικά ζητήματα.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 20, 2008
Εξηγώντας τα μαθηματικά στις κόρες μου, Ντένι Γκετζ
Πρόκειται για ένα πολύ πρωτότυπο, μικρό βιβλιαράκι, ένα βιβλίο- διάλογο μεταξύ του συγγραφικού «εγώ» και της κόρης του Λόλας, με θέμα τη γοητεία των μαθηματικών. Για την ακρίβεια, η Λόλα εκφράζει τη απέχθειά της στην αρχή του διαλόγου πολύ δυναμικά ( είναι ένα μάθημα όλο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, γεμάτο με ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ, όπου σε περικυκλώνουν ΚΑΝΟΝΕΣ) για να καταλήξει με πάθος στο ότι «τα μαθηματικά είναι ΒΙΑΙΑ! ». Στον εμβρόντητο συγγραφέα/πατέρα της η Λόλα δίνει τις εξής καταπληκτικές εξηγήσεις για τη «βία» των μαθηματικών:
-Τα βρίσκω απότομα, τα πράγματα πέφτουν σα λεπίδες. Αρκεί να κάνεις ένα ασήμαντο σφάλμα, και την έχεις πατήσει, είναι όλα τελείως λάθος και όχι …λιγάκι λάθος (…). Έπειτα, έχεις την αίσθηση ότι είναι «έτσι και όχι αλλιώς», να τι με ενοχλεί. Νιώθω ανήμπορη. Είναι σα να σε αποστομώνουν. Τα μαθηματικά … έχουν πάντα την τελευταία λέξη.
(…)
-Είσαι βέβαιη ότι μόνο στα μαθηματικά τα πράγματα είναι «έτσι κι όχι αλλιώς»; Ο Σηκουάνας διασχίζει το Παρίσι και όχι το Στρασβούργο, είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Η Βαστίλη έπεσε στις 14 Ιουλίου του 1789 και όχι στις 13. Είναι «έτσι κι όχι αλλιώς».
- Ναι, αλλά θα μπορούσε.
- θα μπορούσε τι;
- Να είχε πέσει στις 13. (!!)
Έτσι δυναμικά ξεκινά ένας ουσιαστικός διάλογος για τη φύση των μαθηματικών ως επιστήμης, για την ακρίβεια ως μιας ιδιαίτερης γλώσσας, που ασφαλώς δε μπορεί να εκφράσει τα πάντα (στα μαθηματικά μπορείς να πεις σ’ αγαπώ;) αλλά πολλές ιδέες, σχέσεις, ερωτήματα, αναλογίες, κλπ. Ο διάλογος είναι ουσιαστικός, γιατί απευθυνόμενος σ’ ένα παιδί, κι όχι σε ειδικούς, ο μαθηματικός/συγγραφέας εκμαιεύει απλές αλήθειες και τοποθετεί εξαρχής τα θεμέλια των μαθηματικών, επισημαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και την ιδιαίτερη γοητεία τους.
Έτσι ξεκινά μια περιήγηση -ίσως λίγο εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, αλλά πολύ συναρπαστική- στον «κόσμο» των μαθηματικών, ξεκινώντας από τη «γλώσσα» τους, που όταν είναι άσχημα διατυπωμένη (π.χ. 2+=) δεν είναι καν ψευδής, δεν έχει νόημα. Γίνεται λοιπόν αρχικά μια «απογραφή» των τύπων λέξεων που χρησιμοποιούνται στα μαθηματικά, των τύπων φράσεων αλλά και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του ορισμού («ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός νέου αντικειμένου»):
Σελ.19:
-Σε αντίθεση με τους ορισμούς των λέξεων, οι μαθηματικοί ορισμοί δεν είναι απλώς περιγραφικοί αλλά άμεσα λειτουργικοί, δηλ δεν μπορούμε να χειριστούμε τα μαθηματικά παρά μόνο εάν γνωρίζουμε τους ακριβείς ορισμούς, λέξη προς λέξη, χρησιμοποιώντας όλες τις λέξεις που εμφανίζονται στον ορισμό. Να γιατί πρέπει να γνωρίζουμε κάθε ορισμό λέξη προς λέξη. Αρκεί να ξεχάσουμε μία μόνο λέξη και…
- …είναι εντελώς λάθος, και όχι λίγο λάθος. Αυτό ακριβώς δεν αντέχω!
Μαθαίνουμε αρχικά (στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο) τα θεμελιώδη σύμβολα (πρώτο-πρώτο το «ίσον») αλλά και την …ιστορία τους- ώσπου τίθεται το μέγα ερώτημα:
-ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΑΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟΙ;
Με πολύ άμεσο, απλό και ουσιαστικό τρόπο, σ’ ένα διάλογο όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, τοποθετούνται έννοιες βασικές όπως ακέραιοι αριθμοί, διαφορά αριθμού-ψηφίου, τρόπος αρίθμησης (μ’ εντυπωσίασε ο όρος "αρίθμηση θέσης με μηδέν"), δυαδικό (και όχι μόνο) σύστημα, κλάσμα, δύναμη, ζυγοί/άρτιοι αριθμοί, πρώτοι αριθμοί, αρνητικοί κ.α. Παράλληλα με τη σημασία και τη λειτουργικότητα κάθε όρου δίνεται και η «ιστορία» του, ο τρόπος και η αναγκαιότητα γένεσής του, πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Στις αριθμητικές πράξεις υπάρχουν τρεις βαθμίδες: πρόσθεση, πολ/σμός, δύναμη. Ένας πολ/σμός είναι μια σειρά προσθέσεων, μια δύναμη είναι μια σειρά πολ/σμών.
Ερωτήματα απλοϊκά αλλά θεμελιακά:
• Γιατί ο πολ/σμός είναι ευκολότερος από τη διαίρεση;
• Γιατί η διαίρεση, που είναι πιο δύσκολη, είναι πιο σημαντική από τον πολ/σμό; (απ. Από τις 4 πράξεις, είναι ίσως εκείνη που παρέχει τα σημαντικότερα αποτελέσματα. Οι διαιρέτες παρέχουν πολύ περισσότερες πληροφορίες για τον αριθμό που διαιρούν απ’ όσες παρέχουν τα πολ/σια για τον αριθμό του οποίου αποτελούν πολ/σιο).
• Γιατί είναι σημαντικοί οι πρώτοι αριθμοί; (δεν μπορώ να κρύψω τη γοητεία που μου προκαλεί η διαπίστωση ότι α) κάθε ακέραιος μπορεί να παραχθεί ως γινόμενο πρώτων αριθμών αλλά κυρίως : β) αν διαθέτω πρώτους αριθμούς, μπορώ να λάβω όλους τους ακέραιους)!
• Το 12 και το 60 είναι «προνομιούχοι» αριθμοί (πολύ πειστική η εξήγηση)
Από τις παρατηρήσεις στις σχέσεις των αριθμών, περνάμε με ανάλογο τρόπο στη «γεωμετρία», όπου με αφορμή ότι δυο ευθείες μπορεί να μην είναι ούτε παράλληλες ούτε τεμνόμενες, διατυπώνεται η θεμελιώδης διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα ωραίο παράδειγμα του πόσο απαραίτητο είναι να διευκρινίζουμε σε ποιο σύμπαν ισχύει η πρόταση που διατυπώνουμε. Η γοητεία συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την άλγεβρα, τα σημεία και τους δεσμούς, τα προβλήματα, τους συλλογισμούς. Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Ο συλλογισμός», μ’ εντυπωσίασε το ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν ….θεωρήματα, αλλά στην αρχαιότητα ανήγγελλαν τ’ αποτελέσματα στα οποία είχαν καταλήξει, χωρίς να αναφέρουν το πώς (παρεμπιπτόντως, το θεώρημα είναι το ζευγάρι υπόθεση- συμπέρασμα –όχι μόνο το συμπέρασμα-, το οποίο είναι αληθές όταν κι η υπόθεση είναι αληθής). Επίσης, με εντυπωσίασε η συνεπαγωγή, που έχει τέσσερις πιθανότητες (αληθής> ψευδής , ψευδής >αληθής (!), αλλά όχι αληθής> ψευδής (!!)), όπως και η αρνητική συνεπαγωγή (τι …μαγεία!).
Όσο προχωρά το βιβλίο προς το τέλος, θαρρείς ωριμάζουν οι δυο συνομιλητές, και με ευχάριστο/ χιουμοριστικό τρόπο θέτουν και ζητήματα πιο «φιλοσοφικά», πιο ριζικά για το ρόλο των μαθηματικών στην ανθρώπινη σκέψη. Π. χ. :
Σελ.70:
(Λόλα) – Στα μαθηματικά όλα δικαιολογούνται, όλα έχουν μια αιτία.
- Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν οι μαθηματικοί. Θέλουν να κατανοούν, να εξηγούν, να αιτιολογούν. Θα προτιμούσες μήπως ένα σύμπαν όπου δεν θα υπήρχε καμία εξήγηση για όσα θα συνέβαιναν;
- Προτιμώ ένα σύμπαν όπου δεν αιτιολογούνται τα πάντα. Αυτό δε σημαίνει ότι επιθυμώ να μην εξηγείται τίποτα.
- Η εξήγηση δεν καταργεί το θάμπωμα. Όταν λυθεί το μυστήριο, απομένει η ομορφιά, που είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν γνωρίζουμε από πού πηγάζει κλπ.
Στις τελευταίες σελίδες, οι δυο «άνισοι» συνομιλητές (γι’ αυτό όμως ίσως ο διάλογος έχει ιδιαίτερη γοητεία) μιλούν για την ακρίβεια της μαθηματικής γλώσσας (που τόσο εκνευρίζει τη Λόλα), για τη χρησιμότητά τους, για την ομορφιά τους, καταλήγοντας ότι δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο εκ διαμέτρου αντίθετοι από τη Λόλα και τον Ρέι!!
Είναι ένα βιβλίο πολύ κατάλληλο για παιδιά που αγαπούν τα μαθηματικά (ή που τ' αγαπούν... λίγο!), πάντως απευθύνεται σε ανθρώπους «μη ειδικούς». Σίγουρα, δεν προσφέρει «γνώσεις» σε κάποιον που γνωρίζει τα στοιχειώδη μαθηματικά, αλλά νομίζω ότι σύντομα και ουσιαστικά περιγράφει τη λειτουργία, το ρόλο που έχουν τα μαθηματικά στη ζωή μας, είτε το θέλουμε είτε όχι!
-Τα βρίσκω απότομα, τα πράγματα πέφτουν σα λεπίδες. Αρκεί να κάνεις ένα ασήμαντο σφάλμα, και την έχεις πατήσει, είναι όλα τελείως λάθος και όχι …λιγάκι λάθος (…). Έπειτα, έχεις την αίσθηση ότι είναι «έτσι και όχι αλλιώς», να τι με ενοχλεί. Νιώθω ανήμπορη. Είναι σα να σε αποστομώνουν. Τα μαθηματικά … έχουν πάντα την τελευταία λέξη.
(…)
-Είσαι βέβαιη ότι μόνο στα μαθηματικά τα πράγματα είναι «έτσι κι όχι αλλιώς»; Ο Σηκουάνας διασχίζει το Παρίσι και όχι το Στρασβούργο, είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Η Βαστίλη έπεσε στις 14 Ιουλίου του 1789 και όχι στις 13. Είναι «έτσι κι όχι αλλιώς».
- Ναι, αλλά θα μπορούσε.
- θα μπορούσε τι;
- Να είχε πέσει στις 13. (!!)
Έτσι δυναμικά ξεκινά ένας ουσιαστικός διάλογος για τη φύση των μαθηματικών ως επιστήμης, για την ακρίβεια ως μιας ιδιαίτερης γλώσσας, που ασφαλώς δε μπορεί να εκφράσει τα πάντα (στα μαθηματικά μπορείς να πεις σ’ αγαπώ;) αλλά πολλές ιδέες, σχέσεις, ερωτήματα, αναλογίες, κλπ. Ο διάλογος είναι ουσιαστικός, γιατί απευθυνόμενος σ’ ένα παιδί, κι όχι σε ειδικούς, ο μαθηματικός/συγγραφέας εκμαιεύει απλές αλήθειες και τοποθετεί εξαρχής τα θεμέλια των μαθηματικών, επισημαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και την ιδιαίτερη γοητεία τους.
Έτσι ξεκινά μια περιήγηση -ίσως λίγο εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, αλλά πολύ συναρπαστική- στον «κόσμο» των μαθηματικών, ξεκινώντας από τη «γλώσσα» τους, που όταν είναι άσχημα διατυπωμένη (π.χ. 2+=) δεν είναι καν ψευδής, δεν έχει νόημα. Γίνεται λοιπόν αρχικά μια «απογραφή» των τύπων λέξεων που χρησιμοποιούνται στα μαθηματικά, των τύπων φράσεων αλλά και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του ορισμού («ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός νέου αντικειμένου»):
Σελ.19:
-Σε αντίθεση με τους ορισμούς των λέξεων, οι μαθηματικοί ορισμοί δεν είναι απλώς περιγραφικοί αλλά άμεσα λειτουργικοί, δηλ δεν μπορούμε να χειριστούμε τα μαθηματικά παρά μόνο εάν γνωρίζουμε τους ακριβείς ορισμούς, λέξη προς λέξη, χρησιμοποιώντας όλες τις λέξεις που εμφανίζονται στον ορισμό. Να γιατί πρέπει να γνωρίζουμε κάθε ορισμό λέξη προς λέξη. Αρκεί να ξεχάσουμε μία μόνο λέξη και…
- …είναι εντελώς λάθος, και όχι λίγο λάθος. Αυτό ακριβώς δεν αντέχω!
Μαθαίνουμε αρχικά (στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο) τα θεμελιώδη σύμβολα (πρώτο-πρώτο το «ίσον») αλλά και την …ιστορία τους- ώσπου τίθεται το μέγα ερώτημα:
-ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΑΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟΙ;
Με πολύ άμεσο, απλό και ουσιαστικό τρόπο, σ’ ένα διάλογο όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, τοποθετούνται έννοιες βασικές όπως ακέραιοι αριθμοί, διαφορά αριθμού-ψηφίου, τρόπος αρίθμησης (μ’ εντυπωσίασε ο όρος "αρίθμηση θέσης με μηδέν"), δυαδικό (και όχι μόνο) σύστημα, κλάσμα, δύναμη, ζυγοί/άρτιοι αριθμοί, πρώτοι αριθμοί, αρνητικοί κ.α. Παράλληλα με τη σημασία και τη λειτουργικότητα κάθε όρου δίνεται και η «ιστορία» του, ο τρόπος και η αναγκαιότητα γένεσής του, πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Στις αριθμητικές πράξεις υπάρχουν τρεις βαθμίδες: πρόσθεση, πολ/σμός, δύναμη. Ένας πολ/σμός είναι μια σειρά προσθέσεων, μια δύναμη είναι μια σειρά πολ/σμών.
Ερωτήματα απλοϊκά αλλά θεμελιακά:
• Γιατί ο πολ/σμός είναι ευκολότερος από τη διαίρεση;
• Γιατί η διαίρεση, που είναι πιο δύσκολη, είναι πιο σημαντική από τον πολ/σμό; (απ. Από τις 4 πράξεις, είναι ίσως εκείνη που παρέχει τα σημαντικότερα αποτελέσματα. Οι διαιρέτες παρέχουν πολύ περισσότερες πληροφορίες για τον αριθμό που διαιρούν απ’ όσες παρέχουν τα πολ/σια για τον αριθμό του οποίου αποτελούν πολ/σιο).
• Γιατί είναι σημαντικοί οι πρώτοι αριθμοί; (δεν μπορώ να κρύψω τη γοητεία που μου προκαλεί η διαπίστωση ότι α) κάθε ακέραιος μπορεί να παραχθεί ως γινόμενο πρώτων αριθμών αλλά κυρίως : β) αν διαθέτω πρώτους αριθμούς, μπορώ να λάβω όλους τους ακέραιους)!
• Το 12 και το 60 είναι «προνομιούχοι» αριθμοί (πολύ πειστική η εξήγηση)
Από τις παρατηρήσεις στις σχέσεις των αριθμών, περνάμε με ανάλογο τρόπο στη «γεωμετρία», όπου με αφορμή ότι δυο ευθείες μπορεί να μην είναι ούτε παράλληλες ούτε τεμνόμενες, διατυπώνεται η θεμελιώδης διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα ωραίο παράδειγμα του πόσο απαραίτητο είναι να διευκρινίζουμε σε ποιο σύμπαν ισχύει η πρόταση που διατυπώνουμε. Η γοητεία συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την άλγεβρα, τα σημεία και τους δεσμούς, τα προβλήματα, τους συλλογισμούς. Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Ο συλλογισμός», μ’ εντυπωσίασε το ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν ….θεωρήματα, αλλά στην αρχαιότητα ανήγγελλαν τ’ αποτελέσματα στα οποία είχαν καταλήξει, χωρίς να αναφέρουν το πώς (παρεμπιπτόντως, το θεώρημα είναι το ζευγάρι υπόθεση- συμπέρασμα –όχι μόνο το συμπέρασμα-, το οποίο είναι αληθές όταν κι η υπόθεση είναι αληθής). Επίσης, με εντυπωσίασε η συνεπαγωγή, που έχει τέσσερις πιθανότητες (αληθής> ψευδής , ψευδής >αληθής (!), αλλά όχι αληθής> ψευδής (!!)), όπως και η αρνητική συνεπαγωγή (τι …μαγεία!).
Όσο προχωρά το βιβλίο προς το τέλος, θαρρείς ωριμάζουν οι δυο συνομιλητές, και με ευχάριστο/ χιουμοριστικό τρόπο θέτουν και ζητήματα πιο «φιλοσοφικά», πιο ριζικά για το ρόλο των μαθηματικών στην ανθρώπινη σκέψη. Π. χ. :
Σελ.70:
(Λόλα) – Στα μαθηματικά όλα δικαιολογούνται, όλα έχουν μια αιτία.
- Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν οι μαθηματικοί. Θέλουν να κατανοούν, να εξηγούν, να αιτιολογούν. Θα προτιμούσες μήπως ένα σύμπαν όπου δεν θα υπήρχε καμία εξήγηση για όσα θα συνέβαιναν;
- Προτιμώ ένα σύμπαν όπου δεν αιτιολογούνται τα πάντα. Αυτό δε σημαίνει ότι επιθυμώ να μην εξηγείται τίποτα.
- Η εξήγηση δεν καταργεί το θάμπωμα. Όταν λυθεί το μυστήριο, απομένει η ομορφιά, που είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν γνωρίζουμε από πού πηγάζει κλπ.
Στις τελευταίες σελίδες, οι δυο «άνισοι» συνομιλητές (γι’ αυτό όμως ίσως ο διάλογος έχει ιδιαίτερη γοητεία) μιλούν για την ακρίβεια της μαθηματικής γλώσσας (που τόσο εκνευρίζει τη Λόλα), για τη χρησιμότητά τους, για την ομορφιά τους, καταλήγοντας ότι δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο εκ διαμέτρου αντίθετοι από τη Λόλα και τον Ρέι!!
Είναι ένα βιβλίο πολύ κατάλληλο για παιδιά που αγαπούν τα μαθηματικά (ή που τ' αγαπούν... λίγο!), πάντως απευθύνεται σε ανθρώπους «μη ειδικούς». Σίγουρα, δεν προσφέρει «γνώσεις» σε κάποιον που γνωρίζει τα στοιχειώδη μαθηματικά, αλλά νομίζω ότι σύντομα και ουσιαστικά περιγράφει τη λειτουργία, το ρόλο που έχουν τα μαθηματικά στη ζωή μας, είτε το θέλουμε είτε όχι!
Χριστίνα Παπαγελή
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 12, 2008
893 λέξεις για "τα ΜΑΤ, οι κρανοφόροι" του Χρήστου Μπρατάκου
Το βιβλίο συζητήθηκε στη δεκαετία του ’80. Είναι η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα για τη θητεία του στην αστυνομία και κυρίως στο νεοσύστατο, τότε, σώμα των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης.
Ο νεαρός Χρήστος «αρπάζει» την ευκαιρία και με τη βοήθεια του οικογενειακού περιβάλλοντος εντάσσεται στις τάξεις της αστυνομίας. Είμαστε στο 1974, μεταπολίτευση. Η φίλη του Χρήστου έχει τις αντιρρήσεις της. «Χρήστο, η αστυνομία δεν είναι τυχαίο επάγγελμα, στο ξαναλέω... θα σου αλλάξει τη ζωή». «Σιγά.... σιγά, φόρα πήρες. πού βρισκόμαστε, στο Μεσαίωνα; Επειδή δείρανε παλιά το γέρο σου γιατί ήτανε κομμούνι στην αστυνομία το πήραμε σχοινί – κορδόνι μέχρι τώρα πέφτει ξύλο;» (σελ. 13)
Παράλληλα παρακολουθούμε και την ιστορία του Μίμη, που από την επαρχία θα βρεθεί και αυτός στην αστυνομία και στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους στη σχολή θα γίνουν φίλοι και θα ακούν μαζί τις συμβουλές των ανωτέρων τους. «Όταν βγαίνετε από τη σχολή στον έξω κόσμο, να είσαστε κόσμιοι. Πρέπει να το καταλάβετε ότι είσαστε οι αυριανοί αστυφύλακες. Να προσέχετε με ποιους κάνετε παρέα. Η Αθήνα δεν είναι σαν τα χωριά σας. Μακριά από πουτάνες, πούστηδες και κομμουνιστές». (σελ. 28) Η εκπαίδευση περιλαμβάνει και το καμάρι για το υπηρεσιακό περίστροφο που κουβαλάνε μαζί τους στις εξόδους. «Αισθάνονται όλοι συμπρωταγωνιστές του Αλαίν Ντελόν, στο έργο ‘‘για το τομάρι ενός μπάτσου’’». (σελ. 29)
Η απόσταση που χωρίζει το Χρήστο από τον παλιό του εαυτό είναι ήδη φανερή στη συνάντησή του με την πρώην φίλη του. Της τηλεφωνεί αυτός. «... την πεθύμησα, έχω και ανάγκη από μια καλή συζήτηση, γιατί μέσα στη σχολή όλο μαλακίες συζητάμε». (σελ. 30) Η κουβέντα τους αποδεικνύει ότι το χάσμα είναι αγεφύρωτο. «Τρεις μήνες έχεις εκεί μέσα και έγινες ίδιος μ’ αυτούς» (σελ. 32) του απαντά η Έλενα.
Η εκπαίδευση, και κυρίως η άτυπη, συνεχίζεται με το περίστροφο πάντα να αποτελεί το καμάρι. Παρακολουθούμε μια έξοδο για διασκέδαση σε λαϊκό κέντρο. «Γρίβα σε θέλει ο βασιλιάς. Παραγγελιά! .... Στην πίστα, Μυτιληνιός, Λαμιώτης, Κουτσός, πιασμένοι σύρουν το χορό. Από τα σακάκια τους ξεχωρίζουν τα μεγάλα Σμιθ Γουένσον, μπηγμένα στην πίσω τσέπη γιατί δεν έχουν θήκη». (σελ. 34)
Στη σελίδα 39 η ίδρυση της νέας υπηρεσίας, των ΜΑΤ, αναγγέλλεται στους εκπαιδευόμενους και σε αυτήν τελικά θα επιλεχθούν όλοι. Ο Χρήστος «ακολουθεί» αλλά ήδη μέσα του φαίνεται να λειτουργούν και άλλες σκέψεις. Συγκρούεται λεκτικά με τον αδελφό του που βλέπει τη μεταμόρφωσή του.
Από τη σχολή στο Τμήμα Τάξης. Τα περιστατικά που ζει οξύνουν μέσα του τις αντιθέσεις που βιώνει. Η ελαστική συνείδηση φαίνεται να έχει όρια. Προσφέρει καφέδες σε νεαρούς που πιάστηκαν για παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό, «Γιατί ρε παιδιά δεν τους λέτε που είναι ο σταθμός; Αυτοί δε θα πάψουν να σας βαράνε μέχρι να το μάθουν» και δέχεται την οργή των ανωτέρων, «Ρε μαλακισμένο, πρόσφερες καφέδες στα κλεφτρόνια που δε μαρτυράνε;» (σελ. 56) και με το Μίμη συζητούν, «Α! Ξέχασα όταν τους βαράγανε το βράδυ τους έλεγαν – Είσαστε κομμούνια και οργανωμένοι, σας έχουμε δει σε διαδηλώσεις και κάτι τέτοια. Αυτοί ορκίζονταν στην μάνα τους ότι δεν είναι αναμιγμένοι πουθενά. – Πω! πω! τι γίνεται ρε Μίμη. Δηλαδή οι ασφαλίτες δικάσανε, καταδικάσανε και εκτελέσανε. – Αυτά να τα βλέπεις εσύ ρε μαλάκα που έκανες τον πονηρό στη σχολή, περί Δημοκρατίας». (σελ. 59) Τα ΜΑΤ μοιάζουν διέξοδος για το Χρήστο «Αργούν να γίνουν και τα ΜΑΤ για να φύγουμε από δω». (σελ. 59)
Η εκπαίδευση των ΜΑΤ περιλαμβάνει τρέξιμο, σκοποβολή, εκμάθηση εξάρτυσης και συνθήκες δακρυγόνων και «μάχης». Η υπηρεσία στα ΜΑΤ γίνεται με οκτάωρα σε διάφορα καίρια σημεία της Αθήνας. Πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου 1976. Οι αστυφύλακες παρακολουθούν ανάλογη εκπομπή για τα γεγονότα. «– Έλα ρε ψηλέ, δέκα φορές την έχουμε δει τη μαλακία στην τηλεόραση, δεν τη βαρέθηκες. – Ρε Μίμη, άραγες αυτός ο νεαρός στην πύλη σκοτώθηκε; - Μπα αυτοί είναι τσακάλια και μετά αφού είδε το τανκ, ο μαλάκας τι τόπαιζε ήρωας;» (σελ. 70)
Η ανάγνωση του βιβλίου δε μπορεί να υποκατασταθεί από την παρουσίασή του εδώ. Η αξία του δε βρίσκεται στις λογοτεχνικές αρετές του για τις οποίες πολλές ενστάσεις θα είχε κάποιος. Η αξία του παραμένει μοναδική ως προσωπικής μαρτυρίας.
Η εκπαίδευση, τα οκτάωρα, τα γήπεδα, η «προσωπική» ζωή, οι συζητήσεις μεταξύ των αστυφυλάκων, οι ασκήσεις ετοιμότητας, οι κλούβες, η αναμονή μέσα στις κλούβες, η σωματική εξάντληση, η αντιμετώπιση από τους ανώτερους, το ξύλο, ο υπερβάλλων ζήλος, η διοίκηση και η συνείδηση του Μίμη της οποίας η ελαστικότητα έχει τα όριά της. Όλα αυτά διαγράφονται πίσω από τις γραμμές του κειμένου. Παρακολουθούμε τη σκέψη του συγγραφέa στη σελ. 101. «Η πολιτεία έχει δώσει στο αστυνομικό όργανο όπλο και εξουσία που συνήθως γίνεται ‘‘εξουσία’’ για εκτόνωση του οργάνου. Με θλιβερά και πολύ επιζήμια αποτελέσματα, σε βάρος του λαού όπως ξυλοδαρμοί στους δρόμους σε νεαρούς που αντιμίλησαν, σ’ αυτούς που έφεραν για εξακρίβωση στο τμήμα ή σ’ αυτούς που πιάσανε σε λέσχες, σ’ αυτούς που πιάσανε με μηχανάκια. Και εύκολα υπάρχει η δικαιολογία: Αυτοί είναι αλήτες, θέλουνε ξύλο. Λάθος, είναι απλώς νεολαία με τα δικά της ξεσπάσματα».
Φτάνουμε στο Νοέμβριο 1980. Τα γεγονότα αυτού του μήνα είναι γνωστά, το ενδιαφέρον τους εδώ βρίσκεται πάντα στην οπτική που καταγράφονται από έναν αστυφύλακα των ΜΑΤ. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι: «Μία νεκρή, ένας βαριά και δεκάδες τραυματίες» Και «o Χρήστος πάνω σ’ ένα άδειο γραφείο συμπληρώνει μια κόλα διαγωνισμού: ‘‘Λαμβάνω την τιμή να παρακαλέσω υμάς όπως ευαρεστούμενοι μοι δεχθείτε την παραίτησίν μου’’».
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ, όπου ακολουθώντας τον υπερσύνδεσμο στο τέλος του κειμένου το «κατεβάζετε» από το rapidshare
Ο νεαρός Χρήστος «αρπάζει» την ευκαιρία και με τη βοήθεια του οικογενειακού περιβάλλοντος εντάσσεται στις τάξεις της αστυνομίας. Είμαστε στο 1974, μεταπολίτευση. Η φίλη του Χρήστου έχει τις αντιρρήσεις της. «Χρήστο, η αστυνομία δεν είναι τυχαίο επάγγελμα, στο ξαναλέω... θα σου αλλάξει τη ζωή». «Σιγά.... σιγά, φόρα πήρες. πού βρισκόμαστε, στο Μεσαίωνα; Επειδή δείρανε παλιά το γέρο σου γιατί ήτανε κομμούνι στην αστυνομία το πήραμε σχοινί – κορδόνι μέχρι τώρα πέφτει ξύλο;» (σελ. 13)
Παράλληλα παρακολουθούμε και την ιστορία του Μίμη, που από την επαρχία θα βρεθεί και αυτός στην αστυνομία και στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους στη σχολή θα γίνουν φίλοι και θα ακούν μαζί τις συμβουλές των ανωτέρων τους. «Όταν βγαίνετε από τη σχολή στον έξω κόσμο, να είσαστε κόσμιοι. Πρέπει να το καταλάβετε ότι είσαστε οι αυριανοί αστυφύλακες. Να προσέχετε με ποιους κάνετε παρέα. Η Αθήνα δεν είναι σαν τα χωριά σας. Μακριά από πουτάνες, πούστηδες και κομμουνιστές». (σελ. 28) Η εκπαίδευση περιλαμβάνει και το καμάρι για το υπηρεσιακό περίστροφο που κουβαλάνε μαζί τους στις εξόδους. «Αισθάνονται όλοι συμπρωταγωνιστές του Αλαίν Ντελόν, στο έργο ‘‘για το τομάρι ενός μπάτσου’’». (σελ. 29)
Η απόσταση που χωρίζει το Χρήστο από τον παλιό του εαυτό είναι ήδη φανερή στη συνάντησή του με την πρώην φίλη του. Της τηλεφωνεί αυτός. «... την πεθύμησα, έχω και ανάγκη από μια καλή συζήτηση, γιατί μέσα στη σχολή όλο μαλακίες συζητάμε». (σελ. 30) Η κουβέντα τους αποδεικνύει ότι το χάσμα είναι αγεφύρωτο. «Τρεις μήνες έχεις εκεί μέσα και έγινες ίδιος μ’ αυτούς» (σελ. 32) του απαντά η Έλενα.
Η εκπαίδευση, και κυρίως η άτυπη, συνεχίζεται με το περίστροφο πάντα να αποτελεί το καμάρι. Παρακολουθούμε μια έξοδο για διασκέδαση σε λαϊκό κέντρο. «Γρίβα σε θέλει ο βασιλιάς. Παραγγελιά! .... Στην πίστα, Μυτιληνιός, Λαμιώτης, Κουτσός, πιασμένοι σύρουν το χορό. Από τα σακάκια τους ξεχωρίζουν τα μεγάλα Σμιθ Γουένσον, μπηγμένα στην πίσω τσέπη γιατί δεν έχουν θήκη». (σελ. 34)
Στη σελίδα 39 η ίδρυση της νέας υπηρεσίας, των ΜΑΤ, αναγγέλλεται στους εκπαιδευόμενους και σε αυτήν τελικά θα επιλεχθούν όλοι. Ο Χρήστος «ακολουθεί» αλλά ήδη μέσα του φαίνεται να λειτουργούν και άλλες σκέψεις. Συγκρούεται λεκτικά με τον αδελφό του που βλέπει τη μεταμόρφωσή του.
Από τη σχολή στο Τμήμα Τάξης. Τα περιστατικά που ζει οξύνουν μέσα του τις αντιθέσεις που βιώνει. Η ελαστική συνείδηση φαίνεται να έχει όρια. Προσφέρει καφέδες σε νεαρούς που πιάστηκαν για παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό, «Γιατί ρε παιδιά δεν τους λέτε που είναι ο σταθμός; Αυτοί δε θα πάψουν να σας βαράνε μέχρι να το μάθουν» και δέχεται την οργή των ανωτέρων, «Ρε μαλακισμένο, πρόσφερες καφέδες στα κλεφτρόνια που δε μαρτυράνε;» (σελ. 56) και με το Μίμη συζητούν, «Α! Ξέχασα όταν τους βαράγανε το βράδυ τους έλεγαν – Είσαστε κομμούνια και οργανωμένοι, σας έχουμε δει σε διαδηλώσεις και κάτι τέτοια. Αυτοί ορκίζονταν στην μάνα τους ότι δεν είναι αναμιγμένοι πουθενά. – Πω! πω! τι γίνεται ρε Μίμη. Δηλαδή οι ασφαλίτες δικάσανε, καταδικάσανε και εκτελέσανε. – Αυτά να τα βλέπεις εσύ ρε μαλάκα που έκανες τον πονηρό στη σχολή, περί Δημοκρατίας». (σελ. 59) Τα ΜΑΤ μοιάζουν διέξοδος για το Χρήστο «Αργούν να γίνουν και τα ΜΑΤ για να φύγουμε από δω». (σελ. 59)
Η εκπαίδευση των ΜΑΤ περιλαμβάνει τρέξιμο, σκοποβολή, εκμάθηση εξάρτυσης και συνθήκες δακρυγόνων και «μάχης». Η υπηρεσία στα ΜΑΤ γίνεται με οκτάωρα σε διάφορα καίρια σημεία της Αθήνας. Πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου 1976. Οι αστυφύλακες παρακολουθούν ανάλογη εκπομπή για τα γεγονότα. «– Έλα ρε ψηλέ, δέκα φορές την έχουμε δει τη μαλακία στην τηλεόραση, δεν τη βαρέθηκες. – Ρε Μίμη, άραγες αυτός ο νεαρός στην πύλη σκοτώθηκε; - Μπα αυτοί είναι τσακάλια και μετά αφού είδε το τανκ, ο μαλάκας τι τόπαιζε ήρωας;» (σελ. 70)
Η ανάγνωση του βιβλίου δε μπορεί να υποκατασταθεί από την παρουσίασή του εδώ. Η αξία του δε βρίσκεται στις λογοτεχνικές αρετές του για τις οποίες πολλές ενστάσεις θα είχε κάποιος. Η αξία του παραμένει μοναδική ως προσωπικής μαρτυρίας.
Η εκπαίδευση, τα οκτάωρα, τα γήπεδα, η «προσωπική» ζωή, οι συζητήσεις μεταξύ των αστυφυλάκων, οι ασκήσεις ετοιμότητας, οι κλούβες, η αναμονή μέσα στις κλούβες, η σωματική εξάντληση, η αντιμετώπιση από τους ανώτερους, το ξύλο, ο υπερβάλλων ζήλος, η διοίκηση και η συνείδηση του Μίμη της οποίας η ελαστικότητα έχει τα όριά της. Όλα αυτά διαγράφονται πίσω από τις γραμμές του κειμένου. Παρακολουθούμε τη σκέψη του συγγραφέa στη σελ. 101. «Η πολιτεία έχει δώσει στο αστυνομικό όργανο όπλο και εξουσία που συνήθως γίνεται ‘‘εξουσία’’ για εκτόνωση του οργάνου. Με θλιβερά και πολύ επιζήμια αποτελέσματα, σε βάρος του λαού όπως ξυλοδαρμοί στους δρόμους σε νεαρούς που αντιμίλησαν, σ’ αυτούς που έφεραν για εξακρίβωση στο τμήμα ή σ’ αυτούς που πιάσανε σε λέσχες, σ’ αυτούς που πιάσανε με μηχανάκια. Και εύκολα υπάρχει η δικαιολογία: Αυτοί είναι αλήτες, θέλουνε ξύλο. Λάθος, είναι απλώς νεολαία με τα δικά της ξεσπάσματα».
Φτάνουμε στο Νοέμβριο 1980. Τα γεγονότα αυτού του μήνα είναι γνωστά, το ενδιαφέρον τους εδώ βρίσκεται πάντα στην οπτική που καταγράφονται από έναν αστυφύλακα των ΜΑΤ. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι: «Μία νεκρή, ένας βαριά και δεκάδες τραυματίες» Και «o Χρήστος πάνω σ’ ένα άδειο γραφείο συμπληρώνει μια κόλα διαγωνισμού: ‘‘Λαμβάνω την τιμή να παρακαλέσω υμάς όπως ευαρεστούμενοι μοι δεχθείτε την παραίτησίν μου’’».
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ, όπου ακολουθώντας τον υπερσύνδεσμο στο τέλος του κειμένου το «κατεβάζετε» από το rapidshare
Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2008
376 λέξεις για τη Γραμματική της Ποντιακής του Κ. Τοπχαρά
Μια γραμματική διαφορετική από τις άλλες. Όχι ως προς το χαρακτήρα της γιατί είναι μια κανονιστική γραμματική αλλά ως προς τις προτάσεις γραφής. Αποτελεί μια απλουστευμένη πρόταση σχετικά με την ορθογραφία και ταυτόχρονα είναι ντοκουμέντο – σταθμό στη συζήτηση για τα ζητήματα της γλώσσας.
Κυκλοφόρησε στη Σοβιετική Ένωση ως «Γραματικί τίς νέο-ελινικις γλοςας» (Ροστόβ-Ντον 1928, 1932 για να χρησιμοποιηθεί ως Γραμματική της σχολικής γλώσσας της ελληνικής μειονότητας στη Ρωσία. Στο εισαγωγικό σημείωμα της σύγχρονης έκδοσης ο Βασίλειος Δ. Φόρης δίνει τα ιστορικά στοιχεία της αρχικής έκδοσης και της φωτοτυπικής επανέκδοσής της. Η συγκεκριμένη γραμματική έρχεται να καλύψει την ανάγκη διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου στα ελληνόπαιδα της Σοβιετικής Ένωσης, σύμφωνα με απόφαση του 16ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε. για τη διδασκαλία της γλώσσας κάθε εθνότητας. Το εγχειρίδιο, λοιπόν, είναι ιδεολογικά τοποθετημένο. Στον πρόλογό του αναφέρεται η σκοπιμότητά του συνδυασμένη με την πολιτική του Σοβιετικού καθεστώτος.
Είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο και αφορά την ποντιακή διάλεκτο. Χρησιμοποιεί το ελληνικό αλφάβητο τροποποιημένο ώστε κάθε ήχος να αντιστοιχεί σε ένα γράμμα. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη γραμματική σε σχέση με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που τη γέννησαν. Επί της ουσίας όλα τα ζητήματα της γλώσσας πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με τους εξωγλωσσικούς παράγοντες που τα προσδιορίζουν.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι πιο σύνθετο. Αποτελεί πρόταση γραφής μιας διαλέκτου που μιλιέται αποκομμένη από την κοινή νεοελληνική και σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επικρατούν εκεί όπου η νεοελληνική είναι κυρίαρχη. Η χρήση της διαλέκτου, τόσο προφορικά όσο και γραπτά, έχει τις δυσκολίες που προέρχονται από το κυρίαρχο αλλόγλωσσο περιβάλλον. Ίσως θα ήταν ματαιοπονία η εμμονή σε μια «ορθογραφημέμη» γραφή της ποντιακής διαλέκτου με αποτελέσματα πολύ φτωχότερα από ότι η πρόταση φωνητικής γραφής.
Προφανώς η ύπαρξη διαλέκτων είναι ένδειξη πλούτου μιας γλώσσας και ταυτόχρονα πηγές που την τροφοδοτούν. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο και μία διαφορετική γραφή της κοινής γλώσσας. Δηλαδή εδώ, μια συνεπή φωνητική εκδοχή της γραφής της. Δεν πρόκειται για περιπτωσιακή ανορθογραφία αλλά για ένα συγκροτημένο σύστημα – πρόταση διαφορετικής ορθογράφησης. Ή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως τερατώδες λάθος;
Νομίζω ότι, αναμφίβολα, μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που γεννήθηκε, η γραμματική του Τοπχαρά έχει θετικό αντίβαρο.
Εκείνο που τίθεται ως ζήτημα προς συζήτηση είναι ή θα έπρεπε να είναι η εξέταση του ορθού τρόπου γραφής και της νεοελληνικής.
(μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για τη γραμματική του Τοπχαρά κάνοντας κλικ ΕΔΩ)
Ένα κείμενο για τη γραμματική και με αφορμή αυτήν στο http://www.antibaro.gr/national/dhmhtriadhs_pontiaka.php
Κυκλοφόρησε στη Σοβιετική Ένωση ως «Γραματικί τίς νέο-ελινικις γλοςας» (Ροστόβ-Ντον 1928, 1932 για να χρησιμοποιηθεί ως Γραμματική της σχολικής γλώσσας της ελληνικής μειονότητας στη Ρωσία. Στο εισαγωγικό σημείωμα της σύγχρονης έκδοσης ο Βασίλειος Δ. Φόρης δίνει τα ιστορικά στοιχεία της αρχικής έκδοσης και της φωτοτυπικής επανέκδοσής της. Η συγκεκριμένη γραμματική έρχεται να καλύψει την ανάγκη διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου στα ελληνόπαιδα της Σοβιετικής Ένωσης, σύμφωνα με απόφαση του 16ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε. για τη διδασκαλία της γλώσσας κάθε εθνότητας. Το εγχειρίδιο, λοιπόν, είναι ιδεολογικά τοποθετημένο. Στον πρόλογό του αναφέρεται η σκοπιμότητά του συνδυασμένη με την πολιτική του Σοβιετικού καθεστώτος.
Είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο και αφορά την ποντιακή διάλεκτο. Χρησιμοποιεί το ελληνικό αλφάβητο τροποποιημένο ώστε κάθε ήχος να αντιστοιχεί σε ένα γράμμα. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη γραμματική σε σχέση με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που τη γέννησαν. Επί της ουσίας όλα τα ζητήματα της γλώσσας πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με τους εξωγλωσσικούς παράγοντες που τα προσδιορίζουν.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι πιο σύνθετο. Αποτελεί πρόταση γραφής μιας διαλέκτου που μιλιέται αποκομμένη από την κοινή νεοελληνική και σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επικρατούν εκεί όπου η νεοελληνική είναι κυρίαρχη. Η χρήση της διαλέκτου, τόσο προφορικά όσο και γραπτά, έχει τις δυσκολίες που προέρχονται από το κυρίαρχο αλλόγλωσσο περιβάλλον. Ίσως θα ήταν ματαιοπονία η εμμονή σε μια «ορθογραφημέμη» γραφή της ποντιακής διαλέκτου με αποτελέσματα πολύ φτωχότερα από ότι η πρόταση φωνητικής γραφής.
Προφανώς η ύπαρξη διαλέκτων είναι ένδειξη πλούτου μιας γλώσσας και ταυτόχρονα πηγές που την τροφοδοτούν. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο και μία διαφορετική γραφή της κοινής γλώσσας. Δηλαδή εδώ, μια συνεπή φωνητική εκδοχή της γραφής της. Δεν πρόκειται για περιπτωσιακή ανορθογραφία αλλά για ένα συγκροτημένο σύστημα – πρόταση διαφορετικής ορθογράφησης. Ή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως τερατώδες λάθος;
Νομίζω ότι, αναμφίβολα, μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που γεννήθηκε, η γραμματική του Τοπχαρά έχει θετικό αντίβαρο.
Εκείνο που τίθεται ως ζήτημα προς συζήτηση είναι ή θα έπρεπε να είναι η εξέταση του ορθού τρόπου γραφής και της νεοελληνικής.
(μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για τη γραμματική του Τοπχαρά κάνοντας κλικ ΕΔΩ)
Ένα κείμενο για τη γραμματική και με αφορμή αυτήν στο http://www.antibaro.gr/national/dhmhtriadhs_pontiaka.php
Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008
825 λέξεις για τους δέκα μύθους για την ελληνική γλώσσα
Το βιβλίο μου δημιούργησε αντίθετα συναισθήματα. Το χάρηκα για τη διαύγεια, την πολύπλευρη προσέγγιση, τη σαφήνεια των νοημάτων και της οπτικής του. Από την άλλη με στενοχώρησε η αναγκαιότητα τέτοιων κειμένων. Όσα καταγράφονται μοιάζουν λογικά αυτονόητα, όμως ο γλωσσικός νεοσυντηρητισμός επιβάλει τις στρεβλώσεις του και γίνεται κυρίαρχος ως ιδεολογία που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την πρακτική. Ο Γιάννης Χάρης στην εισαγωγή διαπιστώνει ότι οι μύθοι αυτοί όταν δεν αποτελούν συγκροτημένη ιδεολογία εξαπλώνονται εξαιτίας συγκινησιακών παραγόντων και δεσμών. Τα κείμενα αυτά είναι όπλα απέναντι σε αυτές τις στρεβλώσεις.
1. Η αρχαία ελληνική μυθοποιείται και ανάγεται σε πρότυπο και αξιολογικό μέτρο σύγκρισης με τη νεοελληνική. Αυτό γίνεται με την ταύτιση γλώσσας και γραμματείας. Δηλαδή μια υψηλή γλώσσα παράγει υψηλά έργα. Όμως γλώσσα και γραμματεία (λογοτεχνική παραγωγή κλπ) δεν ταυτίζονται.
2. Η φορμαλιστική αντίληψη της ετυμολογίας στοχεύει να παρουσιάσει την ελληνική γλώσσα ως ενιαία, ακόμα και, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Αυτό όμως που συμβαίνει και αποσιωπάται είναι ότι έχουμε επανεισαγωγή λέξεων δηλαδή δάνεια από την αρχαία γλώσσα για να αποδοθούν νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες – δάνεια. Αυτό που ονομάζεται δισυπόστατος δανεισμός. Κατά τον τρόπο αυτό οι λέξεις απομακρύνονται από την αρχική τους σημασία και η εκμάθηση των αρχαίων γίνεται δυσκολότερη για τους νεοέλληνες. Άλλη μια στρέβλωση της προσπάθειας να αναχθεί η νεοελληνική στην αρχαία και να συντηρηθεί το ιδεολόγημα και η ψευδής εικόνα προέλευσης του λεξιλογίου από την αρχαία γλώσσα.
3. Η δημοτική γλώσσα είναι αυτόνομη και πλήρης ως εργαλείο και είναι παράλογη η επιχειρούμενη εξάρτησή της από την αρχαία. Δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος αρχαία ελληνικά για να μιλήσει ή να μελετήσει τη νεοελληνική. Η εξάρτηση της ομιλούμενης γλώσσας από την αρχαία έχει την εξήγησή της στις προκαταλήψεις και τους προϊδεασμούς που αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορία. Ο αττικισμός, η αντίληψη φθοράς και παρακμής της γλώσσας που απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο, η καθαρεύουσα. (και… «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση – της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα – για το παρόν – μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί».)
4. Σχετικά με τη φθορά και την αλλοίωση της γλώσσας η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά διαπιστώνει ότι αυτή ακριβώς η εξέλιξη της γλώσσας είναι η δύναμή της. Είναι το χαρακτηριστικό της εκείνο που την καθιστά το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που αντέχει στο χρόνο. Η γλώσσα αναγκαστικά αλλάζει επειδή πρέπει να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες επικοινωνίας. Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε πώς εμφανίζεται η παράλογη θρηνητική αντίληψη στην κοινωνία ότι έχουμε παρακμ΄η και κίνδυνο εξαφάνισης της γλώσσας.
5. Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας πολλές φορές δεν είναι κάτι τόσο τραγικό, όσο παρουσιάζεται. Πολλές φορές η αιτία βρίσκεται στις συνθήκες έκφρασης και δε σημαίνει άγνοια της γλώσσας. Άλλες φορές, κάποια από αυτά είναι εντός του γλωσσικού συστήματος (έτρεξα το πρόγραμμα, διέρρευσε την είδηση, πιο καλύτερα). Η μελέτη αυτών των λαθών μπορεί να βοηθήσει την καλύτερη κατανόηση του γλωσσικού συστήματος.
6. Κάθε ομιλούμενη γλώσσα δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Αυτό δεν είναι σημάδι φθοράς ή παρακμής, ούτε αλλοίωσης των δομών της. Η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική περίπου το 60% των λέξεών της. Αυτό δεν την αλλοίωσε ώστε να καταταχθεί και αυτή στης ρομανικές γλώσσες. Αν η ελληνική περιέχει σε ποσοστό 5% λέξεις δάνεια από την αγγλική αυτό εξηγείται από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των αγγλόγλωσσων κρατών η οποία προηγείται της γλωσσικής κυριαρχίας.
7. Η «γλώσσα των νέων» που επαναλαμβανόμενα γίνεται αντικείμενο κριτικής και φοβικών διαπιστώσεων είναι κάτι που σαφώς συνιστά πλούτο της ελληνικής. Και πολύ απλά: η «γλώσσα των νέων» δεν είναι τα ελληνικά των νέων αλλά μία γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται συγκυριακά.
8. Σχετικά με την ιστορική ορθογραφία, είναι φανερό ότι ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στις γλώσσες που υιοθετούν φωνητικό σύστημα γραφής. Η γραφή της νεοελληνικής χαρακτηρίζεται από δύσκολους κανόνες και παραλογισμούς (όπως ο τονισμός συμφώνου π.χ αύριο). Τα αιτήματα απλοποίησης της γραφής συναντούν αντιδράσεις κυρίως εξαιτίας της εσφαλμένης ταύτισης γλώσσας και γραφής. Η ιστορική ορθογραφία δεν είναι ιερή αλλά σχετική και συζητήσιμη. Ακόμα και οι υπερασπιστές του πολυτονικού συστήματος έχουν εξοβελίσει τη βαρεία… (μπορείτε μα βρείτε το άρθρο ΕΔΩ)
9. Η προτεραιότητα του γραπτού λόγου ουσιαστικά τονίζεται για να αποφευχθεί η ταύτιση γλώσσας και γραπτού λόγου ο οποίος παρέχει μια σταθερή οπτική εικόνα της γλώσσας. Επίσης επιτρέπει την τυποποίησή της και τη σύνταξη γραμματικών και λεξικών. Στην ουσία γραφή και φωνή είναι δύο διαφορετικά «μέσα» της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
10. Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών δεν είναι δυνατή. Όπως δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, έτσι δεν υπάρχουν και ανώτερες γλώσσες. Υπάρχουν διαπιστωμένα χαρακτηριστικά για κάθε γλώσσα. Έτσι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα από πολιτισμικό επίπεδο είναι εξίσου πολύπλοκη και εξελιγμένη, βασίζεται σε συνδυασμό μονάδων – ήχων χωρίς νόημα και οργανώνεται με κανόνες και νόμους. Οι διαφορές διαπιστώνονται ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κάθε γλώσσα έχει τους παραγωγικούς μηχανισμούς για να αναπτύξει και να δημιουργήσει λεξιλόγιο αν αυτό χρειαστεί.
Ξαφνιάζουν ευχάριστα τα αποσπάσματα από κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. (Τα κείμενα που αποτελούν το βιβλίο είχαν δημοσιευτεί στη εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Σεπτεμβρίου 2000)
1. Η αρχαία ελληνική μυθοποιείται και ανάγεται σε πρότυπο και αξιολογικό μέτρο σύγκρισης με τη νεοελληνική. Αυτό γίνεται με την ταύτιση γλώσσας και γραμματείας. Δηλαδή μια υψηλή γλώσσα παράγει υψηλά έργα. Όμως γλώσσα και γραμματεία (λογοτεχνική παραγωγή κλπ) δεν ταυτίζονται.
2. Η φορμαλιστική αντίληψη της ετυμολογίας στοχεύει να παρουσιάσει την ελληνική γλώσσα ως ενιαία, ακόμα και, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Αυτό όμως που συμβαίνει και αποσιωπάται είναι ότι έχουμε επανεισαγωγή λέξεων δηλαδή δάνεια από την αρχαία γλώσσα για να αποδοθούν νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες – δάνεια. Αυτό που ονομάζεται δισυπόστατος δανεισμός. Κατά τον τρόπο αυτό οι λέξεις απομακρύνονται από την αρχική τους σημασία και η εκμάθηση των αρχαίων γίνεται δυσκολότερη για τους νεοέλληνες. Άλλη μια στρέβλωση της προσπάθειας να αναχθεί η νεοελληνική στην αρχαία και να συντηρηθεί το ιδεολόγημα και η ψευδής εικόνα προέλευσης του λεξιλογίου από την αρχαία γλώσσα.
3. Η δημοτική γλώσσα είναι αυτόνομη και πλήρης ως εργαλείο και είναι παράλογη η επιχειρούμενη εξάρτησή της από την αρχαία. Δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος αρχαία ελληνικά για να μιλήσει ή να μελετήσει τη νεοελληνική. Η εξάρτηση της ομιλούμενης γλώσσας από την αρχαία έχει την εξήγησή της στις προκαταλήψεις και τους προϊδεασμούς που αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορία. Ο αττικισμός, η αντίληψη φθοράς και παρακμής της γλώσσας που απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο, η καθαρεύουσα. (και… «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση – της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα – για το παρόν – μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί».)
4. Σχετικά με τη φθορά και την αλλοίωση της γλώσσας η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά διαπιστώνει ότι αυτή ακριβώς η εξέλιξη της γλώσσας είναι η δύναμή της. Είναι το χαρακτηριστικό της εκείνο που την καθιστά το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που αντέχει στο χρόνο. Η γλώσσα αναγκαστικά αλλάζει επειδή πρέπει να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες επικοινωνίας. Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε πώς εμφανίζεται η παράλογη θρηνητική αντίληψη στην κοινωνία ότι έχουμε παρακμ΄η και κίνδυνο εξαφάνισης της γλώσσας.
5. Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας πολλές φορές δεν είναι κάτι τόσο τραγικό, όσο παρουσιάζεται. Πολλές φορές η αιτία βρίσκεται στις συνθήκες έκφρασης και δε σημαίνει άγνοια της γλώσσας. Άλλες φορές, κάποια από αυτά είναι εντός του γλωσσικού συστήματος (έτρεξα το πρόγραμμα, διέρρευσε την είδηση, πιο καλύτερα). Η μελέτη αυτών των λαθών μπορεί να βοηθήσει την καλύτερη κατανόηση του γλωσσικού συστήματος.
6. Κάθε ομιλούμενη γλώσσα δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Αυτό δεν είναι σημάδι φθοράς ή παρακμής, ούτε αλλοίωσης των δομών της. Η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική περίπου το 60% των λέξεών της. Αυτό δεν την αλλοίωσε ώστε να καταταχθεί και αυτή στης ρομανικές γλώσσες. Αν η ελληνική περιέχει σε ποσοστό 5% λέξεις δάνεια από την αγγλική αυτό εξηγείται από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των αγγλόγλωσσων κρατών η οποία προηγείται της γλωσσικής κυριαρχίας.
7. Η «γλώσσα των νέων» που επαναλαμβανόμενα γίνεται αντικείμενο κριτικής και φοβικών διαπιστώσεων είναι κάτι που σαφώς συνιστά πλούτο της ελληνικής. Και πολύ απλά: η «γλώσσα των νέων» δεν είναι τα ελληνικά των νέων αλλά μία γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται συγκυριακά.
8. Σχετικά με την ιστορική ορθογραφία, είναι φανερό ότι ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στις γλώσσες που υιοθετούν φωνητικό σύστημα γραφής. Η γραφή της νεοελληνικής χαρακτηρίζεται από δύσκολους κανόνες και παραλογισμούς (όπως ο τονισμός συμφώνου π.χ αύριο). Τα αιτήματα απλοποίησης της γραφής συναντούν αντιδράσεις κυρίως εξαιτίας της εσφαλμένης ταύτισης γλώσσας και γραφής. Η ιστορική ορθογραφία δεν είναι ιερή αλλά σχετική και συζητήσιμη. Ακόμα και οι υπερασπιστές του πολυτονικού συστήματος έχουν εξοβελίσει τη βαρεία… (μπορείτε μα βρείτε το άρθρο ΕΔΩ)
9. Η προτεραιότητα του γραπτού λόγου ουσιαστικά τονίζεται για να αποφευχθεί η ταύτιση γλώσσας και γραπτού λόγου ο οποίος παρέχει μια σταθερή οπτική εικόνα της γλώσσας. Επίσης επιτρέπει την τυποποίησή της και τη σύνταξη γραμματικών και λεξικών. Στην ουσία γραφή και φωνή είναι δύο διαφορετικά «μέσα» της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
10. Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών δεν είναι δυνατή. Όπως δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, έτσι δεν υπάρχουν και ανώτερες γλώσσες. Υπάρχουν διαπιστωμένα χαρακτηριστικά για κάθε γλώσσα. Έτσι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα από πολιτισμικό επίπεδο είναι εξίσου πολύπλοκη και εξελιγμένη, βασίζεται σε συνδυασμό μονάδων – ήχων χωρίς νόημα και οργανώνεται με κανόνες και νόμους. Οι διαφορές διαπιστώνονται ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κάθε γλώσσα έχει τους παραγωγικούς μηχανισμούς για να αναπτύξει και να δημιουργήσει λεξιλόγιο αν αυτό χρειαστεί.
Ξαφνιάζουν ευχάριστα τα αποσπάσματα από κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. (Τα κείμενα που αποτελούν το βιβλίο είχαν δημοσιευτεί στη εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Σεπτεμβρίου 2000)
(μπορείτε να βρείτε το βιβλίο κάνοντας κλικ ΕΔΩ)
Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2008
453 λέξεις για το λαογραφικό σφακιανό λεξικό του Κανάκη Ι. Γερωνυμάκη
Γιατί να γίνει λόγος για ένα λεξικό; Αυτό το ερώτημα ήρθε ασυναίσθητα και ακολούθησε το: τι να γράψει κανείς για ένα λεξικό;
Η επιθυμία να μιλήσω για αυτό δημιουργήθηκε εξαρχής. Διαφοροποιείται από τα άλλα γιατί κατ’ ουσίαν δεν είναι λεξικό. Καταχρηστικά ονομάζεται έτσι. Αποτελεί συλλογή λέξεων μιας διαλέκτου της οποίας ο συγγραφέας είναι φυσικός ομιλητής. Καταχρηστικός είναι ο τίτλος στο σύνολό του. Δεν είναι ένα πλήρες λεξικό της γλώσσας που μιλιέται στα Σφακιά. Ακόμη, πολλές από τις λέξεις που περιλαμβάνει δε χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά, ούτε μόνο στην Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, οι εννιακόσιες – περίπου – λέξεις που περιλαμβάνει προφανώς δεν αποτελούν το σύνολο αυτών που χρησιμοποιούνται. Κατά δεύτερο λόγο σε αυτές περιλαμβάνονται λέξεις όπως οι παρακάτω που σταχυολογώ τυχαία: λίγδες (ακαθαρσίες), τσάκνα (ξερά χόρτα), ριζικό (τυχερό), κουρά (κούρεμα), άπραχτος (που δεν πέτυχε την αποστολή του). Δεν είναι σαφές γιατί καταγράφονται ως λέξεις της σφακιανής διαλέκτου εφόσον είναι κοινές σε πολλά μέρη της Ελλάδας και μάλιστα περιλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής. (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998). Κατά συνέπεια το συγκεκριμένο «σφακιανό λεξικό» ούτε πλήρες είναι, ούτε περιλαμβάνει λέξεις που χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση.
Όμως πίσω από αυτή την ερασιτεχνική προσπάθεια και έκδοση κρύβεται αγάπη για τη γλώσσα. Ο συγγραφέας σημειώνει με αστερίσκο τις λέξεις «που έχουν ήδη αποβληθεί από την τοπολαλιά». Μερικά παραδείγματα: απαταχλή (δεν ακούγεται τίποτα σχετικό), αποπανωθιός (επιπλέον, από πάνω), αρμόνα (δυνατός αέρας από τη θάλασσα που μεταφέρει σταγόνες), γλυκοσάλιση (ευχαρίστηση), λαλίνια (ξύλινα παπούτσια) κλπ. Βέβαια δεν έχουμε συστηματική προσπάθεια να καταγραφεί ο γλωσσικός πλούτος, αλλά έχουμε ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει πηγή για μια τέτοια προσπάθεια.
Παράλληλα, είναι πολλά τα λαογραφικά στοιχεία που «κουβαλούν» οι λέξεις και έτσι καταγράφονται και αυτά. Από τις λέξεις με αστερίσκο και τις σημασίες που δίνονται: η κουμούρι: όπως λιχνούσαμε, αλλού πήγαινε ο καρπός και αλλού τα άχερα, μα και μια σκόνη που την έπαιρνε ο αέρας πολύ πιο πέρα, αυτή τη λέγαμε κουμούρι, η λεπίδα: είναι το ειδικό αργιλόχωμα που βάζαμε στις χωματοστέγες για να το περνά δυσκολότερα το νερό, η λοτζέτα: το δώμα χαμηλότερου σπιτιού που είναι η αυλή του ψηλότερου, το όργο: όταν οι άνθρωποι στη σειρά σκάβανε ή θερίζανε, όσο τομέα είχε ο καθένας λέγαμε ότι αυτό ήταν το όργο του, ψωμομαντήλα: ένα καθαρό πανί που σκέπαζαν το ψωμί άμα το ζύμωναν και το άφηναν κάμποση ώρα πριν το φουρνίσουνε, για να πάρει ανέβαση. Βλέπουμε καθαρά ότι μαζί με έναν κόσμο που χάνεται, χάνονται και οι λέξεις που τον περιγράφουν.
Αυτή η γοητεία του παρελθόντος έρχεται να προστεθεί στην αγάπη για τη γλώσσα και να προσθέσει στην αξία του βιβλίου. Τριάντα δύο σκίτσα περιλαμβάνονται στις τελευταίες σελίδες, οπτικοποιούν τη ζωή στα Σφακιά και συνοδεύονται με υπομνήματα με τις λέξεις που ονομάζουν κάθε αντικείμενο.
Η επιθυμία να μιλήσω για αυτό δημιουργήθηκε εξαρχής. Διαφοροποιείται από τα άλλα γιατί κατ’ ουσίαν δεν είναι λεξικό. Καταχρηστικά ονομάζεται έτσι. Αποτελεί συλλογή λέξεων μιας διαλέκτου της οποίας ο συγγραφέας είναι φυσικός ομιλητής. Καταχρηστικός είναι ο τίτλος στο σύνολό του. Δεν είναι ένα πλήρες λεξικό της γλώσσας που μιλιέται στα Σφακιά. Ακόμη, πολλές από τις λέξεις που περιλαμβάνει δε χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά, ούτε μόνο στην Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, οι εννιακόσιες – περίπου – λέξεις που περιλαμβάνει προφανώς δεν αποτελούν το σύνολο αυτών που χρησιμοποιούνται. Κατά δεύτερο λόγο σε αυτές περιλαμβάνονται λέξεις όπως οι παρακάτω που σταχυολογώ τυχαία: λίγδες (ακαθαρσίες), τσάκνα (ξερά χόρτα), ριζικό (τυχερό), κουρά (κούρεμα), άπραχτος (που δεν πέτυχε την αποστολή του). Δεν είναι σαφές γιατί καταγράφονται ως λέξεις της σφακιανής διαλέκτου εφόσον είναι κοινές σε πολλά μέρη της Ελλάδας και μάλιστα περιλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής. (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998). Κατά συνέπεια το συγκεκριμένο «σφακιανό λεξικό» ούτε πλήρες είναι, ούτε περιλαμβάνει λέξεις που χρησιμοποιούνται μόνο στα Σφακιά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση.
Όμως πίσω από αυτή την ερασιτεχνική προσπάθεια και έκδοση κρύβεται αγάπη για τη γλώσσα. Ο συγγραφέας σημειώνει με αστερίσκο τις λέξεις «που έχουν ήδη αποβληθεί από την τοπολαλιά». Μερικά παραδείγματα: απαταχλή (δεν ακούγεται τίποτα σχετικό), αποπανωθιός (επιπλέον, από πάνω), αρμόνα (δυνατός αέρας από τη θάλασσα που μεταφέρει σταγόνες), γλυκοσάλιση (ευχαρίστηση), λαλίνια (ξύλινα παπούτσια) κλπ. Βέβαια δεν έχουμε συστηματική προσπάθεια να καταγραφεί ο γλωσσικός πλούτος, αλλά έχουμε ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει πηγή για μια τέτοια προσπάθεια.
Παράλληλα, είναι πολλά τα λαογραφικά στοιχεία που «κουβαλούν» οι λέξεις και έτσι καταγράφονται και αυτά. Από τις λέξεις με αστερίσκο και τις σημασίες που δίνονται: η κουμούρι: όπως λιχνούσαμε, αλλού πήγαινε ο καρπός και αλλού τα άχερα, μα και μια σκόνη που την έπαιρνε ο αέρας πολύ πιο πέρα, αυτή τη λέγαμε κουμούρι, η λεπίδα: είναι το ειδικό αργιλόχωμα που βάζαμε στις χωματοστέγες για να το περνά δυσκολότερα το νερό, η λοτζέτα: το δώμα χαμηλότερου σπιτιού που είναι η αυλή του ψηλότερου, το όργο: όταν οι άνθρωποι στη σειρά σκάβανε ή θερίζανε, όσο τομέα είχε ο καθένας λέγαμε ότι αυτό ήταν το όργο του, ψωμομαντήλα: ένα καθαρό πανί που σκέπαζαν το ψωμί άμα το ζύμωναν και το άφηναν κάμποση ώρα πριν το φουρνίσουνε, για να πάρει ανέβαση. Βλέπουμε καθαρά ότι μαζί με έναν κόσμο που χάνεται, χάνονται και οι λέξεις που τον περιγράφουν.
Αυτή η γοητεία του παρελθόντος έρχεται να προστεθεί στην αγάπη για τη γλώσσα και να προσθέσει στην αξία του βιβλίου. Τριάντα δύο σκίτσα περιλαμβάνονται στις τελευταίες σελίδες, οπτικοποιούν τη ζωή στα Σφακιά και συνοδεύονται με υπομνήματα με τις λέξεις που ονομάζουν κάθε αντικείμενο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)