Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί φωτίσεως

Όταν έχεις διαβάσει δυο τρία βιβλία του Σαραμάγκου, αναγνωρίζεις πια έναν τελείως δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο, ένα ιδιαίτερο ύφος/στυλ που δεν το συναντάς σ΄ άλλον συγγραφέα. Και μόνο εξωτερικά, η ανυπαρξία παραγράφων, το ασύνδετο σχήμα ή μάλλον το πολυσύνδετο με συνεχή κόμματα, ακόμα και στους διαλόγους, ή ο μακροπερίοδος λόγος είναι στοιχεία που «φωνάζουν» ότι πρόκειται για έργο του Σαραμάγκου. Αλλά κι επί της ουσίας, η σύλληψη της υπόθεσης είναι πάντοτε στοιχειώδης, μια πυρηνική ιδέα που ξεδιπλώνεται στη συνέχεια «κατά το εικός και αναγκαίον» και υφαίνεται σιγά-σιγά γύρω από τον πυρήνα, σαν κουκούλι. Οι ήρωες μαζί με τα λόγια τους παραθέτουν και τις μύχιες σκέψεις τους κι όλ’ αυτά απαιτούν ένα διαφορετικό –πιο αργό, πιο συγκεντρωμένο- ΡΥΘΜΟ ανάγνωσης, που σου απαγορεύει να πηδήξεις σειρές ή να διαβάσεις βιαστικά, φευγαλέα, διαγώνια κάποια σημεία.
Όλ’ αυτά κατά κανόνα προδιαθέτουν αρνητικά. Κι όμως εμένα εξακολουθεί να με γοητεύει υπερβολικά, και ας είναι το πέμπτο βιβλίο του που διάβασα, κι ας έχουν βλέπω πια κάποια στοιχεία ύφους ως «μανιέρα».
Στην πρωτεύουσα μιας χώρας (χωρίς όνομα) οι εκλογές αναδεικνύουν πρώτη δύναμη το λευκό με ποσοστό 70%. Στις επαναληπτικές εκλογές το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο. Αυτός είναι ο πυρήνας. Ακολουθεί η αναστάτωση, τα παιχνίδια της εξουσίας. Άκρως υπερπραγματικό, μη ρεαλιστικό, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά στον αναγνώστη που γυρεύει ρεαλιστική απεικόνιση. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το εξωπραγματικό πλαίσιο καταγράφεται μια «άλλη» αλήθεια, ή μάλλον άλλες, πολλές αλήθειες με τρόπο ανάλαφρο, ονειρικό, που ενίοτε αγγίζει το χιούμορ ή, -ίσως- ίσως, τη πικρή σάτιρα. Η ακρότητα της πλοκής (όπως και στο «Περί τυφλότητας», στο «Η σπηλιά» κλπ.), είναι κι εδώ η αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια σχέσεις και δομές κρυμμένες, που αφορούν βασικά το ρόλο της εξουσίας, και τη σχέση της με το πλήθος και το άτομο.
Κρύβουν π.χ. εκπληκτική αλήθεια οι μη ρεαλιστικές (και μάλιστα, παρουσιάζονται κιόλας ως υποθετικές) σκηνές «ανάκρισης» των ψηφοφόρων που παρακολουθούνται πια κατά τη δεύτερη ψηφοφορία εν αγνοία τους:
Σελ.36:
Τρέμουμε και μόνο στη σκέψη τι μπορεί να συμβεί αύριο στον αθώο άνθρωπο όταν τον φέρνουν για ανάκριση, Ομολογείτε ότι είπατε στο πρόσωπο που βρισκόταν μαζί σας Κάποια μέρα θα συνέβαινε, Μάλιστα, το ομολογώ, Σκεφθείτε καλά προτού απαντήσετε,, σε τι αναφερόσασταν με τις λέξεις αυτές, Μιλούσαμε για τον χωρισμό μου, Χωρισμό ή διαζύγιο, Διαζύγιο, Και ποια είναι τα συναισθήματά σας σε σχέση με το εν λόγω διαζύγιο, Νομίζω κάποια οργή και κάποια απογοήτευση, Περισσότερη οργή ή περισσότερη απογοήτευση, Περισσότερη απογοήτευση υποθέτω, Δεν σας φαίνεται, αφού είναι έτσι, πως θα ήταν περισσότερο φυσικό να αφήσετε έναν αναστεναγμό, κλπ.(…) τι σκεφτόσασταν στην πραγματικότητα ότσν είπατε στον φίλο σας τις λέξεις αυτές, Σας απάντησα ήδη, Δώστε μας μια άλλη απάντηση, αυτή δε μας κάνει, Είναι η μοναδική που μπορούσα να σας δώσω γιατί είναι και η αληθινή, Έτσι νομίζετε εσείς, Εκτός κι αν με βάλετε να επινοήσω μία, Κάντε το, εμάς δε μας ενοχλεί καθόλου να επινοήσετε όσες απαντήσεις θέλετε, με το χρόνο και με υπομονή, συν την κατάλληλη εφαρμογή ορισμένων τεχνικών, θα καταλήξετε σ’ εκείνη που θέλουμε ν’ ακούσουμε, Πείτε μου τότε ποια είναι να τελειώνουμε, Α, όχι, δεν έχει γούστο έτσι, για ποιους μας περάσατε κλπ.
Ανάλογου ύφους είναι και το σημείο (πολύ διασκεδαστικό και πικρά αληθινό) όπου οι πράκτορες της κυβέρνησης, μετά τη δεύτερη ψηφοφορία, «ξεδιαλέγουν μια τεράστια ποσότητα υλικού που είχε συλλεγεί από τους πληροφοριοδότες κατά την επιχείρηση “σάρωσης στα σπλάχνα της πληροφορίας’’». Απλές τρέχουσες φράσεις ξεψαχνίζονται ως την τελευταία συλλαβή κι εξαντλούν τον ανακρινόμενο έως ότου:
(σελ. 54):
Και τώρα πέστε μου τι ψηφίσατε (…) Θα έπρεπε να πουν, σύμφωνα με τη σχετική λογική των δημοσκοπήσεων, Ψήφισα λευκό. Τέτοια ευθεία απάντηση, θα μπορούσε να δώσει ένας υπολογιστής ή μια αριθμομηχανή, και θα ήταν η μόνη που θα επέτρεπε η άκαμπτη και ειλικρινής τους φύση, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, και οι άνθρωποι είναι παγκοσμίως γνωστοί ως τα μόνα ζώα ικανά να ψεύδονται, αν και, είναι αλήθεια, μερικές φορές το κάνουν επειδή φοβούνται, μερικές φορές από συμφέρον, κι επίσης μερικές φορές επειδή αντιλαμβάνονται πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχουν στη διάθεσή τους για να υπερασπιστούν την αλήθεια.
Έτσι, μ’ αυτό το μυθικό κι εξωπραγματικό τρόπο κι ο Σαραμάγκου εκφράζει πολλές πικρές αλήθειες απ’ την ιστορική πραγματικότητα: (σελ. 84):
Όταν η πρωτεύουσα βρίσκεται, από δικά της επανειλημμένα σφάλματα, σε κατάσταση πολιορκίας, όταν επαφίεται στις στρατιωτικές δυνάμεις να επιβάλουν την πειθαρχία και να δράσουν αναλόγως σε περίπτωση σοβαρής ανατροπής της κοινωνικής τάξης, όταν οι υψηλά ιστάμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση, δίνοντας το λόγο της τιμής τους, να μη διστάσουν όταν έρθει η ώρα να λάβουν αποφάσεις, τότε οι μυστικές υπηρεσίες επιφορτίζονται ν δημιουργήσουν τις κατάλληλες εστίες έντασης που θα δικαιολογούν a priori τη σφοδρότητα της καταστολής που η κυβέρνηση, γενναιόφρων, επιθυμούσε, με όλα τα ειρηνικά μέτρα και, επαναλαμβάνουμε τη λέξη, μέτρα πειθούς, να αποφύγει.
O κλοιός της εξουσίας σφίγγει σιγά σιγά όλο και περισσότερο, παρακολουθούμε τις διαβουλεύσεις των υπουργών, του πρωθυπουργού κι εν γένει των αρχών, ενώ το ιδιαίτερο ύφος του Σαραμάγκου μας επιτρέπει να προσεγγίζουμε και τις μύχιες, εσώτερες σκέψεις τους. Το αδιέξοδο τους οδηγεί να εγκαταλείψουν τη χώρα στην τύχη της, κρυφά μεσ’ στη νύχτα (εκπληκτική η περιγραφή της σκηνής):
να απομονώσουμε τον πληθυσμό, να τους αφήσουμε να βράσουν στο ζουμί τους, αργά ή γρήγορα, είναι αναπόφευκτο, θ’ αρχίσουν οι διενέξεις, θα… θα… (…), Πιστεύετε δηλαδή πως η πόλη δεν θα μπορέσει ν’ αντισταθεί για πολύ, Σαφώς εξάλλου υπάρχει άλλος ένας σημαντικός παράγοντας, ίσως ο πιο σημαντικός απ’ όλους, Ποιος, Όσο κι αν προσπάθησαν κι όσο κι αν επιμείνουν να προσπαθούν, ποτέ δεν θα καταφέρουν να σκέφτονται οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, Αυτή τη φορά θα έλεγε κανείς πως τα κατάφεραν, παραείναι τέλειο για να είναι αληθινό, κύριε πρόεδρε.
Η διαστροφή της εξουσίας κορυφώνεται όταν σχεδιάζουν να ενοχοποιήσουν, έστω και χωρίς αποδείξεις τη γυναίκα που στο «Περί τυφλώσεως» ήταν η μόνη που δεν τυφλώθηκε! Το γεγονός της διαφορετικότητάς της αρκεί για να την απομονώσουν και να τη χρησιμοποιήσουν ως εξιλαστήριο θύμα, δείχνοντας παράλληλα ότι οι αρχές «παράγουν έργο». Όμως, όπως λέει κι ο Μπρεχτ, « Στρατηγέ, ο άνθρωπος έχει ένα ελάττωμα, ξέρει να σκέφτεται». Στην περίπτωση, η ανθρωπιστική συνείδηση ξύπνησε στον αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος υψώνει τη μοναχική του φωνή απέναντι στον παραλογισμό της απονενοημένης εξουσίας. Παρακολουθούμε τον σταδιακό του αποκλεισμό καθώς και τις αντιστάσεις του, ενώ η ατμόσφαιρα είναι τελείως καφκική, όχι μόνο από άποψη ύφους (όπου εξαρχής υπάρχουν αναλογίες) αλλά και από άποψη περιεχομένου: ο ανώνυμος ήρωάς μας, σαν τον Κ. της Δίκης, τα βάζει απέλπιδα με την απρόσωπη «αρχή», με τον παραλογισμό, και το τέλος που του επιφυλάσσεται είναι παρόμοιο.
«Δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος, Είναι ο κόσμος απαίσιος», ισχυρίζεται ο Ζοζέ Σαραμάγκου.

Χρισίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: