Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό βιβλίο, πολυδιάστατο (με ενδιαφέρον πολιτικό, κοινωνικό, λογοτεχνικό, ψυχογραφικό) που αναδεικνύει την αντιφατική μοίρα της Ρουμανίας και των Ρουμάνων πολιτών κατά την περίοδο της ανόδου του ναζισμού και του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την ήττα των Γερμανών, το 1945. Αφηγήτρια είναι η νεαρή φοιτήτρια Ευγενία (Ζάνα), ένα θαρραλέο κορίτσι με σταθερές ανθρωπιστικές αξίες, που δοκιμάζεται στις απίστευτες συνθήκες που βιώνει, και ανταποκρίνεται με εξυπνάδα, παρρησία και τόλμη.
Πέρα δηλαδή από την τραγική ιστορία της Ρουμανίας (που, όπως και η Πολωνία ή η Τσεχοσλοβακία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης έζησαν απίστευτους διωγμούς Εβραίων και πολύ τραυματικά γεγονότα), πέρα από την φρίκη του ναζισμού και των πογκρόμ για τα οποία έχουν γραφτεί σελίδες και σελίδες, η ιστορία της Ευγενίας, προσωποποιημένη κι εξατομικευμένη, ξεδιπλώνει μια σειρά από τρανταχτά ηθικά διλήμματα. Επιπλέον, η ιδιότητά της ως δημοσιογράφου, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να αναδείξει ένα ακόμα καυτό θέμα της Νεότερης Ιστορίας, την αλλοίωση των γεγονότων, την δημοσιογραφική διαστρέβλωση, την «κατασκευή» μιας βολικής αφήγησης από τους εκάστοτε ιθύνοντες.
Το «αφηγηματικό σήμερα», δηλαδή η ημερομηνία κατά την οποία η αφηγήτριά μας ξεκινά να καταθέτει τη μαρτυρία της, είναι η 31η Μαΐου 1945· μόλις έχει μαθευτεί ότι ο Ρουμανοεβραίος συγγραφέας Μιχαήλ Σεμπαστιάν (υπαρκτό πρόσωπο, Ιωσήφ Χέκτερ, το πραγματικό όνομα), πέθανε σε ατύχημα. Η Ζάνα όμως, όταν αποφασίζει να γράψει το βιβλίο της, επιστρέφει στα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν ένα τεράστιο κύμα αντισημιτισμού έχει ήδη φουντώσει στη χώρα, μαζί με ακροδεξιές φιλοχιτλερικές αντιλήψεις.
Η βαθιά κι ανιδιοτελής αγάπη της Ευγενίας προς τον Μιχαήλ, εκφρασμένη ξεκάθαρα παρόλο που εκείνος δεν ήταν ποτέ ερωτευμένος μαζί της, είναι ένας από τους άξονες που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της. Επίσης, ο απερίφραστος θαυμασμός προς την καθηγήτριά της Ιρίνα Κοστινάς (ρουμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου) την έχει εμποτίσει με υψηλές ιδέες και βαθύ ανθρωπισμό- άλλωστε χάρη στην Ιρίνα γνωρίστηκε, με επεισοδιακό τρόπο, με τον Μιχαήλ. Τέλος, οι μετριοπαθείς ιδέες των γονιών της αλλά κυρίως οι εθνικιστικές αντισημιτικές ιδέες του μεγάλου αδερφού, του Στεφάν («η μετριοπάθεια είναι μια μορφή προδοσίας»), ρίχνουν την ηρωίδα μας σε διάφορα σταυροδρόμια επιλογών, παρόμοιων με τις επιλογές που είχε να κάνει κάθε φορά η ασταθής διακυβέρνηση της Ρουμανίας, αυτήν την ζοφερή περίοδο.
Η δεκαοκτάχρονη φοιτήτρια έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση αρχικά με τον αδερφό της, όταν ανακάλυψε ότι εκείνος ηγούνταν της ομάδας φοιτητών που ξυλοκόπησαν τον Μιχαήλ, προσκεκλημένο της κας Κοστινάς στο Πανεπιστήμιο. Το πρώτο αυτό επεισόδιο είναι κομβικό για όλη την αφήγηση, πρώτον γιατί σηματοδοτεί την απαρχή του έμπρακτου αντισημιτισμού, δεύτερον γιατί είναι η αφορμή γνωριμίας (και κεραυνοβόλου έρωτα) της Ευγενίας με τον Μιχαήλ, και τέλος γιατί είναι η αφορμή πολιτικοποίησής της κι έμπρακτης συμμετοχής της στα δρώμενα (ήδη δεν μπορούσα πια να φέρω στον νου μου τους δικούς μου –τους γονείς μου, τον Στεφάν, την οικογενειακή μας ζωή-, χωρίς να νιώσω ένα αίσθημα ασφυξίας). Στη συνέχεια, η ηρωίδα μας βουτάει στα βαθιά νερά, καθώς ανακαλύπτει σιγά σιγά τον κόσμο, την κοινωνία μ’ όλες τις αντιφάσεις της (είναι αλησμόνητη η στιγμή κατά την οποία βγαίνουμε από την πλάνη και αντιλαμβανόμαστε πως σφάλαμε, πως μας κορόιδεψαν. Δεν είμαι σε θέση να περιγράψω την πορεία αυτής της ξαφνικής συνειδητοποίησης, αλλά έχουμε τότε την αίσθηση ότι τα πάντα μέσα μας φωτίζονται μονομιάς, ότι η καρδιά και η λογική αναφλέγονται μαζί κι απότομα, και ότι ένας ολοκαίνουργιος θυμός, που δεν γνωρίζουμε ακόμα τι να τον κάνουμε, γεννιέται μέσα μας και μας πλημμυρίζει).
Το ιστορικό πλαίσιο –η θέση των Εβραίων
Πώς έβλεπαν τους Εβραίους το 1935, αναρωτιέται η Ευγενία: ήταν διαφορετικοί από τους Ρουμάνους, είτε πολύ πλούσιοι είτε εξαθλιωμένοι. Υπήρχε όμως και εύπορη μεσαία τάξη από εμπόρους και γιατρούς, κι αυτό γιατί κάποιος νόμος απαγόρευε να έχουν στην ιδιοκτησία τους γη, σε μια χώρα όπου η οικονομία βασιζόταν κυρίως στην γεωργία. Επομένως, είχαν έναν λόγο παραπάνω να σπουδάσουν, κι η μόρφωσή τους αυτή δημιουργούσε στην ψυχή των Ρουμάνων «μνησικακία και φθόνο».
Έχουν ήδη προηγηθεί στα αρχές του αιώνα τα δύο φοβερά πογκρόμ της περιοχής του Κισινάου[1] (1903, 1905), με τα οποία παραλληλίζει η Ζάνα το πογκρόμ του Βουκουρεστίου και του Ιασίου[2] που έγιναν στην διάρκεια του πολέμου, και που το τελευταίο το έζησε κι η ίδια. Παρόλο που οι Εβραίοι κάτοικοι φυσικά είναι πολιτογραφημένοι ως δεύτερης και τρίτης γενιάς Ρουμάνοι πολίτες (υπό την πίεση της Γαλλίας το 1918, που τότε ήταν σύμμαχος ενάντια στους Γερμανούς), τα συναισθήματα απειλής αυξάνονται γιατί τα υποδαυλίζουν οι αντισημιτικές οργανώσεις. Οι Εβραίοι είναι «ξένοι», απειλητικοί κι ανεπιθύμητοι (μας κλέβουν το ψωμί μέσα απ’ το στόμα, όταν εμείς οι υπόλοιποι, που κυλάει στις φλέβες μας ρουμάνικο αίμα, πασχίζουμε να εξασφαλίσουμε τα προς το ζην).
Ο Κωνσταντίν Κούζα, κοσμήτορας της νομικής, και ο Κορνέλιου Κοντρεάνου ιδρύουν τη Λίγκα Εθνικής και Χριστιανικής Άμυνας, που από το 1923 ξεσηκώνουν τους χριστιανούς ενάντια στους Εβραίους, απαιτούν να υπάρχουν περιορισμένες θέσεις για τους Εβραίους φοιτητές στα πανεπιστήμια, οι φοιτητές της ιατρικής να προμηθεύονται… δικά τους πτώματα (!), και γενικότερα προβαίνουν σε βιαιοπραγίες με αποτέλεσμα να επέμβει ο βασιλιάς ώστε να συλληφθούν οι εθνικιστές φοιτητές του Κούζα, τους οποίους ωστόσο ελευθερώνουν το 1925 (κυρίαρχη άποψη: ωθούν τους ανθρώπους στα άκρα, και ύστερα εκπλήσσονται που κάποιος Κοντρεάνου αντιδρά…).
Ο Κοντρεάνου [3], ελεύθερος παρόλο που δολοφόνησε αστυνομικό, διαχωρίζει την θέση του από τον Κούζα (τον βρήκε πολύ μετριοπαθή), και ιδρύει την «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» που μεταστοιχειώνεται στην πασίγνωστη «Σιδηρά Φρουρά», ένα κίνημα προσηλωμένο στον Χίτλερ που εξαπλώνεται και «ριζοσπαστικοποιείται», ή καλύτερα φασιστικοποιείται. Σ’ αυτό το κίνημα προσχωρεί και ο Στεφάν, ο φανατικός αντισημίτης-αδερφός της Ζάνας. Ο Κοντρεάνου απ’ την άλλη, που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός, από τη μια διώκεται, από την άλλη συνεργάζεται με την κυβέρνηση, για να καταλήξει στην φυλακή και στη συνέχεια στραγγαλισμένος από το καθεστώς, με άλλου 13 λεγεωνάριους. Τον Κοντρεάνου διαδέχεται στην Σιδηρά Φρουρά ο Χόρια Σίμα, του οποίου ο Στεφάν είναι το δεξί χέρι.
Ο ρόλος των λεγεωνάριων είναι ρόλος μπαλαντέρ σ’ ένα καθεστώς πουλημένο (βασιλεία Καρόλου Β΄), καθότι ο βασιλιάς Κάρολος Β΄[4] εγκαθιδρύει αρχικά μια «βασιλική δικτατορία», επιβάλλοντας ως πρωθυπουργό τον αντισημίτη Κριστέα, και παραπαίει ανάμεσα σε Ρωσία (που διεκδικεί Βεσσαραβία και Μπουκοβίνα) και Γερμανία (που έχει ήδη από το 1938 καταλάβει τη Σουδητία, και απειλεί τα γειτονικά εδάφη). Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Κάρολος Β΄ βλέπει στον Χίτλερ έναν σύμμαχο, και τον Νοέμβριο του1938 του παραδίδει τα κοιτάσματα πετρελαίου ως αντάλλαγμα για την εγγύηση των συνόρων ενάντια στην Σοβιετική Ένωση. Εξίσου αντιφατική είναι η στάση της κυβέρνησης κι απέναντι στους λεγεωνάριους: έβαζε να δολοφονήσουν τους επικεφαλής της Λεγεώνας, αλλά ταυτόχρονα διέταζε να απελευθερωθούν ορισμένοι θεωρητικοί του κινήματος. Είναι η εποχή κατά την οποία καταζητείται ο Στεφάν, δημιουργώντας αγωνία στους γονείς της Ζάνας. Η εισβολή των Γερμανών στην Πράγα(15/3/39) παρά την συμφωνία του Μονάχου (29/9/38)[5] γεμίζει τρόμο τους Ρουμάνους και κυρίως τους αντιφασίστες.
Οι εξελίξεις για την ρουμανική κυβέρνηση είναι καταιγιστικές και ανατρεπτικές, εφόσον οι καταζητούμενοι λεγεωνάριοι βρίσκονται πολύ σύντομα στην εξουσία. Το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας (Σύμφωνο Μολότωφ Ρίμπεντροπ[6], Αύγουστος 1939) έχει δημιουργήσει σύγχυση στον Ρουμάνο πολίτη (δεν είσαι κορόιδο που προσπαθείς να μπεις κάτω από την ομπρέλα του Βερολίνου, τη στιγμή που Βερολίνο και Μόσχα βαδίζουν πια χέρι χέρι;). Παρόλο που στις 21 Σεπτεμβρίου 1939 εννέα Λεγεωνάριοι πήραν μέρος στη δολοφονία του πρωθυπουργού Αρμάντ Καλινέσκου σε αντίποινα για τη σύλληψη και δολοφονία του "Καπιτάν" Κοντρεάνου, η κατάσταση πολώνεται όλο και περισσότερο, εφόσον ο προσωρινός πρωθυπουργός Αρτζεσάνου, μετά την δολοφονία του προκατόχου του, εξαπολύει μεν μεγάλη καταδίωξη των λεγεωνάριων (εκτελέστηκαν περίπου 300 άτομα, ο Στεφάν με τον Χόρια Σίμα κατέφυγαν στο Βουκουρέστι) αλλά όταν αναλαμβάνει ο Αντονέσκου, όχι μόνο δίνει αμνηστία σε όλους, αλλά εμπιστεύεται τον Χόρια Σίμα και συνεργάζεται με την Σιδηρά φρουρά. Έτσι ο μισητός Στεφάν από καταζητούμενος γίνεται ξαφνικά άνθρωπος του καθεστώτος.
Τα γεγονότα τα παρακολουθούμε λεπτομερώς μέσα από τα μάτια της Ευγενίας, η οποία συμμετέχει κάνοντας την πρακτική της ως δημοσιογράφος (π.χ. ήταν η πρώτη που έμαθε και πληροφόρησε τον εργοδότη της , της εφημερίδας, κο Χάρτινγκ, για την δολοφονία του Καλινέσκου, και ανέλαβε να κάνει ρεπορτάζ). (-Δεν το πιστεύω… Μόλις χτες δολοφονήθηκε ο Καλινέσκου, και ο βασιλιάς ήδη τους συγχωρεί; -Είστε πολύ νέα Ευγενία. Ξέρετε τι έλεγε ο Ταλεϋράνδος; “Στην πολιτική δεν υπάρχουν πεποιθήσεις, υπάρχουν μόνο περιστάσεις”)
Για το καθεστώς Αντονέσκου (άνθρωπος του Χίτλερ, έδιωξε με απίστευτα δαιμόνιο τρόπο τον Κάρολο Β΄και ανακηρύχτηκε απόλυτος άρχοντας), αντιγράφω από την Wikipedia:
«Στις 2 Σεπτεμβρίου 1940[7] ξέσπασε το κίνημα της Σιδηράς Φρουράς, τα επεισόδια επεκτάθηκαν και απειλήθηκε το Παλάτι, στις 4 Σεπτεμβρίου ο Βασιλεύς Κάρολος Β΄ κάλεσε τον Στρατάρχη Αντονέσκου να αναλάβει να σώσει τη χώρα. Ο Βασιλιάς έδωσε στον Αντονέσκου απεριόριστη ισχύ και εξουσία, όμως δύο ημέρες αργότερα ο Αντονέσκου απαίτησε από τον Βασιλιά την παραίτηση του υπέρ του γιου του Μιχαήλ ο οποίος και στέφτηκε Βασιλιάς. Την ίδια ημέρα θέλοντας να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημα της Λεγεώνας για συμμαχία με τον Αδόλφο Χίτλερ απέστειλε τελεσίγραφο φιλίας. Στις 14 Σεπτεμβρίου κήρυξε δικτατορία, ο Χόρια Σίμα έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ενώ το κράτος ανακηρύχτηκε σε Εθνικό Λεγεωναρικό και η επίσημη ενδυμασία της Σιδηράς Φρουράς και των Λεγεωνάριων η οποία υιοθετήθηκε ήταν το πράσινο και μαύρο χρώμα».
Εκτός από την Βεσσαραβία και την Μπουκοβίνα, σε δεινή θέση βρίσκονται και οι Ρουμάνοι πολίτες της Τρανσυλβανίας, περίπου 7 εκατομμύρια, την οποία διεκδικεί η… Ουγγαρία! Έτσι, ορισμένοι βλέπουν στον Χίτλερ την ελπίδα να ανακτήσουν τις χαμένες επαρχίες, αντίστοιχα ο Χίτλερ είχε κάθε συμφέρον να στείλει στη Ρουμανία τα αεροπλάνα και τα στρατεύματά του για να προφυλάξουν το πετρέλαιο και τα σιτηρά της χώρας από τα βρετανικά βομβαρδιστικά. Άλλοι βλέπουν τον ρωσικό κίνδυνο, ενώ οι αντισημίτες λεγεωνάριοι τρίβουν τα χέρια τους και ξεκινούν απροκάλυπτες θηριωδίες ενάντια στους Εβραίους και στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους.
Για άλλη μια φορά οι ισορροπίες ανατρέπονται, εφόσον ο Αντονέσκου δεν αντιδρά άμεσα στις ακρότητες των λεγεωνάριων, αλλά στη συνέχεια έχει την υποστήριξη του Φύρερ ενάντια στον Χόρια Σίμα, ο οποίος ξεσηκώνει τους λεγεωνάριους κι όλοι περίμεναν ένα νέο πραξικόπημα που θα ανέτρεπε τον Αντονέσκου.
Αυτό είναι το γενικότερο πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων μέχρι να παγιωθεί το φιλοναζιστικό καθεστώς στη Ρουμανία, που συνέβαλε στρατιωτικά στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (Ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση) με το Ρουμανικό Στρατό το καλοκαίρι του 1944 να ξεπερνά τους 1,2 εκ. άνδρες, δεύτερο σε δύναμη μετά τη Ναζιστική Γερμανία.[8].
Η διφορούμενη στάση του πρωθυπουργού Αντονέσκου απέναντι στους Εβραίους, εξηγείται από την γενικότερα διφορούμενη πολιτική του πολιτικού, ο οποίος θέλει μεν την υποστήριξη του Χίτλερ, αν όμως γυρίσει ο άνεμος, θέλει να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του μπροστά στους συμμάχους.
Η Ευγενία –
από το συναίσθημα στην πράξη
Οι Εβραίοι, ανάμεσά τους κι ο Μιχαήλ, απειλούνται άμεσα από τους λεγεωνάριους και την Σιδηρά Φρουρά (κάποιοι έχουν ήδη αυτοεξοριστεί, όπως ο αδερφός του Μιχαήλ), αλλά καθώς το καθεστώς γίνεται ολοένα και πιο φιλοχιτλερικό, η θέση τους επιδεινώνεται, και τα ακραία φαινόμενα πολλαπλασιάζονται. Η Ευγενία, ευαίσθητη δέκτης, συνειδητοποιημένη και πολιτικοποιημένη μέσα από τα φοιτητικά έδρανα και την αγάπη της για τα βιβλία, πολύ συχνά νιώθει ανήμπορη, νιώθει «τύψεις για την απόλαυση που αντλεί κλαψουρίζοντας για τα δεινά των άλλων», νιώθει αρχικά ότι είναι ταμένη να ακολουθήσει τον δρόμο της καθηγήτριάς της, της Ιρίνας (που αυτοκτόνησε για τις πεποιθήσεις της), να «αφυπνίσει συνειδήσεις» (ασφαλώς δεν επρόκειτο να σώσω τον πλανήτη, ούτε καν τη χώρα μου, την πόλη μου ή τον δρόμο όπου έμενα, αλλά κάθε χρόνο θα άνοιγα τα μάτια σε μια χούφτα φοιτητές, όπως είχε κάνει για μένα η Ιρίνα, σκορπίζοντας έτσι στον κόσμο μερικά σποράκια…). Συνειδητοποιώντας όμως ότι τα γεγονότα τρέχουν, και ότι δεν είναι δυνατόν να περιμένει να γίνει καθηγήτρια κλπ κλπ «για να σώσει τον κόσμο», προχωρά στη δράση με το να δεχτεί να κάνει πρακτική άσκηση στο πρακτορείο Τύπου Rador με αφεντικό τον κο Χάρτιγκ.
Καθώς βρίσκεται τώρα στην πρώτη γραμμή λόγω «επαγγελματικής» ιδιότητας -αλλά και κατά κάποιον τρόπο προστατευμένη λόγω της θέσης του Στεφάν στην Σιδηρά Φρουρά-, η Ευγενία ζει έκπληκτη, βήμα βήμα, το αυξανόμενο μίσος προς τους συνανθρώπους τους, τη μεταστροφή όχι μόνο των διεφθαρμένων πολιτικών απέναντι σε φιλήσυχους Εβραίους πολίτες, γείτονες κλπ , αλλά και συμπολιτών της –ανάμεσά τους και των γονιών της. Αντιστέκεται με όποιο μέσον διαθέτει, είτε με πύρινα λόγια (Σε επίσημο, κοσμοπολίτικο δείπνο: Οι κάτοικοι του Κισινάου, στην όμορφη επαρχία της Βεσαραβίας, γνωρίζετε πώς απαλλάχτηκαν από τους Εβραίους το 1903; Δεν ξέρετε; Θα σας εξηγήσω. Και αυτοί, όπως εσείς τώρα, ισχυρίζονταν ότι πέθαιναν από την πείνα εξαιτίας των Εβραίων. Ε, λοιπόν, για να τους υποχρεώσουν να φύγουν, ανακάλυψαν έναν τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό από το να τους στερήσουν όλα τους τα δικαιώματα και να τους ωθήσουν στη λιμοκτονία, όπως κάνουμε εμείς σήμερα: τους σφαγίασαν), είτε με πράξεις, που ενίοτε υπερβαίνουν το αναμενόμενο. Κυρίως όμως συγκροτεί σιγά σιγά μια ιδεολογία, που αντικρούει καίρια τον φασιστικό και ρατσιστικό λόγο που κυριαρχεί στη χώρα την εποχή αυτή.
Αρχικά, όπως είπαμε, δεν διστάζει να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τον Στεφάν (Δεν νομίζω πως ένα κίνημα που οικοδομήθηκε πάνω στο μίσος και τη βία μπορεί να μετατραπεί, από τη μια μέρα στην άλλη, σε έντιμο κίνημα/Θεέ μου, Στεφάν, μα πώς καταλήξαμε έτσι; Να είμαστε τόσο αποξενωμένοι που να μην καταλαβαίνουμε πια καθόλου ο ένας τον άλλον; Εσύ, μαζί με αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους νιώθω απύθμενη αηδία;), και όχι μόνο. Κάθε ρατσιστική κουβέντα, ακόμα κι από «φίλους» του Μιχαήλ, την γεμίζει οργή, και κάθε νέο μέτρο εναντίον των Εβραίων (π.χ. απαλλοτρίωση περιουσιών, κατάσχεση ραδιοφώνων, κατηγορίες ότι όλοι οι εβραίοι είναι φιλοκομμουνιστές και συνεργάζονται με τους Ρώσους κλπ κλπ), την αναστατώνει. Όμως γρήγορα από την λεκτική αντίδραση προχωρά και σε αντιστασιακές πράξεις, κυρίως μετά την είδηση ότι οι Γερμανοί, παρά τη συμφωνία Μολότωφ Ρίμπεντρομπ, θα επιτεθούν στη Ρωσία. Είναι η εποχή που η Ευγενία στέλνεται από το πρακτορείο στο Ιάσιο, όπου αναλαμβάνει να καλύψει τα πρώτες μέρες του πολέμου, εφόσον τα στρατεύματα θα ξεκινούσαν από την γενέτειρά της.
Η κατάσταση στο Ιάσιο είναι έκτακτη, και πολλοί φίλοι και γείτονες Εβραίοι ή έχουν φύγει, ή φοβούνται. Η είδηση ότι θα στρατευτεί ο μικρός και ομοϊδεάτης αδερφός της ο Αντρέι, την αναστατώνει (μην πεθάνεις, Αντρέι, σε ικετεύω/υποσχέσου μου ότι θα εκτελείς μόνο διαταγές) και γίνεται αφορμή νέων επικών συγκρούσεων με τους γονείς (επιδοκιμάζατε -δίχως να το συνειδητοποιείτε ίσως- την ιδέα ότι κάποιοι λαοί είναι ανώτεροι από τους άλλους. Το γερμανικό αίμα! Το ρουμανικό αίμα! Το ένδοξο ρουμανικό αίμα! (…) Ε, λοιπόν, εγώ αγαπώ έναν Εβραίο, να φανταστείτε, και δεν νομίζω πως το αίμα μου είναι ανώτερο από το δικό του). Το ιδεολογικό χάσμα με γονείς είναι ακόμα αγεφύρωτο, ενώ η κατάσταση επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα – και τότε ξεκινάει η Ευγενία τη δική της ατομική αντίσταση: οι αντιεβραϊκές αφίσες σ’ όλη την πόλη την οδηγούν στην ΕΥΠ όπου ζητά εξηγήσεις (φυσικά την μπουζουριάζουν και την ελευθερώνουν όταν γίνεται αντιληπτό ότι είναι αδερφή του Στέφαν)· στην συνέχεια επισκέπτεται την εβραϊκή γειτονιά -«πράγμα «επικίνδυνο»- , στο Τίργκουλ Κούκουλουι, όπου δεν είχε πάει ποτέ στα 24 χρόνια της, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν την κατάσταση, ρισκάροντας καθώς κάνει ερωτήσεις δεξιά κι αριστερά· θέλει να πάρει συνέντευξη από τον στρατηγό φον Σόμπερτ, γενικό διοικητή των στρατευμάτων του Ράιχ στη Γερμανία· γνωρίζει τον φιλειρηνιστή Ιταλό πρόξενο, τον Σαρτόρι κι έχει εποικοδομητικό διάλογο μαζί του (δεν νομίζετε ότι αξίζει τον κόπο να μείνουμε (στο Ιάσιο), αν είναι να σώσουμε έστω κι έναν Εβραίο;). Κι όταν οι προβοκάτσιες σε βάρος των Εβραίων αυξάνονται (προκειμένου να τους ενοχοποιήσουν ότι συνεργάζονται με τους Ρώσους), όταν οι φασίστες σημαδεύουν τις πόρτες των χριστιανών με σταυρούς για να ξέρουν ποια σπίτια εβραϊκά θα λυντσάρουν (ήταν δυνατό να έχει εκδοθεί μια τέτοια διαταγή; Θα επέστρεφα στο Διοικητήριο για να το ξεκαθαρίσω), όταν βλέπει με τα μάτια της τριάντα συλληφθέντες Εβραίους να προχωρούν με αξίνες και φτυάρια προς τον μελλοντικό τους τάφο, τα συναισθήματα θλίψης και οργής είναι τόσο έντονα (αισθάνομαι τόσο ανήμπορη και άχρηστη ήθελα να κλάψω, ορίστε, να με πάρει κάποιος στην αγκαλιά του, να μου πει πως ήταν απλώς μια κακιά στιγμή) που τεράστιο μεγάλο ιδεολογικό ρήγμα αρχίζει να παίρνει μορφή μέσα της: αρχικά νιώθει ότι η δημοσιογραφία είναι ανεπαρκής (είναι ανίκανη να αποδώσει την απίστευτη πολυπλοκότητά μας/δεν αποκαλύπταμε τίποτε απολύτως με τις αιώνιες ερωτήσεις μας, σημειώνοντας σχολαστικά απαντήσεις που δεν αποτελούσαν παρά χλωμή αντανάκλαση των συναισθημάτων που βιώνει ο καθένας). Αρχίζει ένας προχωρημένος προβληματισμός πάνω στην ανθρώπινη φύση: πώς εξηγείται, ή μάλλον πώς γεννιέται το μίσος και η βία σε ανθρώπους που κατά τ’ άλλα χαμογελούν στη γυναίκα τους και «χαϊδεύουν με τρυφερότητα τα μαλλιά των παιδιών τους» (έπρεπε να πάψουμε να θέτουμε ερωτήσεις και να διεισδύσουμε στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων, θυτών και θυμάτων, να τους ακούμε, να μην τους διακόπτουμε, και προπαντός να μην τους αντικρούουμε/ήταν η μόνη μας ελπίδα να συλλάβουμε ένα μέρος έστω της πολυπλοκότητάς μας).
Δεν υπακούει στην εντολή του Χάρτιγκ να ακολουθήσει τους στρατιώτες στο μέτωπο (όχι, δεν θα εγκαταλείψω το Ιάσιο. Εκεί πέρα θα τρέχουμε πίσω από τα πάντσερ και θα κρεμόμαστε από τα ανακοινωθέντα του επιτελείου. Η θέση μου είναι εδώ, δεν θα εγκαταλείψω το Ιάσιο). Παραμένει λοιπόν στην πόλη της και ανοίγει τα μάτια της και τα αυτιά της διάπλατα, παρατηρώντας τα βήματα που οδηγούν στο πογκρόμ του Ιασίου[9], νιώθοντας την ανάγκη να γράψει (να βγάλω από την τσάντα μου το σημειωματάριο και το στυλό και να γράψω, να γράψω/πώς να πορευτείς στη ζωή χωρίς να κοιτάζεις πίσω;).
Τα γεγονότα όπως ξέρουμε από την Ιστορία που κλιμακώνονται ραγδαία (σοβιετική επίθεση στο Ιάσιο, βομβαρδισμοί για τους οποίους κατηγορούν… τους Εβραίους(!), αφίσες που παροτρύνουν τους Ρουμάνους να σκοτώσουν Εβραίους, διωγμοί, ωμότητες, δολοφονίες), και η Ευγενία τρέμει πια από αγανάκτηση, μην ξέροντας πώς να δράσει, αποφασίζει να… πάει στην αστυνομία! Η τόλμη και ο θυμός της είναι τέτοιος, που όταν μαθαίνει ότι τρεις αθώοι Εβραίοι ενοχοποιήθηκαν ως συνεργοί των σοβιετικών και πυροβολήθηκαν πισώπλατα, αποφασίζει να πάρει συνέντευξη από τον λοχία που τους πυροβόλησε!!! («Τον λοχία; Μα ο λοχίας είναι δολοφόνος!» -«Γι’ αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει τι έχει να πει/πώς το δικαιολογεί ο ίδιος; Πώς τα βρίσκει με τον εαυτό του στην καθημερινή του ζωή;».
Έτσι, η Ευγενία προσγειώνεται στην ιδεολογική θέση που είχε εκφράσει ο Μιχαήλ, στην αρχή της γνωριμίας τους, καθώς εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει γιατί δεν εγκαταλείπει τη Ρουμανία, όπως έκανε ο αδερφός του: Θα με απομόνωνε στην κατάστασή μου, την κατάστασή μου ως Εβραίου, αντί να μου επιτρέψει να αντιληφθώ τι διαδραματίζεται στο μυαλό αυτών που με χτυπούν. Η εξέγερση θα είχε ως αποτέλεσμα να περιχαρακωθώ στην ηδονή της αδικίας, στη μυστική απόλαυση της οδύνης, έστω κι αν ακούγεται κάπως παράδοξος ο συνδυασμός τούτων των δύο λέξεων, της απόλαυσης και της οδύνης. Έτσι λοιπόν και η Ευγενία, καταλήγει στο ότι δεν έχει τόση αξία/σημασία τι έχει να πει το θύμα (τα θύματα συγκινούν αλλά δεν μας δίνουν τα κλειδιά του μίσους), αλλά οι θύτες. Δεν χάνει λοιπόν καιρό και με την πρόφαση ότι κάνει έρευνα για… το «ηθικό των ανδρών» (!), επισκέπτεται τον λοχία Μόρτσα Μανολίου που πυροβόλησε τους τρεις αθώους, στο σπίτι του. Γνωρίζει την έγκυο γυναίκα του, τον ακούει να παραπονιέται για «το ζευγάρι Οβριών που «έκλεψαν» το μαγαζί που ονειρεύονταν οι γονείς του, και στο τέλος ομολογεί ότι σκότωσε «μόνο δύο Εβραίους. Ο τρίτος κατόρθωσε να δραπετεύσει».
Η βαναυσότητα για την οικογένεια της Ευγενίας κορυφώνεται όταν βλέπουν τους γείτονές τους, σκοτωμένους και ημίγυμνους μπροστά στο φαρμακείο τους. Τη μέρα εκείνη όλοι οι δρόμοι του Ιασίου είναι γεμάτοι νεκρούς. Είναι το όριο πέρα από το οποίο οι γονείς της Ευγενίας αρχίζουν να βλέπουν την αλήθεια, ότι οι λεγεωνάριοι/κυβερνητικοί -πλέον-προβοκάρουν τους Εβραίους για να έχουν πρόσχημα να διαπράξουν τις φρικαλεότητές τους. Τρομαγμένοι και αναστατωμένοι, δέχονται με ευχαρίστηση να κρύψουν μια οικογένεια που κινδυνεύει. Η Ευγενία φυσικά και δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, τρέχει στο Διοικητήριο για να μαζέψει πληροφορίες ως ανταποκρίτρια της Corriere de la Serra (της έδωσε το δικαίωμα ο Μαλαπάρτε[10], με τον οποίο έχει γνωριστεί), όπου γίνεται μάρτυρας απίστευτης σκληρότητας (βίωνα ένα γεγονός απερίγραπτης απανθρωπιάς, δίχως να ξέρω ούτε πώς να το καταγγείλω ούτε πώς να εκφράσω την ντροπή μου). Εννοείται ότι την συλλαμβάνουν, στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις τους απαντά με ευθύτητα, μελετούν το αποκαλυπτικό σημειωματάριό της κι αν την αφήνουν ελεύθερη, είναι μόνο και μόνο επειδή ο Στεφάν είναι ανώτερο στέλεχος της Σιδηράς Φρουράς.
Η κατάσταση από κει και πέρα είναι τελείως έκρυθμη (παρέπαια εμβρόντητη. Τι ήταν αυτό που ζούσαμε; Επρόκειτο για πογκρόμ;). Ναι πρόκειται για πογκρόμ σε πλήρη εξέλιξη –γυναίκες που τις ξυλοκοπούν στον δρόμο μέχρι θανάτου, εκατοντάδες εβραίοι προπηλακίζονται, βασανίζονται, σκοτώνονται κι όσοι διασώζονται στοιβάζονται στο τρένο για τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Ασύλληπτης φρίκης επεισόδια με απολογισμό 13266 θύματα.
Ο νεανικός ενθουσιασμός της Ευγενίας έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα (αυτές οι φρικτές μέρες έμοιαζαν να έχουν ισοπεδώσει όλες τις αναμνήσεις μέσα μου/Θεέ μου από τι ήμασταν φτιαγμένοι για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο; Άκουγα τον εαυτό μου να αναθεματίζει και ξαφνικά ένας λυγμός κατέπνιγε τον θυμό μου).
Κι έτσι, μετά απ’ αυτά τα καθοριστικά επεισόδια, ένας πιο τολμηρός ακόμα ακτιβισμός γεννιέται στην Ευγενία: η ένοπλη δράση. Καθώς από ένστικτο αντιλαμβάνεται ότι ο Χάρτιγκ είναι πιο βαθιά χωμένος στην αντίσταση, του ζητά… όπλο και αργότερα, να την βάλει στην αντίσταση(!): Μου φάνηκε πως ήρθε η ώρα να πάψω να συγκαταλέγομαι στους απλούς θεατές, και να δώσω διαφορετική τροπή στη ζωή μου. Ο βαθύς θυμός της απευθύνεται σε όλους, τους γονείς της, με τον Μαλαπάρτε που διαστρέβλωσε τα στοιχεία που η ίδια του είχε δώσει ως μάρτυρας του πογκρόμ, ακόμα κι απέναντι στον μετριοπαθή Μιχαήλ (ο θυμός μου οφείλεται στην απάθειά σας, στην εθελοτυφλία σας(…) Γιατί δεν επιχειρείτε κάτι εναντίον των εχθρών σας; Γιατί δεν προβάλλετε αντίσταση;)
Δεν έχουμε έρθει στον κόσμο για να ζήσουμε με ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ τίμημα
Η θητεία της Ευγενίας στην αντίσταση είναι περιπετειώδης. Τα ηθικά διλήμματα που την βασάνιζαν ως εκείνη τη στιγμή, πολλαπλασιάζονται και δοκιμάζονται στην πράξη. Τα μαθήματα «πολιτικής διαφώτισης» γίνονται «μαθήματα εκπαίδευσης στο μίσος»: η αηδία και ο θυμός μπορούσαν να ξυπνήσουν μέσα μου ένα βίαιο εκδικητικό πνεύμα που μου έδινε τη βεβαιότητα ότι ήμουν έτοιμη να σκοτώσω. Κι όταν έρχεται η στιγμή της πράξης, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα (τι θα συνέβαινε για παράδειγμα, αν με διέταζαν να εκτελέσω τον λοχία Μίρτσεα Μανολίου;). Διακρίνεται στην σκοποβολή (τέχνασμα του συγγραφέα για να διεισδύσει βαθύτερα στα προβλήματα), και ως εκ τούτου αναλαμβάνει επικίνδυνες αποστολές, αρχικά να σκοτώσουν (μαζί με το «δίδυμό της, το ζευγάρι της στον αγώνα) έναν Ρουμάνο αξιωματικό. Τα αντίποινα που προκάλεσε αυτή η απόπειρα δολοφονίας (100 Εβραίοι να τουφεκιστούν) εγείρουν νέα ηθικά διλήμματα και αφορμές έντονου διαλόγου με τον Μιχαήλ (Μιχαήλ: θύμωσε φοβερά με την «αναξιοπρέπεια» των αντιστασιακών, οι οποίοι, αντί να παραδοθούν, θα άφηναν να πεθάνουν στη θέση τους οι Εβραίοι. Ευγενία: -Μη συγχέετε τις ευθύνες, Μιχαήλ. Η αναξιοπρέπεια χαρακτηρίζει τους ναζί, που εξοντώνουν συστηματικά αθώους, όταν δεν βρίσκουν τους ενόχους/ Οι αντιστασιακοί είναι στρατιώτες, οφείλουν να συνεχίζουν να μάχονται όσο δεν έχουν χάσει τη ζωή τους. Μιχαήλ: -Με τίμημα τον θάνατο των Εβραίων –δεν σας φαίνεται απαράδεκτο αυτό;).
Η τόλμη της Ευγενίας προχωράει ακόμα περισσότερο. Θέλει να σκοτώσει τον πρέσβη Κίλινγκερ, να δράσει εναντίον του αληθινού κυβερνήτη της Ρουμανίας, αυτού που διέταξε τα αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας (το θεωρούσα καθήκον μου να απονείμω δικαιοσύνη). Σχεδιάζει και μεθοδεύει μόνη της την επιχείρηση, που την φέρνει σε πέρας αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ από ηθική άποψη την απασχολεί η γραμματέας που συνόδευε τον πρέσβη (πλάγιαζε μαζί του από αγάπη; Δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Αν είχα δίκιο, θα εξόντωνα μάλλον ένα θύμα παρά μια συνένοχο).
Τον Σεπτέμβριο του 1942 αναλαμβάνουν να εκτροχιάσουν ένα γερμανικό τρένο με προορισμό το Στάλινγκραντ, που μετέφερε πάντσερ νέας γενιάς. Η μερική επιτυχία ενθουσιάζει την Ευγενία (μέσα μου γεννήθηκε το αίσθημα πως η νίκη ήταν εφικτή, πως οι Γερμανοί δεν ήταν αήττητοι/οφείλω επίσης να αναφέρω ότι αφού σκότωσα έναν από δαύτους, κατά τη διάρκεια εκείνης της μεθυστικής νύχτας, λαχταρούσα να μου δοθεί η ευκαιρία να δολοφονήσω ακόμα περισσότερους (!)).
Καθώς κυκλοφορούν τα νέα του εκτροχιασμού, τα συναισθήματα της Ευγενίας από κει και πέρα κυμαίνονται μεταξύ αγωνίας μήπως την συλλάβουν και χάσει κι ο Μιχαήλ την ζωή του εξαιτίας της (για μερικές βδομάδες είχα την ανατριχιαστική αίσθηση ως ζούσα υπό προθεσμία), ενοχών για τις πράξεις της αλλά και γιατί τις κρύβει από τον Μιχαήλ, αγωνίας για την τύχη του Στάλινγκραντ και του αδερφού της Αντρέι. Στο αφηγηματικό «σήμερα» ντρέπεται για την «γυναίκα που είχε γίνει το φθινόπωρο του 1942».
Ήταν οι πιο κτηνώδεις μέρες στην ιστορία της ανθρωπότητας
Να λοιπόν το τελευταίο ερώτημα που θέτει η Ευγενία: γιατί σιώπησε εκείνη, κι ένας σωρός κόσμος; Έγινε ασυνείδητα, μπήκε μπροστά ο μηχανισμός της απώθησης; Ήταν συνειδητή απόφαση; Ήταν ταπεινωτικό να περιγράψει κανείς τέτοια βιώματα και τέτοιες πράξεις; Υπάρχουν στον χώρο του ανείπωτου; Όχι, βέβαια, μου απάντησα ζωηρά, τίποτα δε είναι ανείπωτο.
Την απάντηση την δίνει πολύ γρήγορα, και πάλι βιωματικά: είχε εκτυλιχθεί στο Ιάσιο ένα γεγονός που ποτέ δεν θα πιστεύαμε ότι θα συνέβαινε και που μαρτυρούσε πράγματι μια κτηνωδία και βασικά, ό, τι υπήρξε, ό, τι μας συγκροτεί, μπορεί να ειπωθεί και αναμφίβολα χρειάζεται να ειπωθεί. Νιώθει ότι όσο επικρατούσε η οργή κι ο πόνος έπρεπε να βρεθούν τα λόγια που θα περιγράψουν την αλήθεια· όχι την αλήθεια των γεγονότων αλλά των εσωτερικών κινήτρων των εθελοντών του πογκρόμ (τι πέρασε από το μυαλό του τσαγκάρη στην οδό Κούζα Βόντα τη στιγμή που άρπαξε ένα τσεκούρι και δολοφόνησε την οικογένεια των Εβραίων που έμεναν στο διπλανό σπίτι –τους γονείς και τρία παιδιά- παρότι έφτιαχνε, μέχρι τότε τις σόλες των παπουτσιών τους και τους χαιρετούσε κάθε πρωί). Εκ των υστέρων λοιπόν (1943) αφήνει την ενεργό αντίσταση και προχωρά σε έρευνες, σε μαρτυρίες, για το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα στις 29 Ιουνίου 1941.
Ήταν οι μέρες της ελπίδας, ότι η απελευθέρωση βρίσκεται κοντά. Γεμάτη λοιπόν προσδοκίες η Ευγενία ψάχνει την αλήθεια της, χωρίς να κρύβει ότι είναι η συντάκτρια του άρθρου των γεγονότων του Ιουνίου 1941, και, φυσικά, πέφτει πάνω σ’ έναν τοίχο: Το λάθος που είχα κάνει ήταν ότι πίστεψα πως ήταν δυνατόν, από τη μια στιγμή στην άλλη, να πάψουμε να παίζουμε θέατρο και να παραδεχτούμε χωρίς υπεκφυγές ό, τι κρύβει η καρδιά μας. Ακόμα πιο απογοητευτική είναι η υποδοχή της από τους ιδιοκτήτες του εστιατορίου «Lully», που τους ρωτά αν συνήλθαν οι άνθρωποι από την σφαγή του ’41, κι εκείνοι της συμπεριφέρονται επιθετικά και με καχυποψία.
Η Ευγενία υποφέρει από την αδυναμία να δικαιώσει τους ανθρώπους αυτούς που μπροστά στα μάτια της πέθαναν με κτηνώδη τρόπο, ενώ πασχίζει να καταλάβει την ψυχολογία των επιζώντων (ο αντίκτυπος που είχε η σφαγή τους στη συνείδηση και την καθημερινή ζωή των κατοίκων του Ιασίου). Μια μορφή απάντησης δίνει ο σπιτονοικοκύρης της: Θα σας εξηγήσω κάτι, δεσποινίς: οι Εβραίοι μετέτρεψαν τους κατοίκους του Ιασίου σε εγκληματίες παρά τη θέλησή τους, να τι δεν έχετε καταλάβει (…) Νομίζω ότι σήμερα, και μόνο η λέξη «Εβραίος» τούς παγώνει την καρδιά.
Ήδη, καθώς τελειώνει η αφήγηση και φτάνουμε στο «σήμερα» (1945), η πιο ώριμη πλέον Ευγενία (28 χρονών) έχει κατασταλάξει στην άποψή της για τη δημοσιογραφία. Η διαστρέβλωση των γεγονότων από τον διπλοπρόσωπο Μαλαπάρτε, αλλά κι η δική της συκοφάντηση δεν θα πρέπει να την εκπλήξει πολύ. Νιώθει προδομένη, και νιώθει παράξενα που οι Ρουμάνοι, που τώρα πανηγυρίζουν την απελευθέρωση, υποστήριξαν το ναζιστικό καθεστώς, ενώ το Βουκουρέστι βρίσκεται ακόμα σε μια θέση διχαστική, ανάμεσα Γερμανία και Ρωσία. Οι πρώην φίλοι, οι Γερμανοί είναι τώρα εχθροί, σε αντίθεση με τους Ρώσους. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στα σπίτια τους, μαζί τους κι όσοι Εβραίοι επέζησαν, σε έναν τόσο όπου οι γείτονες τους προπηλάκιζαν. Η διέξοδός της τώρα, αφότου απομακρύνθηκε από τη δημοσιογραφία, είναι η φωτογράφιση.
Δεν έλεγε όχι, αλλά ο ίδιος δεν το πρότεινε ποτέ
Η αφήγηση της Ευγενίας τελειώνει μαζί με το απροσδόκητο δυστύχημα του Μιχαήλ, τον Μάιο του 1945. Ο βαθύς έρωτας που ένιωσε γι’ αυτόν τον άνθρωπο η Ευγενία, ήταν κι ένας από τους βασικούς άξονες του βιβλίου, όπως ειπώθηκε στην αρχή. Ένας έρωτας νεανικός, ενθουσιώδης, ανάμεικτος με θαυμασμό για την δημιουργική έξαρση του λογοτέχνη, αλλά ουσιαστικά μονόπλευρος, γιατί ο Μιχαήλ δεν έκρυβε ότι αγαπούσε παράφορα τη Λένυ (με την οποία η Ευγενία έγινε φίλη). Η τυφλή αυτή αγάπη της Ευγενίας γίνεται ερωτική ορμή κι απαίτηση που σχεδόν αγγίζει τα όρια της αναξιοπρέπειας (μολονότι ο Μιχαήλ έγινε εραστής μου, δεν έπαψε ποτέ να την ποθεί. Θαρρείς και περίμενε από τούτη τη γυναίκα, μπροστά στην οποία έτρεμε και που δεν ήταν πια σε θέση να την αγαπήσει, μια απόλαυση που καμία άλλη δεν μπορούσε να του δώσει/ένιωθε κολακευμένος που τον αγαπούσα, που τον ποθούσα, μα
δεν τον ενδιέφερα ιδιαίτερα).
Κάποιους αναγνώστες αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα, η δουλική υποταγή σε κάποιον άνθρωπο που δεν την αγαπούσε (εμένα μου αρέσουν τα πάντα πάνω σας, Μιχαήλ, ακόμα κι αν δεν είναι ευχάριστο), ενόχλησε. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι ο -εξαιρετικός, με την έννοια της εξαίρεσης- χαρακτήρας της Ευγενίας, συνολικά, συνάδει και με τον παράλογα παράφορα αυτόν έρωτα (που στη συνέχεια έγινε προστατευτικός εφόσον τον έκρυβε στο σπίτι της).
Πρόκειται για ένα πολύ θαρραλέο κορίτσι που είναι ερωτευμένο με τη ζωή, που δοκιμάζει, ρισκάρει και υπερασπίζεται τις ιδέες της μέχρι τελευταίας ρανίδος. Έχει αφέλεια γιατί έχει την ορμή της νιότης, και δεν την ενδιαφέρει αν την αγαπά ο Μιχαήλ γιατί την πληρότητα την αντλεί από την αγάπη που νιώθει η ίδια. Άλλωστε στη συνέχεια δεν αρνείται ότι ένιωσε πόθο και για τον Σάμι, τον νεαρό Εβραίο στο Ιάσιο, ή ότι ο Μιχαήλ την απογοήτευσε με την επιφυλακτικότητά του.
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BD%CE%AC%CE%BF%CF%85
[2] Περίπου 15.000 Εβραίοι, από τους 45.000 οι οποίοι ζούσαν στην πόλη του Ιασίου, σκοτώθηκαν το καλοκαίρι του 1941. Μέσα σε λίγες ημέρες μεταξύ της 28ης Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου διώχθηκαν, εκτελέστηκαν ή φορτώθηκαν βιαίως πάνω σε «τρένα θανάτου», όπου μόνο ένα μικρό ποσοστό επιβίωσε, σύμφωνα με έκθεση διεθνούς επιτροπής ιστορικών με επικεφαλής τον βραβευμένο με το Νομπέλ Ειρήνης Ελί Βίζελ
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85
[4] Το 1938 ο Κάρολος αποφάσισε να αναλάβει δράση: αφού κάλεσε σε δημοψήφισμα το λαό για να υπερψηφίσει το Σύνταγμά του, οργάνωσε τη δολοφονία του αρχηγού της Σιδηράς Φρουράς Κορνίλιου Κοντρεάνου και άλλων 13 ηγετικών στελεχών της και αναγνώρισε ως μοναδικό νόμιμο κόμμα το Μέτωπο Εθνικής Αναγέννησης.
[5] https://www.imerodromos.gr/1938-i-kataptysti-symfonia-tou-monachou/ Η ιμπεριαλιστική συμφωνία του Μονάχου ήταν το κορύφωμα της πολιτικής της ενθάρρυνσης των επιδρομέων. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με την προτροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ικανοποίησαν όλες τις απαιτήσεις του Χίτλερ πιστεύοντας ότι έτσι θα τον στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
[6] Οι ξένες δυνάμεις άσκησαν μεγάλη πίεση επί της Ρουμανίας μέσω του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ της 23 Αυγούστου 1939.. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία προσπάθησε να παραμείνει ουδέτερη αλλά στις 28 Ιουνίου 1940 δέχθηκε ένα Σοβιετικό τελεσίγραφο με υπαινισσόμενη απειλή εισβολής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Ρουμανική κυβέρνηση και ο στρατός να υποχρεωθούν να αποχωρήσουν από τη Βεσαραβία και τη βόρεια Μπουκοβίνα, για να αποφύγουν τον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Οι συνεχείς υποχωρήσεις προκάλεσαν την εξέγερση της Σιδηράς Φρουράς, που υποστήριξε το πραξικόπημα του στρατηγού Ίον Αντονέσκου (1940), που έγινε δικτάτορας, εκθρόνισε το βασιλιά Κάρολο Β' και επανέφερε το γιο του Μιχαήλ. Ο Αντονέσκου οδήγησε τη χώρα στο στρατόπεδο του Άξονα. Έτσι, η νότια Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία και η βόρεια Τρανσυλβανία στην Ουγγαρία στο πλαίσιο διαιτησίας των δυνάμεων του Άξονα.
[7] Το φασιστικό καθεστώς του Αντονέσκου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Ολοκαύτωμα στη Ρουμανία και αντέγραψε τις Ναζιστικές πολιτικές καταπίεσης και γενοκτονίας των Εβραίων και των Ρομά, κυρίως στα ανατολικά εδάφη που επανακτήθηκαν από τους Ρουμάνους από τη Σοβιετική Ένωση. Συνολικά 280.000 έως 380.000 Εβραίοι της Ρουμανίας (συμπεριλαμβανομένης της Βεσσαραβίας, της Μπουκοβίνας και της Κυβέρνησης της Υπερδνειστερίας) σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και τουλάχιστον 11.000 Ρουμάνοι Ρομά σκοτώθηκαν επίσης. Τον Αύγουστο του 1944 ένα πραξικόπημα με επικεφαλής το Βασιλιά Μιχαήλ ανέτρεψε τον Ιόν Αντονέσκου και το καθεστώς του. Ο Αντονέσκου καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και εκτελέστηκε την 1η Ιουνίου 1946. Η 9η Οκτωβρίου είναι σήμερα η Εθνική Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία.
[8] Η Ρουμανία ήταν η κύρια πηγή καυσίμων για το Τρίτο Ράιχ και έτσι έγινε στόχος έντονων βομβαρδισμών από τους Συμμάχους. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ του πληθυσμού κορυφώθηκε τελικά τον Αύγουστο του 1944 με το Πραξικόπημα του Βασιλιά Μιχαήλ και η χώρα άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στους Συμμάχους
[9] Ενώ η πλήρης κλίμακα του Ολοκαυτώματος παρέμενε γενικά άγνωστη στις Συμμαχικές Δυνάμεις, το πογκρόμ του Ιασίου υπήρξε ένα από τα γνωστά παραδείγματα της βαρβαρότητας του Άξονα απέναντι στους Εβραίους. Το πογκρόμ διήρκεσε από τις 29 Ιουνίου ως τις 6 Ιουλίου 1941 και πάνω από 13.266 άνθρωποι, ή το ένα τρίτο του ΕβραΊκού πληθυσμού, σφαγιάστηκαν στο ίδιο το πογκρόμ ή στη συνέχεια και πολλοί απελάθηκαν.
[10] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%8D%CF%81%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BF_%CE%9C%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B5