Μια ιστορία από τις χιλιάδες που διαδραματίζονται στα περάσματα της Μεσογείου τα τελευταία χρόνια, μια ιστορία φυγής, σπαραχτική στην απλότητά της και στην τραγικότητά της, είχε ήδη περιγράψει ο αγαπημένος Μαροκινός συγγραφέας και ζωγράφος Μαχί Μπινβίν («Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν») από το 1999! Ή μάλλον πολλές ιστορίες εφόσον πρόκειται για μια ομάδα ετερόκλητων ανθρώπων (Μαροκινοί, ένας Βερβερίνος, ένας Αλγερίνος, δύο από το Μαλί, μια νεαρή μητέρα με το βρέφος της, και ο διακινητής) που περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να διασχίσουν παράνομα μέσα στη νύχτα το πέρασμα του Γιβραλτάρ, αναζητώντας στα τυφλά «μια καλύτερη ζωή». Άνθρωποι που η μοίρα τούς έριξε στην αναζήτηση καλύτερης τύχης και που τους ένωσε ο κοινός κίνδυνος, περνούν κάποιες ώρες μαζί και τους συνδέει η αγωνία της επιβίωσης (Φτάνει να μπορέσω να φύγω! Να φύγω και να ξεχάσω. Μακριά απ’ αυτόν τον αδυσώπητο ήλιο που σε ροκανίζει, από την αδράνεια και την απραξία, τη διαφθορά και τη βρομιά, και την κατεργαριά που εδώ ορίζουν το ριζικό μας).
Έτσι λοιπόν, ο πραγματικός χρόνος είναι δυο τρία μερόνυχτα (ξεκινώντας από το καφενείο όπου συναντιούνται με τον διακινητή), ενώ ο Αζούζ, ο Μαροκινός αφηγητής, με οξυδέρκεια κι ευαισθησία ξεδιπλώνει τις προσωπικές ιστορίες των συντρόφων του στο καθοριστικό αυτό ταξίδι. Μέσα από μια αφήγηση απλή, καθημερινή σχεδόν προφορική, ακολουθώντας τα βιώματα και τις σκέψεις/συναισθήματα που τα συνοδεύουν, μάς «συστήνει» με τους συνοδοιπόρους του μεταφέροντας ουσιαστικά τις συγκλονιστικές πορείες αυτών των ανθρώπων, που κατέληξαν τελείως απογυμνωμένοι από κάθε αίσθηση ασφάλειας, πατρίδας, ταυτότητας (ίσως θα’ πρεπε να κάνουμε και μεις το ίδιο και να εξασκηθούμε για το μέλλον: να μάθουμε να είμαστε αόρατοι, να εξαφανιζόμαστε μέσα στην πολυκοσμία, να προχωράμε ξανά στους τοίχους, να αποφεύγουμε να παρατηρούμε τους ανθρώπους, να μην απευθύνουμε καμιά κουβέντα σε κανέναν, να θάψουμε την αξιοπρέπειά μας, να κλείσουμε την καρδιά μας στις προσβολές και στα καψόνια, να πετάξουμε το στιλέτο μας σ΄έναν υπόνομο, να είμαστε άυλοι, να είμαστε ένα τίποτα).
Είναι οι «γυμνές» ζωές ενός πλήθους που στις μέρες μας όλο και πολλαπλασιάζεται, που ο Giorgio Agamben ονόμασε με τον ρωμαϊκό όρο “Homo sacer”[1]το 2005, ανυποψίαστος για την έκταση που θα έπαιρνε σε λίγα χρόνια το φαινόμενο των ανθρώπων χωρίς ταυτότητα, χωρίς στέγη, ασφάλεια, υγεία, των οποίων η σύγχρονη εξουσία καταστρατηγεί ανεξέλεγκτα το δικαίωμα όχι μόνο στην αξιοπρεπή ζωή, αλλά στη ζωή την ίδια. Σε σύγχρονη συνέντευξή[2] του ο συγγραφέας λέει: «Όταν έγραψα το βιβλίο το 1999, λίγοι άνθρωποι είχαν συνειδητοποιήσει την έκταση του δράματος. Μαζί με το νερό, πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτού του αιώνα. Έπρεπε να φτάσουμε να δούμε την τραγωδία των boat-people για να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα του φαινομένου. Η Μεσόγειος έγινε νεκροταφείο για τους νέους κολασμένους της γης. Εκείνη την εποχή μιλούσαμε για τρεις νεκρούς τη μέρα, σήμερα δεν τους μετράμε πια».
Μέσα στην παράδοξη «συντροφιά» υπάρχει η Νουαρά -που ψάχνει τον άντρα της- με το παιδί της, του οποίου το κλάμα αποτελεί απειλή, γι αυτό την κρύβουν κάτω από μια βάρκα. Κάποια στιγμή η Νουαρά επιδεικνύει γιγάντιο θάρρος δαγκώνοντας τον σκύλο που τους ανακάλυψε. Ο σιωπηλός δάσκαλος, Αλγερινός Κασέμ Ντζουντί, του οποίου η οικογένεια υπήρξε θύμα της τρομερής σφαγής στη Μπλίντα[3] (ο Ριζοσπάστης αναφέρει ότι πρόκειται για τη χειρότερη σφαγή του εμφυλίου, Αύγουστο του 1997), που δείχνει ιδιαίτερη συμ-πάθεια στη Νουαρά και αργότερα, όταν εκείνη θα βγει απ’ την κρυψώνα της, τρυφερότητα σε κείνη και το παιδί της (ξαφνικά νιώσαμε δεμένοι μ’ αυτό το πράγμα που κουνιόταν και μας έδωσε τόσο τρόμο). Ο Γιουσέφ, «υποτιθέμενος Μαρρακσί αλλά μάλλον Βερβερίνος του Μέσου Άτλαντα», με την απίθανη ιστορία του ποντικοφάρμακου που ξεκλήρισε όλη του την οικογένεια. Ο πελώριος Παφαντζνάμ, καθαρόαιμος Σονινγκέζος, με τις κρίσεις πανικού στη θέα των φώτων (ότι πρόκειται για την ακτοφυλακή) και ο Γιαρσέ από το Μαλί («Γαλλικό Σουδάν») με το όνειρο να πουλά ψεύτικα Λακόστ στα παζάρια της Μάντ-λα-Ζολί. Αλλά και ο συνέταιρος του διακινητή, Μόραντ ή Μομό, ο «Απελαθείς της Ευρώπης» (τρεις φορές), που σαγηνεύει την ομάδα με τις απίθανες περιπέτειες και τις ερωτικές του ιστορίες, με το απίστευτο όνειρο που βλέπει κάθε σχεδόν βράδυ.
Τέλος, ο νεαρός Αζούζ, παραθέτει σπονδυλωτά τη δική του παράδοξη πορεία. Παιδί που αγαπούσε τα γράμματα και τη γνώση (το πάθος μου για μάθηση ήταν χωρίς όρια), αφού τελείωσε - απ’ τους λίγους στο χωριό- τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ξέφυγε από τη μοίρα του χωριού (πρόβατα, χωράφια, βιαιότητα πατέρα) με τη βοήθεια του παππού του (του εξήγησα την κατάστασή μου κι αυτήν του πατέρα μου, του χωρικού που δε συμφωνούσε να με στείλει στην πόλη να συνεχίσω τις σπουδές μου. Αρνιόμουν να περάσω τις εξετάσεις της χωροφυλακής: σιχαινόμουν τους χωροφύλακες. Με τρομοκρατούσαν. Όμως αυτό ήταν το όνειρό του πατέρα μου∙ και η απαίτησή του).
Με τις συστάσεις του Ρουμάνου καθηγητή του Ρομαντσέφ έγινε δεκτός στο φιλανθρωπικό ίδρυμα «Φυτώριο της βελονιάς», ένα εκκλησιαστικό σχολείο… κεντήματος όπου η αδερφή Μπενεντίκτ αποδείχτηκε η καλή του μοίρα, μια γυναίκα που τον αγάπησε και τον στήριξε ακόμα και μετά θάνατον, εφόσον του άφησε ένα γερό κομπόδεμα για να σπουδάσει (αυτό το κομπόδεμα που τελικά έδωσε στον διακινητή, επιλέγοντας τη φυγή). Εκεί γνωρίζει και τον πατέρα Αλί που του θυμίζει τον παππού του, άλλη σημαδιακή προσωπικότητα του οποίου παρατίθεται η επεισοδιακή ζωή του (οι αναμνήσεις του μού έδιναν την εντύπωση ενός ξεστρατισμένου παρατηρητή μέσα στην προσωπική του ιστορία).
Τέλος, μαζί με την προσωπική ιστορία του Αζούζ ξεδιπλώνεται και η συνταρακτική ιστορία του ξαδέρφου του, Ρεντά, ενός τρομερά φοβισμένου, κατατρεγμένου και εσωστρεφούς πλάσματος, που μετά από περιπέτειες άφησε πίσω την τραγική του οικογένεια και τον δίδυμο αδερφό του, και ξετρύπωσε στο ίδρυμα τον Αζούζ (λυπόσουν να τον βλέπεις γιατί ήταν τόσο καχεκτικός και βρώμικος). Όταν ο Αζούζ πια αποφασίζει να αποτολμήσει τη φυγή, αναλαμβάνει και την ευθύνη του ευάλωτου ξαδέρφου, που δημιουργεί διάφορα προβλήματα και δυσκολίες. Κι όταν λιποψυχά τελευταία στιγμή, ενώ η βάρκα έχει γεμίσει με τους ταξιδευτές και είναι έτοιμη να χαθεί στο σκοτάδι, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τη συναισθηματική ένταση του Αζούζ που επηρεάζει την ύστατη επιλογή:
Ο Ρεντά ήταν εδώ, κοντά μου. Ζωντανός. Κι αυτό μου έφτανε να είμαι χαρούμενος.
Δεν θέλω να προδώσω το απροσδόκητο τέλος, αλλά θα σχολιάσω μόνο ότι γίνεται αισθητό ότι η μεγάλη περιουσία που απομένει στη «γυμνή ζωή» είναι η ανθρωπιά.
[1] Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή: «Στο αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του Homo sacer όπως και η σημασία του για τη δόμηση της κυριαρχίας και της βιοπολιτικής. Πρόκειται για μια φιγούρα στην οποία αποτυπώνεται για πρώτη φορά η παράδοξη σχέση εξουσίας/κυριαρχίας και απλής βιολογικής ζωής. Γιατί αυτός ο χαρακτήρας παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον; Μα γιατί πρόκειται για κάποιον που ενώ η κοινότητα τον έχει κρίνει για κάποιο έγκλημα, εντούτοις δεν τον καταδικάζει με τους συνηθισμένους τρόπους, αλλά του αποδίδει μια ιερότητα που απαγορεύει μεν τη θυσία του, επιτρέπει όμως σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της κοινότητας να τον σκοτώσει χωρίς τον κίνδυνο τιμωρίας. Πρόκειται επομένως για μια ζωή στο όριο, ή καλύτερα για μια παράδοξη ύπαρξη που ανοίγεται στην ανυπαρξία, για το ίδιο το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου».https://www.protoporia.gr/agamben-giorgio-homo-sacer-kyriarxh-e3oysia-kai-gymnh-zwh-9789607909657.html
[2] https://www.epohi.gr/article/32624/synenteuxh-tou-marokinou-polyvravevmenou-kai-polymetafrasmenou-syggrafea-maxi-mpinmpin, αξίζει να τη διαβάσετε
[3] https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3696620