Πώς ν’ αρχίσεις από την
αρχή,
αν τα πράγματα συμβαίνουν
πριν συμβούν;
Με βουτιά στα πιο βαθιά
επίπεδα του συνειδητού και του υποσυνείδητου ενός «συγγραφικού εγώ» ξεκινά (και
τελειώνει θα έλεγα) το παράξενο αυτό βιβλίο, που δύσκολα μπορεί να το κατατάξει
κανείς. Σίγουρα δεν είναι μυθιστόρημα, -ή
μάλλον νουβέλα λόγω της μικρής του έκτασης-, γιατί κυριαρχεί ο
αναστοχασμός που συνοδεύει τη διαδικασία
της συγγραφής μιας ιστορίας. Έτσι, τρόπον τινά πρωταγωνιστεί η… γραφή. Η γραφή,
που ξορκίζει τον θάνατο, τον θάνατο που όπως αναφέρει ο αφηγητής και στην
προτελευταία σελίδα «σ’ αυτήν την ιστορία
είναι ο επίλεκτός μου χαρακτήρας». Είναι πάντα παρών ο «συγγραφέας» ονόματι
Ροντρίγκο, μία αρσενική περσόνα της γνωστής μυθιστοριογράφου Βραζιλιάνας Λισπέκτορ
(όπως επισημαίνει η ίδια η Λισπέκτορ στην εισαγωγή: "Αφιέρωση του συγγραφέα,
στην πραγματικότητα Κλαρίσε Λισπέκτορ") και ξεκινά να αφηγείται λίγο πριν τη
σύλληψη του νέου του βιβλίου - που τυχαίνει να είναι και το κύκνειο άσμα της
πραγματικής συγγραφέα.
Έχουμε λοιπόν όλη την
περιπέτεια μιας αφήγησης κι ενός είδους αυτοαναφορικότητα στο τέρμα, που συνήθως
δε μ’ ενθουσιάζει καθόλου (βρίσκω
βαρετές κι ανούσιες τις αυτοαναφορικές πινελιές που προσπαθούν να δώσουν
εκσυγχρονισμένη μεταμοντέρνα όψη σε μια συνηθισμένη αφήγηση)! Όμως, η γραφή της
Λισπέκτορ είναι τόοοοσο εξαιρετική (>εξαίρεση) -όπως διαφορετικό ήταν και το
Κοντά στην άγρια καρδιά-, που ομολογουμένως…
«υποκλίνομαι».
Διαβάζουμε λοιπόν για την
αοριστία της σύλληψης της αρχικής ιδέας, της ηρωίδας, του τόπου και του χρόνου,
διαβάζουμε για την αοριστία της εγκυμονούσας δημιουργίας: Πώς ν’ αρχίσεις, απ’ την αρχή
αν τα πράγματα συμβαίνουν πριν συμβούν;/ πώς γίνεται να ξέρω όλο αυτό που θα
ακολουθήσει και που ακόμη αγνοώ, εφόσον δεν το έζησα ποτέ; Χανόμαστε στις πρώτες σελίδες μέσα στον
κυκεώνα των πιο μύχιων σκέψεων και ακραίων συνειδητοποιήσεων του ανθρώπου που «όσο θα έχει ερωτήσεις και δεν θα υπάρχει
απάντηση θα συνεχίσει να γράφει», γιατί όπως λέει -από την πρώτη πρώτη
σελίδα: η πιο αληθινή ζωή μου είναι μη
αναγνωρίσιμη, άκρως εσωτερική και δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να τη σημαίνει.
Το βιβλίο αυτό είναι
ερώτημα
Ο «συγγραφέας» μιλά για την
ανάγκη να εκφράσει το αίσθημα του χαμού
στο πρόσωπο μιας κοπέλας απ το Νορντέστε. Επιλέγει αυτήν την περιοχή της Β. Βραζιλίας (όπου
η Λισπέκτορ έζησε αρχικά όταν οι γονείς της φτάσαν ως μετανάστες απ’ την Ουκρανία) γιατί
εκεί οι άνθρωποι είναι πάμφτωχοι, άθλιοι κι ανώνυμοι, χωρίς μέλλον. Θέλει μια ιστορία
ψυχρή, όπου να ανασαίνει μια πρωτογενής
ζωή (αυτό που γράφω είναι κάτι
περισσότερο από επινόηση, είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω γι’ αυτήν την κοπέλα
ανάμεσα σε χιλιάδες σαν κι αυτήν).
Προτού να χτίσει τη σύντομη
ιστορία της Μακκαμπέα, αυτής της άκακης, παρθένας, ανόητης κοπέλας, ο
συγγραφέας εκθέτει όλα τα πνευματικά του πισωγυρίσματα (πώς φοβάμαι να ξεκινήσω και να μην ξέρω ακόμα ούτε το όνομα της κοπέλας),
μιλά για την έμπνευση (όπως μπορεί κανείς να μιλήσει γι’ αυτήν), για τα
«εργαλεία του», για τον τρόπο του, για τους δισταγμούς του: κατάφερνα ένα άδειασμα της ψυχής, το
άδειασμα είναι όλα όσα μπορώ να έχω/πρέπει
να μιλήσω απλά για να συλλάβω τη λεπταίσθητη και ασαφή της ύπαρξη/χρειάζεται να
με αντιγράψω με τη λεπτότητα άσπρης πεταλούδας/ξάφνου παθιάστηκα για τα
γεγονότα δίχως λογοτεχνία/δεν είμαι
διανοούμενος, γράφω με το σώμα.
Χτίζεται αργά αργά και με
πισωγυρίσματα, με αυτοαναιρούμενη γραφή μια μικρή προσωπική ιστορία, ο βίος
μιας ηρωίδας που δεν γνωρίζει τίποτα για τον εαυτό της, είναι ολομόναχη στον
κόσμο, δεν αναρωτιέται ποτέ «ποια είναι;» (μονάχα
ζει), και είναι δυστυχισμένη (ή
κι ευτυχισμένη κάποιες φορές) εν αγνοία
της. Εργάζεται ως δακτυλογράφος, δεν
έχει καμιά γοητεία (μόνο εγώ, ο
δημιουργός της την αγαπώ), είναι τόσο
νέα και τόσο σκουριασμένη.
Ο δημιουργός της λοιπόν
επιλέγει έναν κοινό τύπο ανθρώπου που ήξερε
όσα ξέρουμε με το που γεννιόμαστε, έναν χαρακτήρα για τον οποίο η θλίψη είναι πολυτέλεια, το μέλλον είναι πολυτέλεια∙ πρόκειται για
μια ανώνυμη, κοινή κοπέλα, τόσο αρχαία
που θα μπορούσε να είναι βιβλική μορφή. Δεν είναι όμως ούτε αναίσθητη, ούτε
ανάπηρη. Έχει πίστη, έχει πόθους, έχει απολαύσεις. Αναγκαστικά λοιπόν ο
συγγραφέας σκαλίζει έναν υπαρκτό, αλλά παράξενο συναισθηματικό κόσμο: μπορεί η ζωή της να ήταν ένας διαλογισμός διαρκείας
πάνω στο τίποτα, ταυτόχρονα όμως ήξερε
τι ήταν πόθος αλλά δεν ήξερε πως ήξερε/είχε αυτό που λέμε εσωτερική ζωή και δεν
το ήξερε.
Γιατί ο συγγραφέας βάζει
όλους αυτούς τους περιορισμούς στην ύπαρξη στην οποία δίνει πνοή; Αυτό
αναρωτιέται ξανά και ξανά ο ίδιος, με όλους τους τρόπους κι απ’ όλες τις πλευρές.
«Γιατί γράφω;» αναρωτιέται, για να δώσει σκόρπια κι ακατάστατα εκπληκτικής
δύναμης «απαντήσεις»: εκείνη εκβίασε μέσα μου την ύπαρξή της/μέσω της νέας αυτής ουρλιάζω τον δικό μου τρόμο στη ζωή. Στη ζωή που
αγαπάω τόσο/η δράση αυτής της ιστορίας θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετουσίωσή μου
σε κάποιον άλλο και την υλοποίησή μου επιτέλους σε αντικείμενο. Ναι, και ίσως φτάσω το γλυκό φλάουτο γύρω απ’ το
οποίο θα τυλιχτώ σαν εύκαμπτος κισσός.
Θα πρέπει να αντιγράψω όλο το
βιβλίο, αν θελήσω πραγματικά σε μια ανάρτηση να κρατήσω όλη την ουσία, γιατί αν
και το κείμενο είναι ακατάστατο από άποψη δομής (ούτε καν ημερολόγιο, σκόρπιες
σημειώσεις με αφηγηματικά διαλείμματα), είναι περιεκτικό και πολύ ποιητικό (το
ίδιο σύνδρομο είχα και με το άλλο βιβλίο της Λισπέκτορ, Κοντά στην άγρια
καρδιά). Η πιο μεγαλειώδης όμως απάντηση, για μένα, στο ερώτημα «Γιατί γράφω για μια νεαρή που ως και η
φτώχεια της είναι ξεστόλιστη;» είναι: υποχρεούμαι
να αναζητώ μια αλήθεια που με υπερβαίνει/ίσως επειδή στη φτώχεια σώματος και πνεύματος αγγίζω την αγιότητα/ δεν
αντέχω πλέον τη ρουτίνα να είμαι εγώ.
Είναι φανερό ότι η άσκηση
στην οποία υποβάλλει ο/η συγγραφέας τον εαυτό του/της για να αποδώσει τον
ψυχικό κόσμο της Μακκαμπέα είναι μια μαθητεία. Οδηγεί σε ψυχική απογύμνωση, όπως
γυμνή από σκέψεις είναι η ιδιοσυγκρασία της Μακκαμπέα. Για να συλλάβει την ψυχή
της ηρωίδας νιώθει ότι πρέπει να ζει και κείνος όπως εκείνη (πρέπει να τρέφομαι λιτά με φρούτα κλπ) :
θα πρέπει να γραφώ ολόκληρος εγώ μέσα από
κείνη εν μέσω των δικών μου τρόμων/ στην
ουσία είμαι περισσότερο ηθοποιός γιατί, μονάχα μ’ έναν τρόπο στίξης, γίνομαι
ταχυδακτυλουργός του επιτονισμού, υποχρεώνω την αλλότρια ανάσα να μου κρατάει
συντροφιά στο κείμενο. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι ο συγγραφέας που
διάλεξε η Λισπέκτορ είναι αρσενικού γένους, όπως επισημαίνει στο επίμετρο η
μεταφράστρια Ελένη Σιξού (πολύ καλή η μετάφραση, παρεμπιπτόντως)… Αλλιώς θα
έβλεπε μια γυναίκα κι αλλιώς ένας άντρας την άσημη Μακκαμπέα; Πιθανόν, εφόσον κ Λισπέκτορ λέει ότι "αν ο συγγραφέας ήταν γυναίκα, θα άρχιζε τις γλυκανάλατες κλάψες". Πάντως ο Ρικάρντο,
σαν άντρας, βλέπει από διαφορετική απόσταση τη γύμνια (εσωτερική κι εξωτερική) της Μακκαμπέα,
μάλιστα αναρωτιέται για το πώ είναι το φύλο της (το
μοναδικό σφοδρό σημάδι της ύπαρξής της/εκείνη δε ζητούσε τίποτα αλλά το φύλο της
είχε απαιτήσεις, σαν ηλιοτρόπιο που γεννιέται σε τύμβο).
Και, όσο αφορά τα γεγονότα… Τα γεγονότα είναι ηχηρά μα
ανάμεσα στα γεγονότα υπάρχει ψίθυρος. Τα γεγονότα βασανίζουν τον/την συγγραφέα γιατί είναι ακατέργαστα, γιατί είναι σκληρές πέτρες και δεν μπορείς να τ’
αποφύγεις, ίσως γιατί θέλει να προχωρήσεις στην ουσία, πέρα απ’ τα
γεγονότα. Όμως δεν μπορεί να χτίσει χωρίς αυτά, δεν μπορεί να χτίσει με την
ανούσια επανάληψη που χαρακτηρίζει τη ζωή της Μακκαμπέα (όσο για μένα, συγγραφέα μιας ζωής, δεν τα πάω καλά με την επανάληψη: η
ρουτίνα με απομακρύνει από τις πιθανές μου καινοτομίες). Και οι πολλοί
τίτλοι που προτάσσονται της αφήγησης δείχνουν αυτήν την ανησυχία, την έλλειψη
εστίασης σε ένα κεντρικό θέμα.
Η ιστορία της Μακκαμπέα είναι
σύντομη και ανιαρή αλλά έχει αρχή, μέση και τέλος. Ερωτεύεται, ποθεί έντονα το
αντικείμενο του πόθου(η Μακκαμπέα είχε
μια δυστυχία, ήταν αισθησιακή), ονειρεύεται, νιώθει ευτυχία (είχε την καθαρή ευτυχία των ανόητων). Αγαπά
τη μουσική, την απολαμβάνει με πάθος γιατί το
απώτατο υπόστρωμα της μουσικής ήταν η μοναδική της δόνηση. Και πρωτοβουλίες
παίρνει, και σχέσεις σεξουαλικές έχει. Και τα δυο πρόσωπα που πλαισιώνουν την
ιστορία αυτή (ο εραστής και η χαρτορίχτρα) περιγράφονται κάπως πιο κλασικά, από
την απόσταση του παντογνώστη συγγραφέα.
Όμως είναι φανερό ότι το
απροσδόκητο τέλος είναι κι αυτό που αποκαλύπτει τις βαθύτερες προθέσεις του/της
συγγραφέα, αυτό που επιδίωκε να διερευνήσει
και να βιώσει μέσα από αυτήν την «πτωχή τω πνεύματι» και σώματι ηρωίδα. Είναι
ο συγγραφέας και μπορεί να μην ολοκληρώσει την ιστορία, να αφήσει την ηρωίδα «στο
δρόμο». Όμως όχι, όπως λέει και ο ίδιος (η ίδια): θα πάω ως εκεί όπου ο αέρας σώνεται, θα πάω ως εκεί όπου η μεγάλη
θύελλα κοπάζει ουρλιάζοντας, θα πάω ως εκεί που το κενό κάνει καμπύλη. Δεν την
ενδιαφέρουν η δομή ή η αποτελεσματικότητα της μορφής τη Λισπέκτορ, τουλάχιστον στο έργο αυτό. Στις τελευταίες
σελίδες ιδιαίτερα είναι σα να διαβάζουμε απελπισμένα σημειώματα κάποιου που
βιάζεται προσπαθώντας να καταλάβει πώς φτάνει κανείς στο τέλος...
...γιατί αργά ή γρήγορα φτάνει
για όλους η «ώρα του αστεριού»τσι και η Μακκαμπέα ήξερε όσα ξέρουμε όλοι με το που γεννόμαστε, ήξερε δηλαδή ότι
(…) στα σίγουρα θα πέθαινε μια μέρα σαν να είχε αποστηθίσει από πριν νεράκι το ρόλο του αστεριού. Γιατί την ώρα του θανάτου οι άνθρωποι γίνονται λαμπερά αστέρια του σινεμά, είναι η στιγμή της δόξας του καθενός και είναι τότε που -σαν χορωδία- ηχούν συριστικές κορόνες.
τίτλος που προκρίθηκε απ’ τον εκδοτικό οίκο εφόσον όπως
είπαμε η Λισπέκτορ είχε πολλούς τίτλους μέσα στους οποίους και… την υπογραφή της
Χριστίνα Παπαγγελή