Το βιβλίο κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, το παρόν όπως είπαμε, αλλά και το απώτερο παρελθόν του Μίμο, του Μικελάντζελο Βιταλιάνι, γνωστού στην Ιταλία αρχικά και σαν «Φραντσέζου» (γιατί γεννήθηκε στη Γαλλία ) όπου καταγράφεται η απίθανη, απίστευτη, σχεδόν παραμυθένια του ζωή από τις αρχές σχεδόν του 20ου αι (γεννήθηκε το 1904). Τα (πιο εκτεταμένα) κεφάλαια που εξιστορούν την πορεία του Μίμο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τεχνική που προσδίδει εξ ορισμού ζωντάνια και αμεσότητα, πόσο μάλλον εφόσον ο ήρωας με εξομολογητικό ύφος και διεισδυτικότητα μας φέρνει σε επαφή με τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο.
Μίμο ή Μικελάντζελο Βιταλιάνι
Κι όλα αυτά θα ακούγονταν ενδιαφέροντα αλλά συνηθισμένα, αν δεν ήταν πανέξυπνοι, ταλαντούχοι, κι εντελώς sui generis οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ξεκινώντας από τον αφηγητή, τον Μικελάντζελο, δεν είναι τυχαίο πρώτα πρώτα το όνομά του (από τα δύο φορτία της ύπαρξής μου, το όνομά μου υπήρξε αναμφίβολα το πιο ελαφρύ να το σηκώνω). Ήταν το όνομα που του έδωσε η μητέρα του προς τιμήν του γνωστού γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου Μπουοναρότι, γιατί είχε την πεποίθηση ότι ο γιος της θα γίνει σπουδαίος γλύπτης, όπως ήταν κι πατέρας του, ο οποίος όμως πέθανε όταν ο Μίμο ήταν 12 χρονών. Και μπορεί η μητέρα να ήθελε να τον «ξεφορτωθεί», αλλά δεν είχε άδικο σχετικά με το ταλέντο του. Ο Μίμο μέσα από πολλές δυσκολίες αναγνωρίστηκε ως σπουδαίος κι αναγνωρισμένος καλλιτέχνης –άσσος στη σμίλη αλλά όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης και με πολύ υψηλές… αφηγηματικές ικανότητες. Ο αναγνώστης νιώθει ότι η λεπτοφυής αίσθηση που καθοδηγεί το έμφυτο ταλέντο του ήρωα, να δίνει ζωή στο άψυχο σκληρό υλικό, έχει άμεση σχέση και με την διεισδυτική έκφραση στον λόγο.
Το άλλο φορτίο, δεν το ομολογεί άμεσα, αλλά προφανώς ήταν το ανάστημά του. Ο Μίμο ήταν πανέξυπνος, ταλαντούχος, και πολύ όμορφος (κι αυτό το μαθαίνουμε έμμεσα) αλλά εξαιρετικά κοντός εφόσον γεννήθηκε με νανισμό (c’ è un piccolo problema, σχολίασε η γυναίκα που τον ξεγέννησε!) . Είναι ένα χτυπητό στοιχείο «διαφορετικότητας», που του δημιουργεί κάποια προβλήματα αλλά με τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο το χειρίζεται, δεν φαίνεται να τον εμποδίζει σε τίποτα και -ευτυχώς- δεν προβάλλεται σαν κεντρικό θέμα από τον συγγραφέα. Ο Μίμο ξεπερνά με ευκολία αυτή τη σωματική «λεπτομέρεια» χάρη στην ενθουσιώδη δύναμη που τον χαρακτηρίζει, στο πάθος το ξεχωριστό που συνοδεύεται από παρατηρητικότητα, ικανότητα να μαγεύεται με το παραμικρό, θέληση και πολύ ταλέντο, κι όλα αυτά τον ωθούν να προχωρήσει και να δώσει απίστευτα έργα παρόλο που ξεκίνησε πάμφτωχος και ορφανός, σαν παραπαίδι ενός υποτιθέμενου «θείου» του γλύπτη. Γιατί η μάνα του (μια πληγή γι’ αυτόν ανοιχτή που αργεί να κλείσει -«Γιατί με εγκατέλειψες;») τον έστειλε στο Αμπρούτσο, στην Ιταλία, να δουλέψει παραγιός στο εργαστήρι του Αλμπέρτο («Δεν τον θέλω»/ «Και γιατί δηλαδή;»/ «Γιατί κανείς δεν μου είπε ότι είναι κοντοπίθαρος»).
Το φυσικό χάρισμα να σμιλεύει την πέτρα και να της δίνει πνοή είναι η πρώτη παράμετρος που καθορίζει τον ψυχισμό του Μίμο, είναι ο δαίμονας που τον οπλίζει με τόλμη, ή που τον εξυψώνει ξανά όταν αποκλίνει σε κραιπάλες, υπερβολές και λοξοδρομήσεις. Γιατί η ζωή του Μίμο είναι πολυτάραχη, με πολλές ανατροπές και ποικίλα πάθη, έντονα και αντιφατικά συναισθήματα που στην πορεία του θα τον συνταράσσουν και θα τον αποπροσανατολίζουν. Και πρώτα πρώτα, σκοντάφτει στη συνεργασία με τον «σκατιάρη» Αλμπέρτο, ο οποίος δυσκολεύεται να παραδεχτεί το πηγαίο ταλέντο του μαθητευόμενού του και του κάνει τη ζωή δύσκολη, ενώ ήδη έχει αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (αλλά δεν ήμουν δυστυχισμένος, το διαπίστωνα κάθε βράδυ/ίσως επειδή ήμουν νέος, οι μέρες μου ήταν όμορφες/ήμουν ευτυχισμένος και μεθυσμένος απ’ όλα αυτά που ήταν ακόμα μπροστά μου, εκείνη τη μάζα μέλλοντος που είχα να σκαρφαλώσω, να κόψω στα μέτρα μου).
Ο δεύτερος μεγάλος άξονας που καθορίζει τη μοίρα και τα έργα του Μίμο, είναι η -τεθλασμένη, πολυποίκιλη, πολυδιάστατη- σχέση με όλα σχεδόν τα μέλη της θρυλικής οικογένειας Ορσίνι, γαιοκτημόνων που κατέχουν την μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα στην εντυπωσιακή τους βίλα, κυρίως όμως η «πνευματική συνάντηση» με τη Βιόλα, τη γυναίκα που θα αναστατώνει από δω και πέρα και για πάντα όλη του τη ζωή -είτε με την με την παρουσία της, είτε με την απουσία της. Η πρώτη επαφή των δεκατετράχρονων πρωταγωνιστών είναι βέβαια επεισοδιακή, καθώς ο Μίμο την ανταμώνει για πρώτη φορά σ’ ένα… νεκροταφείο, το βράδυ, όπου πιστεύει πάραυτα ότι είναι… φάντασμα (άντρες πολύ πιο θαρραλέοι από μένα θα είχαν λιποθυμήσει. Αυτό λοιπόν κι έκανα), και στη συνέχεια δίνουν γνωριμία όταν προσγειώθηκε ανώμαλα από «εργατικό» ατύχημα στο… δωμάτιό της, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει ένα άγαλμα στη στέγη της βίλας Ορσίνι.
Βιόλα. Βιόλα. Βιόλα.
Το «κορίτσι με το πράσινο φουστάνι», που έχει το περίεργο χάρισμα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά, αγκιστρώνει επιδέξια τον Μίμο παρά τις κοινωνικές απαγορεύσεις (δεν είμαστε από την ίδια κοινωνική τάξη/δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι), ανανεώνει τα ραντεβού στο νεκροταφείο (ν’ ακούσουμε τους νεκρούς, χαζέ/καλύτερα να φοβάσαι τους ζωντανούς), ανακηρύσσει τους δυο τους «συμπαντικούς δίδυμους», ξαπλώνει στον τάφο του θρυλικού Τομμάζο Μπάλντι γιατί πιστεύει ότι της στέλνει μηνύματα, ο δε μέγιστον, έχει εξημερώσει μιαν… αρκούδα (ναι, είναι γνωστή ως το «κορίτσι που μεταμορφώνεται σε αρκούδα»)! Δεν είναι παρά μια «μάγισσα» για τους χωρικούς της Πέτρα ντ’ Άλμπα! Είναι όμορφη με τον τρόπο της, ενδιαφέρεται για την πολιτική (σε αντίθεση με τον Μίμο), διαβάζει εφημερίδες (μην ξεχνάμε -έχουμε τον A' Παγκόσμιο πόλεμο) κι εφοδιάζει τον καινούργιο της φίλο με σπάνια και ποικίλα βιβλία που κλέβει από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της (κάποια στιγμή το πλήρωσε ακριβά, μάλιστα, με δημόσιο ξυλοδαρμό!).
Το ανήσυχο πνεύμα της Βιόλας, που έχει εκπληκτική ικανότητα να ρουφάει τη γνώση, να ξεχωρίζει την ουσία και να απομνημονεύει τα πάντα (π.χ. τα ονόματα όλων των ανέμων), ταξιδεύει με τη σκέψη παντού, στις επιστημονικές ανακαλύψεις π.χ. στους εκρηκτικούς μηχανισμούς, στην ιατρική, στην τέχνη (λατρεύει τον Φρα Αντζέλικο), στην πολιτική ζωή, στο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και στον… χρόνο, παρασύροντας με ορμητικότητα και τον Μίμο (προς έκπληξή μου, ακόμα κι απ’ την πιο ερμητική πραγματεία, μάθαινα ακόμα κάτι), ο οποίος άλλωστε κι αυτός με τη σειρά του έχει επιδοθεί στην γλυπτική με απίστευτη μαεστρία για την ηλικία του, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι είναι «αφύσικα χαρισματικός» (το πρώτο κομπλιμέντο που πήρα, και είχαν φροντίσει να του κολλήσουν τη λέξη «αφύσικος»). Η Βιόλα, όπως ομολογεί ο αφηγητής, τον υπερβαίνει, «του ανοίγει έναν κόσμο άπειρων αποχρώσεων» (δεν είναι «σύννεφα», είναι υψισωρείτες/δεν είναι άνεμος, είναι μαΐστρος), κάτι που λατρεύει ο Μίμο, άλλωστε αυτό το στοιχείο δίνει ώθηση κι έμπνευση στον καλλιτέχνη, ως απαραίτητη προϋπόθεση στην άσκηση της τέχνης του.
Έτσι, σ’ αυτήν την πρώιμη ηλικία θεμελιώνεται η αδυναμία του μελλοντικά μεγάλου γλύπτη στο παράξενο αυτό κορίτσι, μια αδυναμία που δεν εξαφανίζεται παρά τις άπειρες αντιξοότητες που ακολούθησαν (μου χρειάστηκαν ογδόντα δύο χρόνια, οκτώ δεκαετίες δυσπιστίας, και ένας μικρός επιθανάτιος ρόγχος, ώσπου να αναγνωρίσω αυτό που ήδη ήξερα. Δεν υπάρχει Μίμο Βιταλιάνι χωρίς τη Βιόλα Ορσίνι. Αλλά υπάρχει Βιόλα Ορσίνι, χωρίς την ανάγκη κανενός).
Η Βιόλα με ξεθέωνε
Καθώς ενηλικιώνονται, στα 16 πια, ο Μίμο αντιμετωπίζει με στωικότητα τη Βιόλα να ξεφεύγει από το κοινό τους ύψος, να ψηλώνει και να ωριμάζει, παρακολουθώντας με τη ματιά του καλλιτέχνη τις διαρκείς μεταμορφώσεις της (η Βιόλα δεν είχε στήθος, αυτό είναι αλήθεια, αλλά εγκατέλειπε την εφηβεία και τις γωνίες της. Ήταν η φάση του στιλβώματος, σχεδόν η πιο σημαντική στη γλυπτική. Οι κινήσεις της αποκτούσαν ποίηση καμπύλης. Οι διαθέσεις της, αντιθέτως, είχαν την τραχύτητα των βουνών. Ήταν απαιτητική, ανυπόμονη, θωπευτική, έξαλλη, ικετευτική). Στα γενέθλια των 16 η Βιόλα θα χαρίσει ένα απροσδόκητο δώρο στον Μίμο, μια δια ζώσης συνάντηση με την Μπιάνκα, την αρκουδίτσα, προκαλώντας του μια λιποθυμία ακόμα. Και, τώρα -στο παρόν- που είναι 82 χρονών, ομολογεί ότι έχει ζήσει πολλά, επιτυχίες, μουσικές, ομορφιές όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με το θέαμα εκείνης της φλογερής πιτσιρίκας ανάμεσα στα πόδια μιας αρκούδας.
Αυτή λοιπόν η «φλογερή πιτσιρίκα», τη μέρα των αρραβώνων της μ’ έναν νεαρό ισχυρής οικογένειας που διάλεξαν οι γονείς της, μετά από μελέτες και δοκιμές, εξαφανίστηκε απ’ όλους, ανέβηκε στην στέγη του σπιτιού τυλιγμένη σ’ ένα παράξενο ιστίο και… δοκίμασε να πετάξει (Ίκαρος οργίλος στροβιλιζόμενος)!!!
Τέχνη- κοινωνία- ζωή
Μετά την πτώση της Βιόλας, λοιπόν, η ζωή του Μίμο άλλαξε τελείως ρότα. Έχει τελειώσει ήδη ο πόλεμος, τάγματα δράσης συγκροτημένα από φασίστες («σκουαντρίστες», στου οποίους θα προσχωρήσει σύντομα και ο «πρώην σοσιαλιστής» Μουσολίνι) έχουν εμφανιστεί τρομοκρατώντας τον κόσμο (τα έθνη νικητές τσακώνονταν για το κουφάρι των νικημένων), οι παραγγελίες έχουν ελαχιστοποιηθεί. Στην Φλωρεντία, όπου αρχικά ο Μίμο δεν ήθελε να μείνει (η Βιόλα με χρειαζόταν), θα αναγνωρίσει την πόλη που θα του αλλάξει τη ζωή (σε κάθε βήμα έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε δέκα μορφές κάλλους, δέκα διαφορετικές ιστορίες/η πόλη γλιστρούσε μέσα μου και δεν θα με εγκατέλειπε/δεν ήταν η πιο όμορφη από τις πόλεις της Ιταλίας, αλλά ήταν η ωραιότερη (!), κι αυτό γιατί η Φλωρεντία ήταν η Βιόλα, δε θ’ αργούσα να το καταλάβω: συνθλιμμένη και φανατική και γλυκιά).
Εδώ ο Μίμο θα γνωρίσει τον μέντορά του, τον διάσημο γλύπτη Φίλιππο Μέττι ο οποίος αρχικά τον τοποθετεί ως εργάτη στην «κοπή» (η κοπή ήταν η κόλαση, τα αμπάρια του καραβιού, η πιο άχαρη δουλειά), ενώ η ομάδα του ανέλαβε να κλείσει ένα από τα πιο ωραία συμβόλαια της περιοχής, την ανακαίνιση ενός τμήματος του Ντουόμο). Γρήγορα όμως ο Μέττι θα διακρίνει το χάρισμα του Μίμο (αυτά τα δύο πουλιά δεν θα πετάξουν ποτέ) και θα τον τοποθετήσει στο ατελιέ, δημιουργώντας κύματα μικροψυχίας από τους συναδέλφους του γλύπτες, που τον υποβάλλουν σε καψόνια. Ωστόσο ο Νέρι, ο μεγάλος ανταγωνιστής του και διευθυντής του ατελιέ, κατά τον Μέττι δεν θα πάει μακριά αλλά είναι σταθερός, μπορεί κανείς να στηριχτεί πάνω του, ενώ «εσύ τρέχεις ασταμάτητα σαν κάποιον που τον παρασύρει το τρέξιμό του σε μια κατηφοριά/ υπάρχει δαιμόνιο μέσα σου».
Καθώς σταθεροποιήθηκε η παρουσία του Μίμο στο ατελιέ, αρχίζουν οι κραιπάλες και η νυχτερινή ζωή, τα ποτά, τα ξενύχτια- (η νυχτερινή ζωή μου είχε έναν στόχο: να μ’ εμποδίζει να σκέφτομαι τη Βιόλα, απ’ την οποία εξακολουθούσα να μην έχω το παραμικρό νέο). Μια γερή κόντρα με τον Νέρι με αφορμή το αποκαρδιωτικό, πρώτο γράμμα της Βιόλας, μια λυσσασμένη σύγκρουση που καταλήγει σε κεφαλιές, είναι η αιτία της απόλυσής του (addio Firenze bella), και της ατέλειωτης κατρακύλας: αφού τον χτύπησαν, τον έκλεψαν και τον πέταξαν σαν σακί (τότε έκανα το πολυτιμότερο πράγμα που μου είχαν μάθει οι γονείς μου, λίγο μετά τον ερχομό μου στη γη. Σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα).
Με την «περηφάνια του μεσίστια», ο Μίμο κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπόκοσμου, συντροφιά με τον «μεγαλοφυή σαλτιμπάγκο» Αλφόνσο Μπιτσάρο (προφήτης παραισθητικός ενός κόσμου σε κατάσταση πολτού), τον τύπο που είχε πρωτογνωρίσει και είχε το περίφημο τσίρκο Μπιτσάρο (κράτος εν κράτει, προικισμένο με τη δική του ηθική και τους δικούς του νόμους). Μέσα στην απελπισία του πιάνει δουλειά συμμετέχοντας στο έργο «Η δημιουργία» (μάχη ανθρώπων με… δεινόσαυρους). Ο Μίμο βουλιάζει στην αθλιότητα εκθέτοντας στο κοινό θέαμα το… ύψος του (είχα γίνει κλόουν, ένας κλόουν θλιβερός, διόλου μα διόλου αστείος), συνεργαζόμενος μ ένα άτακτο μπουλούκι εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν μονίμως μεθυσμένοι, μεθοκοπώντας στα καπηλειά και κάνοντας μικροκλοπές και «δραστηριότητες κλεπταποδόχου». Στα μόνιμα μέλη του θιάσου είναι και η εξηντάχρονη Σάρα, ΄(ενδιαφέρουσα τύπισσα που θα «ξεπαρθενέψει τον Μίμο), που ρίχνει τα χαρτιά για να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου (όταν έρθει η σειρά σου, κι εύχομαι ν’ αργήσει, πίστεψέ με: θα νιώσεις φόβο. Φόβο, όπως όλος ο κόσμος).
Η συναναστροφή με τον Μπιτσάρο και τους «κακοποιούς με τον ιδιότυπο κώδικα τιμής» είναι ένα μεγάλο «μάθημα» για τον Μίμο. Το ανάγλυφο που του κάνει ως δώρο ανεβάζει σε άλλο επίπεδο τη σχέση (Λοιπόν είναι αλήθεια. Είσαι γλύπτης), κι είναι τέτοιος ο θαυμασμός του αυθεντικού σε όλα (και, πρέπει να τονίσουμε, αντιφασίστα) Μπιτσάρο, που στα 18α γενέθλια (1922), του χαρίζει μια επίσκεψη στην «Παρθένο» του Φρα Αντζέλικο (δέχτηκα αυτόματα επίθεση, βίαιο χτύπημα από τα χρώματα που μου προσφέρονταν), ένα έργο που ανήκει στον κοινό κώδικα επικοινωνίας Μίμο- Βιόλας (μια υπόκωφη θλίψη μου δάγκωνε τα σωθικά). Τέτοιος τύπος ήταν ο Μπιτσάρο, προοδευτικός και κιμπάρης, αλλά και αψύς και τσαμπουκάς κι έτσι, μετά από τραγελαφική σκηνή τσακωμού με τον Μίμο αλλά και με τέσσερις της πολιτοφυλακής, σύντομα το τσίρκο έκλεισε αφήνοντας τον Μίμο έρμαιο.
Ο επόμενος σταθμός στον «βίο και πολιτεία» του ήρωά μας τον ανεβάζει πάλι από τον βούρκο στα ύψη: ο Φραντσέσκο, ο αδερφός της Βιόλας που ακολούθησε ιερατικό κλάδο (σχέσεις με Βατικανό κλπ) τον ανακάλυψε και τον προσλαμβάνει με παχυλό μισθό εξ ονόματος της οικογένειας Ορσίνι, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του. Ο Μίμο επιστρέφει στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα (όπου έχει να πατήσει δυο χρόνια) αλλά λόγω της συμπεριφοράς της Βιόλας (το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο, η ιστορία μας είχε λήξει), αποφασίζει να ζήσει στη Ρώμη δουλεύοντας εξ αποστάσεως (έφυγα, χωρίς να ξέρω ότι θα μου έπαιρνε πέντε χρόνια για να επιστρέψω. Ή, ακριβέστερα, επειδή δεν επέστρεψα μια οποιαδήποτε στιγμή, 1999 ημέρες και 17 ώρες)!
Όλες αυτές οι μέρες είχαν το στίγμα της απουσίας της Βιόλας… (τα έβαζα με τη Βιόλα, που είχε δημιουργήσει αυτές τις τρύπες στην ιστορία μας). Έχει επίγνωση ωστόσο ότι ήταν «ο ένας ο καθρέφτης του άλλου». Έχει βέβαια θυμώσει, περιμένει μια συγνώμη, και τα χρόνια που ακολούθησαν ζει «σ’ αυτό το κολασμένο σπιράλ». Στη Ρώμη, στο ατελιέ, καταξιωμένος πια επαγγελματίας με μαθητευόμενους και με σπουδαίες παραγγελίες, ενώ μεγάλος θαυμαστής του είναι ο μονσινιόρε Πατσέλλι, που έχει μεγάλη επιρροή στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το πρωτότυπο πνεύμα του Μίμο, να ξεφεύγει απ’ αυτό που περιμένουν οι άλλοι απ’ αυτόν, το αποδίδει ο ίδιος στο «αυτοκτονικό του ταμπεραμέντο» (εκείνες τις νύχτες τίποτα δεν είχε τόση σημασία εκτός απ’ το να φλογίζεσαι όσο το δυνατόν εντονότερα/ο Άγιος Πέτρος μου δεν ήταν ο σοφός και στρογγυλοπρόσωπος γενειοφόρος που έβλεπες παντού). Αντιμετωπίζει με ουδετερότητα και αδιαφορία την άνοδο του φασιστικού κόμματος (Απρίλιος του 1924, φασιστική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο), αλλά με τις καλλιτεχνικές παραδοξότητες και τον αψύ του χαρακτήρα φτάνει πάλι σε ακρότητες και σε συμπεριφορές ασυγχώρητες.
Δεν είναι ηθικά ακέραιος ο Μίμο, αλλά η αφήγησή του χαρακτηρίζεται από ειλικρινές εξομολογητικό ύφος. Ξανασυναντά τη Βιόλα μετά από χρόνια, όταν κι οι δυο είναι 24, όταν εκείνη είναι κάπως μεταλλαγμένη, παντρεμένη μ’ έναν ανόητο καιροσκόπο και πιο συμμαζεμένη (δεν είμαι αυτή που γνώριζες. Ξέρεις πού με οδήγησαν τα όνειρά μου μήνες στο νοσοκομείο, με δεκάδες ουλές κι άλλα τόσα κατάγματα/είσαι πετυχημένος καλλιτέχνης κι είμαι παντρεμένη γυναίκα. Αλλά μπορούμε να ταξιδεύουμε πλάι πλάι. Χωρίς ηρωισμούς αυτή τη φορά).
Τα χρόνια της ανόδου του φασισμού είναι κρίσιμα επιτέλους αντιλαμβάνεται, με τη βοήθεια του -Εβραίου- Μπιτσάρο, πόσο «καθάρματα» είναι τα μέλη της κυβέρνησης.
Έτσι ο Μίμο, «ένας παίκτης που δεν αντέχει να χάνει», κατάφερε ένα απίστευτο χτύπημα στο καθεστώς αλλά και στην οικογένεια που τον στήριξε, με επακόλουθο συλλήψεις και φυλάκιση μέχρι το 1945. Ωστόσο, το καθεστώς πνέει πια τα λοίσθια, κι από προδότης αναγνωρίζεται ως ήρωας αντιφασίστας όπως και ο Στέφανο.
Ήταν εκείνη. Η Βιόλα.
Όποιος κοίταζε τη Βιόλα έβλεπε μόνο τα μάτια της και ξεχνούσε το κάπως μακρουλό πρόσωπό της, τα κάπως πολύ λεπτά χείλη, με το αλλοτινό γέλιο, εκτοξευμένο στη σελήνη, για να σκεφτεί: Τι όμορφη που είναι!
Ναι, καθώς ολοκληρώνεται η ιστορία, η Βιόλα ωριμάζει και παράλληλα φαίνεται να βρίσκει τον παλιό, εκρηκτικό εαυτό της… Ταράζει τα νερά όταν επιμένει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές, προκαλώντας νέες επικές έριδες με τα αδέρφια της αλλά και με τον Μίμο (-Κι αν σε σκοτώσουν, αυτό σε τι θα χρησιμεύσει;/-Κανείς δεν μπορεί τίποτα εναντίον μου. Έχω υποστεί τα πάντα). Τα συναισθήματα της τελευταίας σκηνής μεταξύ τους φτάνουν σε κορυφαία ένταση (δε με διασκέδαζε καθόλου. Και δεν τη θαύμαζα πια. Εκείνη τη στιγμή, δεν έμενε παρά φόβος). Πρόκειται για μια σκηνή πεισματικού αποχωρισμού, που ωστόσο είναι και η τελευταία μεταξύ τους και όπου «προδότης είναι ο θυμός του Μίμο. Όχι όμως γιατί το πείσμα κράτησε αιώνια, αλλά γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να δώσει ένα αιφνίδιο, μοιραίο, τραγικό και οριστικό τέλος (ομολογώ ότι είναι το μοναδικό σημείο της πλοκής που δεν μου άρεσε), μιαν από μηχανής ας πούμε κάθαρση.
Πιετά
Εκείνη λοιπόν τη μοιραία νύχτα, που ο Μίμο μπόρεσε «επιτέλους να κλάψει», ξαναβρήκε τη ματιά του -γιατί τόσο καιρό ήταν «τυφλός»- και ξανάρχισε επιτέλους να σμιλεύει με πάθος. Πάρα πολλά έργα του χάθηκαν ή καταστράφηκαν, αλλά η Πιετά του Μικελάντζελο Βιταλιάνι δεν έχει καμιά σχέση με την Πιετά του Μπουαναρότι. Γι’ αυτό και στο αβαείο τη φυλάνε σαν κόρη οφθαλμού (veiller sur elle) ενώ ο ήρωάς μας αφήνει την τελευταία του πνοή, αποχαιρετώντας όχι μόνο τη ζωή, τους ανθρώπους που αγάπησε, τη Βιόλα που αγάπησε αλλά και την ανδρόγυνη μορφή της, που έδωσε στον Χριστό της δικής του Πιετά:
[1] Βλ. και «Όνομα του ρόδου», Ο. Έκο