Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Αρτό Αντονέν, Ο καλόγερος (του Λιούις)

Πολύ απογοητευτικό, μετά/παρά τις ενθουσιώδεις συστάσεις του Βασίλη αλλά και τα ενθαρρυντικά στοιχεία του οπισθόφυλλου (Μπρετόν- Μπουνιουέλ- Άδωνις Κύρου (που το γύρισε ταινία) ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτό). Ήδη από τις πρώτες σελίδες με απογοήτευσε το ύφος, που μου θύμισε μπεστ-σέλλερ Ωκεανίδας, δηλαδή ρηχό, πολύ επεξηγηματικό, «υπογραμμισμένο», εμπορικό. Πίστευα λοιπόν ότι θα με αποζημιώσει η πλοκή, αλλά εδώ τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα: το έργο, όπως είπε ο Μπρετόν, ήταν όντως ενός ευφάνταστου νεαρού (του Λιούις) και το διασκεύασε ο Αρτό, αλλά αυτή η φαντασία είναι «ποσοτική», δηλαδή μπλέκονται πρόσωπα και καταστάσεις με φωσκολικό/παρατραβηγμένο τρόπο και η όλη υπόθεση φαίνεται να απευθύνεται σε αναγνώστες που αρέσκονται σε διαστροφές Μεσαιωνικού τύπου (αμαρτίες, παρθένες, παπάδες, Εωσφόρος, Ιερά Εξέταση, κρυφή εγκυμοσύνη καλογριάς, μάγισσες κ.λ.π.). Άλλωστε, το έργο είναι τοποθετημένο στο Μεσαίωνα, σε μοναστήρι με …καλόγερο (που μαγεύει τα πλήθη, αλλά έχει μια διεστραμμένη ψυχή και παρασύρεται στην αμαρτία από μια γυναίκα που … παρίστανε το δόκιμο μοναχό- πολύ κουφή η διαδικασία της αποπλάνησης!- γυναίκα-άγγελο- παρθένα αλλά και γυναίκα διαβολική κ.λ.π. κ.λ.π.)!! Παζολινικό το θέμα, αλλά εντέλει και το στυλ, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αρτό έχει βασικά ασχοληθεί με το θέατρο.

Πάντως, όσο «ευφάνταστο» και να ήταν, ήταν κι απίστευτα βαρετό, προβλέψιμο, με πάμπολλες θρησκευτικές αναφορές, (τιμωρίες, αμαρτίες κ.λ.π.) και, όσο πρωτοποριακό και να ήταν όταν γράφτηκε, γιατί υποτίθεται ότι ξεσκέπαζε την υποκρισία της εκκλησίας, έχουν γραφτεί και ειπωθεί χιλιάδες παρόμοια.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Βάιν Μπάρμπαρα. «Το θέατρο του πεπρωμένου»

Εγγυημένα καλό αστυνομικό, ίσως το καλύτερο της Μπάρμπαρα Βάιν. Έντονη πλοκή, πολλά πρόσωπα που αλληλοσυμπληρώνονται και παρουσιάζονται ανάγλυφα, σχεδόν ψυχογραφούνται. Πρόκειται για πέντε άτομα που οι συνθήκες τους οδηγούν να ζήσουν σ’ ένα είδος κοινοβίου, στο τεράστιο σπίτι-αγρόκτημα που κληρονόμησε ο ένας απ’ αυτούς. Οι χαρακτήρες τους είναι τελείως διαφορετικοί, ενώ καταλυτικό ρόλο για την εξέλιξη της ιστορίας είναι η Ζόσι, ανεξιχνίαστης καταγωγής, παιδιάστικης ψυχολογίας, αρκετά μθστηριώδης κ.λ.π. γι αυτήν αποκαλύπτεται ότι είχε γεννήσει πρόσφατα ένα παιδί προτού την περιμαζέψουνε στο σπίτι, κι ότι πάσχει από κλεπτομανία (φέρνει πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους συγκατοίκους της).
Σελ. 166:
«Μερικοί απ’αυτούς που κλέβουν, κλέβουν αγάπη, λένε οι ψυχίατροι. Αυτοί που έχουν μέσα στη ζωή τους ένα κενό χώρο, νιώθουν την ανάγκη να τον γεμίσουν με αγάπη, και αν δεν μπορούν, με πράγματα. Και θέλουν να ευχαριστούν τους άλλους, ώστε οι άλλοι να τους προσφέρουν αγάπη. Αυτοί που χρειάζονται την αγάπη με την ίδια πείνα που οι υπόλοιποι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την τροφή, τα αναγκαία της ζωής, προσφέρουν το σώμα τους απλά και χωρίς σκέψεις, για να τους ανταποδοθεί η αγάπη. Θα πρόσφεραν την ψυχή τους αν ήξεραν πώς, και περιορίζονται στην κλοπή του ευτελέστερου είδους και των ευτελέστερων πραγμάτων, επειδή αυτός είναι ο πιο εύκολος τρόπος».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η «ιδεαλίστρια» της ομάδας (όλοι οι άλλοι είναι «ρεμάλια») που, παρόλο που είναι στεγνός τύπος και στερείται χιούμορ, έχει μια συγκινητική σταθερότητα στις ανθρωπιστικές της αρχές (+ ινδική φιλοσοφία, φιλοσοφία Γκεστάλτ κ.λ.π.):
«Η αγάπη είναι ανοχή», είπε η Βίβιαν. «Η αγάπη είναι να αφήνεις τους ανθρώπους ελεύθερους. Αφήνεις την πόρτα του κλουβιού ανοιχτή κι αν σ’ αγαπάει αληθινά, το πουλί γυρίζει για να μείνει μαζί σου. Αυτή είναι η μόνη αγάπη που αξίζει να έχει κανείς».
Η δομή του βιβλίου είναι κάπως σύνθετη. Μικρά κεφάλαια, και παράλληλα δυο χρονικά επίπεδα: στο παρόν βρίσκονται από τον καινούριο ιδιοκτήτη στο κτήμα τα δυο πτώματα, ενώ έρχεται σιγά-σιγά στο φως η ξεχασμένη προ δεκαετίας υπόθεση (παρακολουθούμε τους 4 συνένοχους, την πορεία τους μέχρι σήμερα και την αντίδρασή τους στην αποκάλυψη). Παράλληλα, παρακολουθούμε με λεπτομέρειες τα γεγονότα αλλά και τα συναισθήματα που τους οδήγησαν στο απρομελέτητο έγκλημα αυτό.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Βαλτάρι Μίκα, "Ο Αιγύπτιος"

Μεγάλο, χορταστικό μυθιστόρημα, πολύ καλογραμμένο και αριστοτεχνικό, εφόσον σε μεταφέρει αβίαστα και πολύ άμεσα σε μια εποχή πολύ μακρινή και σ’ έναν πολιτισμό άγνωστο σχετικά και πολύ διαφορετικό απ’ όσα μέχρι τώρα γνωρίζουμε. Παρόλες αυτές τις δυσκολίες, ο Βαλτάρι δεν χάνει την αρετή της λογοτεχνικότητας, εφόσον δεν δίνει κατ’ ουδένα τρόπο την αίσθηση ότι «κάνει ιστορία». Την ιστορία την αξιοποιεί πολύ δημιουργικά για να ψυχογραφήσει μια εξαιρετική περίπτωση ανθρώπου, πολύ ενδιαφέροντος, που μέσα από χίλιες δυο συγκυρίες και περιπέτειες διαπλεκόμενες με τα ιστορικά γεγονότα, διασώζει την ανθρωπιά και την συναισθηματική νοημοσύνη του.
Βρισκόμαστε λοιπόν στην Αρχαία Αίγυπτο της εποχής του Ακενατόν, του φαραώ που προσπάθησε να επιβάλει τη μονοθεϊα, τη λατρεία του Ήλιου. Ο ήρωάς μας, αγνώστου καταγωγής εφόσον τον βρίσκουν έκθετο ως μωρό σε μια βάρκα στο Νείλο, ανατρέφεται από δυο πολύ καλούς ανθρώπους, ενώ το μυστήριο της κατaγωγής του τον βασανίζει, και γίνεται γιατρός, είναι επομένως σημαίνον κοινωνικό πρόσωπο για την εποχή εκείνη. Οι περιπέτειές του είναι πάρα πολλές για να καταγραφούν, έχουν όμως ενδιαφέρον και από πλευράς πλοκής αλλά και από ιστορικής πλευράς, εφόσον αναφερόμαστε στην περίοδο της Νεφερτίτης, του Τουταγχαμών αργότερα, αλλά και των σχέσεων των Αιγυπτίων με τους Χετταίους, τους Συρίους και τους Κρήτες. Τα ιστορικά στοιχεία φαίνεται να είναι ακριβή, κι αυτό αποτελεί μια εγγύηση για την αυθεντικότητα της εξιστόρησης.
Πέρα όμως από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ένα ιστορικό μυθιστόρημα επειδή μόνο και μόνο είναι ιστορικό, το βιβλίο αυτό υπερβαίνει αυτό το στόχο. Ο κεντρικός ήρωας είναι και αφηγητής, άνθρωπος έξυπνος, με πολύ ευαίσθητες κεραίες, και αυτοαναλύεται διαρκώς εκφράζοντας τις μύχιες σκέψεις του και τα συναισθήματά του, καθώς αντιμετωπίζει εξαιρετικές περιστάσεις , και μάλιστα με τελείως διαφορετικά μέσα/εφόδια. Έτσι, αποκτάει ενδιαφέρον η ταύτιση μ’ έναν ήρωα τόσο ίδιο και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικό από μας.
Στο παρακάτω απόσπασμα, ο έρωτάς του για μια γυναίκα- ρουφήχτρα τον οδηγεί στο να προδώσει τους ανθρώπους που τον ανέθρεψαν και να πεθάνουν χωρίς τη δυνατότητα ταρίχευσης τος:
Σελ. 145: «Τσακάλια ούρλιαζαν μες στη νύχτα, φαρμακερά φίδια της ερήμου σφύριζαν προς το μέρος μου, και σκορπιοί σέρνονταν πάνω στα ζεστά βράχια. Δεν αισθανόμουν φόβο, γιατί η καρδιά μου ήταν σκληραγωγημένη σ’ όλους τους κινδύνους. Αν και νέος, θα υποδεχόμουν τον θάνατο μ’ ευχαρίστηση, αν ήταν γραφτό μου να πεθάνω. Η επιστροφή μου στο φως του ήλιου και στον κόσμο των ανθρώπων με είχε κάνει να νιώσω πάλι την πίκρα της ντροπής μου, κι η ζωή δεν είχε τίποτα να μου προσφέρει.
Δεν είχα μάθει τότε πως ο θάνατος αποφεύγει τον άνθρωπο που τον επιζητεί, και αρπάζει εκείνον που είναι προσκολλημένος στη ζωή.Τα φίδια έφευγαν απ’ το δρόμο μου, οι σκορπιοί δεν μου΄καναν κακό, κι η ζέστη του ήλιου δεν μ’ έπνιγε».

Και μετά από πολύχρονη διαμονή στη Συρία:
« Πεθύμησα τη γεύση του αιγυπτιακού κρασιού και του νερού του Νείλου, με το άρωμά του της γόνιμης γης. Πεθύμησα τον ψίθυρο των παπυροκαλαμιών στο βραδινό αεράκι, τον κάλυκα του άνθους του λωτού που ανοίγει στην ακτή, τα ιερογλυφικά που είναι χαραγμένα στους ναούς, τις χρωματιστές κολώνες. Τόσο ανόητη ήταν η καρδιά μου….
Γύριζα στην πατρίδα μου, αν και δεν είχα πια πατρίδα κι ήμουν ξένος πάνω στη γη. Γύριζα στην πατρίδα μου, κι οι αναμνήσεις δε μ’ ενοχλούσαν πια. Ο χρόνος κι η γνώση είχαν ρίξει άμμο πάνω σ’ εκείνες τις πίκρες. Δεν ένιωθα ντροπή ούτε και λύπη. Μόνο μια ανήσυχη προσδοκία υπήρχε στην καρδιά μου».
Ο Σινούε αφοσιώνεται στον ιδεαλιστή αυτόν φαραώ, ο οποίος έχει το σθένος να τα βάλει μ’ όλη την κοινωνία προκειμένου να κάνει πράξη το όραμά του, μια κοινωνία ειρηνική, χωρίς πολέμους, όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι σαν αδέρφια. Ενδεικτικά, αποφεύγει τον πόλεμο φερειπείν με τους Σύριους, κι είναι έτοιμος να υποχωρήσει σε σποιαδήποτε διεκδίκησή τους. Αυτό φυσικά φέρνει σε αντίθεση τους στρατηγούς ( τον ικανό και φημισμένο Χορεμχέμπ, ο οποίος παρεμπιπτόντως βασίλευσε μετά τον Τουταγχαμών, παρότι δεν είχε βασιλικό αίμα), αλλά στην αρχή δεν τολμούν να αντιδράσουν και να τα βάλουν με τον θεό- αυτοκράτορα. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που γεννιέται σπερματικά στην αντίληψη των ανθρώπων η ιδέα της μονοθεϊας και της συναδέλφωσης.
( σελ. 425) - Σινούε, δεν μπορείς να καταλάβεις πως αν με υποχρεώσουν να διαλέξω τον θάνατο κι όχι τη ζωή, τότε θα προτιμήσω τον θάνατο εκατό Αιγυπτίων από το θάνατο χιλίων Συρίων; (…) Αν έπρεπε ν΄απαντήσω στο κακό με το κακό, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι παρά κακό. Αν όμως απαντήσω στο κακό με το καλό, το κακό που θα προκύψει είναι μικρότερο. Δε θα προτιμήσω τον θάνατο απ’ τη ζωή, λοιπόν παύω να σ’ ακούω. Μη μου μιλάς άλλο για τη Συρία αν μ’ αγαπάς κι αν η ζωή μου έχει κάποια σημασία για σένα. Όταν σκέπτομαι αυτή τη χώρα, η καρδιά μου νιώθει όλα τα βάσανα που πρέπει να τραβήξουν όσοι πεθαίνουν για να γίνει το θέλημά μου- κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποφέρει πολύν καιρό τα μαρτύρια πολλών.
Έσκυψε το κεφάλι, και τα μάτια του ήταν πρησμένα και κόκκινα απ’ τη θλίψη του, και τα παχιά του χείλη έτρεμαν. Τον άφησα ήσυχο, αλλά τ’ αυτιά μου άκουγαν τη βροντή της πολιορκίας γύρω από τα τείχη,και τις φωνές των γυναικών που θα τις βίαζαν στις μάλλινες σκηνές τους οι Αμουρραίοι. Προσπάθησα να σκληραγωγήσω την καρδιά μου σ’ αυτούς τους ήχους, γιατί τον αγαπούσα, παρ’ όλη την τρέλλα του, κι ίσως και πιο πολύ, ακριβώς επειδή ήταν τρελλός- γιατί η τρέλλα του ήταν πιο ωραία από τη σοφία άλλων ανθρώπων.
Ασφαλώς η εποχή και η κοινωνία δεν ήταν ώριμες να δεχθούν τόσο προχωρημένες αντιλήψεις, κι έτσι οι αντιδράσεις είναι μεγάλες. Έτσι διώκονται οι οπαδοί του Ακενατόν, και φυσικά και ο ήρωάς μας, τον οποίο εξορίζει οριστικά και αμετάκλητα ο Χορεμχέμπ:
( σελ 731)
Ο Χορεμχέμπ θα πραγματοποιούσε ασφαλώς την επιθυμία μου αν είχα κλάψει και είχα πέσει στα πόδια του, γιατί ήταν πολύ ματαιόδοξος άνθρωπος. Αλλά όσο αδύναμο πλάσμα κι αν ήμουν, δεν θέλησα να ταπεινωθώ μπροστά του, γιατί η γνώση δεν πρέπει να υποκλίνεται μπροστά στην εξουσία.
Στο τέλος λοιπόν του βιβλίου, βλέπουμε τον Σινούε γερασμένο, να γράφει το βιβλίο του. Η τελευταίες δυο σελίδες είναι καταπληκτικές, αλλά αντιγράφω μόνο την τελευταία παράγραφο:
Για καλό και για κακό, φυλάω προσεκτικά αυτά τα βιβλία που’ γραψα (…) μέσα σ’ ένα ασημένιο κουτί, κ.λ.π. Ίσως τα βιβλία μου ξεφύγουν έτσι απ’ τους φρουρούς, κι ίσως μπορέσει η Μούτι να τα κρύψει στον τάφο μου. Αλλά δεν με νοιάζει πολύ.
Γιατί εγώ, ο Σινούε, είμαι μια απλή ανθρώπινη ύπαρξη. Έζησα μέσα στον καθένα που υπήρχε πριν από μένα, και θα ζήσω μέσα σ’ όλους που θαρθούν μετά από μένα. Θα ζήσω στα γέλια και στα δάκρυα των ανθρώπων, στην ανθρώπινη λύπη και στον φόβο, στην ανθρώπινη καλοσύνη και στην κακία, στη δικαιοσύνη και την αδικία, στην αδυναμία και στη δύναμη. Σαν ανθρώπινη ύπαρξη, θα ζήσω αιώνια μέσα στην ανθρωπότητα. Δε θέλω προσφορές μέσα στον τάφο μου, ούτε αθανασία για το όνομά μου. Αυτά γράφτηκαν από τον Σινούε, τον Αιγύπτιο, που έζησε μονος του όλες τις μέρες της ζωής του.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Γιάλομ Ίρβιν, "Η θεραπεία του Σοπενάουερ"

Απ’ τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης «εισβάλλει» στον πυρήνα του προβλήματος της ζωής, δηλαδή … στον θάνατο, εφόσον ο κεντρικός ήρωας, ο ψυχίατρος Τζούλιους μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο του δέρματος, κι ότι έχει μπροστά του ένα χρόνο «υγιούς ζωής». Παρακολουθούμε τα βήματα που τον φτάνουν στη συνειδητοποίηση, τις αντιδράσεις και τις εσώτερες σκέψεις του – καθώς και τις αντιδράσεις των άλλων, των συναδέλφων, των πελατών, των μαθητών του. Χαρακτηριστικές οι σελ. 32-34, στις οποίες ο Τζ. ανακοινώνει την είδηση στην «ομάδα υποστήριξης ψυχοθεραπευτών» και… «έπειτα σα να συμφώνησε όλη η ομάδα πως δε χρειάζονταν άλλα λόγια. Τα τελευταία 20 λεπτά έκατσαν όλοι σιωπηλοί. Στις ομάδες οι μακριές σιωπές είναι συνήθως γεμάτες αμηχανία, αυτή όμως ήταν διαφορετική, σχεδόν ανακουφιστική. Ο Τζ. ομολόγησε με μεγάλη απροθυμία ότι αυτή τη σιωπή την ένιωσε «ιερή». Αργότερα σκέφτηκε πως εκείνη την ώρα τα μέλη της ομάδας δεν εξέφραζαν μόνο το πένθος τους. Έβγαζαν το καπέλο, στέκονταν προσοχή, συνδέονταν με τη ζωή του και τον τιμούσαν».
Και παρακάτω (σελ.34):
Η παρουσία του θανάτου στη σκηνή τον έφερνε πιο κοντά στην αληθινή συνειδητοποίηση. Όχι ότι έγινε σοφότερος. Απλώς η αφαίρεση των περισπασμών- της φιλοδοξίας, του σεξ. πάθους, των χρημάτων, της κοιν. θέσης, της επιβεβαίωσης από τους άλλους, της διασημότητας- του προσέφερε μια πιο καθαρή ματιά. Μια τέτοια αποδέσμευση δεν ήταν η αλήθεια του Βούδα; ‘Ισως ναι, εκείνος όμως προτιμούσε τον δρόμο των αρχαίων Ελλήνων: όλα με μέτρο. Χάνουμε πάρα πολλά από την παράσταση της ζωής αν δε βγάλουμε ποτέ το σακάκι μας και δεν μπούμε στο χορό. Γιατί να τρέξουμε στην έξοδο νωρίτερα απ’ την ώρα που κλείνει;
Στην υπόθεση εισχωρεί «ορμητικά» και ο συμπρωταγωνιστής Φίλιπ, ένας ιδιόρρυθμος παλιός φίλος του Τζ., με τον οποίο οι συνεδρίες, δηλ. η θεραπεία, είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Σε μια παρόρμηση της στιγμής (που εξηγείται στη συνέχεια) ο Τζ. τον αναζητά, για ν’ ανακαλύψει σοκαρισμένος ότι ο Φίλιπ δεν του αναγνωρίζει καμιά επιτυχία, έχει στραφεί κι αυτός σ’ ένα είδος ψυχιατρικής («φιλοσοφική συμβουλευτική» ονομάζεται), εξακολουθεί να είναι νεκρωμένος συναισθηματικά, να είναι αντικοινωνικός και μονόχνωτος. Η συνάντησή τους καταλήγει σε μια πρωτότυπη συναλλαγή: ο Φίλιπ θα μυήσει τον Τζ. στη θεωρία του Σοπενάουερ ( ο οποίος τον βοήθησε στο παρελθόν ν’ απαλλαγεί από τις προσωπικές του εμμονές) κι ο Τζ. σε αντάλλαγμα θα κάνει την απαιτούμενη εποπτεία στην ψυχοθεραπεία, για να γίνει επίσημα ο Φ. ψυχοθεραπευτής. Ο Τζ. αρχικά δε δέχεται, γιατί θεωρεί ότι ο Φίλιπ δεν είναι «έτοιμος» να γίνει ψυχοθεραπευτής, κι έτσι τον πείθει να συμμετάσχει στην ψυχοθεραπευτική του ομάδα ως ασθενής, επί 6 μήνες! (διάλογος πολύ δυνατός, σελ. 101-106)
Όσο προχωράει λοιπόν η παράδοξη αυτή σχέση, το ενδιαφέρον αυξάνεται. Ο Φίλιπ είναι πολύ ισχυρή προσωπικότητα, και σίγουρα «δίνει» κι αυτός με τη σειρά του στον Τζ. Παρακο-λουθούμε τις συνεδρίες, γνωρίζουμε από κοντά τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτές, ενώ παράλληλα, σχεδόν κεφάλαιο παρά κεφάλαιο, παρατίθενται στοιχεία από τη ζωή του Σοπενάουερ (είναι στοιχεία τεκμηριωμένα, βασισμένα σε γράμματα και ντοκουμέντα μιας ζωής στερημένης από αγάπη και γονεϊκή στοργή, δοσμένα με πολλή γλαφυρότητα, καθόλου κουραστικά). Τα στοιχεία αυτά φωτίζουν τη σκοτεινή προσωπικότητα του Φίλιπ, μας τον κάνουν πιο «ανθρώπινο», πιο κατανοητό, πιο συμπαθή, μας γίνεται σαφές το γιατί βρήκε αποκούμπι και δύναμη στον Σοπενάουερ και γιατί όλα οι άλλες διέξοδοι του φαίνονται ανούσιες.
Ο αναγνώστης καταπλήσσεται διαρκώς: αρχικά, η παρουσία του αρνητικού, αντικοινωνικού, αναισθητοποιημένου Φίλιπ στην ομάδα είναι εντυπωσιακή: σχεδόν παραμερίζει τον Τζ. (ο οποίος, πολύ ανθρώπινα, …ζηλεύει και, τέλος πάντων, μας εκμυστηρεύεται την εσωτερική του σύγκρουση) με τις σοφές, μετρημένες και απροσδόκητες απαντήσεις του. Οι συναντήσεις, δηλαδή, δεν κινούνται στο κλισαρισμένο πρότυπο των ψυχιατρικών συνεδριών, όπως θα περίμενε κανείς (που κι αυτό ακόμα, θα’ χε παρόλ’ αυτά ενδιαφέρον!!). Ο έλεγχος ξεφεύγει πολλές φορές από τον συντονιστή της ομάδας Τζ., ο οποίος παρακολουθεί τη συνεδρία κατάπληκτος ή αμήχανος, πράγμα που τον καθιστά πολύ συμπαθή!! Όλοι τώρα έχουν γίνει πρωταγωνιστές, γιατί έχουν μια προσωπική ιστορία ο καθένας και ωριμάζουν μέσα από τις συγκρούσεις.
Η μεγάλη τομή έρχεται όταν επιστρέφει η Παμ απ’ το «ταξίδι αυτογνωσίας» στο Θιβέτ! Όλοι μιλούσαν στις προηγούμενες συνεδρίες με πολλή συμπάθεια γι’ αυτήν, αλλά όταν έρχεται αποκαλύπτεται η πιο αρνητική, κακιά πλευρά της: ήξερε τον Φίλιπ πριν από 20 χρόνια και τρέφει τρομερό μίσος γι’ αυτόν! Το γεγονός αυτό δρα καταλυτικά στο ν’ αποκαλυφθούν στοιχεία απ’ το παρελθόν, αλλά και ν’ αναπτυχθούν δυνάμεις μερικές φορές ανεξέλεγκτες (μίσος, ζήλεια, κ.λ.π.)
Πίσω απ’ όλ’ αυτά, σα φόντο, είναι η σκιά του επικείμενου θανάτου του Τζ., σκιά που αναγκάζει τους θεραπευόμενους να ξεχωρίζουν την ουσία και να περιστρέφουν τα θέματα συζήτησης γύρω απ’ την αξία της ζωής και του θανάτου. Αυτό άλλωστε υποβάλλεται κι απ’ τα motto (συνήθως αποσπάσματα του Σοπενάουερ) που αναφέρονται κατά κανόνα στη ζωή- θάνατο.
Πρόκειται, επομένως, για μια «μυθιστορηματική μελέτη θανάτου», δοσμένη κατά τη γνώμη μου με εξαίσια τεχνικό τρόπο, γιατί κινείται σε πολλά επίπεδα: υπάρχει πλοκή, ήρωες, δράση, διάλογοι, ωρίμανση, βίωμα σε πρώτο επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι κι ένας ανυποψίαστος από φιλοσοφία αναγνώστης μπορεί να το παρακολουθήσει με πολύ ενδιαφέρον. Παρ/λα, όμως υπάρχει και βάθος φιλοσοφικό (και ψυχολογικό), και μάλιστα παρατίθενται έμμεσα και αντικρουόμενες στάσεις ζωής (/θανάτου): το ταξίδι της Παμ στην Ινδία είναι αφορμή να δοθεί βιωματικά η «ανατολική» προσέγγιση του θανάτου (αποχή- ο πόνος προκαλείται από την «προσήλωση»- αντίδοτο η κατάργηση του εαυτού, της επιθυμίας, κ.λ.π.)΄. Βέβαια, εντέλει η Παμ δίνει την προσωπική της απάντηση (σελ. 220): «Είναι αραγε τόσο αγωνιώδης η ζωή, ώστε να πρέπει να τη θυσιάσουμε για την αταραξία»;
Άλλα χαρακτηριστικά σημεία:
Ο Χάιντεγκερ μίλησε για την αντίσταση στον περιορισμό των δυνατοτήτων. Για την ακρίβεια, τη συνέδεσε με το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος, έλεγε, είναι η μη δυνατότητα περαιτέρω δυνατότητας.
Motto: Ο άνθρωπος είναι αδύνατον να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή. Το καλύτερο που μπορεί να κατορθώσει είναι μια ηρωική ζωή.

Η άρνηση του Φίλιπ για ζωή και συναίσθημα, υποστηριγμένη γερά από τη θεωρία του Σοπενάουερ, αρχίζει σιγά σιγά και παρουσιάζει ρωγμές. Εδώ είναι η μεγάλη τέχνη του Γιάλομ- χωρίς κλισέ και διδακτισμούς, μέσα από φυσιολογικούς διαλόγους αλλά και πολύ ουσιαστικούς, δείχνει πώς ωριμάζουν όλοι και μετεξελίσσονται.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Γκλάιστερ Λέσλι, «Ένοχα παιχνίδια»

Απρόσμενα ελκυστκό και διεισδυτικό. Το ξεκίνησα με επιφύλαξη, να μην πω με προκατάληψη, βέβαιη ότι θα πρόκειται για κάποιο ακόμη εμπορικό βιβλίο. Ωστόσο, το άμεσο γράψιμο μού κίνησε το ενδιαφέρον απ’την πρώτη σελίδα. Κι όταν λέω «άμεσο», εννοώ προσωπικό, εξομολογητικό, συναισθηματικό ή μάλλον βιωματικό. Πρώτ’ απ’ όλα, η ηρωίδα-αφηγήτρια, που σε α΄πρόσωπο καταθέτει τις σκέψεις της, είναι εξαιρετικά συμπαθής. Με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο συχνά μπλέκεται σε αντιφάσεις, και προσπαθεί, πολύ πειστικά, να οριοθετήσει και να εξηγήσει αυτές τις αντιφάσεις.
Έτσι, μέσα από συνειδητοποιήσεις που γίνονται με flash-back, παρακολουθούμε μια εσωτερική εξέλιξη, μια ωρίμανση μέσα από γεγονότα όπως: αυτοκτονία του πατέρα, απρόσωπη μητέρα, ερωμένη που έχει απορριπτική στάση, αινιγματικό παρελθόν πατέρα, αντιφατικά συναισθήματα απέναντι στο καθυστερημένο γειτονόπουλο (τον «Πλατσαπλούτσα»), σχέση με την ανώριμη και αλαφρόμυαλη μητέρα του τελευταίου, σχέση αγάπης και αντιζηλίας με τη μεγαλύτερη αδελφή. Η μετάβαση απ’το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα γίνεται αριστοτεχνικά, χωρίς κενά, και με τις κατάλληλες «σιωπές».
Μέσα από την εσωτερική επεξεργασία των γεγονότων φτιάχνουμε σιγά σιγά το παζλ ενός τραυματικού παρελθόντος όπου τη θέση-κλειδί έχει ο μυστηριώδης πατέρας, απόμακρος, λυπημένος, πληγωμένος από κάποιο καθοριστικό γεγονός κατά την αιχμαλωσία του από τους Ιαπωνέζους. Μυστήριο παραμένει η σχέση του με τον Πλατσαπλούτσα, γεγονός που σπρώχνει τα δυο κορίτσια στην εκδίκηση (πολύ παιδική, πολύ σκληρή). Το παρελθόν στοιχειώνει μέσα από ακατανόητα για την παιδική ψυχή γεγονότα, που παραμένουν μνήμες που πονούν.
Η πλούσια πλοκή και η σύγχυση των συναισθημάτων δε σε διαψεύδουν. Το βιβλίο έχει «αρχή-μέση-τέλος», χωρίς να πέφτει το επίπεδο. Η υποψία ότι ο Πλατσαπλούτσας είναι αδελφός ευτυχώς δεν επιβεβαιώνεται (θα γινόταν Βίπερ Νόρα), ωστόσο επέρχεται η εσωτρική λύτρωση μέσα από μια τελική συνάντηση. Πολύ λιτό και καθοριστικό το τέλος.
Δείγμα γραφής: (ο μπαμπάς τους επιμένει να παίζουν με τον Πλατσαπλούτσα, η μαμά τον έχει βάλει να ζωγραφίζει)
«Ποτέ μου δεν τον είχα δει να δείχνει τόσο ευτυχισμένος. Στο σχολείο ήταν κακός σε όλα και ζαρωμένος στον εαυτό του, στην κουζίνα μας, όμως,παρακολουθώντας τη μητέρα μου να κολλάει με σελοτέιπ τη ζωγραφιά του στην πόρτα ενός ντουλαπιού, τον έβλεπα σχεδόν να φουσκώνει από περηφάνεια. Και κάτι αναταράχτηκε μέσα μου, κάτι σαν να φτερούγιζαν μέσα στο στήθος μου μουσκεμένα μαύρα φτερά, κάτι που δεν ήθελα να το ξέρω».
Είναι το πρώτο ρήγμα στα συναισθήματα απέχθειας που ήταν παγιωμένα απέναντι στον Πλατσαπλούτσα.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Γκριρ Άντριου Σον, "Οι εξομολογήσεις του Μαξ Τίβολι"

Απρόσμενα συναρπαστικό και βαθύ, ενώ αρχικά δίνει την εντύπωση ενός ρηχού βιβλίου που απευθύνεται σε ευφάνταστους αναγνώστες, εφόσον το βασικό εύρημα είναι καθαρά εξωπραγματικό: ο πρωταγωνιστής-αφηγητής γεννήθηκε … γέρος, δηλαδή με σώμα γέρου 70 χρόνων, και καθώς μεγαλώνει το σώμα του αποκτάει νεανικότητα! Η ψυχή του ωστόσο και η συμπεριφορά του ακολουθεί την πραγματική του ηλικία, κι έτσι βιώνει ένα δράμα, στην προσπάθειά του να δείξει ότι η φαινομενική του ηλικία είναι και η πραγματική.
Το βιβλίο σε κερδίζει εξαρχής λόγω της λογοτεχνικότητάς του, αλλά γίνεται πραγματικά απολαυστικό όταν ο 17χρονος με σώμα 53χρονου ερωτεύεται την 14χρονη
‘Αλις, που μένει ακριβώς από κάτω τους.(Και ξαφνικά η ζωή ήταν ένα υπέροχο σπασμένο γυαλί. Δεν υπήρχε μια στιγμή που να μη νιώθω τον πόνο της παρουσίας της Άλις κάτω απ’ τα πόδια μου.) Η περιγραφή των συναισθημάτων του ήρωα είναι τόσο λυρική, τόσο τρυφερή, πρόκειται για έρωτα με πολλές αποχρώσεις, με χτυποκάρδι, με καρτερία, με απελπισία, αλλά και χιούμορ!
Η Άλις ωστόσο ερωτεύεται τον μοναδικό φίλο του Μαξ (που γνωρίζει το μυστικό του Μαξ), (αν και στη δική μου εκδοχή ο Χιούι ήταν απλώς ο άνθρωπος που έτυχε να περάσει από μπροστά σου, στη δική σου μνήμη, είμαι σίγουρος, θα έχει καταγραφεί ότι τον αγάπησες για συγκεκριμένους λόγους, όπως σκεφτόμαστε πάντα. Σίγουρα ζεσταίνεις τα χέρια σου ακόμα στη θράκα αυτής της πρώιμης αγάπης. Δεν θα μπορούσες ποτέ να πειστείς σ’ αυτήν την ηλικία ότι ήταν απλώς τυχαίο) ενώ ο τελευταίος λαμβάνει ένα ραβασάκι από το «κορίτσι του κάτω ορόφου»:
Ορισμένα πράγματα είναι τόσο αδιανόητα, τόσο στη χώρα της φαντασίας, που όταν συμβαίνουν δεν εκπλήσσεσαι καθόλου. Αυτή η απόλυτη αδυναμία τους να συμβούν σε έχει κάνει να τα φαντάζεσαι τόσες φορές, που όταν βρίσκεσαι σ’ αυτό το φεγγαροφώτιστο μονοπάτι που τόσο λαχταρούσες, σου φαίνεται εξωπραγματικό, αλλά ταυτόχρονα και οικείο.

Φυσικά, δεν πρόκειται για την Άλις, αλλά για τη … μητέρα της που είναι άλλωστε πιο κοντά στη φαινομενική ηλικία του Μαξ! Εκείνος, παρόλ’ αυτά, δίνεται σ’ αυτή τη σχέση κι είναι πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος που βιώνει/ερμηνεύει αυτήν την αντίδραση:
(σελ. 81) Θα μπορούσα να φύγω όποια στιγμή ήθελα. Ήμουν όμως νέος. Εκείνη πίστευε πως ήμουν ένας ηλικιωμένος επιχειρηματίας με τρυφερή καρδιά, αλλά εγώ ήμουν ένας κοινός έφηβος στα δεκαεπτά του που δεν ήξερε πώς είναι να μυρίζει γυναικεία μαλλιά από τόσο κοντά ή δεν γνώριζε την αίσθηση του χεριού πάνω στο δέρμα ή τη θέα ενός προσώπου αφημένου στον πόθο. Είναι στ’ αλήθεια μια άλλου είδους αγάπη το να σ’ αγαπούν. Είναι η ίδια ζέστη αλλά από άλλο δωμάτιο. Ο ίδιος ήχος, αλλά από ένα παράθυρο κάπου ψηλά, σε άλλο πάτωμα, όχι από την καρδιά σου. Οι γενναίοι και οι αδιάφοροι αμέριμνοι τύποι ανθρώπων δεν θα καταλάβουν. Αλλά σε κάποιους από εμάς, τους νέους, τους γέρους ή τους μοναχικούς μπορεί να φανεί ευπρόσδεκτο ένα υποκατάστατο, και σίγουρα καλύτερο απ’ αυτό που έχουμε. Δεν είμαστε ερωτευμένοι, αλλά είμαστε δίπλα σε κάποιον που είναι ερωτευμένος, και όσα όνειρα τους περισσεύουν μέσα στη μέρα είναι όλα δικά μας.
Οι δυο πρωταγωνιστές ξανασυναντιούνται μετά από 20 περίπου χρόνια, οπότε ο Μαξ (35 περίπου χρόνων) έχει την εξωτερική εμφάνιση που ταιριάζει και στην πραγματική του ηλικία. Είναι η μοναδική του ευκαιρία να πραγματώσει το όνειρο χρόνων, άλλωστε είναι αρκετά θελκτικός ώστε να προσελκύει την Άλις. Ωστόσο –δείγμα γνήσιου έρωτα- δεν βιάζει τις καταστάσεις. Κορύφωση νομίζω υπάρχει στη σελ. 159 ( ο Μαξ σκύβει προς τη μεριά της Άλις για να πιάσει ένα μπαστούνι, εκείνη κοκκινίζει γιατί νομίζει ότι θα τη φιλήσει):
Το πρόσωπο της Άλις άλλαξε σ’ ένα περίεργο χρώμα, το χέρι της απλώθηκε για να στηριχτεί σε μια κολόνα και τα μάτια της κοίταξαν κατευθείαν μέσα στα δικά μου. Δεν είχα ξαναδεί αυτή την έκφραση πάνω της. Με κοίταξε έντονα για μια στιγμή- μια κοφτερή ανυπόφορη στιγμή- και μετά γύρισε και είδε το μπαστούνι στο χέρι μου.(…+++)
Ήταν το πιο ερωτικό θέαμα που έχω δει- ούτε αστράγαλος με αλυσίδα, ούτε πόδια χορεύτριας κανκάν μπορούσε να το συναγωνιστεί- η συστολή που μου έδειξες στην εξώπορτά σου αγάπη μου. Και προς μεγάλη μου ανακούφιση όλα ήταν όπως και πριν ή ακόμα καλύτερα, γιατί ξαφνικά όλα μου ήρθαν
ξανά – ο πάγος της καρδιάς, το καμπανάκι του μυαλού, ο τρόμος να σε θέλω τόσο.
Είναι με απίστευτη διεισδυτικότητα και λυρισμό εκφρασμένες οι ιδιαίτερες καταστάσεις που βιώνει ο ήρωας, αλλά και οι στιγμές που ξεχωρίζει φορτισμένες με ερωτισμό, ποίηση, αγάπη («επιτέλους μόνοι», μου είπες. Τόσο πεζά, σαν να μη μ’ αγαπούσες. Και μετά γέλασες μ’ αυτό το θεϊκό, τόσο αγαπημένο γέλιο σου, παλιοφαρσέρ.) Ο χρόνος όμως, όπως λέει, δεν είναι με το μέρος του. Έχει λίγο χρόνο να χαρεί τον έρωτά του, δεν πρέπει να τον ξαναχάσει. Ακόμα κι αν ξανασμίγαν μετά από χρόνια, (εκείνος με τη μορφή νεαρού, εφήβου πια), θα ήταν πολύ αργά. Όλα τόσο διαφορετικά. Μπορεί να την ξελόγιαζα φυσικά- μπορεί ακόμα και να την αποσπούσα από τον άντρα της για ένα σαββατοκύριακο σ’ ένα ξενοδοχείο, για δυο μέρες ανείπωτου πάθους, αλλά θα ήταν πολύ αργά για την αγάπη.
Η μοίρα, ωστόσο, τους χωρίζει ξανά, για να ξανασμίξουν, εν αγνοία της Άλις, όταν ο περίπου 60χρονος Μαξ έχει πια το σώμα 11χρονου και μαθαίνει ότι η εξαφανισμένη Άλις έχει έναν …γυιο από τον ίδιο, που έχει πάνω κάτω την ίδια φαινομενική ηλικία. «Χρησιμοποιώντας» τον φίλο του, Χιούι, την προσεγγίζει και φτάνουν να ζουν και οι τρεις μαζί! (με τον Σάμι, στον οποίο απευθύνεται και το βιβλίο που γράφει τώρα, που φτάνει πια στο τέλος της ζωής του) Η υπόθεση φαίνεται τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, και θα ήταν έτσι αν δεν ήταν σαφές ότι το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι η απίστευτη έκφραση μιας αγάπης βαθιάς, τρυφερής, πολυσήμαντης, πολυδιάστατης. Και όχι μόνο μιας αγάπης. Στο τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι ο φίλος του Χιούι τρέφει μια μυστική, ανομολόγητη και απελπισμένη αγάπη στον Μαξ, και δίνει τέλος στη ζωή του μες στην απελπισία του.(Είμαστε όλοι μια αγάπη στη ζωή κάποιου ανθρώπου) Η Άλις θρηνεί τη δική της αγάπη, ενώ ο Μαξ ρουφά τις τελευταίες στιγμές δίπλα της, εφόσον ξέρει ότι σε λίγο το σώμα του θα συρρικνωθεί.
Αχ Άλις, αδιόρθωτη Άλις. Αλλά κάπου μέσα σ’ αυτό το κορμί μια σύζυγος, μια γυναίκα, ένα κορίτσι, όλα αυτά εύρισκαν καταφύγιο, όλα, σαν ρώσικη κούκλα.
Η απόφαση του Μαξ ν’ αποχωρήσει απ’ τη ζωή είναι «κατά το εικός και αναγκαίο», είναι συνειδητή και αναπότρεπτη. Με λυρικό ύφος απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό στην Άλις και τον Σάμι, με την προσδοκία ότι κάποτε στο μέλλον θα δουν το ημερολόγιο και θα μάθουν την αλήθεια. Είναι αριστοτεχνικό το τέλος, ούτε θλιβερό/μελό ούτε χαζοχαρούμενο, «εξομολόγηση» ενός ανθρώπου που φαίνεται να’ χει βρει το νόημα της ζωής.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Έκο Ουμπέρτο, Το όνομα του ρόδου

Μου γεννήθηκε η επιθυμία να ξαναδιαβάσω το βιβλίο αυτό μετά τον «Κώδικα Ντα Βίντσι». Λίγο πιο κουραστικό, αλλά πολύ πιο ενδιαφέρον και βαθύ, ιδιαίτερα προς το τέλος. Έντονη από τις πρώτες σελίδες η αίσθηση (ιδιαίτερα όταν λειτουργείς συγκριτικά) ότι διαβάζεις «λογοτεχνία», δηλαδή κάθε λέξη έχει μεστότητα, βαρύτητα, ουσία. Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός δόκιμος Φραγκισκανός, ο οποίος τρέφει μεγάλο θαυμασμό στον ιδιόρρυθμο, αντισυμβατικό και πεφωτισμένο δάσκαλό του Γουλιέλμο, πρώην ιεροεξεταστή και νυν ερευνητή της «αλήθειας» και οπαδού του ορθού λόγου.
Βρισκόμαστε στον 14ο αιώνα, εποχή όπου αρχίζει και αχνοφέγγει το πάθος της γνώσης, της επιστήμης, του ορθολογισμού (που εκπροσωπείται στο βιβλίο από το Δάσκαλο και το μαθητή-αφηγητή), αλλά βέβαια η εποχή δεν είναι έτοιμη ακόμα να δεχτεί τέτοια ανοίγματα, εφόσον η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η θρησκεία, οι αιρέσεις, η φανατισμοί, η ιερά εξέταση κ.λ.π. Βρισκόμαστε λοιπόν σ’ ένα μεταίχμιο, βρισκόμαστε επίσης σ’ ένα … ιταλικό μοναστήρι όπου υπάρχει μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της εποχής εκείνης.
Για τον Γουλιέλμο, σελ. 26:
Κάποιες φορές, όπως συμβαίνει στις μονές, περιδιάβαζε όλη τη μέρα στο περιβόλι, κοιτάζοντας τα φυτά σαν να ήταν χρυσοπράσια και σμαράγδια. Και τον είδα να τριγυρνά στην κρύπτη του θησαυρού και να κοιτάει ένα κιβώτιο κατάφορτο με σμαράγδια σα να ήταν θάμνος στρύχνου.(…) Μια μέρα τον βρήκα να περπατάει άσκοπα στον κήπο, σα να μην έπρεπε να λογοδοτήσει στο θεό για τα έργα του. Στο τάγμα είχα διδαχτεί έναν τελείως διαφορετικό τρόπο να διαθέτω τον χρόνο μου, και του το είπα. Και αυτός απάντησε ότι η ομορφιά του κόσμου δίνεται όχι μόνο από την ενότητα της πολυμορφίας, αλλ’ απ’ την πολυμορφία της ενότητας.
Το έργο βασίζεται σ’ ένα είδος αστυνομικής πλοκής- όλα περιστρέφονται γύρω από μια αλυσίδα μυστηριωδών φόνων. Υπάρχει επίσης και η βιβλιοθήκη, μια από τις μεγαλύτερες της εποχής, όπου δεν έχουν δικαίωμα πρόσβασης παρά ο μυστηριώδης βιβλιοθηκάριος κι ο βοηθός του. Πέρα από την υπόθεση που είναι έξυπνη και διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον, η ουσία του βιβλίου είναι η … αγάπη στο «βιβλίο», στη γνώση και, εντέλει στον ορθό λόγο. Το φωτισμένο και αυτοδύναμο πνεύμα του Γουλιέλμου μπορεί να συλλάβει ότι π.χ. το Κοράνι δεν είναι «η βίβλος των απίστων, ένα φαύλο βιβλίο», αλλά «ένα βιβλίο που περιέχει μια σοφία διαφορετική από τη δική μας».
Πολύ κορυφαία είναι η σελίδα 418(-419), όπου ο Άντσο κι ο Δάσκαλός του βρίσκονται (κρυφά βέβαια) στη ζώνη της βιβλιοθήκης με τα βιβλία των ειδωλολατρών, τα βιβλία του «ψεύδους», απομακρυσμένα και προστατευμένα με χίλιους δυο τρόπους.
Γουλιέλμος: «Βλέπεις, ανάμεσα στα τέρατα και τα ψεύδη έβαλαν και έργα της επιστήμης, απ’ όπου οι χριστιανοί έχουν να διδαχτούν πολλά».
Με αφορμή την αναφορά του «μονόκερου», που από χοντρό και άχαρο ζώο παραδίδεται ως όμορφο, λευκό χαριτωμένο κι ευγενικό, ο Άντσο ρωτά:
«Τότε, όμως, πώς μπορούμε να εμπιστευόμαστε την αρχαία γνώση, που εσείς αναζητάτε πάντα τα ίχνη της, αφού μεταδόθηκε από βιβλία που ψεύδονται και την ερμηνεύουν τόσο καταχρηστικά»;
«Τα βιβλία δεν έγιναν για να τα πιστεύουμε, αλλά για να τα υποβάλλουμε σε έρευνα. Μπροστά σ’ ένα βιβλίο δεν θα πρέπει να αναρωτιόμαστε τι λέει, μα τι θέλει να πει, κάτι που οι παλιοί στοχαστές των ιερών βιβλίων είχαν κατανοήσει απόλυτα. Ο μονόκερως, έτσι όπως περιγράφεται σ’ αυτά τα βιβλία, κρύβει μια αλήθεια ηθική, ή αλληγορική, ή αναγωγική, που παραμένει αλήθεια. Όσο αφορά την κατά γράμμα αλήθεια που στηρίζει τις άλλες τρεις, θα πρέπει να εξετάσουμε τα εμπειρικά στοιχεία που γέννησαν αυτό το γράμμα. Το γράμμα είναι συζητήσιμο, έστω κι αν τα υπερκείμενα νοήματα παραμένουν
ορθά".
Προς το τέλος του βιβλίου, αποκαλύπτεται σταδιακά ότι υπαίτιος των φονικών ήταν ο γηραιός Χόρχε, ο οποίος με ζήλο και πάθος προσπαθεί να προστατεύσει το μοναστήρι από τη διαβρωτική δύναμη του ορθού λόγου, του κωμικού, του γέλιου κ.λ.π. Έτσι, ποτίζει με δηλητήριο το β΄μέρος του «περί ποιητικής» του Αριστοτέλη (που αφορά την Κωμωδία), ώστε, όποιος έρθει σ’ επαφή με το βιβλίο να βρει φρικτό θάνατο. Ο Γουλιέλμος τον ανακαλύπτει και, παγιδευμένοι και καταδικασμένοι κι οι δυο σε βέβαιο θάνατο, όπως νομίζουν (από τις μεθόδους ασφαλείας του Χόρχε), «ανοίγουν τα χαρτιά τους» σε μια «μονομαχία» λεκτική.
Ο Γ. ρωτά τον Χόρχε γιατί θυσίασε τόσες ζωές γι’ αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο (σελ. 621) κι εκείνος απάντησε ότι η αιτία ήταν ότι «ήταν του Φιλόσοφου» (που έθεσε τα θεμέλια της επιστημονικής έρευνας κ.λ.π. κ.λ.π)
- Γιατί όμως το γέλιο; Τι ήταν αυτό που σε τρομοκράτησε σ’ αυτή τη διατριβή για το γέλιο; Δεν εξαφανίζεις το γέλιο εξαφανίζοντας αυτό το βιβλίο!
Μέσα σ’ ένα μονόλογο τεσσάρων σελίδων, ο Χόρχε συνοψίζει όλο το «αντιδραστικό», μεσαιωνικό, συντηρητικό πνεύμα της θρησκείας, που περικλείεται κατά τη γνώμη μου στη φράση (σελ. 324):
«… το βιβλίο αυτό, δικαιώνοντας την κωμωδία, τη σάτιρα και τη μιμική ως θαυματουργά ιάματα που φέρνουν την κάθαρση των παθών με την αναπαράσταση του ελαττώματος, της ατέλειας, της αδυναμίας, θα παρακινούσε τους ψευτοσοφούς σε μια προσπάθεια για την υποτίμηση του υψηλού. Από το βιβλίο αυτό θα γεννιόταν η σκέψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να απαιτήσει στον κόσμο αυτό (όπως πρότεινε ο Bacon) την αφθονία της χώρας των ονείρων. Απ’ αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να γεννηθεί η νέα και καταστροφική επιδίωξη να καταστραφεί ο θάνατος με την απελευθέρωση από τον φόβο (…) κ.λ.π. κ.λ.π»
Ο Γουλιέλμος φυσικά τον αντικρούει, ώσπου του λέει: «Είσαι ο Διάβολος» και μετά την κατάπληξη του Χόρχε συνεχίζει: «Ο Διάβολος δεν είναι ο Πρίγκηπας του σκότους, ο Διάβολος είναι η αλαζονεία του πνεύματος, η πίστη χωρίς χαμόγελο, η αλήθεια που δεν αμφισβητείται ποτέ(…+++ σελ.627).
Στη σελίδα 646, ο Γουλιέλμος θεμελιώνει την «υποκειμενικότητα» ή, μάλλον, τη «σχετικότητα» της αλήθειας:
«Ο Χόρχε επιτέλεσε ένα «διαβολικό» έργο γιατί αγαπούσε την αλήθεια του με τόσο λάγνο τρόπο που αποτόλμησε τα πάντα για να καταστρέψει το ψεύδος. Φοβόταν το δεύτερο βιβλίο του Αριστοτέλη γιατί αυτό ίσως να δίδασκε πραγματικά τον τρόπο να παραμορφώνουμε κάθε αλήθεια, ώστε να μη γινόμαστε σκλάβοι των φαντασμάτων μας. Ίσως καθήκον όποιου αγαπάει τους ανθρώπους να είναι να τους κάνει να γελούν με την αλήθεια, να κάνει την αλήθεια να γελάει, διότι η μόνη αλήθεια είναι να μάθουμε να ελευθερωνόμαστε από το άφρονο πάθος της αλήθειας».
Και παρακάτω:
«Δεν αμφισβήτησα την αλήθεια των σημείων (εννοεί γεγονότων), Άντσο, είναι το μόνο πράγμα που έχει ο άνθρωπος για να προσανατολίζεται στον κόσμο. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι η σχέση μεταξύ των σημείων».
Σ’ αυτό το «μεταμοντέρνο» συμπέρασμα καταλήγει η περιπέτεια, ενώ στον επίλογο («τελευταίο φύλλο»), ο Άντσο περιγράφει την πυρκαγιά της τεράστιας βιβλιοθήκης και του θρυλικού μοναστηριού. Στη συνέχεια, τη συγκλονιστική σκηνή όπου, γέρος πια, επιστρέφει και συλλέγει μέσ’ απ’ τα ερείπια λείψανα της παλιάς αίγλης, σκόρπια κομμάτια από περγαμηνές, φύλλα κι εξώφυλλα, φαντάσματα βιβλίων. Περιγράφει την προσπάθειά του ν’
« αποκρυπτογραφήσω εκείνα τα υπολείμματα, τα μελέτησα με αγάπη, λες κι η μοίρα μου’ χε αφήσει αυτό το κληροδότημα, λες και το ότι αναγνώρισα το κατεστραμμένο αντίγραφο ήταν σημείο του ουρανού (…) σχηματίστηκε μπροστά μου μια ελάσσων βιβλιοθήκη, φτιαγμένη από χωρία, αποσπάσματα, ημιτελείς φράσεις, ακρωτηριασμένα βιβλία».
Οι δυο τελευταίες σελίδες είναι η συγκλονιστικές, μαρτυρία ενός ανθρώπου ένα βήμα πριν το θάνατο, που αναρωτιέται αν υπάρχει νόημα στο α- νόητο.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Καίστλερ Άρθουρ, «Το μηδέν και το άπειρο»

Εκπληκτική και πάλι η εντύπωση που μου άφησε το βιβλίο αυτό, όπως και πριν από …25 (!) χρόνια, όχι μόνο εξαιτίας του περιεχομένου αλλά και της λογοτεχνικότητάς του. Με τρόπο καθαρά αριστουργηματικό, κατά τη γνώμη μου, αποδίδεται μυθιστορηματικά μια εποχή και μια κοινωνία γεμάτη σύγχυση, αντιφάσεις και «πάλλουσα» ιδεολογική σύγκρουση, σε τέλεια ισορροπία η δράση και η σκέψη/ανάλυση.
Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι φανταστικά, οι ιστορικές συνθήκες όπου τοποθετούνται πραγματικές- η ζωή του πρωταγωνιστή Ρουμπάσοφ αποτελεί σύνθεση από τη ζωή ανθρώπων-θυμάτων των λεγομένων Δικών της Μόσχας.
Παρακολουθούμε από κοντά τη φυλάκιση και τις ανακρίσεις του Ρουμπάσοφ, στελέχους του ΚΚΣΕ, δεξιού χεριού του Στάλιν (του «Πρώτου»). Οδηγείται στη φυλακή, όπου αρχικά τον αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά, σαν ένα μέλος του κόμματος που έχασε προσωρινά τον δρόμο του και παραστράτησε αποκλίνοντας από τη «ορθή» γραμμή, τολμώντας να υψώσει την προσωπική του φωνή διαφωνώντας ή έχοντας κριτική στάση απέναντι στο Κόμμα.ο Ρουμπάσοφ, όμως, «ψυχή της αντίληψης αυτής, ήδη μας έχει δείξει «εκ των έσω» αυτή την αντίληψη, εφόσον ανατρέχει σε αναμνήσεις του και θυμάται περιπτώσεις όπου ο ίδιος κατέδωσε φίλο, συγγενή, αγαπημένη, θυσιάζοντας πρόθυμα την ατομική περίπτωση στο «συλλογικό» καλό. Ο Ρουμπάσοφ, περιμένοντας τις μακροσκελείς ανακρίσεις, έχει την ευκαιρία να θεωρητικοποιήσει τις απόψεις του, όπου όμως αρχίζουν και παρουσιάζονται τα «ρήγματα» της εξέγερσης μιας εξατομικευμένης συνείδησης, σιγά- σιγάκαι σταδιακά.
Έτσι λοιπόν, παρακολουθούμε τον «δήμιο», πιστό ιδεολόγο μιας ανηλεούς πολιτικής θεωρίας, να εκτυλίσσει τη λογική αυτής της θεωρίας και σιγά- σιγά να παίρνει τη θέση του θύματος, δηλαδή σαν μπούμεραγκ η θεωρία γυρνά και τον καταπίνει.
Από το ημερολόγιο του Ρουμπάσοφ, σελ. 82:
«Στις κρίσιμες καμπές, δεν είναι δυνατός άλλος κανόνας από τον παλιό: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (…) Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι συχνά τα ψεύδη την εξυπηρετούν καλύτερα από την αλήθεια (…)Κάθε σφαλερή ιδέα που ακολουθούμε είναι έγκλημα διαπραττόμενο κατά των μελλοντικών γενεών. Γι’ αυτό οφείλουμε να τιμωρούμε τις εσφαλμένες ιδέες (π.χ. αυτόν που υποστήριζε ότι η ποτάσσα είναι ανώτερη ως λίπασμα από τα αζωτούχα λιπάσματα) όπως άλλοι τιμωρούν τα εγκλήματα: με θάνατο.
Σελ. 69: (στην ερώτηση του Ρουμπάσοφ, «γιατί αλήθεια θέλετε να με τουφεκίσετε;»)
«Άκουσε, Ρουμπάσοφ, είπε, ένα πράγμα θέλω να σου τονίσω. Επανειλημμένα είπες «εσείς»- εννοώντας το Κράτος και το Κόμμα σε αντίθεση με το «εγώ».
Ο ανακριτής Ιβάνοφ αρχίζει μια μακρά ανάκριση-συζήτηση κατά την οποία προσπαθεί να πείσει τον Ρουμπάσοφ όχι να μετανοήσει απλώς για την απείθειά του στο κόμμα και το θράσος, αλλά να ομολογήσει στην επερχόμενη δίκη ενώπιον όλων το σφάλμα του, για το «καλό του κόμματος». Έτσι, παρακολουθούμε μια αμείλικτη αντιπαράθεση των δυο …ίδιων απόψεων, αλλά από διαφορετικές θέσεις, διαφορετικές οπτικές γωνίες. Άλλωστε, εννοείται ότι ο Ρ. ελπίζει μέχρι τελευταίας στιγμής, ή μάλλον είναι σίγουρος, ότι θα τον ελευθερώσουν, ενώ παράλληλα σιγά σιγά μεταλλάσσονται οι απόψεις του. Έτσι, η βαθύτερη φιλοσοφία της τακτικής αυτής του Κόμματος, να «κατασκευάζει» προδότες, βρίσκεται στις σελίδες 129-131, όπου μετά τη ρήση του ανακριτή, ο Ρ. ξεσπαθώνει και απαριθμεί με ένταση όλα τα σφάλματα όπου τους οδήγησε η ηθική αυτή.
Δυο μόνες αντιλήψεις της ανθρώπινης ηθικής υπάρχουν και βρίσκονται στους αντίποδες. Η μια (χριστ.) διακηρύσσει ότι το άτομο είναι καθαγιασμένο και ισχυρίζεται ότι οι κανόνες της αριθμητικής δεν εφαρμόζονται στις ανθρ. μονάδες. Η άλλη ξεκινάει από την βασική αρχή ότι ο συλλογικός σκοπός δικαιώνει όλα τα μέσα, και όχι μόνο επιτρέπει, αλλά επιβάλλει σε κάθε περίπτωση να είναι το άτομο υποδεέστερο και να θυσιάζεται χάριν της κοινότητας- που μπορεί να το διαθέσει σαν εξιλαστήριο θύμα. (βλ. Πολιτεία του Πλάτωνα)
Από κει και πέρα, τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους. Εξαντλητικές πολύωρες ανακρίσεις υπό το αμέιλικτο φως του προβολέα, χωρίς φαγητό και ύπνο, κατά τις οποίες ο ανακριτής τον αναγκάζει –λογικά, κι αυτό είναι το πιο αξιόλογο- να παραδεχτεί τα «σφάλματά του, με αποκορύφωμα το ότι υποκίνησε τη δολοφονία του ηγέτη του κόμματος. Ο Ρ., εξαντλημένος, «παγιδεύεται» στη λογική που μέχρι τώρα εκπροσωπούσε, αποδέχεται τα πάντα, και υπογράφει την καταδίκη του. (σημειωτέον ότι δεν «εκβιάζεται» να υπογράψει ψευδώς, απλώς του παρουσιάζονται οι πράξεις του και τα λόγια που είχε πει στο παρελθόν υπό μια οπτική γωνία που δεν είχε συνειδητοποιήσει, κι έτσι παραδέχεται πλέον ότι ανήκει, και πάντα ανήκε ίσως, στην «αντιπολίτευση του Κόμματος.
Πέρα από το πολιτικό ενδιαφέρον παρακολουθούμε από κοντά την αλλοτρίωση και τον επηρεασμό/πλύση εγκεφάλου μιας συνείδησης.

Αντιγράφω και το motto του τελευταίου κεφαλαίου:

Μη μας δείχνετε σκοπό δίχως μέσα.
Γιατί σκοποί και μέσα είναι στον κόσμο τόσο μπλεγμένα,
Ώστε αλλάζοντας το ένα, αλλάζεις και το άλλο.
Κάθε μονοπάτι μας φέρνει μπροστά σε άλλο σκοπό.
(Φερδ. Λασσάλ)
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κακούρη Αθηνά, «Θέκλη»

Μέτριο, εμπορικό και χωρίς πολύ ενδιαφέρον, πέραν των ιστορικών αναφορών που δεν ξεπερνούν όμως το επίπεδο ενός σήριαλ. Οι βασικοί ήρωες κάπως τυποποιημένοι: η Θέκλη, αγνή, άπραγη, αυθεντική, ο άντρας της παραδόπιστος, ο εραστής ήρωας, οι φίλες ιδεολόγες, κ.λ.π. κ.λ.π. Τελείως παραδοσιακός ο τρόπος γραφής, με παρεκβάσεις ιστορικές, ερμηνείες συναισθημάτων και «υπογραμμίσεις» που θυμίζουν εποχή θείας Ρίτας! Εννοείται ότι οι αγνοί και ηρωικοί έρωτες ανθίζουν σ’ένα πλαίσιο ιστορικό (βαλκανικοί πόλεμοι) και δίνεται παράλληλα ένα μωσαϊκό της κοινωνίας της εποχής. Το happy end τελείως χαζοχαρούμενο!
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Καπότε Τρούμαν, "Εν ψυχρώ"

Πρόκειται για μια ιστορία παράλογων φόνων που διέπραξαν δυο νεαροί χωρίς ιδιαίτερο λόγο (πρόκειται για πραγματική ιστορία). «Εν ψυχρώ» δολοφόνησαν μια ολόκληρη οικογένεια, της οποίας τα μέλη παρουσιάζονται στην αρχή ευσύνοπτα, έτσι ώστε ο αναγνώστης ταυτίζεται με τα θύματα και μπαίνει στη λογική του μίσους. Στο δεύτερο μέρος όμως, που αρχίζει η καταδίωξη, η σύλληψη και η έκτιση της ποινής (θανατική), ο συγγραφέας έντεχνα ψυχογραφεί τους δράστες, κι όταν πια φτάνουμε στη μέρα της συνεχώς αναβαλλόμενης εκτέλεσης, τα συναισθήματα του αναγνώστη έχουν μεταστραφεί κι έχουν γίνει πιο συμπονετικά. Πιστεύω ότι αυτός είναι και ο στόχος του βιβλίου, όπως και να προβληματίσει για την απρόσωπη κι εν ψυχρώ εγκληματικότητα στην οποία ωθεί η κοινωνία μερικά μέλη της.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο στο είδος του. Πρόκειται για μπεστ- σέλλερ.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Καραγάτση Μ., «Κίτρινος φάκελλος»

Καθαρά νατουραλιστικό, σε βαθμό που σε κουράζει το «ανθρώπινο πάθος» που καθοριζει τις μοίρες όλων των ανθρώπων και τους διαφθείρει! Η βασική σύλληψη όμως έχει ενδιαφέρον, είναι έξυπνη και πρωτότυπη:
Το μυθιστόρημα κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα:
Στο «σήμερα», ο συγγραφέας συναντά στον τάφο ενός διάσημου συγγραφέα μια μυστηριώδη γυναίκα που του εμπιστεύεται στη συνέχεια ένα φάκελλο –κίτρινο- με στοιχεία της ζωής του Μ. Τασάκου (του συγγραφέα), του βασικού δηλ. πρωταγωνιστή, που, όπως μαθαίνουμε από την αρχή, αυτοκτόνησε. ΄Ετσι, στο δεύτερο χρονικό επίπεδο, ξεδιπλώνεται το κουβάρι του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου του ήρωα, ο οποίος αποκαλύπτεται ότι είναι αρριβίστας, αδίστακτος, ανήθικος, πολύ παθιασμένος για τη Μαρία (τη γυναίκα που βλέπουμε αρχικά στον τάφο), και μετέρχεται παντός μέσου για να την κατακτήσει και στη συνέχεια να την εκδικηθεί. Εννοείται ότι κι αυτή είναι το θηλυκό alter ego του, κι έτσι του ανταποδίδει τα ίσα, κοινώς του «τη φέρνει».
Στην πλοκή συμμετέχουν αποφασιστικά και ο «μέντορας» του Κωστή, καθώς και ο θετός του γιος- και με τους δυο μπερδεύεται η Μαρία. Η υπόθεση φορτώνεται συνέχεια με δραματικά γεγονότα, όπως ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που διακόπτεται για λόγους εκδίκησης, μυστήριο παλιού έρωτα απ’ όπου ο αληθινός γιος, περιουσία που διεκδικούν διάφοροι, δόλιες ενέργειες του Μ. Τασάκου που χειρίζεται την περιουσία του Κωστή κ.λ.π., κ.λ.π.
Γύρω από τον κίτρινο φάκελλο περιπλέκεται το μυστικό του Μ. Τασάκου, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται, χρησιμοποιεί όλα τα άτομα, συμπεριλαμβανομένου και της Μαρίας, ως «πειραματόζωα», προκειμένου να επαληθεύσει μια θεωρία και να την αξιοποιήσει λογοτεχνικά. Το βιβλίο που ετοιμάζει λέγεται «Θέσεις» και «Αντιθέσεις». Όταν αυτά τα αποκαλύπτει άθελά της η Μαρία:
«Είδα τον Σατανά μου με μια άλλη μορφή, εντελώς ανυποψίαστη: όχι κινημένο από την αυτοκαταστροφική δύναμη του πάθους- όχι κινούμενο στα δυσπρόσιτα επίπεδα όπου το νοήμον κακό μάχεται με το νοήμον καλό, για την κατάχτηση της βαθύτερης ουσίας της ζωής- όχι αρχάγγελο επαναστάτη και εκπεπτωκότα στα φωτερά ύψη της γνώσης, να καταπολεμάει τα σκοτάδια του Δόγματος. Τον είδα σα στοιχειό ξερασμένο με αηδία απ’ τα έγκατα της γης, εγωκεντρικό και ματαιόδοξο, μ’ ένα κομμάτι σίδερο στη θέση της καρδιάς. Εγώ τον αγαπούσα. Τον λάτρευα με πάθος γεμάτο φωτιά ζωής. Κι εκείνος, στυγνός κι άκαρδος, με μεταχειρίστηκε σαν πειραματόζωο, για να δικαιώσει τις όχι και τόσο πρωτότυπες θεωρίες του».
Χαρακτηριστικό δείγμα ύφους το παραπάνω απόσπασμα, αλλά και του πεδίου όπου κινείται ο Καραγάτσης και ο νατουραλισμός. Η υπόθεση κλείνει βέβαια μ’ ένα φονικό, έγκλημα «πάθους», οπότε (με τραυματισμένο θανάσιμα πια τον Τασάκο), εκδηλώνεται πια μέσα στη σύγχυση και την ένταση ο πνιγμένος έρωτας των δυο συμπρωταγωνιστών.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κάρλο Αντρέα Ντε, «Δύο από δύο»

Μου είχε αρέσει παάρα πολύ όταν το διάβασα προ δεκαπενταετίας περίπου, και δε με διέψευσε και τώρα. Αρχικά σε μεταφέρει στην Ιταλία του ΄60(;), ίσως και του ΄70, όπου αναγνωρίζεις πολλά στοιχεία απ’τα προβλήματα και τις ανησυχίες αντίστοιχα της εποχής στην Ελλάδα. Οι δυο πρωταγωνιστές είναι δυο φίλοι, συμμαθητές, διαφορετικοί και συμπληρωματικοί και πάρα πολύ συμπαθείς. Αυτοδύναμες προσωπικότητες, επαναστάτης ο καθένας με τον δικό του τρόπο, συγκλίνουν και αποκλίνουν οι ζωές τους με τρόπο αριστουργηματικό. Όπως γίνεται συνήθως όταν η πλοκή περιστρέφεται γύρω από δυο φίλους συμπληρωματικούς, ο αφηγητής είναι και ο πιο εγκρατής, πιο συγκροτημένος και στοχαστικός, ενώ ο «άλλος» είναι η δύναμη, η ακραία επανάσταση, ο αψήφιστος, ο αστόχαστος, το ανήσυχο πνεύμα κ.λ.π.
Έχει πολύ ενδιαφέρον η συμπεριφορά των δυο φίλων απέναντι στο σχολείο και στα προβλήματα που παρουσιάζει μια αγκυλωμένη εκπαίδευση, αλλά και στα πολιτικά προβλήματα που μας είναι τόσο οικεία (συνελεύσεις σκληροπυρηνικών με ξύλινη γλώσσα, πορείες, σταλινιστές, αποχές κ.α.). Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχουν οι πρώτες ερωτικές σχέσεις. Εννοείται ότι ο Γκουίντο σταματά το σχολείο, οι δυο φίλοι απομακρύνονται προσωρινά εφόσον ο αφηγητής μας μπαίνει και στο πανεπιστήμιο, ενώ όταν έρχεται το χαρτί στράτευσης στον Γκουίντο, εκείνος αποφασίζει να παριστάνει τον τρελλό (νέα επεισόδια, πολύ διασκεδαστικά!) Τέλος, φεύγουν σε ταξίδι στην Ελλάδα.
Στο πλοίο:
Ο Γκουίντο κοίταζε γύρω του απογοητευμένος,μάλλον θα είχε φανταστεί συναντήσεις κι έντονες αισθήσεις ακόμα και σ’αυτό το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού. Μ' έβαλε να τον ακολουθώ από κατάστρωμα σε κατάστρωμα, πάνω κάτω τις άσπρες μεταλλικές σκάλες, αλλά δεν καταφέραμε να βρούμε όμορφα κορίτσια ούτε παράξενους τύπους. Τελικά κάθισε σ’ένα παγκάκι την ώρα που το πλοίο απομακρυνόταν από τη βιομηχανική ακτή, είπε: «Είναι απλώς μια αηδια-στική ουδέτερη σύνδεση, δεν έχει τίποτα δικό της.
Οι ουδέτερες συνδέσεις ήταν μια από τις σκέψεις που κατά καιρούς τον απασχολούσαν: τα κομμάτια του χρόνου και της απόστασης που ήταν απαραίτητα για να προετοιμάσιουν και να συνδέσουν μεταξύ τους τις σπάνιες ενδιαφέρουσες στιγμές της ζωής. Δεν υπέκυπτε στην ιδέα πως αυτός ο ασήμαντος και κουραστικός συνδετικός ιστός απλωνόταν μέρα με τη μέρα τόσο που δεν άφηνε καθόλου σχεδόν χώρο στις αισθήσεις που κανονικά θα έπρεπε να καθιστά δυνατές.
Στην Ελλάδα ζουν τη χίππικη ζωή του τουρίστα-γυμνιστή με ελεύθερες σχέσεις κ.λ.π. Ο αφηγητής μας όμως αναγκάζεται να επιστρέψει για να συναντήσει τη μόνιμή του σχέση κι όταν την πείθει να πάνε να βρούνε την παρέα του, εκείνοι έχουν ήδη φύγει …
Έχοντας ωστόσο πάρει πια μια γεύση της απλής και αυθεντικής ζωής, ο φίλος μας εγκαταλείπει το «άστυ» και αγωνίζεται με νύχια και δόντια να ζήσει όσο πιο αρχέγονα και «φυσικά» μπορεί σ’ ένα κτήμα που αγόρασε.(«Είχα την αίσθηση πως μέχρι τώρα ζούσα μόνο με λέξεις σε μια χώρα λέξεων, όπου όσα λέγονται μετρούν πολύ περισσότερο απ’όσα γίνονται, και τώρα ήμουν πραγμάτικά μέχρι τον λαιμό. Ήθελα να οικοδομήσω μια άλλη ζωή με βάση την αφή, την όσφρηση, την όραση, σ’ ένα μέρος που θα μ’ευχαριστούσε να χρησιμοποιώ τις αισθήσεις μου, να μη λέω πια τίποτα» -σελ.179). Στην τιτάνια αυτή προσπάθεια τον βοηθά και η σύντροφός του (κάνουν και παιδιά, που τ’ ανατρέφουν με μη αστικές συνήθειες) κι ένα ζευγάρι φίλων που γνωρίζουν. Έτσι, «προτείνουν» ένα νέο τρόπο ζωής που περιγράφεται κατά «το εικός και αναγκαίον», σαν να συμμετέχει σ’αυτό το πείραμα και ο ίδιος ο συγγραφέας ή … ο αναγνώστης.
Ο Γκουίντο, παράλληλα, έχει χαθεί, έχει περιπλανηθεί σε διάφορες χώρες, έχει γίνει γνωστός εξαιτίας κάποιου βιβλίου που έγραψε, ενώ περιστασιακά φιλοξενείται από τον φίλο του, του οποίου η ζωή τον ελκύει μεν, αλλά απ’την άλλη δεν αντέχει τη στατικότητά της.
Σελ. 263:
« Μου έκανε εντύπωση να σκέφτομαι πόσο ήταν άνθρωπος της πόλης, κατά βάθος, παρόλο το μίσος του για το Μιλάνο.Έφτανε να τον δεις στο κοτέτσι, αμήχανο μπροστά στην απληστία που έδειχναν οι κότες, για να καταλάβεις πως η αφοσίωσή του στην εξοχή ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος αφηρημένη. Του άρεσε πάρα πολύ η σκέψη να ζει σ’ ένα φυσικό τόπο, όπως και η σκέψη της αυτάρκους οικογένειάς μας και του χωριού που θα μπορούσαμε να χτίσουμε, αλλά δεν κα-τάφερνε να εδραιώσει μια στέρεη και μόνιμη σχέση με τη γη. Ήταν εξαιρετικά ανήσυχος για να υποταχτεί στη ρουτίνα των ημερών μας, εξαιρετικά ευάλωτος στις αναπάντεχες αισθήσεις για να κάνει πολύ μακροπρόθεσμα σχέδια».
Ο Γκουίντο ερωτεύεται και κάνει και παιδί, αλλά γρήγορα δυσανασχετεί και η σχέση τους ταλαντεύεται.
(Γκουίντο, σελ. 311):
«Έχεις την εντύπωση πως ο άνθρωπος αλλάζει απ’τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά το μόνο που συμβαίνει είναι ότι του έχεις κολλήσει μια εικόνα για να τον κάνεις να αντιστοιχεί στο πώς θα τον ήθελες. Όλο αυτόν τον καιρό επέμενα να τη βλέπω σαν μια κοπελίτσα αβέβαιη και χωρίς ρίζες σαν και μένα, αναγκάστηκε ν’ αρχίσει να ουρλιάζει για να την κοιτάξω. Και μόνο τότε είδα μια τριαντάχρονη γυναίκα που έχει ανάγκη από οικογένεια κι ένα μέρος να ζει κι έναν άντρα δίπλα της, κι ήταν στ’αλήθεια ένα σοκ. Αλλά οι πληροφορίες ήταν εκεί απ’την αρχή κιόλας, τέλεια αναγνώσιμες, φτάνει να είχα θελήσει να τις διαβάσω».
Όπως είναι αναμενόμενο, ένας άνθρωπος που ζει τόσο οριακά δε …γερνά, αλλά το τέλος που του αρμόζει είναι αναπάνεχο όπως κι η ζωή του.
Το ύφος είναι αυτό που μ’ άρεσε εμένα προσωπικά πάρα πολύ.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κάρλο Αντρέα Ντε, "Το τόξο του έρωτα"

Πρόκειται για ένα βιβλίο του οποίου ο τίτλος σε προδιαθέτει αρνητικά, εφόσον θυμίζει «ροζ ιστορία». Δε θα τ’ αγόραζα με τίποτα αν δεν ήταν για μένα εγγύηση ο συγγραφέας, του οποίου το γράψιμο έχει αναντίρρητα λογοτεχνικότητα. Έτσι, έχουμε μια ακόμη ιστορία αγάπης, μια ιστορία σχέσεων με πρωταγωνιστή πάλι κάποιον άντρα που μετά το διαζύγιό του, προσπαθεί να αποφύγει κάθε δέσμευση, «ψάχνεται» ερωτικά αλλά παρά τις αντιστάσεις του, ερωτεύεται παράφορα τη Μανουέλα, μιαν αρπίστρια. Το πνεύμα των ηρώων είναι, όπως πάντα, «μποέμ», παραπέμπει στο στυλ και τη νοοτροπία της αμφισβήτησης της δικής μας γενιάς, ίσως γι’ αυτό μου είναι και τόσο προσελκυστικό.
Το βιβλίο έχει όλες τις αρετές του προηγούμενου που κατέγραψα, όλα συμβαίνουν κατά «τα εικός και αναγκαίον», ο έρωτας αναπτύσσεται σταδιακά και κορυφώνεται, οι λεπτές αποχρώσεις αποτυπώνονται σε εύστοχες περιγραφές, π.χ. «Ο τόνος της με μάγευε και με στεναχωρούσε μαζί. Παρουσίαζε μια τρωτή και μια ατίθαση πλευρά, είχε ένα είδος ντροπαλότητας και συνάμα μια ακατανίκητη επιθυμία να εκτίθεται, όλα αυτά ήταν ανακατεμένα μέσα της σαν υπόγεια και βουβά κύματα πολύ κοντά το ένα στο άλλο».
Φυσικά, πριν απ’ αυτήν τη διαπίστωση έχει προηγηθεί κάποιο περιστατικό που τη στηρίζει, έτσι ώστε όλα προκύπτουν αβίαστα και φυσιολογικά. Δεν είναι δηλαδή μια σχέση της οποίας περιγράφονται τα συμπτώματα, αλλά καταλαβαίνουμε άμεσα τους βαθύτερους δεσμούς που φέρνουν κοντά τους δυο ήρωες.
Η ερωτική σχέση ολοκληρώνεται/φτάνει στην κορύφωση λίγο πριν το τέλος- η περιγραφή είναι γλαφυρότατη κι αισθάνεσαι ότι οι δυο πρωταγωνιστές έχουν φτάσει στην απόλυτη ένωση (το «τόξο του έρωτα»: το γεγονός ότι κάθε ιστορία ακολουθεί μια καμπύλη, που πρώτα ανεβαίνει και μετά κατεβαίνει). Όπως όμως και στο «Σε μια στιγμή», η τελευταία ενότητα/κεφάλαιο επιφυλλάσσει μια ανατροπή: Από μια πολύ εμπνευσμένη και καλά στημένη παρεξήγηση τα συναισθήματα των δυο ηρώων αναποδογυρίζουν:
σελ. 362:
Τα συναισθήματά μας είχαν μεταμορφωθεί σε μικρές κοφτερές ακκίδες που καρφώνονταν μέσα μας κόβοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους σε μικρά πολύχρωμα κομμάτια. (…)
Μέσα μου φούντωσε ένας φοβερός θυμός, σαν το θολό νερό που ανεβαίνει από ένα πηγάδι. Ήταν θυμός φορτωμένος από ασυνεννοησίες, παρεξηγήσεις, επιθυμίες που δεν είχαν ικανοποιηθεί, δυσκολίες στη συνεύρεση, απαιτήσεις ανικανοποίητες έρευνες σταματημένες στη μέση, λανθασμένες ερμηνείες κινήσεων, τόνοι φωνών, αμέριστη προσοχή, επικοινωνία και απομάκρυνση (δείγμα κατάχρησης του ασύνδετου σχήματος).
Και παρακάτω:
Αισθανόμουνα έντονα την απόσταση, τη μνησικακία, την προσβολή αλλά και μια παγωμένη όσο και χλωμή ευχαρίστηση στην ιδέα ότι όλα είχαν τελειώσει όσο βρισκόμαστε ακόμη στο ψηλότερο σημείο του τόξου μας, σαν κάποιος που θα μπορούσε να χαρεί το γεγονός ότι πέθανε νέος ή σα να δεις το σπίτι σου να καίγεται μόλις πήγες να το κατοικήσεις.
(..) Κάθε τόσο την κοίταζα και το προφίλ της με το περήφανο μέτωπο δε μου έλεγε πια τίποτα, τα κοντά της μαλλιά δεν με συγκινούσαν πια και ο αναρχικός τρόπος της να ακουμπάει τα πόδια της στο παρμπριζ με ενοχλούσε. Το ήξερα πως θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς, ήξερα πως θα βρίσκαμε κάποια δικαιολογία για να διακόψουμε την ιστορία μας με τρόπο τελεσίδικο.
Βέβαια, το βιβλίο κλείνει με τη χαμογελαστή συνάντηση των δυο ερωτευμένων.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κάρλο Αντρέα Ντε, Σε μια στιγμή

Γλαφυρό, συναισθηματικό, εξομολογητικό. Κατά περίεργη σύμπτωση, ο ήρωας κι εδώ παθαίνει ένα ατύχημα με άλογο, στο κέντρο ιππασίας που διευθύνει με τη γυναίκα του. Κι αυτό το βιβλίο λοιπόν ξεκινά με μια αναλυτική περιγραφή του ατυχήματος σε α’ πρόσωπο απ’ τον πρωταγωνιστή- αφηγητή, γεγονός καταλυτικό για τη σχέση του με τη γυναίκα του, αλλά και για τις αποφάσεις που παίρνει στη συνέχεια για όλη του τη ζωή.
Πρόκειται για ένα πρότυπο κέντρο ιππασίας, ένα κέντρο φυσικής ιππασίας, όπως επισημαίνει ο ίδιος, όπου τα άλογα δεν τα ταλαιπωρούν και δεν τα ταπεινώνουν, σύμφωνα με την οικολογική συνείδηση του Λούκα, πράγμα που (ιδιαίτερα μετά το ατύχημα που οι ευθύνες βαραίνουν την Άννα), αναδεικνύει τις αντιθέσεις τους, αντίθεση ανάμεσα στον ιδεαλιστή ήρωα και την πραγματίστρια Άννα).
σελ. 46:
Εγώ όμως ταξίδευα προς τα πίσω, μέσα στη χημεία που κάνει δυο ανθρώπους που κάποτε ούτε καν γνωρίζονταν να μιλούν μεταξύ τους με την κρυφή και συγκρατημένη οργή δυο όντων που συμβιώνουν, ενώ φθείρονται απ’ την ίδια τους τη συμβίωση. Σκεφτόμουνα την αόρατη κολλητική ουσία που συνεχίζει να τους ενώνει ακόμα και όταν οι δημιουργικές και αισιόδοξες αιτίες της συνύπαρξής τους έχουν προ πολλού πάψει να υπάρχουν∙ τα ανθεκτικά νήματα της συνήθειας και της οικειότητας και της αυταπάτης, το φόβο του κενού.
Ο Λούκα γνωρίζει την Αλμπέρτα, τη γυναίκα που τον περιμάζεψε, και συνδέεται μαζί της με μια παράδοξη σχέση, απομακρύνεται από τη γυναίκα του, έχει χαρακτηριστικές συναντήσεις με τον εντεκάχρονο γιο του, και ερωτεύεται αμετάκλητα την αδελφή τής Αλμπέρτα, την Κιάρα, που τη συναντά με ακόμα πιο παράδοξο τρόπο. Το θέμα του βιβλίου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, οι ερωτικές ή δυαδικές σχέσεις που διαγράφονται και εξελίσσονται μέσα από διαλόγους πολύ αληθινούς και ουσιαστικούς. Το μυθιστόρημα, όπως και το άλλο του Κάρλο, έχει ένα είδος θεατρικότητας και είναι βαθιά ερωτικό. Η σχέση με την Κιάρα εξελίσσεται σε μια απόλυτη ένωση, σωματική και ψυχική, την οποία παρακο-λουθούμε βήμα-βήμα, καθώς παρουσιάζονται και οι διάλογοι αλλά και αναλυτικότατα τα συναισθήματα του Λούκα (ίσως είναι ελαφρώς φλύαρος). Το μοτίβο της στιγμής έρχεται κι επανέρχεται συνέχεια:
σελ. 166***-167:
«Λες και το πεπρωμένο σου δίνει μία μόνο ευκαιρία, σε μία συγκεκριμένη στιγμή, τόσο σύντομη που οι περισσότεροι άνθδωποι ούτε που το καταλαβαίνουν, ή, αν το καταλάβουν, δεν έχουν την ετοιιμότητα να αντιδράσουν έγκαιρα».
«Κι εσύ;» είπε εκείνη, συνήθως την καταλαβαίνεις;»
«Δεν υπάρχει ΄συνήθως΄», είπα. «Συμβαίνει μόνο μια φορά, αν συμβεί».

Η ποθητή και απόλυτη ένωση επέρχεται μετά από ένα “crescendo” (σελ. 200):
Εκείνη κινήθηκε και σκέφτηκα πως ετοιμαζόταν να σηκωθεί και να γίνει ξαφνικά λογική , αλλά αντίθετα ήρθε προς εμένα και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλια, και η επαφή επεκτάθηκε και μέσα σε μια στιγμή έφτασε στο βάθος κάθε ίνας μας και κάθε χιλιοστού των σωμάτων μας. Δεν είχα σκεφτεί πως θα μπορούσε να υπάρξει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είχε ήδη υπάρξει: πως θα ήταν δυνατόν να κινούμαστε χωρίς καμιά πρόθεση και κατεύθυνση και αντίληψη για τα πράγματα, συναποτελώντας μια Τρίτη οντότητα που πλέει πάνω στον εαυτό της με απέραντη βραδύτητα κσι συνεχείς εσωβτερικές επιταχύνσεις. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ήταν δυνατόν να βρίσκεσαι μέσα στη στιγμή σε σημείο ώστε να είσαι η στιγμή. Είχα μνήμες από τις αισθήσεις στις άκρες των δακτύλων μου και από κινήσεις στα μπράτσα και από εικόνες στα μάτια, αλλά δε χρησίμευαν πια ούτε καν σαν αναφορές∙ είχαν μπει σε λειτουργία άλλες δυνάμεις, απείρως ισχυρότερες από εμάς.
Η σκηνή συνεχίζεται μεταξύ των δυο ερωτευμένων στο διάλογο που ακολουθεί, όπου φαίνονται ξεκάθαρα οι ψυχικές δυνάμεις που τους ενώνουν σ’ αυτό το φευγαλέο, ονειρώδες τοπίο όπου βρίσκεται ο καθένας. Η επικοινωνία είναι ουσιαστική και οι κινήσεις και τα λόγια καθοριστικά, σημαδιακά.
Η κορύφωση αλλά και η τελευταία σκηνή που βλέπουμε τους δυο ήρωες στη σελ. 207:
Επιστρέψαμε στο κρεβάτι όταν αρχίσαμε να κρυώνουμε πολύ και να μη βολευόμαστε σε καμία θέση. Ψιθυρίσαμε λόγια χωρίς σχήμα και μαζέψαμε τα σκεπάσματα από το πάτωμα σαν να ήταν πια ένα βαρύ δίχτυ. Αγκαλιαστήκαμε κοιλιά με πλάτη μέχρι που δεν υπήρχε πια ούτε ένα χιλιοστό απόστασης μεταξύ μας∙ δε θυμόμουνα ποτέ να είχα βρει έναν τόσο τέλειο συνδυασμό τοι κοίλου και του κυρτού.
Η πιο δυνατή σκηνή ωστόσο του βιβλίου ακολουθεί μετά, και είναι η τελευταία: ο Λούκα σηκώνεται νωρίς απ’ το κρεβάτι, αφήνει ένα σημείωμα στην Κιάρα και τρέχει στο σπίτι να ξεκαθαρίσει τη σχέση του με τη γυναίκα του. Είναι απόλυτα αποφασισμένος και γράφει σημειώματα δοκιμαστικά. Παρακολουθούμε από κοντά όλες τις μύχιες σκέψεις αλλά και τα σκαμπανεβάσματα ενός ανθρώπου που προσπαθεί σ’ ένα σύντομο σημείωμα να εκφράσει αποφάσεις και συναισθήματα που τινάζουν στον αέρα μια ολόκληρη ζωή. Όταν πια ετοιμάζει τη βαλίτσα του και στέκεται στο πλατύσκαλο, εμφανίζεται η ‘Αννα. Τα λόγια και οι χειρονομίες που ανταλλάσσουν είναι επίσης σημαδιακά, φάροι της νοοτροπίας του καθένα και της αβύσσου που τους χωρίζει. Σίγουρα πρόκειται για μια κάθαρση, αν και ο ήρωας ταλαντεύεται τόσο έντονα, ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιεί ότι υπήρξε ανώριμος και ότι το πιθανότερο θα διαπράξει τα ίδια λάθη, που μας κάνει σε μια στιγμή να πιστεύουμε ότι θα επιστρέψει στην οικογενειακή ζωή. Παρόλα αυτά, στο τέλος (σελ. 234):
…χαιρέτησα την Άννα μέσα από το τζάμι του παραθύρου, με όλη την ευγνωμοσύνη και την αδυναμία και τη ματαιότητα και την αγωνία και τις τύψεις και την ανία και τη μνήμη για τα οποία ήμουν ικανός. Βρισκόμουνα ήδη στην καγκελόπορτα και στον δρόμο για την πόλη, έτρεχα σαν τρελός προς τη στιγμή.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Καστίγιο Μισέλ Ντελ, "Ο δαίμονας της λήθης"

Κλασικό και χορταστικό μυθιστόρημα, καλογραμμένο και επεξεργασμένο από κάποιον που φαίνεται να κατέχει τις «τεχνικές του γραψίματος», σε ύφος που θυμίζει Μπέρναρ Σω.
Ο αφηγητής και βασικός πρωταγωνιστής είναι ένας παλαιού τύπου δημοσιογράφος, που έχει σημαδευτεί και καταγοητευτεί από την προσωπικότητα του Υγκ Λαπράντ, ενός μάστορα του είδους, δίπλα στον οποίο μαθήτευσε ο Πιέρ Αλέν από μικρός, ενώ η θητεία του κοντά του ήταν κατά κάποιο τρόπο και μοιραία.
Αφορμή για την αφήγηση αυτή και για την αναδρομή επομένως στα γεγονότα του 1937, είναι μια αυτοκονία που συγκλονίζει τον καλλιτεχνικό και πολιτικό κόσμο αλλά και ιδιαίτερα τους δυο ήρωές μας: Πρόκειται για την αυτοκτονία του Αλαίν Μαβόν, γνωστού ηθοποιού αλλά και μυστηριώδους προσωπικότητας, αμφιβόλου ηθικής (κατηγορήθηκε ότι έδωσε πλαστή εικόνα στο ευρύ του κοινό, λέγοντας ότι έζησε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ –όπως αποκάλυψαν οι δημοσιογράφοι μας- όλα αυτά αποδείχτηκαν ψέματα).
Τη στιγμή που ο αφηγητής ξεκινά την εξιστόρησή του (1962), ζει σε απόσταση από τον Υγκ, φροντίζοντας να μην ξαναπέσει στα δίχτυα της γοητείας του. Η επαφή όμως μαζί του είναι καταλυτική, και γρήγορα ο Υγκ, με τη διαίσθηση και την ανθρωπιά με την οποία περιβάλλει τα λόγια του -και τα ψέματά του ίσως-ίσως- τον ξανακερδίζει.Έτσι, αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι μυστηρίου γύρω από τον Μαβόν, ενώ διαγράφονται ανάγλυφοι οι βασικοί χαρακτήρες, και όχι μόνο. Χαρακτήρες με εντάσεις, πάθη, αναδιπλώσεις και γενικά πολύ ενδιαφέρον. Η αστυνομική πλοκή κρατά τον αναγνώστη σε ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα κινείται και το ιστορικό ενδιαφέρον μιας και το μυστήριο της πραγματικής ταυτότητας του Αλέν Μαβόν ανάγεται στα περίπλοκα χρόνια του ναζισμού.
(σελ. 136- πρόκειται για τη γυναίκα του Μαβόν)
« ...ήταν ο πιο ζωντανός άνθρωπος που είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Ούτε κι η ίδια έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ενέργειας που κουβαλούσε, πόση δύναμη έβγαινε από μέσα της. Κοντά της όλα αποκτούσαν μια παράξενη απλότητα. Η κάθε της κίνηση απέβλεπε στο σκοπό για τον οποίο γινόταν. Ήταν όλα τόσο φυσικά και απέριττα: να φάει, να πιεί, να περπατήσει, ν’ ανασάνει, ν’ αγαπήσει. Έκρυβε μέσα της μια τεράστια, ανυπολόγιστη δύναμη, όπως η θάλασσα και ο αγέρας.»
Ενδιαφέρον έχει και η ιστορική πληροφορία ότι οι μυστικές υπηρεσίες του χιτλερiκού καθεστώτος εκβίαζαν εκείνο τον καιρό πολλούς Γερμανο-Εβραίους και χρησιμοποιούσαν τα σπίτια τους για κρυψώνες. Δρούσαν εν αγνοία των άλλων κρατικών υπηρεσιών κι έκρυβαν μ’ αυτόν τον τρόπο, για διάφορους λόγους πρόσωπα από το επίσημο κράτος.
Η «λύση» είναι κάπως περίπλοκη, γιατί βασίζεται ακριβώς στην σχετικότητα που αποκτά η πραγματικότητα, ιδιαίτερα όταν περνά μεγάλο χρονικό διάστημα : ο Α. Μαβόν έλεγε και δεν έλεγε ψέματα, εφόσον η Εβραία μητέρα του, γυναίκα εξέχοντος Γερμανού και δικτυωμένη, τον παράτησε 9-10 χρονών σ’ ένα είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης (δηλ. στο σπίτι του Μολ, που τον πληρώνανε για να παρέχει στέγη σε κρατουμένους) όπου οι δικοί της άνθρωποι φρόντισαν να περάσει οκτώ μήνες ως αόρατος!! Από πλευράς ιστορίας είχε ενδιαφέρον αυτή η «διπλή» ζωή της μητέρας του, της οποίας η ηθική είναι ανεξιχνίαστη: ( το’ κανε για να σώσει το παιδί της; Για να σώσει το τομάρι της; Από απελπισία; Για λόγους δημοτικότητας;) Αλλά και η ηθική του Υγκ Λαπράντ είναι εξίσου ακαθόριστη: αντιδημοκρατικός και φίλος των Γερμανών από ιδεολογία ή για να μη φιμωθεί η φωνή της εφημερίδας; Εν πάση περιπτώσει, δικάστηκε και φυλακίστηκε, μάλλον δικαίως, αλλά η καθημερινή του πράξη στο σήμερα τον δείχνει ανθρώπινο και μετανιωμένο, και όσο αφορά το φασιστικό του παρελθόν αλλά και τον διασυρμό του Μαβόν.
Ο τίτλος υποδηλώνει και τον πυρήνα του βιβλίου: η ζωή κρύβει απίστευτες τραγωδίες, όπως και ακαθόριστες ποικιλίες και αποχρώσεις καταστάσεων και συναισθημάτων, τα όρια είναι πολύ ρευστά ακόμα και σε ζητήματα θεωρητικά ξεκάθαρα, όπως ο ναζισμός ή ο ρατσισμός. Έτσι, δεν είναι σαφώς ξεκάθαρη και φαίνεται ότι δεν μπορεί να είναι ξεκάθαρη η ηθική του Υγκ- ο σοφός Αλαίν φαίνεται ότι αυτό το είχε καταλάβει- δεν τον ενδιέφερε πια να αποκατασταθεί η αλήθεια- είχε κουραστει «ήθελε πια να ζει πέρα απ’ τα μίση και τα πάθη».
Έτσι, ο δαίμονας της λήθης είναι ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής του βιβλίου.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κόου Τζόναθαν, «Ο κλειστός κύκλος»

Πρόκειται για ένα είδος «συνέχειας» της Λέσχης των τιποτένιων, μόνο που έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Βλέπουμε επομένως τα ίδια πρόσωπα, ενώ το πολιτικό σκηνικό είναι της δεκαετίας του ’90, δηλ. εποχή Μπλερ, ανεργίας, συνεργασίας με ΗΠΑ κ.λ.π. Η κατανόηση της υπόθεσης προϋποθέτει την υπενθύμιση των γεγονότων του προηγούμενου βιβλίου, γι’ αυτό είναι απαραίτητο ν’ ανατρέξει κανείς στη σύνοψη που υπάρχει στο τέλος του μυθιστορήματος.
Το ύφος του Τζόναθαν Κόου είναι πάντα ενδιαφέρον και γλαφυρό, παρόλο που υπάρχει έντονη η αίσθηση της επανάληψης. Η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται με διάφορους τρόπους πέρα από τη κλασική αφήγηση (επιστολές, άρθρα, ημερολόγια κ.λ.π.) κι έτσι, με το τέχνασμα αυτό, παρακολουθούμε την πλοκή από πολλές οπτικές γωνίες.
Η πλοκή είναι αρκετά σύνθετη εφόσον υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές και τα επεισόδια αλληλομπλέκονται. Ξεχωρίζουν ο Μπέντζαμιν, ο κύριος αφηγητής του προηγούμενου βιβλίου, ο οποίος δεν εμφανίζεται πολύ εδώ, αλλά σίγουρα αποτελεί την persona του Τζόναθαν Κόου, ο Πολ, ο μικρότερος αδελφός του που φαινόταν από μικρός ότι ήταν αρριβίστας και τώρα έχει καταφέρει να είναι βουλευτής του Μπλερ, μπλέκει σε παράνομους έρωτες και ρισκάρει τη δημοτικότητά του, ο μεγαλοδημοσιογράφος Νταγκ που εκβιάζει τον Πολ, η Κλερ, η Μαλβίνα, και άλλοι. Όλοι μαζί συνθέτουν μια μικρογραφία της σύγχρονης Αγγλίας αλλά ακαι τα γεγονότα είναι ενδεικτικά: απεργίες, βόμβες του IRA, άρθρα εφημερίδων, εκβιασμοί, εξυπηρετήσεις, γεροξεκούτης ποιητής κ.λ.π. Μέσα σ’ όλα αυτά, ο Μπέντζαμιν ζει στον κόσμο του, προσπαθώντας να γράψει το βιβλίο που θα κάνει πάταγο, και περιμένοντας να σμίξει με την εφηβική του αγάπη. Η ξεκαρδιστική ιστορία που τον μεταμόρφωσε σε θρήσκο στο προηγούμενο βιβλίο, τώρα αντιστρέφεται, εφόσον από μια παρατραβηγμένη σύμπτωση αποκαλύπτει ότι το «θαύμα» της εύρεσης μαγιώ δεν οφειλόταν σε θεϊκή επέμβαση, κι έτσι γίνεται άθεος! Η υπόθεση φυσικά καταντά γκροτέσκο, και δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Κόου το’ χε από πριν σχεδιάσει ώστε να εκφράσει τις ιδέες του περί θρησκείας, ή αν προσπάθησε να δώσει, μια ανάλογη ιστορία κι εδώ, μετά την επιτυχία του προηγούμενου βιβλίου.
Κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
(Αρχικά, στο προσκήνιο εμφανίζεται η Κλερ, αδελφή της εξαφανισμένης Μύριαμ, η οποία στέλνει γράμματα στην αδελφή της):
«Αν μη τι άλλο, τις τελευταίες εβδομάδες περνάω πολλή ώρα ανεβαίνοντας σε διάφορα μέρη όπου έχουν θέα. Ίσως βρίσκομαι σε μια καμπή της ζωής μου που χρειάζομαι αυτήν την ολύμπια οπτική γωνία».
Ο Πολ προς τη Μαλβίνα (όταν την κορτάρει):
-Μπορείς να γίνεις … η …. σύμβουλος επικοινωνίας μου…
( …) -Και γιατί χρειάζεσαι σύμβουλο επικοινωνίας;
- Γιατί είναι αδύνατον να κάνω χωρίς τα ΜΜΕ, αλλά δεν τα καταλαβαίνω. Ενώ εσύ τα καταλαβαίνεις. Πραγματικά θα με βοηθήσεις. Μπορείς να είσαι κάτι σαν προστατευτικό οδόφραγμα, κάτι σαν δίαυλος …
- Μα δεν άκουσες τι λέγαμε; Οι λέξεις σημαίνουν αυτό που εμείς θέλουμε να σημαίνουν. Ζούμε την εποχή της ειρωνείας.

Σελ. 172:
- Ο Μπέντζαμιν είναι ένας απ΄τους πιο έξυπνους και πιο ταλαντούχους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, κι είναι από καθαρή ατυχία που δεν του δόθηκε μια ευκαιρία στη ζωή. Ο Πολ Τρότερ είναι μια ασημαντότητα,- μια διάσημη ασημαντότητα ομολογουμένως, αλλά, αν ο κόσμος που τον ψήφισε ήξερε τις πραγματικές του απόψεις, δεν θα παρέμενε διάσημος για πολύ.
Οι υποθέσεις κλείνουν μία-μία και το βιβλίο «ολοκληρώνεται» ενώ διαγράφεται η νέα γενιά.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κούτσι Τζ. Μ., «Ένας αργός άνθρωπος»

Συναρπαστικό και βαθύ το βιβλίο, από την πρώτη κιόλας παράγραφο. Πρόκειται για την περιγραφή ενός και μοναδικού βιώματος, αλλά με τρόπο πολύ διεισδυτικό και αναλυτικό: ένας εξηντάχρονος άνδρας χάνει το πόδι του σε δυστύχημα. Ο συγγραφέας εισχωρεί στην ψυχολογία του ήρωα από την αρχή, ο αναγνώστης ταυτίζεται και νιώθει μ’ όλες τις λεπτομέρειες τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων αλλά και τα στάδια της συνειδητοποίησης του τραγικού γεγονότος.
σελ. 22:
(…) του δόθηκε μια χρυσή ευκαιρία να δώσει το παράδειγμα για το πώς αποδέχεται κανείς με θάρρος ένα από τα πιο σκληρά χτυπήματα της μοίρας, κι αυτός την κλώτσησε. Ποιος μου το έκανε αυτό; Όσο θυμάται πως είχε βάλει τις φωνές στον δόκτορα Χάνσεν, σαν να του έλεγε Ποιος ήρθε κι έπεσε επάνω μου;, εννοώντας κατά βάθος Ποιος είχε το θράσος να μου κόψει το πόδι;, πλημμυρίζει από ντροπή. Δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που πέφτει θύμα δυστυχήματος, ούτε ο πρώτος γέρος που βρίσκεται ξαφνικά στο νοσοκομείο, ανάμεσα σε καλοπροαίρετους αλλά παντελώς αδιάφορους νέους ανθρώπους οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί με τη φροντίδα του. Η απώλεια ενός ποδιού: τι σημαίνει η απώλεια ενός ποδιού αν το δει κανείς ευρύτερα; λοιπόν, αν το δει κανείς ευρύτερα, η απώλεια ενός ποδιού δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πρόβα απώλειας των πάντων. Ποιον θα έχει να του φωνάζει όταν φτάσει εκείνη η μέρα;
σελ. 72: (αρχικά αρνείται να κάνει «πρόθεση», δηλ. πρόσθεση μέλους)
«Συναντάς ανθρώπους στο δρόμο και ούτε που το παίρνεις είδηση το τεχνητό μέλος, τόσο φυσιολογικά περπατούν».
«Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει να φαίνομαι ότι περπατάω φυσιολογικά», της λέει. «Εμένα μ’ ενδιαφέρει να νιώσω φυσιολογικά μέσα μου».
Του χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι της σαν να μην πείθεται στα λεγόμενά του. «Είναι ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή σου. Το παλιό έκλεισε, οφείλεις να το αποχαιρετήσεις και ν’ αποδεχτείς το καινούριο. Να το αποδεχτείς- το μόνο που πρέπει να κάνεις. Και τότε θα δεις ότι όλες οι πόρτες που θεωρείς κλειστές θ’ ανοίξουν. Θα το δεις».
Πράγματι, παρακολουθούμε αυτήν την πορεία «επαναπρογραμματισμού» του «καινούριου σώματος», μέσα από ασκήσεις που αρχικά τουλάχιστον τις θεωρεί εξευτελιστικές. Σιγά-σιγά όμως δένεται και με την Κροάτισσα που τον φροντίζει, μια γεροδεμένη και υγιή καθ’ όλα γυναίκα και προσπαθεί να «μπει» στη ζωή της με το να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του μεγαλύτερου γιου της, με τον οποίο αναπτύσσει σταδιακά μια πατρική σχέση. Οι ισορροπίες ανατρέπονται όταν αναγκάζεται να της εξομολογηθεί τον έρωτά του.
Τότε εμφανίζεται ένα νέο μυστηριώδες πρόσωπο, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο (πρωταγωνίστρια του Κούτσι σ’ άλλο βιβλίο), ηλικιωμένη συγγραφέας, η οποία στέκεται δίπλα στον ήρωα, τον παρακολουθεί, τον κριτικάρει, τον τσιγκλάει ή τον καθοδηγεί/συμβουλεύει και, απ’ ό,τι φαίνεται, τον χρησιμοποιεί ως θέμα στο βιβλίο της. Η παρουσία της Ελίζαμπεθ είναι ελαφρώς εξωπραγματική, κάτι σαν alter ego του συγγραφέα αλλά και του ήρωα.
σελ. 221:
Μήπως αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που τούτη η γυναίκα εμφανίστηκε ουρανοκατέβατη στη ζωή του- όχι για να τον βάλει μέσα σε βιβλίο, αλλά για να τον εισαγάγει στον κύκλο των ηλικιωμένων; Μήπως όλη αυτή η ιστορία με τους Γιόκιτς, με το άσκεφτο και προς το παρόν άκαρπο πάθος του με την κυρία Γιόκιτς στο επίκεντρο, δεν είναι σε τελευταία ανάλυση τίποτα περισσότερο από μια περίπλοκη τελετουργία, ένα πέρασμα στο οποίο η Ε. Κ. ανέλαβε να τον καθοδηγήσει;
Έτσι, λοιπόν, η αντιπαθητική αυτή γυναίκα, σαν έκφραση της θηλυκής πλευράς του ήρωα, στέκεται δίπλα του και τον προσγειώνει, τον συμβουλεύει:
Υπάρχουν, ξέρεις, αυτοί που τους ονομάζω χθόνιους, που έχουν ριζωμένα τα πόδια τους στη γη των πατέρων τους. Υπάρχουν και οι πεταλούδες, πλάσματα του ήλιου και του αέρα, προσωρινοί κάτοικοι σ’ ένα τόπο, προσγειώνονται πότε εδώ, πότε εκεί. Ισχυρίζεσαι πως είσαι πεταλούδα, θέλεις να είσαι πεταλούδα. Όμως έρχεται η μέρα της πτώσης σου, μιας ολέθριας πτώσης, συντρίβεσαι στο έδαφος. Κι όταν πια τα καταφέρεις να σηκωθείς, διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να πετάξεις σαν πλάσμα των αιθέρων, δεν μπορείς ούτε καν να περπατήσεις, δεν είσαι παρά ένας βόλος από ύλη στερεή. (βλ. Shakespear, “O, that this too too solid flesh would melt”)
Παράλληλα με το θέμα της αποδοχής της αναπηρίας και των γηρατιών, ο συγγραφέας θίγει και το θέμα της σχέσης με τους αλλοδαπούς, αλλά και της «πάλης» του παλιού με το καινούριο στο πρόσωπο του Ντράγκο, του γιου της Μαριγιάνα, που «εισβάλλει» με το κομπιούτερ και με τη μηχανή στη ζωή του ήρωα, που αφού αντιδρά στο καινούριο, αναγκάζεται να τα’ αποδεχτεί.
Η ιστορία έχει αρχή, μέση, τέλος. Κορύφωση αποτελεί η παρ’ ολίγον μοιραία προσέγγιση του ήρωα Πολ και της Μαριγιάνα, η οποία απετράπη την τελευταία στιγμή λόγω συνθηκών. Δεν έχει όμως πράγματι νόημα η συνένωση τους γιατί έτσι θ’ ανατρέπονταν οι βασικές τροχιές των κεντρικών ηρώων (η Μαριγιάνα ήταν πολύ «υγιής», γήινη και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή της, στοιχείο ουσιαστικό που προσέλκυσε τον Πολ).

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Κούτσι Τζ. Μ. , «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ»

Πάντα καλογραμμένα τα βιβλία του Κούτσι από πλευράς λογοτεχνικότητας, αλλά το συγκεκριμένο πολύ παρακμιακό αδερφάκι μου! Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας απόβλητος της κοινωνίας, εκ γενετής αποκλίνων λόγω της λαγωχειλίας του, κηπουρός στο Δήμο του Κέιπ Τάουν, που κάποια στιγμή «επαναστατεί» και προσπαθεί να μεταφέρει την άρρωστη μάνα του στο χωριό της φτιάχνοντας ένα αυτοσχέδιο καρότσι και κουβαλώντας το με τιτάνιες προσπάθειες, μέσα σε άπειρους περιορισμούς και δυσκολίες. Η περιπλάνησή του στους δρόμους της Ν. Ένωσης και η επαφή του με το περιθώριο αλλά και με αντάρτες (εμφύλιος κ.λ.π.) θυμίζει road movie ή το έργο “Out of the law” ή το «Στο δρόμο» του Κέρουακ. Η μητέρα του δεν αντέχει τις δοκιμασίες και παραδίδει το πνεύμα, αλλά εκείνος συνεχίζει μόνος, τόσο … μόνος που τον άφησα κι εγώ στη μοναξιά του κι έκλεισα το βιβλίο!!! Ε, πια!
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Λεντς Ζίγκφριντ, «Έκθεση ιδεών»

Σε πολύ προσωπικό και εξομολογητικό τόνο ο έφηβος αφηγητής Ζίγκι καταγράφει την «περιπέτεια συγγραφής» της ‘Εκθεσης ιδεών (στα γερμανικά: deutschstunde) που του επιβλήθηκε ως σωφρονιστική ποινή στο αναμορφωτήριο όπου τον έκλεισαν, την εποχή της ανόδου του ναζισμού (πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του). Ο τίτλος της έκθεσης, καθοριστικής σημασίας για το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι : «Οι χαρές του καθήκοντος». Ο νεαρός Ζίγκι, μη μπορώντας να εκφράσει σε δυο ώρες μόνο τις σκέψεις του, παραδίδει λευκό τετράδιο, και ως τιμωρία εισπράττει την εντολή να μπει στην απομόνωση, όπου αρχίζει την ατέλειωτη αφήγησή του. ‘Οταν μάλιστα, κρίνεται ότι η τιμωρία του έχει εκτιστεί και με το παραπάνω (105 ημέρες!), εκείνος επινοεί τρόπους ώστε να συνεχίσει (Πήρα βαθιά ανάσα. ‘Υστερα ανέβηκα στο γραφείο του διευθυντή. Κουβαλούσα ολόκληρο απόθεμα πιθανών απαντήσεων μαζί μου, τουλάχιστον ήξερα τι έπρεπε ν’ απαντήσω σε πιθανές ερωτήσεις-παγίδες. Δεν ήθελα να δεχτώ χωρίς αντίρρηση διακοπή του μαθήματος των Γερμανικών., ήθελα να είμαι συνεπής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήμουν έτοιμος ν’ αγωνιστώ γιαμ την συνέχιση της τιμωρίας μου.)
Ο συγγραφέας δεν κάνει διάκριση των μερών που αποτελούν αυτή καθ’ αυτή την έκθεση/εργασία από την αφήγηση των γεγονότων μέσα στο σωφρονιστήριο, κι είναι κι αυτό εντέλει μια από τις αρετές του.
Έτσι, βυθιζόμαστε μαζί με τον Ζίγκι σ’ ένα πέλαγος αναμνήσεων που ανατρέχουν στα παιδικά του χρόνια, σε μια επαρχιακή περιοχή της Ανατ. Γερμανίας (Ρουγκμπύλ- ακτές της Βόρειας θάλασσας). Κεντρικό πρόσωπο, που εκπροσωπεί παράλληλα και την τρέχουσα αντίληψη περί καθήκοντος, ο πατέρας του παιδιού, χωροφύλακας του Ρούγκμπιλ, πειθήνιο όργανο της τάξης και εκτελεστής/τηρητής του νόμου περί απαγόρευσης της ελεύθερης έκφρασης της τέχνης. Συμπρωταγωνιστής και πρότυπο του παιδιού, ο ζωγράφος Μαξ Λούντβιχ Νάνσεν, που παραπέμπει στον εξπρεσσιονιστή ζωγράφο ‘Εμιλ Νόλντε.
Σελ. 61:
Ο ζωγράφος κοίταξε έξω τον άνεμο, το σκοτάδι πάνω απ’ την θάλασσα, όπου πιθανότατα συνέβαινε πάλι κάτι που μονάχα αυτός μπορούσε να διακρίνει με τα γκρίζα υπομονετικά του μάτια. Είχα μάθει να ξεχωρίζω κιόλας πότε ήταν βυθισμένος στο αγνάντεμα αθέατων περιστατικών, κινήσεων, παρουσιών. Έφτανε να τον παρατηρήσω, δε χρειαζόταν καν να παρακολουθήσω το βλέμμα του για να ξέρω ότι είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στον φανταστικό κόσμο που ξύπναγε το μάτι του παντού: βασιλιάδες της βροχής, συννεφομαζώχτες, περιπατητές των κυμάτων, καπετάνιους του αγέρα, ανθρώπους της ομίχλης, τους μεγάλους φίλους των μύλων, της αμμουδιάς και των κήπων: ανασηκώνονταν και του παρουσιάζονταν μόλις το βλέμμα του τους λεφτέρωνε απ’ τη σκυφτή κρυφή ζωή τους.
Έτσι, μέσα απ’τη φρέσκια ματιά του νεαρού ήρωα, παρακολουθούμε την περιπέτεια της καλλιτεχνικής έκφρασης του ασυμβίβαστου κι ελεύθερου πνεύματος ζωγράφου, και την σύγκρουσή του φυσικά με τον συγχωριανό του, χωροφύλακα του Ρούγκμπυλ. Οι σχετικές σκηνές γινονται κωμικοτραγικές, εφόσον η πικρή σάτιρα στρέφεται έναντι του παραλογισμού της εξουσίας, όπως στη σελ. 163, όπου ο ζωγράφος μας ζωγραφίζει- παράνομα- ένα ηλιοβασίλεμα, αλλά παραδίδει στον χωροφύλακα άγραφα φύλλα, ισχυριζόμενος ότι «οι στάμπες δεν πέτυχαν ακόμα. Όλα είναι πολύ διακοσμητικά. Μια διακοσμητική αλληγορία». Ο Τίμσεν (άσχετος): «Δε βλέπω τίποτα απολύτως. Και να με καθαρίσετε, εγώ δε βλέπω τίποτα». Ο ζωγράφος, γυρίζοντας σε μένα: «Κι εσύ, Βιτ Βιτ; Εσύ όμως το βλέπεις το ηλιοβασίλεμα, ε;» Εγώ (σηκώνοντας τους ώμους): «Δεν ξέρω. Όχι ακόμα». Ο χωροφύλακας παίρνει όλα τα φύλλα στο χέρι, τα εξετάζει, τα κρατάει ένα ένα κόντρα στο φως και πετάει όλη τη στοίβα πάνω στο τραπέζι): «Εμένα δε θα με ξεγελάσεις». Ο ζωγράφος: «Τι περίμενες; Σ’ το’ πα πως δε μπορώ να σταματήσω. Κανένας μας δεν μπορεί να σταματήσει. Μια και σεις είσαστε ενάντια στο ορατό, πιάνομαι κι εγώ από τ’ αόρατο. Κοίταξέ το καλά: το αόρατό μου ηλιοβασίλεμα με τ’ ακρογιάλι».
Κορυφαίο και πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο με τον πίνακα με «τον άνθρωπο με το κόκκινο παλτό» (σελ. 198), έναν πίνακα που κομμάτιασε ο ζωγράφος μπροστά στα μάτια του Ζίγκι και του πατέρα του ενώ στη συνέχεια περιμάζεψε ο Ζίγκι τα χαρτάκια, έκανε ολόκληρη μανούβρα για να ξεγελάσει τους άλλους και συγκόλλησε τα κομμάτια συγκροτώντας απ’ την αρχή τον πίνακα και φυλάγοντάς τον. Είναι εκπληκτική η περιγραφή όχι μόνο των αντιδράσεων και των συναισθημάτων του ήρωα, αλλά και των πινάκων, κι όλες οι καλλιτεχνικές και αισθητικές «παρατηρήσεις», αυτή η διαφορετική «ματιά» με την οποία μπορείς να βλέπεις τον κόσμο:
«Όλα βρίσκονταν στη θέση τους, ωστόσο το κάθε τι έμοιαζε κάθε μέρα διαφορετικό με τις εναλλαγές του φωτός, με τις εναλλαγές του ουρανού, και πόσες εκπλήξεις δε μου ετοίμαζε κάθε μέρα η Βόρεια Θάλασσα κ.λ.π. (...)Ή ο άνεμος: τη μια σφύριζε μέσα απ’ τις ακτίνες και διασκέδαζε και του’ρχόταν να ξεκαρδιστεί στα γέλια όταν σ’ έκανε να παραπαίεις, έπειτα σου’ριχνε θυμωμένος το αδιά βροχο στα μούτρα ή σ’ έκανε να κουτρουβαλήσεις στο ανάχωμα. Τι συχνά που αλλάζουν όλα εδώ πέρα, καθημερινά, ώρα με την ώρα, πόσο συχνά σκέφτεσαι τις διαφορές, μπορεί και ν’ αναστατωθείς μ’ αυτές τις διαφορές, αρκεί να το θελήσεις»
Και στη σελ.377-8:
« Ξέρεις τι θα πει να βλέπεις; Να πολλαπλασιάζεις. Να βλέπεις θα πει να διαπερνάς και να πολλαπλασιάζεις. Ή και να εφευρίσκεις. Για να μοιάζεις στον εαυτό σου, πρέπει να εφευρίσκεις τον εαυτό σου, ξανά και ξανά, με κάθε ματιά.(...++) Αρχίζει κανένας να βλέπει όταν πάψει να παίζει τον παρατηρητή, κι εφευρίσκει εκείνα που έχει ανάγκη: τούτο το δένδρο, τούτο το κύμα, τούτη την αμμουδιά».
Η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο αντιδιαμετρικά πατρικά πρότυπα αλλά κι ανάμεσα στις αντίθετες μεταξύ τους αντιλήψεις περί «καθήκοντος», μεταφέρεται και στην ψυχή του Ζίγκι, αλλά η λατρεία του στα έργα του ζωγράφου μετατρέπεται σε αρρωστημένη μανία να περισυλλέγει τα απειλούμενα έργα, να τα συντηρεί, να τα κρύβει. Κατάλληλη αρχικά κρυψώνα ήταν ένας παλιός ερειπωμένος μύλος, όπου εκτός από τα απαγορευμένα έργα, κρύβεται και το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, ο αδελφός του ήρωα, Κλάας (παρακολουθούμε παράλληλα και την ιστορία του σιωπηρά ασυμβίβαστου Κλάας, καθώς και τη σχέση με τους καθηκοντόπληκτους γονείς (πολύ άσπλαχνη η μάνα)). Κορύφωση στην όλη πλοκή, η πυρκαγιά του μύλου, που σημαίνει εξαφάνιση της συλλογής των έργων του ζωγράφου, και όχι μόνο. Αυτή η «περιπέτεια» δημιουργεί αρρωστημένη αντίδραση στον Ζίγκι, ένα είδος ψυχωσικής εμμονής που οδηγεί στην άμεση σύγκρουση με τον πατέρα, στην περισυλλογή έως και κλοπή έργων ακόμα κι όταν καταργήθηκε η απαγόρευση, και στη συνέχεια στη σύλληψη και προσαγωγή του στο αναμορφωτήριο (όπου τον παρακολουθεί και μια ομάδα ψυχολόγων).
Εξίσου όμως ψυχωσικός αποδεικνύεται κι ο χωροφύλακας, ο οποίος «καταδιώκει» με τον τρόπο του τον ζωγράφο, ακόμα κι όταν ο τελευταίος γίνεται γνωστός, τελειώνει η περίοδος της απαγόρευσης και αναγνωρίζεται πλέον απ’ το καινούριο καθεστώς. Μια απ’ τις δυνατές στιγμές, στις σελ. 421-423, όπου ο κομισσάριος της περιοχής επισκέπτεται τον ζωγράφο για να του απονείμει τιμές, ενώ παράλληλα παρευρίσκεται, κατά τραγική ειρωνεία, ο χωροφύλακας, θέλοντας να «εκτελέσει» το καθήκον του. Η σκηνή είναι καθαρά κωμικοτραγική, εφόσον ο κομισσάριος θέτει ερωτήσεις του τύπου: «με ποιον τρόπο ελεγχόταν η τήρηση της απαγόρευσης;» ή «τι απέγιναν οι πίνακες που κατασχέθηκαν;» στην οποία ερώτηση ο ζωγράφος δίνει την εξής μεγαλειώδη απάντηση που αποτελεί και την αντιδιαμετρική αντίληψη του βιβλίου σχετικά με τις «χαρές του καθήκοντος»: «Τι δυνατότητες έχεις όταν θέλεις μονάχα να κάνεις το καθήκον σου και δεν περιμένεις τίποτα άλλο από τον εαυτό σου;»
Εκπληκτικό το τέλος, και από άποψη ουσίας, αλλά και από έκφραση.
Σημειώνω την τελευταία φράση (έχει ολοκληρωθεί η τιμωρία, πρόκειται να βγει απ’ το αναμορφωτήριο, και οραματίζεται τις τελευταίες του στιγμές πριν βγει):
« Μια χειρονομία και θα καθίσουμε, θα καθόμαστε (εκείνος κι ο διευθυντής του αναμορφωτήριου) ακίνητοι ο ένας απέναντι στον άλλον, ευχαριστημένοι, γιατί ο καθένας απ’ τους δυο μας θα έχει την αίσθηση ότι βγήκε νικητής».
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Μπελ Χάινριχ, «Ασφυκτική προστασία»

Βιβλίο βαθιά πολιτικό, όπως όλα τα βιβλία του Χάινριχ Μπελ, με αναφορές και προβληματισμούς σχετικά με το μετασχηματισμό της μεταπολεμικής κοινωνίας. Γραμμένο το 1979, εποχή της Μπάαντερ- Μάινχοφ, το προτελευταίο βιβλίο του Μπελ αποτελεί ένα είδος κριτικής στις τάσεις της κοινωνίας και στον κυρίαρχο ρόλο που καταλαμβάνουν σιγά-σιγά τα ΜΜΕ. Ο κεντρικός ήρωας είναι μεγαλοεκδότης, ανήκει στην αστική τάξη, κατέχει τόση κοινωνική δύναμη που το κράτος σπεύδει να τον «προστατεύει» με το να παρακολουθεί διαρκώς, σε κάθε βήμα, τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του. Αυτή είναι η βασική σύλληψη –κάπως υποθετική, ωστόσο προφητική σ’ ένα βαθμό, ιδιαίτερα στην κοινωνία της Γερμανίας όπου το κράτος αντιμετώπισε πρώιμα το πρόβλημα της «τρομοκρατίας» εγκαινιάζοντας τρόπους καταστολής. Το τίμημα της προστασίας είναι η ασφυκτική παρακολούθηση- οι διέξοδοι διαφυγής ανοίγονται σαν χαραμάδες και κυρίως οι γυναίκες, που είναι οι δευτερεύοντες ήρωες αυτής της ιστορίας βρίσκουν τρόπους να ισορροπούν.
Η ατμόσφαιρα είναι καφκική και το ύφος πάντα συναρπαστικό, αν και είναι σκοτεινό, βαρύ και αργόσυρτο.
Παρόλο που το θεωρώ αξιόλογο βιβλίο, εξωτερικοί παράγοντες με ανάγκασαν να το διακόψω κι έτσι δεν διαπίστωσα αν ο Μπελ προβάλλει την απαισιόδοξη οπτική ότι ο άνθρωπος συμμορφώνεται και αλλοτριώνεται μέσα σε μια τέτοια κοινωνία ή αν εντέλει υπερισχύει η «ανθρώπινη» πλευρά, που αναζητά την πνευματική ελευθερία.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Ναφιζί Αζάρ, Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη

Ο τίτλος δεν προδιαθέτει ιδιαίτερα, αλλά αμέσως το βιβλίο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, διαψεύδει αυτή την εντύπωση. Πρόκειται για τις εμπειρίες μιας καθηγήτριας αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, η οποία περιγράφει την κατάσταση στο Ιράν πριν από την «Επανάσταση» του Χομεϊνί και κατά τη διάρκεια της επικράτησής του.
Γραμμένο μ’ ευαισθησία, με παράλληλες «εσωτερικές περιπέτειες» στη σχέση της καθηγήτριας και των φοιτητών/τριών με τη λογοτεχνία, δηλαδή με συγκεκριμένα μυθιστορήματα που τους διαμορφώνουν σιγά-σιγά τη συνείδησή τους και την αντίληψή τους για τον κόσμο. Η εμπνευσμένη Nafisi, καταφέρνει, μέσα στην άκρως καταπιεσμένη Περσία, να οργανώσει ένα μάθημα λογοτεχνίας σε κοπέλες –κυρίως- και να τους διδάσκει ανατρεπτικές (για το καθεστώς του Χομεϊνί) ιδέες, μ’ έμμεσο και βιωματικό τρόπο.
(σελ.46):
Αποφάσισα να παίξω στην τάξη ένα μικρό παιχνίδι, να δοκιμάσω την περιέργειά τους. Στις εξετάσεις του τριμήνου, μια από τις ερωτήσεις ήταν: «Εξηγήστε τη σημασία της λέξης ‘υψιλάμπα΄ στα πλαίσια του έργου «Πρόσκληση σ’ έναν αποκεφαλισμό» του Ναμπόκοφ (…). Εγώ συνέδεσα το υψιλάμπα με την απίθανη χαρά ενός μετέωροτ άλματος. Η Γιασίπου έδειχνε ενθουσιασμένη χωρίς ιδιαίτερο λόγο, φώναξε ότι πάντα πίστευε πως επρόκειτο για το όνομα κάποιου χορού – ξέρετε, «Έλα, μωρό μου, αυτό το Υπσιλάμπα είναι μόνο για μας (…). Η Μανά είπε ότι το υψιλάμπα έφερνε στο νου της την εικόνα ενός μικρού ασημένιου ψαριού κ.λ.π. κ.λ.π.
Έτσι, το υψιλάμπα αποτέλεσε το τμήμα ενός αρχείου κωδικοποιημένων λέξεων και εκφράσεων, ενός αρχείου που διαρκώς μεγάλωνε, μέχρι που φτάσαμε να δημιουργήσουμε μια μυστική γλώσσα εντελώς δική μας. Η λέξη εκείνη έγινε σύμβολο, ένδειξη της απροσδιόριστης χαράς, του μυρμηγκιάσματος στη ραχοκοκαλιά, που ο Ναμπόκοφ περίμενε να αισθάνονται οι αναγνώστες του διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό έργο. Αυτή ήταν η αίσθηση που ξεχώριζε τους καλούς αναγνώστες, όπως τους αποκαλούσε, από τους συνηθισμένους. Έγινε, επίσης, ο κωδικός πρόσβασης που άνοιγε τη μυστική σπηλιά της μνήμης.
Η Ναφιζί ενσωματώνει στην κυρίως αφήγηση (όπου πρωταγωνιστεί η ίδια και οι μαθήτριές της) τα λογοτεχνικά έργα που διαβάζουν, μ’ ένεν καθαρά αριστουργηματικό τρόπο. Στις σελίδες 68-69 απαντά στο ερώτημα: «Γιατί τη Λολίτα;». Κάνει μια κατατοπιστική (για τον ανίδεο αναγνώστη) αναφορά για το τι είναι η Λολίτα, για να καταλήξει:
Όπως και οι μαθήτριές μου, η Λ. αντιλαμβάνεται το παρελθόν της όχι σαν απώλεια, αλλά μάλλον σαν έλλειψη, και, όπως και οι μαθητές μου, γίνεται πλάσμα της φαντασίας κάποιου άλλου. Κάποια στιγμή, η αλήθεια του παρελθόντος του Ιράν έγινε τόσο επουσιώδης για κείνους που το οικειοποιήθηκαν όσο και η αλήθεια της Λ. για τον Χάμπερτ. Έγινε επουσιώδης κατά κάποιο τρόπο που η αλήθεια της Λ., οι επιθυμίες και η ζωή της πρέπει να άσουν το χρώμα τους μπροστά στην εμμονή του Χάμπερτ να κάνει ερωμένη του ένα απείθαρχο δωδεκάχρονο κορίτσι.
(…) Έτσι κατάλαβα εγώ τη Λ. Ξανά και ξανά, καθώς αναλύαμε το έργο σε κείνη την τάξη, οι συζητήσεις μας χρωματίζονταν από τις κρυμμένες προσωπικές λύπες και χαρές των μαθητών μου. Όπως το δάκρυ λεκιάζει ένα γράμμα, έτσι και η εισβολή μέσα στο κρυμμένο και στο προσωπικό σκίαζε όλες τις συζητήσεις μας για τον Ναμπόκοφ. Και, όλο και πιο πολύ, εγώ σκεφτόμουν την πεταλούδα- τελικά, αυτό που μας έδενε τόσο στενά ήταν εκείνη η διεστραμμένη οικειότητα μεταξύ θύτη και θύματος.
Μπαίνουμε, μέσα από την «εσωτερική’ αυτή αφήγηση, στην καρδιά του ιρανικού φονταμενταλισμού, για να παρακολουθήσουμε τα φτερουγίσματα ελεύθερων ψυχών-γνωρίζουμε ακόμα εκ των έσω έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό, μια οπτική γωνία του δικού μας κόσμου τόσο αλλιώτικη αλλά και τόσο οικεία.
Σελ. 120:
Ήμασταν όλες θύματα του αυταρχικού χαρακτήρα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, που εισέβαλλε διαρκώς στις πιο ιδιωτικές γωνιές της ζωής μας, για να μας επιβάλει τις άτεγκτες φαντασιώσεις του. Αυτός ήταν ο νόμος του Ισλάμ; Τι αναμνήσεις φτιάχναμε για τα παιδιά μας; αυτή η συνεχής προσβολή της προσωπικότητας, αυτή η μόνιμη έλλειψη καλοσύνης ήταν που με τρόμαζαν περισσότερο.
Η μυθιστορηματική προσέγγιση, δηλαδή η περιγραφή της ωρίμανσης των μαθητών μέσα απ’ τα μυθιστορήματα της αμερικάνικής και της αγγλικής λογοτεχνίας, συμπλέκονται και συνδέονται με τους μαθητές και τις μαθήτριες της Αζάρ. Περιστατικά από την όλο και περισσότερο πιεσμένη τους ζωή τους συγκλονίζουν και παίρνουν δύναμη από τη λογοτεχνία, φωτίζοντάς τη από μια διαφορετική (τόσο διαφορετική από τη δική μας!!) οπτική γωνία. Περιστατικά καθημερινά, ανήκουστα για τον δικό μας τρόπο ζωής (π.χ. σύλληψη και κράτηση για δυο μερόνυχτα έξι κοριτσιών, προσπάθειες για ενοχοποίησή τους, έλεγχος αν είναι παρθένες ( μπροστά σε φοιτήτριες!)- δυο φορές μάλιστα, δηλώσεις μετανοίας, μαστιγώσεις κ.λ.π. ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ, (ούτε καν πολιτικό!!).
Στο Ιράν μια παράξενη απόσταση καθόριζε τις σχέσεις μας με αυτές τις καθημερινές ταπεινώσεις και ωμότητες. Εκεί μιλούσαμε σαν τα γεγονότα να μη μας αφορούσαν• σαν σχιζοφρενείς, προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τους εαυτούς μας μακριά από κείνο τον άλλον εαυτό, τον τόσο οικείο και μαζί τόσο ξένο.
Παρακάτω, με αφορμή την «Πρόσκληση σ’ έναν αποκεφαλισμό» του Ναμπόκοφ:
Το χειρότερο έγκλημα που διαπράττουν τα ολοκληρωτικά μυαλά είναι ότι υποχρεώνουν τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των θυμάτων τους να γίνονται συνένοχοι στα εγκλήματά τους, (βλ. και «Το μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίστλερ). Το να χορεύεις με το δεσμοφύλακά σου, το να συμμετέχεις στην εκτέλεσή σου, είναι μια πράξη απόλυτης αποκτήνωσης.
Πέρα από το κοινωνικό και ιστορικό ενδιαφέρον, η Αζάρ Ναφιζί αγγίζει και θέματα καθαρά φιλολογικά/λογοτεχνικά, προχωρά σε βάθος στην ουσία της λογοτεχνίας:
«Το μυθιστόρημα δεν είναι αλληγορία, είπα καθώς έφτανε στο τέλος. Είναι η αισθησιακή εμπειρία ενός άλλου κόσμου. Εάν δεν μπείτε σ’ αυτόν τον κόσμο, εάν δεν κρατήσετε την αναπνοή σας με τους χαρακτήρες, εάν δεν ταυτιστείτε με το πεπρωμένο τους, δε θα μπορέσετε να βιώσετε τα συναισθήματά τους, και η συναισθηματική συμμετοχή βρίσκεται στην καρδιά του μυθιστορήματος. Έτσι διαβάζεται ένα μυθιστόρημα: εισπνέουμε την εμπειρία. Αρχίστε λοιπόν να εισπνέετε».
Φαίνεται ότι και στην πραγματική της ζωή η Αζάρ Ναφίζι είναι πολύ ευρηματική και εμπνευσμένη ως καθηγήτρια. Όταν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο, (πριν δηλαδή παραιτηθεί), υπήρχαν φυσικά φονταμενταλιστές φοιτητές που αντιδρούσαν στην «ανηθικότητα της αμερικανικής κουλτούρας». Με αφορμή την καταγγελία ενός φοιτητή εναντίον του …Great
Gatsby (!), (γιατί ήταν ανήθικο, γιατί έδινε λάθος πρότυπα στους φοιτητές και δηλητηρίαζε το μυαλό τους κ.λ.π.) σκαρφίστηκε να στήσει δίκη στο πανεπιστήμιο με εισαγγελέα, συνήγορο υπεράσπισης κ.λ.π. (Στο κάτω-κάτω, δεν επρόκειτο απλά για την υπεράσπιση του Γκάτσμπυ, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να προσεγγίζουμε συνολικά τη λογοτεχνία- και, κατ’ επέκταση, την πραγματικότητα). Ό,τι διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της δίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι ουσιαστικό, βαθύ, αβίαστο και με μια δόση χιούμορ. Αποκορύφωμα τα λόγια της συνηγόρου υπεράσπισης, Ζαρίν, στη σελίδα 225:
Μήπως όλοι όσοι διάβαζαν Στάινμπεκ έκαναν απεργία ή κατευθύνονταν προς τα δυτικά; Μήπως το’ ριχναν στο κυνήγι της φάλαινας όταν διάβαζαν Μέλβιλ; Δεν είναι οι άνθρωποι λίγο πιο σύνθετοι απ’ αυτό; Και είναι οι επαναστάτες κενοί προσ. συναισθημάτων και συγκινήσεων; Ποτέ δεν ερωτεύονται και δεν απολαμβάνουν την ομορφιά; Πρόκειται για εκληκτικό βιβλίο. Σε κάνει να εκτιμάς τα όνειρά σου, αλλά και να δυσπιστείς απέναντί τους. Σε διδάσκει να ψάχνεις για την ακεραιότητα σε ασυνήθιστα μέρη.
Το καθεστώς του Αγιατολάχ σκληραίνει, οι περιορισμοί- ιδιαίτερα των γυναικών- κλιμακώνονται και, προς το τέλος του βιβλίου οι πολιτικές αναφορές πληθαίνουν. Γίνεται πόλεμος με το Ιράκ, η Ναφιζί χάνει τη δουλειά της, τέλος αποφασίζει με τον άντρα της να φύγουν από τη χώρα (η κατάσταση πια έχει φτάσει στο απροχώρητο).
Ωραίο το τέλος (σελ. 539):
Έχω μια επανερχόμενη φαντασίωση, ότι έχει προστεθεί ένα ακόμη άρθρο στη Χάρτα των Ανθρ. Δικαιωμάτων: αφορά το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στη φαντασία (…)
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Νταν Μπράουν, Κώδικας Ντα Βίντσι

Ένα βιβλίο έξυπνο, αστυνομικών προδιαγραφών με σκηνικό όμως μυστικές αδελφότητες, κώδικες κ.λ.π. Όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας, βασίζεται σε κάποια ιστορικά δεδομένα πραγματικά, όπως είναι το «Κοινό της Σιών» (μυστική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1099), και η θρησκόληπτη φανατική «σέκτα» Opus Dei της οποίας οι οπαδοί υποβάλλονταν σε μεθόδους πειθαναγκασμού (π.χ. «σωματικό εξαγνισμό»). Έτσι, πέρα από την πλοκή που είναι συναρπαστική, ενδιαφέρουσα (μέχρι που σου κόβεται η ανάσα), υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον «φιλολογικό» γιατί μας μεταφέρει σ’ έναν κόσμο μυστικών τελετών, σημαδιών, κωδίκων, αιρετικών πίστεων κ.λ.π., άγνωστο σ’ εμάς, αλλά όπως φαίνεται πολύ ισχυρό.
Προσωπικά δε θέλησα να δω κανένα στοιχείο θρησκευτικής προπαγάνδας, γιατί οι εκκλησιαστικές και οι δογματικές έριδες είναι κάτι που με αφήνει παγερά αδιάφορη.
Βέβαια, η υπόθεση λίγο παρατραβάει, αποκτά στοιχεία περιπέτειας εξεζητημένης (διαφυγές, κυνηγητά, μεταστροφές, συμπτώσεις, κ.λ.π) ενώ δεν υπάρχει ιδιαίτερη λογοτεχνικότητα (γραφή ενός καλού, αξιοπρεπούς αστυνομικού μυθιστορήματος). Το ότι εξελίσσονται παράλληλα πολλές ιστορίες και σταματούν στάνταρ σ’ ένα σημείο κορύφωσης της αγωνίας, θυμίζει τεχνική καλοστημένου σήριαλ.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Όστερ Πολ, "Λεβιάθαν"

Ο τίτλος παραπέμπει σε τέρας της φοινικικής μυθολογίας, γι’ αυτό και είναι απ’ τα τελευταία εναπομείναντα βιβλία του Πολ Όστερ που διάβασα! Παρόλ’ αυτά, μ’ ενθουσίασε, και νομίζω ότι είναι από τα αρτιότερά του έργα, με αρχή- μέση- τέλος (χωρίς δηλαδή τα «μεταμοντέρνα» κλεισίματα όπου το τυχαίο κάνει το θαύμα του ή όπου δεν υπάρχει λύση του μυστηρίου κ.λ.π. κ.λ.π).
Πάλι έχουμε δυο φίλους, και, όπως και στο βιβλίο του Ντε Κάρλο, πρόκειται για δυο συμπληρωματικούς χαρακτήρες- συγγραφείς και οι δυο, αλλά ο ένας πιο ακραίος, εμπαθής, άνθρωπος του ρίσκου και της έντασης, ενώ ο αφηγητής πιο στοχαστικός.
Η δομή είναι και πάλι αριστοτεχνική. Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης υπάρχουν ακατάστατα φλάς-μπακ σε επεισόδια ασύνδετα και φαινομενικά απίθανα που όμως συνθέτουν τα γεγονότα σ’ ένα παζλ «κατά το εικός και αναγκαίον», και φυσικά χωρίς ποτέ να κουράζουν τον αναγνώστη, εφόσον η πλοκή δεν είναι εις βάρος του ύφους, που είναι μεστό, ουσιαστικό, έξυπνο, εύστοχο! Τα επιμέρους επεισόδια σου κρατούν το ενδιαφέρον γιατί προτείνουν μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου…[Π.χ. η παρέκβαση με την περιγραφή της Μαρίας, (της γυναίκας –κλειδί στην κεντρική αφήγηση που είναι η εξήγηση γιατί ο ήρωας αποφασίζει στο τέλος να καταστρέψει όλα τα αγάλματα ελευθερίας που υπάρχουν στην …Αμερική!)] είναι καταπληκτική! Πρόκειται για ένα άτομο ευφάνταστο, που ανάγει κυριολεκτικά τη ζωή σε τέχνη, εφόσον αφιερώνει την ενέργειά της για να στοιχειοθετήσει σενάρια ζωής και να τα φωτογραφίσει ή να τα περιγράψει!! (σελ 78 κ.ε.) Ασφαλώς πρόκειται για ένα «πρόσωπο» του Πολ Όστερ, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι ανεξάντλητος στη σεναριοποίηση της πραγματικότητας.
Η υπόθεση είναι αρκετά περίπλοκη για να την καταγράψω, έστω και συνοπτικά, αλλά αποτελεί μέρος της ουσίας. Για τον Όστερ, η δράση είναι σκέψη, έχει δηλαδή απίστευτο βάθος, γι’ αυτό, αν και υπάρχουν εμβαθύνσεις και προσπάθειες ερμηνείας των συναισθημάτων και των κινήτρων των πράξεων, ουσιαστικά οι πράξεις στις οποίες προβαίνουν οι ήρωες είναι οι φορείς του «πνεύματος».
Δεν αντιγράφω τίποτα γιατί θα’ πρεπε ν’ αντιγράψω … όλο το βιβλίο!!

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Όστερ Πολ, «Τρέλες στο Μπρούκλιν»

‘Οπως πάντα σαγηνευτικός ο Πολ Όστερ, και από από άποψη περιεχομένου αλλά και από έκφραση. Αυτή τη φορά μάλιστα, είναι ελαχιστοποιημένος ο παράγοντας «τύχη», το βιβλίο έχει «αρχή, μέση και τέλος», δηλαδή όλες οι επί μέρους ιστορίες ολοκληρώνονται κατά κάποιο τρόπο.
Κλασσικά, υπάρχει ο κεντρικός ήρωας-αφηγητής που σε μια καμπή της ζωής του ξεκινά πάλι από το μηδέν, παρατώντας ό,τι τον συνδέει με το παρελθόν. Ο αφηγητής αυτός, με τη σειράτου, παρουσιάζει ως κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας του τον ανηψιό του, Τομ, έναν εκκεντρικό νεαρό που διαψεύδοντας τις προσδοκίες των γονιών του και τις προδιαγραφές των σχολικών του χρόνων καταλήγει ως «outsider», εντέλει δουλεύει για χάρη ενός βιβλιοπώλη ύποπτου παρελθόντος, στην ιστορία εμπλέκονται και γυναίκες, έρωτες, κόρες, ίντριγκες κ.λ.π., ενώ η πλοκή κορυφώνεται όταν πεθαίνει ο Χάρυ (βιβλιοπώλης) από καρδιακή συγκοπή λόγω εκβιασμού. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει η ψυχογράφηση της εννιάχρονης Λούσυ, κόρη της αδελφής του Τομ, που εμφανίζεται από το πουθενά, στην αρχή δε μιλά και δεν αποκαλύπτει τίποτα από το μυστήριο του παρελθόντος της, ενώ ταράζει τα νερά της ζωής των «μποέμηδων», εργένηδων συγγενών της.
Σελ. 234:
- Μην πεις στον θείο Τομ ότι εγώ το έκανα, εντάξει;
- Γιατί όχι;
- Δεν θα με αγαπάει πια.
- Και βέβαια θα σε αγαπάει.
- Όχι, όχι πια. Κι εγώ θέλω να με αγαπάει.
- Εγώ ακόμα σ’ αγαπώ, έτσι δεν είναι;
- Εσύ είσαι διαφορετικός.
- Με ποιον τρόπο;
- Δεν ξέρω. Δεν παίρνεις τα πράγματα τόσο βαριά όσο ο θείος Τομ. Εσύ δεν είσαι τόσο σοβαρός.
- Αυτό συμβαίνει επειδή είμαι μεγαλύτερος.

Οι «λύσεις» όλων των μυστηρίων είναι ενδιαφέρουσες και αξιοπρεπείς.
Σελ.83:
‘Οταν έχεις ζήσει τόσα χρόνια όσα εγώ, τείνεις να νομίζεις ότι τα έχεις ακούσει όλα, πως δεν έχει απομείνει τίποτα που να μπορεί να σε σοκάρει πλέον. Γίνεσαι λίγο αυτάρεσκος όσον αφορά την αποκαλούμενη γνώση σου του κόσμου και έπειτα, μια στις τόσες, κάτι συμβαίνει που μ’ ένα απότομο τίναγμα σε βγάζει από το κουκούλι της μακαριότητάς σου, που σου θυμίζει από την αρχή ότι δεν καταλαβαίνεις το παραμικρό για την ζωή.
Ο ήρωας Νέιθαν γράφει - για πλάκα- «Το βιβλίο της ανθρώπινης ανοησίας», ιστορίες από τη ζωή τη δική του και των γνωστών του που έχουν πλάκα (καταγράφει μερικές που έχουν ιδιαίτερη πλάκα):
Οταν του είπα πως προχωρούσα ακάθεκτος χωρίς να μπορώ να προβλέψω το τέλος, πως κάθε ιστορία που έγραφα έμοιαζε να γεννά μιαν άλλη ιστορία και μετά μιαν άλλη και μιαν άλλη, με χτύπησε στον ώμο με το δεξί του χέρι και απήγγειλε την ακόλουθη εκπληκτική ετυμηγορία: «είσαι συγγραφέας, Νέιθαν. Ένας πραγματικός συγγραφέας γεννιέται».
(...)
«Αστειότητες. Κανένας δεν γεννιέται συγγραφέας στα εξήντα του».
«Δεν υπάρχουν κανόνες όταν πρόκειται για το γράψιμο», είπε. Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά στη ζωή ποιητών και μυθιστοριογράφων, αυτό που θα βρεις είναι το αμιγές χάος, ένα απέραντο συνονθύλευμα από εξαιρέσεις. Και αυτό επειδή η συγγραφή είναι αρρώστια, αυτό που θα μπορούσες να ονομάσεις λοίμωξη ή γρίπη τπου πνεύματος και γι’ αυτό μπορεί να χτυπήσει οποιονδήποτε οποιαδήποτε στιγμή. (+++)

Ραπτόπουλου Βαγγέλη, «Οι φίλοι»

Άκρως απογοητευτικό, προχειρογραμμένο και αλαζονικό. Γραμμένο στο ύφος του ανθρώπου που ξέρει ότι είναι καταξιωμένος και νομίζει ότι ό,τι μπούρδα του κατέβει στο κεφάλι έχει αξία να τη διαβάζουν και οι άλλοι. Γραμμένο σε α’ ενικό, ο ήρωας- αφηγητής υποτίθεται ότι περιγράφει τη σχέση του παιδιόθεν με δυο άτομα, καθώς και τη σχέση του με τη γυναίκα που παντρεύτηκε, υποτίθεται για να δείξει τη δύναμη της φιλίας. Στην πορεία όμως ξεχνιέται ανεπίτρεπτα και βρίσκει αφορμή, σε στυλ ημερολογιακό και τελείως προφορικού και παρεϊστικου λόγου, να εκφράσει τις «προοδευτικές» του ιδέες πάνω σε σύγχρονα θέματα όπως π.χ. τους ολυμπιακούς αγώνες. Γενικά ήταν βαρετό και προβλέψιμο, το μόνο σημείο που ξεχώρισα, στις σελ. 81-82:

Κατά τ’ άλλα, υπάρχουν δυο είδη παρόντος. Από τη μια το εφήμερο παρόν κι απ’ την άλλη το αιώνιο, η αιώνια στιγμή.(…) Η αιωνιότητα, λέει ένας δικός μας μυστικός, ο Καζαντζάκης, είναι ποιότητα, αυτό είναι το μεγάλο, το πολύ απλό μυστικό.
Η θρησκευτική έκσταση και τα θαύματα λαμβάνουν χώρα σε στιγμές όπου το παρόν ακινητοποιείται και ταυτόχρονα εκτείνεται στο άπειρο. Το ίδιο συμβαίνει και με τις στιγμές, δημόσιες ή ιδιωτικές, που αξίζει να αποκαλούμε ιστορικές. Σαν τις πεταλούδες που καρφιτσώνει ένας συλλέκτης, παραμένουν στον καμβά της ζωής και της μνήμης μας, και μετά τις φορτώνουμε με ερμηνείες και σημασίες και θεωρίες, προσπαθώντας να τις κάνουμε να αποκτήσουν όλο και μεγαλύτερη ποιότητα, προσπαθώντας να τις κάνουμε όσο πιο πολύ γίνεται αιώνιες.
Ιδού λοιπόν γιατί υποπτεύομαι ότι γράφω εδώ όλον αυτόν τον καιρό. Συμπλέκοντας τις ατομικές μας στιγμές με τις συλλογικές, αγωνίζομαι να τις καρφιτσώσω σαν πεταλούδες στη συλλογή μου, να τις παγώσω και να τις διατηρήσω αναλλοίωτες. Να τους αποδώσω ποιότητα, κι έτσι να τις μεταβάλω, αν είναι δυνατόν, από εφήμερες σε αιώνιες.

Γενικώς ήταν λίγο ό,τι θυμάμαι χαίρομαι!
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα