Κυριακή, Αυγούστου 26, 2007

Πασκάλ Μερσιέ, Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα

οι εμπειρίες που καθορίζουν τη ζωή μας
είναι απίστευτα χαμηλών τόνων

Ένας μοναχικός άνθρωπος, καθηγητής λατινικών και αρχαιοελληνικών, με μεγάλη ευαισθησία στη γλώσσα, κάνει την «επανάστασή» του: μαγεμένος από μια νεαρή γυναίκα που την είδε τυχαία έτοιμη να …πέσει στο ποτάμι, μαγεμένος κι από την προφορά της καθώς την άκουσε να μιλά πορτογαλικά, παρατά τη δουλειά του και φεύγει για τη Λισαβόνα (σημειωτέον ότι η γυναίκα δεν ξαναεμφανίζεται στη ζωή του). Ουσιαστικά πρόκειται για ένα εσωτερικό ταξίδι, και θα’ λεγε κανείς ότι ο συγγραφέας εκφράζει το όνειρο, την πραγμάτωση της βαθιάς επιθυμίας που όλοι κάποτε αισθάνονται: να φύγουν απ’ όλους, απ’ όλα, ν’ «αλλάξουν πια ζωή». Παρακολουθούμε από πολύ κοντά τις κινήσεις αλλά και τις μύχιες σκέψεις του ώριμου ήρωα που «σε ηλικία πενήντα εφτά χρόνων, ήταν έτοιμος να πάρει τη ζωή του στα δικά του χέρια». Αμέσως μετά το περιστατικό «επαναμάγευσης», που του άλλαξε την οπτική του για τη ζωή, «σκοντάφτει» πάνω σ’ ένα βιβλίο, που αποτελεί τον πνευματικό του οδηγό σ’ αυτό το εσωτερικό ταξίδι. Πρόκειται το βιβλίο ενός Πορτογάλου ποιητή, που του δημιουργεί τόσο «πυρετώδη ταραχή», ώστε του γεννιέται η βαθιά ανάγκη να μάθει πορτογαλικά για να το διαβάσει, αλλά και ν’ ακολουθήσει τα ίχνη της ζωής αυτού του τόσο μυστήριου και απίστευτου ατόμου.
(σελ. 131):
Ήταν δυνατόν; Μήπως ο καλύτερος δρόμος για να νιώσεις σίγουρος για τον εαυτό σου ήταν να γνωρίσεις και να καταλάβεις έναν άλλον; Έναν άλλον που έζησε ζωή εντελώς διαφορετική από τη δική σου;
Μήπως αυτό δε συμβαίνει στον έρωτα; Ο συγγραφέας δεν κάνει βέβαια καμιά σχετική νύξη, αλλά η αφοσίωση και η παράλογη εμμονή του Γκρεγκόριους να βρει κάθε ίχνος που σημάδεψε τη ζωή του ποιητή του και η μεταμόρφωση/ ωρίμανσή του μέσα από την επαφή του με το «πρόσωπο», είναι κάτι που συμβαίνει στη γνήσια ερωτική σχέση. Έτσι, λοιπόν, παρακολούθησα εγώ προσωπικά αυτήν την περιπλάνηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, την είδα σαν μια –πλατωνική φυσικά- ερωτική αναζήτηση, όπου ο άπιαστος- νεκρός άλλωστε- ήρωας είναι το alter ego του Γκρεγκόριους αλλά και του συγγραφέα. (σελ. 111: όλοι είχαν μπροστά τους την ίδια εικόνα, και όμως: ο καθένας τους έβλεπε κάτι αλλιώτικο- όπως το είχε σημειώσει ο Πράντου· επειδή κάθε κομμάτι του έξω κόσμου, ιδωμένο με τα μάτια ενός ανθρώπου, γινόταν κι ένα κομμάτι κόσμου εσωτερικού).
Τα αποσπάσματα του βιβλίου που αναστάτωσε τον πρωταγωνιστή τα παρακολουθούμε κι εμείς· πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο μέσα σ’ ένα άλλο- κάπως παράτολμο κατά τη γνώμη μου, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση καθοριστικής σημασίας κι απόλυτα «δεμένο» με το βασικό θέμα. Οι φράσεις του βιβλίου έρχονται και ξανάρχονται σαν χορικά στο μυαλό του ήρωά μας, ο οποίος τις επεξεργάζεται σε σχέση με τα περιστατικά που του συμβαίνουν, καθώς ψάχνει, ερευνά το παρελθόν του ποιητή, αλλά και τα πρόσωπα που τον αγάπησαν.
Αντιγράφω κάποια χωρία από τα αποσπάσματα αυτά που μ’ εντυπωσίασαν και μένα:
· Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι αποφασιστικές στιγμές μιας ζωής, οι στιγμές που κρίνουν τα πάντα κι αλλάζουν την πορεία της, είναι στιγμές ηχηρές και δραματικές, συνοδευόμενες από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. (…) Στην πραγματικότητα, οι εμπειρίες που καθορίζουν τη ζωή μας είναι απίστευτα χαμηλών τόνων. Βρίσκονται τόσο μακριά από τον κρότο, την ξαφνική φλόγα, την ηφαιστειακή έκρηξη, ώστε συχνά δεν τις προσέχουμε καν τη στιγμή που τις βιώνουμε.(+++)
· Ο πραγματικός σκηνοθέτης της ζωής μας είναι η σύμπτωση- ένας σκηνοθέτης γεμάτος σκληρότητα, ευσπλαχνία και συναρπαστική γοητεία.
· Πώς μαθαίνει κανείς να ξεχωρίζει ποιες επιθυμίες του οφείλει να πάρει στα σοβαρά και ποιες είναι επιπόλαιες και περαστικές διαθέσεις;
· Τι ήξερα για τη φαντασία σου;
· Δεν είναι κείμενα αυτά που λένε οι άνθρωποι δεν είναι κείμενα. Είναι λόγια. (…) Όποιος είχε δουλέψει ταξιτζής στην Ελλάδα και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη ήξερε με σιγουριά- με μοναδική σιγουριά- ότι δεν ήταν δυνατόν να δεσμεύσει κανείς τους ανθρώπους με βάση τα λόγια τους. Συχνά μιλούσαν μόνο για να μιλήσουν. Κι όχι μόνο μέσα στο ταξί. Το να παίρνει κανείς τα λόγια τους τοις μετρητοίς ήταν κάτι που μόνο ένας φιλόλογος μπορούσε να σκεφτεί· ειδικά ένας κλασικός φιλόλογος, μαθημένος να συναντάει κάθε μέρα λέξεις αμετακίνητες, κείμενα που δεν ζουν· και μάλιστα κείμενα για τα οποία υπάρχουν γραμμένα χιλιάδες σχόλια.
Ξεχώρισα ιδιαίτερα το απόσπασμα που επιγράφεται «Εσωτερική απλοχωριά», αλλά είναι πολύ μεγάλο για να … τ’ αντιγράψω όλο:
Μέσα μας δεν περιοριζόμαστε στο παρόν μας, μπορούμε να εξαπλωθούμε απεριόριστα στο παρελθόν μας. Αυτό γίνεται μέσω των συναισθημάτων μας, των βαθύτερων συναισθημάτων μας, αυτών που προσδιορίζουν ποιοι είμαστε· γιατί αυτά τα συναισθήματα δεν υπακούν στο χρόνο, δεν αναγνωρίζουν τον χρόνο, δεν τον αποδέχονται. (…) Στο μούδιασμά μου όταν έρχομαι αντιμέτωπος με την όποια εξουσία υπάρχει ο απόηχος του επιτακτικού ύφους του καμπουριασμένου πατέρα μου. Κι όταν το φωτεινό βλέμμα κάποιας γυναίκας πέφτει πάνω μου, μου κόβεται η ανάσα, όπως κάθε φορά που από παράθυρο σε παράθυρο συναντιόνταν τα μάτια μου με τα μάτια της Μαρίας Ζουάουν.
(…)
Και δεν απλωνόμαστε μόνο στον χρόνο. Απλωνόμαστε και στο χώρο πολύ περισσότερο απ’ όσο φτάνει το μάτι μας. Κάθε φορά που φεύγουμε από ένα μέρος, αφήνουμε πίσω μας κάτι από τον εαυτό μας· μένουμε εκεί, κι ας φεύγουμε. Και υπάρχουν πράγματα δικά μας, μέσα μας, που δεν μπορούμε να τα ξαναβρούμε, παρά μόνον πηγαίνοντας σ’ εκείνο το συγκεκριμένο μέρος. Ταξιδεύουμε προς εμάς τους ίδιους, πηγαίνουμε προς τον εαυτό μας, όταν ο μονότονος χτύπος των τροχών στις ράγες μας μεταφέρει σ’ έναν τόπο όπου περάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας –όσο μικρό κι αν ήταν αυτό.
(…)
Να μπορούσαμε να περιφερόμαστε σίγουροι και χαλαροί, με το ανάλογο χιούμορ και την ανάλογη μελαγχολία , στα χρονικά και τοπικά απλόχωρο τοπίο του εαυτού μας, του εσωτερικού κόσμου που είμαστε εμείς. Γιατί λυπόμαστε τους ανθρώπους που δεν μπορούν να ταξιδέψουν; Επειδή μην έχοντας τα περιθώρια να απλωθούν απ’ έξω τους, δεν απλώνονται ούτε μέσα τους, δεν μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Κι έτσι, δεν έχουν τη δυνατότητα να επιχειρήσουν μεγάλες περιηγήσεις στον εσωτερικό τους κόσμο για να ανακαλύψουν
ποιοι θα μπορούσαν να είχαν γίνει.
· Είναι η ψυχή ένας τόπος γεγονότων; Ή μήπως τα υποτιθέμενα γεγονότα είναι οι απατηλές σκιες των ιστοριών μας; Είχε αναρωτηθεί ο Πράντου. Το ίδιο ίσχυε και για τα βλέμματα, σκέφτηκε ο Γκρεγκόριους. Και για τα βλέμματα. Τα βλέμματα δεν ήταν χειροπιαστά, δε διαβάζονταν. Τα βλέμματα ήταν πάντα αυτό που διάβαζε κάποιος μέσα τους. Μόνο έτσι υπήρχαν.
…κ.α. (Είναι …πάρα πολλά τα αποσπάσματα που θα’ θελα να θυμάμαι.)
Ο Γκρεγκόριους γνωρίζεται με τους ανθρώπους που συνάντησαν και παίξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ποητή. Οι χαρακτήρες που διαγράφονται, όλοι πολύ ενδιαφέροντες, με αποκορύφωμα τον ίδιο τον ποιητή, που ήταν αντιστασιακός κατά του Σαλαζάρ, αλλά αφιλεγόμενος για τους συντρόφους του απ’ τη στιγμή που έσωσε ως γιατρός τη ζωή του αρχιβασανιστή Μέντες. Το κεντρικό αυτό επεισόδιο -καθώς κι ένα παρόμοιο- τον καθιστά τραγικό πρόσωπο και οι αντιφατικές προεκτάσεις του φωτίζονται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των εμπλεκομένων. Τα διάφορα γραπτά και γράμματα του Πράντου φτάνουν στα χέρια του Γκρ. και συμπληρώνουν το παζλ. Κατά τη γνώμη μου εδώ βρίσκεται και η μόνη αδυναμία που μπορεί να προσάψει κανείς στο μυθιστόρημα: είναι υπερβολικά πολλά τα γραπτά και παρόμοιου ύφους, παρόλο που οι συντάκτες τους είναι διαφορετικοί. Ο συγγραφέας έψαχνε προφανώς κάποιον ρεαλιστικό τρόπο να δώσει όλες τις διαστάσεις και ν’ απαντήσει σ’ όλα τα ερωτηματικά, έχοντας σ’ αυτό το έργο τη δυσκολία ότι το βασικό πρόσωπο είναι …νεκρός!

Χριστίνα Παπαγγελή

3 σχόλια:

anagnostria είπε...

Μετά και από τη δική σου παρουσίαση το περιμένω με μεγαλύτερη ανυπομονησία. Το παράγγειλα (εδώ βλέπεις δεν έχουμε την ευχέρεια να έχουμε αμέσως όποιο βιβλίο ζητήσουμε)μετά και από την επαινετική κριτική του librofilo.

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι, ήταν το καλύτερο α' όσα διάβασα το καλοκαίρι, παρόλο που "ποιητική αδεία" παραβίαζε κάπως την αληθοφάνεια, όπως επισήμανα στο τελος

Konsgaard είπε...

Διάβασα το βιβλίο και έχω να πω ότι τα αποσπάσματα που μπορεί κάποιος να παραθέσει είναι αρκετά - εσείς κάνατε εξαιρετική δουλειά. Όπως επισημαίνω και στη δική μου παρουσίαση πρόκειται για ένα βιβλίο όπου κάθε λέξη έχει βάρος και ουσία, ενώ αποφεύγονται οποιαδήποτε τεχνάσματα για εντυπωσιασμό του αναγνώστη.