Ήρθα στο χωριό για να ξαναμυρίσω το ψωμί,
το κρασί που χύνεται σ’ ένα πάτωμα με πριονίδια,
ν’ ακούσω τις φωνές των θηλαστικών όταν βατεύονται.
Ήρθα για να νιώσω το σώμα, να πατήσω την κοπριά,
να μεθύσω και να κατουρήσω έξω στα χωράφια
την ώρα της πρωινής πάχνης.
Εντυπωσιακό, βαθύ και απολαυστικό κι αυτό το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού –πρωτότυπο και μαζί οικείο. Πρωτότυπο γιατί εξιστορεί την εσωτερική κι εξωτερική πτώση ενός «σύγχρονου» βασιλιά -ακολουθώντας τα βήματα σαιξπηρικής τραγωδίας-, και οικείο γιατί όλη η πορεία εξελίσσεται σ’ ένα ορεινό χωριό που κάποτε ήταν στις δόξες του και τώρα παρακμάζει, με όλα τα χαρακτηριστικά χρώματα και τους ανθρώπινους τύπους που πλαισιώνουν συνήθως τις μικρές κοινωνίες. Ο Λεόντιος Έξαρχος, μηχανικός-εργολάβος-επιχειρηματίας, ισχυρός και ματαιόδοξος πάλαι ποτέ, ηλικιωμένος τώρα πια, αλλά γόνος εργατών κι εγγονός προσφύγων/με ακόρεστη όρεξη για κοινωνική ανέλιξη, χήρος με τρεις κόρες διασκορπισμένες σε Λονδίνο, Βρυξέλλες και Αθήνα καταφεύγει στον εγκαταλελειμμένο Πύργο του μισητού πεθερού του, που κι αυτός έχει φύγει απ τη ζωή. Είναι μόνος, κυριολεκτικά αλλά και εσωτερικά, γιατί όπως φαίνεται από τις ανεπίδοτες επιστολές που απευθύνει στη… νεκρή Ουρανία (την γυναίκα του) αλλά και στις κόρες (Γκαμπριέλα, Ρεγγίνα, Κορίνα), καμία τους δεν θέλει να έχει πια επαφές μαζί του. Ο Λεόντιος, καθώς βρίσκεται πια στη δύση της ζωής του, καταφεύγει στον έρημο πύργο («καστρόσπιτο»), σε μια ύστατη προσπάθεια να διερευνήσει το παρελθόν του, τη σχέση του με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, εντέλει να βρει τον εαυτό του (μάλλον θα φταίει αυτή η αρρώστια που μου είπε στην Αθήνα ο γιατρός, αυτή η ραγάδα της ψυχής που με κάνει γιa πρώτη φορά στη ζωή μου να κλαίω με το παραμικρό). Επισκευάζει, καθαρίζει και συμμαζεύει το ρημαγμένο αρχοντικό, εγκαθίσταται με τα βιβλία του, βάζει και διαδίκτυο, και μετακινείται μ’ ένα επιβλητικό μαύρο τζιπ.
Το περιβάλλον του χωριού είναι φιλικό και ανακουφιστικό για τη μοναχική, εκκεντρική και -όπως αντιλαμβάνεται γρήγορα ο αναγνώστης- απαρηγόρητη προσωπικότητα του Λεόντιου. Πρόκειται για μια περιοχή οινοπαραγωγών, με αμπέλια, συνεταιρισμό αμπελουργών, εμφιαλωτήριο κλπ που παράγει λευκό αρετσίνωτο κρασί ή ημίγλυκα «κόκκινα της συμφοράς», αλλά πιο πολύ ρετσίνα, μια ντόπια ρετσίνα πρόχειρη, χωρίς αξιώσεις. Στο καφενείο του Φώτη, όπου ρέει η φτηνή ρετσίνα άφθονη, μαζεύονται όλοι ο χωριανοί, οι «συγκρατημένοι» δηλαδή οι νοικοκυραίοι, και οι «λεκέδες», οι απρόβλεπτοι, οι αποκλίνοντες. Εκεί βρίσκει το καθημερινό του καταφύγιο ο Λεόντιος (το καφενείο θα ήταν ο δρόμος του κάθε μέρα, ίσως και δυο φορές, και οι πελάτες του Φώτη ο κόσμος του). Οι ντόπιοι υποδέχονται θερμά τον ξένο, ηλικιωμένο ασπρομάλλη άντρα, τον άντρα της «γιατροπούλας» -κόρης του γιατρού- Ουρανίας (η οποία πέθανε από μυστήρια αρρώστια 10 μήνες πριν), που είχε χρόνια να πατήσει το πόδι του στο χωριό και εμφανίστηκε ξαφνικά στην κλειστή κοινωνία ταράζοντας τα νερά. Σιγά σιγά ο ήρωάς μας γνωρίζεται και συνδέεται με κάθε πρόσωπο χωριστά και, εθίζοντας τον εαυτό του στην φτηνή ρετσίνα, αναμοχλεύει τις έγνοιες του μαζί με τους ντόπιους, συμμετέχει στις ιστορίες και στα κρυφά τους πάθη, διασκεδάζει τους καημούς του και ξεσκεπάζει τον εαυτό του και τα μυστικά του Πύργου.
Η αφήγηση είναι πότε τριτοπρόσωπη και πότε πρωτοπρόσωπη, εφόσον μεγάλο μέρος της καθημερινότητας του Έξαρχου είναι όπως είπαμε η συγγραφή επιστολών στις κόρες, στην Ουρανία αλλά και στους επαγγελματικούς συνεργάτες του Γρηγόρη και Δούκα Γκόρκα.
Η «καρναβαλική σύναξη»
Ένας βασιλιάς, ο τρελός υπηρέτης του,
ένας χοντρός απόστρατος, ένας ρετσινάς κεραστής…
Στο καφενείο –κρασοπουλιό, το καθημερινό στέκι των περισσότερων -αργόσχολων κυρίως-, μαζί με τον νεοφερμένο απολαμβάνουμε σκηνές απείρου κάλλους (οι κολόνες του μαγαζιού ήταν πιο πολύ οι αργόσχολοι, οι κουμαρτζήδες, κάτι ευφάνταστοι χασομέρηδες, μερικοί αλκοολικοί και κάποιοι άλλοι πολυλογάδες, φτωχοί ως επί το πλείστον). Κουβέντες εύστοχες και άστοχες, κουτσομπολιά, κεράσματα καλαμπούρια, πειράγματα, χοντρές πλάκες, τσακωμοί ή παρεξηγήσεις -ποτισμένα όλα από τη φτηνή ρετσίνα- γίνονται σιγά σιγά ένα υφάδι όπου πλέκεται ο κοινωνικός ιστός, όπως σε κάθε χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Κορυφαία η στιγμή, ή μάλλον η «τελετή» ανοίγματος καινούριου βαρελιού! Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει ζωντανά και παραστατικά αυτό το κλίμα, και γνωρίζουμε σιγά σιγά όλες τις συμπαθητικές και μη φυσιογνωμίες του χωριού μέσα από το πρίσμα του Λεόντιου: πρώτα-πρώτα, τον καφετζή Φώτη (ο Φώτης σιγά σιγά εξελίσσεται στον κορυφαίο της καρναβαλικής σύναξης), τον Στελάρα τον Σιδερά, τον αξιοσέβαστο παπα- Γιώργη, τον Αναστάση τον Γελαδάρη, τον σοβαρό Σταμάτη, τη Γωγώ που έχει τα ψιλικά και του φέρνει αυτοβούλως φαγητό, τον χιτλερικό Βαγγέλη τον «Σκουληκά», τον Τριαντάφυλλο, τον Μουσθένη τον νεκροθάφτη, την κόρη του Μουσθένη, Πένυ, που είναι κομμώτρια∙ όλους αυτούς, που κουβαλάνε μικρή ή μεγάλη ιστορία στην πλάτη τους. Καθισμένος στο «τραπέζι του», κάτω απ’ το παράθυρο, ο Λεόντιος απολαμβάνει την αμεριμνησία του αργόσχολου, συμμετέχει στα χάχανα, κερνάει, συμβουλεύει, ακούει τις ευτράπελες ιστορίες του χωριού (μαζί κι εμείς) και πνίγει το παρόν του στη ρετσίνα (γίνομαι σιγά σιγά ένας ευπαρουσίαστος μεθύστακας, όμως δεν με πειράζει καθόλου). Φτάνει στο σημείο να νιώθει ότι τα «πραγματικά του παιδιά» είναι στο χωριό.
Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος
Όμως ο πιο χαρακτηριστικός, η μασκώτ του χωριού και συμπρωταγωνιστής του βιβλίου, μοναδικός/sui generis, σύντροφος εντέλει του Λεόντιου και εμπνευστής του (πρόκειται για έναν νοήμονα ίσκιο που με ακολουθεί παντού, μια σκιά απείθαρχη), είναι ο «τρελός του χωριού», ο Ζαχαρίας ή Μασούρης ή Ρία Ρία Μπουμ… Αχτένιστος, τσαλακωμένος, αταίριαστος, αλλά αυθεντικός, ανυπόκριτος, ένα μεγάλο παιδί, ο «Βασιλιάς Καρνάβαλος» όπως ανακηρύχτηκε τις Απόκριες, ο «αδιερεύνητα παλαβός»∙ τρέφει έρωτα για τις… καμπάνες που τον αφήνει ο παπα-Γιώργης να χτυπά (ζει το χτύπημα της καμπάνας ως λατρευτική πράξη), ζει με τον ετεροθαλή αδερφό του Σπύρο που όλο τον μαλώνει, χορεύει στο χιόνι «σαν αναστενάρης», βγάζει ήχους «αταξινόμητους» όταν πεθαίνει ο παπα- Γιώργης, τα καλοκαίρια… «κλουβιαίνει», κι έχει ένα δικό του ρυθμό να κινείται στον χώρο και στον χρόνο… να καπνίζει, να χαζεύει, να ξεχνιέται, να παρατηρεί. Γρήγορα γίνεται ο «ακόλουθος» του Λεόντιου, κοιμάται στον πύργο ξεφεύγοντας από τον «καταπιεστικό» αδερφό του («κι εσύ καλός είσαι αλλά δε βαράς»)∙ περνάνε οι δυο τους τα μοναχικά Χριστούγεννα (ύψωσε, κάπως δυσκοίλιος, το ποτήρι του προς τον Ζαχαρία που καθόταν στην άλλη άκρη του δρύινου τραπεζιού. Ανάμεσά τους μεσολαβούσαν δυο τριάδες άδειες καρέκλες/τι δουλειά έχω εγώ εδώ μαζί σου χριστουγεννιάτικα; Γιατί είσαι εσύ εδώ, και πιο πολύ, γιατί είμαι εγώ εδώ; Ξέρεις, Ζαχαρία, χρόνος είναι αυτό που συμβαίνει όταν τίποτ’ άλλο δε συμβαίνει). Καθώς περνά ο χειμώνας με τα πάνω και τα κάτω τους, ο Μασούρης κι ο Έξαρχος χτίζουν μια σχέση αλληλοεξάρτησης (είμαι ο πατέρας του που έφυγε νωρίς, κι αυτός είναι για μένα ο άλλος Διονύσης, ο μικρός μου αδερφός). Ο Ζαχαρίας/Μασούρης/Ρία Μπουμ Μπουμ αποδεικνύεται πιο σοφός απ’ ό, τι φαίνεται (η σκιά ενός ολόκληρου χωριού, η φωνή που ψιθύριζε αλήθειες ακόμη και τότε που όλοι έκλειναν επιδεικτικά τα’ αυτιά τους. Ήταν σαν αντίλαλος εικόνων σε πολλά σώματα), έχει σταθερές αξίες (-Άλλο υπηρέτης, άλλο ρουφιάνος αφεντικό/- Το υπηρέτης δεν σε πειράζει; Ούτε το καραγκιόζης, ούτε το τρελός σε χαλάει;/-Ούτε! Μόνο το ρουφιάνος με πειράζει και το Ιούδας). Ο Ζαχαρίας αγαπά τον Λεόντιο (αφεντικό, το βρήκα, εσύ είσαι και νέος και γέρος μαζί!), τον νοιάζεται και τον φροντίζει, τον ακολουθεί και στις μακρινές πεζοπορίες ζαλίζοντάς τον με τις φλυαρίες του ή με αδιάκριτες ερωτήσεις (π.χ. πώς είναι να μπαίνεις μέσα σε μια γυναίκα κι αν αυτό έμοιαζε με το να βουτάς στο νερό). Αυτός ο αταίριαστος, ο περιθωριακός, ο γελωτοποιός, γίνεται ο καθρέφτης του (ο Ζαχαρίας ήταν όλα όσα τον πονούσαν κι αυτά μαζί που φοβόταν, σαν είδωλο αντεστραμμένο/ήταν ο αδερφός του που ξαγρυπνούσε την ώρα που αυτός κοιμόταν, που γελούσε όταν ο ίδιος έκλαιγε. Ήταν ο μοναδικός δικός του άνθρωπος και το ήξερε).
Ο έκπτωτος βασιλιάς
Γιατί ο Λεόντιος Έξαρχος, αυτός ο ισχυρός άντρας, επιχειρηματίας καταξιωμένος με πολλά χρήματα και επαγγελματικές επιτυχίες, παντρεμένος με τρεις μορφωμένες κόρες, που έζησε στα Παρίσια με ακριβά ποτά και πολυτέλειες, τώρα, στη δύση της ζωής του είναι μόνος, περιφρονημένος και παραδομένος στον χρόνο, στις αναμνήσεις και στη… ρετσίνα. Όπως γράφει η Σοφία Κασβίκη στο άρθρο «Ο εκπεπτωκώς άγγελος»: «Ο Λεόντιος Έξαρχος είναι ο εκπεπτωκώς άγγελος του ευδαιμονιστικού παραδείσου της εποχής μας. Πρόσωπο απόλυτα αναγνωρίσιμο από όλους όσους βίωσαν στην χώρα μας τις μεταπολιτευτικές δεκαετίες του ’80, ’90, 2000, αυτές που στο σπανιότατο για τα ελληνικά δεδομένα πλαίσιο μακροχρόνιας ειρήνης και πολιτικής σταθερότητας, εισροής πακτωλού ευρωπαϊκών χρημάτων και απομάκρυνσης από την επίμοχθη χειρωνακτική εργασία, ανέτρεψαν δομές, αρχές και πεποιθήσεις αιώνων, επέτρεψαν τεράστια κοινωνική κινητικότητα και οδήγησαν στην ανάδυση μιας τάξης νεόπλουτων, πρωτοστατούσας στο νεοδιαμορφωθέν παγκοσμιοποιημένο σκηνικό αποθέωσης της ύλης. Εκκινώντας από την βάση της κοινωνικής πυραμίδας, με όχημα τις σπουδές στο Πολυτεχνείο, την ρητορική δεινότητα και την άμετρη φιλοδοξία, δημιούργησε ένα από τα νέα τζάκια της χώρας, εκπορνεύοντας σε αυτή την προσπάθεια κάθε παραδοσιακή αξία –οικογένεια, ηθική, εντιμότητα – και αντικαθιστώντας την από μια ακόρεστη και ανενδοίαστη αναζήτηση του χρήματος και της ισχύος, η οποία τον οδήγησε επιπλέον σε έναν ιδιότυπο τυχοδιωκτικό κοσμοπολιτισμό που τον κατέστησε κυρίαρχο και του ευρύτερου κόσμου». Καθώς παρακολουθούμε την αλλαγή των εποχών σ’ όλον τον ενιαυτό (φθινόπωρο, χειμώνας, απόκριες, Πάσχα, καλοκαίρι) εισχωρούμε στα τρίσβαθα της ταλαιπωρημένης ψυχής του ξεπεσμένου βασιλιά, του άλλοτε ισχυρού Έξαρχου, που σιγά σιγά απογυμνώνεται από όλα τα στηρίγματά του. Πάλαι ποτέ αδίστακτος, «βάναυσο αρσενικό», άντρας κυνηγός» σύμφωνα με την μία κόρη, τώρα είναι παροπλισμένος, γέρος και με προβλήματα υγείας. Η «εικονική αλληλογραφία» προς την Ουρανία, τις τρεις κόρες αλλά και τον γιο του συνεργάτη του, σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένα ευφυές εύρημα του συγγραφέα που επιτρέπει στον αναγνώστη να μάθουμε την πορεία του όλα αυτά τα χρόνια «από μέσα» («εαυτογραφία»), να νιώσουμε την ψυχολογία, τα βαθιά συναισθήματα, αλλά και την αναδιευθέτηση της συνείδησης ενός ανθρώπου που, βλέποντας τη ζωή του και τις δυνάμεις του να φθίνουν, ανασκοπεί τη ζωή του και τις αξίες του. Καθώς παραιτείται από κάθε επανασύνδεση με τα κορίτσια του, βλέπουμε σ’ αυτές τις αποχαιρετιστήριες επιστολές τα προσωπικά αγκάθια που τον απομάκρυναν από τις κόρες του και από τη γυναίκα του, έναν άνθρωπο που απογυμνώνετααι σιγά σιγά από κάθε σταθερά, έναν άνθρωπο που βρίσκει παρηγοριά μόνο στη ρετσίνα, τις πεζοπορίες και τον… τρελό του χωριού.
Και η κατεδάφιση συνεχίζεται, αμείλικτη: γιατί, πέρα από την απομόνωση στην οποία τον έχουν υποβάλει οι τρεις κόρες, τα κιτάπια του αδίστακτου και μισητού πεθερού του που ανακάλυψε στα υπόγεια του πύργου, φέρνουν στο φως μυστικά κρυμμένα και ανομολόγητα, που ανατρέπουν κάθε ίχνος γλυκιάς ανάμνησης (δεν έχω πια συνέταιρο στην εταιρία, δεν έχω υπαλλήλους, δεν έχω γυναίκα, δεν έχω παιδιά, είμαι ελεύθερος πια, κι αυτό είναι ένα δώρο απρόσμενο της θλίψης και της ερημιάς μου).
Ο βασιλιάς μένει γυμνός (θέλεις δε θέλεις θα αναμετρηθείς με τον καθρέφτη), μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, σε μια ύστατη καρναβαλική σκηνή, μια τελευταία πράξη ερωτικής έξαρσης, που τον ταπεινώνει αλλά τον ανεβάζει ένα σκαλί στη συνειδητοποίηση: «Ζω αυτήν την αγωνία που αιώνες τώρα κρατάει ξάγρυπνους τους γέρους όλου του κόσμου, το συναμφότερον όχι σώματος και ψυχής αλλά μνήμης και φόβου, το σημαντικό διακύβευμα όλων των γηρατειών. Φόβος όχι τόσο για το αναπόδραστο τέλος αλλά για την ταρίχευση της μνήμης, μην τυχόν και χαθεί στις ατραπούς μιας νευρικής παράλυσης ή μιας ιδιοτροπίας του εγκεφάλου».
Καθώς τα έκτακτα συμβάντα πυκνώνουν προς το τέλος της αφήγησης οδηγώντας σε ένα είδος κάθαρσης, βλέπουμε απτή τη «μεταμόρφωση» του ήρωα, ένα είδος «τερατογένεσης» όπως λέει και ο ίδιος (που βγήκε μέσα από τις ερπύστριες ενός χειμώνα γεμάτου μοναξιά και μιας άνοιξης σε ανθοφορία αποκαλύψεων/προπονούμαι για το επέκεινα, Γρηγόρη). Δεν είναι πια ο στητός άρχοντας που τον χαιρετούν όλοι με σεβασμό, με ρούχα που έτριζαν και με βλέμμα διαπεραστικό που προκαλούσε αμηχανία, αλλά ένας αναμαλλιασμένος γέροντας, κακοντυμένος και μπεκρής, με μακριά μαλλιά και γένια σαν βιβλικός προφήτης ή σαν… Δανός ιστιοπλόος, σαν παπάς που του έχουν βγάλει τα ράσα!
Μα και εσωτερικά έχει επέλθει η μεταμόρφωση. Δεν είναι τυχαίο πως ο Έξαρχος στο χωριό είναι που ανακάλυψε το γέλιο! Ένα γέλιο βαθύ και απελευθερωτικό (ένα γέλιο ιαματικό, ένας σπασμός του σώματος από μηδενική αφορμή και για κανένα σκοπό. Γέλιο από ανοησίες για το τίποτε, για το γελοίο, γα το θεραπευτικό μηδέν). Όπως δεν είναι και τυχαίο ότι στον πύργο ανακάλυψε μέσα σ’ όλα τα βιβλία του πεθερού και τον Ραμπελαί, για την ακρίβεια το βιβλίο του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί, στον γήινο κόσμο του οποίου αφήνεται να βυθιστεί (ο κόσμος μου εδώ είναι φαγητά, κρασιά, πορδές κι ένα σωρό άλλες χωριάτικες αμαρτίες). Επιστέγασμα της αμαρτίας η ρετσίνα της οποίας γίνεται θιασώτης (τον τελευταίο καιρό είμαι μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι, που το σηκώνω ψηλά ως την τελευταία γουλιά για να μοιάζω σαλπιγκτής που δίνει το σύνθημα για την ύστατη αναχώρηση).
Μέσα σ΄ένα λοιπόν κρεσέντο καρναβαλικό, επέρχεται η λύτρωση, που χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, έρχεται και σταλάζει επαγωγικά (μέσα από τα επιμέρους γεγονότα) στον αναγνώστη:
«Αδιαφορώ για το σπίτι μου, για τον πύργο του πεθερού μου, για την ιστορία της οικογένειάς μου και για τα εναπομείναντα μέλη της. Αδιαφορώ για τη ζωή που έζησα και για όση μου έχει ακόμη απομείνει. Αδιαφορώ για όσα έχασα και για όσα τυχόν κερδίσω στο μέλλον. Εν ολίγοις, απολαμβάνω τη γαλήνη της αδιαφορίας και την ανυπαρξία κάθε είδους βούλησης και επιθυμίας. Θέλω μόνο να έχω γερά πόδια και να περπατάω στα δάση και στα λιβάδια».
Χριστίνα Παπαγγελή