Αυτή ήταν η Τουρκία: η χώρα των αντιφάσεων.
Μπορούσε κανείς να βρει τα πάντα,
από τον πιο αβανγκάρντ τρόπο ζωής μέχρι το φεουδαρχικό σύστημα.
Μερικές φορές είχα την εντύπωση ότι ζούσα στη Νέα Υόρκη
κι άλλες στο Κανταχάρ.
Ευχάριστο και
αξιόλογο βιβλίο εντέλει, παρόλο που αρχικά δίνει την εντύπωση μιας επιφανειακής
εξιστόρησης. Γιατί πρόκειται πράγματι για την άμεση και κάπως ανεπεξέργαστη
αφήγηση μιας νεαρής -μυθιστορηματικής-
ηρωίδας, Τουρκάλας, που αναγγέλλει όμως εξαρχής ότι έχει να διηγηθεί μια
εκπληκτική ιστορία, και βιάζεται να την καταγράψει στον υπολογιστή της όσο
ταξιδεύει με το αεροπλάνο από την
Αμερική στο… Ιστανμπούλ (αυτό δεν
φιλοδοξεί να είναι ένα βιβλίο γραμμένο με μαεστρία, αλλά μία εξομολόγηση, μία
ομολογία, μία λαχτάρα να μοιραστώ όσα έζησα. Επομένως, δεν χρειάζεται να
επιμεληθεί κάποιος το κείμενο για να γίνει τέλειο, δεν υπάρχει λόγος να
διορθωθούν τα γλωσσικά και τα ορθογραφικά λάθη. Μου φαίνεται πως τότε η
προσπάθεια θα γίνει επαγγελματική, θα χάσει κάτι από τον αυθορμητισμό της).
Πράγματι η ιστορία
αυτή είναι εξαιρετική, με την έννοια
της σπανιότητας, της εξαίρεσης. Η Μάγια Ντουράν βιώνει μια μοναδική εμπειρία
που της ανατρέπει όλη της τη ζωή, και δεν μας διαψεύδει ως προς αυτό. ΕΧΕΙ όντως
κάτι να πει… (εγώ αυτή την ιστορία δεν
την αφηγούμαι επειδή είναι ωραία, αλλά επειδή αξίζει να ακουστεί). Η ηρωίδα
δεν συμφωνεί με τον Πέρση Φιντερβσί ότι «ό,
τι ήταν να λεχθεί, έχει λεχθεί, πως δεν υπάρχει πλέον κάτι που αξίζει να
λεχθεί, οπότε αυτό που έχει σημασία είναι, όχι τι λέγεται, αλλά το πώς λέγεται)
και έχει ενμέρει δίκιο, γιατί δεν είναι δυνατόν η μορφή να εκμηδενίζει το
περιεχόμενο.
Ασφαλώς, παίζει ρόλο
και η μορφή, εν προκειμένω δηλαδή το ύφος. Η αφήγηση, σκόπιμα ενδεχομένως, έχει τις αδυναμίες της προφορικής εξιστόρησης,
παρεκβάσεις τύπου «ό, τι θυμάμαι χαίρομαι», επαναλήψεις, μικρές νοηματικά
παραγράφους, παρεμβολή σκέψεων, συνειρμούς. Τίποτα πολύ ενοχλητικό ωστόσο.
Γιατί, πρώτιστα, η πρωταγωνίστρια/ αφηγήτρια είναι… ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΗ!!! Είναι μια μοντέρνα
κοπέλα που, έχοντας ευαισθησία και κοινωνική συνείδηση, βιώνει έντονα την ανδροκρατική κοινωνία της Τουρκίας
παρόλο που βρίσκεται στο εξευρωπαϊσμένο
περιβάλλον του Πανεπιστημίου της Ιστανμπούλ (ως υπεύθυνη των δημοσίων σχέσεων)∙
είναι χωρισμένη, μ’ έναν έφηβο γιο που
δεν μπορεί να τον ξεκολλήσει από τον υπολογιστή κι έχει προβλήματα στην
επικοινωνία μαζί του∙ με γνήσιο ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου της, για τον
τρόπο με τον οποίο αλλάζει η γραφή
της ιστορίας και για τη… γεωγραφία (ναι, η Γεωγραφία ήταν πεπρωμένο, αλλά και η
Ιστορία το ίδιο). Ψάχνει πίσω από
τα φαινόμενα, τους μηχανισμούς που κινούν τα γεγονότα, διερευνά,
μαθαίνει, σχολιάζει (ενώ ακόμα σκεφτόμουν
αν υπάρχει άλλη χώρα που να ορίζει διαρκώς εκ νέου το παρελθόν της, έφτασα στην
οδό Άκντογαν). Φαντάζεται ιστορίες γιατί, όπως λέει η ίδια, οι ιστορίες που φαντάζομαι με βοηθούν να
αντέξω τη σκληρότητα της ζωής, μέχρι που θέλει να γράψει μυθιστόρημα αλλά
δεν της επιτρέπουν οι συνθήκες (ο
άνθρωπος ζητά αυτό που μπορεί να πετύχει). Πέρα από το ότι είναι ξύπνια και θαρραλέα/ανοιχτή στις προκλήσεις,
καταγράφει άμεσα και αυθόρμητα και με μια δόση χιούμορ, κυρίως όμως εύστοχα, τις πιο εσωτερικές της σκέψεις
( π.χ. η καταπιεσμένη οργή στην πραγματικότητα
είναι η πιο επικίνδυνη. Αυτό το μάθαινε κανείς από πολύ μικρός. Η εκδηλωμένη
οργή προκαλούσε προσωρινό μόνο πρόβλημα. Αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί
όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε καταπιεσμένη οργή).
Αυτό που ανατρέπει τη
ζωή της Μάγια είναι μια «συνάντηση ψυχών», και μάλιστα μ έναν Γερμανό καθηγητή
87 χρονών! Είναι ο «ξένος», φιλοξενούμενος του Πανεπιστημίου όπου εργάζεται η
Μάγια ως τιμώμενο πρόσωπο για την θητεία του στο παρελθόν, και το επαγγελματικό
της καθήκον τής επιβάλλει να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο και να φροντίσει
για την φιλοξενία του. Ο άνθρωπος αυτός της κινεί σταδιακά το ενδιαφέρον,
ιδιαίτερα όταν μαθαίνει ότι είχε ζήσει
στην Ιστανμπούλ από το 1939 ως το 1942∙
στην – εξαναγκαστική- επαφή μαζί του μαθαίνει ότι στην Πόλη υπήρχε ολόκληρη
Γερμανική κοινότητα από Εβραίους Γερμανούς αλλά και επιστήμονες που
αυτοεξορίστηκαν λόγω ναζιστικού καθεστώτος. Μέσα από τα βιώματα του Βάγκνερ (αυτόνομη
αφήγηση κατά το πρότυπο της παράδοσης της λογοτεχνίας της ανατολής), μαθαίνει
λεπτομέρειες για το ρόλο της Τουρκίας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, την «ΥπόθεσηΚικέρων», τον περίφημο πρέσβη της Γερμανίας στην Τουρκία Φραντς Φον Πάπεν κι άλλα στοιχεία που τη βάζουν σ ένα
μυστηριώδη, κατασκοπευτικό κόσμο.
Το μυστικό που περιβάλλει
ολοφάνερα τον Μαξιμίλιαν Βάγκνερ
αποκαλύπτεται σιγά σιγά στην Μάγια,
ανοίγοντάς της νέους ορίζοντες, διευρύνοντας τις γνώσεις της για την ιστορία, ενώ
παράλληλα ξετυλίγεται μπροστά της και το μυστήριο που κάλυπτε την ιστορία των
δικών της προγόνων. Ο «καθηγητής των καθηγητών»
είναι ένας πέρα για πέρα αξιόλογος άνθρωπος, που μάλιστα την
«εισάγει» και στον κόσμο της μουσικής
(παίζει βιολί – για ποιον λόγο ορισμένοι
άνθρωποι επηρεάζονται περισσότερο από τα μουσικά έργα;). Η σχέση μαζί του
έχει και… σωματικό χαρακτήρα, χωρίς να είναι ακριβώς «σεξ», πράγμα που βέβαια
βάζει την ηρωίδα σε μπελάδες και της ανατρέπει όλη της την μέχρι τότε πορεία… Ο
χαρακτήρας της, έτσι όπως μας τον έχει δώσει ο συγγραφέας, είναι τέτοιος ώστε
δεν μας ξαφνιάζει ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τις ανατροπές στη ζωή της∙ η
νέα «ρότα» στην οποία βάζει τον εαυτό της έρχεται σχεδόν αβίαστα (τι περίεργο πράγμα είναι η ζωή. Το ρεζίλεμα
που έγινε αιτία να χάσω τη δουλειά μου έκανε ευτυχισμένο το γιο μου και βελτίωσε
τις σχέσεις μου μ αυτόν).
Ίσως να είναι κάποιες φορές εμβόλιμες οι
ιστορικές αναφορές , έχεις δηλαδή την αίσθηση ότι ο Λιβανελί έψαχνε ευκαιρία
για να κάνει γνωστά κεφάλαια της μικρο-
ιστορίας με στόχο να προβάλει την ανθρωπιστική του ιδεολογία , αλλά νομίζω η
επικοινωνιακή περίσταση (αφήγηση κάποιου απλού ανθρώπου που λαχταρά να
μεταδώσει την εμπειρία του) το επιτρέπει, ίσως το επιβάλλει. Άλλωστε, έχουν
πράγματι πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται κι όμως
περικλείουν τόσο ανθρώπινο πόνο αλλά και μεγαλείο. Γεγονότα που η ιστορία έχει αφήσει αναγκαστικά στο
περιθώριο, όπως το τραγικό ναυάγιο του πλοίου Στρούμα[1], στο
οποίο 768 Εβραίοι αφέθηκαν στη μοίρα τους σ ένα σαπιοκάραβο στο Β.Α. Βόσπορο,
μετά από περιπέτειες 71 ημερών, ιστορικό
γεγονός που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσωπική ιστορία του συμπρωταγωνιστή
(έτσι μαθαίνουμε τα σοκαριστικά παρασκήνια απ αυτήν την υπόθεση, τα οποία
προφανώς ο συγγραφέας άντλησε από τον μοναδικό επιζώντα). Ανάλογης σημασίας στο έργο έχει ένα ακόμα
ιστορικό γεγονός, η ιστορία του «Γαλάζιου Συντάγματος», Τούρκων της Κριμαίας
που αυτομόλησαν και έδρασαν στο πλευρό των Γερμανών αλλά όταν υπερίσχυσαν οι
συμμαχικές δυνάμεις τούς μετακίνησαν μαζί με τις οικογένειές τους στην Αυστρία,
και, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών τρεις χιλιάδες άνθρωποι
προτίμησαν να πέσουν στα παγωμένα νερά του ποταμού Ντράου, με γυναίκες και
παιδιά (δεν βρήκα πληροφορίες που να διασταυρώνουν αυτή τη μαρτυρία, παρά μόνο
την περίληψη μιας τουρκικής ταινίας) https://www.facebook.com/note.php?note_id=621333541266368.
Τέλος, αυτό που αξίζει
στο βιβλίο αυτό είναι η ποικιλία των ανθρώπινων σχέσεων και οι αποχρώσεις της επικοινωνίας
που φτάνει κάποιες φορές σε βαθιά αγάπη, στοιχεία που τα συναντάμε σχεδόν σε
κάθε σελίδα, άμεσα ή έμμεσα.
Χριστίνα Παπαγγελή