Κυριακή, Φεβρουαρίου 27, 2011

Μια ομπρέλα για τη μέρα, Βίλχελμ Γκενατσίνο

Νιώθω πως άνθρωποι σαν κι εμένα θα’ πρεπε να μάθουν ότι θα εξαφανιστούν ή θα αλλάξουν όπως τα παλιά σπίτια. Αυτή η αίσθηση συνδέεται με ένα συναίσθημα που έχω συχνά: Ότι υπάρχω στον κόσμο χωρίς τη δική μου έγκριση. Για την ακρίβεια, ακόμα περιμένω να με ρωτήσει κάποιος αν θέλω να είμαι εδώ. Θα μου φαινόταν ωραίο, ας πούμε, αν έδινα αυτήν την έγκριση σήμερα το απόγευμα. Και δεν έχει καμιά σημασία που αγνοώ ποιος θα μπορούσε στ’ αλήθεια να είναι εκείνος που θα μου εκμαίευε αυτή την έγκριση.

Ένας άνθρωπος που ασκεί το παράδοξο επάγγελμα τού να δοκιμάζει παπούτσια πολυτελείας, ζει πολλές ώρες περπατώντας στην πόλη, διασχίζει μεγάλες αποστάσεις και καταγράφει όσα βλέπει, όσα σκέφτεται και αισθάνεται. Περιπλανώμενος μοναχικός παρατηρητής, ανώνυμος και περιθωριοποιημένος, τη ζωή του δρόμου την έχει κάνει τρόπο σκέψης∙ τα βιώματα της ημέρας προσδιορίζουν τα συναισθήματά του και την αίσθηση ταυτότητας, ο ρυθμός του παρατηρητή/περιπατητή τού καλλιεργεί έναν αισθησιακό τρόπο αντίληψης, με μια διάθεση συνεχούς επαναπροσδιορισμού.
Δεν είναι δηλαδή εξωτερικός παρατηρητής, μόνο. Δεν έχουμε μια κάμερα που απλώς καταγράφει ηθογραφικές σκηνές καθημερινότητας μιας –ανώνυμης- γερμανικής πόλης. Ο –ανώνυμος κι αυτός- ήρωας/αφηγητής, χωρίς να παύει να’ ναι γειωμένος σε μια στέρεη πραγματικότητα που μας τη μεταφέρει με αδρές γραμμές, ξεκινά από καθημερινές εικόνες και μικροπεριστατικά του δρόμου και γίνεται ταυτόχρονα παρατηρητής των εσωτερικών διεργασιών που δημιουργούνται, σαν αποτύπωμα της εμπειρίας, μέσα του. Όλα τού είναι ξένα (δεν είναι τυχαίο που το μοτίβο ότι «ζει στον κόσμο χωρίς τη δική του έγκριση» έρχεται και ξανάρχεται σε διαφορετικές χρονικές φάσεις και με διάφορες μορφές). Κι όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικά αδιάφορο (δεν ξέρω αν τόση σιωπή που χρειάζομαι για να ζήσω είναι φυσιολογική ή είναι μόνο η αρχή της αρρώστιας μου, που το περιορισμένο της σύμπτωμα είναι η αίσθησή μου ότι θρυμματίζομαι, ή ξεφτίζω, ή ξεχαρβαλώνω). Έτσι, βιώνει και παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια σα να βλέπει γύρω του συνέχεια σημάδια, που τα χρειάζεται για να νοηματοδοτήσει επιτέλους την ύπαρξή του:
Η ξαφνικά εγκαταλελειμμένη όχθη με αιχμαλωτίζει. Μου αρέσει ιδιαίτερα μια ξύλινη βάρκα που είναι γερά δεμένη σ’ ένα δένδρο και κουνιέται από το ρεύμα πέρα δώθε. Η μισή είναι γεμάτη με νερό, δεν είναι ακριβώς έξω απ’ το νερό, αλλά δεν βουλιάζει κιόλας. Ακριβώς έτσι αισθάνομαι κι εγώ, σκέφτομαι αμέσως, και το ίδιο γρήγορα μου φαίνεται γελοία η ταύτιση της ζωής μου με τη βάρκα. Θεέ μου, πόσο μου δίνει στα νεύρα αυτός ο καταναγκασμός μου να δίνω σε όλα νόημα!

Η ενδοσκοπική αυτή διάθεση δε συνεπάγεται έλλειψη «δράσης», «πλοκής». Ο ήρωας συναντά, συνήθως τυχαία, παλιούς γνωστούς και γνωστές, που σημάδεψαν την πορεία του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για κάποιον που είναι κάθε άλλο παρά παθητικός αρνητής της ζωής. Είναι ευαίσθητος κι αισθησιακός, είναι ποιητής και παίκτης, πλούσιος σε ερωτικές στιγμές διάφορων χρωμάτων, μόλις όμως εγκαταλειμμένος από την πιο καθοριστική του αγάπη (η Λίζα δε μένει πια εδώ, με εγκατέλειψε. Όσο έμενε εδώ το σπίτι ήταν για μένα η γη της επαγγελίας/ Όσο ήμουν με τη Λίζα αισθανόμουν ότι δε χρειάζομαι μια, εκ των υστέρων, δική μου έγκριση για να ζήσω). Διαπιστώνουμε ότι έχει ευκαιριακές σχέσεις με τη κομμώτρια Μάργκοτ (εξαντλημένος από τον ίδιο μου τον εαυτό αποφασίζω να πάω στο κομμωτήριο για να συμβεί επιτέλους κάτι το συνετό), μνήμες από τη φίλη του (με τη ιδιότητα της συνοδού θανάτου) Ρεγγίνας (αμέσως μετά θυμάμαι ότι η Ρεγγίνα κι εγώ έχουμε πεθάνει μια φορά μαζί). Τέλος, τον γυρεύει στο τηλέφωνο η παιδική του φιλενάδα, η Σουζάνα, που τη γνωρίζει από δώδεκα χρονών και στο ποδήλατο καθόταν πάντα από πίσω της (όσες φορές κι αν της πω ότι μέσα από το μπουφάν, το πουλόβερ, το πουκάμισο και τη φανέλα της ήταν αδύνατο να νιώσω το στήθος της, η Σουζάνα δε με πιστεύει).
Παρόλο που το κυρίαρχο κλίμα είναι πεσιμιστικό και ο χαρακτήρας της αφήγησης είναι περισσότερο ενδοσκοπικός, μια σειρά από μικροσυμβάντα οδηγούν σε ανατροπή της παρακμιακής ατμόσφαιρας.

Δε θέλω να γκρινιάζω και να συμβουλεύω. Η γκρίνια και η συμβουλή είναι η αγαπημένη ασχολία του ενενήντα πέντε τοις εκατό της ανθρωπότητας, με το οποίο η υπεροψία μου δε θέλει να έχει καμιά σχέση. Θέλω μόνο για λίγο να εκφράσω το ανάθεμα της καθημερινότητάς μου και μετά να συνεχίσω τη ζωή μου.

Δε μπορείς να ζεις μόνιμα σε εκτροπή, λέω μισοφωναχτά στον εαυτό μου. Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλο ένα πάθος για σένα εκτός από το πάθος του να τρέπεσαι σε φυγή.
Ως ένα βαθμό είναι ευχάριστο να αφουγκράζομαι τον εαυτό μου να με μαλώνει. Γιατί το φαρμάκι που κρύβεται σ’ αυτό το μάλωμα είναι γλυκό και κρύβεται μια υπερβολή που την ίδια στιγμή με αθωώνει
.

Άλλωστε, η δυστυχία είναι βαρετή.

Έτσι, βλέπουμε ότι προς το τέλος του βιβλίου αρχίζει μια ανατροπή, που καταλήγει σ’ ένα κρεσέντο πανηγυρικό: η Σουζάνα τον προσκαλεί σε μια γιορτή όπου ο ήρωας εντυπωσιάζει με το ανατρεπτικό του πνεύμα∙ ο παιχνιδιάρικος ισχυρισμός του ότι δουλεύει σε «Ινστιτούτο για την Τέχνη της Μνήμης» δελεάζει την κυρία Μπαλκχάουζεν που τον εμπιστεύεται (ψάχνω για ανεπανάληπτες εμπειρίες, αληθινές, προσωπικές εμπειρίες, με καταλαβάινετε, δεν είναι έτσι;) και στη συνέχεια δικαιώνονται οι προσδοκίες της μια και οι συμβουλές του ήρωά μας την κάνουν να «πει επιτέλους για πρώτη φορά αυτό που σκέφτεται, δεν της έχει συμβεί ποτέ ξανά». Η επιτυχία του ήρωα όχι μόνο του αποφέρει διακόσια μάρκα, αλλά και μια πελάτισσα ακόμα. Εκτός αυτού, σμίγουν ερωτικά με τη Σουζάνα, ενώ ο εκπρόσωπος του Ημερήσιου Τύπου του ζητά συνεργασία, ξεκινώντας από ένα «δροσερό άρθρο» σχετικό με την ετήσια γοιορτή του καλοκαιριού.

Είμαι ως και χαρούμενος που δε συνάντησα τη Λίζα τις τελευταίες μέρες. Πιθανόν να μην αντιστεκόμουν στον πειρασμό να κάνω μερικές διθυραμβικές δηλώσεις. Φαντάσου, διευθύνω ένα ανύπαρκτο ινστιτούτο και βγάζω και λεφτά, ζω πολύ μοντέρνα! Για σκέψου, πού και πού μιλάω σπουδαία, παρόλο που ποτέ δεν ήθελα να είμαι σπουδαίος. Και: Είμαι πάλι με μια γυναίκα! Και το ανήκουστο: αν όλα πάνε καλά, θα βγάζω συστηματικά λεφτά στον Ημερήσιο Τύπο! Θα αντιλαμβανόμουν το σάστισμα της Λίζας και θα είχα όρεξη να κάνω ακόμα μερικές πομπώδεις ανακοινώσεις. Δεν είμαι πια μια χαμένη ύπαρξη, δε βρίσκεις κι εσύ; Δεν έχω πια όρεξη να παραμονεύω τη ζωή μου. Επιτέλους, δεν περιμένω πια να ταιριάξει ο έξω κόσμος με το εσωτερικό μου κείμενο! Παύω να είμαι ο τυφλός επιβάτης της ίδιας μου της ζωής.
Χαίρομαι που δε χρειάστηκε να πω αυτά τα λόγια.

Η σουρεαλιστική πλοκή κορυφώνεται στη γιορτή του καλοκαιριού. Τεράστιες εγκαταστάσεις, προβολείς, πάγκοι, φωτιστικά συστήματα, συγκροτήματα, παραστάσεις με λέιζερ, προβολές κινουμένων σχεδίων, χιλιάδες κόσμος (παρατηρώ χιλιάδες πράγματα και προσπαθώ να ξεχωρίσω όσα δεν είναι δροσερά).

Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί οι χαρούμενοι άνθρωποι θα γίνουν άσπλαχνοι με την πρώτη ευκαιρία, αν η ασπλαχνία αποδειχτεί ξαφνικά επικερδής. Είμαι μπλεγμένος στην αηδιαστική δουλειά ή στη δουλειά της αηδίας ή στην αηδία του πραγματικού, δε μπορώ αυτή τη στιγμή να ξεχωρίσω καλά.
Ο αφηγητής μας έχει ματιά ποιητική. Δεν καταφέρνει να συντονιστεί με την πλαστική χαρά και την προσδοκία των ανθρώπων. Το αγόρι στον τρίτο όροφο μιας σαχλής πολυκατοικίας που φτιάχνει με μαξιλάρια και κουβέρτες μια σπηλιά, τραβά περισσότερο την προσοχή του. Στην εικόνα αυτή αναζητά τη χαμένη δροσιά (οι στιγμές που το χέρι, και το ακίνητο, μόλις αναγνωρίσιμο από δω, πρόσωπο του παιδιού εμφανίζεται ανάμεσα στις κουβέρτες είναι απερίγραπτες και ανήκουν μόνο σε άγγελο- αν υπάρχουν άγγελοι).
Κι η ποίηση της εικόνας αυτής επιτρέπει στον ήρωα γι άλλη μια φορά

να δραπετεύσει από τη σύγχυση της δουλειάς και του χρόνου,
να δραπετεύσει από συμβάντα που δεν έχουν διέξοδο
.


Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Αξίζει να δει κανείς και την παρουσίαση της Σταυρούλας Σκαλίδη εδώ και του Γεώργιου Ξενάριου εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: