Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2025

Να την προσέχει (Veiller sur elle), Ζαν Μπατίστ Αντρεά

Θέμα ωρών; Ας γελάσω. Είμαι νεκρός εδώ και πολύ καιρό.
Μα από πότε οι νεκροί δεν μπορούν να διηγηθούν την ιστορία τους;
     Πολύ συναρπαστικό, πολύ ιδιαίτερο και χορταστικό μυθιστόρημα, με πολύ ελκυστική γραφή, υπερ-συμπαθητικούς ήρωες και ενδιαφέροντα επί μέρους θέματα! (Σημ.: Στα σημειώματα αυτά του μπλογκ προσπαθώ να αποφύγω την «περίληψη», ωστόσο στην περίπτωση του βιβλίου αυτού οι αναφορές στην πλοκή είναι κάπως πιο εκτεταμένες αλλά απαραίτητες για να γίνουν κατανοητά τα υπέροχα αποσπάσματα που επέλεξα να συγκρατήσω)
    Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες σελίδες δεν σε προσελκύουν ιδιαίτερα, εφόσον στο «αφηγηματικό σήμερα» (1986) βρισκόμαστε στο αβαείο του της Σάκρα ντι Σαν Μικέλε[1], όπου οι 32 μοναχοί που το κατοικούν ακόμη αποχαιρετούν σε κύκλο, κατά το έθιμο, «αυτόν που φεύγει», ένα τρόφιμο του αβαείου που πέρασε εκεί, όπως μαθαίνουμε, τα τελευταία του 40 χρόνια. Πρόκειται για έναν ασυνήθιστο άνθρωπο, όχι μοναχό, που του επιτράπηκε να μείνει εκεί «για να την προσέχει» (veiller sur elle). Ποιαν; Αυτό αιωρείται σαν δυσοίωνο μυστήριο, που απαντιέται ωστόσο στις αμέσως επόμενες σελίδες.
   Το βιβλίο κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, το παρόν όπως είπαμε, αλλά και το απώτερο παρελθόν του Μίμο, του Μικελάντζελο Βιταλιάνι, γνωστού στην Ιταλία αρχικά και σαν «Φραντσέζου» (γιατί γεννήθηκε στη Γαλλία ) όπου καταγράφεται η απίθανη, απίστευτη, σχεδόν παραμυθένια του ζωή από τις αρχές σχεδόν του 20ου αι (γεννήθηκε το 1904). Τα (πιο εκτεταμένα) κεφάλαια που εξιστορούν την πορεία του Μίμο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τεχνική που προσδίδει εξ ορισμού ζωντάνια και αμεσότητα, πόσο μάλλον εφόσον ο ήρωας με εξομολογητικό ύφος και διεισδυτικότητα μας φέρνει σε επαφή με τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο.
    Μίμο ή Μικελάντζελο Βιταλιάνι
     Κι όλα αυτά θα ακούγονταν ενδιαφέροντα αλλά συνηθισμένα, αν δεν ήταν πανέξυπνοι, ταλαντούχοι, κι εντελώς sui generis οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ξεκινώντας από τον αφηγητή, τον Μικελάντζελο, δεν είναι τυχαίο πρώτα πρώτα το όνομά του (από τα δύο φορτία της ύπαρξής μου, το όνομά μου υπήρξε αναμφίβολα το πιο ελαφρύ να το σηκώνω). Ήταν το όνομα που του έδωσε η μητέρα του προς τιμήν του γνωστού γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου Μπουοναρότι, γιατί είχε την πεποίθηση ότι ο γιος της θα γίνει σπουδαίος γλύπτης, όπως ήταν κι πατέρας του, ο οποίος όμως πέθανε όταν ο Μίμο ήταν 12 χρονών. Και μπορεί η μητέρα να ήθελε να τον «ξεφορτωθεί», αλλά δεν είχε άδικο σχετικά με το ταλέντο του. Ο Μίμο μέσα από πολλές δυσκολίες αναγνωρίστηκε ως σπουδαίος κι αναγνωρισμένος καλλιτέχνης –άσσος στη σμίλη αλλά όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης και με πολύ υψηλές… αφηγηματικές ικανότητες. Ο αναγνώστης νιώθει ότι η λεπτοφυής αίσθηση που καθοδηγεί το έμφυτο ταλέντο του ήρωα, να δίνει ζωή στο άψυχο σκληρό υλικό, έχει άμεση σχέση και με την διεισδυτική έκφραση στον λόγο.
     Το άλλο φορτίο, δεν το ομολογεί άμεσα, αλλά προφανώς ήταν το ανάστημά του. Ο Μίμο ήταν πανέξυπνος, ταλαντούχος, και πολύ όμορφος (κι αυτό το μαθαίνουμε έμμεσα) αλλά εξαιρετικά κοντός εφόσον γεννήθηκε με νανισμό (c’ è un piccolo problema, σχολίασε η γυναίκα που τον ξεγέννησε!) . Είναι ένα χτυπητό στοιχείο «διαφορετικότητας», που του δημιουργεί κάποια προβλήματα αλλά με τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο το χειρίζεται, δεν φαίνεται να τον εμποδίζει σε τίποτα και -ευτυχώς- δεν προβάλλεται σαν κεντρικό θέμα από τον συγγραφέα. Ο Μίμο ξεπερνά με ευκολία αυτή τη σωματική «λεπτομέρεια» χάρη στην ενθουσιώδη δύναμη που τον χαρακτηρίζει, στο πάθος το ξεχωριστό που συνοδεύεται από παρατηρητικότητα, ικανότητα να μαγεύεται με το παραμικρό, θέληση και πολύ ταλέντο, κι όλα αυτά τον ωθούν να προχωρήσει και να δώσει απίστευτα έργα παρόλο που ξεκίνησε πάμφτωχος και ορφανός, σαν παραπαίδι ενός υποτιθέμενου «θείου» του γλύπτη. Γιατί η μάνα του (μια πληγή γι’ αυτόν ανοιχτή που αργεί να κλείσει -«Γιατί με εγκατέλειψες;») τον έστειλε στο Αμπρούτσο, στην Ιταλία, να δουλέψει παραγιός στο εργαστήρι του Αλμπέρτο («Δεν τον θέλω»/ «Και γιατί δηλαδή;»/ «Γιατί κανείς δεν μου είπε ότι είναι κοντοπίθαρος»).
     Το φυσικό χάρισμα να σμιλεύει την πέτρα και να της δίνει πνοή είναι η πρώτη παράμετρος που καθορίζει τον ψυχισμό του Μίμο, είναι ο δαίμονας που τον οπλίζει με τόλμη, ή που τον εξυψώνει ξανά όταν αποκλίνει σε κραιπάλες, υπερβολές και λοξοδρομήσεις. Γιατί η ζωή του Μίμο είναι πολυτάραχη, με πολλές ανατροπές και ποικίλα πάθη, έντονα και αντιφατικά συναισθήματα που στην πορεία του θα τον συνταράσσουν και θα τον αποπροσανατολίζουν. Και πρώτα πρώτα, σκοντάφτει στη συνεργασία με τον «σκατιάρη» Αλμπέρτο, ο οποίος δυσκολεύεται να παραδεχτεί το πηγαίο ταλέντο του μαθητευόμενού του και του κάνει τη ζωή δύσκολη, ενώ ήδη έχει αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (αλλά δεν ήμουν δυστυχισμένος, το διαπίστωνα κάθε βράδυ/ίσως επειδή ήμουν νέος, οι μέρες μου ήταν όμορφες/ήμουν ευτυχισμένος και μεθυσμένος απ’ όλα αυτά που ήταν ακόμα μπροστά μου, εκείνη τη μάζα μέλλοντος που είχα να σκαρφαλώσω, να κόψω στα μέτρα μου).
     Ο δεύτερος μεγάλος άξονας που καθορίζει τη μοίρα και τα έργα του Μίμο, είναι η -τεθλασμένη, πολυποίκιλη, πολυδιάστατη- σχέση με όλα σχεδόν τα μέλη της θρυλικής οικογένειας Ορσίνι, γαιοκτημόνων που κατέχουν την μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα στην εντυπωσιακή τους βίλα, κυρίως όμως η «πνευματική συνάντηση» με τη Βιόλα, τη γυναίκα που θα αναστατώνει από δω και πέρα και για πάντα όλη του τη ζωή -είτε με την με την παρουσία της, είτε με την απουσία της. Η πρώτη επαφή των δεκατετράχρονων πρωταγωνιστών είναι βέβαια επεισοδιακή, καθώς ο Μίμο την ανταμώνει για πρώτη φορά σ’ ένα… νεκροταφείο, το βράδυ, όπου πιστεύει πάραυτα ότι είναι… φάντασμα (άντρες πολύ πιο θαρραλέοι από μένα θα είχαν λιποθυμήσει. Αυτό λοιπόν κι έκανα), και στη συνέχεια δίνουν γνωριμία όταν προσγειώθηκε ανώμαλα από «εργατικό» ατύχημα στο… δωμάτιό της, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει ένα άγαλμα στη στέγη της βίλας Ορσίνι.
     Βιόλα. Βιόλα. Βιόλα.
Εδώ άρχιζε ο θρύλος της οικογένειας
στην οποία οφείλω τους πιο μεγάλους πόνους
και τις πιο μεγάλες χαρές μου,
στην οποία οφείλω, εν ολίγοις τη ζωή μου,
που τώρα φεύγει.
     Η Βιόλα είναι συνομήλικη με τον Μίμο (σχεδόν γεννήθηκαν την ίδια μέρα) με εξίσου σπινθηροβόλο πνεύμα, πολύ επαναστατικό βέβαια για να χωρέσει στους τύπους και τους κανόνες της αριστοκρατικής κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει. Η «χημεία» αναφαίνεται από την πρώτη επαφή (μου χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που κράτησε τριάντα χρόνια, και που απ’ την άκρη του κρεμάστηκα για να διασχίσω πολλές αβύσσους), ενώ οι διάλογοι μεταξύ τους, που ακολουθούν και διατρέχουν όλο το κείμενο είναι απολαυστικοί, ουσιαστικοί και πνευματώδεις. Γιατί πρόκειται για δύο ήρωες που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ευφυΐα, αλλά και πηγαία ορμή για αλήθεια και γνώση.
     Το «κορίτσι με το πράσινο φουστάνι», που έχει το περίεργο χάρισμα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά, αγκιστρώνει επιδέξια τον Μίμο παρά τις κοινωνικές απαγορεύσεις (δεν είμαστε από την ίδια κοινωνική τάξη/δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι), ανανεώνει τα ραντεβού στο νεκροταφείο (ν’ ακούσουμε τους νεκρούς, χαζέ/καλύτερα να φοβάσαι τους ζωντανούς), ανακηρύσσει τους δυο τους «συμπαντικούς δίδυμους», ξαπλώνει στον τάφο του θρυλικού Τομμάζο Μπάλντι γιατί πιστεύει ότι της στέλνει μηνύματα, ο δε μέγιστον, έχει εξημερώσει μιαν… αρκούδα (ναι, είναι γνωστή ως το «κορίτσι που μεταμορφώνεται σε αρκούδα»)! Δεν είναι παρά μια «μάγισσα» για τους χωρικούς της Πέτρα ντ’ Άλμπα! Είναι όμορφη με τον τρόπο της, ενδιαφέρεται για την πολιτική (σε αντίθεση με τον Μίμο), διαβάζει εφημερίδες (μην ξεχνάμε -έχουμε τον A' Παγκόσμιο πόλεμο) κι εφοδιάζει τον καινούργιο της φίλο με σπάνια και ποικίλα βιβλία που κλέβει από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της (κάποια στιγμή το πλήρωσε ακριβά, μάλιστα, με δημόσιο ξυλοδαρμό!).
     Το ανήσυχο πνεύμα της Βιόλας, που έχει εκπληκτική ικανότητα να ρουφάει τη γνώση, να ξεχωρίζει την ουσία και να απομνημονεύει τα πάντα (π.χ. τα ονόματα όλων των ανέμων), ταξιδεύει με τη σκέψη παντού, στις επιστημονικές ανακαλύψεις π.χ. στους εκρηκτικούς μηχανισμούς, στην ιατρική, στην τέχνη (λατρεύει τον Φρα Αντζέλικο), στην πολιτική ζωή, στο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και στον… χρόνο, παρασύροντας με ορμητικότητα και τον Μίμο (προς έκπληξή μου, ακόμα κι απ’ την πιο ερμητική πραγματεία, μάθαινα ακόμα κάτι), ο οποίος άλλωστε κι αυτός με τη σειρά του έχει επιδοθεί στην γλυπτική με απίστευτη μαεστρία για την ηλικία του, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι είναι «αφύσικα χαρισματικός» (το πρώτο κομπλιμέντο που πήρα, και είχαν φροντίσει να του κολλήσουν τη λέξη «αφύσικος»). Η Βιόλα, όπως ομολογεί ο αφηγητής, τον υπερβαίνει, «του ανοίγει έναν κόσμο άπειρων αποχρώσεων» (δεν είναι «σύννεφα», είναι υψισωρείτες/δεν είναι άνεμος, είναι μαΐστρος), κάτι που λατρεύει ο Μίμο, άλλωστε αυτό το στοιχείο δίνει ώθηση κι έμπνευση στον καλλιτέχνη, ως απαραίτητη προϋπόθεση στην άσκηση της τέχνης του.
     Έτσι, σ’ αυτήν την πρώιμη ηλικία θεμελιώνεται η αδυναμία του μελλοντικά μεγάλου γλύπτη στο παράξενο αυτό κορίτσι, μια αδυναμία που δεν εξαφανίζεται παρά τις άπειρες αντιξοότητες που ακολούθησαν (μου χρειάστηκαν ογδόντα δύο χρόνια, οκτώ δεκαετίες δυσπιστίας, και ένας μικρός επιθανάτιος ρόγχος, ώσπου να αναγνωρίσω αυτό που ήδη ήξερα. Δεν υπάρχει Μίμο Βιταλιάνι χωρίς τη Βιόλα Ορσίνι. Αλλά υπάρχει Βιόλα Ορσίνι, χωρίς την ανάγκη κανενός).
     Η Βιόλα με ξεθέωνε
Από την πιο τρυφερή της ηλικία
η Βιόλα ήθελε να πετάξει
     Οι δυο άσπονδοι φίλοι δίνουν διάφορους όρκους αγάπης, πίστης, φιλίας, δεσμεύονται ότι θα βρεθούν στις 28 Ιουνίου του 1928 (σε 10 χρόνια), ότι θα βοηθάει ο ένας τον άλλον στο δρόμο τους. Η Βιόλα όμως προχωράει με τα χίλια, έχει βαλθεί τώρα να… πετάξει (δεν μπορείς να διαλέξεις κάτι άλλο; Κάτι πιο απλό; Μπορείς να μεταμορφωθείς σε αρκούδα, αυτό δεν αρκεί;). Γιατί η Βιόλα δεν έχει όρια, κι αυτό είναι συνειδητή διαπίστωση (κάθε σύνορο είναι επινόηση. Όποιος το καταλάβει αυτό ενοχλεί αναγκαστικά αυτούς που επινοούν τα σύνορα).
     Καθώς ενηλικιώνονται, στα 16 πια, ο Μίμο αντιμετωπίζει με στωικότητα τη Βιόλα να ξεφεύγει από το κοινό τους ύψος, να ψηλώνει και να ωριμάζει, παρακολουθώντας με τη ματιά του καλλιτέχνη τις διαρκείς μεταμορφώσεις της (η Βιόλα δεν είχε στήθος, αυτό είναι αλήθεια, αλλά εγκατέλειπε την εφηβεία και τις γωνίες της. Ήταν η φάση του στιλβώματος, σχεδόν η πιο σημαντική στη γλυπτική. Οι κινήσεις της αποκτούσαν ποίηση καμπύλης. Οι διαθέσεις της, αντιθέτως, είχαν την τραχύτητα των βουνών. Ήταν απαιτητική, ανυπόμονη, θωπευτική, έξαλλη, ικετευτική). Στα γενέθλια των 16 η Βιόλα θα χαρίσει ένα απροσδόκητο δώρο στον Μίμο, μια δια ζώσης συνάντηση με την Μπιάνκα, την αρκουδίτσα, προκαλώντας του μια λιποθυμία ακόμα. Και, τώρα -στο παρόν- που είναι 82 χρονών, ομολογεί ότι έχει ζήσει πολλά, επιτυχίες, μουσικές, ομορφιές όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με το θέαμα εκείνης της φλογερής πιτσιρίκας ανάμεσα στα πόδια μιας αρκούδας.
     Αυτή λοιπόν η «φλογερή πιτσιρίκα», τη μέρα των αρραβώνων της μ’ έναν νεαρό ισχυρής οικογένειας που διάλεξαν οι γονείς της, μετά από μελέτες και δοκιμές, εξαφανίστηκε απ’ όλους, ανέβηκε στην στέγη του σπιτιού τυλιγμένη σ’ ένα παράξενο ιστίο και… δοκίμασε να πετάξει (Ίκαρος οργίλος στροβιλιζόμενος)!!!
     Τέχνη- κοινωνία- ζωή
Την ημέρα που θα έχεις καταλάβει τι σημαίνει σμιλεύω,
θα κάνεις ανθρώπους να κλαίνε με μια απλή κρήνη.
Στο μεταξύ, να είσαι υπομονετικός.
Να είσαι σαν αυτό το ποτάμι, σταθερός, ήρεμος.
     Μετά απ’ την άδοξη πτώση της, η Βιόλα θα εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Ξέρουμε ότι επέζησε, αλλά εντωμεταξύ ο Αλμπέρτο στέλνει τον Μίμο στη Φλωρεντία, δήθεν για να διαλέξει δύο μπλοκ μαρμάρου Καρράρας, ουσιαστικά για να τον ξεφορτωθεί μια και τον βλέπει ανταγωνιστικά . Ήδη ο ήρωάς μας έχει ξεχωρίσει με τα έργα του, φτιάχνοντας μικρά αριστουργήματα, με κορυφαίο μέχρι στιγμής το δώρο του προς την Βιόλα στα 16α της γενέθλια, μια αρκούδα με στραμμένο το στόμα της στον ουρανό, ένα έργο λαξευμένο σ’ ένα πολύτιμο μπλοκ μαρμάρου του Αλμπέρτο (το μάτι του θεατή έκανε ένα ταξίδι από την τραχύτητα στην λεπτότητα, από την ακινησία στην κίνηση), προκαλώντας βέβαια την οργή του (από θαύμα σώθηκε το έργο από την απειλή της βαριοπούλας). Με αφορμή την δημιουργική φρενίτιδα του Μίμο, ο συγγραφέας μάς δίνει υπέροχες σελίδες προβληματισμών και στοχασμών πάνω στην τέχνη της πέτρας και γενικότερα στον κόσμο της τέχνης και της νεωτερικότητας (συμβουλή του πατέρα του: φαντάσου το έργο σου τελειωμένο να ζωντανεύει. Τι θα κάνει; Πρέπει να φανταστείς τι θα συμβεί το δευτερόλεπτο που ακολουθεί τη στιγμή που φιξάρεις, και να το υπονοήσεις). Γιατί και η Πιετά, το κορυφαίο έργο του Βιταλιάνι που διασώθηκε στο μοναστήρι Σάκρα ντι Σαν Μικέλε και το φυλάνε ως κόρη οφθαλμού, ξεπερνά κατά πολύ σε εκφραστικότητα και σε μηνύματα την κλασική Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου.
     Μετά την πτώση της Βιόλας, λοιπόν, η ζωή του Μίμο άλλαξε τελείως ρότα. Έχει τελειώσει ήδη ο πόλεμος, τάγματα δράσης συγκροτημένα από φασίστες («σκουαντρίστες», στου οποίους θα προσχωρήσει σύντομα και ο «πρώην σοσιαλιστής» Μουσολίνι) έχουν εμφανιστεί τρομοκρατώντας τον κόσμο (τα έθνη νικητές τσακώνονταν για το κουφάρι των νικημένων), οι παραγγελίες έχουν ελαχιστοποιηθεί. Στην Φλωρεντία, όπου αρχικά ο Μίμο δεν ήθελε να μείνει (η Βιόλα με χρειαζόταν), θα αναγνωρίσει την πόλη που θα του αλλάξει τη ζωή (σε κάθε βήμα έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε δέκα μορφές κάλλους, δέκα διαφορετικές ιστορίες/η πόλη γλιστρούσε μέσα μου και δεν θα με εγκατέλειπε/δεν ήταν η πιο όμορφη από τις πόλεις της Ιταλίας, αλλά ήταν η ωραιότερη (!), κι αυτό γιατί η Φλωρεντία ήταν η Βιόλα, δε θ’ αργούσα να το καταλάβω: συνθλιμμένη και φανατική και γλυκιά).
     Εδώ ο Μίμο θα γνωρίσει τον μέντορά του, τον διάσημο γλύπτη Φίλιππο Μέττι ο οποίος αρχικά τον τοποθετεί ως εργάτη στην «κοπή» (η κοπή ήταν η κόλαση, τα αμπάρια του καραβιού, η πιο άχαρη δουλειά), ενώ η ομάδα του ανέλαβε να κλείσει ένα από τα πιο ωραία συμβόλαια της περιοχής, την ανακαίνιση ενός τμήματος του Ντουόμο). Γρήγορα όμως ο Μέττι θα διακρίνει το χάρισμα του Μίμο (αυτά τα δύο πουλιά δεν θα πετάξουν ποτέ) και θα τον τοποθετήσει στο ατελιέ, δημιουργώντας κύματα μικροψυχίας από τους συναδέλφους του γλύπτες, που τον υποβάλλουν σε καψόνια. Ωστόσο ο Νέρι, ο μεγάλος ανταγωνιστής του και διευθυντής του ατελιέ, κατά τον Μέττι δεν θα πάει μακριά αλλά είναι σταθερός, μπορεί κανείς να στηριχτεί πάνω του, ενώ «εσύ τρέχεις ασταμάτητα σαν κάποιον που τον παρασύρει το τρέξιμό του σε μια κατηφοριά/ υπάρχει δαιμόνιο μέσα σου».
     Καθώς σταθεροποιήθηκε η παρουσία του Μίμο στο ατελιέ, αρχίζουν οι κραιπάλες και η νυχτερινή ζωή, τα ποτά, τα ξενύχτια- (η νυχτερινή ζωή μου είχε έναν στόχο: να μ’ εμποδίζει να σκέφτομαι τη Βιόλα, απ’ την οποία εξακολουθούσα να μην έχω το παραμικρό νέο). Μια γερή κόντρα με τον Νέρι με αφορμή το αποκαρδιωτικό, πρώτο γράμμα της Βιόλας, μια λυσσασμένη σύγκρουση που καταλήγει σε κεφαλιές, είναι η αιτία της απόλυσής του (addio Firenze bella), και της ατέλειωτης κατρακύλας: αφού τον χτύπησαν, τον έκλεψαν και τον πέταξαν σαν σακί (τότε έκανα το πολυτιμότερο πράγμα που μου είχαν μάθει οι γονείς μου, λίγο μετά τον ερχομό μου στη γη. Σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα).
     Με την «περηφάνια του μεσίστια», ο Μίμο κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του υπόκοσμου, συντροφιά με τον «μεγαλοφυή σαλτιμπάγκο» Αλφόνσο Μπιτσάρο (προφήτης παραισθητικός ενός κόσμου σε κατάσταση πολτού), τον τύπο που είχε πρωτογνωρίσει και είχε το περίφημο τσίρκο Μπιτσάρο (κράτος εν κράτει, προικισμένο με τη δική του ηθική και τους δικούς του νόμους). Μέσα στην απελπισία του πιάνει δουλειά συμμετέχοντας στο έργο «Η δημιουργία» (μάχη ανθρώπων με… δεινόσαυρους). Ο Μίμο βουλιάζει στην αθλιότητα εκθέτοντας στο κοινό θέαμα το… ύψος του (είχα γίνει κλόουν, ένας κλόουν θλιβερός, διόλου μα διόλου αστείος), συνεργαζόμενος μ ένα άτακτο μπουλούκι εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν μονίμως μεθυσμένοι, μεθοκοπώντας στα καπηλειά και κάνοντας μικροκλοπές και «δραστηριότητες κλεπταποδόχου». Στα μόνιμα μέλη του θιάσου είναι και η εξηντάχρονη Σάρα, ΄(ενδιαφέρουσα τύπισσα που θα «ξεπαρθενέψει τον Μίμο), που ρίχνει τα χαρτιά για να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου (όταν έρθει η σειρά σου, κι εύχομαι ν’ αργήσει, πίστεψέ με: θα νιώσεις φόβο. Φόβο, όπως όλος ο κόσμος).
     Η συναναστροφή με τον Μπιτσάρο και τους «κακοποιούς με τον ιδιότυπο κώδικα τιμής» είναι ένα μεγάλο «μάθημα» για τον Μίμο. Το ανάγλυφο που του κάνει ως δώρο ανεβάζει σε άλλο επίπεδο τη σχέση (Λοιπόν είναι αλήθεια. Είσαι γλύπτης), κι είναι τέτοιος ο θαυμασμός του αυθεντικού σε όλα (και, πρέπει να τονίσουμε, αντιφασίστα) Μπιτσάρο, που στα 18α γενέθλια (1922), του χαρίζει μια επίσκεψη στην «Παρθένο» του Φρα Αντζέλικο (δέχτηκα αυτόματα επίθεση, βίαιο χτύπημα από τα χρώματα που μου προσφέρονταν), ένα έργο που ανήκει στον κοινό κώδικα επικοινωνίας Μίμο- Βιόλας (μια υπόκωφη θλίψη μου δάγκωνε τα σωθικά). Τέτοιος τύπος ήταν ο Μπιτσάρο, προοδευτικός και κιμπάρης, αλλά και αψύς και τσαμπουκάς κι έτσι, μετά από τραγελαφική σκηνή τσακωμού με τον Μίμο αλλά και με τέσσερις της πολιτοφυλακής, σύντομα το τσίρκο έκλεισε αφήνοντας τον Μίμο έρμαιο.
     Ο επόμενος σταθμός στον «βίο και πολιτεία» του ήρωά μας τον ανεβάζει πάλι από τον βούρκο στα ύψη: ο Φραντσέσκο, ο αδερφός της Βιόλας που ακολούθησε ιερατικό κλάδο (σχέσεις με Βατικανό κλπ) τον ανακάλυψε και τον προσλαμβάνει με παχυλό μισθό εξ ονόματος της οικογένειας Ορσίνι, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του. Ο Μίμο επιστρέφει στην Πιέτρα ντ’ Άλμπα (όπου έχει να πατήσει δυο χρόνια) αλλά λόγω της συμπεριφοράς της Βιόλας (το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο, η ιστορία μας είχε λήξει), αποφασίζει να ζήσει στη Ρώμη δουλεύοντας εξ αποστάσεως (έφυγα, χωρίς να ξέρω ότι θα μου έπαιρνε πέντε χρόνια για να επιστρέψω. Ή, ακριβέστερα, επειδή δεν επέστρεψα μια οποιαδήποτε στιγμή, 1999 ημέρες και 17 ώρες)!
     Όλες αυτές οι μέρες είχαν το στίγμα της απουσίας της Βιόλας… (τα έβαζα με τη Βιόλα, που είχε δημιουργήσει αυτές τις τρύπες στην ιστορία μας). Έχει επίγνωση ωστόσο ότι ήταν «ο ένας ο καθρέφτης του άλλου». Έχει βέβαια θυμώσει, περιμένει μια συγνώμη, και τα χρόνια που ακολούθησαν ζει «σ’ αυτό το κολασμένο σπιράλ». Στη Ρώμη, στο ατελιέ, καταξιωμένος πια επαγγελματίας με μαθητευόμενους και με σπουδαίες παραγγελίες, ενώ μεγάλος θαυμαστής του είναι ο μονσινιόρε Πατσέλλι, που έχει μεγάλη επιρροή στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το πρωτότυπο πνεύμα του Μίμο, να ξεφεύγει απ’ αυτό που περιμένουν οι άλλοι απ’ αυτόν, το αποδίδει ο ίδιος στο «αυτοκτονικό του ταμπεραμέντο» (εκείνες τις νύχτες τίποτα δεν είχε τόση σημασία εκτός απ’ το να φλογίζεσαι όσο το δυνατόν εντονότερα/ο Άγιος Πέτρος μου δεν ήταν ο σοφός και στρογγυλοπρόσωπος γενειοφόρος που έβλεπες παντού). Αντιμετωπίζει με ουδετερότητα και αδιαφορία την άνοδο του φασιστικού κόμματος (Απρίλιος του 1924, φασιστική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο), αλλά με τις καλλιτεχνικές παραδοξότητες και τον αψύ του χαρακτήρα φτάνει πάλι σε ακρότητες και σε συμπεριφορές ασυγχώρητες.
     Δεν είναι ηθικά ακέραιος ο Μίμο, αλλά η αφήγησή του χαρακτηρίζεται από ειλικρινές εξομολογητικό ύφος. Ξανασυναντά τη Βιόλα μετά από χρόνια, όταν κι οι δυο είναι 24, όταν εκείνη είναι κάπως μεταλλαγμένη, παντρεμένη μ’ έναν ανόητο καιροσκόπο και πιο συμμαζεμένη (δεν είμαι αυτή που γνώριζες. Ξέρεις πού με οδήγησαν τα όνειρά μου μήνες στο νοσοκομείο, με δεκάδες ουλές κι άλλα τόσα κατάγματα/είσαι πετυχημένος καλλιτέχνης κι είμαι παντρεμένη γυναίκα. Αλλά μπορούμε να ταξιδεύουμε πλάι πλάι. Χωρίς ηρωισμούς αυτή τη φορά).
Ξέρω ότι θυμώνεις μαζί μου γιατί δεν είμαι εκείνη που ήμουν άλλοτε,
η Βιόλα των νεκροταφείων και των αλμάτων στο κενό. (…)
Πρέπει να φροντίσω τον εαυτό μου αν θέλω να μην εξαφανιστώ.
     Ναι, είναι πια καταξιωμένος και δημοφιλής ο Μίμο, ισότιμος καλεσμένος των Ορσίνο, όπου δεσπόζει η μορφή του Στέφανο, του μεγαλύτερου αδερφού, που συναναστρέφεται μελανοχίτωνες. Φυσικά και η παρέα του είναι φαλλοκράτες, ταπεινώνουν τη Βιόλα επειδή είναι άτεκνη, ο Μίμο γεμάτος αντιφάσεις σ’ αυτήν την χρονική περίοδο, την υπερασπίζεται αλλά αποδέχεται να δουλέψει για πάρτη τους (γιατί όχι;), σ’ ένα τεράστιο «πρότζεκτ» στο Παλέρμο. Η αντίδραση της Βιόλας, που φυσικά είναι ενημερωμένη και πολιτικοποιημένη, και ισχυρίζεται ότι «συμμετείχε στην κατασκευή του κόσμου που γεννιόταν» κι ότι «δουλεύει για μια συμμορία καθαρμάτων» έχει τον αντίλογο, ότι κι εκείνη ανέχεται τον άντρα της τον Καμπάνα, «αυτόν τον κρετίνο», που την απατάει και τη χτυπάει. Ο σύζυγος της Βιόλας, συμπράττει με τα αδέρφια της που γίνονται αξιωματούχοι του καθεστώτος, ενός καθεστώτος που η Βιόλα απεχθάνεται, ενώ ο Μίμο «έχει γίνει ένας Ορσίνι».
     Δεν αργεί βέβαια η Βιόλα να εκραγεί, δημιουργώντας επεισόδιο δημόσια, όπου εκθέτει όλη την οικογένεια για την πολιτική τους απέναντι στους Εβραίους, ερχόμενη σε ρήξη και με αδέρφια και με τον Καμπάνα. Και φυσικά είναι ετοιμόλογη και πανέξυπνη, και φυσικά δεν θα βρει ποτέ το δίκιο της στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η πολιτική αντιπαράθεση κλιμακώνεται, αλλά φέρνει πολύ αργά αποτελέσματα στον απολιτίκ ήρωά μας, ο οποίος δέχεται κάποια στιγμή μια μεγαλειώδη παραγγελία ενός «μνημειώδους συμπλέγματος» με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Ο καινούριος άνθρωπος» για τη γενέτειρα του Ντούτσε! Είναι και η αφορμή να τον ξανασυναντήσει η Βιόλα, η οποία είχε εξαφανιστεί μετά από μια ακόμα «προδοσία» του Μίμο, για να του πει απλά «δεν θέλω να κάνεις αυτό το γλυπτό».
     Τα χρόνια της ανόδου του φασισμού είναι κρίσιμα επιτέλους αντιλαμβάνεται, με τη βοήθεια του -Εβραίου- Μπιτσάρο, πόσο «καθάρματα» είναι τα μέλη της κυβέρνησης.
Είναι γελοίο όλο αυτό.
Τη μια μέρα αγαπιόμαστε, την άλλη μισιόμαστε…
Είμαστε δυο μαγνήτες.
Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε,
Τόσο πιο πολύ απωθούμαστε
     Καθώς οι δύο ήρωες μπαίνουν όλο και πιο βαθιά στις διαπλεκόμενες σχέσεις του φασιστικού κατεστημένου, ξυπνά ο παλιός επαναστατικός εαυτός τους αλλά μπαίνει σε καινούργιες βάσεις και η σχέση τους. Η Βιόλα κάνει πράξη την απειλή που είχε εκτοξεύσει στον άντρα της, ο Μίμο προσπαθεί να την προστατεύσει από τα ιδρύματα, τα αναρρωτήρια και τα μοναστήρια (Φεύγουμε/αν φύγω χωρίς τη Βιόλα θα κάψω αυτό το μοναστήρι μέχρι να μην απομείνει τίποτα). Υπάρχουν διαρκείς μεταμορφώσεις όπως η αιφνίδια κοκεταρία της Βιόλας (απ’ όλες τις πανοπλίες που ενδύθηκε η Βιόλα για να ξεφύγει απ’ τον εαυτό της, αυτή μου φάνηκε η λιγότερο επικίνδυνη),ενώ, προχωρώντας στο 1941, τα πράγματα δυσκολεύουν στον επαγγελματικό τομέα για τον Μίμο. Η βράβευσή του από την Βασιλική Ακαδημία γίνεται αφορμή για ουσιαστική σύγκρουση (η ψεύτικη Βιόλα είναι πολύ ευτυχής. Η αληθινή, αν μπορούσε, θα με σκότωνε), ενώ τα πάθη του Εβραίου Μπιτσάρο τον μπαλαντζάρουν για να τον πετάξουν ιδεολογικά προς τη μεριά της Βιόλας (ίσως έρθει μια μέρα που η συνείδησή σου θα θέλει κάτι περισσότερο από αυτό το ρολόι στον καρπό σου. Και θα αντιληφθείς, εκείνη τη μέρα, ότι αυτό το κάτι είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που όλο το χρήμα σου δεν θα σου επιτρέψει να εξαγοράσεις).
     Έτσι ο Μίμο, «ένας παίκτης που δεν αντέχει να χάνει», κατάφερε ένα απίστευτο χτύπημα στο καθεστώς αλλά και στην οικογένεια που τον στήριξε, με επακόλουθο συλλήψεις και φυλάκιση μέχρι το 1945. Ωστόσο, το καθεστώς πνέει πια τα λοίσθια, κι από προδότης αναγνωρίζεται ως ήρωας αντιφασίστας όπως και ο Στέφανο.
     Ήταν εκείνη. Η Βιόλα.
     Όποιος κοίταζε τη Βιόλα έβλεπε μόνο τα μάτια της και ξεχνούσε το κάπως μακρουλό πρόσωπό της, τα κάπως πολύ λεπτά χείλη, με το αλλοτινό γέλιο, εκτοξευμένο στη σελήνη, για να σκεφτεί: Τι όμορφη που είναι!
     Ναι, καθώς ολοκληρώνεται η ιστορία, η Βιόλα ωριμάζει και παράλληλα φαίνεται να βρίσκει τον παλιό, εκρηκτικό εαυτό της… Ταράζει τα νερά όταν επιμένει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές, προκαλώντας νέες επικές έριδες με τα αδέρφια της αλλά και με τον Μίμο (-Κι αν σε σκοτώσουν, αυτό σε τι θα χρησιμεύσει;/-Κανείς δεν μπορεί τίποτα εναντίον μου. Έχω υποστεί τα πάντα). Τα συναισθήματα της τελευταίας σκηνής μεταξύ τους φτάνουν σε κορυφαία ένταση (δε με διασκέδαζε καθόλου. Και δεν τη θαύμαζα πια. Εκείνη τη στιγμή, δεν έμενε παρά φόβος). Πρόκειται για μια σκηνή πεισματικού αποχωρισμού, που ωστόσο είναι και η τελευταία μεταξύ τους και όπου «προδότης είναι ο θυμός του Μίμο. Όχι όμως γιατί το πείσμα κράτησε αιώνια, αλλά γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να δώσει ένα αιφνίδιο, μοιραίο, τραγικό και οριστικό τέλος (ομολογώ ότι είναι το μοναδικό σημείο της πλοκής που δεν μου άρεσε), μιαν από μηχανής ας πούμε κάθαρση.
     Πιετά
     Εκείνη λοιπόν τη μοιραία νύχτα, που ο Μίμο μπόρεσε «επιτέλους να κλάψει», ξαναβρήκε τη ματιά του -γιατί τόσο καιρό ήταν «τυφλός»- και ξανάρχισε επιτέλους να σμιλεύει με πάθος. Πάρα πολλά έργα του χάθηκαν ή καταστράφηκαν, αλλά η Πιετά του Μικελάντζελο Βιταλιάνι δεν έχει καμιά σχέση με την Πιετά του Μπουαναρότι. Γι’ αυτό και στο αβαείο τη φυλάνε σαν κόρη οφθαλμού (veiller sur elle) ενώ ο ήρωάς μας αφήνει την τελευταία του πνοή, αποχαιρετώντας όχι μόνο τη ζωή, τους ανθρώπους που αγάπησε, τη Βιόλα που αγάπησε αλλά και την ανδρόγυνη μορφή της, που έδωσε στον Χριστό της δικής του Πιετά:
Τη σμίλεψα όπως ακριβώς την είδα εκείνη τη μέρα στα χαλάσματα,
το κορμί της σπασμένο και υπερβατικό.
Όλες οι αισθήσεις εγγράφουν μια θηλυκότητα ακόμη πιο εκρηκτική 
γιατί είναι σχεδόν αθέατη.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Βλ. και «Όνομα του ρόδου», Ο. Έκο

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2025

Μίσια -Το καζακί, Μιχάλης Ανδρέοβιτς

     Τη συναρπαστική βιογραφία του Μίσια Αντρέοβιτς (1890-1954), του οποίου τα πρώτα τριάντα χρόνια παρακολουθήσαμε στο βιβλίο «Μίσια, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ»[1], συνεχίζει στο δεύτερο αυτό βιβλίο ο αγαπημένος φίλος και συγγραφέας Μιχάλης Αντρέοβιτς, που αυτή τα φορά εισάγει έντονα το βιωματικό στοιχείο, εφόσον η αφήγηση αφορά τη συνέχεια του βίου του παππού του! Πρόκειται για μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες, μεταπτώσεις -«περιπέτειες» με την αρχαία σημασία της λέξης (απότομη μεταβολή της τύχης) αλλά και με τη νέα-, με έντονα συναισθηματικές δοκιμασίες, και με ρευστό ιστορικό υπόβαθρο, εφόσον πρόκειται για περίοδο μεταβατική για όλον τον δυτικό κόσμο.
     Όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου, ο ήρωάς μας, γεννημένος το 1890 στο Χάρκοβο της σημερινής Ουκρανίας -τότε Ρωσίας- , αντρώθηκε σε μια εποχή θυελλώδη για την Ευρώπη (Α' Παγκόσμιος πόλεμος), τη Ρωσία (Οκτωβριανή επανάσταση -1917) αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, κι αντί να διάγει τον βίο του ως γαιοκτήμονας, ίλαρχος κι εκτροφέας αλόγων όπως υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη, πέρασε δια πυρός και σιδήρου χάνοντας όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα για να φτάσει 30 χρονών πρόσφυγας στον Πειραιά, στα 1920. Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει σε αδρές γραμμές αυτά τα μακρινά παιδικά και δύσκολα νεανικά χρόνια, ενώ την περίοδο από το 1920 (στον Πειραιά) μέχρι το αφηγηματικό παρόν που είναι το 1954 (στην περιοχή του Έβρου), η αφήγηση γίνεται πιο παραστατική, πιο μυθιστορηματική σε σύγκριση με το πρώτο βιβλίο, που είχε τον χαρακτήρα μαρτυρίας, από επιφύλαξη και σεβασμό στα πραγματικά αλλά πολύ μακρινά γεγονότα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εδώ ο συγγραφέας έχει πια αδιάσειστες μαρτυρίες, όπως αυτές του πατέρα του αλλά και των υπόλοιπων συγγενών…
     Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1954, στο δέλτα του Έβρου («Μαρίτσα» από την τούρκικη ονομασία Μέριτς), σ’ αυτήν την αμφιλεγόμενη περιοχή όπου ανέκαθεν διασταυρώνονταν λαοί, συνήθειες και πολιτισμοί. Γκιαούραντας, Καρπουζλού, Πόρος, Φερές> Φερελιώτικα, Ύψαλα, Πέπλος, κάποια από τα τοπωνύμια που μοιράζονται ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά εδάφη τον Έβρο και τα πλούσια σε 
ψάρια και φερτές ύλες νερά του (πολύ βοηθητικός ο στοιχειώδης χάρτης της περιοχής). Πολλοί λοιπόν οι ντόπιοι ψαράδες, Έλληνες και Τούρκοι.
     Ευρηματικό αλλά και εμβληματικό το «καζακί», που χαρίζει τον τίτλο του και στο βιβλίο, αυτό το ευέλικτο, ντόπιας έμπνευσης ψαροκάικο των υφάλμυρων νερών με τη μικρή καρίνα, με το οποίο ο 64χρονος Μίσια εδώ και 19 χρόνια βιοπορίζεται. Τον βλέπουμε, στην πρώτη σκηνή του έργου να ψαρεύει με τον γιο του Αντρέα (τον πατέρα του συγγραφέα), σε μια ήρεμη περίοδο του βίου του, αφού έχουν πια καταλαγιάσει τα έντονα πάθη, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι εξορίες, οι θάνατοι και η πείνα. Το βιβλίο ξεκινά με μια ήρεμη εικόνα (που θυμίζει Αγγελόπουλο) στις περιοχές των εκβολών του Έβρου, τις οποίες τόσο γλαφυρά μας περιγράφει ο συγγραφέας υποβοηθούμενους από τον χάρτη, χρησιμοποιώντας λέξεις και όρους της ντοπιολαλιάς. Έγινε λοιπόν ψαράς ο ίλαρχος/υπίλαρχος, επίδοξος ιπποκόμος του τσάρου, αφού έμαθε βέβαια πολύ καλά τα ελληνικά, και αφού, σαν σύγχρονος Οδυσσέας, απέκτησε πολλές 
εμπειρίες και γνώσεις… Μόνο που την ήρεμη αυτή εικόνα διαταράσσει η σύλληψη των δύο ψαράδων από την τουρκική αστυνομία, με την κατηγορία ότι έκλεψαν τα ζώα ενός τούρκου κτηνοτρόφου!
     Είναι ευρηματική η κυκλική δομή που ακολουθεί ο συγγραφέας, εφόσον ο αναγνώστης αφήνει πατέρα και γιο μέσα στην τουρκική φυλακή, για να τους ξανασυναντήσει προς το τέλος του βιβλίου, καθώς δίνεται η λύση στο πρόβλημα που προέκυψε με την τουρκική αστυνομία. Στο ενδιάμεσο όμως βυθιζόμαστε σ’ένα παρελθόν πολυδιάστατο με στιγμές ζοφερές αλλά και γεμάτες χαρά, που αντικατοπτρίζουν μια εποχή όπου ο κόσμος στην περιοχή αυτή ζούσε και αγωνιζόταν σκληρά στο σήμερα χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει την επομένη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την υποτιθέμενη αφήγηση του πατέρα Μίσια στον γιο του Αντρέα, καθώς οι μέρες εγκλεισμού περνάνε και ο Μίσια, τις ατέλειωτες νύχτες φέρεται να μιλά για το παρελθόν (έμοιαζε σαν μια ανάγκη εξομολόγησης αλλά ταυτόχρονα ήταν και η απαραίτητη «φυγή» από το δυστοπικό παρόν. Παράλληλα του παρείχε τη δύναμη που πηγάζει από την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας, καθώς ταυτόχρονα γινόταν και ο φράχτης απέναντι στον ιδρυματισμό που θα μπορούσε να τους απειλήσει).
     Η πολύπαθη, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές ζωή του Μίσια ξεδιπλώνεται λοιπόν μπροστά μας, ξεπερνώντας κάθε φαντασία καθώς εναλλάσσεται η ελπίδα -ο έρωτας -η προσαρμογή σ’ έναν τόπο, με την απελπισία -τον θάνατο -τον ξεριζωμό. Θα τον δούμε πρώτα πρώτα στον Πειραιά, αμέσως μόλις ξεμπαρκάρει μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την καταστροφή της οικογένειάς του (με αποκορύφωμα τον θάνατο της Νατάσας, της πρώτης μεγάλης αγάπης που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο), ένα ψυχικό ράκος ανάμεσα σε διαλυμένους ανθρώπους.
     Από το ρωσικό νοσοκομείο όπου έμεινε μετέωρος για μερικές μέρες, καταφεύγει σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο για πρόσφυγες (ακόμα δεν έχει έρθει το μεγάλο κύμα της μικρασιατικής καταστροφής), έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του τον φίλο του Βάνια, ο οποίος όμως έχει τελείως διαφορετικό προσανατολισμό.
     Η ένταξή του στον κόκκινο στρατό όσο ήταν στη Ρωσία τον απομονώνει από τους υπόλοιπους εμιγκρέδες και του δημιουργεί και απρόσμενα προβλήματα όταν καλείται η κρατική επιτροπή να αξιοποιήσει τα προσόντα του πάλαι ποτέ ίλαρχου. Με τα πολλά, τοποθετείται ως φροντιστής αλόγων σε ίλη επιλαρχίας, ως πολιτικός υπάλληλος του στρατού. Ο Μίσια θα μείνει στην Αθήνα με τη νέα του ιδιότητα που του επιτρέπει να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα περίπου χρόνο, αλλά μια ασυνήθιστη ερωτική αποτυχία τον ωθεί να δεχτεί με προθυμία τη μετακίνηση της μονάδας στον Βορρά, συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο.

Από το φως στο σκοτάδι
κι απ’ το σκοτάδι στο φως

Είναι τελικά κάποιες φορές που η πραγματικότητα
σαμποτάρει την αισθητική της μυθοπλασίας,
την ξεπερνά όχι μόνο σε ρεαλισμό
αλλά και σε φαντασία.
     Από την Αθήνα στο Διδυμότειχο, από το Διδυμότειχο στα Φέρια (=Φέρες), στη συνέχεια με την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου στον Πόρο και, μετά τον εμφύλιο, ακόμα βορειότερα (στην περιοχή του Έβρου πάντα), μέχρι τον Πέπλο -όπου θα αφήσει και την τελευταία του πνοή-, παρακολουθεί ο αναγνώστης με κομμένη την ανάσα τα σκαμπανεβάσματα του βίου του Μίσια. Κάθε φορά μια νέα αρχή, νέες ελπίδες, νέα όνειρα για οικογένεια, νέοι έρωτες, νέες αγάπες. Στο Διδυμότειχο η 20χρονη Ροδούλα δίνει νέα φτερά στον 36χρονο πια Μίσια για μια όμορφη και ήσυχη ζωή, αλλά μετά τον αιφνίδιο θάνατό της από «διαβολικό» χτύπημα της μοίρας, ο ήρωάς μας βυθίζεται για άλλη μια φορά στο πένθος. Το ούζο θα αντικαταστήσει τη βότκα –διέξοδος μα και κατάντια (και να’ σου πάλι έδωσαν το «παρών» τους τα σκοτεινά υπόγεια των συναισθημάτων). Η πόλη τον «διώχνει» για να καταφύγει με μετάθεση στις Φέρες όπου το φως πάλι θα νικήσει το σκοτάδι, εφόσον ο Μίσια γνωρίζει τη γυναίκα που θα γίνει η μητέρα των παιδιών του, την ήδη μικροπαντρεμένη και χήρα, τη Σοφία, που μεγαλώνει ήδη ένα αγόρι από τον άτυχο γάμο της (τον Σίμο). Ο Μίσια θα μπει στην οικογένεια του Στάθη Τσεμπερίδη (πατέρα της Σοφίας), και στη σύντομη συμβίωσή του με την Σοφούλα θα αποκτήσει δυο παιδιά, τον Αντρέα και την Ευσταθία («Τατούλα»).
     Παρακολουθούμε με πολλή αγωνία τις ψυχικές διακυμάνσεις του αγαπημένου μας πια Μίσια, που από την ελπίδα και την αισιοδοξία της ζωής βυθίζεται πάλι στην απελπισία, γιατί η Σοφούλα πέθανε πολύ νέα από αρρώστια (συχνά «χάνεται», αφαιρείται, ξεχνάει. Λείπει από εκεί που τον περιμένουν, φτάνει ώρες αργότερα ή δεν πάει ποτέ. Μιλάει λιγότερο, κι ένας θυμός ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα φρύδια του και δεν χρειάζεται πολύ για να μετατραπεί σε οργή. Άλλοτε πάλι βυθίζεται στον εαυτό του ή χάνεται από «προσώπου γης»). Έχει όμως πια τρία παιδιά ο Μίσια να του δίνουν ζωή, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν γίνεται πια 50 χρονών, αποφασίζει να παραιτηθεί από το στράτευμα και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα.
     Δεν είναι όμως μόνο ο πολυτάραχος βίος του Μίσια που προσελκύει το ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να εγκιβωτίσει με δεξιοτεχνία επεισόδια, εμπειρίες, αφηγήσεις αλλά και σύντομες βιογραφίες των υπόλοιπων προσώπων που συναντά στο διάβα του ο ήρωας, με πρωταγωνιστές γνωστούς και συγγενείς. Ιστορίες συναρπαστικές, συγκλονιστικές γιατί ήταν μια εποχή και μια περιοχή, όπου όποια πέτρα και να σήκωνες υπήρχε πόνος, οδύνη, προσφυγιά και στέρηση. Έτσι, αρχής γενομένης από την ιστορία της «κόμισσας», της γυναίκας εξαιτίας της οποίας ο Μίσια έφυγε από την Αθήνα, βλέπουμε απίστευτες διαδρομές στις ζωές των ανθρώπων, στην οικογένεια της Ροδούλας αλλά και της Σοφίας που έμεινε 24 χρονών χήρα!
      Εξίσου απίστευτη είναι και η προσωπική πορεία του Πόντιου έμπορα Στάθη (που από Τσεμπερίδης πολιτογραφήθηκε Κακουλίδης για να μην ενταχτεί στη Σοβιετική Ένωση), που ήταν ο προπάππος του συγγραφέα. Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στις Φέρες, με τη μάνα και την πρώτη του γυναίκα δολοφονημένες από τον φανατισμό των νεότουρκων, κατέληξε στο Γκελεντζίκ της βορειοανατολικής Μαύρης θάλασσας. Στην όμορφη αυτή πόλη της Μαύρης θάλασσας που αργότερα έγινε ονομαστό θέρετρο, θα γνωρίσει την δεύτερη γυναίκα του τη Σοφία, εξ αγχιστείας προγιαγιά του συγγραφέα.
     Έχουμε βέβαια και την ιστορία του Αντρέα, του γιου του Μίσια και πατέρα του Μιχάλη Αντρέιεβιτς, γεννηθέντα το 1933, ορφανού από πολύ μικρό παιδί από μητέρα, με πολλές μνήμες από τα προπολεμικά χρόνια και πολύτιμη πηγή για τον συγγραφέα για τη ζωή του Μίσια αλλά και για τις δυσκολίες του βιοπορισμού στον πόλεμο και στον εμφύλιο.
     Η ιστορία όμως που κόβει την ανάσα κυριολεκτικά, και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι ικανός ο άνθρωπος να αντέξει, είναι η ιστορία της Κατίν από το ιστορικό Καβακλί (προγιαγιά του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του, Σταυρούλας) και του άντρα της του Παγώνη, ξεχωριστού στην πάλη διακεκριμένου πεχλιβάνη. Η Κατίν, μετά την άγρια δολοφονία του Παγώνη (1911 εποχή κυριαρχίας των εθνικιστικών ομάδων των νεότουρκων) στα 35 της, έζησε κυριολεκτικά έναν απίστευτο γολγοθά για να μπορέσει να σώσει τα 7 παιδιά της μέσα στον χειμώνα από τους διωγμούς και την πείνα, Φεβρουάριο του 1913…
     Μία από τις εγγονές της Κατίν, ίσως την πιο λατρεμένη της, την Σταυρούλα, θα γνωρίσει αργότερα ο Αντρέας και θα κλείσει ο κύκλος για να φτάσουμε στο σήμερα…
     Είναι γεγονός ότι οι ιστορίες από την προσφυγιά, από τον πόλεμο, από τον εμφύλιο, κι από κάθε ασταθή περίοδο της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, είναι ατέλειωτες και σε οδηγούν σε κόσμους διαφορετικούς, τόσο οικείους αλλά και τόσο ξένους με τη δική μας ταχύρρυθμη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από άλλου είδους προβλήματα. Συναρπάζει όμως και μόνο η ιδέα ότι με διαφορά μόλις δύο τριών γενεών ο κόσμος είχε τέτοιου είδους έγνοιες και βάσανα, και ακροβατούσε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο τόσο απλά, τόσο ακραία.
     Οι μηχανισμοί της πολιτικής, της Ιστορίας, της ανθρωπογεωγραφίας είναι πάντα καθοριστικοί στους βίους των ανθρώπων αλλά ακόμα περισσότερο σ’ αυτές τις γενιές που υπέστησαν διαρκείς διώξεις και μετακινήσεις. Η Θράκη, η Ανατολική ιδιαίτερα Θράκη, είναι ένας πολυδιάστατος κόμβος, πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος διαφορετικών λαών, με πολλές μικροϊστορίες και ουσιαστικά ανεξερεύνητη από την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο.
     Ο συγγραφέας, πέρα από την πλοκή μας ενσωματώνει πλούσια λαογραφικά και ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία που στηρίζουν την αφήγηση και συμπληρώνουν ως απαραίτητο σκηνικό τις ανθρώπινες εμπειρίες. Και για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα αίτια αλλά και το βάθος των γεγονότων, δεν μπορεί παρά να κάνει ιστορικοπολιτικές παρεκβάσεις (π.χ. για τη συνθήκη της Λωζάνης, για τους νεότουρκους, για τον βουλγαρικό επεκτατισμό κ.α.) υπενθυμίζοντάς μας και τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που πολλές φορές προσδιορίζουν τις σχέσεις και τη μοίρα των ανθρώπων.
Χριστίνα Παπαγγελή
   
[1] Από την ανάρτηση του βιβλίου «Μίσια», αντιγράφω απόσπασμα σχετικό με την προσπάθεια διάσωσης των προφορικών αφηγήσεων:
     Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας», όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
     Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που την μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.

Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2025

Αλλαγή: Μέθοδος, Εντουάρ Λουί

Είχα θελήσει να φύγω από την παιδική μου ηλικία,
είχα θελήσει να δραπετεύσω από τον γκρίζο ουρανό του Βορρά,
και την καταδικασμένη ζωή των παιδικών μου φίλων,
που η κοινωνία τους είχε στερήσει τα πάντα.
     Ένα ακόμα αυτοβιογραφικό κείμενο του καταξιωμένου και αγαπημένου νεαρού συγγραφέα, που τίμησε με την πληθωρική του παρουσία και τον περιεκτικό του λόγο το αντιρατσιστικό φεστιβάλ του 2024, και του οποίου το συγκεκριμένο έργο («Αλλαγή: Μέθοδος») ανέβηκε φέτος τον χειμώνα στο θέατρο (σκηνοθεσία: Άγγελος Χατζάς)[1]. Ο Εντουάρ Λουί, που ξεκίνησε ως Εντύ Μπεγκέλ από μια πολύ φτωχή και άξεστη οικογένεια της Β. Γαλλίας («Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»), κατέθεσε με εξομολογητικό τρόπο στα περισσότερα βιβλία του (πλην των δοκιμιακών) την εμπειρία του, την δική του αρχικά και των γονιών του («Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», «Η Μονίκ δραπετεύει», «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου») στον αγώνα προς την ελευθερία, την απελευθέρωση δηλαδή εκείνου και της μητέρας του από τα δεσμά της κοινωνικής τους τάξης.
     Ο Εντύ Μπελγκέλ κατάφερε να ξεφύγει από τις ταπεινώσεις της φτώχειας, της αμορφωσιάς αλλά κυρίως από την κοινωνική κατακραυγή (επειδή -από μικρός φαινόταν ότι -ήταν ομοφυλόφιλος), μπαίνοντας στο Λύκειο της Αμιέν. Ήταν ο μόνος από την γενέτειρά του που κατάφερε να ανέβει σχολική βαθμίδα κι αυτή η επιτυχία είναι αξιοθαύμαστη, για όσους τον παρακολουθήσαμε από κοντά (βλ. πρώτο βιβλίο) όχι μόνο γιατί το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας ήταν μηδενικό, αλλά γιατί προϋπέθετε ισχυρή θέληση, ψυχικό σθένος, επιμονή και αγωνιστικό πνεύμα.
     Αυτό όμως δεν ήταν όμως παρά το «πρώτο σκαλί». Ο Εντύ απαλλάσσεται φαινομενικά από τα φαντάσματα του παρελθόντος (εν μέρει βέβαια), από τον απορριπτικό πατέρα κι απ’ τους εφιαλτικούς συμμαθητές του, αλλά στη μεγάλη πόλη είναι σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Όπως γράφει στην πρώτη πρώτη σελίδα ο εικοσιεξάχρονος πια Εντουάρ, το παρελθόν πάντα τον κυνηγάει – οι συμπεριφορές, η προφορά στη γλώσσα, οι μνήμες, οι συνήθειες, οι στρεβλές ιδεολογίες, η άγνοια, οι αναμνήσεις. Ό, τι κάνει από δω και πέρα ο ενήλικος Εντουάρ είναι «για να σωθεί», για να βρει ή -όπως ο ίδιος διατυπώνει- να επανεπινοήσει τον εαυτό του, να χτίσει την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του. Για να επιβιώσει από το εφιαλτικό του παρελθόν όπου μέλη της οικογένειάς του είναι φυλακισμένοι, αλκοολικοί ή ρατσιστές, και οπωσδήποτε φτάνει σε αποκρουστικές ακρότητες, τις οποίες όμως παραδέχεται και εκθέτει στον δημόσιο λόγο.
     Έτσι, μας αιφνιδιάζει δυσάρεστα το «ξεπούλημα» που ομολογεί στον «δεύτερο πρόλογο» του βιβλίου, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες τον αγοραίο έρωτα που χάρισε (ή τουλάχιστον προσπάθησε) σ’ έναν σιχαμερό τύπο που γνώρισε σε σχετικό σάιτ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για… τον οδοντίατρο. Το περιστατικό είναι κωμικοτραγικό, και όπως ομολογεί κι ο ίδιος ο Εντουάρ «δεν ήταν και τόσο σοβαρό/δε ήταν παρά μια δυσάρεστη στιγμή που μπορεί κανείς να τη ζήσει σε οποιαδήποτε κατάσταση». Κι όμως, φαίνεται ότι ήταν τόσο κομβικό που έκανε τον ήρωά μας, πρώτα πρώτα να κλάψει «για όλες εκείνες τις φορές που δεν το είχε κάνει, που είχε συγκρατηθεί», κυρίως όμως γιατί τον έσπρωξε στο να συνειδητοποιήσει πόσο μακρινή ήταν αυτή η σκηνή από το παιδί που είχε υπάρξει (υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα διηγηθώ όλα όσα με οδήγησαν ως αυτή τη σκηνή και όλα όσα συνέβησαν μετά). Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι το κίνητρο για να γραφτεί αυτό το βιβλίο είναι να εξομολογηθεί όλες τις προσπάθειες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται και ντροπιαστικές καταστάσεις, ψέματα, προδοσίες, αδυναμίες και πισωγυρίσματα, με σκοπό να «ξεφύγει, να σωθεί»: ήθελα να πετύχω για να εκδικηθώ. Ήθελε δηλαδή να πάρει τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τον υποτιμούσαν, τον πρόσβαλλαν και τον περιφρονούσαν (με προσβάλατε, αλλά σήμερα είμαι πιο ισχυρός από σας/θα υποφέρετε που δεν με αγαπήσατε). Άλλωστε, ακόμα και στο περιβάλλον του χωριού, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επιπλεύσει· γράφεται σε ομάδες και εργαστήρια, «για να ξεχωρίσει» όπως λέει (ένιωθα αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα πως σε ένα από αυτά τα εργαστήρια θα μπορούσα να βρω μια κλίση ή να ανακαλύψω ένα ταλέντο που θα μου επέτρεπε να φύγω, να ζήσω μια άλλη ζωή, να γίνω πλούσιος και ισχυρός). Η επιβράβευσή του από τη δασκάλα του αλλά και από τους θεατές, όταν έγραψε ένα θεατρικό, τον έκανε να νιώθει ότι τον αγαπούν.
     Στους ανθρώπους που τον πρόσβαλλαν και τον ταπείνωναν ήταν βέβαια μέσα και ο πατέρας, ο άξεστος, αυταρχικός, και τρομερά σεξιστής πατέρας… που αποκαλούσε τον Εντύ «αδερφή», σαφώς υποτιμητικά (αυτή η λέξη με ακολουθούσε παντού). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το πρώτο μέρος του βιβλίου απευθύνεται σε β΄ενικό στον πατέρα του («Φανταστικοί μονόλογοι») αν και επιγράφεται «Έλενα». Γιατί η Έλενα, μια συμμαθήτριά του στην Αμιέν, ήταν η γνωριμία που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για τη μεταμόρφωση του Εντύ. Όλη η σχολική ζωή στο Λύκειο είναι συνδεδεμένη με την Έλενα, άλλωστε ο Εντύ έκανε παρέα κυρίως με κορίτσια στην παιδική ηλικία. Οι αγορίστικες παρέες δεν τον ήθελαν, ωστόσο στην Αμιέν καταφέρνει να έχει κι ένα αγόρι φίλο, τον Ρομαίν.
     Ο κόσμος της Έλενας είναι ριζικά διαφορετικός απ’ ό, τι μέχρι τώρα ήξερε ο Εντουάρ: σπίτι αστικό, χιλιάδες βιβλία άγνωστων συγγραφέων, πίνακες ζωγραφικής, άλλες εξευγενισμένες συνήθειες, άλλη κουλτούρα. Όλα αυτά τον απομακρύνουν απ’ τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, αλλά παράλληλα διευρύνουν το κοινωνικό χάσμα (σε κατηγορούσα επειδή δεν μπορούσα να σου διηγηθώ αυτά που ένιωσα μπαίνοντας για πρώτη φορά στο σπίτι της Έλενας). Νιώθει έως και αποστροφή για τους γονείς του, υιοθετεί τους τρόπους της οικογένειας της Έλενας, μιμείται την προφορά, μαθαίνει πώς να κρατάει το… μαχαίρι και το πιρούνι, ακόμα και να… γελάει πιο εξευγενισμένα κάνοντας πρόβες στον καθρέφτη, τέλος με την προτροπή της Νάντια, της μητέρας της Έλενας, αλλάζει το όνομά του! Ντρέπεται για την οικογένειά του και υπερβάλλει στην περιγραφή, τους παρουσιάζει μίζερους και αλκοολικούς (αν κατάφερνα να ανήκω στον κόσμο της, θα σωζόμουν από την παιδική μου ηλικία -μπορείς άραγε να με συγχωρέσεις;)
     Συγγνώμη
     Οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, η κοινωνική απομόνωση εξαιτίας της φτώχειας -αλλά κυρίως εξαιτίας της διαφορετικότητάς του-, δικαιολογούν αυτήν την άκαρδη στάση απέναντι στους ανθρώπους που με τον τρόπο τους τον αγάπησαν, ουσιαστικά καθώς ενηλικιώνεται όμως ο Εντουάρ αναδιπλώνεται. Είναι συγκινητικό αυτό το υποκεφάλαιο που επιγράφεται «Συγγνώμη», σαν εκτεταμένη αίτηση συγχώρεσης από τους γονείς, τους οποίους πρόδωσε, απαρνήθηκε, και όχι μια αλλά πολλές φορές (θα δούμε αργότερα ότι ζητούσε από κάποιον «μέντορα» να τον υιοθετήσει, αλλά κι ότι κι άλλες φιγούρες λειτούργησαν ως πατρικό πρότυπο).
     Καταλαβαίνει λοιπόν τις υπερβολές του, αλλά η ανάγκη να «προχωρήσει», να ξεχωρίσει, να μεταμορφωθεί και να πετύχει όσα κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, είναι ακατανίκητη. Στην αρχή δυσκολεύεται στο Λύκειο, έχει μέτριους βαθμούς, όμως τη δεύτερη χρονιά που επιλέγει ως μαθήματα θέατρο, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και ιστορία, με πολύ διάβασμα και πείσμα πάντα, τα πράγματα βελτιώνονται. Όμως ο Εντύ/Εντουάρ βαδίζει πάνω στον δρόμο της φιλοδοξίας, του αριβισμού. Δεν αρκείται στο ότι πέρασε εντέλει στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Ιστορίας, θέλει να πάει στην Οξφόρδη (θέλω να υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει να ξεχωρίζω). Ακόμα και η έντονη πολιτικοποίησή του αυτή την εποχή ενδόμυχα κρύβει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τον συντηρητισμό του χωριού του, κυρίως όμως να ξεχωρίσει. Εντάσσεται στην άκρα αριστερά (ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία στο χωρίο και την οικογένεια είναι η άκρα ομοφοβική και ρατσιστική δεξιά), εκφωνεί λόγους και εκφράζει ηγετικές τάσεις (απεχθανόσουν την πολιτική μου στράτευση στην αριστερά, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τη θεώρησή σου του κόσμου), σοκάρει τον πατέρα του όταν βγαίνοντας στην τηλεόραση μιλά υπέρ των μεταναστών.
     Η πορεία του Εντύ/Εντουάρ προς τη μεταμόρφωση συνεχίζεται σταθερά («Είχα γίνει ένας άλλος»). Αραιώνει τις επισκέψεις στους γονείς γιατί νιώθει ότι εμποδίζουν τις αλλαγές του, πιάνει δουλειά στο θέατρο στην «Εστία Πολιτισμού» (ταξιθέτης), κι ενθουσιάζεται που έχει στενή επαφή με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Δεν νιώθει πια παρακατιανός και φτωχός (με κολάκευε η φτώχεια μου, ήμουν διανοούμενος, μποέμ). Έρχεται όμως η στιγμή που δεν τον ικανοποιεί πια η Αμιέν και η ζωή δίπλα στην Έλενα. Κομβικό σημείο αποτελεί η διάλεξη του φιλοσόφου Ντιντιέ Εριμπόν που παρακολούθησε, ο οποίος τον συγκίνησε γιατί είχε παράλληλη πορεία με τον Εντύ (θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν, θα ήθελα να είμαι αυτός). Κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον γνωρίσει, τα καταφέρνει και γίνονται φίλοι. Ο Εντουάρ δεν είναι πια ο ίδιος. Θέλει να πάει στο Παρίσι (η ρεβάνς μου ήταν ακόμα στην αρχή/για μένα το διακύβευμα ήταν η αλλαγή και η απελεθέρωση, όχι τα βιβλία ή το λογοτεχνικό ταλέντο), να σπουδάσει φιλοσοφία, να γράψει βιβλία, να διαβάσει, να γίνει διανοούμενος.
     Έτσι, θα αφήσει για άλλη μια φορά πίσω του πρόσωπα που τον αγαπούν, συγκεκριμένα την Έλενα, με την οποία είχαν δώσει εφηβικές υποσχέσεις αιώνιας αγάπης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εσωτερική σύγκρουση καθώς απομακρύνεται συναισθηματικά από την Έλενα (η μαμά της ισχυρίζεται ότι τους «χρησιμοποίησε»), οι ενοχές του ανακυκλώνονται, προσπαθεί συνέχεια να συνειδητοποιήσει τι ένιωθε… ήταν αγάπη;;;
     Ωστόσο, αναδείχθηκε κι άλλο ένα μείζον θέμα, η ομοφυλοφιλία (η έλξη για τα άλλα αγόρια και για τους άντρες ήταν πάντα ξεκάθαρη για μένα). Τέσσερα χρόνια στην Αμιέν κράτησε μυστικό εφτασφράγιστο τους κρυφούς του πόθους, μάλιστα σε συγκεκριμένες φάσεις αντιδρούσε σχεδόν ομοφοβικά, ωστόσο μέσω ίντερνετ αρχικά και στη συνέχεια δια ζώσης σε γκέι μπαρ κλπ έσπασε το φράγμα του οικογενειακού ταμπού (κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τα αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός). Άλλο ένα παράθυρο λοιπόν ανοίγεται στον Εντουάρ, καθώς γνωρίζει ένα σωρό άντρες από διαφορετικούς κόσμους (ο φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ λέει κάπου πως ένα τοπίο ερωτευόμαστε κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον ένα τοπίο με τα δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του γεωγραφία, τις δικές του ιδιαιτερότητες).
     Μετάβαση
Πρέπει να αλλάξω
     Μετά τη γνωριμία με τον Ντιντιέ, το σαράκι της μεταμόρφωσης ξανακυριεύει τον ήρωά μας. Θέλει να φύγει για το Παρίσι, διαβάζει ακατάπαυστα, κάνει απογοητευτικές προσπάθειες να γράψει για να νικήσει τις ιστορίες του παρελθόντος. Είναι αστείρευτη η πηγή των οδυνηρών αναμνήσεων, κι ο αναγνώστης επανέρχεται στο πνεύμα του πρώτου βιβλίου [2], σαν να θέλει να εξευμενίσει τις τύψεις του για το ότι προδίδει την Έλενα και την Αμιέν (μήπως είχα γίνει ένας απεχθής άνθρωπος;). Στα ταξίδια στο Παρίσι τα σαββατοκύριακα νιώθει πως μπαίνει σε μια ολότελα καινούργια ζωή, που απέχει από της Αμιέν όσο απείχε η ζωή στο χωριό από τη μικρή πόλη. Σύντομα θα νιώθει ελεύθερος, μποέμ· συναναστρέφεται ανθρώπους που ποτέ δεν φανταζόταν, πηγαίνει σε κουλτουριάρικα μπαρ, περπατάει με τις ώρες και κυρίως ξενοκοιμάται σε διαφορετικά σπίτια με διαφορετικούς άντρες, κάθε Σαββατοκύριακο.
     Η νέα του φιλοδοξία είναι ένα άπιαστο όνειρο ακόμα και για την Έλενα, η Εκόλ Νορμάλ, μια Σχολή όπου μόνο παιδιά από πολύ πλούσιες αστικές οικογένειες καταφέρνουν να μπουν. Επηρεάζεται φυσικά από τον Ντιντιέ, τον οποίο μιμείται σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και στο πώς παραγγέλνει τον καφέ! Γνωρίζει βέβαια και άλλους άντρες, κάποιοι γίνονται και πιο σταθεροί εραστές, διαβάζει με πάθος, και… τα καταφέρνει.
     Παρίσι
     Ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι από γνωριμίες, φιλοδοξίες, εμπειρίες μεγαλοαστικής ζωής αλλά και απογοητεύσεις είναι από δω και πέρα η πορεία του Εντουάρ, καθώς οδεύει συνέχεια «προς μια άλλη ζωή». Ομολογώ ότι σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του ναι, γίνεται αντιπαθητικός («απεχθής», όπως είπε κι ο ίδιος), σνομπ, αλλά και ξεκάθαρα εκμεταλλεύεται τους ανώτερους κοινωνικά για να επωφεληθεί, πουλώντας έρωτα. Έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται αν αγαπά τους άλλους ή αν τους έχει ανάγκη επειδή τον βοηθούν και τονωθούν «στη μεγάλη ζωή», έφτασε στο σημείο να κοιμάται για τα λεφτά με όποιον να’ ναι, ώσπου αηδιασμένος βρήκε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Κατάφερε να μπει στην Εκόλ Νορμάλ αλλά δεν καταλαβαίνει πολλά, «νιώθει αδέξιος, αφελής» (ξαναγίνομαι το αγόρι που ήμουν όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, χωρίς αναφορές, χωρίς γνώσεις, χωρίς παρελθόν από το οποίο θα μπορούσα να αντλήσω κάτι). Θέλει να σβήσει κάθε ίχνος του Εντύ, φτιάχνει τα δόντια, αλλάζει και το επώνυμό του. Φτάνει σε ακραία σημεία κραιπάλης αλλά και οι νυχτερινές γνωριμίες, καθώς βρίσκεται πάλι σε μια πόλη χωρίς λεφτά, δεν είναι παρά ένα κυνηγητό της κοινωνικής ανόδου.
     Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην εκτιμήσει την ειλικρίνεια, την παρρησία με την οποία παραδέχεται όχι μόνο τα σφάλματα και τις αμφιβολίες, τα ψέματα και τους απονενοημένους τρόπους να «πετύχει» μεγαλεπήβολους στόχους, αλλά βλέπουμε ότι καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στον ψεύτικο μεγαλοαστικό κόσμο, μέσω του Φιλίπ -και όχι μόνο- (ο Φιλίπ μού σύστηνε τον κόσμο του στον οποίο συνυπήρχαν η γαλλική μεγαλοαστική τάξη και η αριστοκρατία), διαμορφώνει και τα κριτήρια που τον κάνουν μια μέρα να απαρνηθεί αυτόν τον τρόπο ζωής και να τον αντικρίσει με κριτική ματιά. Ένα σχετικά ασήμαντο επεισόδιο τον διώχνει μακριά, τον φέρνει στον πυρήνα του εαυτού του. Εκεί όπου το παρελθόν δεν είναι ξένο, είναι ένα κομμάτι της αλήθειας, της προσωπικής του αλήθειας.
     Είναι η ώρα της ωρίμανσης, είναι η ώρα της συγγραφής, η ώρα κατά την οποία ο Εντουάρ βρήκε την ταυτότητά του, βρήκε το σθένος να παραδεχτεί όλο το ψέμα μέσα από το οποίο αναγκάστηκε να περάσει, για να ξεκινήσει τον προσωπικό του δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]https://www.theatermag.gr/2025/04/22/eva-fraktopoulou-to-allagi-methodos-einai-ena-ergo-polypsimantiko/
[2] «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»

Κυριακή, Αυγούστου 03, 2025

το παιδί, Φερνάντο Αραμπούρου

Δε ζητώ τίποτε άλλο
-να έχω νόημα, ν’ αφήσω μια γρατζουνιά
σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη τη συνείδηση.
      Μια ανείπωτη συμφορά -μάλλον πραγματική αλλά δεν έχει σημασία- που έπληξε τους κατοίκους της Ορτουέγια (περιοχή της χώρας των Βάσκων) στις 23 του Οκτώβρη του 1980, έδωσε το κίνητρο στον αγαπημένο συγγραφέα να προσπαθήσει να εισχωρήσει σε ανείπωτες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, που δύσκολα περιγράφονται με λόγια: την απώλεια ενός μικρού, εξάχρονου παιδιού.
     Δεν ήταν βέβαια ένα μόνο το νεκρό παιδί αλλά πενήντα (!) αδιαμόρφωτες ψυχούλες, μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού, που μαζί με τρεις ενήλικες σκοτώθηκαν ακαριαία μετά την έκρηξη σε σωλήνες προπανίου κάτω από τις τάξεις του δημοτικού σχολείου της περιοχής. Ωστόσο, ο συγγραφέας θα εστιάσει στα πρόσωπα μιας και μόνο οικογένειας, που εμπλέκονται άμεσα σ’ αυτήν την τραγωδία. Συγκεκριμένα, η βασική ηρωίδα είναι η μάνα, η Μαριάχε, και ο πατέρας της, δηλαδή ο παππούς του μικρού παιδιού, του Νούκο, για το οποίο, πέρα από το ότι ήταν πανέμορφο δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο (τι όμορφο παιδάκι, με τις αφέλειές του, τα μαλακά μάγουλα και τα δοντάκια που ξεπρόβαλλαν στη μέση του χαμόγελου! Κι όμως, το άθροισμα όλων των χαμογελαστών χαρακτηριστικών συνέθετε μια έκφραση ελαφρά θλιμμένη, σαν ο Νούκο να ήξερε από νωρίς ότι δε θα ζούσε πολύ). Τέλος, είναι και ο σύζυγος της Μαριάχε, (πατέρας του Νούκο), ο Χοσέ Μιγκέλ.
     Ο συγγραφέας, με την ψυχογραφική δεινότητα που τον διακρίνει, εξατομικεύει τις ψυχικές διακυμάνσεις του πόνου, της βαθύτερης οδύνης που μπορεί να νιώσει άνθρωπος, δίνοντάς μας πολλά στοιχεία της προσωπικής ζωής των ηρώων. Προχωρά όμως πέρα απ’ αυτό, στο θέμα της ύπαρξης ή της απουσίας του παιδιού στην ψυχοσύνθεση του γονιού, και προς το τέλος του βιβλίου, καθώς έχουν περάσει οι πρώτοι μήνες του πένθους, του πόθου να υπάρχει ένα παιδί. Αγγίζει τα μεταίχμια της μητρότητας, της πατρότητας, της σχέσης του παππού –κι όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι ανήκουν στον χώρο του ανείπωτου.
     Το κείμενο, ένας από τους πρωταγωνιστές
     Για να στηρίξει αυτήν την ιδέα, ότι υπάρχουν ψυχικές καταστάσεις που δεν αντιστοιχούν στα λόγια, μεσολαβούν δέκα μικρά κεφάλαια, με διαφορετική γραμματοσειρά, όπου μιλάει το… ίδιο το κείμενο! Ομολογώ ότι δεν με ενθουσίασε αυτό το -μεταμοντέρνο;- εύρημα! Το «κείμενο», σαν Πρόσωπο, έχει γνώμη, έχει και συναισθήματα, εξεγείρεται απέναντι στην αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη μυθοπλασία, εκφράζει την επιδοκιμασία του όταν το ύφος είναι περιεκτικό, διαμαρτύρεται στον συγγραφέα για υπερβολές ή αποκρύψεις (κρίνω ότι ο κίνδυνος να υποπέσω στη συναισθηματική υπερβολή ή σε στομφώδεις εκφράσεις δεν είναι μικρός). Αυτό όμως που διασώζει περισσότερο ο συγγραφέας μ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι ενοχές του καλλιτέχνη, όταν αυτός νιώθει ότι «αξιοποίησε» μια τραγωδία που αποτέλεσε πλήγμα για τη ζωή πολλών οικογενειών, πιθανόν για να γνωρίσει τη συγγραφική επιτυχία, όπως θα τον κατηγορούσαν πρώτα πρώτα οι γονείς. Ακόμη, το πρόσωπο /κείμενο, θεωρεί ότι η προσέγγιση τραγωδιών με ρεαλιστικό τρόπο τροφοδοτεί τις νοσηρές τάσεις των πιθανών αναγνωστών. Δεν έχει σημασία επίσης, όπως ισχυρίζεται, πόση δόση πραγματικότητας ή φαντασίας εμπεριέχει. Ωστόσο, εξανίσταται όταν συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας αρχικά χρησιμοποίησε τα πραγματικά ονόματα (μα δεν αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια αδιακρισία για τους κατονομαζόμενους;).
     Με τον τρόπο των εμβόλιμων κεφαλαίων, στα οποία μιλάει ουσιαστικά ο ίδιος ο συγγραφέας, αποκαλύπτεται μια αυτολογοκρινόμενη εσωτερική φωνή που αμφισβητεί, κρίνει, καθοδηγεί τον αναγνώστη ή προοικονομεί την πλοκή. Άλλοτε είναι σαν να απολογείται στον αναγνώστη, γιατί δεν είναι σε κάποια σημεία π.χ. αναλυτικός, ή απόλυτα πιστός στα γεγονότα, άλλοτε μας εξηγεί σε ποιο βαθμό ο ίδιος ερεύνησε ώστε να γίνουν κατανοητές κάποιες συμπεριφορές. Άλλο μείζον θέμα είναι σε ποιον βαθμό η βασική πληροφοριοδότρια, δηλαδή το πραγματικό πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τη Μαριάχε, νιώθει εκτεθειμένο, ή προδομένο από τη λογοτεχνική μεταφορά της προσωπικής της τραγωδίας, που σημειωτέον, ξεκινά πολύ πριν την απώλεια του παιδιού, κορυφώνεται με τον αιφνίδιο θάνατο του Νούκο αλλά συνεχίζεται και με την τραγική απώλεια του Χοσέ Μιγκέλ.
     Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συγγραφέας, μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο, εκφραζει απόψεις και προβληματισμούς που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σ’ ένα δοκίμιο, σχετικά με τις ηθικές διαστάσεις του να μεταφράσεις στο χαρτί με λόγια, μια τεράστια τραγωδία.
     Μαριάχε-Χοσέ
Το σχέδιο της ζωής μου συντρίφτηκε από τη μια μέρα στην άλλη
/εγώ όμως δεν έχω συντριβεί,
εγώ στέκομαι ακόμα όρθια αναπνέοντας
και απολαμβάνοντας με ηρεμία τη συνταξιοδότησή μου
     Η Μαριάχε είναι το επίκεντρο της πλοκής, κι όχι μόνο επειδή είναι η τραγική μητέρα, αλλά επειδή είναι το «δοχείο» όπου εκβάλλουν οι προσωπικές τραγωδίες και του Νικάσιο και του Χοσέ, στις οποίες θα αναφερθώ -σύντομα- παρακάτω. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τα κεφάλαια όπου παρακολουθούμε τη Μαριάχε είναι γραμμένα πρωτοπρόσωπα. Ο συγγραφέας την παρουσιάζει χρόνια μετά (πάνω από εβδομήντα χρονών) να αφηγείται, όταν πια ο κουρνιαχτός όλων των γεγονότων, και όσων ακολούθησαν, έχει κατακάτσει.
      Αρχικά, βλέπουμε με ρεαλισμό σ’ ένα σύντομο «χρονικό», πώς βίωσε η Μαριάχε τις φοβερές στιγμές, αλλά και τη συναισθηματική αστάθεια που ακολούθησε (δεν θα μπορούσα να διακρίνω το σημαντικό από το ασήμαντο). Όχι, τον πρώτο καιρό δεν μπορεί να ασχοληθεί με τίποτα (με καμία δραστηριότητα, ούτε καν την πιο απλή από τις απλές, γιατί τον χρόνο και τη δύναμή μου θα τις καταλάμβανε εξ ολοκλήρου ο πόνος/μπροστά μου εκτεινόταν μια ολόκληρη μέρα αδράνειας, απόλυτης έλλειψης κινήτρων κατά τη διάρκεια της οποίας κατά διαστήματα θα έβαζα τα κλάματα). Καθώς περνάνε ωστόσο οι μήνες, και καθώς ο διαταραγμένος πατέρας της και ο μελαγχολικός Χοσέ καταλαμβάνουν το πεδίο δράσης της, αρχίζει και ψάχνει διεξόδους (π.χ. να απασχολείται στο κομμωτήριο της φίλης της, της Γκαρμπίνιε).
     Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο κλυδωνισμός της σχέσης με τον Χοσέ. Ο Χοσέ Μιγκέλ περιγράφεται σαν ένας «αγαθός γίγαντας»· είναι σωματώδης, ήρεμος, στοργικός, αφοσιωμένος σύζυγος, τρυφερός και πολύ καλός πατέρας. Από την άλλη είναι πειθήνιος, ντροπαλός, και αδέξιος, «χωρίς γούστο ή στυλ», σύμφωνα με τη Μαριάχε βαρετός, τον αποκαλεί «βασιλιά της πλήξης». Ωστόσο, η Μαριάχε εκτιμά και την έλλειψη βιασύνης στο σεξ, αλλά και ότι στέκεται δίπλα της προστατευτικά· είναι «απλός σαν κρίκος» όπως θα έλεγε ο Νερούντα, και νιώθει ασφάλεια δίπλα του.
     Καθώς η πληγή κρυώνει και μπαίνουν πια σε μια φαινομενική κανονικότητα, έχουν να αντιμετωπίσουν την απουσία του παιδιού, π.χ. να αδειάσουν το δωμάτιό του. Ο Χοσέ ζητά απλά να προσπαθήσουν να κάνουν άλλο παιδί. Οι προσπάθειες αυτές βάζουν το ζευγάρι σε νέα δοκιμασία και ανάγκη μιας νέας ισορροπίας. Η Μαριάχε ξέρει όμως αυτό που δεν ξέρει ο Χοσέ, και η κατάσταση οδηγείται σε μια νέα τραγωδία, που δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε σκοτωθεί ο εξάχρονος γιος.
     Νικάσιο
     Οι συνέπειες του τραγικού δυστυχήματος στον παππού (και νονό) του μικρού Νούκο, είναι ψυχολογημένες αλλά απρόσμενες. Ο Νικάσιο δεν μπορεί να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται καθημερινά σα να ζει ο εγγονός του: εμφανίζεται το πρωί στο σπίτι για να τον συνοδεύσει στο σχολείο, του μιλάει στο δρόμο και χειρονομεί σα να υπάρχει δίπλα του, ξημεροβραδιάζεται στο νεκροταφείο και, το πιο ανησυχητικό, ανασυνθέτει το δωμάτιο του Νούκο όπως ακριβώς ήταν, στο δικό του σπίτι, υπερβάλλοντας σε εμμονές άσκοπες και κουραστικές.
     Έχει ενδιαφέρον πώς ψυχογραφεί ο συγγραφέας τη Μαριάχε αλλά και τον Χοσέ μπροστά σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
     Καθώς όμως ο Νικάσιο γερνάει, με όλα τα προβλήματα της ηλικίας (πτώση, εγχείρηση, ανημπόρια κλπ), η αποκλίνουσα αυτή συμπεριφορά που φτάνει στα όρια της διανοητικής βλάβης, γίνεται στόχος του κοινωνικού περίγυρου. Ο κόσμος τον περιγελά, φτιάχνει περιπαιχτικά δίστιχα- ο Νικάσιο γίνεται ο «τρελός του χωριού». Ωστόσο, η Μαριάχε είναι πεπεισμένη ότι ο πατέρας της δεν είναι δεν έχει χάσει τα μυαλά του, και ότι ακριβώς για να μην τα χάσει, προσκολλάται με πλήρη επίγνωση των πράξεών του στην παρηγοριά της άρνησης του θανάτου του παιδιού, πράγμα που της Μαριάχε δεν της φαίνεται κακό.
     Πένθος
     Δεν θα έλεγα ότι είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει του Αραμπούρου (βλ. Η πατρίδα, Τα χρόνια της βραδύτητας, Τα πετροχελίδονα), αλλά καθώς το πένθος είναι ένα θέμα καθολικό, που αφορά κάθε ανθρώπινο ον, και όχι μόνο, ταυτόχρονα όμως ο καθένας το βιώνει με τον δικό του προσωπικό κι εξατομικευμένο τρόπο, βρήκα στοιχεία που ήταν συγκλονιστικά και μοναδικά. Ναι, ουσιαστικά πρωταγωνιστεί το πένθος για το αγαπημένο πρόσωπο, που άλλος απωθεί, άλλος του μιλάει συνέχεια όπως ο Νικάσιο, άλλος γίνεται εγωιστής (το να έχει υποστεί κανείς μια τόσο μεγάλη απώλεια και να είναι συντετριμμένος δε δικαιολογεί τα πάντα)· άλλος πετάει τα πράγματα του νεκρού κι άλλος τα φυλάει σαν φυλαχτό· άλλος κλαίει συνέχεια, άλλος τρώει συνέχεια, άλλος κοιμάται συνέχεια, άλλος λατρεύει τις φωτογραφίες, άλλος προσεύχεται. Άλλος δεν θα αποδεχτεί ποτέ την απώλεια, άλλοι μιλούν για τον νεκρό κι άλλοι σωπαίνουν. Κι όλα αυτά σε χιλιάδες αποχρώσεις όσοι είμαστε οι άνθρωποι και οι συγκεκριμένοι εκλείποντες.
     Η Μαριάχε είναι το πρόσωπο του μυθιστορήματος που έχασε μάνα, πατέρα, παιδί και σύζυγο, κι ωστόσο η ζωή, συνεχίζεται γι’ αυτήν την τριαντατριάχρονη γυναίκα, έτσι όπως την παρακολουθούμε μέχρι το τέλος, καθώς το «ερωτικό της ένστικτο», αντίρροπο στο ένστικτο του θανάτου, όπως θα έλεγε ο Χρήστος Μαλεβίτσης [1] «στην ακατάβλητη εμμονή του, δεν περιχωρείται από τίποτα που θα το αναχαίτιζε». Είναι βέβαια τσακισμένη, αλλά:
     Δεν μ’ ένοιαζε αν πήγαινα κάπου ή αν δεν πήγαινα πουθενά. Ωστόσο, δεν μπορούσα να σταματήσω γιατί αυτό ακριβώς είναι η ζωή, να κινούμαστε, ν’ αναπνέουμε είτε το θέλουμε είτε όχι, ν’ ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα χωρίς να το συνειδητοποιούμε και να βαδίζουμε, άντε, μπρος, προς την επόμενη προέκταση της διαδρομής, με την ελπίδα να βρούμε πίσω απ’ τον ορίζοντα έναν λόγο, έναν στόχο, ίσως ένα σημείο άφιξης.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Βλ. «Επιστροφή στο Χάος», Χρήστος Μαλεβίτσης (Ο φεγγαροχτυπημένος)

Κυριακή, Ιουνίου 29, 2025

Ένα πτώμα στην αυλή της Αμαλίας, Τεύκρος Μιχαηλίδης

Αναμφίβολα, οι κανόνες της ηθικής και του δικαίου
θα απαιτούσαν να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά,
θα έπρεπε ο δολοφόνος και οι συνένοχοί του να υποστούν τη δίκαιη τιμωρία τους·
όμως ξέρεις πολύ καλά ότι δικαιοσύνη και πολιτική σπάνια συμβαδίζουν.
     Γλαφυρό κι ανάλαφρο το «ιστορικό» αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα του αγαπητού συγγραφέα (Πυθαγόρεια εγκλήματα, Τα τέσσερα χρώματα του φεγγαριούΑχμές, ο γιος του φεγγαριού), γνωστού για την «μαθηματική μυθοπλασία» σε πολλά έργα του, αυτό που συμβατικά λέμε «μαθηματική λογοτεχνία». Όπως όμως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας σε σχέση με άλλο έργο του, είναι άτοπο να προσπαθεί να βάλει κανείς μια «ταμπέλα», να κατηγοριοποιήσει δηλαδή τη λογοτεχνία.
     Είναι γεγονός πάντως ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον ιστορικό πλαίσιο, κι αυτό είναι η εποχή του Όθωνα. Πολλά ιστορικά πρόσωπα αναφέρονται, όπως του Κρίστιαν Άντερσεν, του Φλωμπέρ, του ζεύγους Χιλλ που ίδρυσαν το πρώτο Ελληνικό παρθεναγωγείο, και φυσικά του Όθωνα και της Αμαλίας -εφόσον το έργο διαδραματίζεται όπως υπαγορεύει κι ο τίτλος- στην αυλή του βασιλικού ζεύγους-, πρόσωπα που αλληλεπιδρούν με τους πλασματικούς, τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες. Άλλωστε η κεντρική ηρωίδα, που τελεί και χρέη ντετέκτιβ στην μυστηριώδη πλοκή, είναι η γνωστή από την ιστορία εθελόντρια νοσηλεύτρια Φλόρενς Νάιτιγκεϊλ[1] (1820-1910), μια δυναμική γυναίκα για τα δεδομένα της εποχής, με ισχυρή θέληση και πρωτοφανή παιδεία, που σύμφωνα με την Wikipedia ήξερε ελληνικά, και σύμφωνα με το σημείωμα του συγγραφέα βρέθηκε στην Αθήνα το 1850, την εποχή δηλαδή του Όθωνα. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για την Ιστορία, αντλεί ευχαρίστηση από τα ιστορικά/λαογραφικά στοιχεία κι από τις πολύ αναλυτικές σημειώσεις –παραπομπές που πληροφορούν για το πού σταματά η μυθοπλασία και πού η τεκμηριωμένη ιστορία (πολύ βασικό στοιχείο στα ιστορικά μυθιστορήματα, αν ο συγγραφέας θέλει να σέβεται τον αναγνώστη). Έτσι, υπάρχουν αναφορές π.χ. στην «θρησκευτική κοινότητα των διακονισσών του Κάιζερσβερτ», σε λογοτεχνικά κείμενα της εποχής, στην μισαλλόδοξη υπόθεση «Πατσίφικο» που οδήγησε την Αθήνα σε ναυτικό αποκλεισμό από τους Άγγλους, στην τραγική μοίρα του Θεόφιλου Καΐρη, στους λήσταρχους της εποχής, στις φυλακές στο Παλαμήδι. Επίσης, είναι μια εποχή που γίνονται πολιτικά παιχνίδια, κυκλοφορούν μυστικές επιστολές, γίνονται πολιτικές δολοφονίες και επομένως υποβόσκει ο φόβος του βασιλικού ζεύγους ότι θα πέσουν οι ίδιοι θύματα δολοφονικής επίθεσης. Οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως Αγγλία και Γαλλία (μην ξεχνάμε ότι υπήρχε το γαλλικό, αγγλικό και ρωσικό κόμμα) διαγκωνίζονται ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από το νεοσύστατο κράτος («δεν καταλαβαίνουν ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να θέσουμε την Ελλάδα κάτω από τον πλήρη έλεγχό μας»). Τέλος, ο συγγραφέας μάς ζωγραφίζει πολύ παραστατικά την τότε Αθήνα, που από ένα ασήμαντο χωριό 20.000 κατοίκων έγινε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
     Η αστυνομική πλοκή αν και είναι κλασική, διατηρεί την αγωνία και την περιέργεια σε υψηλά επίπεδα: υπάρχει πτώμα, (η Αγγελική Δελβενιώτη, δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας), υπάρχει το ενδεχόμενο δολοφονίας κι όχι ατυχήματος ή αυτοκτονίας, υπάρχουν ύποπτοι, υπάρχουν μάρτυρες, συνεργάτες, πληροφοριοδότες, πικάντικες ιστορίες. Είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας εμπλέκει την Φλόρενς Νάτινγκειλ στην εξιχνίαση του εγκλήματος (καθαρά μυθοπλαστικό στοιχείο), στην οποία αναθέτει την υπόθεση η ίδια η βασίλισσα προτείνοντάς της κι έναν έμπιστο βοηθό, τον Φραντς Κέσελ.
     Η Φράνσις Νάιτινγκεϊλ φέρεται να αναλαμβάνει την υπόθεση ενώ είναι ακόμα νεαρή, πριν δηλαδή το φιλανθρωπικό νοσηλευτικό της έργο, και δέχεται πρόθυμα από την ίδια την Αμαλία να απαντήσει στα καίρια ερωτήματα με το κοφτερό της μυαλό (τα άγχη της, οι αγωνίες, οι καταθλίψεις της είχαν ως αφετηρία την ανάγκη της να αισθανθεί χρήσιμη, ν’ απαλλαγεί από τη ράθυμη ευδαιμονία της αριστοκράτισσας/από τη στιγμή που ανάλαβα αυτήν την υπόθεση νιώθω άλλος άνθρωπος. Η ζωή μου απέκτησε, έστω και προσωρινά, κάποιο σκοπό). Έτσι, δεν διστάζει να αγνοήσει τους μικροτραυματισμούς, ακόμα και να βάλει σε κίνδυνο και τη ζωή της, προκειμένου όχι μόνο να βρει τον δολοφόνο και τους συνεργάτες του, αλλά και τους πληροφοριοδότες των εχθρικών βλέψεωνπου πιθανώς υπήρχαν μέσα στο βασιλικό περιβάλλον.
     Ασφαλώς, σ’ αυτό το προσωπικό σημείωμα δεν θα αποκαλύψω τον δολοφόνο ούτε καν τα κίνητρά του, θα αναφερθώ όμως στην επιδεξιότητα του συγγραφέα να δώσει πολιτική διάσταση στο επινοημένο έγκλημα, πατώντας γερά στα ιστορικά στοιχεία της εποχής, και κυρίως στην βρετανική πολιτική απέναντι σε Ελλάδα και Γαλλία, και τις διπλωματικές διαφωνίες (εποχή ναυτικού αποκλεισμού του Πειραιά με δυσβάσταχτους όρους[2]) αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στον αναγνώστη για τη μοίρα των αδύναμων λαών.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%BB%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%82_%CE%9D%CE%AC%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CF%8A%CE%BB
[2] Στις 25 Ιουνίου 1850, ο λόρδος Πάλμερστον, Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, μετέπειτα πρωθυπουργός, σε μια ιστορική ομιλία-ρεκόρ (5 ωρών) εξήγησε στο βρετανικό Κοινοβούλιο γιατί είχε ηθική υποχρέωση να προχωρήσει στον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας (διακινδυνεύοντας πόλεμο με Γαλλία και Ρωσία). Και καταχειροκροτήθηκε. Το εις βάρος του αρνητικό κλίμα είχε μετατραπεί σε θετικό.

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2025

Τον καιρό του θεού, Sebastian Barry

Μακάρι να το’ χε κρατήσει κρυφό, για τον εαυτό του μόνο,
αυτό το συναίσθημα.
Το’ νιωσε να γλιστράει σβέλτο μέσα του,
σαν βίδρα σε χείμαρρο.
     Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του -πολυαγαπημένου- Ιρλανδού συγγραφέα, περισσότερο γνωστού από το συγκλονιστικό "Η μυστική γραφή"  (βλ. στο μπλογκ και «Μακριά, πολύ μακριά»  , «Εις γην Χαναάν»)
     Όλα τα παραπάνω βιβλία του Μπάρι διακρίνονται για την λεπτοφυή γραφή με την οποία αποδίδονται πολύ ιδιαίτερες εσωτερικές, συγκρουσιακές καταστάσεις, στις οποίες οδηγούνται οι ήρωες μέσα από τις αντιφατικές ιστορικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την Ιστορία της Ιρλανδίας. Μια χώρα όπου τα όρια του πατριωτισμού και της προδοσίας πολλές φορές ήταν ρευστά, μια χώρα που με πολλούς αγώνες, εμφύλιο αλληλοσπαραγμό και οδύνη απέκτησε την ανεξαρτησία της[1]έναν αιώνα μόλις πριν. Ωστόσο η εξάρτηση από τη βρετανική κοινοπολιτεία οδήγησε σε δράση τις πολύ ισχυρές ένοπλες επαναστατικές ομάδες (ΙΡΑ[2], Σιν Φέιν) που, με πολλούς αιματηρούς αγώνες, διασπάσεις, θυσίες, λάθη, προδοσίες κλπ, αγωνίζονταν ενάντια στην αγγλική κυριαρχία μέχρι το 2005[3].
     Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό στα βιβλία του Μπάρι είναι ότι κατά κανόνα κρύβουν οδυνηρά μυστικά, μνήμες και ενοχές, και η πλοκή χτίζεται αργά και μεθοδικά, καθώς ξεκινάει από έναν αργό ρυθμό που εντείνεται σε κρεσέντο με πολλές ανατροπές και αποκαλύψεις. Ο αναγνώστης δεν έχει το σκηνικό έτοιμο μπροστά του, αλλά καθώς προχωρά η αφήγηση, είναι σα να φωτίζονται σκοτεινές πλευρές του πίνακα ή του κεντρικού ήρωα, μέχρις που συμπληρώνεται όλη η εικόνα αναδεικνύοντας εσωτερικές αντιφάσεις, επώδυνες μνήμες, σφάλματα απελπισίας και ανθρώπινες αδυναμίες.
      «Οι άνθρωποι παθαίνουν φρικτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν ούτε να μιλήσουν γι΄ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή. Οι σοβάδες είναι σιωπή, και μερικές φορές τους τοίχους τίποτα δεν μπορεί να τους διαπεράσει».
     Έτσι, στο «Στον καιρό του Θεού», ο κύριος, μοναχικός ήρωας είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Τομ Κετλ, συνταξιούχος αστυνομικός της Γκάρντα Σιοχάνα, (της Εθνικής Αστυνομίας της Ιρλανδίας), με υψηλή τιμητική διάκριση (Μετάλλιο Σκοτ Εξαιρετικής Ανδρείας, ανώτερη διάκριση), που έχει αποσυρθεί σε μια ερημική ακτή και ζει εδώ και εννιά μήνες σ’ έναν ψαρότοπο (αυτό το παράσπιτο ήταν το μέρος όπου η ζωή είχε ξεβράσει τον Τομ Κετλ). Χάρη στη συναρπαστική γραφή του Μπάρι, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την ήσυχη, γαλήνια ρουτίνα του ήρωα, που απολαμβάνει την απραξία, «την ατάραχη μοναξιά» (ήθελε να ζήσει τον πλούτο των λεπτών του, όσων τέλος πάντων του είχαν μείνει. Ήθελε λίγο ευλογημένο, ήσυχο χρόνο). Πληροφορούμαστε ακόμα, μέσω των εσωτερικών του σκέψεων ότι έχει χάσει την πολυαγαπημένη του γυναίκα, την Τζουν, αλλά και τα δυο του παιδιά, τη Γουίνι και τον Τζόε, που αρχικά νομίζουμε ότι είναι ακόμα εν ζωή (ο Τομ είχε δει πόνο, πολύ πόνο, καντάρια πόνο στη ζωή του). Έτσι, η ηρεμία αυτή είναι η ηρεμία μιας λίμνης που κρύβει πολύ βαθύ πένθος (στη ψάθινη πολυθρόνα του ήταν βασιλιάς του χρόνου. Διατηρούσε την εύνοια, το πλεονέκτημα του παρόντος).
     Αυτή η μακάρια αταραξία διακόπτεται απότομα (η πρωτύτερη ευτυχία του τον είχε αφήσει ορφανό) από την αιφνίδια επίσκεψη δύο νεαρών αστυνομικών, του Γουίλσον και του Ο’ Κέισι, που διερευνούν μια περίεργη «βρόμικη, φριχτή» υπόθεση, και ήρθαν σταλμένοι από τον αρχιφύλακα Φλέμινγκ (συνάδελφο και φίλο) για να ζητήσουν τη βοήθεια του έμπειρου Τομ. Μια υπόθεση που ξανάνοιξε μετά από χρόνια, και που ανασύρει πολύ οδυνηρές μνήμες από το απώτερο προσωπικό παρελθόν του Τομ (με γυρνάτε πίσω –κι εγώ δεν ξέρω πού. Στη φρίκη, στην αθλιότητα των πραγμάτων), ωστόσο δεν τις μαθαίνει, όπως είπαμε, αμέσως ο αναγνώστης, ο οποίος αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο Τομ συμπαθεί τους νεαρούς αστυνομικούς, τους βλέπει σαν παιδιά του και βρίσκει οικείες τις μεθόδους τους, αλλά η επιθυμία του να τους βγάλει έξω, να φύγουν από το σπίτι του, τον εξουθένωνε. Η πρώτη νύξη για το περιεχόμενο της αστυνομικής έρευνας είναι ότι πρόκειται για «τους αναθεματισμένους παπάδες της δεκαετίας του ‘60» (δεν είμαι καν βέβαιος ότι ήταν αδίκημα, στις μέρες σας). Η δεύτερη νύξη σχετικά με το οδυνηρό παρελθόν είναι ο «γαμημένος Αδελφός από το Τιπερέρι». Και πάλι οι εξηγήσεις για τον αναγνώστη έρχονται πολύ αργότερα.
     Αυτό είναι ένα δείγμα της γραφής, αποκαλυπτικής και σπαραχτικής, του Σεμπάστιαν Μπάρι, μιας γραφής που εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, στο αφηγηματικό παρόν. Μέσα όμως από τους συνειρμούς, τις αντιδράσεις και τα παροντικά συναισθήματα ο αναγνώστης συνθέτει μια απίστευτη ιστορία, σχεδόν αστυνομικής φύσης, θεμελιωμένη όμως στην ανθρώπινη διαστροφή και τις κοινωνικές της προεκτάσεις. Γιατί ο κεντρικός πυρήνας του μυθιστορήματος είναι η κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση μικρών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, μέσα στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας, φαινόμενο γνωστό σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης[4]. Στην Ιρλανδία όμως, το έγκλημα ήταν τόσο εκτεταμένο που αποτελεί σχεδόν συλλογικό τραύμα, δεδομένου ότι οι ποντίφικες και οι ανώτεροι στην ιεραρχία συγκάλυπταν συνειδητά και επί χρόνια τέτοιου είδους εγκλήματα[5].
     Το όνομα του «αρχιεπίσκοπου του κώλου, της καταστροφής», του ΜακΚουέιντ (κι αυτός «γαμημένος»), εμφανίζεται στον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα, σηματοδοτώντας την πηγή της οδύνης. Με τη γνώριμη τακτική του συγγραφέα, μαθαίνουμε πολύ αργότερα τον σκοτεινό του ρόλο, σίγουρα όμως υποψιαζόμαστε. Είναι ο υπεύθυνος των συγκαλύψεων στο μυθιστόρημά μας, όταν έσκασε η ιστορία με τους παπάδες, όταν έσκασε μες στα χέρια τους και τους ζεμάτισε, όταν ο Τομ και ο φίλος του συνάδελφος Μπίλι Ντρούρι ήταν ακόμα τριαντάχρονα παλληκαράκια, κουβαλώντας στην πλάτη τους μια απίστευτα τραυματική παιδική ηλικία και μια εξίσου ζοφερή ενηλικίωση (Πίστευε ότι όλες τις οδυνηρές αποκαλύψεις τις είχαν κρύψει στις μέσα τσέπες τους κι ότι μπορούσαν να τις κουβαλάνε χωρίς πρόβλημα. Τους βιασμούς, τους καταραμένους παπάδες, τις καλόγριες, τις κακουχίες, τον πόνο, την κακία, το χαμό). Προϊστάμενοι λοιπόν της αστυνομίας και ιθύνοντες, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο ΜακΚουέιντ κουκούλωσαν κι έκλεισαν την υπόθεση άσεμνων φωτογραφιών με μικρά -εξάχρονα πολλές φορές παιδάκια, που αποδείκνυαν την ασέλγεια των παπάδων. Και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας, του Μπερν (διακόνου στο Κουλμάιν) και του πάτερ Θαδδαίου Μάθιους (πήγαιναν τα παιδιά στο εξομολογητήριο όπου αυτός τους έκανε διάφορα).
     Αυτή είναι η υπόθεση που βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, μετά από τριάντα χρόνια, κι ο Φλέμινγκ ζητά τη βοήθεια και την εμπειρία του Τομ. Όμως ο Τομ δεν έχει απλώς ασχοληθεί με την υπόθεση ως αστυνομικός, ο Τομ ήταν πάλαι ποτέ θύμα. Κι αυτό το μαθαίνουμε (αν και το υποψιαζόμαστε βέβαια) σταδιακά καθώς προχωράει η αφήγηση. Η επίσκεψη των δύο αστυνομικών διακόπτει επομένως τη μακαριότητα του Τομ (μια αλύπητη χειρονομία της μοίρας τού την είχε αρπάξει μεσ’ απ’ τα χέρια) κι αναμοχλεύει αυτό το παρελθόν, που το μαθαίνουμε κι εμείς βήμα βήμα, μέσα από τον άξονα του συναισθήματος: ταραχή, αβεβαιότητα, θυμός, κλάματα με λυγμούς, αναγούλα από αηδία, μέχρι που αναφέρεται και η λέξη «προδοσία». Μέχρι που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι υπάρχει στον Τομ ένα είδος παγίδευσης, μια «θηλιά στον λαιμό», μια βαθιά ενοχή.
     Ωστόσο, παρά το σκοτεινό προαίσθημα, ο ηλικιωμένος πια Τομ, άριστος επαγγελματίας άλλοτε, αποφασίζει να βοηθήσει την έρευνα στην υπόθεση που θεωρείται ακόμα ανεξιχνίαστη και ξαναβγαίνει στο φως: την άγρια δολοφονία του σατανικού Μάθιους Θαδδαίου στη δεκαετία του ’60 (σωματικές βλάβες οφειλόμενες σε επίθεση μανίας), μετά από βίαιη επίθεση στο βουνό όπου πήγε με τον άλλον ιερέα παιδεραστή, τον Μπερν. Πολλά στοιχεία αναξιοποίητα αλλά και η ανάπτυξη της τεχνολογίας των γενετικών ελέγχων (DNA), εφόσον υπήρχαν «λεκέδες από αίμα», δίνουν ελπίδες στον Φλέμινγκ ότι, με τη βοήθεια και του Τομ, που είχε τότε ασχοληθεί με την υπόθεση, θα βρεθούν οι ένοχοι. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν η «αστυνομική πλευρά» της πλοκής του βιβλίου, ή μάλλον καλύτερα η αποκατάσταση της αλήθειας, που φανερώνεται βήμα βήμα στους αναγνώστες, και σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορεί να υποψιαστεί ο αναγνώστης, ο οποίος έχει ήδη προϊδεαστεί για την εμπλοκή του ήρωα. είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να πιστέψει, που δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ούτ καν οι πρωταγωνιστές της.
     Ωστόσο… υπάρχουν και χειρότερα, πολύ χειρότερα…
     Αν δεν είχες δει με τα μάτια σου τέτοιο ζόφο, 
τέτοια κρυφή κακία, 
δεν υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή τους. 
Και δεν υπήρχε πόλεμος πιο τρομακτικός 
από τα όσα είχαν ήδη ζήσει.
     Οι πιο σπαρακτικές αναφορές είναι αυτές που αφορούν την κακοποίηση των μικρών παιδιών, το σκάνδαλο της καθολικής εκκλησίας. Δεν υπάρχει βέβαια κλασική περιγραφή παρά μόνο θραύσματα αναμνήσεων και συναισθημάτων, και δεν σχετίζονται μόνο με τον ίδιο τον Τομ και την τραγική του παιδική ηλικία, αλλά και την γυναίκα του Τζουν, η οποία αποκάλυψε πολύ αργά στον Τομ, όταν πια είχε θεμελιωθεί η σχέση τους, ότι ήταν εξάχρονο κοριτσάκι όταν άρχισε επί σειρά ετών να την βιάζει ο πατήρ Θαδδαίος με την ανοχή των καλογριών (το είχε δει με τα μάτια του, τ’ αγόρια που βίαζαν οι Αδελφοί, πώς έσβηνε το φως στα μάτια τους. Αγόρια που οι Αδελφοί ξέσκιζαν με τη ρομφαία της λαγνείας τους. για πάντα. Το είχε δει. Το είχε δει με τα μάτια του, όταν ακόμα δεν ήξερε τις λέξεις γι’ αυτά τα πράγματα, όταν ακόμα δεν μπορούσε να περιγράψει σε κανέναν τι είχε δει. Τα μικρά φιτιλάκια στα μάτια τους μέσα σβηστά. Στους αιώνες των αιώνων).
     Οι «φριχτές ιστορίες» είναι -ή μάλλον ήταν- η δουλειά του Τομ (οι άνθρωποι παθαίνουν φριχτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή). Έχουν δει τα μάτια του εγκλήματα απίστευτα, φρίκη απερίγραπτη π.χ. όταν βόμβες σε αυτοκίνητα από ομάδες εξέγερσης εξόντωναν περαστικούς (αυτές οι γονατιστές φιγούρες ήταν για τον Τομ ο χειρότερος πόνος (…) και ξαφνικά οι φωνές των τρομερά, φριχτά τραυματισμένων άρχισαν να μπαίνουν στ’ αυτιά του, και τώρα τα ουρλιαχτά τα λόγια των ετοιμοθάνατων κλπ κλπ). Άλλωστε είναι εξοικειωμένος με τον φόνο κι από τον «ύποπτο πόλεμο» της Μαλαισίας όπου είχε πάρει μέρος πριν από πολύ καιρό, εμποδίζοντας τους αντάρτες να βρουν βοήθεια από τους χωριάτες (η δική του δουλειά ήταν ν’ ανεβαίνει με σκοινιά και τροχαλίες σ’ ένα ψηλό δέντρο, να κουρνιάζει εκεί και να σημαδεύει με το όπλο του τα δρομάκια που έμπαιναν στο χωριό). Άφταστος στο σημάδι, ο εικοσάχρονος τότε Τομ σκότωσε τόσους πολλούς, που οικονόμησε και το μετάλλιο (σκοτώνοντας αντάρτες είχε εξασφαλίσει τη δική του ζωή στην Ιρλανδία, αφήνοντας πίσω του την ντροπή και τα συντρίμμια της παιδικής του ηλικίας). Ναι, είχε διαπράξει φόνους (δεν μπορείς να σκοτώσεις λιγάκι- όταν σκοτώνεις, σκοτώνεις τελείως. Μια τόση δα λεξούλα για μια πράξη τεράστια).
     Όμως τίποτα δεν ήταν τόσο φριχτό, όσο η σκιά ενός Αδελφού με μαύρο ράσο δίπλα στο κρεβάτι σου μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα που σε ξυπνούσε για να σε δείρει ή να σε γαμήσει. Εικόνες φριχτές, με μωρά παιδιά ημίγυμνα δεμένα σε καρεκλάκια…
     Ο πάτερ Τζόζεφ Μπερν κι ο πάτερ Θαδδαίος Μάθιους, δυο τσακάλια μες στο κοτέτσι. Δυο τσακάλια που κατασπάραζαν κλωσόπουλα. Μια κατάσταση που ανέκαθεν, αλλά και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τον γεμίζει «καθαρή, σκέτη οργή». Έμαθε μάλιστα ότι κι ο Θαδδαίος βίαζε κατ' εξακολούθηση και την Τζουν, «αυτός είναι, Τομ, αυτός είναι ο άντρας που μου’ κανε το κακό»…
Το χέρι της δεν ήταν φυσικά φωτιά,
αλλά το άγγιγμά του τον έκαιγε σαν να’ ταν φωτιά,
του’ καιγε το χέρι.
     Σε αντιστάθμισμα όμως αυτού του ζόφου, ο αναγνώστης απολαμβάνει τις υπέροχες ερωτικές σελίδες όπου ο ήρωας αναπολεί την Τζουν του, σελίδες γεμάτες ζωή και φως! Μαγεμένος από τη μορφή της, τα μάτια, το δέρμα, τα δάχτυλα, τα πόδια και το απίστευτο πρόσωπο, το τέλειο πρόσωπο, που του κοβόταν η ανάσα στη σκέψη ότι ένα πλάσμα τόσο όμορφο ήταν μαζί του. Όταν τη γνώρισε, άργησαν πολύ να μιλήσουν ο καθένας για τον εαυτό του, γιατί τι είχαν να πούνε; Σύντομα όμως κατάλαβαν πως η αιτία αυτής της σιωπής ήταν η ίδια και για τους δύο, η ίδια και στις δυο υποθέσεις.
    Είναι μια όαση η σχέση του με την Τζουν, αυτός ο συναισθηματικός πλούτος που έζησε κοντά της και εξακολουθεί να ζει τώρα μέσω των αναμνήσεων, γιατί την σκέφτεται και την ποθεί ακόμα και διαρκώς. Και μόνο η εξωτερική περιγραφή γεμίζει ερωτισμό και χρώματα την αφήγηση: Οι χρυσαφιές πιτσιλιές στα μάτια της σαν χρυσόσκονη σε ποτάμι του Γουίκλοου/τα χρυσά μαλλιά/το φωτεινό, το λαμπερό της δέρμα/ κι ούτε ένα δάκρυ τα μάγουλά της, λες κι είχε αφήσει οριστικά πίσω της όλα τα δάκρυα/η παγανιστική άνοιξη, η πρώτη. Η άνοιξη της Τζουν/πώς το χαμόγελο φώτιζε τα πράσινα μάτια της και σπίθιζαν απ’ την τόση καλοσύνη της, την τρελή, μια στάλα μόνο, σκληρότητά της, την παράνομη παραζάλη και την ελάχιστη αγριάδα της όταν έφτανε σε οργασμό/η θέρμη του κορμιού της διαπερνούσε τα ρούχα της/Η θάλασσα, το νησί, τα βράχια, ο φάρος, τον καλημέρισαν. Ολόλαμπρη ήταν η χαρά του -και δεν τον ένοιαζε που θα’ κανε κι αυτή τον κύκλο της και θα τελείωνε, σαν όλες τις χαρές.
     Πρόκειται για μια γνήσια, βαθιά αγάπη, αλλά και για έναν τρελό, αμοιβαία μανιασμένο έρωτα, ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που είχαν ίδια –αναγνωρίσιμα- τραύματα, κι ας το συνειδητοποίησαν πολύ αργότερα από όταν γνωρίστηκαν. Μια αγάπη που τη βιώνει ο Τομ σαν να μην έχει τέρμα, αθάνατη, για μια γυναίκα «με απόλυτο αίσθημα δικαίου» που ακολούθησε μια τραγική μοίρα, στην προσπάθειά της να «είναι δίκαιη μπροστά στον θεό. Ίσως όχι μπροστά στους ανθρώπους». Τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε κι ο Τομ αποδίδοντας με αυτοδικία τη δικαιοσύνη σε ένα περιστατικό της όψιμης ζωής του, στο αφηγηματικό παρόν.
     Η οικογενειακή τραγωδία δεν σταματά για τον Τομ, εφόσον και τα δυο του παιδιά είχαν πολύ τραγική πορεία, που παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Κι ο κόσμος συνεχίζει χωρίς την Γουίνι, χωρίς τον Τζόε. Ο συγγραφέας μάς χαρίζει ανάλογες σελίδες σταθερά εστιασμένος στο επώδυνο παρόν του 60χρονου ήρωα, που με θάρρος αντικρίζει πια κατάματα όλη του τη ζωή.
     Οδύνη αλλά και ευτυχία.
Γιατί περιέργως ήθελε να ζήσει.
Ήθελε να ζήσει κι άλλο,
όσο χρειαζόταν για να βγει από το σκοτεινό δάσος,
σαν τα παιδιά στα παλιά,
μεσαιωνικά παραμύθια.
     Είναι αυτή η ηλικία των αναστοχασμών, όπου ασήμαντες στιγμές τελικά αναδεικνύονται ως «οι πιο σημαντικές» (ένα τίποτα που είχε μάθει να αγαπάει/ήταν σπουδαία αυτά τα πράγματα, περασμένα στο κορδόνι του χρόνου –ήταν το πολύτιμο περιδέραιο φτιαγμένο με τα γεγονότα των ημερών τους). Τι είναι τελικά σημαντικό στη ζωή (τι θα κρατούσε ο θεός απ’ την ιστορία του;); Όσο κι αν νιώθει χαμένος, είχε πάψει να απορεί, να προσπαθεί να εξιχνιάσει τη ζωή του.
     Μια παράξενη «φλόγα ελευθερίας», «ένα περίεργο χαρμάνι αυτού που συνήθως ονομάζεται ευτυχία» συνοδεύει τον Τομ σ’ αυτήν την πορεία προς τη λύτρωση από το παρελθόν, και την ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που είχε ζήσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82
3] Στις 28 Ιουλίου του 2005, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κήρυξε τον τερματισμό οποιασδήποτε ένοπλης ενέργειας και ανακοίνωσε πως, στο μέλλον, θα προσπαθούσε να επιτύχει τους στόχους του μόνο με ειρηνικά μέσα.
[4] Την δεκαετία του 1990, οι περιπτώσεις άρχισαν να εμφανίζονται στο φως της δημοσιότητας σε χώρες όπως την Ιρλανδία, τον Καναδά, την Αυστραλία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ την δεκαετία του 2000 έλαβαν ακόμη μεγαλύτερη κάλυψη. Η εκκλησιαστική ιεραρχία υποστήριξε ότι η κάλυψη από τα ΜΜΕ ήταν υπερβολική και δυσανάλογη, ενώ επιχειρηματολόγησε πως μια τέτοια κατάχρηση, υπάρχει και σε άλλες θρησκείες . Μια σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του 1990, όπως Υποφέρουν τα παιδιά (UTV, 1994), έφερε το θέμα για την εθνική προσοχή στην Ιρλανδία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1)
[5] Η ηγεσία της Καθολική Εκκλησίας αρκετές φορές κάλυψε τα γεγονότα και μετακίνησε τους ιερείς που είχαν κακοποιήσει ανηλίκους σε άλλες ενορίες, όπου και συνέχισαν την κακοποίηση (βλ. παραπάνω πηγή)