Πέμπτη, Μαΐου 26, 2016

η αυτοκινητιστική λέσχη της Αιγύπτου, Αλάα Αλ- Ασουάνι

Αγαπώ τα βιβλία αλλά σπάνια πια νιώθω την παιδική λαιμαργία τού να μη μπορείς ν’ αφήσεις  το βιβλίο απ’ τα χέρια σου. Αυτό το μυθιστόρημα του Αιγύπτιου συγγραφέα όμως με συνεπήρε τόσο πολύ, που το απόλαυσα μονορούφι…
Δε νομίζω ότι το ύφος είναι που έχει κάτι ξεχωριστό. Είναι βέβαια γλαφυρό, απλό-λιτό-περιγραφικό και μεστό˙ χωρίς περιττά στοιχεία και παρενθέσεις, αλλά εύστοχο και διεισδυτικό. Αυτό όμως που νομίζω ότι είναι η υπέρτατη αρετή του βιβλίου είναι το ενδιαφέρον που ξεπηδά από κάθε σελίδα, η αγωνία που πετυχαίνει ο συγγραφέας να μας μεταδώσει καθώς καταφέρνει να ταυτιζόμαστε με τους ήρωες, που παρεμπιπτόντως είναι πολύ ενδιαφέροντες, και που η ζωή τους είναι γεμάτη ένταση και ανατροπές. Κατά το «εικός και αναγκαίον», χωρίς τρελές συμπτώσεις και φωσκολικά τεχνάσματα. Και πάνω απ’ όλα, αυτό που κεντρίζει είναι το θέμα, το θέμα που είναι για άλλη μια φορά η κατεχόμενη απ’ τους Άγγλους Αίγυπτος με τις αντιφάσεις της: η καταπίεση των ντόπιων πληθυσμών, ο ρατσισμός των λευκών που θεωρούν απόλυτα φυσιολογική την ανωτερότητά τους και φυσικά οι προσπάθειες αντίστασης στον φόβο και την υποταγή.
Στοιχείο που χαρακτηρίζει τα μυθιστορήματα του Ασουάνι (π.χ. το «σικάγο» και το «Το μέγαρο Γιακουμπιάν») είναι η πολυφωνία, η πολυχρωμία όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι… πολλοί, ανάγλυφοι και ισοδύναμα παρουσιασμένοι και σχετίζονται με την πορεία της οικογένειας του δίκαιου και υπομονετικού Αμπντελαζίζ Χαμάμ, χρεωκοπημένου προύχοντα της άνω Αιγύπτου που ήρθε στο Κάιρο με την οικογένειά του, και δουλεύει ως βοηθός αποθηκάριου στην αυτοκινητιστική λέσχη (Είχε πείσει τον εαυτό του πως η δουλειά, όσο ταπεινή και να είναι, είναι τιμή γι’ αυτόν που την κάνει. Όμως, μια αλήθεια τον έκανε να πλημμυρίζει με επώδυνες σκέψεις: ταπεινωνόταν, έχανε την αξιοπρέπειά του). Οι διαφορετικές αφηγήσεις του παντογνώστη αφηγητή, που παρακολουθούν την παράλληλη πορεία των περισσότερων ηρώων εναλλάσσονται με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του «ποιητή» Κάμελ και της Σαλιχά, και οι δυο παιδιά του Αμπντελαζίζ. Η αγωνία συνήθως κορυφώνεται στο τέλος κάθε μικρής ενότητας/αφήγησης, για να παραδοθεί η σκυτάλη στην επόμενη ιστορία που είχε διακοπεί πιο πριν. Η τεχνική αυτή, δοκιμασμένη τεχνική που τονώνει το ενδιαφέρον, είναι στοιχείο… σαπουνόπερας (παράλληλες ιστορίες που διακόπτονται όταν υπάρχει αγωνία για την έκβαση, και αφήνουν ερωτηματικό στον θεατή/αναγνώστη), αλλά, ως συνήθως σημασία δεν έχει μόνο το πώς αλλά και το τι. Και αυτό που πραγματεύεται το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αναμφίβολα ποιοτικό.
Η Σαλιχά και ο Κάμελ είναι οι πιο ενδιαφέροντες ήρωες, ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας δανείζεται τη δική τους φωνή. Έχουν τις μεγαλύτερες μεταπτώσεις, τις περισσότερες ανατροπές στη ζωή τους, αναλαμβάνουν τα μεγαλύτερα ρίσκα- είναι έξυπνοι, ευαίσθητοι και υπεύθυνοι. Εξίσου ολοκληρωμένα βέβαια παρουσιάζονται και τα άλλα δυο παιδιά της οικογένειας, ο ιδιοτελής Σαΐντ και ο ευάλωτος Μαχμούντ που ξεπουλά το κορμί του σε μεγάλες γυναίκες, αλλά οι χαρακτήρες τους είναι πιο επίπεδοι, πιο προβλέψιμοι. Δυνατή αποδεικνύεται η μητέρα αλλά δυναμικά επεμβαίνει στα γεγονότα και η «γήινη», ερωτιάρα γειτόνισσα Αΐσα. Κι άλλοι ήρωες, ανθρώπινοι τύποι αλλά και ολοκληρωμένοι χαρακτήρες συμπληρώνουν μια κοινωνία όπου οι κυρίαρχοι ξένοι επιβάλλονται στους ντόπιους σαν να είναι ζώα, όπου τα ντόπια ήθη συγκρούονται με τις νεωτεριστικές ιδέες, όπου σπερματικά γεννιέται η αντίσταση στην καταπίεση των ξένων.
Η αυτοκινητιστική λέσχη ιδρύθηκε το 1924 από ξένους και Τούρκους, όπου οι Αιγύπτιοι έχουν μέσα μόνο θέση υπηρετικού προσωπικού. Είναι ο χώρος όπου διασκεδάζουν οι ξένοι αξιωματούχοι, όπου μπεκρουλιάζει και χαρτοπαίζει ο βασιλιάς… Είναι επομένως κέντρο διαφθοράς και κέντρο υποταγής, όπου όλα όμως πρέπει να πηγαίνουν «ρολόι». Τον υψηλό έλεγχο έχει ο τρομερός και φοβερός θαλαμηπόλος του βασιλιά Ελ Κούο, από τη Νουβία του Σουδάν (Ελ Κούο στα νουβιακά σημαίνει μέγας, αρχηγός, είναι παρατσούκλι βέβαια)˙ είναι η πόρτα που οδηγεί κατευθείαν στον βασιλιά/ο μεγάλος αρχηγός του υπηρετικού προσωπικού όλων των βασιλικών ανακτόρων. Κάνει κουμάντο στα πάντα, επιβάλλοντας τρομακτικές σωματικές τιμωρίες για ψύλλου πήδημα στους υπαλλήλους της λέσχης (ξύλο, μαστίγωμα, κλπ), καμιά φορά και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Η παρουσία του  σπέρνει τον τρόμο και την δουλοπρεπή υποταγή, πολύ περισσότερο από τον ανώτερό του διευθυντή της λέσχης, Άγγλο Τζέημς Ράιτ, που είναι τυπικός μεν, αλλά ιδιοτελής και ρατσιστής (οι Αιγύπτιοι είναι τεμπέληδες, ψεύτες και βρωμιάρηδες/ η δικαιοσύνη τους διαφθείρει).
Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις λοιπόν προκύπτουν από τις προσωπικές αντιπαραθέσεις με τον Ελ Κούο και τον Ράιτ, και όσους τους φοβούνται και υπακούουν με δουλοπρέπεια. Οι ήρωες που εκφράζουν την πλευρά τις αντίστασης (σε οποιαδήποτε μορφή) είναι ποικίλοι. Έχουμε π.χ. την κόρη του Ράιτ, τη Μίτσι, που δεν έχει καμιά σχέση με τον πατέρα της, και με αφορμή ότι ο Ράιτ την προωθεί για φιλενάδα του βασιλιά (!) φεύγει από το σπίτι της (όλα είναι πλαστά, είναι απάτη. Θέλω να ζήσω την πραγματική ζωή, με πραγματικούς ανθρώπους. Γι’ αυτό σκέφτηκα να πάω στις λαϊκές συνοικίες). Η ερωμένη επίσης του Ράιτ, η Οντέτ, χειραφετημένη απ’ όλες τις απόψεις, κομμουνίστρια, είναι τόσο συνειδητοποιημένη πολιτικά που συμμετέχει, κρυφά βέβαια, σε  μυστική οργάνωση ανατροπής του βασιλιά. Αυτή προωθεί, μέσω του Ράιτ και τον Αμπντούν στην αυτοκινητιστική λέσχη, έναν δυναμικό άντρα που με τον τρόπο του υποδεικνύει στους εργαζόμενους «έναν άλλο δρόμο», και δεν διστάζει να εναντιωθεί μέτωπο με μέτωπο με τον Ελ Κούο και βέβαια πρωταγωνιστεί στη μυστική οργάνωση που περιλαμβάνει οπαδούς του Εθνικιστικού Κόμματος και κομμουνιστές. Τέλος, αρχηγός της μυστικής ομάδας είναι ο πρίγκηπας Σάμελ, που παρόλη την αριστοκρατική του καταγωγή διαφέρει ριζικά απ’ τους άλλους και, βρίσκεται σε βαθιά επικοινωνία με τον Κάμελ, που ήδη έχει σχέσεις με το εθνικιστικό Κόμμα (ξαφνικά, η ζωή μου πήρε άλλη πορεία. Τι παράξενο, η ζωή ενός ανθρώπου να μεταβάλλεται ολοκληρωτικά από ένα δευτερεύον γεγονός, από μια φευγαλέα λέξη… το πεπρωμένο μας μπορεί να αλλάξει απλά επειδή περάαμε από έναν δρόμο κάποια συγκεκριμένη ώρα, επειδή στρίψαμε δεξιά αντί να στρίψουμε αριστερά). Αντίσταση όμως προβάλλουν οι ήρωες και όσο αφορά την καταπίεση της γυναίκας, η ανυπότακτη Μίτσι, η Σαλιχά (που την «πουλάει» ως σύζυγο ο αδερφός της Σαΐντ για λόγους οικονομικούς), και όσοι τους συμπαραστέκονται.

Όλες αυτές οι αντιθέσεις εξελίσσονται και ωριμάζουν, χαρίζοντάς μας καταπληκτικούς διαλόγους  σύγκρουσης του βάναυσου με το ανθρώπινο, του ρατσισμού με τον αντιρατσισμό, του φόβου και της δουλοπρέπειας με το θάρρος, πάντα μέσα σε μια αβίαστη συναρπαστική αφήγηση που κόβει την ανάσα στον αναγνώστη.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Σάββατο, Μαΐου 21, 2016

Expo 58, Τζόναθαν Κόου

Expo 58: πρόκειται για τα τη Παγκόσμια Έκθεση («Exposition Universelle et Internationale de Bruxelles 1958), που διοργάνωσαν οι Βέλγοι μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου κι  ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΕΟΚ, στα πλαίσια της ειρηνικής συνεργασίας των χωρών. Κάθε χώρα που συμμετείχε θα εξέθετε σε αντίστοιχο περίπτερο τα τεχνολογικά της επιτεύγματα, και στοιχεία χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης κουλτούρας της. Βρισκόμαστε ωστόσο  στο αποκορύφωμα του Ψυχρού πολέμου, με τις μεγάλες δυνάμεις να ανταγωνίζονται στην οικονομία, στην τεχνολογία, στους εξοπλισμούς, στην πολεμική βιομηχανία και στα επιτεύγματα των πυρηνικών επιστημών. Τέλος, οι μηχανισμοί προπαγάνδας και κατασκοπείας, ο ιδεολογικός και ψυχολογικός πόλεμος ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Ατόμιουμ, Βρυξέλλες
Μέσα στο πλαίσιο αυτών των μεγάλων αντιφάσεων, με αφορμή το -πραγματικό- γεγονός της Έκθεσης (καρπός της οποίας είναι το έμβλημα των Βρυξελλών, το «Ατόμιουμ»)[1], ο Τζόναθαν Κόου «ζωγραφίζει» κυριολεκτικά, με το σύνηθες φλεγματικό εγγλέζικο χιούμορ του που στο βιβλίο αυτό φτάνει στο απόγειό του. Κεντρικός ήρωάς του είναι ο Τόμας Φόλεϊ, ένας όμορφος άντρας μισός Βέλγος, οικογενειάρχης, που εργάζεται στην Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών, και αποδεικνύεται το καταλληλότερο πρόσωπο για να εκπροσωπήσει τη Βρετανία στην έκθεση αυτή. Εκτός όμως από το περίπτερο Βρετανικής Βιομηχανίας της βασικής έκθεσης, οι επισκέπτες θα χρειάζονταν φαγητό και ποτό, και αν επρόκειτο όντως να εκφραστεί ο εθνικός χαρακτήρας, τότε έπρεπε με κάποιον τρόπο, δίπλα στο περίπτερο, να ανεγερθεί μια βρετανική παμπ. Και προκειμένου να μη διαφύγει το μήνυμα από κανέναν, η ονομασία της παμπ δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας: η παμπ θα ονομαζόταν «Μπριτάνια». Σ’ αυτήν την παμπ, λοιπόν, ορίζεται η θέση του Τόμας, θέση που στα μάτια της γυναίκας του και των φίλων τους θα του εξασφαλίσει το ποθητό κύρος…
Η διακριτική σάτιρα που χαρακτηρίζει το ύφος του Κόου βρίσκει πρόσφορο έδαφος σ’ αυτό το σκηνικό, αν και σε πολλές περιπτώσεις γίνεται γκροτέσκο, όπως στον ξεκαρδιστικό διάλογο για τη συμβολή της Βρετανίας στην αποχέτευση των ανθρώπινων απεκκρίσεων που… ουδέποτε αναγνωρίστηκε επαρκώς (!). Αμερική, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία και οι εκπρόσωποί τους περνούν απ’ το λεπτό κόσκινο του καυστικού σχολιασμού, ενώ ο αθώος μεσοαστός Τόμας, περήφανος που εκπροσωπεί τη χώρα του σε μια τόσο σημαντική υπόθεση («Είναι ο άνθρωπός μας στις Βρυξέλλες»), έρχεται συνέχεια προ εκπλήξεων: παράξενοι συνοδοί-κολλητσίδες (με ρεπoύμπλικες και καμπαρντίνες, σαν καρικατούρες) που εμφανίζονται από το πουθενά, τον ακολουθούν παντού και βασικά τον ελέγχουν˙ όμορφες, σαγηνευτικές γυναίκες με σκοτεινό ρόλο, γυναίκες που τον απομακρύνουν ψυχικά όλο και περισσότερο από τη Σύλβια, τη γυναίκα του, με την οποία ήδη τους τελευταίους μήνες ο άξονας της σχέσης του είχε μετατοπιστεί˙ ο επιστημονικός σύμβουλος του βρετανικού περιπτέρου με τον οποίο συγκατοικεί, ξαφνικά εξαφανίζεται παίρνοντας μαζί του και τη βρετανική εφεύρεση «ΖΕΤΑ» για τα πυρηνικά˙ η περίεργη συμπεριφορά του Ρώσου δημοσιογράφου Τσέρσκι (συντάκτη του «Σπούτνικ» (!)), που εισβάλλει αδιάκριτα στις παρέες, ενώ όλοι οι υπόλοιποι Ρώσοι είναι κλεισμένοι στο ξενοδοχείο κλπ κλπ. Ο Τόμας γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Βέλγων για «ανταλλαγές ιδεών», οι Σοβιετικοί και οι Γιάνκηδες ανταγωνίζονται ακόμα και στο επίπεδο της έκθεσης, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν τεχνικά μυστικά. Και βέβαια, η Βρετανία δε μένει πίσω…
Οι πολιτιστικές ανταλλαγές, οι αντιπροσωπείες από κουφά Συνέδρια (π.χ. “Συνέδριο για τη Φθορίωση και την Πρόληψη της Τερηδόνας”!), οι ατέλειωτες συναινετικές συζητήσεις για τη σχέση Ανατολής και Δύσης που καταλήγουν σε τρομερά μεθύσια, δεν παύουν να κινούνται στα όρια του φυσιολογικού... από τη μέση του βιβλίου όμως αρχίζει το γκροτέσκο: εξαφανίσεις, απαγωγές, μυστηριώδεις προειδοποιήσεις, στημένα φλερτ, προσπάθειες αποπροσανατολισμού του Τόμας. Παιχνίδια κατασκοπείας και προπαγάνδας με πινελιές Τζέημς Μποντ, όπου δεν γνωρίζει κανείς (ούτε ο αναγνώστης) πια, τι είναι στημένο και τι γνήσιο. Ο ίδιος ο Τόμας, χαμένος ανάμεσα στις ίντριγκες, στην έλξη για την Άννεκε, την αποστολή που έχει αναλάβει για να σώσει τις βρετανικές εφευρέσεις από τους Ρώσους και… την προδοσία της γυναίκας του, αναρωτιέται: Πού ήταν,στο κάτω κάτω, η πραγματικότητα σε όλα αυτά γύρω του; Η «Μπριτάνια» ήταν πλαστή: μια πλαστή παμπ, που προέβαλλε μια πλαστή εικόνα της Αγγλίας, τοποθετημένη σ’ ένα σκηνικό όπου και άλλες χώρες προέβαλλαν πλαστές εικόνες της εθνικής τους ταυτότητας. Το Χαρωπό Βέλγιο –ναι καλά! Πλαστό! Όπως και το «Ομπεργιάρνεν»! Πλαστό! Ζούσε σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από ομοιώματα. Και όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο φασματικά κι ρευστά τού φάνταζαν όλα γύρω του. Η λύση των μικρομυστηρίων που ξεδιπλώνουν απερίφραστα οι δυο καρικατούρες- συνοδοί στον Τόμας (πολύ αργότερα, μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο πια), είναι τόσο τραβηγμένη, που είναι πραγματικά για γέλια.
Όσο αφορά τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωα, είναι πλούσιος και γεμάτος εκπλήξεις. Πρώτα πρώτα, ο προβληματισμός του για τη σχέση του με τη γυναίκα του, μια τελείως συμβατική και χλιαρή σχέση, που πήρε ανάσες με την απομάκρυνση του Τόμας από το Λονδίνο. Ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτή ειρωνεία (όχι όμως αποδομητικά) την προσπάθεια των δύο να δείξουν στον άλλον ότι όλα είναι φυσιολογικά και τίποτα δεν έχει αλλάξει, παρόλο που κι οι δυο προφανώς τρέφουν συναισθήματα για τρίτα πρόσωπα, η Σύλβια για τον γείτονά της και ο Τόμας για την Άννεκε (απολαυστικές οι σελίδες όπου ο αναγνώστης μαθαίνει τα γεγονότα μέσα από αλλεπάλληλες επιστολές). Μια τραγελαφική παρεξήγηση θα απομακρύνει τον Τόμας ψυχικά, θα αποφασίσει να χωρίσει, πράγμα που τον κάνει να νιώθει πιο ελεύθερος (μήπως έβλεπε τελικά αυτήν την εξέλιξη μάλλον σαν ευκαιρία παρά σαν αναποδιά; Εδώ και μήνες, μέσα του, μυστικά, δυσανασχετούσε με τα δεσμά του έγγαμου βίου˙ είχε αρχίσει να νώθει σαν φυλακισμένος στο μεσοαστικό κελλί που είχε ο ίδιος χτίσει). Η απελευθέρωση αυτή τον ρίχνει χωρίς τύψεις σε εξωσυζυγικές περιπέτειες.
Παρόλο το φλεγματικό και σατιρικό ύφος όλου του βιβλίου, ο συγγραφέας δεν αποδομεί το ερωτικό συναίσθημα. Υπάρχουν σημεία πολύ δυνατά και «σοβαρά», και ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτό που πράγματι συγκινεί τον Τόμας (που άλλωστε πουθενά δεν παρουσιάζεται σαν καρικατούρα, όπως οι άλλοι). Ακόμα και στην αναγκαστική σχέση του με τη μυστηριώδη Έμιλι, υπάρχουν εξομολογήσεις που πάνε σε βάθος και πρωτότυπες σκέψεις που τον επηρεάζουν. Ακόμα, όμως, περισσότερο συναρπαστική και βαθιά είναι η σύντομη ερωτική επαφή με την Άννεκε, σχέση που κρύβει κάτι γνήσιο, αληθινό (έμειναν έτσι πολλή ώρα, ατενίζοντας ο ένας τον άλλο, απολαμβάνοντας τη στιγμή, την ηλεκτρισμένη χαρά της προσδοκίας/γύρισε και κοίταξε ξανά την Άννεκε, μ’ ένα κύμα στοργής να τον κατακλύζει γι αυτή τη γυναίκα που έκανε τα πάντα τόσο απλά, που απόψε του δόθηκε τόσο ελεύθερα και γενναιόδωρα).
Οι τελευταίες σελίδες, μετά τη λήξη πια της Expo 58, επιφυλάσσουν πολλές εκπλήξεις και για τον Τόμας και για τον αναγνώστη…
Χριστίνα Παπαγγελή


[1]
https://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/1/11/Atomium_320_by_240_CCBY20_flickr_Mike_Cattell.jpg

Τρίτη, Μαΐου 17, 2016

σέρρα / Η ψυχή του Πόντου, Γιάννης Καλπούζος

Στο επίπεδο του «Ιμαρέτ» και του «Εις ταν πόλιν» βρήκα το επίσης ιστορικό αυτό μυθιστόρημα του Καλπούζου, με ειδικό ενδιαφέρον την ιστορία του Πόντου από τον ξεριζωμό των Αρμενίων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, και με επίκεντρο την περιοχή της Τραπεζούντας. Ο ίδιος συγγραφέας βέβαια δηλώνει πως «δε θεωρεί τα βιβλία του ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά μυθιστορήματα σε ιστορικό φόντο. Ένα φόντο όμως κατακτημένο με επίμονη μελέτη που καταλήγει ως βιωματική εναπόθεση μέσα από τη μέθεξη του συγγραφέα με το θείο πυρ τη έμπνευσης», όπως επισημαίνεται από την Ευδοκία Φανερωμένου (http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=208909). 
Πράγματι, αν εξαιρέσουμε κάποιες αυτούσια ιστορικές-σύντομες-αφηγήσεις/παρεκβάσεις- απαραίτητες για την κατανόηση της υπόθεσης, η θυελλώδης πλοκή, που από βιωματική/προσωπική άποψη κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία, συνυφαίνεται με τα ιστορικά γεγονότα. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η ευκολία με την οποία ο συγγραφέας διαπλέκει ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία καθώς αφηγείται ουσιαστικά τη  ζωή του κεντρικού ήρωά του, στη συγκεκριμένη περίπτωση του δασκάλου Γαληνού Φιλονίδη. Οι διωγμοί, οι κακουχίες, οι μετακινήσεις πληθυσμών (Ρώσοι, Τούρκοι, Αρμένιοι, Έλληνες) στην περιοχή όπου διασταυρώνονται ουσιαστικά τρεις πολιτισμοί σε μια πολύ κρίσιμη ιστορική φάση (Ρωσική επανάσταση, Νεότουρκοι, Α΄ παγκόσμιος, Μικρασιατικός πόλεμος), δεν μπορεί παρά να σημαδεύει και τη ζωή των ηρώων με σημάδια ανεξίτηλα.
Έτσι, άλλοτε σε γ΄ ενικό και άλλοτε σε α΄ ενικό, ξεδιπλώνεται η ζωή του νεαρού Γαληνού Φιλονίδη, καταγόμενου από την Κρώμνη αλλά μόνιμου κατοίκου της Τραπεζούντας, ξεκινώντας από τον Ιούνιο του 2015, τότε που εξαπολύθηκαν οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον  των Αρμενίων.  Μια  πανέμορφη μικρή Αρμένισσα που κρύβεται στο σπίτι του θα του ραγίσει κάθε βεβαιότητα και θα του αλλάξει τη ζωή, εφόσον σ’ όλη του τη ζωή από δω και μπρος θα διχάζεται συναισθηματικά ανάμεσα στην Ταλίν και τη Φιλάνθη, την αρραβωνιαστικιά του από την Ορντού που στη συνέχεια παντρεύεται και με την οποία θα κάνει δυο παιδιά. Οι ανακατατάξεις πληθυσμών στην περιοχή εκείνη από το 1915 και μετά (1916-18 ρωσική κατοχή του ανατολικού Πόντου με αποτέλεσμα πολλούς τουρκόφωνους μωαμεθανούς πρόσφυγες, αποχώρηση των Ρώσων με την Ρωσική επανάσταση, ανακατάληψη της πόλης από τους Τούρκους), δημιουργούν αστάθεια που φυσικά επηρεάζει την οικογένεια του Γαληνού και την τύχη της Ταλίν. Η Φιλάνθη, έγκυος στο πρώτο παιδί, μένει στην τουρκοκρατούμενη Ορντού και αποκόπτεται για χρόνια από τον Γαληνό, που παραμένει στην κατεχόμενη απ’ τους Ρώσους Τραπεζούντα χωρίς να γνωρίσει ούτε το φύλο του πρωτότοκου παιδιού του. Λεηλασίες, δολοφονίες, λιποταξίες, φρικαλεότητες Ελλήνων και Τούρκων, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, εξορίες. Ο «λευκός» θάνατος (γνωρίζετε τι συμβούλεψε τους Τούρκους ο Γερμανός επιτελάρχης του οθωμανικού στρατού Λίμαν φον Σάντερς για ν’ αποκτήσουν συμπαγή ομοιογένεια; Να προβαίνουν σε εξορισμούς, ώστε οι παγωνιές του χειμώνα, οι βροχές, ο τύφος και η χολέρα ν’ αποδεκατίσουν τη μισητή ράτσα των Ελλήνων. Να μην μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για άμεσες σφαγές) ξεκληρίζει την πατρική οικογένεια της Φιλάνθης, ενώ η τραγωδία κορυφώνεται στην αποβάθρα της Ορντού, όπου επαναλαμβάνεται η τραγωδία της Σμύρνης: χιλιάδες Έλληνες προσπαθούν να επιβιβαστούν στα πλοία για να μεταβιβαστούν στην Τραπεζούντα, φοβούμενοι την εκδίκηση των Τούρκων. Ο μικρός γιος του Γαληνού καταφέρνει να φτάσει στον πατέρα του, ενώ η Φιλάνθη μένει πίσω…
Το Φεβρουάριο του 1918 η Τραπεζούντα καταλήφθηκε και πάλι από τον τουρκικό στρατό και χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι, φοβούμενοι τα αντίποινα, έφυγαν πρόσφυγες προς τις συνοριακές ρωσικές πόλεις και από εκεί αρκετοί κατέληξαν στην Ελλάδα. Η ανακατάληψη των εδαφών από την Τουρκία,  το ξέσπασμα της σοβιετικής επανάστασης τον Οκτώβριο του 1917, η άνοδος του κεμαλικού «Ένωση και Πρόοδος», το όραμα για ανεξάρτητο ποντιακό κράτος, οι αντιστασιακές ομάδες που φουντώνουν ξανανακατεύουν την τράπουλα… Ο συγγραφέας βάζει τους ήρωές του να είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας, άλλοι στρατεύονται, άλλοι διαφωνούν έντονα για το ρόλο των Ρώσων και για το όραμα του κομμουνισμού, για τον εθνικισμό, για τον Βενιζέλο. Μέσα στο καζάνι που βράζει υπάρχουν και οι προσωπικές αντεκδικήσεις. Ο Γαληνός απειλείται από τον Τούρκο ρωσικής καταγωγής χωροφύλακα Χαμζά Χαφίζ (σ’ όλο το βιβλίο εκπροσωπεί την εκδικητική απειλή) που κεραυνοβολήθηκε από την Ταλίν και τον παρακολουθεί μυστικά. Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις γίνονται ανελέητοι διωγμοί, ενώ τον Οκτώβρη του 1921 οι τουρκικές αρχές εκδίδουν απόφαση για τους Έλληνες να εξοριστούν στην ενδοχώρα.
Στην εξαντλητική πορεία προς την ενδοχώρα (Ερζερούμ), η οικογένεια με τα δυο παιδιά και πάλι χωρίζεται με βάναυσο τρόπο (ο Γαληνός κρατά τον γιο του Όμηρο), ενώ η πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση του Γαληνού με τον εκδικητικό Χαμζά Χαφίζ «χαρίζει» στον αναγνώστη τις πιο σκληρές σελίδες του βιβλίου. Ο φρικτός θάνατος του Όμηρου καταρρακώνει τον Γαληνό που στη συνέχεια, μαζί με τον στρατευμένο αδερφό του Νικηφόρο ορκίζεται να εκδικηθεί και προσχωρεί σε επαναστατική ομάδα. Σαν ένας σύγχρονος Οδυσσέας περνά με τον αδερφό του κρυφά από τα πάτρια εδάφη (Κρώμνη) χαιρετώντας την πατρική οικογένεια. Εκεί, στο γλέντι της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης, ο Νικηφόρος με άλλους τρεις αντάρτες τραβά το χορό, την εντυπωσιακή «σέρρα» (ταίριαζαν οι βηματισμοί τους με το άγριο των βουνών, το άγριο της ζωής τους και με τα πολεμικά τεχνάσματα που παρίστανε ο πυρρίχιος, ο αρχαίος χορός, κι ας μη βαστούσαν ασπίδες και δόρατα. Επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη, όλα τα περιέκλειε ο χορός τους). Η σκηνή λειτουργεί σαν ένα σύντομο στάσιμο, στα καταιγιστικά γεγονότα που ακολουθούν…
Ντυμένοι… Κούρδοι οι αντάρτες μαθαίνουν για τη μικρασιατική καταστροφή. Ο Γαληνός με επεισοδιακό τρόπο καταφεύγει στην Σουχούμ, στην Αμπχαζία (όπου το ελληνικό στοιχείο άνθιζε), και ορίζεται δάσκαλος σ’ ένα χωριό. Παρακολουθώντας τα  15 χρόνια της ζωής που έζησε ο ήρωας στην περιοχή, μαθαίνουμε και για την τύχη της ρωσικής Αμπχαζίας -έμμεσα και της κομμουνιστικής Ρωσίας- όλα αυτά τα χρόνια: τις γενναίες προσπάθειες του τοπικού ηγέτη Λακόμπα (που δολοφονήθηκε αργότερα από τον Μπέρια) να σώσει την Αμπχαζία από τις βλέψεις των Γεωργιανών˙ την αντικατάσταση της GPU από την τρομερή NKVD. Τον θάνατο του Λένιν, την πολιτική του Στάλιν, την εκτέλεση των Ζηνόβιεφ και Καμένεφ (και όχι μόνο), τους εκτοπισμούς και τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν, τον θάνατο του «βλογιοκομμένου» (Στάλιν) και τον απόηχό του. Κι ο ίδιος ο Γαληνός θα απολυθεί από δάσκαλος, θα πάρει μέρος σε μυστική αποστολή, θα κατηγορηθεί για συνωμοσία και με τις μαζικές διώξεις των Ελλήνων θα τον στείλουν σε σοβχόζ στο Παχτά Αράλ του Καζακστάν για πολλά χρόνια. Εκεί ξεκίνησε μια διαφορετική ζωή, ενώ για την Ελλάδα θα ταξιδέψει  με την νόμιμη γυναίκα του το 1957 πια.
Εξίσου  περιπετειώδης είναι και η συναισθηματική ζωή του ήρωα όσο αφορά τις δυο μοιραίες γυναίκες που αγαπά. Ο μεγάλος έρωτάς του βέβαια παραμένει η Ταλίν, που επιδεικνύει ιδιαίτερο ήθος και καρτερία (η αλήθεια μου ταυτίζεται με τη βαθιά αγάπη. Δε σχεδιάζει κι ας ποθεί. Καταλαγιάζει και την προσδοκία. Ανατέλλει δίχως να ξανοίγεται κανένας ορίζοντας μπροστά της./η αγάπη λυτρώνει από μόνη της).  Ίσως το παράκανε ο συγγραφέας στις συμπτώσεις, τους αποχωρισμούς, τις αναγνωρίσεις… Δεν θα αναφερθώ όμως στην τελική έκβαση, για να μη χαλάσω την αγωνία σε όσος διαβάζουν αυτήν την ανάρτηση (αν και συνήθως απευθύνεται σε όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο). Υπάρχουν πολλές ανατροπές, η περιγραφή τους είναι αρκετά αληθοφανής, αλλά συνολικά αγγίζει τα όρια της υπερβολής… Απ’ την άλλη, πολλές φορές έχουμε δει την πραγματικότητα να υπερβαίνει κάθε φαντασία, και οι συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες ευνοούσαν απίστευτες ιστορίες (όπως το να χάνεται κανείς από τον σύντροφό του δεκαετίες και να τον ξανασυναντά απροσδόκητα). Το δε τέλος του βιβλίου επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια πολύ μεγάλη έκπληξη.
Τέλος, νομίζω ότι ο συγγραφέας κράτησε καλές ισορροπίες όσο αφορά τα ιδεολογικά ζητήματα -κυρίως το περίφημο ζήτημα της «γενοκτονίας» των Ποντίων και τη στάση απέναντι στο σταλινικό καθεστώς. Δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη «γενοκτονία», συνάδοντας με την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη ότι, παρόλο που οι εκτοπισμοί ήταν ανελέητοι, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον ιστορικό όρο για τον διωγμό των Ποντίων (http://www.efsyn.gr/arthro/genoktonies-kai-genoktonologoi). Βέβαια το θέμα του βιβλίου αφύπνισε κάποιους πατριώτες που θέλουν να εκμεταλλευτούν το μυθιστόρημα για να προπαγανδίσουν τις «ανιστόρητες» κατά τη γνώμη μου απόψεις τους (βλ (http://www.presspublica.gr/%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%B6%CE%BF%CF%83-%CF%83%CE%AD%CF%81%CF%81%CE%B1-%CE%B7-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%8C), αλλά κάπως  προβληματικές είναι πάνω σ’ αυτό το θέμα και οι απαντήσεις του συγγραφέα στην ίδια συνέντευξη.
Στο μυθιστόρημα ο συγγραφέας δεν αποσιωπά επίμαχα θέματα της επικαιρότητας (π.χ. για την απλοποίηση της γλώσσας, ή για την απόβαση των Ελλήνων στην Κριμαία επί Βενιζέλου), αντίθετα βάζει τους ήρωές του να διαλέγονται έντονα˙ υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς ότι και οι Έλληνες όπως κι όλες οι εθνότητες διέπραξαν φρικαλεότητες. Ο Γαληνός μιλά για τον εθνικισμό και το ρόλο του στην εξόντωση των φυλών αλλά διατυπώνεται και η «άλλη άποψη», ότι το έθνος είναι «κατασκευή» (δεν χύνονταν ωκεανοί αίματος και προτού φανούν τα έθνη και τα κράτη;). Στους διαλόγους περί  κομμουνιστικής θεωρίας προβάλλεται εντονότερα η αμφισβήτηση, όσο αφορά δε την επιβολή του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι ήρωες βιώνουν όλα τα βήματα του σοβιετικού κράτους (φυσικά οι ακρότητες το σταλινισμού είναι σήμερα ιστορικό γεγονός), διαλέγονται και διχάζονται καθώς η Ιστορία έχει άγνωστη γι’ αυτούς έκβαση -πράγμα από μόνο του πολύ ενδιαφέρον.
Κρατώντας λοιπόν ίσες αποστάσεις από ιδεολογικές τοποθετήσεις, το «σέρρα» είναι ένα μυθιστόρημα όπου ζωντανεύει με λεπτομέρειες μια δύσκολη ιστορική εποχή σε όλες τις διαστάσεις της καθημερινότητας, χαρίζοντας στον αναγνώστη γνώσεις, αγωνία, και κυρίως... απόλαυση!
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαΐου 10, 2016

Γιασμίνα Χαντρά, Πληγωμένοι άγγελοι (Οι άγγελοι πεθαίνουν απ' τις λαβωματιές μας)

Ένα ακόμα συναρπαστικό βιβλίο του Αλγερινού συγγραφέα, ξεχωριστό και ως προς το περιεχόμενο και ως προς το ύφος. Μόνη παραφωνία ο τίτλος (ιδιαίτερα στην ελληνική μετάφραση), τίτλος που θυμίζει ευπώλητο βιβλίο εμπορικών εκδόσεων...  Ο γαλλικός τίτλος: "Les anges meurent de nos blessures", δηλ. "Οι άγγελοι πεθαίνουν απ' τις πληγές μας" είναι φυσικά πιο κοντά στο θέμα, άλλωστε γίνεται σχετική αναφορά προς το τέλος του μυθιστορήματος οπότε ο πρωταγωνιστής Τυραμπό αναστοχάζεται:  μετά τις τρομερές του περιπέτειες συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν πια "άγγελοι", δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα, χώρος για το όνειρο... ναι, εσύ, ο σκοτεινός δίδυμος αδερφός  μου, ξέρεις γιατί δεν είμαστε πια παρά η ενσάρκωση των παλιών μας δαιμόνων; Επειδή σκοτώσαμε τους αγγέλους με τις λαβωματιές μας. Κι όταν πια έχεις διαβάσει το βιβλίο, νιώθεις και καταλαβαίνεις πόσο δίκιο έχει ο ήρωας -αφηγητής.
Οι καταπληκτικότερες  σελίδες κατά τη γνώμη μου είναι οι πρώτες είκοσι... εφάμιλλες του αντίστοιχου αποσπάσματος του Ντοστογιέβσκι. Βλέπουμε ανάγλυφα την ψυχή του ανθρώπου που οδηγείται στη γκιλοτίνα. Η γραφή του Χαντρά καρφώνει τον αναγνώστη, ζούμε την επιθανάτια αγωνία του ήρωα, τον οποίο συμπαθούμε εκ προοιμίου μέσα από την οξυδερκή και συγκλονιστική του αφήγηση, που δείχνει υψηλή συνειδητότητα. Και παράλληλα, καιγόμαστε από την περιέργεια/αγωνία πώς έφτασε ως εδώ, και ποια θα είναι η τελική έκβαση.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται με ονόματα γυναικών: Νόρα, Αΐντα, Ιρέν -οι τρεις μοιραίοι έρωτες του Τυραμπό, τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις του άπιαστου, του εκρηκτικού, της έκστασης. Δεν είναι λοιπόν άστοχο να υποθέσει κανείς ότι αυτοί είναι οι "άγγελοι" του Τυραμπό. Η πρώτη παραμένει άπιαστο όνειρο, η Αΐντα δένεται μαζί του αλλά αρνείται να αφήσει την πορνεία για να τον ακολουθήσει, και η Ιρέν, κόρη κι αυτή πυγμάχου, δρα καταλυτικά στην πλήρη αποδόμηση της προσωπικότητάς του…
Όμως το βιβλίο δεν είναι ερωτικό, ή δεν είναι μόνο ερωτικό. Είναι βαθιά κοινωνικό, κι επομένως είναι και πολιτικό. Και μόνο τα βιώματα και οι προσπάθειες του ήρωα να επιβιώσει και να ορθοποδίσει στην Αλγερία του μεσοπολέμου ξεκινώντας από το μηδέν, προσδίδουν κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα στην πλοκή.
Γεννημένος στην αθλιότητα και τη μιζέρια λίγο μετά τον "Μεγάλο Πόλεμο", σ ένα ταπεινό χωριό που εξαφανίστηκε από τις κατολισθήσεις, ο Τυραμπό  (παρατσούκλι από το όνομα του χωριού όπου ο χρόνος έμοιαζε να' χει σταματήσει χωρίς καμιά χαρά και καμιά προοπτική) μεγάλωσε ουσιαστικά μετά τα έντεκα χρόνια στην Γκράμπα, γκέτο του Σιντί Μπελ Αμπές, σ' έναν σκουπιδότοπο με τρώγλες και ξυπόλυτα/ξεβράκωτα παιδιά (η Γκράμπα ήταν ένα απέραντο παραλήρημα. Θαρρείς κι ένα παλιροικό κύμα, αφού πρώτα είχε σαρώσει την ενδοχώρα, είχε πετάξει σ' αυτόν τον τόπο όπως όπως, σε πλήρες χάος, τόνους συντρίμμια κι ανθρώπινα απομεινάρια. Υποζύγια και κακομοίρηδες στριμώχνονταν δίπλα δίπλα. Η χωματερή αυτή έβριθε από σακατεμένους στρατιώτες κι από κατάδικους). Μετά την εξαφάνιση του πατέρα (έτσι κι αλλιώς, όντας απόμαχος του α' παγκόσμιου πολέμου, ο χαμός του απλώς επιβεβαίωνε την απουσία του),  στην ακέφαλη οικογένεια αυτοανακηρύσσεται αρχηγός ο Μεκκί, ο δεκαπεντάχρονος ξάδερφός του.
Ο κοινωνικός κύκλος του Τυραμπό (που προσπαθεί να βρει δουλειά εντωμεταξύ) αποτελεί ήδη μια καταγραφή της ευρείας κοινωνίας του περιθωρίου... Απίστευτοι τύποι, άντρες και γυναίκες που διαγράφονται γλαφυρά (χωρίς να κόπτεται η κύρια αφήγηση) -παράξενοι "φίλοι" και φίλοι, τσιγγάνοι (οι τσιγγάνοι ήταν έντονες προσωπικότητες, παθιασμένοι και θεότρελοι, με θρησκευτική προσήλωση στην οικογένεια), οι τρομεροί αδερφοί Ντάχο που εξουσίαζαν ολοκληρωτικά όλους τους πιτσιρικάδες της περιοχής (δώδεκα και δεκατριών χρονών!). Δοκιμάζει διάφορες δουλειές όπως "του παιδιού για όλες τις δουλειές", του λούστρου, του λαντζέρη (σε "ταβέρνα"/πορνείο πολυτελείας), του βοηθού σε χαμάμ τον φέρνουν κοντά με διάφορους τύπους ανθρώπων, συνήθως μικροαπατεώνων, όπως ο τρομερός Ζάνε (οι πράξεις του Ζάνε δε με πιτσιλούσαν απλά, με περιέλουζαν ολόκληρο/στη σκια του Ζάνε, κολυμπούσα στη χολή και στον θυμό απ' το πρωί ως το βράδυ˙ τον ύπνο μου τον είχαν στοιχειώσει ζητιάνοι, κάφροι, κλέφτες, ατιμασμένες γυναίκες αναμαλλιασμένες μάγισσες, τύραννοι που γελούσαν κι έβγαζαν απ' το στόμα τους περιστρεφόμενες φλόγες). Αυτή την εποχή όμως αποκτά κι έναν κύκλο "παιδικών φίλων", όπως τους ονομάζει στο τέλος που τους νοσταλγεί: είναι ο θαρραλέος Ραμντάν (είχε τσαγανό αυτό το παιδί/έβαζε μια δόση εντιμότητας στον συλλογικό μας ξεπεσμό), ο Γκόμρι, αλλά οι περισσότερες σελίδες είναι αφιερωμένες στον άπαιχτο... "θεομπαίχτη", αδίσταχτο Σιντ Ρόχο.

Το όνειρο είναι ο κηδεμόνας του φτωχού και συνάμα ο δήμιός του
Το όνειρο να φύγει απ' τη μιζέρια στεριώνεται όλο και περισσότερο απ' τη στιγμή που παρέα με τον Σίντ γεύεται τη μεγάλη πόλη (αυτή η ανακάλυψη παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου σαν προφητική αποκάλυψη). Θέλει να ξεφύγει, να ξεφύγει από τούτο το κοτέτσι από λινάτσα και τσίγκο... Η κατάπληξη όταν βλέπει τη Σιντ Μπελ Αμπές περιγράφεται τόσο άμεσα που νιώθει κι ο αναγνώστης αυτό που περιγράφει ο ήρωας:  βρισκόμουν αντιμέτωπος με μια πρόκληση. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να αποφασίσει να ζήσει ή να μην το αποφασίσει; Η πόλη αυτή με προκαλούσε με αυθάδεια, με αφύπνιζε, μου έβγαζε τις παρωπίδες αποκαλύπτοντάς μου νέες προοπτικές˙ ήξερα ήδη τι ήταν αυτό που δεν ήθελα πια. Και παρακάτω: Η φιλοδοξία μου ήταν μεγάλη σαν την πείνα μου και ωμή σαν τη γύμνια μου.  
Όμως, η προσωρινή διαμονή στη Γκράμπα δεν είχε τελειωμό... Ο Τυραμπό δουλεύει σκληρά, λιώνει σιγά σιγά χωρίς να καταφέρνει να μετακινηθεί ρούπι από την κοινωνική του κατάσταση (μετά από έξι μήνες σκληρής δουλειάς, δεν είχα στην άκρη αρκετά ούτε για να αγοράσω παντελόνι/ έλιωνα σιγά σιγά στο ερημονήσι μου αφήνοντας την άμμο να ρέει στα δάχτυλά μου). Μετά τον τρομερό χειμώνα του 1925 όμως, όταν όλη η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στην Μεντίν Τζντίντα, συνοικία στο Οράν (με Άραβες και Βέρβερους/ το «Νέγρικο χωριό»), η ζωή του Τυραμπό αρχιζει να αποκτά άλλο νόημα… Η μεγάλη πόλη ανοίγει άλλους ορίζοντες στα όνειρα του ήρωα, το Οράν ήταν μια περιπέτεια που σου έκοβε την ανάσα, ένα σταυροδρόμι όπου συναντιόνταν διάφορες εποχές/ήταν ο κόσμος μου που ανακτούσε τα σύμβολά του, οι δικοί μου άνθρωποι έτσι όπως ήτα προτού τους κατατροπώσει η συμφορά, το στοιχείο μου, που το ξανάβρισκα μετά από τόσες εξορίες και ναυάγια.

Το αριστερό κροσέ
Ο συγγραφέας μάς έχει προετοιμάσει ότι ο Τυραμπό έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο: έχει απίστευτο… αριστερό κροσέ! Ήδη από την εφηβική ηλικία, χωρίς τεχνική, η γροθιά του εκσφενδονίζεται με εντυπωσιακό τρόπο δημιουργώντας βέβαια τα προβλήματα που περιμένει κανείς σ’ έναν Άραβα της γαλλικής αποικίας… Όμως γρήγορα τον “ανακαλύπτουν”, πρώτα ο όμιλος του Ντε Στέφανο (ξεπεσμένο μεγάλο αφεντικό) και στη συνέχεια ο πολύς Δούκας Μισέλ Μπολόκ. Μετά την πρώτη ερωτική απογοήτευση, για τον Τυραμπό το ρινγκ είναι μονόδρομος. Δούκες, σύμβουλοι, προπονητές κλπ. έχουν βαλθεί να «χτίσουν το μέλλον του», επενδύοντας στον επίδοξο πρωταθλητή με τα χίλια. Η σταδιοδρομία είναι ένας τρόπος για να ξεφύγει ο ήρωας από τη μιζέρια όπου βρίσκεται καταδικασμένος, με πολύ σκληρό τίμημα όμως… Παρακολουθούμε από κοντά, στο εξομολογητικό α΄ενικό πάντα, κάθε απόκλιση της σκέψης και των συναισθημάτων του, στην κρίσιμη αυτή στροφή της ζωής του˙ κάθε ελπίδα και κάθε διάψευση (π.χ. σε αγώνα σικέ), και ταυτόχρονα τη σκληρή συνειδητοποίηση ότι ο ίδιος σαν άνθρωπος αποτελεί ένα είδος «επένδυσης», ότι βρίσκεται δέσμιος σε πολύ στενά δεσμά. Ο κατάπληκτος Τυραμπό δεν έρχεται μόνο αντιμέτωπος με το αμείλικτο ευρωπαϊκό πνεύμα και  τον εμπορευματοποιημένο πρωταθλητισμό, αλλά και με τον ρατσισμό, τη δύναμη των παλιοφυλλάδων που διαστρεβλώνουν τα πάντα, κι εντέλει τον αποκλεισμό από την κοινωνική ελίτ μόνο και μόνο επειδή είναι Άραβας (π.χ. τον εμποδίζουν να πλησιάσει συγκεκριμένες γυναίκες). Παρότι καταξιωμένος δεν τον θέλουν ούτε στον οίκο ανοχής (είναι άνθρωποι ανωτέρας τάξεως, καταλαβαίνετε;) όπου συναντά τη δεύτερη μεγάλη αγάπη, την Αΐντα (τη σεβόμουν/ήταν γενναιόδωρη, ευαίσθητη, δε χρησιμοποιούσε κατεργαριές και πονηριές. Είχε την ίδια αξία με τις σεβάσμιες γυναίκες μπροστά στις οποίες έβγαζε κανείς το καπέλο του στο δρόμο). Το όνειρο όμως να απαλλάξει την Αΐντα από το πληχτικό μέχρι θανάτου αδιέξοδο πάνω στο πρόστυχο κρεβάτι δεν προσκρούει μόνο στην αντίσταση του κοινωνικού περίγυρου, αλλά και στην ίδια την Αΐντα:
«Επάγγελμα το λες να πουλάς το κορμί σου;»
«Κι οι εργάτες δεν πουλάνε μήπως τα μπράτσα τους, οι ανθρακωρύχοι δε βάζουν σε κίνδυνο το κορμί τους» … κλπ κλπ. «Κι εσύ; Το βρίσκεις αξιοπρεπές να σου σπάνε τα μούτρα π΄νω στο ρινγκ; Κιεσύ δεν πουλάς το κορμί σου λοιπόν;»

Ήξερα πως ήμουν ευάλωτος γιατί λειτουργούσα με το συναίσθημα
Αυτή όμως που θα κλονίσει ολότελα την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά σε σχέση με το επάγγελμα του πυγμάχου είναι η τρίτη, μοιραία γυναίκα, κόρη πυγμάχου και πολύ δυναμική, η Ιρέν. Η προσέγγιση της ατίθασης αυτής γυναίκας είναι αριστουργηματική, αλλά ακόμα πιο αριστοτεχνικοί είναι οι διάλογοι, οι διάλογοι όπου βασικά τίθεται σε αμφισβήτηση η όλη σύλληψη του συγκεκριμένου αθλήματος (πρέπει να είναι κανείς πειραγμένος για να επιλέξει ως καριέρα να τον χτυπάνε στο κεφάλι και να γεμίζουν τα μούτρα του αίμα/στην πυγμαχία, οι θεοί πρέπει να είναι εφήμεροι, για να ανακυκλώνεται το πάθος), επομένως και η ζωή του Τυραμπό. Τα λόγια της Ιρέν λειτουργούν και μακροπρόθεσμα στην ψυχή του ήρωα, κι ας είναι προορισμένος να γίνει πρωταθλητής Β. Αφρικής. Ξεστρατίζει περνώντας μαγικές νύχτες με την Ιρέν, κάνοντας τους παράγοντες να αφηνιάσουν, ενώ το δίλημμα της ζωής του γίνεται ολοένα και πιο σκληρό: ζωή με την Ιρέν χωρίς πυγμαχία, ή ζωή χωρίς την Ιρέν με δόξα και χρήμα. Η απόφασή του να παραιτηθεί αμέσως μετά την απίστευτη νίκη του απέναντι στον θρυλικό Μαρσέλ Μπονό τους τρελαίνει όλους, ενώ τα γεγονότα ακολουθούν καταιγιστικά και απίστευτα τραγικά…
Χριστίνα Παπαγγελή