Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Γκριρ Άντριου Σον, "Οι εξομολογήσεις του Μαξ Τίβολι"

Απρόσμενα συναρπαστικό και βαθύ, ενώ αρχικά δίνει την εντύπωση ενός ρηχού βιβλίου που απευθύνεται σε ευφάνταστους αναγνώστες, εφόσον το βασικό εύρημα είναι καθαρά εξωπραγματικό: ο πρωταγωνιστής-αφηγητής γεννήθηκε … γέρος, δηλαδή με σώμα γέρου 70 χρόνων, και καθώς μεγαλώνει το σώμα του αποκτάει νεανικότητα! Η ψυχή του ωστόσο και η συμπεριφορά του ακολουθεί την πραγματική του ηλικία, κι έτσι βιώνει ένα δράμα, στην προσπάθειά του να δείξει ότι η φαινομενική του ηλικία είναι και η πραγματική.
Το βιβλίο σε κερδίζει εξαρχής λόγω της λογοτεχνικότητάς του, αλλά γίνεται πραγματικά απολαυστικό όταν ο 17χρονος με σώμα 53χρονου ερωτεύεται την 14χρονη
‘Αλις, που μένει ακριβώς από κάτω τους.(Και ξαφνικά η ζωή ήταν ένα υπέροχο σπασμένο γυαλί. Δεν υπήρχε μια στιγμή που να μη νιώθω τον πόνο της παρουσίας της Άλις κάτω απ’ τα πόδια μου.) Η περιγραφή των συναισθημάτων του ήρωα είναι τόσο λυρική, τόσο τρυφερή, πρόκειται για έρωτα με πολλές αποχρώσεις, με χτυποκάρδι, με καρτερία, με απελπισία, αλλά και χιούμορ!
Η Άλις ωστόσο ερωτεύεται τον μοναδικό φίλο του Μαξ (που γνωρίζει το μυστικό του Μαξ), (αν και στη δική μου εκδοχή ο Χιούι ήταν απλώς ο άνθρωπος που έτυχε να περάσει από μπροστά σου, στη δική σου μνήμη, είμαι σίγουρος, θα έχει καταγραφεί ότι τον αγάπησες για συγκεκριμένους λόγους, όπως σκεφτόμαστε πάντα. Σίγουρα ζεσταίνεις τα χέρια σου ακόμα στη θράκα αυτής της πρώιμης αγάπης. Δεν θα μπορούσες ποτέ να πειστείς σ’ αυτήν την ηλικία ότι ήταν απλώς τυχαίο) ενώ ο τελευταίος λαμβάνει ένα ραβασάκι από το «κορίτσι του κάτω ορόφου»:
Ορισμένα πράγματα είναι τόσο αδιανόητα, τόσο στη χώρα της φαντασίας, που όταν συμβαίνουν δεν εκπλήσσεσαι καθόλου. Αυτή η απόλυτη αδυναμία τους να συμβούν σε έχει κάνει να τα φαντάζεσαι τόσες φορές, που όταν βρίσκεσαι σ’ αυτό το φεγγαροφώτιστο μονοπάτι που τόσο λαχταρούσες, σου φαίνεται εξωπραγματικό, αλλά ταυτόχρονα και οικείο.

Φυσικά, δεν πρόκειται για την Άλις, αλλά για τη … μητέρα της που είναι άλλωστε πιο κοντά στη φαινομενική ηλικία του Μαξ! Εκείνος, παρόλ’ αυτά, δίνεται σ’ αυτή τη σχέση κι είναι πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος που βιώνει/ερμηνεύει αυτήν την αντίδραση:
(σελ. 81) Θα μπορούσα να φύγω όποια στιγμή ήθελα. Ήμουν όμως νέος. Εκείνη πίστευε πως ήμουν ένας ηλικιωμένος επιχειρηματίας με τρυφερή καρδιά, αλλά εγώ ήμουν ένας κοινός έφηβος στα δεκαεπτά του που δεν ήξερε πώς είναι να μυρίζει γυναικεία μαλλιά από τόσο κοντά ή δεν γνώριζε την αίσθηση του χεριού πάνω στο δέρμα ή τη θέα ενός προσώπου αφημένου στον πόθο. Είναι στ’ αλήθεια μια άλλου είδους αγάπη το να σ’ αγαπούν. Είναι η ίδια ζέστη αλλά από άλλο δωμάτιο. Ο ίδιος ήχος, αλλά από ένα παράθυρο κάπου ψηλά, σε άλλο πάτωμα, όχι από την καρδιά σου. Οι γενναίοι και οι αδιάφοροι αμέριμνοι τύποι ανθρώπων δεν θα καταλάβουν. Αλλά σε κάποιους από εμάς, τους νέους, τους γέρους ή τους μοναχικούς μπορεί να φανεί ευπρόσδεκτο ένα υποκατάστατο, και σίγουρα καλύτερο απ’ αυτό που έχουμε. Δεν είμαστε ερωτευμένοι, αλλά είμαστε δίπλα σε κάποιον που είναι ερωτευμένος, και όσα όνειρα τους περισσεύουν μέσα στη μέρα είναι όλα δικά μας.
Οι δυο πρωταγωνιστές ξανασυναντιούνται μετά από 20 περίπου χρόνια, οπότε ο Μαξ (35 περίπου χρόνων) έχει την εξωτερική εμφάνιση που ταιριάζει και στην πραγματική του ηλικία. Είναι η μοναδική του ευκαιρία να πραγματώσει το όνειρο χρόνων, άλλωστε είναι αρκετά θελκτικός ώστε να προσελκύει την Άλις. Ωστόσο –δείγμα γνήσιου έρωτα- δεν βιάζει τις καταστάσεις. Κορύφωση νομίζω υπάρχει στη σελ. 159 ( ο Μαξ σκύβει προς τη μεριά της Άλις για να πιάσει ένα μπαστούνι, εκείνη κοκκινίζει γιατί νομίζει ότι θα τη φιλήσει):
Το πρόσωπο της Άλις άλλαξε σ’ ένα περίεργο χρώμα, το χέρι της απλώθηκε για να στηριχτεί σε μια κολόνα και τα μάτια της κοίταξαν κατευθείαν μέσα στα δικά μου. Δεν είχα ξαναδεί αυτή την έκφραση πάνω της. Με κοίταξε έντονα για μια στιγμή- μια κοφτερή ανυπόφορη στιγμή- και μετά γύρισε και είδε το μπαστούνι στο χέρι μου.(…+++)
Ήταν το πιο ερωτικό θέαμα που έχω δει- ούτε αστράγαλος με αλυσίδα, ούτε πόδια χορεύτριας κανκάν μπορούσε να το συναγωνιστεί- η συστολή που μου έδειξες στην εξώπορτά σου αγάπη μου. Και προς μεγάλη μου ανακούφιση όλα ήταν όπως και πριν ή ακόμα καλύτερα, γιατί ξαφνικά όλα μου ήρθαν
ξανά – ο πάγος της καρδιάς, το καμπανάκι του μυαλού, ο τρόμος να σε θέλω τόσο.
Είναι με απίστευτη διεισδυτικότητα και λυρισμό εκφρασμένες οι ιδιαίτερες καταστάσεις που βιώνει ο ήρωας, αλλά και οι στιγμές που ξεχωρίζει φορτισμένες με ερωτισμό, ποίηση, αγάπη («επιτέλους μόνοι», μου είπες. Τόσο πεζά, σαν να μη μ’ αγαπούσες. Και μετά γέλασες μ’ αυτό το θεϊκό, τόσο αγαπημένο γέλιο σου, παλιοφαρσέρ.) Ο χρόνος όμως, όπως λέει, δεν είναι με το μέρος του. Έχει λίγο χρόνο να χαρεί τον έρωτά του, δεν πρέπει να τον ξαναχάσει. Ακόμα κι αν ξανασμίγαν μετά από χρόνια, (εκείνος με τη μορφή νεαρού, εφήβου πια), θα ήταν πολύ αργά. Όλα τόσο διαφορετικά. Μπορεί να την ξελόγιαζα φυσικά- μπορεί ακόμα και να την αποσπούσα από τον άντρα της για ένα σαββατοκύριακο σ’ ένα ξενοδοχείο, για δυο μέρες ανείπωτου πάθους, αλλά θα ήταν πολύ αργά για την αγάπη.
Η μοίρα, ωστόσο, τους χωρίζει ξανά, για να ξανασμίξουν, εν αγνοία της Άλις, όταν ο περίπου 60χρονος Μαξ έχει πια το σώμα 11χρονου και μαθαίνει ότι η εξαφανισμένη Άλις έχει έναν …γυιο από τον ίδιο, που έχει πάνω κάτω την ίδια φαινομενική ηλικία. «Χρησιμοποιώντας» τον φίλο του, Χιούι, την προσεγγίζει και φτάνουν να ζουν και οι τρεις μαζί! (με τον Σάμι, στον οποίο απευθύνεται και το βιβλίο που γράφει τώρα, που φτάνει πια στο τέλος της ζωής του) Η υπόθεση φαίνεται τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, και θα ήταν έτσι αν δεν ήταν σαφές ότι το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι η απίστευτη έκφραση μιας αγάπης βαθιάς, τρυφερής, πολυσήμαντης, πολυδιάστατης. Και όχι μόνο μιας αγάπης. Στο τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι ο φίλος του Χιούι τρέφει μια μυστική, ανομολόγητη και απελπισμένη αγάπη στον Μαξ, και δίνει τέλος στη ζωή του μες στην απελπισία του.(Είμαστε όλοι μια αγάπη στη ζωή κάποιου ανθρώπου) Η Άλις θρηνεί τη δική της αγάπη, ενώ ο Μαξ ρουφά τις τελευταίες στιγμές δίπλα της, εφόσον ξέρει ότι σε λίγο το σώμα του θα συρρικνωθεί.
Αχ Άλις, αδιόρθωτη Άλις. Αλλά κάπου μέσα σ’ αυτό το κορμί μια σύζυγος, μια γυναίκα, ένα κορίτσι, όλα αυτά εύρισκαν καταφύγιο, όλα, σαν ρώσικη κούκλα.
Η απόφαση του Μαξ ν’ αποχωρήσει απ’ τη ζωή είναι «κατά το εικός και αναγκαίο», είναι συνειδητή και αναπότρεπτη. Με λυρικό ύφος απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό στην Άλις και τον Σάμι, με την προσδοκία ότι κάποτε στο μέλλον θα δουν το ημερολόγιο και θα μάθουν την αλήθεια. Είναι αριστοτεχνικό το τέλος, ούτε θλιβερό/μελό ούτε χαζοχαρούμενο, «εξομολόγηση» ενός ανθρώπου που φαίνεται να’ χει βρει το νόημα της ζωής.

επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ισως το πιο συγκινητικο βιβλιο που εχω διαβασει.και το διαβασα 2 φορες.και τις δυο δακρυσα..