Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2021

Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, Ντέλια Όουενς

 Στη φύση, πέρα εκεί έξω, πέρα στα βάθη, -εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες- οι φαινομενικά άσπλαχνες συμπεριφορές, συμπεριφορές που τώρα μας φαίνονται σκληρές, ήταν εκείνες που εξασφάλισαν την επιβίωση των πρώτων ανθρώπων στον όποιον βάλτο βρίσκονταν τότε.  

Πολύ συναρπαστικό το πρώτο μυθιστόρημα της ζωολόγου και συγγραφέα επιστημονικών συγγραμμάτων Ντέλια Όουενς, που ενώ κυλάει αβίαστα και θα έλεγε κανείς ότι είναι «εύπεπτο», κινείται σε πολλά επίπεδα απόλαυσης  αλλά και προβληματισμού. Είναι από τα λίγα βιβλία που δεν μπορούσα να αφήσω απ΄τα χέρια μου εφόσον στο δεύτερο μέρος η αστυνομική πλοκή παράλληλα με το ψυχογραφικό ενδιαφέρον -που, παρόλη την ιδιαιτερότητα της ηρωίδας, παραμένει αμείωτο-, καθηλώνουν τον αναγνώστη και  επιτείνουν την αγωνία.

Βρισκόμαστε στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα παραθαλάσσιο ψαροχώρι στη Βόρεια Καρολίνα, στον «Βάλτο», μια ελώδη και δυσπρόσιτη περιοχή, απομονωμένη από τον κυρίως οικισμό, όπου ζει η «Πιτσιρίκα του Βάλτου», η Κάια. Την παρακολουθούμε από εξάχρονο κοριτσάκι καθώς εγκαταλείπουν το σπίτι πρώτη η μητέρα της, μετά οι δυο αδερφές, και στη συνέχεια ο πιο κοντινός στην ηλικία της αδερφός, ο Τζούντι (μπορεί να ήταν μικρή, αλλά χαζή δεν ήταν. Ήξερε πως ο λόγος που έφευγαν όλοι ήταν ο Μπαμπάς. Εκείνο που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί κανείς δεν την έπαιρνε μαζί του). Όλοι απηυδισμένοι από τον μέθυσο πατέρα, ο οποίος παραμένει, αφού έφυγαν οι άλλοι, παρών-απών στη ζωή της μικρής, με σύντομες εκλάμψεις καλοσύνης και πατρικού ενδιαφέροντος. Έτσι, η Κάια προβαίνει σ’ έναν πολύ σκληρό αγώνα επιβίωσης όπου εκτός από τις δυσκολίες της ηλικίας έχει ν’ αντιμετωπίσει και τις δυσκολίες να ζει ένας άνθρωπος σχεδόν μόνος του (ο πατέρας πολλές φορές την αφήνει για μέρες μόνη, και την εγκαταλείπει οριστικά όταν η Κάια είναι 10 χρονών) σε μια παρθένα φύση, με απρόβλεπτους κινδύνους και  πολλές στερήσεις (μπορεί να ήταν τόπος χωρίς έλεος, αλλά όχι και χωρίς ζωή. Πλάσματα επί πλασμάτων –καβούρια της άμμου, καραβίδες της λάσπης, υδρόβια πουλιά, ψάρια, γαρίδες, οστρακοειδή, παχουλά ελάφια και στρουμπουλές χήνες- συνωστίζονταν στη γη και στο νερό. Όποιος δεν είχε πρόβλημα να σκαλίζει τη λάσπη με τα χέρια για να βρει το φαγητό του, δεν θα πεινούσε ποτέ).

Σαν ένας μικρός Ροβινσώνας Κρούσος, η ηρωίδα επινοεί τρόπους να λύσει τα βιοτικά προβλήματα, έχει χαλαρές επαφές με τους κατοίκους του χωριού ενώ για πολλά χρόνια ελπίζει να διακρίνει τη φιγούρα της μητέρας να διασχίζει το μονοπάτι του γυρισμού. Όσο κι αν τα ξεσπάσματα του πατέρα της είναι αιφνίδια και τρομακτικά, μαθαίνει να συμβιώνει γιατί τον έχει ανάγκη (έμαθε από τα μικρά ψαράκια πώς να συμβιώνει μαζί του. Μένεις σε απόσταση, φροντίζεις να μη σε βλέπει, φεύγεις γρήγορα από τα σκοτεινά σημεία και τρέχεις στα πιο σκοτεινά).

Η συγγραφική επιδεξιότητα της Όουενς και προφανώς οι γνώσεις της ως ζωολόγου, μάς  δείχνουν τα μυστικά, τις ομορφιές και τις παγίδες του Βάλτου, ταυτιζόμαστε με την ηρωίδα ενώ μας έχει ήδη βάλει απ’ την αρχή τα θεμέλια για το αστυνομικό μυστήριο: ακολουθώντας τη μέθοδο του φλας μπακ (κάθε κεφάλαιο υποτιτλοφορείται με τη διαφορετική χρονολογία, κι έτσι έχουμε μια παλινδρόμηση ανάμεσα στο1952 -όταν η Κάια είναι 6 χρονιών- και 1967, 1968, 1969), τον Αύγουστο του 1969, ο λίγο μεγαλύτερος της Κάια,  Τσέις Άντριους, ένας από τους πιο διακεκριμένους και όμορφους νεαρούς του χωριού, έχει βρεθεί νεκρός με μυστηριώδη τρόπο. Ο θάνατος είναι ανεξήγητος και δεν υπάρχουν καθόλου ίχνη (και τα αρνητικά δεδομένα είναι δεδομένα).  

Η Κάια προσπερνά με σχετική ευκολία το εμπόδιο του σχολείου (είναι πια επτά χρονών και την αναζητούν από τη σχολική επιθεώρηση), όπου δεν θέλει να ξαναπατήσει το πόδι της μετά την πρώτη μαρτυρική της μέρα στη δευτέρα δημοτικού (βέβαια, θα ήθελε πολύ να διαβάζει, και κυρίως να μετράει εφόσον δεν ξέρει "τι είναι μετά το εικοσιεννέα"). Μαθαίνει να ψαρεύει και να οδηγεί το βαρκάκι με τον απρόβλεπτο πατέρα που παρουσιάζει  κάποιες αναλαμπές νηφαλιότητας και καλοσύνης, μέχρι όμως τα δέκα της χρόνια, οπότε μένει τελείως μόνη. Ο  γαλάζιος φάκελος που περιείχε το αδιάβαστο γράμμα της μητέρας έγινε στάχτη από τον έξαλλο πατέρα και ήταν η αφορμή της οριστικής του φυγής. Χωρίς καθόλου χρήματα πια, οι δυνατότητες της Κάιας λιγοστεύουν αλλά προσαρμόζεται σ’ έναν τρόπο ζωής (που εμείς οι αναγνώστες παρακολουθούμε στενά) όπου ο βάλτος έγινε η μάνα της. Ο κόσμος της είναι οι γλάροι, οι γαλοπούλες, τα κολιμπρί, οι ελαφίνες, κάθε μικρό και μεγάλο ζώο του βάλτου, των οποίων μαθαίνει τα μυστικά. Στην αρχή εξοικονομεί κάποια απαραίτητα χρήματα πουλώντας μύδια, με χίλιες δυσκολίες, στη συνέχεια καπνιστά ψάρια που τα ανταλλάσσει και με ρούχα. Σπέρνει σπόρους, ζωγραφίζει και σιγά σιγά συνθέτει μια εξαιρετική, σπάνια συλλογή. Είναι η «Πιτσιρίκα του Βάλτου», όλοι την ξέρουν και ή την κοροϊδεύουν, ή την τρομοκρατούν (τα συνομήλικά της αγόρια) από μακριά ή αδιαφορούν. Έτσι, σε πολλές φάσεις κρύβεται  στα βάθη του δάσους/εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες/εκεί που τα πλάσματα είναι ακόμα άγρια.

Παρακολουθούμε λοιπόν μια ιδιότυπη ενηλικίωση, όπου οι επαφές με άλλους ανθρώπους είναι ελάχιστες: ο Σάλτας από το Χωριό των Εγχρώμων που έχει το πρατήριο ανεφοδιασμού των πλεούμενων και η γυναίκα του Μέιμπελ την στηρίζουν πιο ουσιαστικά απ’ όλους. Έχει μια ρομαντική ιστορία αρχικά με  τον Τέιτ (μια αίσθηση πληρότητας, που είχε χρόνια να νιώσει. Λες και κάτι ζεστό είχε χυθεί μέα στην καρδιά της), με τον οποίο μοιράζεται το πάθος της για τα σπάνια φτερά πουλιών και για τη συλλογή της. Εκείνος μάλιστα τη μαθαίνει και να διαβάζει (δεν το’ ξερα πως οι λέξεις μπορούν να χωρούν τόσα πράγματα), όμως παρά τις υποσχέσεις του για αιώνια αγάπη, φεύγει για να σπουδάσει.

Η ικανότητα να διαβάζει δίνει στην Κάια τεράστια ώθηση. Δεν είναι τυχαίο που το πρώτο βιβλίο που είχε διαθέσιμο ο Τέιτ για ολοκληρωμένο διάβασμα ήταν «Το αλμανάκ της Αμμώδους Κομητείας». Ο κόσμος των λέξεων που ανοίγεται στην Κάια, καθώς μάλιστα διαβάζει τα βιβλία και τα ποιήματα που βρήκε στο σπίτι της, είναι απέραντος κι ανεξερεύνητος όπως ο κόσμος της φύσης.

Ο δεύτερος νεαρός που θα ενδιαφερθεί για την Κάια χρόνια αργότερα, είναι ο Τσέις Άντριου, το θύμα της δολοφονίας. Είναι πια ώριμη γυναίκα, ξέρει τι θέλει και υπερασπίζεται τον τρόπο ζωής που διάλεξε. Παρακολουθούμε όλα τα στάδια προσέγγισης των δυο νέων, τα σκαμπανεβάσματα του ερωτικού πόθου, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις, καθώς η Κάια παραχωρεί κομμάτια του εαυτού της, μόνο και μόνο για να είναι μαζί με κάποιον άλλον.

Καθώς προχωρά το βιβλίο και βλέπουμε τις έρευνες της αστυνομίας σχετικά με τον θάνατο του νεαρού,  πολλά  σημάδια ενοχοποιούν την Κάια αλλά και άλλα τόσα την απαλλάσσουν. Μετά τη μέση η υπόθεση γίνεται καθαρά αστυνομική, αν και δεν υστερεί καθόλου από ψυχολογικό και συναισθηματικό ενδιαφέρον. Η ψυχοσύνθεση μιας πολύ μοναδικής προσωπικότητας, που μεγάλωσε σε τελείως μοναδικές συνθήκες δίνεται αριστουργηματικά, και διαπιστώνουμε ότι πολλές εξαιρετικές πλευρές της προσωπικότητάς της προοικονομούνται πολύ σοφά από την συγγραφέα και δεν θα’ πρεπε να μας αιφνιδιάζουν.

Η δίκη είναι συναρπαστική γιατί υπάρχει τέλεια ισορροπία ανάμεσα στον συνήγορο υπεράσπισης και της πολιτικής αγωγής, ενώ παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την έκβαση. Οι ανατροπές εξακολουθούν μέχρι το τέλος, καθώς η συγγραφέας μάς επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις που καθηλώνουν το ενδιαφέρον.

Ποτέ μην υποτιμάς

την καρδιά

που είναι ικανή για πράξεις

ασύλληπτες για το μυαλό.

Δε νιώθει μόνο η καρδιά∙ υπαγορεύει κιόλας.

Αλλιώς πώς να εξηγήσεις

Το μονοπάτι που/’ χω πάει, και που έεις πάρει και συ

Τον δρόμο τον μακρύ μες απ’ αυτό το πέρασμα;

Χριστίνα Παπαγγελή


1 σχόλιο:

Urania είπε...

Καταπληκτικό βιβλίο, με απορρόφησε στα άγνωστα μέρη του βάλτου και της ψυχής της Κάια. Εύγε για την ανάλυση!