Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Ιζζό Ζαν Κλωντ, τριλογία

α. Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας
(αυθεντικός τίτλος «Total Kheops»)

Δεν είναι πόλη για τουρίστες η Μασσαλία. Δεν έχει κάτι να δεις. Δεν μπορείς να φωτογραφίσεις την ομορφιά της. Απλά, τη μοιράζεσαι. Σ’ αυτά εδώ τα μέρη πρέπει να είσαι οπαδός. Να σε πιάνει το πάθος. Να είσαι υπέρ, να είσαι κατά. Να είσαι-βίαια. Τότε μόνο σου προσφέρονται να δεις όσα είναι να δεις. Αλλά τότε, ο ταγμένος χρόνος έχει περάσει, είναι αργά, και βρίσκεσαι πια στην καρδιά του δράματος. Ενός δράματος αρχαίου, με ήρωα τον θάνατο. Στη Μασσαλία πρέπει να ξέρεις να μάχεσαι ακόμα και για να χάσεις..

Μυθιστόρημα «νουάρ», που σε μεταφέρει στη Μασσαλία, στον κόσμο και τον υπόκοσμό της. Φόνοι, εγκλήματα, Μαφία, πορνεία, βία, ρατσισμός, αλλά και «συναίσθημα»: φιλία μεταξύ τριών μικροαπατεώνων, βαθιά και ουσιαστική, μέχρι τη στιγμή που γίνεται ο πρώτος φόνος. Τότε, ο ήρωας της τριλογίας αποκόπτεται και γίνεται …μπάτσος. Ένας καλός, συναισθηματικός μπάτσος που ενεργοποιείται από μόνος του για να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας των παιδικών του φίλων.
Παρόλο που το βιβλίο κινείται σε γνώριμα καλούπια (ο καλός-συναισθηματικός μπάτσος, ο «bon viveur», ο ανικανοποίητος έρωτας, κλπ.), το βιβλίο συναρπάζει ιδιαίτερα, γιατί: α) είναι πολύ συμπαθητικός ο πρωταγωνιστής β) υπάρχει «ατμόσφαιρα», συναίσθημα όχι κραυγαλέο, έρωτας, νοσταλγία, και γενικώς «στυλ»! γ) υπάρχει φυσικά suspense, και η πλοκή έναι …πολύπλοκη (κρατούσα σημειώσεις για να θυμάμαι τα ονόματα), θυελλώδης, και ο συγγραφέας σε κάνει να ταυτίζεσαι συναισθηματικά με τον κυρίως ήρωα δ) αγάπη για την Μασσαλία, μια ζωντανή, μεσογειακού ταμπεραμέντου πόλη.
Ο αυθεντικός τίτλος, «Total Kheops», είναι τραγούδι και παραπέμπει στον φαραώ Χέοπα, του οποίου η πυραμίδα είναι η μεγαλύτερη απ’ αυτές που σώθηκαν. Ονομάστηκε «επικατάρατος», γιατί απαιτούσε σκληρή δουλειά η οικοδόμησή της.
Δεν ήξερα τον συγγραφέα, ο οποίος σημειωτέον αυτοκτόνησε πολύ νέος. Το πνεύμα του μου θυμίζει αόριστα τον Καμύ.

β. Το τσούρμο

Το καλύτερο της τριλογίας κατά τη γνώμη μου, ούτε τόσο βίαιο όσο το 1ο και το 3ο, ούτε τόσο συναισθηματικό όσο το 3ο. Το suspense αρχίζει απ’ τις πρώτες σελίδες. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φαμπιό, έχει παραιτηθεί πια από μπάτσος, αλλά γίνεται άθελά του μάρτυρας του φόνου ενός «εκπαιδευτή νέων με κοινωνικά προβλήματα», που τον ήξερε από παλιά.
Δεν αξίζει ούτε είναι σκόπιμο ν’ αναφερθώ στην πλοκή, άλλωστε είναι κι εδώ πολύ σύνθετη, με πάρα πολλά πρόσωπα, φόνους κλπ. Μες από τα γεγονότα ωστόσο αναδίνεται ένα συναίσθημα, ένα μηδενιστικό πνεύμα, ένας απελπισμένος (;) λυρισμός, ενώ γίνεται διαρκώς ανακατάταξη του παρελθόντος και των αναμνήσεων ιδωμένων πια μέσα από ένα καινούριο πρίσμα. Ποίηση.
(σελ. 73):
Ν’ αναρωτιέσαι για τοπαρελθόν δε χρησιμεύει πουθενά. Τις ερωτήσεις πρέπει να τις απευθύνουμε στο μέλλον. Χωρίς μέλλον, το παρόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από αταξία. Ναι, βέβαια. Όμως, εγώ δεν τα κατάφερα με το παρελθόν μου κι αυτό είναι το πρόβλημά μου.
(σελ. 86):
Το «παστίς» και η «κεμιά»- μαύρες και πράσινες ελιές, αγγουράκια τουρσί και κάθε λογής λαχανικά βρασμένα στο ξύδι- αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της μαρσεγιέζικης καλοζωίας. Την εποχή που οι άνθρωποι ήξεραν ακόμα να κουβεντιάζουν, όπου είχαν πράγματα να λένε. Και βέβαια, αυτό σ’ έκανε να διψάς. Άσε που ήθελε χρόνο. Αλλά ο χρόνος δε λογαριαζόταν. Τίποτα δεν ήταν βιαστικό. Όλα μπορούσαν να περιμένουν πέντε λεπτά. Ήταν μια εποχή ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη απ’ τη δική μας. Όμως απλά, οι χαρές και οι λύπες μοιράζονταν, χωρίς ψευτολεπτότητες. Ακόμα και τη μιζέρια σου μπορούσες να την πεις. Αρκούσε να’ ρθεις στου Φελίξ.
Έτσι περίπου αποδίδεται η «μαρσεγέζικη καλοζωία» και , πρέπει να επισημάνω ότι σ’ αυτό το βιβλίο, παρουσιάζονται και άπειρες λαχταριστές… συνταγές σε ανύποπτο χρόνο.

γ. Solea

Το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς «νουάρ» μυθιστορημάτων του Ιζζό· ο ίδιος πρωταγωνιστής, με πολλές αναφορές στο παρελθόν που μας είναι ήδη γνωστό από τα προηγούμενα βιβλία του, δίνει ανάγλυφα μια εικόνα του εαυτού του καθώς εμπλέκεται σε μια ιστορία εκβιασμών με Μαφία κλπ. Στο τρίτο αυτό μέρος της τριλογίας, ο συγγραφέας είναι πιο «μελό», πιο συναισθηματικός, οι παρεκβάσεις και οι θυμοσοφίες κάπως πλεονάζουν, ενώ το τέλος είναι πολύ βίαιο, απελπισμένο, μαύρο.
Συγκριτικά δηλαδή με τα δυο πρώτα, όπως ήταν αναμενόμενο, επειδή κινείται σε γνώριμα πλαίσια δε συναρπάζει τόσο πολύ. Παρόλ’ αυτά, αξίζει ασφαλώς τον κόπο!
(σελ. 184):
Τώρα το συνειδητοποιούσα. Για το παιδί θα σκότωνα. Γι’ αυτό και μόνο. Για όλα όσα δε μπορεί να καταλάβει σ’ αυτήν την ηλικία. Το θάνατο. Τους αποχωρισμούς. Την απουσία. Αυτήν την προπατορική αδικία που είναι η απουσία του πατέρα, της μητέρας.
Το τέλος είναι κορύφωση βίας, έντασης αλλά και συναισθημάτων και λυρισμού.

«Λολ, δες, κάνε να πέσει η αυλαία της ζωής μας. Στο ζητώ, σε παρακαλώ. Είμαι κουρασμένος.
Σε παρακαλώ, Λολ.»


Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: